·
ΕΙΣΗΓΗΣΗ-ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΟΥΛΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ,ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ

  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΒΡΕΤΤΟΥ  ΜΕ ΤΊΤΛΟ : «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΑΘΗΝΑ;»  ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ

Φωτογραφία του Λεωνίδας Μαργαρίτης.
Ο Λάμπρος Βρεττός είναι γνωστός στο πνευματικό κοινό της πόλης μας και της γενέτειράς του, για τη μακρά και δόκιμη θητεία του στην ιστοριογραφία, την πεζογραφία, την ποίηση, το σχολικό θέατρο, τη λαογραφία και το διήγημα. Στα 16 βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι τώρα, περιλαμβάνεται και το διήγημα «Που είναι τα παιδιά μας, Αθηνά;», το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1989 και επανεκδόθηκε πρόσφατα. Πρόκειται για μία βαθιά ανθρώπινη ιστορία του εμφυλίου, γραμμένη με νηφαλιότητα, παρά τη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλεί αφ’ εαυτού το αντικείμενό της.
Ο εμφύλιος, ήταν μία τραγική πτυχή του εθνικού μας βίου και ο συγγραφέας, με επιδεξιότητα και χωρίς να τοποθετεί τον εαυτό του στη μία ή την άλλη παράταξη, περιγράφει με ρεαλιστικό, αλλά και ανθρώπινο τρόπο, γεγονότα και καταστάσεις που επανελήφθησαν πολλές φορές, σε πολλές οικογένειες, αλλά δεν έχουν απασχολήσει όσο θα έπρεπε, την ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία μας. Και λέω όσο θα έπρεπε, διότι τα γεγονότα αυτά έχουν πρωτίστως διδακτική διάσταση, κυρίως για τους νέους, οι οποίοι πρέπει να μάθουν τι σημαίνει αδελφοκτόνος σύρραξη, για να πουν ποτέ.
Το κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο του κ. Βρεττού είναι ο ανθρώπινος πόνος και ο καημός για τη μοίρα του ανθρώπου. Βιβλία με ανάλογο περιεχόμενο πρέπει να γράφονται και να διαβάζονται, για να γεύονται, όσοι από εμάς δεν είναι υποψιασμένοι, τι υπέστησαν οι πρόγονοί μας, προκειμένου να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και να απολαμβάνουμε τα αγαθά του πολιτισμού και της ελευθερίας.
Χαρακτήρισα το βιβλίο του κ. Βρεττού διήγημα, με τη γενική σημασία της λέξης, αλλά κατ’ ουσία πρόκειται για ένα ιστορικό χρονικό, μία ζωντανή μαρτυρία, από τις λίγες του είδους, στην οποία, μας αποκαλύπτει με ωραίο τρόπο, ότι το κλάμα δεν είναι μόνο των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων και δεν εκφράζει μόνο πόνο, αλλά και αγάπη και σεβασμό, για προσφιλή πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή.
Η περίοδος που αφορούν τα γεγονότα του βιβλίου, ήταν τραγική για τον τόπο, με τη φτώχεια και τη δυστυχία να μαστίζει την ύπαιθρο, αλλά και τις πόλεις. Το βιοτικό επίπεδο δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό. Πολλά παιδιά, όπου λειτουργούσαν σχολεία, πήγαιναν στο σχολείο τους χωρίς παπούτσια, μισόγυμνα και πεινασμένα και υπάρχουν χαρακτηριστικές φωτογραφίες ξυπόλυτων μαθητών που κάθονταν στα θρανία. Η ύπαιθρος, εκτός από τα στοιχεία της φύσης, είχε να αντιμετωπίσει και τις διάφορες ανταρτικές ομάδες, ανεξάρτητα τοποθέτησης, που εκβίαζαν συνειδήσεις και απαιτούσαν πιεστικά.
Σ’ αυτό το περιβάλλον εκτυλίσσονται τα γεγονότα του βιβλίου, με την αγωνία, για την τύχη των στρατευμένων προσφιλών τους, να επισκιάζει την καθημερινότητα όσων έμειναν πίσω. Μοναδικό μέσον επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία, η οποία όμως δεν είχε την αμεσότητα των σημερινών επικοινωνιών, διότι ένα γράμμα μπορεί να καθυστερούσε να φτάσει στον παραλήπτη του και πάνω από δέκα μέρες και εν τω μεταξύ ο αποστολέας του να είχε χάσει τη ζωή του, σε κάποια μάχη, όπως συνέβη με τον έναν από τους δύο νεκρούς του βιβλίου.
Οι Έλληνες, ως έθνος, αλλά και πριν συγκροτηθούμε σε έθνος, είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι, συμπονετικοί και σεβαστικοί απέναντι στο θάνατο προσφιλών προσώπων, συγγενών και φίλων, από την εποχή του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας. Έτσι λοιπόν, για το συγγραφέα και τον εξάδελφό του, ήταν ενδόμυχη και αυτονόητη υποχρέωση, να αναζητήσουν τα οστά των αδελφών τους, για να τα μεταφέρουν να τα θάψουν στη γενέτειρά τους. Η διήγηση αποκτά μία ιδιαίτερα τραγική διάσταση, μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια ανεύρεσης και μεταφοράς των οστών του αδελφού του συγγραφέα, στην οποία, η συγκινησιακή φόρτιση και η τύχη έπαιξαν το ρόλο τους.
Όλη τη διήγηση τη διαπερνά το τραγικό στοιχείο και στο τέλος επέρχεται η κάθαρση, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακομιδής των οστών, κατά τη δεύτερη προσπάθεια και πολύ καθυστερημένα. Πρόκειται για μία σύγχρονη εκδοχή αρχαίας τραγωδίας.
Δεν μπορώ να φανταστώ, αν σε μία άλλη πολιτισμένη χώρα του κόσμου, η μεταφορά και ο ενταφιασμός των λειψάνων προσφιλών προσώπων, θα είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις στις ψυχές των πλησιέστερων επιζώντων συγγενών τους και θα τους είχε απασχολήσει τόσο πολύ. Πάντως οι Έλληνες, είτε διότι έχουμε ανεπτυγμένο το αίσθημα του σεβασμού στους προσφιλείς νεκρούς μας, είτε διότι αυτό αποτελεί μακρά παράδοσή μας, έχουμε συνδέσει την ανάπαυση της ψυχής τους, με την ταφή τους και μάλιστα στο γενέθλιο τόπο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το χωριό Τσουκαλάδες της Λευκάδας.
Οι περιγραφές στο βιβλίο έχουν χάρη και αμεσότητα, παρά την τραγικότητα των γεγονότων, διότι ο συγγραφέας έχει βιώσει όσα εξιστορεί και θέλει να τα διασώσει από τη λήθη, εις «μνημόσυνον αιώνιον» των νεκρών. Ως εκπαιδευτικός, θεωρεί καθήκον του να φέρει στο φως ένα συγκλονιστικό γεγονός που έζησε και έχει επίγνωση, ότι η δημοσίευσή του, θα είναι χρήσιμη και ωφέλιμη, διότι ο Διχασμός, το ενδημικό αυτό νόσημα του έθνους μας, που είναι η γενεσιουργός αιτία του θανάτου των δύο εξαδέλφων, ποτέ δεν σταμάτησε να αναδεύεται και ποτέ δεν σταμάτησαν να το θρέφουν και να το συντηρούν, όσοι έχουν επενδύσει σ’ αυτό, για να ανανεώνονται στην εξουσία.
Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει πολλά μηνύματα. Είναι χαρακτηριστική μία φράση του συγγραφέα, που φέρεται να απευθύνει στον εξάδελφό του, για τη δύναμη της μόρφωσης και των σπουδών, «Πρέπει να μάθουμε γράμματα, να σπουδάσουμε. Να σκεπάσουμε τη γύμνια μας, να χορτάσουμε ψωμί. Με τις σπουδές μας θα δώσουμε χαρά κι ικανοποίηση στους γονιούς μας, καθώς θα μας καμαρώνουν υπάλληλους σε κάποια υπηρεσία». Οι στερήσεις και η πείνα που έζησε στα παιδικά του χρόνια, ξύπνησαν μέσα του την ανάγκη για σπουδές και μόρφωση, για να ξεφύγει από τη δυστυχία και τα βάσανα. Πόσοι νέοι άνθρωποι σήμερα, στην εποχή του ευδαιμονισμού, που όλα προσφέρονται με ευκολία και υπερεπάρκεια, θέλουν πραγματικά να σπουδάσουν και είναι έτοιμοι να κοπιάσουν γι’ αυτό; Μήπως φταίει το ότι δεν είναι γυμνοί και νηστικοί;
Ο συγγραφέας, ελέγχει τη συγκινησιακή φόρτιση που αναγκαστικά του προκαλεί η διήγηση ενός τόσο τραγικού περιστατικού, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια και επιδέξια προβάλει ένα αισιόδοξο μήνυμα για τη ζωή, την ειρήνη, τη δημιουργία και την πρόοδο. Από τον πόλεμο κανένας δεν βγαίνει νικητής, ανεξάρτητα από το πόσο αυτοί που τον ξεκίνησαν, επέτυχαν τους σκοπούς τους. Αυτό το γνωρίζει διότι το έζησε, όμως δεν θέλουν να το γνωρίζουν αυτοί που διαχειρίζονται τις τύχες των λαών, οι οποίοι, έρμαιοι των προσωπικών τους στόχων, δεν διστάζουν να οδηγήσουν σε άδικο και άσκοπο θάνατο νέους ανθρώπους, που αν ζούσαν, θα ήσαν χρήσιμοι στην κοινωνία και το έθνος τους.
Δυστυχώς, η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με την καθημερινότητα, παρά την ιστορική της διάσταση και το ρόλο αυτό έχουν αναλάβει κάποιοι, κυρίως στην επαρχία, όπως ο κ. Βρεττός, οι οποίοι ασχολούνται και με την Ιστορία, παράλληλα με το κύριο επάγγελμά τους. Είναι οι θεματοφύλακες της συλλογικής μας μνήμης, οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να ξετρυπώνουν και να ανασύρουν τις πηγές και έχουν την εξοικείωση να τις αξιολογήσουν. Είναι αυτοί, που με το έργο τους, προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στην υπόθεση της Ιστορίας, σε πείσμα των «αποδομητών» της, οι οποίοι αρέσκονται σε στρατευμένα και προκατασκευασμένα συμπεράσματα. Είναι οι «Χαμωλόγοι» του πνεύματος, για να θυμηθούμε το Διον. Ρώμα, χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχαν οι «Πανωλόγοι».
«Πόσο μικραίνει τον άνθρωπο ο πόνος και το κλάμα!», διαπιστώνει με πικρία ο συγγραφέας, βλέποντας τον αδελφό του να ψάχνει για τον τάφο του αδελφού τους. Εφιαλτικά βιώματα ζώνουν τον ήρωα του βιβλίου, όταν δεν κατορθώνει να βρει τον τάφο του αδελφού του και νοιώθει ενοχές για ό,τι έγινε, χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει στην ψυχή του, αν ευθύνεται ο ίδιος ή η κακή τύχη.
Δεν ξέρω αν ο κ. Βρεττός είχε δισταγμούς, αν θα έπρεπε να δημοσιεύσει τις μνήμες του για το συγκεκριμένο γεγονός, πάντως, αν δεν τις δημοσίευε, πραγματικά θα ήταν φτωχότερη η γραμματολογία για τον εμφύλιο. Μπορεί η καθημερινότητα να μην είναι και δεν είναι βαρύγδουπη, όπως η επίσημη Ιστορία, όταν όμως αναδεικνύεται από έμπειρη γραφίδα, είναι ελκυστική και διδακτική και αυτό ισχύει και για το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε.
ς