ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ κ. ΜαρίαςΚαρέλα με τον τίτλο : "Ο
Κοκκινόβραχος" στην αίθουσα του Ξενοδοχείου ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ των Πατρών απο τον ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Γιάννη Χαριτάντη
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ
Το νέο βιβλίο της
Μαρίας Καρέλα ``Ο Κοκκινόβραχος`` αποτελεί μια τολμηρή συγγραφική καινοτομία
όπου το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε ένα αγωνιώδες, σ' ένα δραματικό θρίλερ,
δημιουργώντας ένα θαυμάσιο σύνθετο λογοτέχνημα.
Η όλη υπόθεση του
βιβλίου διαδραματίζεται στην περιοχή του Κοκκινόβραχου, δηλαδή, στην παραλία
των Νιφορέικων, Κάτω Αχαΐας, και
τοποθετείται χρονικά γύρω στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα. Πολύ κοντά
στον Κοκκινόβραχο βρίσκεται και η κοινότητα των Αλυκών της Κάτω Αχαΐας. Στον
Κοκκινόβραχο είχαν τις εξοχικές κατοικίες τους και αρκετοί εύποροι Πατρινοί
.
Το βιβλίο ξεκινάει με
κεντρική ηρωίδα τη Μύριαμ, που είναι
γόνος πλούσιας οικογένειας Πατρινών, με πατέρα δικηγόρο και μητέρα δασκάλα.
Διαθέτει και αυτή όπως και οι γονείς της εξοχική κατοικία στον
Κοκκινόβραχο. Η Μύριαμ είναι μια
πανέμορφη, μια ποθητή νέα γυναίκα, την οποία η συγγραφεύς παρουσιάζει ως την
επιτομή της τελειότητας. Είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο Πατρινό οινοποιό,
όμως ζούνε συμβατικά και χωρίς παιδιά.
Στην ίδια περιοχή διαθέτει εξοχική κατοικία και μια παιδική φίλη της
Μύριαμ, η Ρεγγίνα, όμως οι φιλικές σχέσεις των δυο διακόπηκαν απότομα, προ
πολλού, για άγνωστους λόγους για την Ρεγγίνα. Σε έναν πύργο της περιοχής
κατοικεί, επίσης, και ένας χήρος μεσόκοπος πολιτικός, ο Νίκανδρος Πολίτης,
ισχυρός βουλευτής και πρώην υπουργός. Εκεί ζει μαζί με το γιο του, τον Ανδρέα,
τον επιστάτη του και την οικονόμο του, τη Φρόσω. Κανείς από τους ξεχωριστούς
αυτούς κατοίκους του Κοκκινόβραχου δεν ξεφεύγει από το βλέμμα των απλών
κατοίκων του χωριού, που τους
ξομπλιάζουν ποικιλοτρόπως. Ιδιαίτερα δεν ξεφεύγουν από το βλέμμα του Αγγελή,
που είναι ο χαζούλης της περιοχής, αλλά και του ηλικιωμένου αγρότη, του κυρ-Αντώνη.
Είναι αυτοί που κατά καιρούς βοηθούν σε διάφορα θελήματα τους πλουσίους της
περιοχής. Από τη Μύριαμ και τη Ρεγγίνα
οι δυο αυτοί άνθρωποι εξασφαλίζουν και κάποια χρήματα για τη φροντίδα των
επαύλεών τους και των κήπων τους.
Ένα πρωινό η Ρεγγίνα
βλέπει έξω από το σπιτικό της τον Αγγελή να χτυπιέται, να ωρύεται, να μιλάει με
ακατάσχετες συλλαβές δίχως να αρθρώνει λόγο, παρά μόνον κραυγές, προσπαθώντας
κάτι να της πει θρηνώντας. Τελικώς ξεστόμισε αυτό που ήθελε να πει. Η Μύριαμ
είναι νεκρή, είναι πεθαμένη, κυρά-Ρεγγίνα. Είναι πνιγμένη στο αίμα. Δεν
κουνιέται.
Η Μύριαμ, εκείνο το
πρωινό, βρέθηκε, από τον σαλό Αγγελή, νεκρή μέσα στην έπαυλή της με κομμένες
τις φλέβες των χεριών της. Αρχικά εικάζεται ότι πρόκειται για αυτοκτονία, όμως,
ο αστυνόμος Αλεξίου δεν πείθεται από τα ευρήματα και αρχίζει τις ανακρίσεις.
