ΣΩΤΗΡΗ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ ‘’ Ένας υπέρμαχος της μοναξιάς και της απομόνωσης

 "H ΓΝΩΜΗ' ΠΑΤΡΩΝ  Κυριεκή 24η Ιανουαρίου 2021

Παρέα με την ποίηση

τότε και τώρα

από την Πάτρα 

                                                       Επιμέλεια  ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

                                                                         Μέλος του Κύκλου Ποιητών

                                                                        Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών 




ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ

‘’ Ένας υπέρμαχος της μοναξιάς και της απομόνωσης  ‘

 


 

Ο Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη 1926-Πάτρα 1970) υπήρξε ένας άξιος έλληνας λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. Δίκιο έχουν.

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη Ηλείας, δευτερότοκος και πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς—Αθηνών—Πελοποννήσου) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα και την Πάτρα.

Από τον Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι τον Ιούνιο του 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο, τόπο διαμονής της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι του 1940 οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα, διατηρώντας ωστόσο δεύτερη κατοικία στην Πάτρα στην οποία εγκαταστάθηκε ο Καχτίτσης. Τον Σεπτέμβριο 1940 γράφτηκε στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών. 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεταξύ Οκτωβρίου 1942 και Μαρτίου 1943, ορισμένοι συμμαθητές και φίλοι (Ν. Καχτίτσης, Ντ. Ηλιόπουλος, Λ. Μπαζός, Σπ. Στεφανόπουλος, Μαρία Στοφόρου - Μανωλάκου), όντας σε επικοινωνία με τον Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλείας (όπου εκδιδόταν το νεανικό και πατριωτικό περιοδικό «Οδυσσέας» από ομάδα νέων, μεταξύ των οποίων και ο Τάκης Σινόπουλος), αποφασίζουν την έκδοση, σε χειρόγραφη μορφή, ενός λογοτεχνικού πατριωτικού περιοδικού, της ‘’Μέλισσας’’ 

Στις 20 Δεκεμβρίου ετοιμάζεται ένα πρώτο σχεδίασμα. Ο Καχτίτσης καλλιγραφεί ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα, τα οποία κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. Η έκδοση αναστέλλεται ύστερα από ανώνυμες επιστολές «μὲ τὴν ἀπειλὴ πὼς ἂν τολμήσει νὰ ἐμφανισθεῖ τὸ ἀναρχικὸ ἔντυπο “θὰ καταγγελθεῖτε εἰς τὰς Ἀρχὰς Κατοχῆς ὡς ἀντιτιθέμενοι στὸ κρατοῦν καθεστώς”». Απογοητευμένα, τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής εντάσσονται στην ΕΠΟΝ. Ο Καχτίτσης διατηρεί στενές σχέσεις μαζί τους χωρίς ωστόσο να ενταχθεί ο ίδιος.

Λίγο πριν την απελευθέρωση της Πάτρας, στις 4 Οκτωβρίου 1944, συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον Λάκη Μπαζό, στενό του φίλο και μέλος της ΕΠΟΝ.

Θα μας πει ο ποιητής

 

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ

Μνήμες, μην έρχεστε!
Η μουσκεμένη
εχθρική γη μυρίζει
σαν το νιόσκαφτο μνήμα
του Κρίνου Κοριτσιού
της θύμησής μου.

Η σαλαμάνδρα
υφαίνει ντροπαλό
τραγούδι
κι εγώ μαζεύω
κόκκινα φύλλα,
έντομα κι άνθη του αγρού
για το λεύκωμά σου.

Ο Νίκος Καχτίτσης υπήρξε ένας άξιος  λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. 

«Αυτός ο Νίκος Καχτίτσης, σαν τον Νεκρό Ταξιδιώτη του Παπαδιαμάντη, πλέει προς την Ελλάδα. Και είναι πιο πρακτικό και πιο πατριωτικό το να τονίσω, με εμπάθεια, πως αυτός ο Νίκος Καχτίτσης είναι κάποιος σπουδαιότατος Νεοελλην πεζογράφος». (Ηλίας Πετρόπουλος, 1972)   

Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε ο ίδιος, λίγα-λίγα, σε κεφάλαια, μέσω ταχυδρομείου σε Έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1967 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη).  Ήταν ένα τεύχος, λοιπόν, του πατρινού περιοδικού «Παράθυρο», το υπ' αριθμόν 4 από τις αρχές του '85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης και ποιητής Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ' ένα δρόμο της πόλης.   

«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το 'θελε είτε δεν το 'θελε ενταφιάστηκε στο Α Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».   

