ENA MIKΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

 ENA MIKΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ





ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ


Πέρασαν τα καλύτερά μας χρόνια
με σπουδή κι επιτυχίες πολλές.
Δύσκολα χρόνια,
δεν μας δυσκόλεψαν στον ανήφορο
σαν κατακτούσαμε κορφές.
Ήταν και οι θεατές
που μας χειροκροτούσαν
κι έδιναν θάρρος.
Επικροτούσαν τις προσπάθειες
όρθιοι στις κερκίδες.
Δίκαια αποσπάσαμε δάφνες.
Τώρα στον τελευταίο γύρο του σταδίου
βλέπουμε τα χιλιόμετρα
 πυγολαμπίδες  του χρόνου
να κατευθύνουν στον τερματισμό.
Φωτοσειρές διαδρόμου προσγείωσης.
Ο αφέτης χτύπησε το καμπανάκι
του τερματισμού.
Η ελλανόδικος ετοιμάζεται
να κατακυρώσει τη νίκη,
την τελευταία μας.
Είναι και ο τελευταίος στέφανος
ο της Δικαιοσύνης
που δικαιούται όποιος νομίμως
αθλήσει
σ’ αυτού του κόσμου την Αρένα…

                  Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης


ΑΠΟΥΣΙΕΣ

Είναι κάποιες στιγμές
που απουσιάζω
κι αφήνω τη σκιά μου
 να κυκλοφορεί.
 Είναι κάποιες στιγμές
που ακολουθώ μίαν απουσία
που με μάτωσε
και να ήταν μία ,
πάλι καλά.
Πολλές απουσίες, σημείωσα τελευταία.
Κάθε τόσο και μια αποχώρηση,
μια  φυγή, ένα αντίο,
ένας ατέλειωτος κατάλογος,
ένα απουσιολόγιο
αποδράσεων.
 Αγναντεύω
στο φρύδι του ορίζοντα,
περιμένοντας την επιστροφή,
 μάταια όμως.
 Εντός μου  υπάρχει
 ελπίδα  επιστροφής ,
 των σεσωσμένων.
Τους αποζητώ με τη θύμηση,
τους αναπλάθω με τη σκέψη,
τους μορφοποιώ  με τους κυματισμούς
της θάλασσας,
τους ταξιδεύω με τους ανέμους
και περιμένω …


Ο  ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΗ

  Τον ερωτά μας δεν περιμέναμε
να μας τον θυμίσουν οι μέρες του Φλεβάρη,
τόσο κρύες άλλωστε.
Είναι οι καρδιές μας κομμένες στα δυο
και γιορτάζουν κάθε μέρα ,μισό αιώνα και πλέον.
Συμπληρώνουν τα κομμάτια της καρδιάς μας
είναι και δικό μου κομμάτι της δικής μου καρδιάς.
Δεν περιμένω τον Άγιο Βαλεντίνο,
τον ξενόφερτο άγιο από τη δύση
να μας γνωρίσει και να μας δείξει την Ανατολή.
Η ανατολή πάντα μας εύρισκε αγκαλιά
να γιορτάζουμε καθημερινά τον Ερωτά μας.
Τα χείλη μας μόλις άνοιγαν ψιθύριζαν                     
το σ’ αγαπώ.
Ήταν μια ομολογία
που κάθε τόσο σφράγιζαν τα χείλη μας
το συμβόλαιο των συναισθημάτων μας.
Είσαι για μένα το άνθος
που πρωτάνοιξε στα χέρια μου.
Τα μάτια σου που με καλώς όρισαν κάποτε
 συνεχίζουν να με φωτίζουν και να κατευθύνουν
τα βήματά μου στα καλντερίμια της καθημερινότητας.
Δεν ξέχασα ,μα ούτε θα ξεχάσω,
τις ζωές που μαζί υφάναμε 
στο σταυροδρόμι του ορίζοντα.
Δεν ξέχασα το κλάμα μου, τις δύσκολες ώρες
ακόμη και στιγμές που με σημάδεψαν.
Δεν ξέχασα τα χρόνια που ξετυλίγαμε το νήμα
για να υψώσουμε τους νεοσσούς των αετών.
Τραγουδώ και σήμερα ,όπως πάντα
Με την ηχηρή σιωπή μου, να μην ξυπνήσω τα όνειρα.
Ζούμε το σήμερα με το σήμερα
γιορτάσαμε τον Ερωτά μας  στους αιώνες που έφυγαν,
θα τον  γιορτάζουμε πάντα  και σ’ αυτούς που θα’ρθουν
φωτεινοί στον ορίζοντα.
Βαλεντίνε της Δύσης, δεν σε έχουμε ανάγκη,
 για να γιορτάσουμε την Αγάπη μας.
Την Αγάπη μας γιορτάζαμε όλες τις μέρες των χρόνων που πέρασαν
και θα γιορτάζουμε καθημερινά κι αυτές ακόμη που θα’ρθουν…


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σαν το ελάφι
Που αναζητάει  πηγή
Αποζητώ κι εγώ τη φωνή σου
Απ’ τα κύματα των ανέμων
Την πρωία, την μεσημβρία, το εσπέρας.
Φως ιλαρό
στις καρδιάς μας
την κλειδωμένη φυλακή
που απόμεινε ν΄ αποζητά
το δεσμοφύλακά της.
Τα κλειδιά, οι φωνές τα μύρια σύμβολα
Τα μάτια,
Τα χέρια που δείχνουν το βορρά
Ίδια πυξίδα
Για τη σωστή πορεία.
Οι πνοές που ενώνονται με τον άνεμο
ίδιο σουραύλι στα χέρια μας
τραγουδάμε τη μοίρα μας,
πειθαρχημένοι στο θείο ζυγό
της θυσίας
Στο βωμό της Αγάπης… 

  ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Δεν θυμάμαι τίποτα
ξεχάστηκαν τα πάντα
στη δύνη των καιρών
στα γυρίσματα των ανέμων.
Οι πληγές  επουλώθηκαν
κι ούτε σημάδια έμειναν
να δηλώνουν το πέρασμά τους.
Οι νύχτες  φωτίστηκαν
από το σέλας  το βόρειο,
 κι έγιναν ζωντανές
αναθυμήθηκαν τις πρώτες  μέρες.
Απόψε  κοιτάζω κατάματα το σήμερα
ξεδιπλώνω τα όνειρα μου
στους μεγάλους  δρόμους
των ανθισμένων ηλίανθων,
 και των καρπερών ελιών.
Βηματίζω τα μονοπάτια της μοναξιάς
αναπολώ τις στιγμές
της μεγάλης θυσίας
των αναίμακτων βωμών
των μεγάλων θυμάτων
των ιδανικών, των  προσδοκιών,
των ξεχασμένων υποσχέσεων,
των οραμάτων που έμειναν οράματα…


ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΟΙΞΗ

Τι κι αν σε καρτερώ
στο κατώφλι της χίμαιρας
η ζωή αδυσώπητα μιλάει
για την απουσία.

Τι κι αν σε νοσταλγώ
στο ακρολίμνι της νύχτας
η σιωπή μου δίνει
την απάντηση.

Τι κι αν σε βλέπω
στα αιθέρια, να έρχεσαι
η εικόνα μου δίνει
την αίσθηση.

Τι κι αν σε ποθώ
στο κρασί, στο μεθύσι
και στη λύτρωση
είναι η μοίρα που μιλά
σαρκαστικά.

Τι κι αν σε ρωτώ
είναι η απάντηση,
βαθιά μεσ’ στην καρδιά
πως η Άνοιξη τούτη,
θα μείνει για πάντα…

ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ

Περάσαμε απ’ τη Νικόπολη,
Θαυμάσαμε το Μνημείο του Οκταβιανού
μας θύμιζε τη ναυμαχία του Ακτίου.
Είδαμε τα πλοία της Κλεοπάτρας
να αποχωρούν
και τον Αντώνιο να την ακολουθεί
να γλιτώσει την οργή του Αύγουστου.
Δρασκελίσαμε  τις πύλες του Νεκρομαντείου
 θελήσαμε να μυηθούμε
στην τελετή της Νέκυιας.
Αναζητήσαμε τις σκιές των προγόνων 
από τον Ιεροφάντη Πλούτωνα.
Γυρίσαμε άπραγοι και
με αβέβαιο μέλλον
Είχαμε σκοτώσει τους Ιερείς
και είχαμε ξεριζώσει τις δάφνες.
Πάνω απ’ το Μαντείο έστεκε ο Αηγιάννης
νεώτερος προφήτης Εκείνου
που δέσποσε με το λόγο του
«μη μεριμνήσετε τι φάγετε και τι πίετε,»
«αγαπάτε αλλήλους»
«ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις»
Αυτός τα είπε ποιος τα άκουσε
και περισσότερο ποιος τα εφάρμοσε.
Εμείς τρέχαμε να προλάβουμε το σήμερα
Που ήδη έφυγε κι αυτό με την ανατολή της μέρας
Μετράμε πια σβησμένα κεριά.
Στον Αχέροντα με το βαρκάρη
Στα κουπιά και το τιμόνι σταθερό
Κόντρα στο ρεύμα πορευθήκαμε
Για την Αχερουσία
Μ’ ένα ασημένιο νόμισμα στα δόντια
Διόδια για την άλλη ζωή.
Ο περατάρης του Άδη μας διασκέδαζε το φόβο
Με ιστορίες κι ανέκδοτα.
 Εμείς γαντζωμένοι στα πλευρά του πλεούμενου
Αναλογιζόμαστε τους αιώνες που πέρασαν
Από το πρώτο εκείνο πέρασμα στην Αχερουσία.
Κάποιος ερώτησε σε μια ανάπαυλα σιωπής
αν πλησιάζαμε στο τέρμα.
Τότε ήρθε η απάντηση:
Την Αχερουσία της αποξήραναν.
Ώστε γλιτώσαμε αναφώνησε κάποιος
Κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια…
Πόσο αλήθεια πιστεύαμε στους μύθους…
Η πραγματικότητα πάντα προσγειώνει!…


 ΔΥΟ  ΠΕΤΡΕΣ ΑΠ’  ΤΗΝ ΗΛΙΔΑ

Δυο πέτρες
ανισοβαρείς
η μια  δίπλα στην άλλη,
αρχιτεκτονικά  σπαράγματα
της  κοντινής Αρχαίας  ΄Ηλιδας,
ξέμειναν
στον αυλόγυρο  του πατρικού μου,
απομεινάρι κάποιου  αρχοντικού
νεώτερης εποχής.
Αυτές οι πέτρες,
ανισοϋψείς όπως στέκουν
θυμίζουν τους γεννήτορες.
Κι εγώ τις  ονομάτισα
για να μιλώ μαζί τους.
Τη μικρότερη
την είπα Αγγελική,
την πιο  μεγάλη
Γιώργη.
Έτσι απλά
όπως απλά μίλαγα ,
στους  γονείς μου.




 ΕΙΡΗΝΙΚΟ

Έβαλε στον ώμο του,
μια αγκαλιά λουλούδια
κι είπε:
Είμαι στρατιώτης της Ειρήνης…

 ΖΩ
Ζω στα μάτια σου τη θάλασσα
στη ματιά σου τον παράδεισο
στα μαλλιά σου τους αέρηδες
στην ψυχή σου την καταιγίδα
στην καρδιά σου τη γαλήνη.
Ζω το όνειρο
που με τα χέρια σου
χάρισες  μόλις χθες
μια νύχτα των παλαιών ημερών…

 ΖΕΙΣ
Γράφεις
για ότι επιθυμείς
και δεν το’ χεις.

Όταν το ζεις
σιωπάς.

Γράφεις
μια λέξη
ή συνήθως
σιωπάς.

Δεν γράφεις
τίποτα
Ζεις…

Η ΓΡΑΦΙΔΑ ΜΟΥ
 Τούτη η γραφίδα
Το έκτο δάχτυλο της δεξιάς μου
Σμιλεύει τη μορφή των στοχασμών
Ίδιο στιλέτο βυθίζεται
στης καρδιάς τα τρίσβαθα
Αναζητώντας τη γραφή την πρώτη
και συνάμα την έσχατη
στον κύκλο των λογισμών
των Ανοίξεων που παρέμειναν Άνοιξες
και κείνων των Φθινοπώρων
με τα κίτρινα φύλλα
τα κίτρινα λουλούδια
τα κίτρινα δένδρα
τα κίτρινα σύννεφα.
Μια γραφίδα από γρανίτη
που δεν λύγισε ποτέ.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ
Στον αξέχαστο φίλο μου Μανώλη Πράτσικα
(Μαργαρίτη Παπαδόπουλο)

Σήμερα συμμερίζομαι το φίλο μου το Μάκη,
που στο VERDE KAFE,
φόραγε τα μαύρα γυαλιά του,
έκλεινε τα μάτια και ταξίδευε.

Κι είχε κάνει πολλά ταξίδια
με τη σύντροφο του.
Όταν κάποιος φίλος του τάραζε το ταξίδι
ξετύλιγε τα φύλλα «του ημερολόγιου
της πέμπτης…»
Ένα ημερολόγιο τριετούς πένθους
τόσο έμεινε καθηλωμένη
η μόνιμα βουβή συντροφιά του .

Ηρθε και για κείνο
το οριστικό ταξίδι.

Πέρασε από την εντατική του Αχέροντα
στο Πάρκιν της Αχερουσίας.

Τραγούδησε το Κύκνειο άσμα του
κι ολοκλήρωσε με κορώνα τενόρου.

Θυμήθηκε τις πρόβες του,
σε μέρες κεφιού στην Κανάρη.

Στις επίμονες επικλήσεις μου
δεν απάντησε ποτέ.

Ήταν και κείνο το δοκίμιο
για τη « Σιωπή».

Τότε τον πείραξα λέγοντας του
φαντάζομαι πόσα θα έγραφες
για τη φλυαρία.

Έκλεισε τα φύλλα του ημερολόγιου
οριστικά κι ήτανε Πέμπτη…
Υπήρξε συνεπής
στη σιωπή του…




ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗ

Μεταξύ ουρανού και γης
το τελευταίο σημάδι των εγκόσμιων
ένας σταθμός που αφήνεις ότι αγάπησες
για τα επέκεινα
τα επουράνια
τα ενδιαιτήματα των Αγγέλων
τα πετάγματα των δελφίνων
των συντρόφων τα μηνύματα
τις υποταγές της Θείας εντολής
«ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ
ουκ εστίν μου άξιος».
Ένας οδοιπόρος των ξεχασμένων προσδοκιών.
Ένα εικονοστάσι, δοξολογία και αίνος
στη μνήμη όσων διάβηκαν
τα όρια του χρόνου του ατέρμονου.
Πετάξαμε τον πρώτο άνθρωπο
και φορέσαμε τον άϋλο μανδύα
του ισαπόστολου.
Ζητήσαμε την ειρήνη των ψυχών
και των σωμάτων.
Δοξάσαμε με εωθινά κι εσπερινούς
τη μεγίστη θεότητα
την πάντα νουν υπερέχουσα…


OIKONOMIA

Θέλω να εξοικονομήσω χρόνο
Αυτό άχρονου Δημιουργού.
Μετρώ τις ώρες, τις στιγμές
Τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
Κάνω οικονομία
Δίχως αποταμίευση
Με βεβαία την ανεπάρκεια.
Ανελέητος δυνάστης
Ο χρόνος,
Δεν αφήνει περιθώρια
Για όσα έχω κατά νου
Και θα’ θελα να πράξω.
Νοιώθω σπάταλος
Χαρίζοντας ατέλειωτες ώρες
Στον πάσχοντα
Που πονάει και πεινάει
Κι  αντιστέκεται.
Ίσως με δικαιωθώ
γι’ αυτή μου τη σπατάλη.



ΣΤΗ ΣΟΦΟΥΛΑ ΜΑΣ
Μικρό μας αγγελούδι, Αγάπης όνειρο και των γονιών ελπίδα
Στα γιορτινά σου ντύθηκες με ελπίδες καρποφόρες
να είναι πολλές οι μέρες σου και πάντα ειρηνοφόρες .
Ποτέ ο πλούτος της καρδιάς σου να στερέψει.
Να περπατάς περήφανα
μ΄ ανθούς στην αγκαλιά σου .
και στους δρόμους σου.
Ποτέ κανένα σύννεφο τα όνειρα σου ,
να μη σκιάσει.
Καμάρι των γονιών σου και δικό μας,
Σοφία από τη σοφία του Θεού της Αγάπης
να είναι ο καρπός του δημιουργικού σου μόχθου.
Να ανηφορίζεις ,να μεγαλώνεις και να μας χαρίζεις χαμόγελα .
Σκυταλοδρόμος του χρόνου
και του αιώνα μας.
Κλωνάρι βασιλικού της γλάστρας μας.
Μας γεμίζεις χαρά στα δύσκολα χρόνια μας,
με τα μικρά σου κατορθώματα
μιας ανυπότακτης ύπαρξης και δημιουργικής φύσης.
Τα χρόνια σου γεμάτα επιτυχίες,
Αποζημίωση,
στα δώρα της Σοφίας του Θεού της Αγάπης…




ΣΤΟΝ  ΗΡΩΑ  ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ  ΕΙΡΗΝΗΣ
 Δέχτηκες κατάστηθα
τη βροχή,
το χιόνι
τη φωτιά.
Στην πρωταυγή  σου
αψήφησες το θάνατο,
Έκανες  σκέπη σου
τα βουνά  της Αλβανίας
και  καταφυγή σου τα φαράγγια
της Χειμάρας
Έβαλες τη ζωή  στο στόχαστρο
των Ιταλών φασιστών
στο κυνήγι της Λευτεριάς.
Μάζεψες
την πίκρα της ήττας
και την έκανες αγανάκτηση.
Μάζεψες σπυρί το σπυρί
ίδιο στρουθί τ’ ουρανού
Στα σταροχώραφα
να δώσεις ελπίδα στο αύριο.
Σκαρφάλωσες στις στέγες
και στων ελιών τα κλώνια
ν’ αγναντέψεις την Ειρήνη.
Ημέρεψες τη γη
και βλάστησαν αμπέλια
κι ελαιώνες.
Έγινες Γενάρχης,
Μύστης,  οδηγός.
Μιλούν τα έργα των χειρών σου
σήμερα.
Και το αύριο ανατέλλει.
Στα βήματά σου ιχνηλατώ,
Κι’ αποθέτω φύλλα δάφνης
στο πέρασμά  σου
μολπή,
δοξαστική κι ευχαριστήρια…


ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ

Παιχνίδι ισορροπίας
στην κορυφή
ενός ισοσκελούς τριγώνου
στη βάση ενός μύθου
που μας μεθούσε
και μας απογείωνε.

Στο λυκαυγές της χιλιετίας
μάρτυρες σιωπής
στο θόρυβο του πλήθους
απομονωμένοι εκούσια
διασπαθίζουμε τις στιγμές
δίνοντας άφεση χρέους
στους  αιώνες που πέρασαν.
Αρτιμελείς με τις σημαίες
ανεμίζουσες
και τα μάτια
στραμμένα στο υψίπεδα
αναζητούμε
τους κυνηγούς
των χαμένων ελπίδων

Μιας εικόνας
ταπεινοί προσκυνητές
εμείς οι εικονοκλάστες
προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε
τα μέλη των αγαλμάτων
που εμείς καταστρέψαμε
σπονδή στον αιώνα των μύθων…