ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: BΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ,ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ:«ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ»

 

BΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ,ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ:«ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ» Πεζογραφήματα   Εκδόσεις: Μέτρον Αθήνα 1994.

 

                             Σημείωμα Λεωνίδα Γ.Μαργαρίτη

 



Από τις εκδόσεις, Μέτρον των Αθηνών κυκλοφόρησε και στην πόλη μας το δέκατο κατά σειρά έργο της συμπολίτισσας πεζογράφου, Γενικής Γραμματέως της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος κ. Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου με τον πρωτότυπο και προκλητικό θα λέγαμε τίτλο «ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ».

 

Αν  κανείς  αποτολμήσει και διαβάσει το βιβλίο παρασυρμένος ίσως μόνο και μόνο από τον τίτλο του ίσως απογοητευθεί.

 

Δεν είναι ούτε θα μπορούσε να είναι ένα πορνογράφημα.

 

Είναι μια συλλογή από είκοσι τρία αξιόλογα πεζογραφήματα που αποδίδουν και απηχούν καθημερινά βιώματα, συμβάντα, γεγονότα της ζωής που η γραφίδα της κ.Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου επενδύει λογοτεχνικά, τους δίνει το δικό της ψυχισμό και τα αποδίδει με  ζηλευτή δεξιοτεχνία λόγου.

 

Είναι γεγονός πως  ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί μια πρόκληση και ίσως σοκάρει.

 

 Όμως μήπως και η ζωή μας ολάκερη δεν είναι μια καθημερινή πρόκληση, αφού ζούμε κυριολεκτικώς παρά φύσιν, δηλαδή αφύσικα, εκτός των φυσιολογικών πλαισίων και ορίων.

 

 Μήπως όλα σχεδόν που συμβαίνουν γύρω μας δεν είναι παρά φύσιν;

 

Τόσες παλιανθρωπιές, τόσες δολοπλοκίες, τόσες απάτες, τόσοι φόνοι, τόσες ανθρωποθυσίες στο βωμό της ασφάλτου,των ναρκωτικών και των αμβλώσεων, δεν είναι αφύσικες ενέργειες;

 

Γιατί να μη συμβαίνουν και έρωτες αφύσικοι, αταίριαστοι, ΄Ερωτες παρά φύσιν;

 

Η κ.Σοφία Κλήμη,Παναγιωτοπούλου, με το έργο της αυτό μας δίνει πολλές βιωματικές εμπειρίες, αναμνήσεις παιδικών και εφηβικών χρόνων, αλλά και αφηγήματα-διηγήματα που έχουν προέλθει από την ενδόμυχη ανάγκη ανάλυσης γεγονότων που είδαν το φως της δημοσιότητας και που κέντρισαν το ενδιαφέρον της κοινωνίας μας   και κυρίως της πεζογράφου μας που την έκαναν να διερευνήσει αυτά τα γεγονότα να προσπαθήσει να εξηγήσει μέσα από το δικό της πρίσμα την όποια αντικοινωνική συμπεριφορά των «ηρώων» και να δώσει τη δική της απολογία για λογαριασμό  των δραστών.

 

Η γλώσσα της καθαρή, ρέουσα, λυρική στο βαθμό  που επιβάλλεται, προσαρμοσμένη κάθε φορά στην ντοπιολαλιά των ηρώων της.

 

 Πράγματι η κ.Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου είναι μια μαστόρισσα του λόγου, άλλωστε στην πόλη μας είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία και την ευτυχία να την απολαύσουμε σε ομιλίες και διαλέξεις της πάνω σε Εθνικά, λογοτεχνικά και λαογραφικά θέματα.

 

Η ζωντανή παρουσία στην πνευματική ζωή της Πάτρας της κ. Κλήμη είναι ένα γεγονός που συνδυαζόμενο και με την λογοτεχνική της προσφορά αποτελεί ευτύχημα που η πόλη μας έγινε δεύτερη πατρίδα της.

 

Το  βιβλίο της ,το συνιστούμε, αξίζει να διαβαστεί, εμείς απλώς τη συγχαίρουμε και δημόσια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΟΥΧΑΣ: ΦΩΤΗ ΙΩΑΝ,ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ:« OINOΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ ΝΟΥ» (Οίνος και Συμπόσια στην Ελληνική Αρχαιότητα) Μελέτη.

            

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΦΩΤΗ ΙΩΑΝ,ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ:« OINOΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ ΝΟΥ»

(Οίνος και Συμπόσια στην Ελληνική Αρχαιότητα) Μελέτη.

Εκδόσεις Π.ΚΟΥΛΗΣ  Πάτρα 2019   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

                     Σημείωμα  Ιωάννη Βαρούχα Εκπαιδευτικού -Συγγραφέα

            Πρωτοαντικρίζοντας το βιβλίο «Οίνος Κάτοπτρον Νου» του Φώτη Δημητρόπουλου , στην αρχή ο νους σου πηγαίνει σ’ ένα πόνημα όπου το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του βιβλίου περιμένεις να είναι αφιερωμένο σε μια φαινομενολογική ανάλυση για το κρασί. Σε μια δεύτερη ανάγνωση του τίτλου θα παρατηρήσει κάποιος και τη λέξη “νους” της οποίας τη σημασία ο αναγνώστης θα προσπαθήσει να τη δει ως νοηματικό σύστοιχο της λέξης οίνος. Όμως με μια τρίτη, πιο προσεχτική ανάγνωση του τίτλου, η λέξη που αρχικά παραμελήθηκε ή ξένισε λιγάκι λόγω σημικής ασυμβατότητας με τις άλλες δύο, συμπυκνώνει στον διφυή και διαζευκτικό της χαρακτήρα, όλη τη φιλοσοφική πυκνότητα η οποία κατανέμεται με ποιητικούς κυματισμούς στις σελίδες που ακολουθούν. Πρόκειται για τη λέξη “κάτοπτρον” που βρίσκεται όμορφα τοποθετημένη μεταξύ των πτυχώσεων που ανοίγονται στις άλλες δύο μόλις συσχετιστούν. Η επιλογή της λέξης “κάτοπτρον” είναι ο συμβολικός χώρος που ο Φ.Δ. θα σκηνοθετήσει την αφηγηματική του παράσταση απ’ την Αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Και είναι ακριβώς ένας διπλός καθρέφτης, που άλλοτε ο συγγραφέας τον τοποθετεί ανάμεσα στον Αρχαίο κόσμο και στον Νεότερο, κι άλλοτε είναι αυτός ο ίδιος καθρέφτης που σφηνώνει στην ύπαρξη απ’ την πρώτη στιγμή και μπαίνει ανάμεσα σε μας και τον εαυτό μας, εν είδει αυτοστοχασμού κι αυτογνωσίας. Κι όλα αυτά με τον οίνο ως μεσολαβητή και μεταγωγό των θεϊκών δυνάμεων στο ανθρώπινο σώμα, και συνάμα ως ανα-διαμορφωτή της οπτικής του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο. Είναι ακριβώς αυτό το χάραγμα στον καθρέφτη, ο οίνος, που ενώ αρχικά φαίνεται ως κάτι το ενοχλητικό, το διαστρεβλωτικό του ειδώλου και της αυτοεικόνας μας, έχει ταυτόχρονα και κάτι το γοητευτικό, το ελκυστικό που τέρπει το βλέμμα μας στη χαρακιά της ζωής. Και τότε όλα αντιστρέφονται. Όλα μοσχοβολάνε αθανασία. Η θέα μέσα απ’ τη χαρακιά γίνεται ο ποταμός της χειμαρρώδους ζωής, αφήνοντας το υπόλοιπο μέρος του κατόπτρου, το καλογυαλισμένο (που όσο συμπαγές φανερώνεται μέσα του το είδωλό μας, άλλο τόσο σκωπτικά κουκουλώνεται η ευθραυστότητα του πραγματικού μας εαυτού) να κατακερματίζεται, να σωριάζεται στο έδαφος και να γίνεται στη συνέχεια η οργανική ύλη, το χώμα που θα ξαναπλάσει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Να ανοίξει μια ρωγμή στο ΕΙΝΑΙ του για να αναβλύσουν πηγές εαυτότητας που εκρέουν απ’ τα βάθη της κάθε ανθρώπινη ύπαρξης, που τόσο ανάγλυφα οι αρχαιοελληνικές τελετές με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες τους έχουν αναπαραστήσει. Μέσα σ’ αυτήν την ρωγμή θα βρουν χώρο ευήλιο να αναρριχηθούν οι άμπελοι του Διονύσου, να βλαστήσουν σταφύλια κι έπειτα ν’ αποστάξουν αρχαιοελληνικό οίνο. Να χορέψει ο Διόνυσος στη φαντασία του αναγνώστη και να μεθύσει τον χρόνο κερνώντας μας ένα ποτηράκι κρασί. Οι Αρχαίοι Έλληνες ποιητές, φιλόσοφοι, θεατρικοί συγγραφείς να γίνουν οι μύστες ενός λογοτεχνικού τελετουργικού καλώντας τον αναγνώστη να κεραστεί απ’ τον συμποσίαρχο λίγο δροσερό κρασάκι, να συμμετάσχει στις συζητήσεις των συνδαιτημόνων και εντέλει να προβεί σε μια επαναξιολόγηση της ηθικής οργάνωσης του εαυτού του. Κι εκεί κάπου στα ταραγμένα νερά της εγκράτειας και της εσωστρέφειάς του, θα αντικατοπτρίσει ο προ-νεωτερικός άνθρωπος, ο ανοιχτός στην ετερότητα, τότε που η συνύπαρξη ήταν απόλαυση και συνάμα ο βιωματικός χάρτης προσανατολισμού της ύπαρξης.