Δεν πείθονται για την αυτοκτονία ούτε οι γονείς της Μύριαμ, αλλά ούτε και οι
κάτοικοι του χωριού που γνώριζαν το χαρακτήρα της Μύριαμ. Όλοι αυτοί,
οδηγούμενοι από το αισθητήριό τους, πίστευαν ότι η Μυριαμ δεν θα επιχειρούσε
ποτέ να αυτοκτονήσει. Είχαν όλοι δίκαιο. Και πώς ήταν δυνατό ένας αυτόχειρας να
βρει το θάρρος να κόψει τις φλέβες και των δυο χεριών του με πανομοιότυπο
τρόπο. Σε λίγες μέρες η ιατροδικαστική εξέταση επιβεβαιώνει ότι δεν επρόκειτο
για αυτοκτονία, αλλά για προμελετημένη δολοφονία.
Ποιός, λοιπόν, ήταν
αυτός που θα ήθελε νεκρή τη Μυριαμ; Ανακρίνοντας όλους όσοι ήσαν γύρω από τη
Μυριαμ, ο αστυνόμος Αλεξίου ερευνά τα πάντα καθώς και τον πρότερο βίο της
νεκρής Μύριαμ, όμως το ένα αδιέξοδο τον οδηγεί σε κάποιο άλλο. Δεν μπορεί να
βγάλει άκρη. Κάθε καινούργιο εύρημα του αναιρούσε τα προηγούμενα και η
αστυνομική έρευνα ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Οι ανατροπές στην υπόθεση της
δολοφονίας ήταν σχεδόν καθημερινές.
Η Μύριαμ κηδεύεται με
κανονική κηδεία. Στα όσα ακολούθησαν κατά την κηδεία της και μετά, εκείνο που
προκαλούσε εντύπωση ήταν ότι, η κατά πολύ μικρότερή αδελφή της, η Λία, έδειχνε
σαν να μη συμμετείχε στο πένθος και ήταν συνεχώς απόκοσμη και επιθετική προς
όλους και ιδιαίτερα με τη μητέρα της. Μια ατέλειωτη σειρά αντιφατικών
συναισθημάτων φουρτούνιαζαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Η οδύνη και η
οργή εναλλάσσονταν με αστραπιαία ταχύτητα στις αντιδράσεις της. Όμως, ούτε ένα
δάκρυ δεν έτρεξε από τα μάτια της. Η συμπεριφορά της Λίας ήταν ανεξήγητη.
Ο αστυνόμος άρχισε να ψάχνει
τις λεπτομέρειες της ιατροδικαστικής έρευνας. Η Μύριαμ είχε δολοφονηθεί αφού
προηγουμένως της δόθηκε κάποια ναρκωτική ουσία. Επίσης, ήταν έγκυος στο δεύτερο
μήνα κύησης. Τι βόμβα ήταν κι αυτή. Όλα ανατρέπονταν. Μήπως ο απατηθείς σύζυγος
της θέλησε να πάρει εκδίκηση; Ή μήπως ο
δολοφόνος ήταν ο πατέρας του αγέννητου παιδιού που το θεωρούσε ανεπιθύμητο;
Αυτό θα μπορούσε να αιτιολογήσει τη δολοφονία. Με ποιόν, λοιπόν, είχε ερωτικές
σχέσεις η Μύριαμ το τελευταίο διάστημα, αφού οι σχέσεις με τον σύζυγό της είχαν
διακοπεί από καιρό. Στον προβληματισμό αυτό προστέθηκε και η μαρτυρία της
Ρεγγίνας, της φίλης της Μύριαμ, η οποία ενημερώνει τον αστυνόμο ότι, τελείως
τυχαία, το βράδυ της μέρας που προηγήθηκε της δολοφονίας, είδε την Μύριαμ να
βγαίνει κρυφά από την πίσω πόρτα του πύργου του πολιτικού. Είχε άραγε ερωτικές
σχέσεις με τον πολιτικό η Μύριαμ; Ο αστυνόμος, όμως, δεν μπορούσε να
ενοχοποιήσει τον πολιτικό διότι γνώριζε ότι η Μύριαμ τον τελευταίο καιρό
μπαινόβγαινε και στο ατελιέ ενός ζωγράφου, του Θοδωρή, ο οποίος ζωγράφιζε το
πορτραίτο της. Ο Θοδωρής ζούσε στον δικό του χαμένο κόσμο που δεν είχε τίποτα
κοινό με τον κόσμο της Μύριαμ. Να τα είχε άραγε με το Θοδωρή η Μύριαμ; Μια
τέτοια εκδοχή δεν φαινόταν και πολύ πιθανή. Δεν μπορούσε όμως να βγει έξω από
το κάδρο της έρευνας και ο Θοδωρής.