Το ονοματεπώνυμο «Νίκος Καχτίτσης» να πούμε πως δόθηκε όντως, κάποια στιγμή, σ' ένα δρόμο της Πάτρας, σ' ένα χαμένο αδιέξοδο στενό, κάπου στα Συχαινά Ο Καχτίτσης, που ήταν παράξενος άνθρωπος και ζουσε στη μοναξιά επικοινωνούσε με τους λιγοστούς φίλους του στην Ελλάδα μέσω αλληλογραφίας, δίχως, μάλιστα, τους περισσότερους απ' αυτούς, να καταφέρει να τους γνωρίσει και δια ζώσης.   

Το 1972, ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος έκαναν μια προσπάθεια να φέρουν στο φως τα βιβλία και τις ιστορίες του ήδη πεθαμένου Καχτίτση μέσω του μικρού βιβλίου τους «Μνήμη Νίκου Καχτίτση» Το βιβλιαράκι ήταν καλαίσθητο, γιατί καλαίσθητα ήταν τα βιβλία και του τυπογράφου Καχτίτση,

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ο Κέδρος θα επιχειρούσε και την πρώτη κανονική επανέκδοση πεζών του Καχτίτση με τα «Ποιοι οι Φίλοι / Η Ομορφάσχημη / Το Ενύπνιο», που πέρασε όμως απαρατήρητη.  

Ας δούμε την γραφεί του

ΧΑΜΕΝΟΣ

Δεν μπορώ πια να περάσω
μες’ από τούτη την αλέα του Χρόνου
δίχως τα κίτρινα μου γάντια
και τη μάσκα της αυστηρότητας.
Γιατί χιλιάδες φιλύποπτα μάτια
πίσω από τους θάμνους
με κατασκοπεύουν.

Όχι, δεν είναι τούτη
η εποχή μου.
Ωστόσο περιμένω μ’ ελπίδα
την ημέρα
που τα ηλιοτρόπια
κι οι μανόλιες
θ’ ανθίσουν για πάντα.
Τότε θα χρειαστεί να τιμωρήσω
το φίδι που φτύνει
το φαρμάκι του στη σάρκα μου.
*Από τη συλλογή “Τρωτό σημείο” που γράφτηκε από τον ποιητή στα αγγλικά με τον τίτλο “Vulnerable point”. Η συλλογή αυτή γράφτηκε το 1949, αλλά είδε το φως της δημοσιότητας σε έκδοση του ίδιου του ποιητή στο Μόντρεαλ του Καναδά το 1968. Η ελληνική μετάφραση έγινε από τον ποιητή Γιώργο Δανιήλ.

Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1945 εκδίδει στην Πάτρα με τον Λ. Μπαζό, πλαισιωμένος από τον κύκλο της Μέλισσας, τον ‘’Νέο Ρυθμό’’, όπου δημοσιεύει κείμενά του με διάφορα ψευδώνυμα. Η έκδοση αναστέλλεται μετά από δύο τεύχη και ενώ το τρίτο τεύχος ήταν έτοιμο, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε ἡ δημοσίευση νεκρολογίας για τον Γληνό σε συντηρητικούς κύκλους της Πάτρας, δεδομένου του τεταμένου πολιτικού κλίματος της εποχής (Δεκεμβριανά, Συμφωνία Βάρκιζας).

Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στη Γραμματεία της «Αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» και κατόπιν δίδαξε στο Παράρτημα Πατρών της Βρετανικής Ακαδημίας. Μας λέει ο ποιητής

                                                                  Αδιέξοδο
                                                           Ο σωσίας μου
                                                           συλλέκτης μεσαιωνικών κλειδιών
                                                           ζει κάπου αλλού,
                                                           στη Λιθουανία υποθέτω
                                                           ή πιθανόν στη Σαμαρκάνδη.

                                                           Και δέ θ’ αυτοκτονήσει
                                                           πριν ανταμώσουμε και πάλι
                                                           στο Εδιμβούργο.

Στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως. Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό ύστερα από τριάμισι χρόνια θητείας στις 21 Ιουλίου 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού.

Στις 24 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε αεροπορικώς από την Αθήνα —μέσω Παρισιού, Μπορντώ και Τύνιδας— για την Ντουάλα του Γαλλικού Καμερούν, όπου είχε προσληφθεί ως λογιστής στη βρετανική εταιρεία Paterson, Zochonis & Co Ltd. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1955.

Τον Ιούνιο του 1956 έλαβε πρόσκληση από τη Θ. Τσαπουλάρη να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Μετά από σύντομη διαμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου αναχώρησε από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο Ascania για το Μόντρεαλ. Στις 27 Οκτωβρίου νυμφεύτηκε τη Θ. Τσαπουλάρη στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στο Μόντρεαλ με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο.

Στο Μόντρεαλ θα βιοποριστεί με ποικίλες εργασίες: κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που θα αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων του. Στις 11 Ιανουαρίου 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.