   Ο Φ.Δ. καταφέρνει λοιπόν να «σφίξει» και ταυτόχρονα να διευρύνει την ιστορική σήμανση του έργου του μετακωδικοποιώντας την σε λογοτεχνικούς ιστούς. Γιατί αυτό που σου μένει διαβάζοντας το εν λόγω βιβλίο, δεν είναι μόνο η πιστή αναπαράσταση του ιστορικού παρελθόντος μέσα από μια ποικιλοτροπία πηγών (εικόνες, αποσπάσματα, μνημεία, κ.τ.λ.) – γεγονός βέβαια που μαρτυρά την εμβρίθεια και το υψηλό αξιολογικό κριτήριο του συγγραφέα – αλλά παράλληλα και ως συνέχεια αυτού, καταφέρνει μια ερμηνευτική και σημειολογική επικαιροποίηση του ιστορικού υλικού στο σημερινό κοινωνικό και πολιτισμικό ισχύον. Εργαλείο αυτής της συγγραφικής του επιτυχίας, αποτελεί η υψηλή αισθητική με την οποία αξιοποιεί τη διακειμενικότητα του έργου του, όπου όλα τα σημεία (ιστορικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, κ.ά.) ανοίγουν έναν χώρο αλληλοπεριχώρησης στο εσωτερικό των οποίων εμφιλοχωρεί μια αύρα, ένα αεράκι που αντί να αναστατώνει και να απειλεί την ευθραυστότητά τους, τα γονιμοποιεί και τα ανασηκώνει στις άκρες του πινέλου δίνοντας χρώμα και σχήμα στον λογοτεχνικό καμβά. Κατάλληλα επιλεγμένα αποσπάσματα από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, συντελούν στην σκηνογραφία μιας παράστασης του αρχαιοελληνικού τρόπου ζωής και σκέψης, κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με κεντρομόλο δύναμη αμείωτο και αρραγές, χωρίς να χάνεται σε έναν καταιγισμό ιστορικών πληροφοριών, γεγονός που θα αδυνάτιζε τη λογοτεχνικότητα του βιβλίου. Απεναντίας, φιλοσοφικά παραθέματα και σχόλια, καθώς και στίχοι ποιημάτων έρχονται να πολλαπλασιάσουν την εσωτερική δύναμη του λόγου ανοίγοντας έναν χώρο πλωτό αναγνωστικής ελευθερίας απαγκιστρώνοντας την πρόσληψη του από άκαμπτες ιστορικές ή λογοτεχνικές φόρμες. Επίσης, πλούσια εικονογράφηση επιστρατεύεται για να δυναμώσει το χρώμα της εικόνας και να δώσει λίγο σχήμα στην ποιητική φαντασία του αναγνώστη, τόσο που ίσα να την ερεθίσει για ανάπλαση του περιεχομένου της αποφεύγοντας την εξαντλητική ανάλυση των έργων τέχνης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, καθώς αυτό εμπίπτει στις αρμοδιότητες αρχαιολόγων και άλλων συναφών επιστημονικών κλάδων.

   Η δομική σύσταση του βιβλίου, δεν είναι γραμμική ούτε ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς την αποτύπωση της ιστορικής εξέλιξης. Είναι κατά κάποιον τρόπο «θραυσματική» που σημαίνει ότι φιλοδοξία του συγγραφέα δεν ήταν να περιγράψει την πορεία γένεσης του κρασιού απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, αλλά να συνθέσει ένα λογοτεχνικό έργο, του οποίου τα στοιχεία δεν είναι ούτε διακριτές αυτόνομες οντότητες συνδεόμενες μόνο εξωτερικά με γραμμικές και αιτιατές σχέσεις, αλλά δημιουργούν βρόγχους σ’ ένα μετασημειωτικό επίπεδο, όπου το κάθε σημείο, το κάθε θραύσμα συγκροτείται μέσα σ’ ένα σχεσιακό δυναμικό, όπου φιλοσοφικά σημεία και σημαινόμενα λογοτεχνικοποιούνται, εισάγοντας μια θεατρικότητα στην προσλαμβανόμενη κειμενική σκηνή. Μοιάζει, θα λέγαμε, μ’ ένα παλίμψηστο σημείων όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από δύο συγκλίνοντες άξονες σημασίας: την επικοινωνία και τη σύμβαση, οι οποίοι διακρίνονται με βάση τον ρυθμό περιστροφής τους. Ο ρυθμός απ’ την πλευρά του οφείλει τη μεταβαλλόμενη υπόστασή του στη δοσολογία του νερού που κάθε φορά επιλέγεται για να αραιώσει το κρασί. Έτσι σε μια γενναία αραίωση του κρασιού με αρκετή δόση νερού, ο νους και η ψυχή βρίσκονται σε εσωτερική ηρεμία και αρμονία, οι συζητήσεις κινούνται αργά και οι συνομιλητές χαρακτηρίζονται από συστολή, εγκράτεια και αυτοπειθαρχία. Αν όμως πέσουν λίγες σταγόνες κρασιού παραπάνω, οι συζητήσεις φουντώνουν και οι ηδονές διαχέονται στο άρωμα της ατμόσφαιρας. Το σώμα μετατρέπεται σε επιθυμητική μηχανή, απολύει τους ηθικούς φραγμούς και στρέφεται προς την αναζήτηση ηδονών. Σ’ αυτό το σημείο ο επικοινωνιακός λόγος, αναδιπλώνεται και συμπυκνώνεται σε πρακτικό λόγο, δηλαδή σ’ ένα σώμα συμβάσεων και πιο συγκεκριμένα των καταλύσεων και των υπερβάσεών τους. Έτσι λοιπόν, οι εταίρες αναλάμβαναν τον πρωταρχικό ρόλο στην ικανοποίηση των προκύπτουσων ερωτικών αναγκών. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι γυναίκες δε συμμετείχαν στα συμπόσια, παρά μόνο σε συγκεκριμένες θρησκευτικές τελετές.

   Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του απ’ τα Συμπόσια, τα οποία είναι συνδεδεμένα άρρηκτα με την οινοποσία, κάτι που ισχύει άλλωστε και στις μέρες μας. Μέσα, λοιπόν, απ’ την πλούσια και γλαφυρή περιγραφή τους, μας προσφέρει τη θέα, ανοίγοντας τις κουρτίνες του δικού μας παραθύρου, και λούζεται με το φως και τη λάμψη των αρχαιοελληνικών συμποσίων, ο εσωτερικός στην ψυχή μας χώρος, εκεί που κατοικοεδρεύει η ανάγκη για συνύπαρξη, για συζήτηση και για συλλογικότητα. Μόνο που τότε η αρχιτεκτονική της συμπαρουσίας είχε τη δική της ξεχωριστή ιδιοσυστασία. Πρώτα απ’ όλα, το περιεχόμενο των συζητήσεων ήταν πολυθεματικό και υποκινούσε τους συμμετέχοντες για έντονη πολιτική παρουσία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που πολλές φορές διέγειρε τον φόβο και την υποψία των τυράννων για αναταραχές. Δεν ήταν και λίγες οι φορές, που τα καταργούσαν για την αποφυγή κοινωνικών και πολιτικών εκτροπών, οι οποίες θα δημιουργούνταν απ’ τις συνειδησιακές ανακατατάξεις που προκαλούνταν απ’ την έντονη πολιτικοποίηση. Δυστυχώς στις μέρες μας οι συζητήσεις στα συμπόσια μόνο δημιουργικές δεν είναι, σε γλωσσικό και πολιτικό επίπεδο, κάτι που γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές αν αντιπαραβληθούν με τα συμπόσια του Ξενοφώντα ή του Πλάτωνα και των Στωικών Φιλοσόφων, των οποίων η πολύ προσεκτική και στοχευμένη επιλογή των εν λόγω χωρίων απ’ τον Φ.Δ., ανοίγει μια οπτική που γρατζουνάει τη μνήμη και ραγίζει την κρούστα του παρόντος που ρέπει προς μια πνευματική ιζηματοποίηση.