Ο Θοδωρής άρχισε να
ανακρίνεται όμως δεν προέκυψαν ενοχοποιητικά ευρήματα. Ωστόσο, σε λίγες μέρες
βρέθηκε και αυτός δολοφονημένος στο μπορντέλο μιας ιερόδουλης, της Αρετής.
Συνδεόταν άραγε η δολοφονία του Θοδωρή με τη δολοφονία της Μύριαμ και αν ναι,
ποιός έβαλε την Αρετή να τον δολοφονήσει; Τώρα ενοχοποιείται και η Αρετή. Ποιός
ήθελε να κλείσει το στόμα του Θοδωρή και γιατί; Η Αρετή, με έναν περιπετειώδη
βίο, είχε τον τελευταίο καιρό ερωτικές συνευρέσεις με τον Θοδωρή, λόγω επαγγέλματος,
μέχρι που, δυστυχώς και για τους δυο, ανακάλυψε ότι ο Θοδωρής ήταν ετεροθαλής
αδελφός της από την ίδια μάνα. Εδώ αναβιώνει το αρχαίο δράμα. ``Ποιός Θεός, ποιός μαμμωνάς έσπρωχναν την
Αρετή συνεχώς στον γκρεμό; Στο μηδέν; Το 'ξερε πως ήταν βουτηγμένη ως το λαιμό
στην αμαρτία... Όμως, ποιά είναι η ηθική και που την συναντάς; Και πώς μπορείς
να την αγγίξεις όταν το κνούτο της μοίρας σε χτυπάει αλύπητα; Και τώρα γιατί να
συναντηθεί με τη μοίρα των Ατρειδών μέσα στον ίδιο της το χώρο...έναν οίκο ανοχής,
οίκο αμαρτίας``.
Εξομολογείται την
ακούσια αμαρτία της στον ιερέα του χωριού και αποφασίζει να σταματήσει το
``ιερό επάγγελμα``. Η Αρετή αλλάζει πορεία ζωής. Ο ιερέας καταθέτει τα όσα
γνωρίζει στον αστυνόμο και απενοχοποιεί την Αρετή. Αφού, λοιπόν, αποκλείστηκε η
Αρετή, ξανατίθεται το ερώτημα. Ποιός ήθελε να βγάλει από τη μέση τον Θοδωρή και
γιατί; Ήταν, άραγε, ο ίδιος που δολοφόνησε και την Μύριαμ; Πώς συνδέονται οι
δύο υποθέσεις;
Τις επόμενες μέρες η
έπαυλης της Μύριαμ πυρπολείται, και
λίγες μέρες αργότερα, η θάλασσα ξεβράζει το πτώμα της Φρόσως, της
οικονόμου του πολιτικού, άγρια δολοφονημένης. Ο αστυνομικός φάκελος με τον
κωδικό ``Μύριαμ`` άρχισε να περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Ο αστυνόμος Αλεξίου
πελαγοδρομεί. Τώρα αρχίζει να μπαίνει στη λίστα των υπόπτων και ο πολίτικός, ο
Νίκανδρος, ο οποίος, όμως, τον τελευταίο καιρό είχε παθιασμένη σχέση με μια
νεαρή καλλονή, την Πόλυ και ήταν συνεχώς μαζί της.
Ερωτηματικά όμως
παρουσιάζει και συμπεριφορά της Λίας της μικρής αδελφής της Μύριαμ. Μια ανώνυμη
επιστολή που έφτασε στα χέρια της ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Η επιστολή
μαρτυρούσε ότι η Λία δεν ήταν αδελφή της Μύριαμ, αλλά ήταν εξώγαμη κόρη της,
μετά από βιασμό που υπέστη στα πρώιμα νεανικά της χρόνια. Για κοινωνικούς
λόγους, οι γονείς της Μύριαμ απέκρυψαν το γεγονός με το νόθο παιδί της και το
εμφάνισαν ως δικό τους παιδί, δηλαδή, ως αδελφή της Μύριαμ, χωρίς να το
ομολογήσουν στη Λία. Το δράμα κορυφώνεται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που
η συγγραφεύς περιγράφει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις τόσο στη Λία, όσο και σ'
εκείνους που μέχρι εκείνη τη στιγμή εμφανίζονταν ως γονείς της, βουτηγμένοι στο
ψέμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγουν τον κοινωνικό διασυρμό. Και είναι
αποκαλυπτικό το πως ένα ψέμα μπορεί να οδηγήσει σε μια τραγωδία! Οι περιγραφές
και οι αναλύσεις της συγγραφέως είναι απαράμιλλες. Ανατριχιάζουν. Περνάει σε
βάθος στην ψυχολογία του ανθρώπου και αναδεικνύει πόσο κυρίαρχες γίνονται οι
ανθρώπινες αδυναμίες κάτω από την πίεση ενός ασφυκτικού κοινωνικού
περιβάλλοντος.