                                                    ‘ Ο άνθρωπος με το ψηλό καπέλο’
                                                        Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία
                                                        ότι μια νύχτα καταθλιπτική
                                                        που θα πλανιέμαι ολομόναχος
                                                        σ’ έναν καταχνιασμένο δρόμο,
                                                        θα ξεπροβάλει κάποιο χέρι
                                                        απ’ το παράθυρο ενός μαύρου ταξί
                                                        και θα με πιστολίσει από μοιραίο
                                                        αναπόφευκτο λάθος.
                                                       Μα τέτοιο λάθος
                                                        θα’ ταν το πιο τέλειο
                                                        στη ζωή μου,
                                                        η τελευταία
                                                        κι εκλεκτότερη μου
                                                        εμπειρία.

Τυπωμένο από τον ίδιο τον Καχτίτση στο χειροκίνητο πιεστήριο στο υπόγειο του σπιτιού του στο Μόντρεαλ, το καλοκαίρι του 1968.

 

Με την κήρυξη του στρατιωτικού καθεστώτος, την 21η Απριλίου 1967, ακολουθώντας την στάση πολλών Ελλήνων συγγραφέων, ο Καχτίτσης παύει να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση στον κανόνα η υπό την εκδοτική επωνυμία «Λωτοφάγος» έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του Ήρωα της Γάνδης, η εκτύπωση του οποίου είχε ξεκινήσει στις αρχές του έτους στον Πύργο και διακόπηκε στα τέλη Απριλίου. Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις’’ Πρόκες’’ του Γ. Δανιήλ και πάλι υπό την εκδοτική επωνυμία του «Λωτοφάγου». Αμφότεροι τόμοι στοιχειοθετήθηκαν στα πιεστήρια όπου εκτυπωνόταν η ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα Το Ελληνοκαναδικό Βήμα. 

Ας δούμε μια άλλη πλευρά της ποίησης του

                                                    Η συμφωνία της ομίχλης
                                                          Μ’ αρέσει η φιλία
                                                          της ομίχλης
                                                          μ’ όλο που νιώθω
                                                          ένα υγρό φορτίο
                                                          αηδίας
                                                          στο λαιμό μου
                                                          όταν της κουβεντιάζω
                                                         Μα σαν αποτραβιέμαι
                                                         με σιωπηλά φευγαλέα βήματα
                                                         μες στα ερείπια,
                                                         τότε υποφέρω αληθινά
                                                         και μ’ αγωνία την περιμένω
                                                         να’ ρθει πάλι
                                                         με νέα οράματα
                                                         καινούρια μουσική.

Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία «Anthelion Press» στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο Ελληνοκαναδικό Βήμα στα οποία παίρνει σαφή θέση κατά της Δικτατορίας.

Στις 6 Απριλίου 1970 διαγιγνώσκεται στον Καχτίτση οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου φτάνει στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα όπου διαμένει σε συγγενείς του. Δύο ημέρες πριν πεθάνει εισήχθη στο Νοσοκομείο της Πάτρας όπου και εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970. Ενταφιάστηκε στις 26 Μαΐου το απόγευμα στον οικογενειακό τάφο σε μια πλαγιά του Α΄ Νεκροταφείου Πατρών, αλλιώς νεκροταφείου των Αγγέλων.

Κάπου γράφει

                                                                   Αδράνεια
                                                          Ο μολυβένιος ουρανός
                                                          μου σφεντονίζει ένα τρελό φεγγάρι
                                                          καταπρόσωπο,
                                                          κι η Γη
                                                          θρηνεί τα τέκνα της
                                                          που χάθηκαν
                                                          στα πορφυρά πεδία των μαχών.
                                                          Απόψε ο νους μου πάει
                                                          σ’ αυτούς που κάνουν το ταξίδι
                                                          Κορνουάλη – Σφαξ
                                                          Κι Αμβούργο – Άγνωστο
.

 Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα για ένα άνθρωπο που γνώρισα μέσα από τον λόγο του μπορώ να πω ότι 

Τα πεζά, αλλά και τα λιγοστά ποιήματα του Καχτίτση διακατέχονται από μία διαρκή αγωνία και ένα άγχος που συνθλίβει τον άνθρωπο. Οι ήρωές του είναι παγιδευμένοι στις ενοχές που προκαλεί ένα μακρινό παρελθόν και αδυνατούν να απεμπλακούν από την κατάσταση αυτή. Ο αφηγηματικός κόσμος του Καχτίτση κυριαρχείται από την ενοχή. Στην αφηγηματική τεχνική συνδυάζει την παρωδία και την ανατροπή των κλασικών τεχνικών αφήγησης Το έργο του επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε,  συνδέεται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.). 