   Πιο συγκεκριμένα, τα Συμπόσια στο εν λόγω βιβλίο, παρουσιάζονται ως προς τη δομολειτουργική τους σύσταση με δύο τρόπους. Πρώτα ως ένα μέρος, δίπλα στα υπόλοιπα, οργανώνονται σ’ έναν παραδειγματικό άξονα όπου αναλύεται με εμβρίθεια ο ειδολογικός τους χαρακτήρας, καθώς και η κάθετα ροϊκή εναλλαξιμότητα των θεμάτων προς συζήτηση. Για παράδειγμα τις περιγραφικές προσεγγίσεις, διαδέχονται πολιτικές και έπειτα ηθικές κ.ά.. Ταυτόχρονα, πέρα από ένα επιμέρους θεματικό πεδίο, συνιστούν και το ΟΛΟΝ, την περιβάλλουσα συμβολική ατμόσφαιρα, βάση της οποίας το κάθε μέρος χωριστά εκτιμάται, ειδώνεται, αξιολογείται, και εν τέλει σκιαγραφείται ως ο απόηχος της αισθητικής σύμπτυξης που προκύπτει απ’ τη μετωνυμική αναβάθμιση τους από σημαινόμενο σε εικαστικό μετα-σημείο. Είναι ο καμβάς που περιμένει το κάθε χρώμα, το κάθε σχήμα, την κάθε λέξη βουτηγμένη στο κρασί, να αναπαραστήσει το ΟΛΟΝ της ανθρώπινης ύπαρξης σ’ ένα τοπίο συνύπαρξης, ανοιχτότητας και αλληλοπεριχώρησης με τον Άλλο.

   Έτσι τα Συμπόσια, όπως παρουσιάζονται επιδέξια απ’ τον Φ.Δ., ομοιάζουν με έργα τέχνης όπου η αισθητική απόλαυση προέρχεται από ένα είδος διαθλασμένης ύπαρξής τους, της οποίας η αισθητική πραγμάτωση συντελείται στην ενότητα που σχηματίζεται στο αισθητικό αποτέλεσμα με το πέρας της ανάγνωσης.

   Ένα άλλο στοιχείο το οποίο καταδεικνύει τη χρόνια και δημιουργική ενασχόληση του συγγραφέα με τον Λόγο, πέρα απ’ την ζωντανή εικονοποιητική λειτουργία που καταφέρνει, είναι και η χρησιμοποίηση κάποιων μεμονωμένων λέξεων με ειδικό ετυμολογικό βάρος, οι οποίες όμως δεν χρησιμοποιούνται στον σημερινό καθημερινό λόγο. Πρόκειται για λέξεις όπως ωτακουστές, ποταγωγίδες κ.ά. οι οποίες  παρόλη τη σπανιότητα της χρήσης τους, ο νοητικός χώρος τον οποίο καλούνται να καλύψουν είναι από χρόνια σκαμμένος παρ’ ότι άσπερμος. Κι αυτό το κάνει, γιατί πιστεύει στη δύναμη της γλώσσας και της ιστορικότητάς της  να χαράσσει το πέρασμα της Ιδέας, της σκέψης απ’ το νοητό στο αισθητό και στο υπάρχον. Εννοείται, βέβαια, πως δεν υποτιμάται καθόλου ο ρόλος των εξωγλωσσικών παραμέτρων στην αποκάλυψη και στην εκμαίευση της αλήθειας όπως στοιχειοθετείται στο βιβλίο, εφόσον οι εταίρες με τη μεθυστική τους ομορφιά και χάρη σαγηνεύουν τους πλημμυρισμένους από ηδονή συνδαιτυμόνες παρασύροντάς τους σ’ ένα παιχνίδι αποκαλύψεων, ερωτικών και πολιτικών. Ήταν σύνηθες να ξελογιάζουν, κυρίως τους αντικαθεστωτικούς άντρες, κάνοντάς τους να ομολογήσουν πιθανά σχέδια ανατροπής, ανυπακοής κ.τ.λ.. Κι όλα αυτά με λίγα ποτηράκια κρασί. Ο οίνος λοιπόν, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, υπήρξε κι ένα εργαλείο πολιτικής εξόντωσης του αντιπάλου.

   Σ’ αυτό το σημείο, μας δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουμε για την αφηγηματική τεχνική του Φ.Δ.. Η χρονική διάρκεια της αφήγησης (δηλαδή η σχέση ανάμεσα στον χρόνο της Ιστορίας, που αντιστοιχεί στη χρονική διαδοχή των γεγονότων) και στον χρόνο της αφήγησης (που είναι ο υποκειμενικός χρόνος της ανάγνωσης) παρουσιάζει σε πολλά σημεία έναν ρυθμό επιβράδυνσης, δηλαδή μια ανισοχρονία. Πιο συγκεκριμένα παρατηρούνται κάποιες παύσεις, κάποια ζουμαρίσματα στην αφηγηματική ροή, τα οποία όμως είναι απαραίτητα για να αναπνεύσει ο λόγος της αφήγησης και να αναβαθμιστεί η αισθητική του λειτουργία. Μ’ αυτήν την τεχνική, ο συγγραφέας υπογραμμίζει και αναδεικνύει ορισμένα στοιχεία, καθιστώντας τα ταυτόχρονα και επίκεντρο της σημασιοδοτικής λειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Φ.Δ. στέκεται με επιδέξιο τρόπο στην περιγραφή των ποτηριών. Τα ποτήρια λοιπόν αποτελούν τον κεντρικό μοχλό κινητοποίησης του γλεντιού, όχι μόνο με τη χρηστική τους αξία, δηλαδή το οικιακό σκεύος που υποδέχεται τον οίνο, αλλά παράλληλα και ως αισθητικός χώρος ενθυλάκωσης της ηδυπάθειας στο εξωτερικό ανάγλυφο τους. Πάνω σ’ αυτά, οι αρχαίοι πρόγονοί μας, σχεδίαζαν την αρχιτεκτονική του γλεντιού. Ο συγγραφέας μάλιστα, δίνοντας έμφαση στην περιγραφή τους, τα παρομοιάζει με έργα τέχνης, ακόμα και τα απλούστερα αυτών, όπως τα πήλινα και τα ξύλινα, φτάνοντας στην κορύφωσή τους, στο περίφημο ποτήρι του Νέστορα απ’ το οποίο όποιος πιει έστω και μια γουλιά κρασί, το παθιασμένο και ερωτικό σκίρτημα της Αφροδίτης, θα ξεμουδιάσει την ψυχή του και θα τον δροσίσει με μια σταγόνα σκανδαλισμού.

 

΄΄Το ποτήρι είμαι του Νέστορα που εύκολα τ’ αδειάζεις

   κι όποιος πιει από το ποτήρι τούτο αμέσως

  της καλλιστέφανης Αφροδίτης τον ξεσηκώνει ο πόθος΄΄.

 

Ο Φ.Δ. με αξιοσημείωτη συγγραφική ευκινησία, μέσα απ’ την εκτενή περιγραφή των ποτηριών διεμβολίζει τη φαινόμενη όψη της αναπαριστάμενης εικόνας, και ανοίγει την προοπτική για περιπλάνηση του αναγνώστη στα βαθύτερα λημέρια του λόγου, στον πυρήνα του, εκεί που ο μύθος και η ιστορία συναντώνται τόσο στενά, που θαρρείς πως το ένα εκπληρώνει το άλλο. Κι όλα αυτά βέβαια, συμβαίνουν στον ιστορικό χρόνο της Ομηρικής εποχής και βρίσκουν την ανάγλυφη υλοποίησή τους στο φαινόμενο της αρχαίας “φιλοξενίας”. Φιλία, ξενία, ανταλλαγή όπλων είναι ένα μόνο μέρος απ’ το πλήθος των σημαινόντων που είναι διάσπαρτα σ’ ένα απ’ τα αποσπάσματα της Οδύσσειας το οποίο παραθέτει ο Φ.Δ.. Εδώ πλέον ένα ποτήρι κρασί αποτελεί, σε συμβολικό επίπεδο, το μετασημείο, όπου η ξενία και η φιλία, συνιστούν απλές λέξεις, σύμβολα με «ανακατεμένο» περιεχόμενο, το οποίο τακτοποιείται μόνο στο πρακτικό επίπεδο, με την ανταλλαγή δώρων. Το κρασί λοιπόν, μεθά τις καχυποψίες, ξελογιάζει τις εγκράτειες και από σύμβολο γίνεται γεύση κι ύστερα υπόσχεση. Συγκεντρώνει μέσα του τις τρεις σφαίρες του υπαρκτού α) το Πραγματικό, β) το Συμβολικό και γ) το Φαντασιακό και τις ανασυσταίνει σε μια ενότητα, «τη φιλοξενία» που ασφαλώς την εννοούμε και την αντιλαμβανόμαστε σ’ όλες τις δυνατές εκδοχές: ως προς τον Άλλο, ως προς τον Εαυτό μας και ως προς τη Ζωή.

   Μ’ όλη αυτήν την ανάκληση της παράστασης ο Φ.Δ. δημιουργεί στον αναγνώστη την ανάγκη ανα-σύστασης και εσωτερικής ανάπλασης του εαυτού μας μέσα απ’ την ετερότητα και κατ’ επέκταση την πρόσληψη της στη σημερινή εποχή, η οποία αντί για φιλοξενία, χαρακτηρίζεται από ατομοκεντρισμό και όχι σπάνια, δυστυχώς, από ξενοφοβία. Σ’ ένα ποτήρι κρασί, λοιπόν, εγγράφεται όλη η οικείωσις του εαυτού με τον Άλλο. Και βέβαια, ως Άλλο, δεν πρέπει να θεωρούμε τον εχθρό, τον ξένο αλλά ταυτόχρονα και την αυτοεικόνα μας συσσωματωμένη με την ανοίκεια εκδοχή της, δημιουργώντας έτσι έναν σχιζοειδή χώρο στο εσωτερικό του οποίου, ρέει ενότητα, η σύνθεση, η ανα-βαπτισμένη στα ανοιχτά πελάγη εαυτότητα, της οποίας οι δυο απέναντι όχθες της γίνονται ένα, μια σταγόνα που αντανακλάται στην τελευταία ρουφηξιά ενός ποτηριού κρασί. Αναφέρει ο συγγραφέας:

 

΄΄Το κρασοπότηρο, ως δώρο, επισφραγίζει μια φιλία, από φιλοξενία, «ξενία», η οποία κληροδοτείται στους απογόνους. Δύο αντίπαλοι έτοιμοι για μονομαχία μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Διομήδης απ’ τους Αχαιούς και ο Γλαύκος από τους Τρώες, συνομιλούν για τις γενιές τους και ανακαλύπτουν ότι οι παππούδες τους ήσαν φίλοι από φιλοξενία. Ο Οινεύς του Διομήδη είχε φιλοξενήσει τον Βελλερεφόντη του Γλαύκου και είχαν ανταλλάξει δώρα. Σεβόμενοι λοιπόν την πατρική ξενία έδωσαν τα χέρια στο πεδίο της μάχης και αντάλλαξαν τις πανοπλίες τους για να επιβεβαιώσουν τη φιλία τους. Ο Διομήδης θυμήθηκε το κρασοπότηρο, το δώρο του παππού του το οποίο έγινε αφορμή για να φανεί το πνεύμα της γενναιοφροσύνης των Ομηρικών ηρώων.΄΄

 

Όσον αφορά, τώρα, το τελετουργικό του Συμποσίου, αυτό το συναντάμε παντού, περίπου, με την ίδια μορφή. Πρώτα σερβιρόταν το πρόπωμα (ο οποίος ήταν οίνος αρωματισμένος). Μετά οι συνδαιτυμόνες όριζαν το συμποσίαρχο, που το κύριο καθήκον του, ήταν να ρυθμίζει την αναλογία οίνου και νερού στο εσωτερικό του κρατήρα, καθώς και να διατηρήσει την τάξη έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν εκτροπές. Μάλιστα, ο συμποσίαρχος, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εκτελούσε χρέη νομοθετικά και ρυθμιστικά για την ομαλή έκβαση του συμποσίου, συντελούσε με την υπευθυνότητα της θέσης του, στην αδιάρρηκτη ψυχοηθική και διαπλαστική του δυναμική, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι τα συμπόσια δε συνιστούσαν απλά τον χώρο μιας μορφής συγκέντρωσης ανθρώπων, αλλά κατά κάποιον τρόπο ήταν περιβεβλημένα από μια ατμόσφαιρα μυστηριώδους ιερότητας, μιας φαντασιακής θέσμισης του κοινοτικού βίου. Συνέθεταν, δηλαδή, στους κόλπους τους, την επιτομή, της φαντασιακής σφαίρας με τη συμβολική, εκεί που φύονται οι βαθύτερες επιθυμίες και αναπλάθονται με ορθότητα και σωφροσύνη, ισχυροποιώντας παράλληλα με λογική και μέτρο τους γνώμονες για το πράττειν. Έτσι λοιπόν, στον φαντασιακό χώρο που ανοίγει το συμπόσιο, το κάθε τι συμβολοποιείται, ανασημασιοδοτείται και συνάμα κανονικοποιεί τον ηθικό βίο των συνδαιτυμόνων.

   Εδώ, ουσιαστικά, οι αξίες δοκιμάζουν τις αξιώσεις ισχύος τους, και ανάλογα επικαιροποιούνται, επαναξιολογούνται και αναδιατυπώνονται οσμώμενες την απροβλεπτότητα παρεκκλίνουσων συμπεριφορών. Βέβαια,  το κάθε ένα απ’ αυτά διατηρούσε μια εσωτερική διαφορά με το ιδεατό συμπόσιο, το οποίο μάλλον εξυπηρετούσε περισσότερο ως θεμελιακή βάση για την αναθεώρηση των ηθικοπολιτικών διαδικασιών, παρά τον στόχο καθαυτό. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγονταν διαρκώς καινούριοι δρόμοι στον αδιάλειπτο διάπλου της ηθικής σκέψης. Πλάι όμως σ’ αυτήν την απλωσιά του σκέπτεσθαι και του λόγου, ορθωνόταν σε συμμετρική απόσταση κι ένας μεταφυσικός περιορισμός, ένα πρό-πλασμα του φαντασιακού, το οποίο είχε έκκεντρο χαρακτήρα, διατηρώντας τον στροβιλισμό των συζητήσεων γύρω από έναν προσυμφωνημένο και συναινετικό ως προς τον τρόπο λειτουργίας του, θεματικό άξονα που ενεργοποιούσε μόνο δυνάμεις που συνέβαλλαν στην αναδόμηση του αξιακού και πολιτισμικού γίγνεσθαι. Άλλωστε, και η ίδια η δομή του Συμποσίου το μαρτυρά αυτό, αφιερώνοντας το βασικότερο μέρος αυτού, τον ΠΟΤΟ, στην οργανωτική διαδικασία, επιβάλλοντας κανόνες και τιμωρίες όπου κρινόταν απαραίτητο.

   Από ‘δω προκύπτει και το διφυές του χαρακτήρα τους. Απ’ τη μια μεριά, λοιπόν, τα συμπόσια συνιστούν μια συστημική διαδικασία, κυρίως ως προς την μορφή τους, και απ’ την άλλη προοιωνίζεται μέσω αυτών μια ανοιχτότητα, μια εισροή του ανορθολογικού, δηλαδή του θεού Διονύσου, που γίνεται εμφανές στον οίνο, στο τραγούδι και στον χορό. Όπως παραθέτει ο συγγραφέας:

 

″Οι οινογέννητοι στίχοι προερχόμενοι απ’ τον διθυραμβογενή διονυσιασμό εξυμνούσαν όχι μόνο το κρασί, αλλά και τη νιότη, τον έρωτα, τη χαρά, τη λύπη, την περιπέτεια, την ίδια τη ζωή″.

 

 Και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά άλλωστε, όταν το ύψιστο άγγιγμα του ανθρώπου στη ζωή, είν’ ο έρωτας. Αυτός σπέρνει την περιπέτεια στο πνεύμα, τραγουδά και χορεύει τη λύπη, την κάνει ποίημα, μελωδία, ζωή. Πώς αλλιώς θα εξυμνηθεί η νιότη, αν δε χορέψει πάνω στ’ αμπελόφυλλα του Διονύσου, και δε στάξει λίγο απ’ το ζουμί της στο χώμα, να το μουσκέψει με πάθος, να φουντώσει το γλέντι ακόμη και στα σπλάχνα της πιο μύχιας γωνιάς του εαυτού μας. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο οίνος μαζί με το λάδι και τον άρτο θεσπίζουν έναν «νόμο κοινωνικότητας», όπως πολύ σωστά σημειώνει ο συγγραφέας. Δηλαδή μέσω των συμποσίων, η συντροφικότητα θεσμοθετείται, αποκτά τυπικό μέρος και κανόνες, και οι τρεις αυτές θεόσταλτες τροφές, γίνονται αρωγοί και αγωγοί της επικοινωνίας της πνευματικής, εμφυσώντας ανανεωτική πνοή στις παρυφές του πολιτισμού, εκεί που η απλή συνύπαρξη μεταπλάθεται σε πόλη. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε, ότι δίπλα στο τυπικό μέρος του συμποσίου, έστεκε και το θυμικό, το έμφορτο συναισθηματικών κραδασμών συν-κινήσεων, όπου οι συμμετέχοντες όφειλαν να συμβάλλουν στη διάπλαση του κατάλληλου κλίματος για να αναπτύσσονται ωραίες στιγμές και να βρίσκουν εκεί τον προσφιλή τους χώρο οι συζητήσεις φιλοσοφικών περιεχομένων και μεταφυσικών αγωνιών. Σ’ αυτό το σημείο, είναι που η συνοχή της εικόνας αλλά και της σημασίας της είναι εύθραυστη. Κι εδώ ακριβώς, ο συγγραφέας καταφέρνει μια σύζευξη, μια αρμονική συνήχηση των λόγων των διαφόρων επιστημονικών πεδίων απ’ τα οποία αντλεί χρήσιμες γνώσεις για τη θεμελίωση και ερμηνευτική του προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, συλλέγει ένα πλήθος πληροφοριών, που ξεκινούν απ’ το σχήμα Π της διάταξης των τραπεζιών και καταλήγουν στις αποχρώσεις των ψυχικών, ηθικών και συναισθηματικών κλιμακώσεων. Πολλές φορές μάλιστα, οι πληροφορίες – γνώσεις παρόλο που είναι ετερόκλητες τόσο ως προς το είδος τους (π.χ. Φιλοσοφία και Ιστορία) όσο και ως προς τις πηγές τους (διαφορές μεταξύ των ίδιων των Ιστορικών), ο Φ.Δ. καταφέρνει να συμφιλιώσει τις ασύμβατες όψεις τους, να τις ανασυνθέσει μ’ έναν λογοτεχνικό τρόπο, καταφέρνοντας να δώσει πνοή στην αφήγηση και να μετατρέψει την αναγνωστική εικόνα σε καλλιτεχνική παράσταση. Και λέω παράσταση, αντί για πιστή εξεικόνιση και αναπαράσταση, γιατί η εμβολιασμένη με ποιητική ευγλωττία αφηγηματικότητα είναι τόσο ζωντανή που συντρίβει οποιοδήποτε είδωλο της τότε πραγματικότητας που θα υποβίβαζε τον αναγνώστη σε απλό θεατή. Αντιθέτως, αυτή η τόσο φιλόξενη γραφή, καθιστά τον αναγνώστη ενεργό πράττοντα στο σμίλεμα της ιστορικής στιγμής, ολοκληρώνοντας τη φαντασιακή πλήρωση της εικόνας με το δικό του τρόπο. Με λίγα λόγια το ύφος του συγγραφέα είναι λεπτό και εξευγενισμένο, σέβεται τον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα τον παρακινεί να τον ακολουθήσει σ’ ένα ταξίδι με πολλές στάσεις και προορισμούς. Σ’ ένα ταξίδι αναγνωστικής απόλαυσης και ελευθερίας, όπου η λογοτεχνική αισθητική χαράσσεται με ιστορικές, φιλοσοφικές και ηθικές ροές και διαδρομές. Μ’ αυτόν τον τρόπο πολλαπλασιάζονται τα σημαινόμενα, διευρύνεται το περίγραμμα της εικόνας και επανεγγράφεται η χαρτογράφηση του ψυχικού βίου.

   Έτσι, για παράδειγμα, αξιοποιεί την αντιθετική παράθεση του Πλούταρχου και του Ησίοδου, σύμφωνα με τους οποίους το έργο του Διονύσου είναι η ευφροσύνη και η συντροφικότητα απ’ την πλευρά του Πλούταρχου, ενώ ο Ησίοδος θεωρεί ότι είναι ολέθριο και αγένεια να παύει η ομαλή συναναστροφή. Ο Φ.Δ. λοιπόν, συνθέτει αυτές τις δυο αντικρουόμενες θέσεις σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, καθιστώντας τες τις δύο προκείμενες της ΠΟΣΗΣ. Το επίπεδο αυτό, ονομαζόταν «ευ και επισταμένως». Επρόκειτο δηλαδή για μια ιεροτελεστία που απ’ τη μια καλούσαν και επικαλούνταν το υπερ-αισθητό, δηλαδή τον Θεό, κι απ’ την άλλη θεωρούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της, την παρουσία του αισθητού, δηλαδή των πέντε αισθήσεων, για να γίνει η συντροφιά πιο ερεθιστική και απολαυστική.

   Γεύση και οπτική τέρψη απ’ την διαύγεια των οινικών χρωμάτων, συγχρωτίζονται με την αφή του ποτηριού που τσουγκρίζει, κι η ακοή ευφραίνεται κι αυτή απ’ τον ψυχικό τόνο π’ αφήνει ο ήχος των κρατήρων καθώς σμίγουν τις άκρες τους διαρρηγνύοντας ουσιαστικά το περίβλημα των σχέσεων των συνδαιτυμόνων λόγω της χωρικής απόστασης. Η αισθητική απόλαυση κορυφώνεται, όταν ο οίνος επανέλθει σε αταραξία, μόλις το ποτήρι ακουμπήσει στο τραπέζι. Οι ευχές που ακολουθούν δίνουν στις απολήξεις των αναπνοών μια θεϊκή οσμή. Ο ψυχισμός απελευθερώνεται και διαχέεται στις λέξεις που ανταλλάσσονται. Μέσα από την διάπλαση αυτής της εικόνας, όπου έχουν αιχμαλωτίσει σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων την εννοιολογική πρόσληψη του χρόνου, βυθίζοντας το πέρασμά του σ’ ένα βιωματικό γεγονός, ο Φ.Δ. δείχνει να σκηνογραφεί το κείμενό του με ζωηρές δόσεις ποιητικής φαντασίας, όντας και ο ίδιος ποιητής. Έτσι λοιπόν ξεκινώντας απ’ την ανάγλυφη και αισθησιακά διεσταλμένη περιγραφή της προσμονής και της εσωτερικής στον εαυτό μας προβολής της οινοποσίας, καταφέρνει να ξεκολλήσει τον χρόνο απ’ τα ρολόγια και να τον μετατρέψει σε επιφαινόμενη όψη του εαυτού στην πραγματικότητα. Με λίγα λόγια η ενθυλάκωση της συναισθηματικής τέρψης στην εικονοποιία, καταλήγει στο ξεμούδιασμα μιας μιας των αισθήσεων κάνοντας τον χρόνο γεννήτορα συγκινήσεων χαραγμένων σε μνημονικές εγγραφές και παρατείνοντας την απόλαυση πέρα απ’ τα όρια του αισθητού παρόντος. Μ’ αυτήν την φαινομενολογική προσέγγιση της οινοποσίας χαράσσεται στον αναγνώστη μια φιλοσοφική προ-οπτική, η οποία αναδιατάσσει το σύμπαν των αναγνωστικών εντυπώσεων απελευθερώνοντας τον ψυχισμό και το συναίσθημα από μια ρεαλιστική προσέγγιση υποταγμένη σε «καθαρούς» και άκαμπτους περιγραφικούς όρους. Ο λογοτεχνικός ιστός, δηλαδή, που υφαίνεται στον νου του αναγνώστη, χαρακτηρίζεται από μια ρεαλιστική συνάφεια των εικόνων του τότε με το τώρα, εμπλουτισμένες όμως με απαλές αποχρώσεις ρομαντισμού, όπου η έννοια του υψηλού και του ιδεώδους αναδύεται σε κυματισμούς στο αισθητικό χρώμα της εντύπωσης.

   Εξάλλου ο Θεογνίς αναφέρει ότι το κρασί δείχνει την πνευματική ταυτότητα των ανθρώπων, αφού κάμπτει και τον πιο συνετό. Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα, που όποιον ξεπερνάει το μέτρο, τον ντροπιάζει κι ας ήταν ακόμη και σοφός. Εδώ, ας σημειωθεί, ότι η ντροπή δεν φορτίζεται με αρνητικό τρόπο που οδηγεί σε συστολή και εσωστρέφεια, αλλά συνιστά τον ψυχικό χώρο που ανθίζει ο τραγικός τόνος της ύπαρξης, ο τόσο γόνιμος για άνοιγμα και δημιουργία. Είναι η ρωγμή που λέγαμε προηγουμένως που διαρρηγνύει την ταυτότητα του νου με τον εαυτό του. Είναι η στιγμή που ο οίνος γίνεται το κάτοπτρον του νου! Το κρασί λειαίνει τη γεωμετρικοποιήση του συναισθήματος, την ανουσιώνει και την μετατρέπει σε σμιλευτή του διάκοσμου του ποτηριού. Εν τέλει κάνει τον άνθρωπο ένα με αυτό, αφήνοντας τα γεωμετρικά σχήματα του ποτηριού, δηλαδή τα ορθολογικά και έμμετρα σχήματα οργάνωσης της σκέψης του, στην επιφάνεια μόνο, στο εξωτερικό μέρος της ανθρώπινης αυτοσχεσίας. Αντίστοιχα, το εσωτερικό βάθος του εαυτού (των συγκρούσεων και των πτυχώσεων) είναι γεμάτο μυρωδιές και μεθυστικές γεύσεις οινοστάλλακτων πειρασμών. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που μέχρι και ο γερο-Πρίαμος έμεινε νηστικός, άυπνος και άοινος ώσπου να ταφεί ο γιος του ο Έκτορας. Εδώ φαίνεται, πέρα από την πραγματολογική και ευζωική αξία του κρασιού, και η σημειολογική του. Πιο συγκεκριμένα η προσθήκη του «α» του στερητικού στη λέξη άοινος, έχει μετατρέψει το κρασί από ουσία (δηλαδή ουσιαστικό) σε ιδιότητα – κατάσταση (δηλαδή επίθετο). Παράλληλα όμως με αυτήν την προσθήκη σε τέτοιου είδους ουσιαστικά, τα επίθετα που παράγονται είναι πιο ενισχυμένα από τα απλά επίθετα που περιγράφουν ιδιότητες και χαρακτηριστικά και διευρύνουν την έκταση της σημασιολογικής τους εμβέλειας δηλώνοντας παράλληλα με σύντομο και συνεκτικό λεξικογραφικά τρόπο, στάσεις ζωής καθώς και καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Μ’ άλλα λόγια η παρουσία του «α» του στερητικού στη λέξη άοινος υποδηλώνει μια άρση και όχι μια εξαφάνιση του δεύτερου συνθετικού, δηλαδή της λέξης «οίνος». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εξαφανίζεται η δηλούμενη σημασία της λέξης «οίνος», αλλά να αναδιπλώνεται και να πολλαπλασιάζεται μέσω της δυνατότητας αναίρεσής του. Με απλά λόγια, επιτονίζεται η ανάγκη του ανθρώπου να είναι ″εν οίνω″, δηλαδή να έχει πιει κρασί ειδικά σε δύσκολες και θλιβερές στιγμές, όπως αυτή του γερο-Πρίαμου. Βέβαια, το ρητό «παν μέτρον άριστον» έχει προκύψει από στιγμές που χάθηκε το μέτρο στην οινοποσία. Γι’ αυτό η προσπάθεια διατήρησης του μέτρου, συνιστούσε μια ιδιαίτερη δοκιμασία και άσκηση της πνευματικής λειτουργίας του αυτοπεριορισμού, έτσι ώστε να μην προκαλούμε την Ύβρι.

   Έτσι απ’ τη μια πλευρά έχουμε το δικαίωμα και την ανάγκη για ικανοποίηση των επιθυμιών και των βουλήσεων, ακόμη και των πιο κρυφών, από την άλλη όμως στέκει και έλεγχος και περιορισμός της ανάγκης αυτής, μέσω εσωτερικευμένων μηχανισμών καταστολής των υπέρμετρων απολαύσεων φοβούμενοι την Ύβρι. Εδώ βλέπουμε τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιζε ο οίνος ως το πνευματικό ισοζύγιο της ηθικής σκέψης. Και είναι ακριβώς αυτή η μεταβλητότητα της σύστασης και περιεκτικότητας του νερού στον οίνο που ενέπνευσε την αντίστοιχη ευελιξία στη νομή της δικαιοσύνης, όταν στο άκρατο και σταθερό φυσικό Δίκαιο προστέθηκε η περιπτωσιολογία και η ενδεχομενικότητα, η οποία το μετακίνησε σε μια πιο ερμηνευτική και πολυπαραγοντική προσέγγιση και κρίση του ανθρώπινου πράττειν. Με λίγα λόγια η επιρροή που ασκεί το κρασί στην διαμόρφωση αξιολογικής κρίσης βρίσκει το δικανικό της ανάφορο στην πιο πολυπρισματική οπτική με την οποία αντιμετωπίζεται απ’ τις αντίστοιχες νομικές αρχές η δικάσιμη πράξη. Μάλιστα, ο Φ.Δ. αναφέρει ότι στην Οδύσσεια η υπερβολική κατανάλωση οίνου προκαλούσε την ΑΤΗ (δηλαδή παραφορά, φρενοβλάβεια, τύφλωση και θεία τιμωρία), η οποία θεωρούνταν δίκαιη. Εδώ, ο συγγραφέας, οργανώνει τη μυθολογία της ηθικής κρίσης, σ’ ένα σημειωτικό τετράγωνο (σαν του γλωσσολόγου Greimas), όπου οι δύο όροι Θεός – Άνθρωπος συνδέονται με μια σχέση αντίθεσης, όπως και οι όροι πνεύμα – σώμα σ’ έναν παράλληλο οριζόντιο άξονα. Ταυτόχρονα όμως, οι απέναντι απ’ τον κάθε άξονα όροι (Θεός  - πνεύμα και Άνθρωπος – σώμα) συνδέονται με σχέσεις επαγωγής. Πιο συγκεκριμένα, στον πρώτο οριζόντιο άξονα Θεός – Άνθρωπος, γεννάται η μετωνυμία της σχέσης υπέρβασης (Θεός) και εμμένειας (Άνθρωπος). Αντίστοιχα στον από κάτω οριζόντιο άξονα (πνεύμα – σώμα) έχουμε πάλι μια μετωνυμία της σχέσης υπερβατικότητας (πνεύμα) και εγκράτειας (σώμα). Οι όροι όμως τώρα στον κάθε άξονα βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση. Έτσι προκύπτει η υπέρβαση να αντιμάχεται την εμμένεια και η υπερβατικότητα να αντιμάχεται την εγκράτεια. Αυτά τα δύο ζεύγη χαρακτηρίζουν και δομούν τη σχέση του ανθρώπου με το αξιολογικό του γίγνεσθαι, της οποίας η συνοχή και η ισορροπία επιτυγχάνεται σ’ ένα μεταεπίπεδο, όπου η απόλαυση και το μέτρο, εξισώνονται, και σε συμβολικό επίπεδο αποτυπώνεται στην έμμετρη κατανάλωση κρασιού. Σ’ αυτό το μεταηθικό επίπεδο, η ψυχή γαληνεύει, και ο νους απαλλάσσεται απ’ τις ενοχές που δημιουργούν οι καταχρήσεις απ’ τη μια, και απ’ το αίσθημα υποταγής που προκαλεί η θεία δίκη απ’ την άλλη.

   Κι εδώ είναι που το κρασί γίνεται ο Διόνυσος του Νίτσε, ο άνθρωπος πέρα από το καλό και το κακό, που μεθά τη ζωή. Στην αντίπερα όχθη, στέκεται ο Απόλλωνας, ως εκφραστής ενός διαφορετικού αισθαντικού κόσμου απ’ αυτόν της μέθης. Εδώ βρισκόμαστε στον κόσμο του ονείρου, όπου οι ονειρικές εικόνες μας προσφέρονταν σαν μια πραγματικότητα βιοδιασπώμενη σε έμμετρα μοτίβα. Οι παρορμήσεις δένονται σφιχτά με γαλήνια νήματα που ξεκινούν απ’ τις άκρες των δαχτύλων του Θεού της ομορφιάς και καταλήγουν στο υφαντό που πλέκει η σκέψη όταν ονειρεύεται τη συνοχή της ύπαρξης. Ο Διόνυσος, απ’ την άλλη, ελευθερώνει την απόλαυση που πηγάζει απ’ τα μύχια της σκέψης, απ’ τα βαθύτερα πηγάδια του ΕΓΩ, ο οποίος συντρίβει την επιφαινόμενη πραγματικότητα και την προφάνεια της συνεκτικής ύπαρξης, παρασύροντας το ΕΓΩ σε μια κατάσταση λήθης, που οφείλεται βέβαια στη μέθη. Η λήθη εδώ περισσότερο προσεγγίζει παρά απομακρύνεται από την α-λήθεια του ΕΙΝΑΙ μας, γιατί ο οίνος σε συνδυασμό με τη χαρά και το τραγούδι φουντώνει τη φλόγα μέσα μας, που ‘ναι έτοιμη να ζεστάνει την ψυχή του άλλου, του συντρόφου μας, του συνδαιτυμόνα μας, του ίδιου μας του εαυτού. Έτσι λοιπόν, όπως μας λέει ο Φ.Δ., ο άνθρωπος τραγουδώντας και χορεύοντας μεταλαμβάνει το θείο δώρο του Διονύσου και μεθίσταται, εξίσταται και μετουσιώνεται σε ανθρώπινη ύπαρξη με τιτανικές διαστάσεις, κάτι δηλαδή σαν τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε. Η Απολλώνεια έκφραση βέβαια δεν απαλείφεται απ’ τη συνθετική δομή της σκέψης των Αρχαίων, απλά φρενάρει ενσυνείδητα και ευφρόνητα το απείθαρχο διονυσιακό ξεφάντωμα της ψυχής. Αυτήν τη σύζευξη μας παρακινεί ο συγγραφέας να την παρατηρήσουμε στο αέτωμα του μαντείου των Δελφών.

   Για το τέλος, θα ‘θελα να καταθέσω μια προσωπική εμπειρία διαβάζοντας το βιβλίο «Οίνος Κάτοπτρον Νου». Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες, σηκώθηκε ένα αναμνηστικό αεράκι, που ‘φερε μυρωδιές κι αισθήσεις στον νου μου, από τότε που ήμουν μικρό παιδί και πήγαινα στο χωράφι του παππού μου την εποχή του τρύγου. Μου ‘ρθε στο μυαλό μου λοιπόν, αυτή η πτύχωση που δημιουργείται στις φλέβες της μνήμης, μόλις το γυμνό πόδι πατήσει το ξερό χώμα καταμεσής του καλοκαιριού. Θυμήθηκα αυτήν την αδιαμεσολάβητη ενότητα του σώματος με το πνεύμα, τότε που ήταν αδιαχώριστα και φυτεμένα σ’ ένα περιβόλι που στα δέντρα του άνθιζε η φαντασία με διαφορετικό χρώμα σε κάθε άνθος. Τότε δεν υπήρχε η ομογενοποιητική ψηφιακή πραγματικότητα, και ο χώρος και ο χρόνος του ενός ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα για τον χώρο και τον χρόνο του άλλου. Στα χωράφια, θυμάμαι, μαζεύονταν οι εργάτες, γίνονταν μια παρέα και μαζί με το κολατσιό τους πάντα έπιναν κι ένα ποτηράκι κρασί. Ο μόχθος απ’ την εργασία μαλάκωνε απ’ τα γέλια και τα πειράγματα, κι ο εργάτης γινόταν μύστης και κοινωνός της ψυχής του. Τότε ο οίνος ήταν το κάτοπτρον του νου.

 

 

Ο  Γιάννης Βαρούχας έχει γεννηθεί στα Σαβάλια Ηλείας το 1980 όπου και κατοικεί. Είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Έχει επιμεληθεί τον συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ II του Γιάννη Παπαναστασόπουλου. Έχει γράψει  ποίηση και δοκίμια τα οποία έχουν δημοσιευθεί στον τοπικό τύπο (Πατρίς, Αυγή και Παρατηρητής), στην Ηλειακή Πρωτοχρονιά, καθώς και στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδας.  Έχει συμμετάσχει ενεργά σε εκπαιδευτικά Ευρωπαϊκά Προγράμματα Commenius και Erasmus σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών. 

 

ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: BIBΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ευανθία Ε. Στιβανάκη. Σμύρνη, οδός Μνήμης, Νίκας, Αθήνα 2022

 

Ιωάννα  Παπαγεωργίου

Ιωάννα Παπαγεωργίου | Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η Ιωάννα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στο χωριό Βράσταμα Πολυγύρου Χαλκιδικής

Από το 2003 διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Βρίσκεται στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας με γνωστικό αντικείμενο «Θεατρολογία – Ευρωπαϊκό και Νεοελληνικό Θέατρο».

Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά της στρέφονται γύρω από το ευρωπαϊκό θέατρο του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, τις σχέσεις του νεοελληνικού με το ευρωπαϊκό θέατρο, τον βεντετισμό, το βουλεβάρτο, το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο, το θέατρο σκιών και τις σπουδές φύλου στο θέατρο.

 

Ιωάννα Παπαγεωργίου | Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών

Ευανθία Ε. Στιβανάκη. Σμύρνη, οδός Μνήμης, Νίκας, Αθήνα 2022


Βιβλιοπαρουσίαση, Πάτρα, 4 Δεκεμβρίου 2023, 7 μ.μ. στη Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς (σπίτι του Κωστή Παλαμά, οδός Κορίνθου 241 Πάτρα)


Ιωάννα Παπαγεωργίου

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών

Πανεπιστήμιο Πατρών


Η δική παρουσίασή μου θα επικεντρωθεί όχι τόσο στο περιεχόμενο αυτό καθ’ αυτό του έργου αλλά στη δομή, δηλαδή στα μέσα που μετατρέπουν μια αφήγηση σε αισθητικό γεγονός.

Το έργο Σμύρνη, οδός Μνήμης γράφτηκε από μια απόγονο Μικρασιατών προσφύγων, μεγαλωμένη στα Προσφυγικά της Πάτρας, ανάμεσα στις οδούς Μνήμης της συνοικίας (εξ ου και ο τίτλος). Παραστάθηκε τον Μάρτιο του 2013 στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων από τη Θεατρική Ομάδα Πύργου και εκδόθηκε εννέα χρόνια αργότερα, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Το έργο χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις και κάθε πράξη αποτελείται από 6 έως 10 σκηνές. Η δραματική αφήγηση αποδίδεται κυρίως με μονολόγους ή διαλόγους που πλαισιώνονται από υπαινικτικές κινήσεις, αλλά κάποτε η λεκτική αφήγηση μετατρέπεται σε πραγματική σκηνική δράση.

Δραματοποιούνται διάφορα είδη του γραμματειακού λόγου: (1) Επεισόδια από το αφήγημα-νουβέλα Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Μικρασιάτη ζωγράφου και συγγραφέα Στρατή Δούκα (1895-1983). Η νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1929, αλλά γνώρισε διάφορες ανασκευές από τον συγγραφέα της. (2) Μαρτυρίες-ντοκουμέντα τριών Μικρασιατισσών προσφύγων που είχαν συμπεριληφθεί στον Λ΄ τόμο Έξοδος, μία έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. (3) Μαρτυρίες άλλων γυναικών προσφύγων στη συγγραφέα και (4) ανταποκρίσεις του δημοσιογράφου και γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Ernest Hemingway, ο οποίος, κάτι που δεν γνώριζα, υπήρξε μάρτυρας της μικρασιατικής περιπέτειας ως απεσταλμένος καναδικής εφημερίδας.

Εκτός των γραπτών τεκμηρίων η συγγραφέας αναπαριστά συμπλέγματα γλυπτών. Στην αρχή του έργου παριστάνεται μια Pieta, δηλαδή, το σύμπλεγμα της θρηνούσας Παναγίας που κρατά τον Ιησού Χριστό, μόνο που εδώ η Παναγία κρατά έναν πληγωμένο στρατιώτη αντί για τον Χριστό. Στην αρχή της τρίτης πράξης, επίσης, ζωντανεύει το γλυπτό των τριών Χαρίτων με τρεις όμορφες νεαρές Σμυρναίες να αναδύονται τρομοκρατημένες από την επέλαση των Τσετών και, ως σε ένα νέο Ζάλογγο, να πέφτουν σε ένα πηγάδι για να γλυτώσουν. Επίσης αξιοποιούνται γνωστά σμυρναίικα τραγούδια, και κάποτε η μνήμη ανατρέχει και στη μυθολογία, με τις τρεις Χάριτες αλλά και με τα κοστούμια των γυναικών που παραπέμπουν στην Αμαζόνα Σμύρνα ή τη νύμφη Σμύρνα. Η εικόνα του Ζαλόγγου επανέρχεται προς το τέλος της τρίτης πράξης, όπου μια ομάδα γυναικών προτιμούν να πέσουν με τα παιδιά τους στη θάλασσα των Πετρωτών, παρά να γίνουν έρμαια των βρώμικων ορέξεων των Τσετών που τις καταδιώκουν.

Είναι ένα πολυπρόσωπο έργο: απαιτεί 8 άνδρες και 12 γυναίκες. Στις γυναίκες προεξάρχει η αρχιτραγουδίστρια, δηλαδή απαιτείται μια γυναίκα-ηθοποιός με φωνητικό ταλέντο. Πρέπει να προστεθεί το πρόσωπο του Ernest Hemingway, ο οποίος εμφανίζεται τρεις φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης για να περιγράψει τα ιστορικά συμφραζόμενα των γεγονότων που δραματοποιούνται και ιδιαίτερα την ανάλγητη στάση των μεγάλων δυνάμεων, που όχι μόνο επέτρεψαν στους Νεότουρκους να ξεκληρίσουν τόσους Έλληνες και Αρμένιους, αλλά ούτε καν πρόσφεραν χείρα βοηθείας σε όσους και όσες καταδίωκαν οι Τσέτες και ο τακτικός τουρκικός στρατός και τους ανάγκαζαν να πέφτουν στη θάλασσα για να μην καούν ή σκοτωθούν.

Η σκηνογραφία του έργου είναι ουδέτερη και αποτελείται από μακρόστενα κιβώτια που αξιοποιούνται ως αντικείμενα φροντιστηρίου, ή αποθήκες αντικειμένων, αλλά λειτουργούν και ως κερκίδες όπου κάθονται οι ηθοποιοί. Στο βάθος της σκηνής υπάρχουν τρεις μεγάλες κερδίδες. Η συγγραφέας αξιοποιεί την τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω, κατά την οποία οι ηθοποιοί άλλοτε υποκρίνονται και άλλοτε γίνονται θεατές της δράσης που παριστάνεται μπροστά τους, συνεισφέροντας με ήχους και άλλους τρόπους. 

Η σκηνογραφία και η αφήγηση συμπληρώνονται με ιστορικά βίντεο-ντοκουμέντα που προβάλλουν σκηνές από τη Σμύρνη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως οι σκηνές στην προβλήτα της Σμύρνης.

Τα κοστούμια είναι απλά λευκά για τις γυναίκες, πιο κοντά στην ενδυμασία της αστικής τάξης της εποχής, ενώ των ανδρών δηλώνουν αμυδρά την ιδιότητά τους.

Ας δούμε τώρα πώς δομείται η ίδια η παράσταση. Να σημειώσουμε ότι η συγγραφέας δραματοποιεί τα γεγονότα χωρίς να τα αναγάγει στη σφαίρα της φαντασίας, αν και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου συνδυάζει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα.

Η Α΄ πράξη ξεκινά με το ζωντάνεμα του συμπλέγματος της Pieta και την αρχική αφήγηση του Hemingway, που μας τοποθετεί στον χωροχρόνο της δράσης [ως Πρόλογος αρχαίας τραγωδίας]. Στη συνέχεια έχουμε την πάροδο του χορού, δηλαδή όλων των ηθοποιών που είναι ταυτόχρονα χορός αλλά και δρώντα πρόσωπα. Από τη δεύτερη σκηνή ξεκινά η διάρθρωση των δύο κύριων παράλληλων ιστοριών του έργου: του Νικόλα, δηλαδή του στρατιώτη του αφηγήματος του Στρατή Δούκα και της Μυρσίνης από τις γυναικείες μαρτυρίες. Στην πρώτη ιστορία περιγράφεται η οδύσσεια του Μικρασιάτη στρατιώτη που, μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, συλλαμβάνεται από τον τουρκικό στρατό και μαζί με άλλους αιχμάλωτους στρατιώτες αναγκάζεται σε μια εξοντωτική πορεία προς τα ενδότερα της Ιωνίας, χωρίς φαγητό και νερό. Στην πορεία αυτή μένουν πίσω οι πιο αδύναμοι. Οι επιβιώσαντες αιχμάλωτοι δίνονται σε Τούρκους να εκτελούν διάφορες αγγαρείες. Ο Νικόλας συναντά έναν ακόμα αιχμάλωτο τον Αναστάση, αναπτύσσεται μεταξύ τους στενή φιλία και μαζί δραπετεύουν και ζουν σε σπηλιές, ενώ στη συνέχεια επιβιώνουν παριστάνοντας τους Τούρκους και δουλεύοντας σε αγροκτήματα. Στο τέλος, μετά από έναν χρόνο ταλαιπωριών, κατορθώνουν να επιστρέψουν στη Σμύρνη, ο καθένας χωριστά, και τελικά να φύγουν για την Ελλάδα.

Η δεύτερη ιστορία, αυτή της Μυρσίνης, είναι επίσης μια ιστορία ψευδούς «τουρκέματος». Η Μυρσίνη, ορφανεμένη από την οικογένειά της, με άλλες συμπατριώτισσες που είχαν καταφύγει στο ίδιο μέσο για να επιβιώσουν της σφαγής, φτάνουν με πολλές ταλαιπωρίες στη Σμύρνη και επιστρέφουν στην Ελλάδα με ανταλλαγή πληθυσμών.

Η ανάπτυξη της αφήγησης ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη δομή του αφηγήματος του Δούκα: (1) σύλληψη και απόδραση (2) «τούρκεμα» και (3) διαφυγή και λύτρωση (αν λύτρωση μπορεί να θεωρηθεί η έναρξη της νέας οδύσσειας των προσφύγων στην Ελλάδα).

Η πρώτη και η δεύτερη πράξη, μετά από τη γενική περιγραφή της κατάστασης, εστιάζουν τον φακό στις περιπέτειες των δύο αυτών προσώπων, χωρίς ποτέ να υποβιβάζεται η περιγραφή της συλλογικής εμπειρίας. Στην πρώτη πράξη αναπτύσσεται η προϊστορία των προσώπων και οι συνθήκες αιχμαλωσίας τους, ενώ στη δεύτερη τα γεγονότα που οδηγούν στο ‘τούρκεμά’ τους. Η Μυρσίνη βρίσκει καταφύγιο σε μια οικογένεια που τη σέβεται και συναντά μια άλλη Ελληνίδα που έχει παντρευτεί Τούρκο για να σωθεί, τη Σουλτάνα. Θα γίνουν συνοδοιπόροι στις μετέπειτα περιπέτειες.

Η τρίτη πράξη διευρύνει την αφήγηση περιλαμβάνοντας τις ιστορίες άλλων γυναικών μέχρι τη διαφυγή τους. Τα πρόσωπα του χορού που μέχρι τότε έμεναν χωρίς ταυτότητα γίνονται πλέον συγκεκριμένα άτομα με τις δικές τους λίγο-πολύ κοινές εμπειρίες ορφανέματος, αιχμαλωσίας και διαφυγής. Είναι η Άννα, η Φωτεινή, η Βιολέττα, η Αρμένισσα, η Φιλιώ, η Μόρφω με το νεκρό από τις κακουχίες παιδί, η Κλειώ, μια Γυναίκα που υιοθετεί ένα παρατημένο μωρό κ.ά. Ο φακός τώρα διευρύνεται για να περιγράψει τη συλλογική εμπειρία της εθνικής καταστροφής, κυρίως μέσα από τα μάτια των γυναικών. Οι ατομικές εμπειρίες της Μυρσίνης και του Νικόλα μικραίνουν κάπως για να χωρέσουν στο σύνολο των προσφύγων.

Ενώ η τρίτη πράξη θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως «Διαφυγή», η τέταρτη πράξη μπορεί να πάρει τον τίτλο «λύτρωση» και «προσφυγιά στην Ελλάδα». Ακολουθώντας την τεχνική της επαναφοράς (φλας μπακ), η  πράξη αρχίζει με την προετοιμασία του γάμου της Δέσποινας με τον Αναστάση στην Αττάλεια που είχε διακοπεί από τη διαταγή για φυγή. Η πράξη κλείνει με την ολοκλήρωση του γάμου τους στο Κατάκολο Ηλείας. 

Κατά τη διάρκεια της πράξης αυτής, ο Νικόλας και οι γυναίκες-αφηγήτριες φτάνουν στο λιμάνι της Σμύρνης και με διάφορους τρόπους διαφεύγουν προς την Ελλάδα. Ο Αναστάσης θα συναντήσει ξανά τον φίλο του Νικόλα στο λιμάνι της Μυτιλήνης και, αργότερα στο Κατάκολο, την αρραβωνιαστικιά του Δέσποινα, που την είχε χάσει. Με χίλιες δυσκολίες, οι πρόσφυγες εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Το έργο κλείνει με ένα μήνυμα αγάπης. Ο Νικόλας διαβάζει στο κοινό το γράμμα που στέλνει στον Τούρκο που του είχε δώσει δουλειά. Υπόσχεται στο παλιό αφεντικό του ότι θα τον θυμάται.

Το έργο αυτό ολοκληρώνεται αισθητικά μόνο πάνω στη σκηνή. Η αναπαράσταση στη φαντασία του αναγνώστη και της αναγνώστριας, της μουσικής υπόκρουσης, των μονωδιών και των πολυφωνικών τραγουδιών, των βιντεοπροβολών και των κινήσεων των ηθοποιών ή των στάσεών τους, ιδίως όταν αναπαριστούν γνωστά γλυπτά, δεν μπορεί ποτέ να συναγωνιστεί τη λυρική και εικονοπλαστική δύναμη της ίδιας της παράστασης. 

Αποσπάσματα των σκηνικών οδηγιών της αρχής, σ. 11 και σελ. 15.

Πώς μπορούν όλα αυτά να γίνουν θέατρο του νου...

Με τη δραματοποίηση όλων αυτών των τραυματικών γεγονότων που κατατρύχουν την ελληνική συλλογική μνήμη, η συγγραφέας Ευανθία Στιβανάκη καταφέρνει όχι μονάχα να συντηρήσει αυτή τη μνήμη, αλλά και να τη μετατρέψει σε μια συνολική αισθητική εμπειρία (εικόνας, λόγου, μέλους και κίνησης), μια εμπειρία που ανατροφοδοτεί τη μνήμη μειώνοντας τον τρόμο των ίδιων των γεγονότων και ταυτόχρονα προκαλώντας τον αναστοχασμό / προβληματισμό για το έγκλημα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.