Μέσα σ' αυτήν την
ατμόσφαιρα, ο Ανδρέας, ο γιός του Νίκανδρου αποκαλύπτει στον πατέρα του ότι
είναι ερωτευμένος με την Λία και πως σκοπεύει να την παντρευτεί. Αυτό,
παραδόξως, κάνει έξαλλο τον ιδιαίτερα ψύχραιμο πατέρα του, που προσπαθεί με
κάθε τρόπο, ασκώντας ακόμα και βία να αποτρέψει αυτόν το γάμο. Γιατί, άραγε, ο
έμπειρος και ψύχραιμος πολιτικός να χάσει την αυτοκυριαρχία του με το άκουσμα
της σχέσης του γιού του με τη Λία; Τι ήταν εκείνο που έκανε αυτή τη σχέση τόσο
ανεπιθύμητη για τον Νίκανδρο; Όμως, για να αλλάξει την ατζέντα των ημερών και
ελπίζοντας πως οι αντιδράσεις του θα σωφρονίσουν τον Ανδρέα, προχωράει στην
πραγματοποίηση του δικού του γάμου με την νεαρή καλλονή, την Πόλυ.
Ωστόσο, μέσα στα
αποκαΐδια του σπιτιού της Μύριαμ, ο
χαζούλης Αγγελής βρίσκει σωσμένη μια επιστολή και τη παραδίδει στην Ρεγγίνα,
που συνεργάζεται πλέον στενά με τον Αστυνόμο. Είναι μια αποκαλυπτική, και
λογοτεχνικά υπέροχη επιστολή της Μύριαμ στον αγαπημένο της, (σελ.335).
.....................................
Μετά την αποκάλυψη της
επιστολής, ο αστυνόμος Αλεξίου πίστεψε πως βρήκε το κλειδί της εξιχνίασης της
δολοφονίας της Μύριαμ. Όμως, η πλοκή της υπόθεσης συνεχίζεται. Ο Νίκανδρος, ο
πανίσχυρος πολιτικός, αλλά και η Λία, η κόρη της Μύριαμ, δολοφονούνται την ώρα
που γινότανε το προγαμιαίο γλέντι του Νίκανδρου με την νεαρή καλλονή. Πέντε
φόνοι μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων σε μια μικρή κοινωνία, που παραμένουν
μυστήριο.
Ποιός, λοιπόν, ήταν ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι της Μύριαμ,
του Θοδωρή, της Φρόσως, του Νίκανδρου και της Λίας; Ποά ήταν τα κίνητρα της
δολοφονίας; Προς τι όλο αυτό το θρίλερ;
Την απάντηση τη δίνει η συγγραφεύς στις τελευταίες σελίδες του
βιβλίου.
Αυτή είναι, εν ολίγοις,
η υπόθεση.
Στο καινούργιο πόνημα της Μαρίας Καρέλα, και μέσα από την
μυστηριώδη αχλή του, ξεπηδούν ο έρωτας, η ομορφιά, η τάση για τελειότητα, αλλά
και το πάθος για εκδίκηση και εξολοθρεμό
με την ίδια ασίγαστη ένταση. Μια ένταση που πνίγει, θολώνει τη λογική,
που αλλοτριώνει. Εμβαθύνοντας, μπορεί να διακρίνει κανείς μια ατμοσφαιρική,
μυστηριώδη και ανεξιχνίαστη πραγματικότητα από την οποία αναδεικνύονται οι
αιώνιοι τραγικοί ήρωες, ``Ατρείδες`` ή ``Τανταλίδες`` που εννοούν να ξεφύγουν
από την προδιαγεγραμμένη γι' αυτούς μοίρα που η κλωθώ τους έχει υφάνει.