 

ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ‘’ Ενας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους ‘’



 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

‘’ Ενας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους ‘’

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Η δουλειά του ποιητή | Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος 

Γεννήθηκε το 1939 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από το 1962 ως τη συνταξιοδότησή του, το 1996, εργάστηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Κατά το διάστημα 1984-1996 είχε αναλάβει την έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού της Τράπεζας, "Εμείς", και την τελευταία δεκαπενταετία της υπηρεσίας του ήταν υπεύθυνος του Τομέα Εκδόσεων & Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας και διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων.  Βιβλιογράφος, επίτιμος διδάκτορας Φιλολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης 2006  και Πάτρας 2010, με αρκετές ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του και με θητεία λογοτεχνικού κριτικού, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος είδε τη ζωή του ν' αλλάζει χάρη στην ενασχόλησή του με το έργο του Γιώργου Σεφέρη – τον ίδιο τον Σεφέρη ουδέποτε τον συναναστράφηκε. Ερωτηθείς σε συνέντευξή του στο lifo.gr

-Η πρώτη σας απόπειρα να γράψετε μια μελέτη για τον Σεφέρη χρονολογείται από την εποχή της χούντας. Τι αναζητούσατε ακριβώς;-

“ Μια παρηγοριά ήθελα, μια προσωπική εκτόνωση απέναντι στις συνθήκες της δικτατορίας. Ξεκίνησα να γράψω κάτι για το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'», την πιο πολιτική συλλογή του Σεφέρη, καθώς περιέχει άμεσες αναφορές για το κλίμα που επικρατούσε στα παρασκήνια της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο. Ψάχνοντας τι γινόταν στη Μέση Ανατολή εκείνο το διάστημα, μεταξύ '41 και '44, διαπίστωσα μια εντελώς ασυνήθιστη υπερκινητικότητα εκ μέρους του. Έκανε εκδόσεις, έδινε διαλέξεις, έπαιρνε μέρος σε εκθέσεις... Υποθέτω πως ήταν μια εξωστρέφεια υπαγορευμένη από τις συνθήκες του πολέμου, ένας τρόπος να δηλώσει συμμετοχή σε μια κοινή προσπάθεια. “

 

Eίναι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους, έχει ασχοληθεί με το έργο κορυφαίων δημιουργών πλην του Σεφέρη και των (Καβάφη, Ελύτη, Εγγονόπουλου, Αναγνωστάκη, Σικελιανού κ.ά.) και έχει επιμεληθεί εκδόσεις έργων πολλών από αυτούς.

Έχει εκδώσει ποίηση, δοκίμια και μελέτες για θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχει επιμεληθεί εκδόσεις έργων του Σεφέρη και έχει συντάξει βιβλιογραφίες για τον Σεφέρη, τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη, τον Σικελιανό, τον Ελύτη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τη Νόρα Αναγνωστάκη, τον Κ. Π. Καβάφη και πολλούς άλλους. Επίσης, υπήρξε μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού "Εντευκτήριο" , της εφημερίδας "Τα Νέα" ως βιβλιοκριτκός και επιφυλλιδογράφος, καθώς και τακτικός συνεργάτης της εγκυκλοπαίδειας "Πάπυρος-Λαρούς - Μπριτάνικα". Είναι μέλος του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α), της Εταιρείας Συγγραφέων, της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, της Εταιρείας Σπουδών Μωραΐτη. Χρημάτισε αναπληρωματικό μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και κατά το διάστημα 2000-2004 υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Έχει λάβει μέρος στην επιτροπή απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, καθώς και στην ανάλογη του περιοδικού "Διαβάζω". Το 1990 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην επιτροπή απονομής του ευρωπαϊκού αριστείου λογοτεχνίας (Δουβλίνο). Έχει προσκληθεί και συμμετάσχει σε πολυάριθμα συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες. Το 2015 βραβεύθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Μερικά αποσπάσματα,  από τη Συλλογή «Επιστροφές» που το θεωρώ κορυφαίο ποίημα , γιατί το διακρίνει μια αμεσότητα που ξαφνιάζει στον τρόπο που περιγράφει τις σκοτεινές και αδιέξοδες πλευρές της σύγχρονης ζωής. 

Τα πράγματα είναι όπως τα γνώρισες 

Λίγο χειρότερα ίσως, γιατί Ο άνθρωπος συνηθίζει τις συφορές 

Η συφορά είναι το σκληρό προσκεφάλι όπου πλαγιάζω 

Και δε λέει να με πάρει ο ύπνος ---

Κι όταν ανέβει ο ήλιος Πρέπει να στύψω δυνατά μιαν αχτίδα 

Για να κατεβάσει μια σταγόνα φως 

Ύστερα αρχίζω τα πάρε δώσε με τις λέξεις 

Σαν παραποιημένη είδηση ---

Κάποτε Με λιγοστές φράσεις μπορούσες 

Να ταξιδέψεις μιαν απόσταση πολλών χρόνων 

Τώρα βάζω τις λέξεις στη σειρά 

Φράζω την έξοδο με μιαν ολοστρόγγυλη τελεία

 Μα εκείνες δραπετεύουν 

Γλιστρώντας 

Πάνω στον άσπρο τοίχο της σελίδας 

Προτιμούν να γίνουν σύνθημα σε διαδήλωση 

Διαφημιστικό μήνυμα 

Ουρλιαχτό ζώου 

Την ώρα που σωριάζεται ο κατάδικος

 Πυροβολημένος 

Βρίσκομαι πάνω σ ένα κάρο 

Κατηφορίζοντας σε στενά καλντερίμια 

Τα άλογα αφήνιασαν και σπάσαν τα γκέμια 

Πώς να σου γράψω;

 Οι λέξεις που μου απόμειναν μυρίζουν σφαγείο 

Τις αποθέτω με τρυφεράδα στο χαρτί 

Μα κείνες αφορμίζουνε και στάζουν αίμα 

Όπως οι τρυπημένες παλάμες 

Του Εσταυρωμένου. 

 

Μέσα στις λίγες και λιτές γραμμές ενός ποιήματος ο Δασκαλόπουλος περιγράφει το αλλοπρόσαλλο και το παράλογο της σύγχρονης ζωής. Ο Ποιητής ομολογεί την παρακμή , την αποσύνθεση ενός κόσμου που έχει συνηθίσει στη συμφορά. Καταφεύγει τότε στα όνειρα και στις λέξεις για να σωθεί από τη φθορά. Όμως όχι!! οι λέξεις γίνονται ανυπάκουες, εγκαταλείπουν τον ποιητή μεσοστρατίς, προτιμούν να γίνουν διαφήμιση σύνθημα, κάτι τέλος πάντων που να ταιριάζει στον παράλογο «αφηνιασμένο» κόσμο που ζούμε. Στους 11 πέντε τελευταίους στίχους το παράλογο του κόσμου ολοκληρώνεται : οι λέξεις «μυρίζουν σφαγείο» , Ο ποιητής τις αποθέτει με τρυφερότητα όμως εκείνες στάζουν αίμα. Σε άλλο ποίημα του 

Κλειδούχος μοίρα (1993) 

Τα χρόνια που θα΄ρθουν 

Έχουν ένα πρόσωπο που δεν μας μοιάζει 

Λιγότερα δέντρα περισσότερες σκιές 

Αναποφάσιστα ποτάμια και βουρκωμένες Θάλασσες. 

Μόνο τα δάχτυλα κρατούν σφιγμένη 

Την δική τους αμετάφραστη γλώσσα 

Τα χρόνια που θα΄ρθουν 

Τα έχουμε κιόλας ζήσει σε βαθιά σιωπή  

Νυχτώνει πάνω στην πόλη. 

Ετοιμάσου 

Μεταναστεύουμε σε άλλα τοπία 

Ταξιδεύοντας μέσα στα νεύρα Ενός γέρου πλάτανου στο κελάρυσμα του νερού 

Στην παιδική αθωότητα Τα

α χρόνια Που θα ‘ρθουν

 Έφτασαν

Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, δώδεκα βιβλία με μελετήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανθολογίες, καθώς και βιβλιογραφίες. Έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τη ζωή και το έργο του Καβάφη και επιμελήθηκε εκδόσεις έργων του Σεφέρη. Πρόσφατα βιβλία του, η ποιητική συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο (Κίχλη, 2015), η Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, 2016) και η συναγωγή επιφυλλίδων Το δικαίωμα του αναγνώστη (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017).

Γράμματα στον Ερμόλαο 

Γιατί σου γράφω; 

Σε τι ωφελούν όλες αυτές οι κουβέντες;

 Κανείς δεν προσέχει κανείς δεν ακούει 

Πήγαινε στους δρόμους και κοίταξε 

Πώς σέρνονται οι άνθρωποι από έγνοιες 

Κι εσύ ο ίδιος δεν νιώθεις την ανάγκη 

Να καταλάβεις πως ξεκίνησαν τα πράγματα 

Να δεις πώς κατρακυλάει η ζωή 

Σαν βότσαλο που αποκόβεται απ το βράχο 

Και πέφτει στη θάλασσα 

Η βαριά σιωπή δεν λογαριάζει τέτοιες κινήσεις.

 

Μας λέει για την ποίηση  Οι ποιητές γράφουν, ενίοτε, για να θεραπεύσουν, να συμφιλιωθούν, να αγγίξουν το ανέγγιχτο, για την αμφότερη λύτρωση, ποιητή και αναγνώστη, για να αποδράσουν από την πραγματικότητα. Γράφουν για να περιγράψουν ψυχικές μετατοπίσεις, να προσδιορίσουν τον δύσκολο συγκερασμό του φαίνεσθαι, του γίγνεσθαι, μέχρι εξουδετέρωσης του εαυτού τους. Κυρίως γράφουν για να ελαφρύνουν ένα συναισθηματικό βάρος. Όμως όσο φιλόδοξη και να είναι η παραπάνω περιγραφή, αγγίζει μια ελάχιστη ερμηνεία, καθότι η ποίηση είναι τόσο προσωπική όσο και συλλογική, τόσο άμετρη όσο και τέλεια, τόσο συγκεκριμένη όσο και απροσδιόριστη. Η μούσα ψιθυρίζει κρυφά στους ποιητές για το αιώνιο τραύμα.


Γράφει: / 

Όπου και να γυρίσεις το μάτι σκοτάδι και σιωπή/

Σε λευκές φλέβες των διαδρόμων αντιχτυπούν οι ακονισμένες κόψεις της καθημερινότητας./

Τα αντικείμενα κινούνται εναντίον σου/

Τα παράθυρα θρέφουν αναρριχώμενα ερπετά/ 

 

Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει: 

Βουλιάζοντας στον κόσμο σου, προδομένος από τον κόσμο σου Α

προφύλαχτος, ανυπεράσπιστος, εκτεθειμένος 

Στο σκοτάδι και στη σιωπή 

Μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή

Για την ανησυχία και την αγωνία του για τη γλώσσα γράφει στο ποίημα «Επιστροφές» από τη δεύτερη πάλι συλλογή: 

/Και τώρα που κάθομαι σιωπηλός και αδέξιος 

Ανάμεσα σε τεράστιους λευκούς τοίχους /

αισθάνομαι την ανάσα αυτών που έφυγαν /…

.το κυμάτισμα των ψυχών που αγωνίστηκαν /

να ψελλίσουν άγνωστες λέξεις /

μιας γλώσσας ακατανόητης και οδυνηρής

 

Η ποιητική συλλογή  «Αλφαβητάρι» και όλα τα ποιήματα της συλλογής, είκοσι τέσσερα στο σύνολό τους , είναι όλα αφιερωμένα στους αγώνες των ανθρώπων για την ελευθερία, στους αγώνες ενάντια στις όποιες σκοτεινές δυνάμεις που υπονομεύουν την ελεύθερη και δημοκρατική ζωή. Το μότο της συλλογής μας προϊδεάζει για το δραματικό περιεχόμενο της συλλογής. Πρόκειται για ένα δίστιχο από ένα ποίημα του Σεφέρη , αγαπημένου ποιητή του Δασκαλόπουλου : 

Φυραίνει ο τόπος ολοένα /

Χωματένιο σταμνί 

Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής μέσα από συγκλονιστικές μεταφορές αποτυπώνουν και καταγράφουν τον θάνατο, τη θλιβερή απώλεια αγαπημένων αγωνιστών, ηρώων που θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στη συλλογή αυτή το ένα ποίημα είναι καλύτερο από το άλλο, ίσως γιατί ο Δασκαλόπουλος βιώνει ο ίδιος μέσω της τέχνης του όλο αυτό το  ανθρώπινο δράμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Και μαζί του ασφαλώς το βιώνουμε κι εμείς οι αναγνώστες διαβάζοντας αυτά τα εξαιρετικής τέχνης ποιήματα 

Αυγή μαρμαρωμένη 

Στον αιώνα σου 

Πάλι με χρόνους με καιρούς 

Παλεύει ο άγγελος με τον Δαίμονα 

Σκελετοί ψυχών- σκιές καταντημένοι 

Κι ο τριγμός της πέτρας 

Που πάει να γίνει άγαλμα 

Σαν δέντρο που το ξεριζώνει ο κεραυνός, 

Κι αλλού 

Σκοτείνιαζε όταν ξεκαθάρισαν τα μαντάτα

 Κλείσαμε τα παράθυρα κι ανοίξαμε όλα τα φώτα 

Να κρατηθεί η μέρα στο ύφος που ξέραμε 

Κι όμως ένας βαθύς κραδασμός μας συγκλόνιζε 

Σαν έφτασε η νύχτα δίχως τους ώριμους ήχους 

Νιώσαμε για τα καλά ότι η πολιτεία 

Σκάλωσε στον ύφαλο της μοίρας. 

Πόνος , θλίψη κι ένα σφίξιμο στην καρδιά. 

Εικόνες θανάτου παντού γύρω. 

 

Η συλλογή γραμμένη το 1976, τρία μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αποτίει φόρο τιμής στους σκοτωμένους, στους έφηβους νεκρούς. 

Έκλεισαν οι τέσσερις πόρτες 

Του Ορίζοντα. 

Αναποδογύρισε η μέρα 

Οι αχτίδες του ήλιου στέρεψαν 

Οι βρύσες της μνήμης 

Τα όνειρα των παιδιών 

Τα χέρια τα χείλη τα μάτια έκλεισαν

 

Ο ποιητής Δ. Δασκαλόπουλος είναι είναι  ο ποιητής που τολμά ν αντικρίσει κατά πρόσωπο μια κοινωνία που σιγά- σιγά φυλλοροεί που κινδυνεύει να χαθεί μέσα  στον ορυμαγδό μιας πολύβουης αλλά στερημένης νοήματος πραγματικότητας . Μιας πραγματικότητας όπου οι άνθρωποι διανύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην επιφάνεια των πραγμάτων αιχμάλωτοι εφήμερων φροντίδων

 

ΣΩΤΗΡΗ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ : ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ‘’ Διάττων Αστέρας ’’

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

‘’ Διάττων Αστέρας ’’




Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στο Αίγιο  στις 28 Σεπτεμβρίου 1893. Ήταν γιος του Ευθυμίου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, που καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (1915-1983) που ασχολήθηκε με την ποίηση και έζησε στην σκιά του αδελφού της 

Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολαρχείο του Αιγίου και τέλειωσε το Α' Γυμνάσιο Πατρών, παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε στο λογιστήριο του υποκαταστήματος της Γερμανικής εταιρείας «Singer» στην Πάτρα. Τον Ιανουάριο του 1914 στρατεύτηκε και με την είσοδο της Ελλάδας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε να πολεμάει στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε για τον ηρωισμό του. Απολύθηκε προσωρινά, ανακλήθηκε στο στράτευμα και αποστρατεύτηκε οριστικά τον Απρίλιο του 1919.

Σε ιδιόγραφο βιογραφικό σημείωμά του γράφει:

Γεννήθηκα το 1893 στο χωριό Αγια - Θυμιά της Παρνασσίδος – πρώην Δήμου Μυωνίας. Το δημοτικό μου σκολειό το πέρασα στην Ιτέα των Σαλώνων. Το Σχολαρχείο στο Αίγιο και το Γυμνάσιο στην Πάτρα. Εδώ (στη Χαλκίδα) ελθόντας για στρατιώτης (κληρωτός) το 1914 παντρεύτηκα (... εξ’ έρωτος). Έκτοτε, σχεδόν δεν ‘‘το κούνησα’’ από την πόλη ετούτη = τη Χαλκίδα. Έκανα οικογένεια (παιδιά, νύφες κι εγγόνια) και μνέσκω ακόμα, γράφοντας Λογοτεχνία και Ιστορία. Αλλά και Ποίηση και Θέατρο.
Τώρα υπέρ τα 84 μου χρόνια γεγονώς, εφησυχάζω (σχεδόν μόνος) στο σπιτάκι μου, ζων ‘‘αεί -μη- διδασκόμενος’’, εν αναμονή του ‘‘εσχάτου-μου-μαθήματος’’, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, ‘‘για τα βουνά και για τα δάση που είδα...’’  Και για το ακριβές των παραπάνω αυτών μου ασημάντων, υπογράφομαι,
ο ταπεινότατος
Γιάννης Σκαρίμπας

Τον Σεπτέμβριο του 1019 προσλήφθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας, και παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλλονίτη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Λόγω του γάμου του και της επαγγελματικής του δραστηριότητας εγκατέλειψε τις πανεπιστημιακές του σπουδές.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας ολοκλήρωσε τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Τότε μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ερρίκου Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του.

Ιδιότυπος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, που χρονικά μόνο τοποθετείται στη γενιά του τριάντα. Ο Γιάννης Σκαρίμπας αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, ένας «διάττων αστέρας», όπως χαρακτηρίστηκε, που αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην χώρα μας (ο Κ. Δημαράς ούτε καν τον αναφέρει στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»). Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου. Ο Γιάννης Σκαρίμπας αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, και για πολλά χρόνια αγνοήθηκε από την κριτική.

ΤΡΕΛΟΣ;

ΕΙΜΑΙ –το ξέρω- λογικός. Ω δεν μιλάω.
Σαν λάμψει η μέρα σβω το φως μου.
Αν ιδώ ένα φύλλο πούπεσε – εντός μου
Λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε και… πάω/

Τόσο πολύ! Προσέχω. Τα’ όντι
Δεν έχω αντίρρηση καμιά. Χαρά μου
Νάναι τα δυο διπλό σε ένα . νοερά μου:
Πως είναι στόγγυλοι – επιμένω- οι οριζόντοι

Τρελός εγώ; Αστείο! Και στίχους
Φιάχνω, και πάω πατώντας^ ούτε λόγος
Ότι όπως στρίβει ο δρόμος, αναλόγως
Στρίβω να μη σκουντάψω πια στους στίχους

Λοιπόν δεν είμαι. Ωραία. Το ψέμα
Μισώ. Τώρα εννοώ γιατί η καρδιά μου
Έκανε τίκι- τακ για κείνηνα – στοχιά μου:
Για να κυκλοφοράει μου το αίμα!

Πέθανε: πως την έλεγαν ξεχνάω…
– χάθηκε μαζί της η χαρά, το φως μου-
και είμαι τόσο λογικός που εντός μου
λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε –και πάω…

Πολλοί μάλιστα μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο ‘’Έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου’’. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος. Παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο.

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί

προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,

και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί

κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.

 

Και ναν΄ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά

γι΄ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,

κι΄ αυτός ο άνεμος τρελά – τρελά να μας σκουντά

όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

 

Κι΄ όλο να λες , να λες, στα βάθη της νυχτός

για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει

όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:

όξ΄ απ΄ τον κύκλο των νερών – στα χάη.

 

Κι΄ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί

περ΄ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –

( καθώς τρελά θα χαιρετάει κειν΄ η κορδέλα η φανταιζί )

βγούμε απ΄ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

 

Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Στις πετροκολόνες στο λιμάνι» και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» για το έργο του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης», που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή, που την αποτελούσαν ο Κωστής Μπαστιάς, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κώστας Καρθαίος και ο Λέων Κουκούλας.

ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ

ΛΟΙΠΟΝ ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς-
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής

Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς

Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς…

Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
– Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;

Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Καϋμοί στο Γρυπονήσι». Στροφή στην μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο «Το θείο Τραγί» με εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο «Μαριάμπας» που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ουλαλούμ». Ένα από τα ποιήματα της συλλογής, το «Σπασμένο Καράβι», έχει μελοποιήσει ο Γιάννης Σπανός. 

Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθιά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ένα άλλο σημαντικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Το σόλο του Φίγκαρο».

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύριπος» και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα και το 1943 έγινε η πολύκροτη δίκη που κίνησε εναντίον του Αργύρη Βαλσαμά για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ο τελευταίος είχε ισχυρισθεί πως το θεατρικό έργο του Σκαρίμπα «Η γυναίκα του Καίσαρος» ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από το έργο του Σόμερσετ Μομ «Το βαμμένο πέπλο». Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα «Λευτεριά».

Η ΤΡΑΤΑ

ΓΡΗΓΟΡΑ φτάσαμε λοιπόν ή αργήσαμε; Και ίδια
Πως κάμψαμε της χίμαιρας μαζί το ακρωτήριο;
Δώθες ερχόντας πήραμε καρδιά, ματιές και φρύδια
– περίεργο γιατί καρδιά, γιατί ματιές μυστήριο!

Κι είμαστε δω –ω τι καλά- με τους εγκάρδιους σκύλους
Στητοί μπρος στ’ άνθη που γυρνούν και στους – που φεύγουν τόπους
Σαν να – τι ωραία- βρεθήκαμε με ρούχα και με πίλους
Σαν να – ποιος ξέρει τι χρυσά χορεύουμε με τρόπους…

Χρυσά με τρόπους και μαλλιά …. Οι ράφτες μας (τι νόες
Και μαιτρ – α- χα) μας μπάζουνε στους ραφτικούς των οίκους
-γυμνοί εμείς!… οι μάνες μας, για ιδές τες κει – αθώες –
είναι σαν Δε μας γέννησαν μικρούς κουτούς πιθήκους!

Και –τραλαλά …- τα’ αδέρφια μας: τα φίδια, οι γάτοι, οι σκύλοι-
Στα τέσσερ’ άλλα περπατάν κι άλλα παν’ με τα στήθη
– κι αυτά ματιές, κι αυτά καρδιά ως εμείς … τι ωραία ω φίλοι,
με ουρά ή με πίλο ή με φτερά , γοργά μας πάει η λήθη!…

Και πάμε αντάμα. Τι καλά! Κατόπι έρχονται οι άλλοι
-κι άλλα γατιά, κι άλλα πουλιά!… πλάνα χορεύτρα η φύση,
ή με ουρά ή με φτερά ή πίλο στο κεφάλι,
βιάστηκε να μας φέρει εδώ ή τάχα νάχει αργήσει;

Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές μελέτες από τις οποίες ξεχωρίζει το τρίτομο «Το ’21 και αλήθεια» (1971-1975). Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την αντιπολεμική νουβέλα «Φυγή προς τα Εμπρός», που εξέδωσε το 1975 και βασίζεται στα βιώματά του από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ήταν από τους  σημαντικούς εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα γιατί, τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος, όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του, προκάλεσε αίσθηση την εποχή εκείνη. Αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν πριν το θάνατό του, αλλά και μετά. 

Ο Γιάννης Σκαρίμπας πέθανε στην Χαλκίδα στις 21 Ιανουαρίου 1984 και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη.