ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ

ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ

Της Μυρτώς-Μαρίας Γεωργοπούλου- Βέρρα*


Η αναζήτηση της ασφάλειας είναι από τις πρώτες και βασικές ανάγκες του ανθρώπου. Ανάλογοι με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, υπήρξαν και οι τρόποι εξασφάλισης της κοινωνικής ομάδας. Τους ατείχιστους οικισμούς των προϊστορικών χρόνων και των μινωικών πόλεων, διαδέχθηκαν οι τειχισμένες ακροπόλεις των Μυκηναίων. Υψηλά κυκλώπεια τείχη περιβάλλουν καίριες στρατηγικές θέσεις, παράδειγμα το κοντινό τείχος Δυμαίων και η ακρόπολη της Βούντενης.
Οι πόλεις- κράτη της κλασσικής αρχαιότητας χτίζουν ακροπόλεις που διασφαλίζουν τα ιερά και υψώνουν τείχη για την προάσπιση της χωρικής τους δικαιοδοσίας . Παράδειγμα η Ακρόπολη των Αθηνών, τα τείχη της πόλεως, αλλά και τα μακρά τείχη που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά. Το ίδιο ίσχυε και για τις αποικίες τους. Στην Πάτρα η ακρόπολη με τα ιερά της, βρισκόταν στη φυσικά οχυρή θέση του σημερινού κάστρου, ενώ τμήματα τείχους που προάσπιζαν την πόλη μέχρι το λιμάνι, έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφές οικοπέδων του σημερινού ιστορικού κέντρου της πόλης.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, ήταν ο πρώτος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, που οργάνωσε δίκτυο οχυρωμένων πόλεων στις κατακτημένες περιοχές. Δίκτυο, που άγγιζε τις τρεις ηπείρους. Οι Ρωμαίοι, με την ασφάλεια στο εσωτερικό της απέραντης αυτοκρατορίας τους, χάρη στην Pax Romanα εγκατέλειψαν τις οχυρώσεις των πόλεων και περιορίστηκαν στην οχύρωση των συνοριακών τους γραμμών, κάποιων περασμάτων-δρόμων στρατηγικής σημασίας και στην δημιουργία οχυρωμένων στρατιωτικών βάσεων-σταθμών.
Με τη διάσπαση του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολική και δυτική αυτοκρατορία, τα δεδομένα αλλάζουν. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, οι μεγάλες ελληνιστικές- ρωμαϊκές πόλεις, που εξακολουθούν να έχουν σπουδαίο ρόλο στη νέα αυτοκρατορία, τειχίζονται, όπως επίσης και η νέα πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους, η Κωνσταντινούπολη. Ειδικότερα, κατά τον 6ο μ.Χ. αι. υπό την πίεση εισβολών κυρίως των σλαβικών φύλων, ο Ιουστινιανός οργανώνει δίκτυο οχυρών με σκοπό τη διασφάλιση των συνόρων, την προστασία των πόλεων και την κατά το δυνατόν προστασία της υπαίθρου, καθ’ όσον η οικονομία της βυζαντινής αυτοκρατορίας βασιζόταν κυρίως στην αγροτική παραγωγή.
Οι οχυρώσεις της περιόδου αυτής, αποτελούνται από ευθύγραμμα, υψηλά, κατακόρυφα τείχη, στα οποία ενσωματώνονται ορθογώνιοι πύργοι (σπανιότερα κυκλικοί) προέχοντες της τειχογραμμής. Aκολουθούν την μορφολογία του εδάφους, χωρίς ιδιαίτερη προεργασία γιά τη θεμελίωση. Κοντινά μας παραδείγματα το Ιουστινιάνειο τείχος του ισθμού της Κορίνθου και η πρώτη οικοδομική φάση του κάστρου της Πάτρας, έργα που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 6ου μ.Χ. αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις, τα τείχη έχουν πλάτος, που υπερβαίνει τα 3μ. και είναι κτισμένα από αρχαίο οικοδομικό υλικό, προερχόμενο από προϋπάρχοντα κτίσματα της κλασσικής κυρίως αρχαιότητας. Μεγάλοι λαξευμένοι δόμοι από μάρμαρο ή πορόλιθο χρησιμοποιούνται στις δύο όψεις, του τείχους και το ενδιάμεσο κενό πληρούται από μικρότερους λίθους, σπασμένες πλίνθους και συνδετικό κονίαμα. Για την καλύτερη σύνδεση των δύο όψεων μεγάλοι λίθοι ή τμήματα κιόνων τοποθετούνται εγκάρσια σαν ελκυστήρες, σύμφωνα με την τεχνική που περιγράφει ο Βιτρούβιος ως «έμπλεκτον». Στην πρώτη αυτή περίοδο του κάστρου της Πάτρας, ο οχυρωμένος περίβολος, τμήματα του οποίου εντοπίζονται σε όλη σχεδόν την περίμετρο των τειχών πλην του νοτιοδυτικού άκρου, προασπίζει μία έκταση 22.000τμ. Πρόκειται δηλαδή για ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο.
Αυτός ο τύπος οχύρωσης, διατηρείται καθ’ όλο το μεσαίωνα. Από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα, τα φρούρια ή οχυρωμένες θέσεις, που χρησίμευαν σαν βάσεις στρατιωτικών κυρίως σωμάτων και εξασφάλιζαν την άμυνα της γύρω περιοχής. Η κάτοψή τους, διαμορφώνεται από την γεωμορφολογία της θέσης και έχουν κατά κανόνα διπλό περίβολο. Σταδιακά μέσα στα τείχη κτίζονται εκκλησίες, διοικητικά κτίρια , αποθήκες και λουτρά. Από τον 12ο αιώνα και μετά μέσα στο κάστρο περιλαμβάνεται η κατοικία του άρχοντα στον εσωτερικό περίβολο ή και του επισκόπου. Η πόλη, η χώρα κατά τους βυζαντινούς, εξώβουργο κατά τη δυτική ορολογία, αναπτύσσεται γύρω από το κάστρο, προστατευμένη από τείχη μέσα στα οποία κατοικεί ο αστικός πληθυσμός. Στην Πάτρα, οι έρευνες των τελευταίων χρόνων έχουν περίπου χωροθετήσει την πορεία των τειχών της πόλης, στα οποία αναφέρονται πολλοί περιηγητές και περιγράφει ο Σφραντζής, που ονομάζει την πόλη «κάστρον» ή «πολίεθρον», αναφερόμενος στην είσοδο του Κων/νου Παλαιολόγου στην Πάτρα.
«και εσέβημεν εις το κάστρον και μέχρι των εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου οσπιτίων απήλθομεν, της μεν οδού πάσης κατεστρωμένης πάντων ανθέων και ευκοσμίας».
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η διείσδυση ξένων στοιχείων στην αυτοκρατορία δημιούργησε νέες συνθήκες και νέα δίκτυα οχυρώσεων. Οι νέοι ηγεμόνες που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο καταρχήν, στηρίχθηκαν στα υπάρχοντα κάστρα, τα οποία επισκεύασαν. Οι επεμβάσεις αφορούν κυρίως σε μικροεπεκτάσεις, ή προσθήκες πύργων και κυρίως της κατοικίας του ηγεμόνα- φεουδάρχη, που κατά κανόνα τοποθετείται στο καλύτερα προστατευμένο μέρος, στον εσωτερικό περίβολο.
Οι κανόνες της οχυρωματικής, δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει. Οι αμυνόμενοι από τον περίδρομο των ψηλών κατακόρυφων τειχών και πύργων, χρησιμοποιούν βολές οριζόντιες προσπαθώντας να κρατήσουν μακριά τους εχθρούς, ρίχνοντας κατακόρυφες βολές, πέτρες και άλλα υλικά από τις επάλξεις ή τις καταχύστρες. Ως εκ τούτου, δεν απαιτούνται σοβαρές μεταβολές των οχυρώσεων.
Περιορισμένης έκτασης είναι οι φραγκικές επεμβάσεις στο κάστρο της Πάτρας, που έγιναν μόλις κατέλαβαν την πόλη οι Φράγκοι Ιππότες Σαμπλίτ και Βιλλεαρδουίνος.
Παράλληλα όμως την περίοδο της Φραγκοκρατίας ιδρύθηκαν πολλά νέα κάστρα, σε θέσεις που θεωρήθηκαν επίκαιρες ή έγιναν έδρες των νέων ηγεμόνων-φεουδαρχών. Το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο νέο κάστρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, που έχει διασώσει σχεδόν ατόφια την αρχική του φράγκικη μορφολογία, καθώς πολύ λίγες επεμβάσεις έγιναν σ’αυτό κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι το κάστρο Clermont, το Χλεμούτσι.
Βασική διαφοροποίηση της οχυρωματικής τεχνικής, θα επιφέρει η ανακάλυψη της πυρίτιδας κατά τον 14ο αι. και η καθιέρωση των πυροβόλων όπλων στο δεύτερο μισό του 15ου, που δημιουργεί μία νέα πολεμική τεχνολογία. Η ανάγκη αντιμετώπισης της ισχύος των πυροβόλων όπλων των επιτιθέμενων , αλλά και της δυνατότητας ανάπτυξης πυροβολαρχιών στις αμυντικές γραμμές, οδηγούν σε ριζικές αλλαγές τη διαμόρφωση των οχυρώσεων. Τα τείχη έπαψαν να είναι υψηλά. Δόθηκε κλίση στη βάση τους για την αντιμετώπιση των οβίδων. Οι πύργοι μετατρέπονται σε προμαχώνες προέχοντες της τειχογραμμής και οι επάλξεις διευρύνονται σε κανονιοθυρίδες. Με επιχωματώσεις, δημιουργούνται «πλατείες» πάνω στις οποίες κινούνται τα κανόνια, καθώς η χρήση των κανονιών μέσα στους πύργους που γίνεται κατά την μεταβατική περίοδο του 15ου και των αρχών του 16ου αι. είναι δυσχερής λόγω του καπνού και του περιορισμένου από την τοιχοποιία οπτικού πεδίου
Κατά τη μεταβατική περίοδο, που προαναφέρθηκε κτίζονται ισχυροί, χαμηλοί, κυκλικοί ή πολυγωνικοί πύργοι, που διέθεταν κλειστούς χώρους με ανοίγματα για την εγκατάσταση πυροβόλων. Τέτοια είναι η κατασκευή του βορειοδυτικού προμαχώνα στο κάστρο της Πάτρας, που κτίσθηκε κατά την


περίοδο εκμίσθωσης του κάστρου από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο στους Βενετούς στα 1413, ο πολυγωνικός νοτιανατολικός προμαχώνας, που φαίνεται να κτίσθηκε από τους τούρκους αμέσως μετά την κατάληψη του κάστρου, στο δεύτερο μισό του 15ου αι., και ο πολυγωνικός προμαχώνας που προστέθηκε στους βορειανατολικούς παλαιολόγειους πύργους του εσωτερικού περιβόλου. Στη μεταβατική αυτή περίοδο, ανήκουν και οι πρώτες φάσεις των κάστρων Ρίου και Αντιρρίου, που κτίσθηκαν στα 1499-1500, καθόσον η χρήση και η εμβέλεια των πυροβόλων όπλων, κατέστησε πλέον πρόσφορη και στρατηγικής σημασίας την οχύρωση του στενού περάσματος από τον πατραϊκό στον κορινθιακό κόλπο.


Στην ιταλική χερσόνησο από τα μέσα του 15ου και κατά τους επόμενους δύο αιώνες η μηχανική των φρουρίων από εμπειρική τέχνη γίνεται εξειδικευμένος κλάδος της αρχιτεκτονικής. Μεγάλες προσωπικότητες της ιταλικής αναγέννησης, όπως ο Leonardo da Vinci και ο Μιχαήλ Άγγελος ασχολούνται με το σχεδιασμό πολεμικών μηχανών, ενώ σταδιακά τον σχεδιασμό των οχυρωματικών έργων αναλαμβάνουν εξειδικευμένοι μηχανικοί, όπως ο Sangallo και o Michele Sanmicheli. Έτσι αναπτύσσεται το προμαχωνικό σύστημα, με προωθημένα πολυγωνικά πλατώματα, από τα οποία εξασφαλίζεται η δυνατότητα βολής σε μεγάλη έκταση. Τα πλευρικά πυρά γίνονται η κύρια άμυνα κατά της εχθρικής εφόδου. Τα διασταυρούμενα πυρά των αντικριστών προμαχώνων, καλύπτουν τα μεταπρομαχώνια τμήματα, ευθύγραμμα τείχη που τους συνδέουν. Το προμαχωνικό σύστημα ενισχύεται από βοηθητικές κατασκευές, όπως οι τάφροι, οι επιπρομαχώνες, τα εξωτερικά οχυρώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατασκευή των οχυρώσεων γίνεται πλέον μία περίπλοκη και πολυδάπανη υπόθεση, που συχνά απαιτεί χρόνια για να ολοκληρωθεί. Τα χαρακτηριστικά του ανεπτυγμένου προμαχωνικού συστήματος, θα δούμε στην φάση των κάστρων Ρίου και Αντιρρίου, που έγινε κατά τη δεύτερη Ενετοκρατία.
Από την αρχαιότητα, τα δύο Ρία, ή το Αχαϊκόν Ρίον και το Μολυκρικόν αναφέρονται σαν το κύριο πέρασμα από την Πελοπόννησο στη Στερεά, δεν φαίνεται όμως να ήταν κατοικημένα. Η αναφορά από τον Παυσανία, ότι στο Ρίο υπήρχε ναός του Απόλλωνα δεν έχει επαληθευθεί από τα ανασκαφικά δεδομένα ,ενώ όλη η περιοχή γύρω από το κάστρο περιγράφεται ως ελώδης, με κακό υπέδαφος. Οι ανασκαφές που έγιναν στο Αντίρριο κατά τα έργα κατασκευής της Γέφυρας, αποκάλυψαν αρχαίο οικισμό σε απόσταση 2 χλμ. βόρεια του Αντιρρίου. Δεν εντοπίσθηκαν όμως αρχαία λείψανα πλησιέστερα στο κάστρο.
Μετά την κατάληψη της Ναυπάκτου από τους Τούρκους το 1499, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, αποφάσισε την οχύρωση του περάσματος αντιγράφοντας την οχύρωση των στενών του Βοσπόρου, και ως εκ τούτου τα δύο φρούρια ονομάστηκαν από τους τούρκους Κιουτσούκ Τσανάκ Καλέ, δηλ. Μικρά Δαρδανέλλια. Ενώ από τους έλληνες ιστορικούς, αναφέρονται ως Κάστρο του Μωριά και Κάστρο της Ρούμελης και από τους Βενετούς Castelli di Lepanto. Το έργο της κατασκευής ανέλαβε ο Σινάν Πασάς και το ολοκλήρωσε μέσα σε τρεις μήνες.
Σε Κώδικα της Μονής Ιβήρων, αναφέρεται ότι «κατ’ έτος 1500 ήλθεν ο αυτός Αμηράς και επήρε την Ναύπακτον και τον Σεπτέμβριον μήναν όρισε και έκτισαν τα δύο νεόκαστρα εις το στενόν». Η αναφορά στα δύο φρούρια ως νεόκαστρα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το πέρασμα δεν είχε οχυρωθεί παλαιότερα. Σταδιακά τα κάστρα των Πατρών και της Ναυπάκτου εγκαταλείπονται στις διοικητικές κυρίως υπηρεσίες και η άμυνα της περιοχής πλέον οργανώνεται στο Ρίο και στο Αντίρριο, καθώς απ’ αυτά εξασφαλίζεται ο έλεγχος του περάσματος από τον Πατραϊκό στον Κορινθιακό.
Το 1532, παρά τον καλό εξοπλισμό των κάστρων σε πυροβόλα, όπως βεβαιώνουν βενετικές αναφορές, τα κατέλαβαν οι Ισπανοί υπό τον Ανδρέα Ντόρια, αφού οι τούρκοι πριν παραδοθούν ανατίναξαν το κάστρο του Αντιρρίου. Σύντομα όμως τα ανακατέλαβαν και το κάστρο του Αντιρρίου και οχυρώνεται και πάλι το1533 και εξοπλίζεται με πυροβόλα, που μεταφέρονται από τη Ναύπακτο. Το 1603 και τα δύο κάστρα, τα κατέλαβαν οι ιππότες της Μάλτας. Τότε φαίνεται, ότι προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές. Το κάστρο του Αντιρρίου υπέστη και πάλι τη μεγαλύτερη καταστροφή, ενώ τα κανόνια του μεταφέρθηκαν στη Μάλτα.
Το 1641 ο γάλλος πρεσβευτής De la Hayes μαζί με το περιηγητή Du Loir επισκέφθηκαν τα δύο κάστρα και τα βρήκαν αφρούρητα και ανίσχυρα, σε καλύτερη πάντως κατάσταση αυτό του Αντιρρίου, το οποίο είχαν στο μεταξύ ξαναεπισκευάσει , ενώ για μία ακόμη φορά το ανατίναξαν οι ίδιοι οι τούρκοι.
Ο βενετός προνοητής Κορνέρ ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Mauro την μελέτη επισκευής τους. Όμως ο διάδοχος του Κορνέρ, Ζεν, αναφέρει στη Βενετία, ότι παρότι είναι εξαιρετικά οχυρώματα απαιτούνται πολλά χρήματα για την επισκευή και τον εκσυγχρονισμό τους. Το κάστρο του Αντιρρίου σε μεγάλο μέρος ανακατασκευάστηκε στις αρχικές του περίπου διαστάσεις, ενώ για το Ρίο υπήρξαν δύο προτάσεις, η μία σημαντικής επέκτασης και εκσυγχρονισμού του, αλλά πολυδάπανη, και μία περιορισμένων επεμβάσεων. Μετά από σειρά αναφορών των προβλεπτών και άλλων αξιωματούχων προς τη Βενετία και με την οικονομική συμμετοχή των κατοίκων της Πάτρας, του Μητροπολίτου και των Αχαϊκών Μοναστηριών, το 1708, άρχισαν οι εργασίες επέκτασης του κάστρου του Ρίου, με βάση μελέτη του Grimani και του γνωστού μηχανικού του Παλαμιδίου Giansix. Το κάστρο επεκτείνεται σημαντικά στην δυτική και βόρεια πλευρά του. Η τάφρος αναδιαμορφώνεται σε σχήμα αστεροειδές αφήνοντας δύο τριγωνικές νησίδες, στις οποίες κατασκευάστηκαν χαμηλά οχυρώματα. Προστίθενται δύο μεγάλοι πολυγωνικοί προμαχώνες στην νότια πλευρά και άλλοι δύο στη δυτική και βόρεια. Οι εργασίες όμως δεν είχαν ολοκληρωθεί, όταν το 1715 ο σουλτάνος Αχμέτ ο Γ΄ πέρασε τον Ισθμό και έφθασε στην Αχαΐα. Μετά από τριήμερη πολιορκία οι βενετοί παρέδωσαν το κάστρο με όλο τον εξοπλισμό του. Σύμφωνα με την έμμετρη αφήγηση του ηπειρώτη Μάνθου Ιωάννου « Στο Δρέπανο εριβάρισε και είδε το καστέλι (ο πασάς) / και παρευθύς σηκώθηκε, να πάγη κοντά του θέλει / και τότε εζύγωσε κοντά και είδε το αρματωμένο / το πρόσωπόν του έγινεν σαν τον αποθαμένον.» Αφού όμως ζήτησε βοήθεια από τη Ναύπακτο και κατάφεραν να απομακρύνουν τα βενετικά πλοία «ποτέ μου δεν ελόγιαζα με τόσην ευκολία / οι Φράγκοι να μου δώσουνε εμένα τα κλειδία / Αρματωμένο τόδωσαν με όλα τα κανόνια / πράγμα οπού δεν τόλπιζα ποτέ εις τον αιώνα / δίχως να κάμω πόλεμον, ανθρώπους να σκοτώσω / και τους ρωμαίους μου έδωσε να τους κατασκλαβώσω.»
Οι τούρκοι αποπεράτωσαν τα έργα των βενετών, καθώς φαίνεται ότι στο βόρειο τμήμα δεν είχαν ολοκληρωθεί.
Οι περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα θαυμάζουν τα δύο φρούρια και παρομοιάζουν τα Δαρδανέλλια του Λεπάντο, με εκείνα του Ελλησπόντου, ενώ ο Arnault ονομάζει το φρούριο του Ρίου, Ακρόπολη του Μωρέως.
Το 1828 ύστερα από μάχη στην οποία έλαβαν μέρος το Γαλλικό και το Αγγλικό ναυτικό ο Μαιζόν κατέλαβε το κάστρο του Ρίου. Από γραπτές πηγές της εποχής, αναφέρονται οι εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες που πραγματοποίησαν οι γάλλοι, πριν παραδώσουν το κάστρο στον Νικόλαο Τριτάκη, εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Βούλγαρης μετά τη σύνταξη του πολεοδομικού σχεδίου της Πάτρας, ασχολήθηκε με τις μελέτες επισκευής των δύο κάστρων.
Κατά το Β΄Παγκόσμιο πόλεμο οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το Ρίο ως οχυρό και έδρα μοίρας πυροβολικού. Μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Η κατάστασή διατήρησής του, μελαγχόλησε τον Κώστα Ουράνη, που το χαρακτήρισε «κάστρο ζοφερό, που έχει χάσει την πολεμική ψυχή του». Το Ρίο παρέμεινε στη δικαιοδοσία του ελληνικού στρατού μέχρι το 1976, οπότε παραδόθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία. Ενώ το Αντίρριο έμεινε μέχρι πρόσφατα στην αρμοδιότητα του πολεμικού Ναυτικού.
Από τις πρώτες οικοδομικές φάσεις του Αντιρρίου, μετά τις τόσες καταστροφές και ανακατασκευές, που προαναφέρθηκαν, δεν διατηρείται σχεδόν τίποτα. Η κάτοψή του, διαμορφώνεται σε ακανόνιστο εξάγωνο με πολυγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες. Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από τη θάλασσα, ενώ στην τέταρτη υπήρχε τάφρος. Σήμερα διατηρείται κυρίως το περιμετρικό τείχος, καθώς κτίσματα που υπήρχαν μέσα στα τείχη, σπίτια, τζαμί κ.ά., που αναφέρουν οι ιστορικές πηγές, έχουν ισοπεδωθεί. Κεκλιμένες επιφάνειες -ράμπες κοντά στους προμαχώνες οδηγούν από τον επίπεδο εσωτερικό χώρο στην πλατεία των επιχωματωμένων προμαχώνων, όπου διαμορφώ-νονται οι κανονιοθυρίδες με μέτωπο προς τη θάλασσα. Η κεντρική πύλη ανοίγεται στη βόρεια πλευρά και οδηγεί μέσω ενός θολο-σκέπαστου διαδρόμου στο εσωτερικό. Τα τείχη κατασκευασμένα από συμπαγή λιθοδομή παρουσιάζουν την τυπική τριμερή διάρ-θρωση που χαρακτηρίζει την οχυρωματική μετά την μεταβατική περίοδο, κεκλιμένη επιφάνεια, πώρινο ημικυκλικής διατομής κορδόνι και το ευθύγραμμο παραπέτο με τις επάλξεις.
 Στο κάστρο του Ρίου η αρχική τουρκική οχύρωση έχει κάτοψη ισοσκελούς τριγώνου, με την κορυφή του στραμμένη στο βορρά. Συγκρότημα δύο κυκλικών προμαχώνων, που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός τρίτου μικρότερου, στέφει την κορυφή, ενώ μικρός οχυρός περίβολος στο νότιο τμήμα τους, περικλείει οκταγωνικό πυργοειδές κτίσμα. Στις γωνίες του περιβόλου αυτού, καταλήγουν τα τείχη των δύο πλευρών του τριγώνου. Από το δυτικό όμως, μόνο μικρό τμήμα διατηρείται, καθώς προφανώς κατεδαφίσθηκε με τις εργασίες επέκτασης του φρουρίου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία. Η είσοδος βρίσκεται στο νοτιανατολικό τμήμα του νότιου τείχους, θολοσκεπής χώρος με δύο επάλληλες πύλες, μία προς τα ανατολικά και δεύτερη προς βορράν, ώστε ο εισερχόμενος να διανύει πορεία σε Γ. Στο μέσον της νότιας πλευράς, υπάρχουν δύο συνεχόμενοι κυκλικοί προμαχώνες. Ο μεγαλύτερος από τους οποίους έχει μετατραπεί σε ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ένας ακόμη κυκλικός προμαχώνας βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του τείχους, προσκολλημένος σε μία τριγωνική κατασκευή. Ενώ στο νοτιανατολικό άκρο, διατηρείται ένας τριγωνικός πύργος. Με τις στερεωτικές εργασίες που εκτελέστηκαν από το 2004 από την 6η ΕΒΑ, χρηματοδοτούμενες από το ΠΕΠ Δυτικής Ελλάδας, στα πλαίσια του Γ΄ΚΠΣ, επιβεβαιώθηκε, ότι η πρώτη οθωμανική φάση που μέχρι σήμερα εθεωρείτο ενιαία από όλους τους ερευνητές διαχωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη οικοδομική φάση αφορά τον τριγωνικό περίβολο με τα δύο τριγωνικά οχυρά της νότιας πλευράς. Έτσι η μαρτυρία, ότι τα δύο κάστρα κτίσθηκαν από τον Σινάν πασά μέσα σε τρεις μόνον μήνες φαίνεται πλέον αληθοφανής. Ακολούθως προστέθηκαν οι κυκλικοί προμαχώνες , σε κοντινή πάντως χρονικά περίοδο, καθώς ο τρόπος δόμησης δεν διαφέρει. Εξάλλου η μορφή του κυκλικών οχυρωμάτων, που ουσιαστικά είναι χαμηλού ύψους πύργοι, χαρακτηριστικής κατασκευής της μεταβατικής περιόδου, χωρίς τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους προμαχώνες στον προχωρημένο 16ο αιώνα, μας οδηγεί σε μία χρονολόγηση στο πρώτο μισό του 16ου αι. Στα 1543 είναι γνωστό, ότι ο οθωμανός ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα επισκευάζει το Αντίρριο και μεταφέρει εκεί ισχυρές μονάδες πυροβολικού. Ενώ όμως για το κάστρο του Αντιρρίου υπάρχουν σχετικές ιστορικές αναφορές, για το κάστρο του Ρίου μόνο μία πληροφορία υπάρχει και αυτή πολύ μεταγενέστερη, του Εβλιγιά Τσελεπή, ο οποίος γράφει « Στο έτος ... ο Σουλεϊμάν Χαν αυτό το Καστέλι το πλάτυνε 600 βήματα και ο Γαζή Καπουτάν Χαϊρεντίν πασάς το έφτιαξε με τα χέρια του τετράγωνο».
Όλοι οι πύργοι- προμαχώνες της οθωμανικής περιόδου εσωτερικά είναι θολοσκεπείς με επιμελημένη πλινθόκτιστη κατασκευή, όπως και η είσοδος. Στην εξωτερική τους όψη, έχουν αργολιλοδομή με ισχυρό κονίαμα στους αρμούς, που καλύπτει μεγάλη επιφάνεια των λίθων. Έχουν εσωτερικές χαμηλές τοξωτές κανονιοθυρίδες και επίπεδο δώμα με επάλξεις, σύστημα, που όπως προαναφέρθηκε καταργήθηκε στη διάρκεια του 16ου αι ως αντιλειτουργικό.
Την κατάσταση του κάστρου και τις εργασίες επισκευής και επέκτασης, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί, περιγράφει ο Agostino Sagredo το 1714. Με τις εργασίες αυτές το κάστρο του Ρίου μετατράπηκε σε τυπικό παράδειγμα επιθαλάσσιου οχυρού. Τα τείχη ισχυροποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι βασικές κατασκευές του προμαχωνικού συστήματος με την γεωμετρική χάραξη, τους επιπρομαχώνες και τις κοντράμυνες, σήραγγες κάτω από την επιχωμάτωση των προμαχώνων, που ανοίγονταν για την επικοινωνία και την άμυνα από εχθρικές υπονομεύσεις. Μέσα στο φρούριο διαμορφώθηκαν στρατώνες, δεξαμενές, πυριτιδαποθήκες, αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων. Δεύτερη πύλη ανοίχθηκε στην δυτική πλευρά, πάνω από την οποία σωζόταν παλαιότερα επιγραφή με τη χρονολογία των έργων. Ενώ στην νότια όψη του νοτιοδυτικού προμαχώνα, υπάρχει εντειχισμένη μαρμάρινη πλάκα, που έφερε ανάγλυφη απεικόνιση του Λέοντα της Βενετίας. Σήμερα όμως η επιφάνεια της, είναι πολύ φθαρμένη.
Και τα δύο κάστρα τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιούνται γιά ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στα πλαίσια του προγράμματος «Κάστρων Περίπλους» εκτελέστηκαν με κοινοτικούς πόρους έργα ανάδειξης των δύο κάστρων από το Ταμείο Απαλλοτριώσεων του ΥΠΠΟ. Δημιουργούνται έτσι οι υποδομές για ποικίλες πολιτιστικές δράσεις στους δύο αυτούς αρχαιολογικούς χώρους. Η στερέωση όμως και η πλήρης ανάδειξη δε θα πρέπει να σταματήσει εδώ...

*Η Μυρτώ Γεωργοπούλου- Βέρρα είναι
Επίτιμη Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
 Στη Μνήμη της, σαράντα μέρες μετά το ταξίδι της στην Αιωνιότητα.
Λεωνίδας Γ.Μαργαρίτης