Η μυστηριώδης υπόθεση
του βιβλίου είναι η μία πτυχή του. Πέραν όμως αυτής, το βιβλίο χαρακτηρίζεται
από μια γλωσσική, φιλολογική και λογοτεχνική αρτιότητα. Μεγάλος πλούτος λέξεων
νέων ή ξεχασμένων παλαιών συναντώνται σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι περιγραφές των τοπίων. Μοιάζουν με ευρηματικές
αφηγήσεις που συνοδεύουν ένα επιτυχημένο ντοκιμαντέρ που έχει γυριστεί στα
γαλανά νερά του Πατραϊκού κόλπου και της γύρω περιοχής. Αξιοσημείωτη είναι και
η περιγραφή των χαρακτήρων των ανθρώπων, και είναι πολλοί αυτοί που εμπλέκονται
στην υπόθεση. Η περιγραφές του αστυνόμου, του Θοδωρή, της Λίας, της Αρετής και
της Μαρίτσας, που ήσαν πόρνες, της Λίας και των γονιών της, του πολιτικού, της
νεαρής ματαιόδοξης καλλονής και πολλών άλλων μοιάζουν με ολοζώντανες ανάγλυφες
φωτογραφίες. Αναδεικνύονται ακόμα οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με
τις ψυχολογικές προεκτάσεις τους. Επίσης, αναδεικνύονται οι καλές και κακές
συνήθειες μιας εποχής και η διασύνδεση παλαιών κοινωνικών καταστάσεων με τη
σημερινή πραγματικότητα. Η συγγραφεύς αποδεικνύεται ότι είναι βαθύς γνώστης της
ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αδυναμιών. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου ο
λόγος γίνεται γλαφυρός, γίνεται ποιητικός. Γράφει:
``Μια κλάρα από πλατάνι έφτανε ως το παραθύρι
της φυλακής και το ακουμπούσε με την ανάσα του ανέμου``. Ή, ακόμα, είναι
υπέροχο όταν παρομοιάζει το άνθος της αγριομολόχας με το χαμόγελο ενός παιδιού,
ή, όταν ποιητικά περιγράφει την ανθισμένη κάπαρη πάνω σε μια ξερολιθιά ενός
δρόμου. Και δεν είναι μόνον αυτά.
Σας ανέγνωσα ήδη την
επιστολή της Μύριαμ προς τον αγαπημένο της, με την ευαισθησία, την ειλικρινή
αυτοκριτική, τον άδολο έρωτα, και τα χρώματα της ψυχής της. Η επιστολή αυτή
είναι ένα αριστούργημα. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να αναφερθώ και σε δυο ακόμα
σημεία του βιβλίου, που καταδεικνύουν την ποιότητα του λόγου της συγγραφέως.
Κοιτάξτε πώς περιγράφει
τους πολιτικούς και να μου πείτε τι άλλαξε έκτοτε.
σελ. 126, (πολιτικοί)
Αλλά και η
αυτοεξομολόγηση της πόρνης Αρετής λέει πολλά.
σελ. 206, (Αρετή)
Δεν θα ήθελα, όμως, να
σταθώ μόνον στην υπόθεση και στα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά του βιβλίου. Θα το
αδικούσα κατά πολύ. Το βιβλίο αυτό, τολμώ να πω, ότι είναι μια ακτινογραφία της
ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, και αυτό δεν γίνεται μέσα από έναν αποστεωμένο
επιστημονικό λόγο, αλλά αναδεικνύεται ανάγλυφα με την μαγεία της λογοτεχνικής
γραφίδας της συγγραφέως. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν θα ξεφύγει από τον
αναγνώστη και είναι αυτό που θα του μείνει. Ήταν πολλές οι στιγμές κατά την
ανάγνωση του βιβλίου που μου δημιουργήθηκε η εικόνα ότι μελετούσα την ανατομία
του ανθρώπου και του κοινωνικού περιβάλλοντος μιας περασμένης εποχής, που,
ωστόσο, δεν έχει αλλάξει έκτοτε , παρά ελάχιστα. Οι ομοιότητες με το σήμερα
είναι πάμπολλες. Αυτοί είναι οι λόγοι που μου έκανα να σας πω, ξεκινώντας την
ομιλία μου, ότι πρόκειται για ένα υπέροχο σύνθετο λογοτέχνημα.
Ολοκληρώνοντας την
παρουσίαση, θέλω να σας πω πως ``ο Κοκκινόβραχος`` της Μαρίας Καρέλα, με την
επιμελημένη του έκδοση από τις εκδόσεις Περίπλους, είναι ένα βιβλίο που αξίζει
να διαβαστεί, ένα βιβλίο που για αρκετές ώρες θα σας κρατήσει μακριά από την
τηλεόραση, και χωρίς να εκτεθείτε να το συστήσετε ή να το προσφέρετε σαν δώρο
της άγιες μέρες των εορτών, που έρχονται.
Σας ευχαριστώ για το
χρόνο που μου αφιερώσατε.
Γιάννης
Χαριτάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου