ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ



ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ



ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Αναμνήσεις από τη παιδική ηλικία.




















ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ

ΣΤΕΦΑΝΟΥΛΑ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ
ΛΑΥΡΑ

ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ























ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ



Ιδιαίτερα θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στη γυναίκα μου, η οποία καθ΄όλη τη διάρκεια που έγραφα αυτό το βιβλίο μου συμπαραστάθηκε με πολλές ιδέες, που αφορούσαν τόσο το φιλολογικό μέρος  όσο και τη θεματική διεκλογή.

Πολύ σημαντική ήταν η συμπαράσταση και το θερμό ενδιαφέρον του συγχωριανού μου Λεωνίδα Μαργαρίτη, Δικηγόρος στη Πάτρα, που παίζει μεγάλο ρόλο στον φιλολογικό και εκπολιτιστικό τομέα.














ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Η τελευταία σχολική ημέρα……………………………………    6
Το ταξίδι……………………………………………………………   9
Η Μομόλα…………………………………………………………  27
Ο θερισμός………………………………………………………..   32
Το σκιάχτρο της κολοκύθας……………………………………   42
Με τη Μομόλα στο ποτάμι……………………………………..   62
Στην ημέρα του Σωτήρος………………………………………    76
Το πουλάρι έπεσε μέσα στη πηγάδα…………………………   93
Ο γάιδαρος του Νικόλα………………………………………..     99
Ο όρκος της κουραμάνας………………………………………  109
Η κασέλα της γιαγιάς μου……………………………………..  117
Το χτύπημα με τη μπάλα………………………………………  129
Φτιάχνουμε ένα σπίτι από πλιθάρια…………………………  142
Η μαϊμού και το παιδί…………………………………………..   156
Μια νύχτα μας ξύπνησαν πυροβολισμοί……………………   171
Ο διάολος καθόταν επάνω στη γέφυρα………………………  190
Μια νύχτα με τα τσοπανόσκυλα………………………………  197
Επίλογος…………………………………………………………...  209
Παράρτημα………………………………………………………..  212
Τελευταίες σκέψεις……………………………………………….  215

 

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ  ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΜΕΡΑ



Μέσα Ιουνίου όταν άρχιζε η τελευταία εβδομάδα του σχολείου, έπιανε όλους τους μαθητές μια ιδιόμορφη αγονία, αυτή η χαρούμενη προσμονή, που γέμιζε τις καρδιές πριν από τις μεγάλες σχολικές διακοπές. Τα μαθήματα ουσιαστικά είχαν τελειώσει και η μόνη σχολική υποχρέωση που παρέμενε, ήταν η διοργάνωση της μεγάλης αποχαιρετιστήριας γιορτής που άρχιζε με τη γνωστοποίηση των βαθμών. Οι καλοί μαθητές περίμεναν τη γιορτή αυτή με μεγάλη χαρά, ενώ οι άλλοι την έβλεπαν με μεγάλη δυσφορία.
Για τη σχολή μας, το Λεόντειο Λύκειο, που το διοικούσαν οι Μαριανοί  μοναχοί[1] με το αυστηρό γαλλικό σύστημα, ήταν η γιορτή αυτή ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα. Την ημέρα αυτή συγκεντρώνονταν όλες οι τάξεις μαζί με όλους τους δασκάλους, τους <Φρέρηδες>[2] και τους γονείς στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου μας.
Αυτό το χρόνο ήταν διευθυντής ο Φρέρ Damascine, ο οποίος ήταν κοντός με μεγάλη κοιλιά και όσες φορές έμπαινε στη τάξη έχοντας τα χέρια ακουμπισμένα επάνω στη μεγάλη του κοιλιά, μας διασκέδαζε πάντα, όταν μας παρότρυνε να κάνουμε νηστεία.. Οι μαθητές γελούσαν και έκρυβαν τα πρόσωπα με τα χέρια τους, να μη τούς δει ο διευθυντής και έλεγαν: <Κάνε νηστεία να ακουμπάς τα χέρια σου στη μεγάλη κοιλία σου..>. Ήταν κρίμα που αυτό ήταν το μόνο χαρούμενο συμβάν που άφθονα μας χάριζε άθελά του η <κοιλιά με τον Φρέρ>, όπως ονομάζαμε τον διευθυντή μας.
Το επίσημο μέρος της γιορτής άρχιζε με τον λόγο του διευθυντού, που ξέραμε περίπου πάντα το περιεχόμενο, γιατί κυρίως επρόκειτο για έναν αυτοέπαινο  και μετά ακολουθούσαν και επαινετικά λόγια για το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό. Για μας τους μαθητές δεν έλεγε τίποτα το καλό. Μόνο στο τέλος του λόγου του, καλούσε τους πρώτους τρεις μαθητές  κάθε τάξης και τους χάριζε τιμητικά διπλώματα και θρησκευτικά βιβλία. Οι άλλοι μαθητές έπαιρναν μόνο ένα απλό αποδεικτικό.
Το δεύτερο μέρος της γιορτής ήταν για τους περισσότερους μαθητές πολύ πιο ευχάριστο, γιατί εδώ πρόσφερε η σχολή άφθονα γλυκά και κρύα αναψυκτικά ποτά. Μερικές τάξεις είχαν προετοιμάσει μικρές κωμωδίες, στις οποίες γελάγαμε περισσότερο με τα λάθη που έκαναν οι μαθητές όταν μπέρδευαν τις λέξεις τους η όταν ξέχναγαν, τι έπρεπε να πουν, παρά με το περιεχόμενο. Με μεγάλη χαρά περιμέναμε να ακούσουμε  τα κομμάτια που αυτοσχεδίαζαν οι τάξεις του απολυτηρίου στα οποία παραδοσιακά κορόιδευαν τους δασκάλους, εφόσον δεν είχαν πλέον να φοβηθούν για τιμωρία κακούς βαθμούς. Εδώ γελάγαμε από τα βάθη της ψυχής μας και βγάζαμε το άχτι μας για τις ψυχικές οδύνες που υπομέναμε όλο το χρόνο. Όλοι οι δάσκαλοι και οι μοναχοί της σχολής καταπίνανε με στωικό ύφος τη κοροϊδία που τράβαγαν, μόνον ο Φρέρ Démètre, ο αλλήθωρος μοναχός, όπως τον ονομάζαμε μεταξύ μας, ήταν χτυπημένος από μια ύπουλη κακία και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να ικανοποιήσει τα σαδιστικά του αισθήματα τιμωρώντας, σαν καλός χριστιανός, με κάθε δυνατό τρόπο τους μαθητές. Έτσι έγραφε τα ονόματα αυτών μαθητών, που γέλαγαν στη γιορτή με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, για να τους τιμωρήσει τον Σεπτέμβριο, όταν θα άρχιζε πάλι ο νέος σχολικός χρόνος. Αλλά αξέχαστος θα μας μείνει ο Φρέρ Chrysolog, που βοηθούσε τους μαθητές πάντα όπου μπορούσε και του οποίου η καλοσύνη ήταν παραδειγματική. Αυτός ήταν και ο διοργανωτής του Καθολικού Προσκοπικού Ομίλου, με τον οποίο ζήσαμε τα καλλίτερα χρόνια της σχολικής μας ζωής. Αξέχαστες θα μείνουν οι χαρούμενες και επιμορφωτικές εκδρομές που διοργάνωνε ο όμιλός μας και οι ανυπέρβλητες εβδομάδες στη κατασκήνωση του Σουνίου. Εκεί που μάθαμε σε ένα απάτητο μυρωμένο πευκότοπο να μαζεύουμε τις πέτρες και να φτιάχνουμε μ΄αυτές  διαδρόμους, να ισοπεδώνουμε τις επιφάνειες για τις σκηνές, να κόβουμε ξύλα, να φέρνουνε γλυφό νερό από ένα μακρινό πηγάδι, να μαγειρεύουμε, να κάνουμε αθλητικούς αγώνες και τα βράδια να τραγουδάμε .  
Το τέλος της μεγάλης αυτής γιορτής το επισήμαινε ο διευθυντής όταν με μεγαλοπρεπή τρόπο ανέβαινε στο βήμα για να εκφωνήσει τον αποχαιρετιστήριο λόγο. Μετά τραγουδούσαμε όλοι μαζί τον Ελληνικό και το Γαλλικό εθνικό ύμνο. Έτσι τελείωνε η τελευταία ημέρα του σχολείου.   

 


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ



Μερικοί από εμάς έμεναν στην Αθήνα, όπου η ζέστη του Ιουλίου και ιδίως του Αυγούστου ήταν ανυπόφορη. Εγώ όμως είχα τη τύχη να περνάω τις σχολικές μου διακοπές στη Πελοπόννησο. Η μητέρα μου έκανε τις αναγκαίες προετοιμασίες και μερικές μέρες μετά με πήγαινε στον σταθμό Πελοποννήσου από όπου έφευγε το τραίνο για την Ολυμπία. Για μια διαδρομή από 300 χιλιόμετρα χρειαζόταν το τραίνο αυτό σχεδόν μία ολόκληρη ημέρα.!
<Πολύ αργούσε αυτό το τραίνο!>, θα έλεγε κανείς σήμερα. Αλλά όποιος το ήξερε αυτό το τραίνο και ιδίως όποιος είχε ταξιδέψει μ΄αυτό, είχε καταλάβει, γιατί χρειαζόταν τόσο πολύ χρόνο. Ήταν ένα μικρό τραίνο, που το κινούσε μια παλιά ατμομηχανή, της οποίας ο λέβητας θερμαινόταν με κάρβουνα. Ο οδηγός του έπρεπε κάθε λίγο και λιγάκι να ρίχνει στη φωτιά του λέβητα νέες φτυαριές με κάρβουνα και ήταν φυσικό που το φουγάρο του έβγαζε συνέχεια μαύρο καπνό. Γι΄αυτό  η Γιαγιά μου ονόμασε αυτό το τραίνο <καρβουνιάρη>. Έτσι κυλούσε ο καρβουνιάρης επάνω σε στενές ράγες, οι οποίες από 1926 ποτέ δεν είχαν συντηρηθεί. Σε μερικά σημεία της διαδρομής τα κουνήματα των βαγονιών ήταν τόσο δυνατά, που αν κανείς στεκόταν όρθιος αναπόφευκτα θα σωριαζόταν κάτω. Ήταν ένα θαύμα πώς οι ρόδες και οι άξονες του οχήματος άντεχαν τόσο δυνατά πλάγια χτυπήματα. Όμως η μεγαλύτερη καθυστέρηση συνέβαινε σε μερικούς σταθμούς, όταν το τραίνο ήταν σταματημένο για πολύ χρόνο, χωρίς να ξέρει κανείς την αιτία. Ο οδηγός άφηνε το τραίνο και έμπαινε μέσα στον σταθμό, κι΄αυτός για πολύ ώρα. Εκεί φαίνεται έπινε το καφεδάκι του και έλυνε τα πολιτικά προβλήματα του κόσμου.. Τουλάχιστον έτσι το φανταζόμουνα.
 Πολλές φορές νόμιζα, ότι ο οδηγός είχε ξεχάσει να συνεχίσει τη διαδρομή του. Αυτό όμως δε με ενοχλούσε, γιατί ταξίδευα πολύ ευχάριστα. Χαιρόμουνα τις υπέροχες ακτές κατά μήκος του Σαρωνικού και Κορινθιακού κόλπου και είχα αγονία να δω μερικά εξαίρετα σημεία. Περίμενα να δω τη Σαλαμίνα, που εκεί το 480 π.χ. έγινε η περίφημη ναυμαχία. Στο σχολείο ότι το είχαμε κάνει μάθημα και έμεινα κατενθουσιασμένος, που οι Αθηναίοι με πολύ λιγότερα, αλλά εύστροφα και με σιδερένιες μύτες οπλισμένα, πλοία νίκησαν την υπερδύναμη Περσία. Αισθανόμουνα μια υπερηφάνεια και τα στήθη μου τα γέμιζε ένα ηρωικό συναίσθημα, σα να είχα λάβει και εγώ μέρος σ΄αυτή τη λαμπρή ναυμαχία, η οποία, ένα χρόνο αργότερα μαζί με τη νίκη των Πλαταιών, συνετέλεσε να σωθεί η Ελλάδα και επακόλουθα όλη η Ευρώπη  από τη Περσική κατοχή.
Το ερχόμενο σημείο, που μ΄ενδιέφερε ήταν η Ελευσίνα. Αλλά δυστυχώς εδώ που πέρναγε το τραίνο δεν φαινόταν ούτε μια αρχαία κολόνα. Όμως, ώσπου να θαυμάσω λίγο τον Σαρωνικό κόλπο, ερχόταν μετά ο ισθμός της Κορίνθου. Στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων κατασκεύασαν οι Κορίνθιοι στη λουρίδα  αυτή, που ένωνε τη στερεά Ελλάδα με τη Πελοπόννησο, τον ονομαζόμενο <δίολκο>, που  έσερναν τα πλοία τους επάνω σε γλιστερά ξύλα  και μ΄αυτό τον ιδιοφυή τρόπο τα μετέφερναν από τη μία θάλασσα στην άλλη και έτσι δεν ήταν πλέον ανάγκη να κάνουν το γύρο της Πελοποννήσου. Μια πολύ επικίνδυνοι διαδρομή από  400 χιλιόμετρα, που στα ακρωτήρια Ταίναρον και Μαλέας είχαν βυθιστεί πολλά πλοία.  Στη θέση αυτή είχε φτιάξει, στις αρχές του Μεσαίωνα, ο Ιουστινιανός ένα τείχος μήκους 7300 μέτρων με 153 πύργους, με δύο φρούρια δεξιά και αριστερά από το τείχος.

Πλαίσιο κειμένου: Ο Ισθμός της ΚορίνθουΠλαίσιο κειμένου:  Το 1906 ανοίχτηκε σε μήκος έξη χιλιόμετρα μία διώρυγα, που  συνδέει τον Κορινθιακό με το Σαρωνικό κόλπο. Έτσι όλα τα  πλοία, που χωράνε να περάσουν μέσα από τον ισθμό γλιτώνουν το γύρο της Πελοποννήσου.
Πάνω από τον ισθμό φτιάχτηκε η μεγάλη σιδερένια γέφυρα, που
το τραίνο, για λόγους ασφαλείας, τη περνούσε σιγά-σιγά, έτσι που κανείς μπορούσε άνετα να θαυμάσει το βάθος των  ογδόντα μέτρων ως στη θάλασσα κάτω. Κάθε φορά όταν πέρναγε το τραίνο πάνω απ΄ αυτή την υποχθόνια βροντούσα γέφυρα μ΄έπιανε ένα ρίγος, γιατί ποτέ κανείς δεν ήταν σίγουρος, αν αυτή θα κρατούσε το βάρος του τραίνου η όχι. Αφού περνάγαμε τη διώρυγα της Κορίνθου άρχιζε η Πελοπόννησος, μία φύσις πολύ πιο πράσινη και με άλλη μυ-

ρωδιά, απ΄ότι η Αττική. Δεξιά προς τη θάλασσα εκτείνονταν απέραντες φυτείες από ροδακινιές, βερικοκιές, λεμονιές και πορτοκαλιές. Και κάθε φορά ήταν θαυμάσια να βλέπει κανείς, πόσο αρμονικά ταίριαζε στη φύση το καταπράσινο των δένδρων με το βαθύ γαλάζιο χρώμα του κορινθιακού κόλπου.
Κορινθιακός κόλπος στο ύψος της αρχαίας Σικυώνος
 
Πλαίσιο κειμένου:
Πολλές φορές σκεφτόμουνα το δάσκαλό μας, που μας έλεγε με έντονη φωνή: <Μη βάζετε το πράσινο δίπλα στο μπλε. Είναι αηδιαστικό.!>. Και πραγματικά ήταν  πολύ άσκημο.  Και εδώ ρωτιόμουνα συχνά:
< Γιατί στη φύση, στα τόσο έντονα χρώματα, δεν είναι απωθητικό το πράσινο δίπλα στο μπλε παρά απεναντίας υπέροχο;>. Και πριν προλάβαινα να βρω απάντηση στην απορία μου, έβλεπα στην αριστερή πλευρά το απέραντο και ισχυρά οχυρωμένο κάστρο της Ακροκορίνθου, θαυμάσια στημένο στη κορφή ενός βουνού, που κυριαρχούσε έτσι ένα μεγάλο μέρος του κορινθιακού και σαρωνικού κόλπου.
Εδώ το 1205 οι Φράγκοι Σταυροφόροι, οι οποίοι, σαν καλοί Χριστιανοί προηγουμένως είχαν ληστέψει τη Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια όλες τις άλλες πόλεις και την Κόρινθο, πολιορκούσαν τούς βυζαντινούς με το στρατηγό Λέοντα Σγουρό πέντε ολόκληρα χρόνια.! Ενώ το κάστρο είχε δική του πηγή και μεγάλες δεξαμενές για βρόχινο νερό, όταν όμως είχαν τελειώσει όλα τα τρόφιμα και δεν υπήρχε πλέον ελπίδα, τότε ο Σγουρός έδεσε τα μάτια του αλόγου του και αυτοκτόνησε πηδώντας από τους απόκρημνους βράχους του κάστρου…
Πόσο ήθελα ν΄ανεβώ εκεί πάνω, να δω πως ήταν φτιαγμένο.. Προσπαθούσα να φανταστώ, πως τον μεσαίωνα ανέβαιναν εκεί οι πάνοπλοι με τ΄άλογά τους και τις πολύχρωμες στολές τους και πως πολεμούσαν έμψυχα με τα τόξα και τα βαριά τους σπαθιά, απωθώντας αποτελεσματικά κάθε επιδρομείς. Αλλά το τραίνο με το θόρυβο και τα τραντάγματα που έκανε, μ΄έφερνε γρήγορα, από τον κόσμο της φαντασίας μου, πίσω στη πραγματικότητα σα να ήθελε να μου πει: <Δε κοιτάς καλλίτερα, πόσο όμορφη είναι αυτή η διαδρομή..;>. Και έβλεπα μετά πως ο καρβουνιάρης κυλούσε, σχεδόν σκεφτικά, δίπλα από πρασινογάλαζες ακτές, πολλές απ΄αυτές στολισμένες με μεγάλα πευκόδεντρα και στη συνέχεια περνούσε μέσα από ονειρεμένα χωριά βουτηγμένα στο πράσινο. Πόσο νοσταλγούσα να βουτήξω μέσα σ΄αυτά τα ολοκάθαρα γαλάζια νερά. Κρίμα που εδώ το τραίνο δε σταματούσε ποτέ, αλλιώς θα έβγαινα και θα έκανα μια βουτιά. Υπέροχο στην ομορφιά και στη μυρωδιά ήταν το πευκόδασος του Ξυλοκάστρου.
Εδώ ανέβηκε μια φορά μια χωρική, η οποία μαζί με ένα σωρό σακούλες και σακουλίτσες είχε και ένα καλάθι σκεπασμένο μ΄ένα πανί,  που μέσα σ΄αυτό σαν κάτι να κουνιόταν.  Αυτό το καλάθι το έβαλε κάτω από το κάθισμά της και άρχισε αμέσως τη κουβεντούλα  με τη γειτόνισσά της. Όταν για μια στιγμή ακούστηκε από το καλάθι ένα σιγανό κακάρισμα, τη ρώτησε η γειτόνισσά της ξαφνιασμένη:
- Τι έχεις εκεί μέσα;
- Πάω στην αδελφή μου ένα κόκορα, γιατί έχει  γενέθλια,
της απάντησε αυτή, κάνοντας με το χέρι της μία κίνηση που έδειχνε πόσο ασήμαντο δώρο ήταν αυτό και συνέχισε με την ίδια δυνατή φωνή τη συζήτησή της, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για το φυλακισμένο κόκορά της, τον οποίο εγώ άρχισα να τον λυπάμαι. Το πανί, δεμένο μ΄ένα σπάγκο γύρο στο καλάθι, εμπόδιζε το κόκορα να ελευθερωθεί. Αυτός όμως έσπρωχνε συνέχεια το πανί, έτσι που για μια στιγμή κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του στην άκρη του καλαθιού έξω και άρχιζε να κοιτάζει ξαφνισμένος δεξιά κι΄αριστερά, που άθελά του βρέθηκε σ΄ένα τέτοιο  εχθρικό περιβάλλον. Από την απέναντι πλευρά του καθίσματος παρακολουθούσα με μεγάλη χαρά τον απελευθερωτικό αγώνα του κόκορα και θαύμαζα την ικανότητά του, χωρίς να δείξω τι έβλεπα. Σιγά-σιγά όλο και περισσότερο άνοιγε ο κόκορας το πανί, ώσπου λίγο πριν από τη στάση Διακοφτό βγήκε έξω από το καλάθι και περπάταγε με μεγάλη αμηχανία συγχυσμένος στον διάδρομο. Όταν οι συνταξιδιώτες είδαν το κόκορα να κάνει περίπατο στον διάδρομο, φώναξαν:
- Ένας κόκορας, ένας κόκορας..!
Τότε κατάλαβε η χωρική, τι συνέβαινε  και άρχιζε να φωνάζει με μία διαπεραστική φωνή:
- Ο κόκοράς μου, ο κόκοράς μου και τώρα πρέπει να κατεβώ..!.
Οι επακόλουθες σκηνές πήραν μια τέτοια απροσδόκητη και αστεία μορφή, που ήταν πιο πετυχημένες  από τα έργα του Τσάρλη Τσάπλιν και μ΄έκαναν να γελάσω από τα βάθη σης ψυχής μου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας προσπάθησε να πιάσει τον κόκορα αλλά ο κόκορας,  έτσι όπως είχε ξεκουραστεί καλά τόση ώρα στο καλάθι, του ξέφυγε και πέταξε, σηκώνοντας σκόνη, ως το μέσον του βαγονιού.  Εκεί δοκίμασε μια χοντρή κυρία να πιάσει τον τρομαγμένο κόκορα, παραπάτησε από τη βιασύνη της και έπεσε στον διάδρομο σαν ένα βαρύ μπαλόνι, χωρίς να πιάσει τον κόκορα, ο οποίος έφτασε ως τη πόρτα. Εγώ κρατούσα τη κοιλιά μου από τα γέλια και έπρεπε συνέχεια να σκουπίζω τα μάτια μου από τα δάκρυα της χαράς. Σ΄όλη αυτή τη μεγάλη σύγχυση ακουγόταν η διαπεραστική φωνή της χωρικής:
- Ο κόκοράς μου…ο κόκοράς μου..,
ενώ  μάζευε βιαστικά τις σακούλες και σακουλίτσες της για να κατεβεί. Στο μεταξύ  σταμάτησε το τραίνο στο Διακοφτό και ο εισπράκτορας άνοιξε ανύποπτα τη πόρτα, όπου ο συγχυσμένος κόκορας φτερούγισε έξω στη λευτεριά  του, τρομάζοντας έτσι φοβερά τον εισπράκτορα. Κατεβαίνοντας κάτω φώναζε η χωρική:
- Ο κόκοράς μου.. ο κόκοράς μου...
Και τότε άρχισε μια ομάδα από γυναίκες και άνδρες να κυνηγάει το κόκορα μια δεξιά, μια αριστερά, μια κάτω από τα πόδια τους, μια φτερούγιζε μέσα από τα χέρια τους,  ώσπου τελικά τον στρίμωξαν σ΄ένα φράχτη. Εδώ σκέφτηκα: <Πάει, τώρα τον πιάσανε..>  Όμως, δε πίστεψα στα μάτια μου: ο κόκορας έκανε ένα δυνατό φτερούγισμα, πέταξε πάνω από το φράχτη και χάθηκε μέσα σ΄ένα κατάφυτο οικόπεδο..! Όσο χρόνο περιμέναμε εδώ στο Διακοφτό το αντίθετο τραίνο, δε βρήκανε τον κόκορα. Η χαρά μου ήταν απερίγραφτη, που μπόρεσε να ξεφύγει και τον θάμαζα μάλιστα, που πολέμησε  τόσο αποτελεσματικά για τη ζωή του.
Η προσοχή μου αποσπάστηκε μετά από μια μικρή ατμομηχανή που ήταν σταματημένη στην απέναντι γραμμή. Ο εισπράκτορας είδε, που τη κοίταγα μ΄ενδιαφέρον και μου εξήγησε: < Είναι η ατμομηχανή του οδοντωτού σιδηρόδρομου, που ανεβαίνει επάνω στα Αρόανια βουνά και φτάνει στα Καλάβρυτα[3]. Από εδώ πάνε πολλοί επισκέπτες με τα πόδια στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, εκεί που το 1821 σήκωσαν οι Έλληνες το λάβαρο της επανάστασης και ορκίστηκαν να διώξουν τους Τούρκους.>. Αυτό που άκουσα με συγκίνησε και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί από το θείο μου τον Ντίνο είχα ακούσει ότι εκεί στην Αγία Λαύρα είχαν τότε λάβει μέρος και δύο συγγενείς της οικογένειάς μας  οι στρατηγοί Γεώργιος και Παναγιώτης Βασιλάκης[4] από την Αλαγονία[5] της νοτίου Πελοποννήσου. Τα Καλάβρυτα[6] ήταν για μένα ένας ονειρώδης  τόπος, που τον φανταζόμουνα μέσα στα πράσινα  ελάτια. Πόσο θα ήθελα να άφηνα το τραίνο και ν΄ανέβαινα κι΄εγώ μ΄αυτό τον οδοντωτό, παρόλο που λέγανε ότι είναι μια επικίνδυνοι διαδρομή: <Αν σπάσει κανένα δόντι θα κατρακυλήσει το τραίνο προς τα πίσω και θα πέσει στη χαράδρα του Βουραϊκού .!> Αλλά δεν είχα έτσι κι΄αλλιώς λεφτά να ταξιδέψω με τον οδοντωτό. Και τι θα έλεγε η Γιαγιά μου, αν έφτανα μια μέρα αργότερα;
<Άμα μεγαλώσω και βγάζω λεφτά, θα πάω σίγουρα με τον οδοντωτό για τα Καλάβρυτα>. Αυτή η παρηγορητική σκέψη μ΄έκανε  ν΄απολαμβάνω το υπόλοιπο ταξίδι μου.
Αφού περάσαμε τη καταπράσινη πεδιάδα του Διακοφτού, που ήταν κατάφυτη με πορτοκαλιές, λεμονιές, ελαιόδεντρα και ανάμεσά τους, σα στολίδια, μεγαλόπρεπα κυπαρίσσια, που χάριζαν στον τόπο αυτή τη χαρακτηριστική χροιά της μεσογειακής φύσης, ακολουθούσε το τραίνο την θαυμάσια ακτή του κορινθιακού με τις υπέροχες αμμουδιές, που τις χάιδευαν απαλά τα κυανόλευκα κύματα της θάλασσας. Και πριν προλάβω να χαρώ έντονα αυτή την ομορφιά έμπαινε το τραίνο σιγά-σιγά  μέσα στο Αίγιο και κύλαγε, για μεγάλη μου έκπληξη,  δύο-τρία μέτρα δίπλα από τον μόλο και εδώ σταματούσε για πολύ ώρα.
Όταν φυσάει βόρειος άνεμος, που παίρνει την υγρασία της ατμόσφαιρας, μπορεί κανείς απ΄εδώ ν΄αντικρίσει καθαρά την απέναντι ακτή και τα βουνά που βρίσκονται περίπου  είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Μετά συνέχιζε το τραίνο τη διαδρομή περνώντας το καταπληκτικό πεφκόδασος που εκτείνεται προς τη θάλασσα, στη θέση Λαμπίρι και έφτανε στον Ψαθόπυργο, εδώ που ήμουνα μια μέρα πριν γεννηθώ.! Αυτό βέβαια ακούγεται κάπως περίεργα αλλά πραγματικά έτσι ήταν, γιατί μια μέρα πριν γεννηθώ ήρθαν οι γονείς μου από τη Πάτρα στον Ψαθόπυργο και πέρασαν ένα αξέχαστο βράδυ γευματίζοντας μαζί με τ΄άλλα ένα μεγάλο ροφό.! Το γεγονός αυτό συνετέλεσε, όπως φαίνεται, από τότε να μ΄αρέσουν τα ψάρια!
Αμέσως μετά τον Ψαθόπυργο έφτανε το τραίνο στο Ρίο, σ΄αυτή τη θέση, που ο κορινθιακός κόλπος έχει ένα φάρδος από περίπου μόνο δύο χιλιόμετρα. Στη παλιά εποχή ήταν η θέση αυτή πολύ σημαντική, γιατί όποιος τη κατείχε, έλεγχε όλα τα πλοία που πέρναγαν απ΄εδώ. Μετά από αλλεπάλληλες κατακτήσεις από Σταυροφόρους, Ιππότες της Μάλτας, Τούρκους και Ενετούς, και κάθε φορά με μεγάλες τραγωδίες για τους κατοίκους της περιοχής, τελευταίοι οι Ενετοί διόρθωσαν και επέκτειναν τα  φρούρια του Ρίου και του  Αντίρριου.
Ως τη γενέτειρά  μου, τη Πάτρα, απέμενε ένα μικρό τμήμα της διαδρομής δίπλα στον κορινθιακό κόλπο, που διέκρινε κανείς στη δεξιά πλευρά της διαδρομής, στις πλαγιές των αιτολικών βουνών έναν ανηφορικό δρόμο, ο οποίος, όπως έλεγαν, οδηγούσε στο Μεσολόγγι, εκεί που οι Έλληνες, όπως μάθαμε αναλυτικά στην ιστορία, αμύνθηκαν πολλά χρόνια ηρωικά ενάντια των Τούρκων. Εδώ ήρθε και το 1823 ο Λόρδος Βύρων να συμπαρασταθεί στον αγώνα των Μεσολογγιτών και διοργάνωσε ένα σώμα από 500 Σουλιώτες. Ήταν, ας το πει κανείς έτσι, η καλή σύμπτωση που μια πνευμονία έφερε τον Απρίλη του 1824 τον θάνατο στο Λόρδο Βύρωνα και έτσι δεν έζησε αυτός τη φοβερή καταστροφή της πόλης, που έγινε δύο χρόνια αργότερα. Εδώ έδρασε και ένας από τούς μεγαλύτερους ήρωες της επανάστασης  ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος για να εξασθενίσει τους Τούρκους τούς ενέπλεξε τον Αύγουστο του 1823  στο κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου σε σφοδρή μάχη και τούς νίκησε. Δυστυχώς εδώ τον πέτυχε μια σφαίρα στο μέτωπο και έτσι έπεσε ένδοξα πολεμώντας για τη λευτεριά της πατρίδας του.
Στη τελευταία πολιορκία που άρχισε τον Απρίλη του 1825 κράτησαν οι αμυνόμενοι Έλληνες ένα χρόνο την αποσφικτική πολιορκία των   Τούρκων. Παρά ταύτα κατάφερε ο Μιαούλης δύο φορές το 1825 να τροφοδοτήσει τη πόλη με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Όμως όταν τελικά τελείωσαν  και τρόφιμα και πολεμοφόδια, και οι πολιορκούμενοι έτρωγαν ποντίκια, γάτες και σκυλιά, πήραν την απόφαση να διασπάσουν τη πολιορκία.  Έτσι τη νύχτα της 10 Απριλίου του 1826 οι οπλαρχηγοί  Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας και Δημήτρης Μακρής  μ΄ένα μεγαλοφυές σχέδιο οργάνωσαν την έξοδο.  Δυστυχώς ένας Βούλγαρος είχε προδώσει στους Τούρκους τη πρόθεση των Ελλήνων και έτσι επήλθε μια φοβερή καταστροφή. 7200 νεκροί, πολεμιστές και γυναικόπαιδα, ενώ 6000 γυναικόπαιδα, που διέφυγαν τη σφαγή, στάλθηκαν στη σκλαβιά και δεν είδαν ποτέ ούτε τους συγγενείς τους ούτε το τόπο τους...!
<Είναι φοβερό τι έχει τραβήξει αυτός ο Ελληνικός λαός, χωρίς να φταίει, γιατί ήθελε να είναι ελεύθερος..>,
σκεφτόμουνα κάθε φορά, όταν έβλεπα αυτούς τούς ιστορικούς τόπους και άθελά μου άκουγα συχνά το μεγαλύτερο αδελφό μου που έλεγε:
 <Είναι ένα θαύμα, που αυτός ο λαός μετά από τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας δε ξέχασε τη γλώσσα του και το πολιτισμό του και τελικά μετά από σκληρούς αγώνες ελευθερώθηκε .!>.
 Και πριν προλάβαινα να συνειδητοποιήσω τις σκέψεις αυτές, πλησίαζε το τραίνο στη  Πάτρα, εδώ που γεννήθηκα.
Όπως έμπαινε αυτό σιγά-σιγά μέσα στη πόλη, φαινόταν από την αριστερή πλευρά επάνω σ΄ένα λόφο το κάστρο, που έστησαν οι  Βυζαντινοί στην εποχή του Ιουστινιανού, μετά το φοβερό σεισμό που έγινε το 551, σ΄αυτή τη θέση, που υπήρχε εκεί η αρχαία  ακρόπολη και ο ναός της Αρτέμιδος. Όπως μάθαμε στην ιστορία ήταν το κάστρο αυτό τόσο καλά φτιαγμένο, πού άντεξε πολιορκίες από Σλάβους, Σαρακηνούς και Νορμανδούς. Όμως το 1205 το κυρίεψαν οι Φράγκοι Σταυροφόροι και το επέκτειναν το 1217, σ΄αυτή τη μορφή, που το βλέπουμε τώρα. Μέσα στο κάστρο λέγεται ότι οι πειρατές του μεσαίωνα έχουν κρύψει αμύθητα πλούτη.. Κρίμα που ο λόφος του κάστρου ήταν κοντά-κοντά περιζωσμένος από πολλά άσχημα και ανιαρά σπίτια.
Απέναντι από το κάστρο, στο μεγάλο λιμάνι της Πάτρας, που το τραίνο σταμάταγε εδώ για πολλή ώρα, παρατηρούσα με μεγάλο ενδιαφέρον πώς ήταν φτιαγμένα όλα αυτά τα μεγάλα πλοία, που μερικά, όπως έλεγαν, ταξίδευαν ως την Αφρική. Και αφού είχα καιρό κοίταζα πως φόρτωναν και που είχαν κρεμαστές γέφυρες, σκάλες, σκαλίτσες, εξέδρες, πόρτες, παράθυρα και φουγάρα. Έτσι όπως τα έβλεπα τα πλοία αυτά, μ΄έπιανε μια νοσταλγία για μακρινά ταξίδια και σκεφτόμουνα:
<Άμα θ΄άμε μεγάλος και θα βγάζω λεφτά, θα ταξιδέψω μ΄ένα τέτοιο πλοίο >, και η νοσταλγία αυτή μετατρεπόταν σε πείσμα μέσα στη μικρή μου ψυχή.
Ως τον προορισμό μου, τη κωμόπολη Γαστούνη, η διαδρομή δεν είχε κανένα αξιοσημείωτο εκτός από τη κατάφυτη γη και τη μπλε θάλασσα, που σιγά-σιγά απομακρυνόταν όσο περισσότερο φεύγαμε από τη Πάτρα. Μια φορά ανέβηκε στη Κάτω Αχαϊά[7]  ένας μικρός γεράκος, που τον χαρακτήριζε μια ήρεμία, μία σχεδόν λυπημένη ηρεμία, ο οποίος  έφερνε μαζί του ένα ξύλινο κουτί, και το έβαλε κάτω από το κάθισμά του. Κανείς δε πρόσεξε το κουτί, ώσπου από αυτό άρχιζε να βγαίνει μία υγρή ουσία, που κυλούσε προς το διάδρομο. Ένας συνταξιδιώτης του έδειξε κάτω και του είπε:
- Κοίτα, στο κουτί κάτι έσπασε..!
- Όχι..,
απάντησε αυτός σιγά-σιγά,
-  αυτό το΄κανε το κουνέλι μου.!
Οι συνταξιδιώτες, κουρασμένοι από το ταξίδι, κοίταγαν πάλι αδιάφορα και χάζευαν με απροσδιόριστο βλέμμα, ώσπου ήρθε ο εισπράκτορας.
- Τι είναι αυτό;,
ρώτησε τον μικρό ήρεμο γεράκο με αυστηρό ύφος. Και πριν προλάβει αυτός ν΄απαντήσει του ξαναλέγει:
- Ελπίζω να μην είναι βενζίνη[8]..
Ο σαστισμένος γεράκος έμεινε  άφωνος, όταν ο εισπράκτορας έσκυψε και έβαλε τα δάχτυλά του στην υγρή ουσία. Τότε οι συνταξιδιώτες άρχισαν να γελάνε και μάλιστα πιο δυνατά, όταν αυτός άρχιζε να μυρίζει τα δάχτυλά του.
- Γιατί γελάτε έτσι;,
φώναξε εκνευρισμένα ο εισπράκτορας. Εκείνη τη στιγμή του είπε ο γεράκος ήρεμα:
- Είναι το κουνέλι μου...
- Και που είναι το κουνέλι σου;,               
ρώτησε ξαφνιασμένος ο εισπράκτορας.              
- Εδώ κάτω στο κουτί,
του απαντάει φοβισμένα ο γεράκος.
- Και με άφησες να μυρίσω τα κάτουρα του κουνελιού σου;
- Τι να κάνω; Πριν προλάβω να σου πω…,
μουρμούρισε ο γεράκος, όταν εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε ο εισπράκτορας και τον διέταξε:
- Να κατεβείς αμέσως τώρα! 
Στην οργή του, ξέχασε ο εισπράκτορας να ζητήσει το εισιτήριο του γερούλη και αφού τελείωσε με τα τελευταία εισιτήρια, πήγε στο άλλο βαγόνι. Όλοι κοιτάγανε λυπημένα τον γεράκο, όταν αυτός πήρε το ξύλινο κουτί του και σιγά-σιγά ετοιμαζόταν να κατεβεί στην ερχόμενη στάση. Φεύγοντας μας κοίταξε με πονηρή έκφραση και μας είπε χαμογελώντας:
- Ήθελα έτσι κι΄ αλλιώς να κατεβώ εδώ και έτσι ούτε πλήρωσα..! Οι συνταξιδιώτες, που δε περίμεναν μια τέτοια έκπληξη, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και χειροκρότησαν τον γεράκο φωνάζοντάς  του:
- Μπράβο, μπράβο...!
Μετά από τη Κάτω Αχαϊά έστριβε το τραίνο αριστερά προς το μεγάλο έφορο κάμπο της Ηλείας. Εδώ έμοιαζε το ένα χωριό με το άλλο και τα σπίτια τους ήταν αλλιώς φτιαγμένα από αυτά των πόλεων. Ήταν συνήθως χαμηλά, είχαν όλα σκεπές από κεραμίδια και γύρο-γύρο μεγάλους κήπους  στους οποίους βόσκαγαν συνήθως κότες και γαλλιά και σε άλλα φαραόνια, γίδες η πρόβατα. Οι στενοί χωμάτινοι δρόμοι πλαισιωμένοι δεξιά και αριστερά από πυκνούς καλαμιώνες μαζί με τα ψηλά ευκάλυπτα, τα πανέμορφα κυπαρίσσια με τις λεπτές τους κορμοστασιές, τις  ασημοπράσινες λεύκες και τους απέραντους αμπελώνες, στους οποίους ήταν ελιές και οπωροφόρα δέντρα φυτεμένα, έδιναν στον κάμπο αυτή την ανεπανάληπτη χαρακτηριστική χροιά. Κάθε φορά αγαλλίαζε η ψυχή μου όταν ερχόμουνα σ΄αυτό το κάμπο, γιατί εδώ θα περνούσα τις μεγάλες μου σχολικές διακοπές.
Όταν τελικά έφτανε το τραίνο στη Γαστούνη, περίμεναν στον μικρό σταθμό μερικά κάρα, που μετέφερναν τους ανθρώπους στα γειτονικά χωριά. Αν είχα τύχη, μ΄έπαιρνε  κάνα κάρο μαζί προς τον Κόροιβο, που έμενε η Γιαγιά μου. Ήταν υπέροχα όταν πήγαινα με το κάρο, γιατί καθόμουνα ψηλά, δεν κουραζόμουνα καθόλου και κουνούσε δεξιά κι΄αριστερά γιατί οι χωμάτινοι δρόμοι είχαν μικρές και μεγάλες γούβες. Μερικές γούβες ήσαν τόσο βαθιές, που έμπαινε η μισή ρόδα του κάρου μέσα. Απίστευτο! Αυτή η μεγάλη ρόδα, που ήταν σχεδόν δύο φορές πιο μεγάλη από μένα. Απίστευτο όμως πόσο αμελείς ήσαν αυτοί οι κάτοικοι του κάμπου, γιατί όπως έλεγαν, αυτοί οι δρόμοι τον χειμώνα γίνονταν απέραστοι. Παρόλο που ήμουνα μικρός, τούς ρώταγα πολλές φορές: <Γιατί δεν παίρνετε χαλίκι από το ποτάμι, που είναι δίπλα, να κλείσετε τις γούβες ;>. Η απάντησή τους ήταν συνήθως: <Γιατί να κάνω εγώ τη δουλειά για τους άλλους..;>. Και έτσι το άλογο, που τράβαγε με δυσκολία το βαρύ κάρο επάνω από τις πέτρες και τις γούβες, πήγαινε σιγά-σιγά και χρειαζόταν πολλή ώρα για τα τέσσερα χιλιόμετρα ως τον Κόροιβο. 
Αυτό όμως δε μ΄ ενοχλούσε γιατί έτσι είχα πολύ χρόνο να προετοιμαστώ ψυχικά για τον υπερθετικά ενθουσιώδη αλλά κουραστικό χαιρετισμό που με περίμενε. Αν τουλάχιστον με καλωσόριζε  μόνον η Γιαγιά μου, αυτό θα μ΄αρκούσε. Αλλά έρχονταν Θείες, Θειούλες, εξαδέλφες, χοντρές γειτόνισσες, αξύριστοι και βρώμικοι αγρότες, που μ΄αγκάλιαζαν και με φιλούσαν. Πόσο σιχαινόμουνα αυτά τα καλωσορίσματα.. Και προτού προλάβαινα να σκουπίσω τον ιδρώτα της μίας Θείας από το πρόσωπό μου, μ΄άρπαζε  ένα άλλο θηλυκό πλάσμα, μ΄ έσφιγγε στα πλαδαρά της βυζιά και από τα πολλά φιλιά ήταν σα να μου΄γλυφε το πρόσωπο..
- Έγινες μεγάλος και δυνατός..  μού΄ λεγε η μία Θεία.
- Δε βλέπεις, πώς μοιάζει του παππού του ;,
έλεγε η άλλη Θεία.
- Τι λες καλέ, είναι ολόιδιος η Μάνα του, φώναζε διαπεραστικά μια γειτόνισσα.
- Μη λες σαχλαμάρες, αφού φαίνεται που μοιάζει στον πατέρα του,
έλεγε η μεγάλη Θεία διδακτικά στη μικρότερη Θεία. Η μικρότερη Θεία όμως έβλεπε παρά ταύτα σε μένα το παππού μου και επέμενε.  Για τη γειτόνισσα έμοιαζα της Μάνας μου και η μεγάλη Θεία έβλεπε σε μένα οπωσδήποτε το πατέρα μου και τελικά μια άλλη Θεία έβρισκε  ομοιότητες μεταξύ εμένα και του μακαρίτη του Θείου μου Δημήτρη. Τελικά έφτανε η συζήτηση αυτή να παίρνει τη μορφή μιας επικίνδυνης  οχλαγωγίας. Η Γιαγιά μου ήταν πάντα η μόνη που προσπαθούσε να ηρεμίσει τα εξαγριωμένα πνεύματα:
- Για σωπάστε, τι σημασία έχει σε ποιόν μοιάζει. Να χαιρόμαστε, που έφτασε καλά το παιδί...
Όμως η ρόδα του τσακωμού είχε αρχίσει να κυλάει και δε σταματούσε τόσο εύκολα. Σε τέτοιες περιπτώσεις εκπηγάζει από τα βάθη της ψυχής των ανθρώπων η προπατορική αμαρτία, που τους κάνει να θέλουν να είναι πάντα καλλίτεροι από τους άλλους, χωρίς να το αξίζουν.! Πόσο το διασκέδαζα, όταν οι άνθρωποι στα καλά καθούμενα τράβαγαν τα μαλλιά τους..   
Και έτσι όπως μάλωναν όλες οι κυράδες, έβρισκα ευκαιρία να βγαίνω απαρατήρητος έξω, που με περίμεναν οι φίλοι μου και άφηνα πίσω μου Θείες, Θειούλες, εξαδέλφες, γειτόνισσες και τον υπόλοιπο λαό να βρίσκουν στον τσακωμό την ευτυχία τους.






H ΜΟΜΟΛΑ


Έτσι τελείωσε το καλωσόρισμα και εκείνο το καλοκαίρι όταν ήμουνα οχτώ χρονών και ότι είχα απελευθερωθεί από Θείες, Θειούλες, ξαδέλφες, και γειτόνισσες, ήρθε ο ξάδελφός μου ο Μπίμπης και μου είπε:
- Δημήτρη, έλα να σου δείξω τη Μομόλα.
- Ποια είναι αυτή η Μομόλα;
τον ρώτησα με περιέργεια. Αυτός μου απάντησε χαμογελώντας:
- Είναι μία σκυλίτσα, που γελάει..!
- Έλα τώρα μη με δουλεύεις. Ένα σκυλί να γελάει…αυτό είναι αδύνατο.
- Όχι δε σου λέω ψέματα. Έλα να δεις.
Με πήγε δυο σπίτια πιο πέρα, εκεί στάθηκε και φώναξε: Μομόλα…Μομόλα. Και μετά από λίγο, νάσου και ήρθε τρέχοντας ένα καφέ σκυλάκι μεσαίου αναστήματος με λευκό λαιμό και λευκά ποδαράκια, λες και φορούσε λευκές καλτσούλες. Ήταν πολύ χαρούμενο και για μεγάλη μου έκπληξη, πραγματικά γελούσε.! Μου φαινόταν απίστευτο. Αλλά όσο πιο πολύ ώρα κοίταγα το ζώο αυτό, τόσο πιο πολύ μ΄ενθουσίαζε.
Αυτή είναι λοιπόν η Μομόλα, που πραγματικά μπορεί να γελάει, σκέφτηκα και αυθόρμητα της μίλησα:
Μομόλα, χαριτωμένο σκυλάκι μπορείς να γελάς..! Η Μομόλα με κοίταξε, λες και με ήξερε εδώ και χρόνια, κουνώντας την ουρά της φιλικώτα, ζάρωσε τα χείλια της και πραγματικά νόμιζε κανείς, ότι γέλαγε. Τα ζαρωμένα χείλια  φαίνεται ότι της γαργάλαγαν τη μύτη και γι΄αυτό έπρεπε εδώ και κει να φτερνίζεται, πράγμα που με διασκέδαζε απερίγραπτα. Και έτσι γέλαγε και φτερνιζότανε, ώσπου φτάσαμε σιγά-σιγά στο σπίτι της Γιαγιάς μου. Εκεί της έδωσα ένα κομμάτι ψωμί, που το χλαπούκισε ώσπου ν΄ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου και μετά με κοίταγε και πάλι γέλαγε. Ο Μπίμπις μου είπε:
- Κοίτα, σου λέει ευχαριστώ.!
Εγώ όμως νόμισα, ότι με κοίταγε παρακλητικά και ότι γέλαγε προκαταβολικά στην αναμονή μιάς νέας μπουκιάς.
Γεγονός ήταν, ότι αυτό το σκυλάκι πείναγε πολύ, για να φάει με τόση όρεξη το ξερό ψωμί. Γι΄αυτό το λυπήθηκα και ήθελα κάθε μέρα να το ταΐζω. Έτσι γνώρισα τη Μομόλα πολύ καλά και ήμουνα κατενθουσιασμένος από τη μεγάλη χαρά που έδειχνε και το γέλιο που έκανε όταν με έβλεπε . Βέβαια πάντα είχα κάτι να της δώσω να φάει. Τελικά γίναμε αχώριστοι φίλοι. Τρέχαμε μαζί στα χωράφια και τρομάζαμε  γιδοπρόβατα η ξεπρογκάγαμε λαγούς και σαύρες στον νερόμυλο του Στράτου η πηδάγαμε μαζί την τάφρο του χωριού. Μαζί ξανασαίναμε από το τρέξιμο, στις σκιές των  μεγάλων δέντρων, που είχε άφθονα ο κάμπος μας. Κάθε σκιά είχε τη δική ιδιομορφία.
Τη πιο γλυκιά σκιά την έκαναν οι Μουριές, γιατί έτσι όπως καθόμουνα, μπορούσα μ΄ένα καλάμι, τουλάχιστον όλο τον Ιούνιο, να φτάνω τα γλυκά και μυρωδάτα μούρα. Τη πιο μεγαλειώδη σκιά τη πρόσφεραν τα ευκάλυπτα, γιατί σκαρφάλωνα επάνω στα πανύψηλα αυτά δέντρα και ατένιζα τον απέραντο κάμπο, από τον Ερύμανθο στα ανατολικά ως το κάστρο που έδυε ο ήλιος. Το ύψος αυτό μου ενέπνεε πάντα ένα συναίσθημα ασφάλειας και μεγαλοπρέπειας. Ήταν ίσως η επιθυμία που είχα πάντα να πετάω αθόρυβα, γύρω στα είκοσι μέτρα, πάνω από το κάμπο και να προσγειώνομαι εκεί που προσδοκούσα να βρω τα καλλίτερα φρούτα! Την πιο επικίνδυνη σκιά τη έριχναν οι συκιές, γιατί όπως έλεγαν οι μεγάλοι του χωριού, εδώ μαζεύονταν νεράιδες και λογής-λογής πνεύματα, που δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν, παρά να ενοχλούν και να φοβίζουν αυτούς που ξεκουράζονταν  στη σκιά τους. Όποιος μάλιστα έκανε το λάθος και κοιμόταν σε τέτοια σκιά μπορούσε ν΄αρρωστήσει πολύ άσκημα.! Αλλά ούτε εγώ ούτε τα άλλα παιδιά του χωριού κάναμε ποτέ μια τέτοια εμπειρία. Δε μπορούσα να φανταστώ, γιατί οι συκιές να έχουν αυτή την ιδιότητα να κρατάνε πνεύματα και όχι τ΄άλλα δέντρα.
<Άμα ήταν έτσι>, σκεφτόμουνα, <γιατί ξεκουράζεται και κοιμάται ευχάριστα η Μομόλα στη σκιά των συκιών, που τα σκυλιά είναι ευαίσθητα, και δεν έχει πάθει ως τώρα τίποτα;>
Όπως φαίνεται λοιπόν, οι μεγάλοι μας έλεγαν σαχλαμάρες.!
Με διασκέδαζε κάθε φορά όταν έβλεπα, πώς οι μεγάλοι άντρες και περισσότερο οι γυναίκες του χωριού πίστευαν στα ξωτικά.[9]
Τι καλά λοιπόν που η Μομόλα δε καταλάβαινε από όλα αυτά τίποτα και δεν έχανε τη χαρά της. Και αφού την τάιζα και έπαιζα μαζί της κάθε  μέρα, έγινα  μετά από λίγο, ο καλλίτερός της φίλος, πράγμα που μ΄έκανε πολύ υπερήφανο.
<Όπιος αγαπάει τα ζώα, αγαπάει το θεό.>, έλεγε η Γιαγιά μου και εγώ έβλεπα ότι τα ζώα ανταπόδιναν την αγάπη και έδειχναν ευγνωμοσύνη σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ότι οι άνθρωποι.
Έτσι ερχόταν η Μομόλα πάντα μαζί  μου και με προστάτευε από κάθε κίνδυνο.. Μια μέρα μάλωνα με το Πέτρο το Μπάμπαρο και έτσι όπως είχαμε αρπαχτεί, πήγαινε η Μομόλα και τον δάγκωνε μια στα πόδια και μια στον πισινό. Αυτός τα σάστισε, μ΄άφισε και το έβαλε στα πόδια. Η Μομόλα τον πήρε από πίσω και τον έφτασε ως τη πλατεία του χωριού, που ήταν γύρο στα εκατό μέτρα πιο πέρα. Τα άλλα παιδιά κι΄εγώ πέσαμε κάτω από τα γέλια και όταν η Μομόλα γύρισε πίσω, υπερήφανη και με σηκωμένη ουρά, τη παινέψαμε για την ηρωική της πράξη. Αυτή μας ανταπέδωσε τον έπαινο μ΄ένα εκτενές γέλιο και με πολλά φτερνίσματα. Εμείς ξέραμε: όσο πιο συχνά φτερνιζόταν η Μομόλα τόσο πιο μεγάλη ήταν η χαρά  της.!
Αυτή την ευγενή ιδιότητα, που είχε η Μομόλα, να πολεμάει τους αντιπάλους μου, τη κάναμε τελικά παιχνίδι. Όσες φορές πάλευα τάχατες μ΄έναν άλλο, έτρεχε η Μομόλα και γρυλίζοντας με απειλητικό ύφος προσπαθούσε να δαγκώσει  τον  εχθρό μου, πράγμα που μας έκανε κάθε φορά να κρατάμε τη κοιλιά μας από τα γέλια.
Έτσι έγινε η Μομόλα η μεγάλη μου καλοκαιρινή αγάπη. Γι΄αυτό δεν έχανα ποτέ ευκαιρία να της πηγαίνω ένα κομμάτι κρέας από τη κατσαρόλα της Γιαγιάς η λίγο τυρί από τη κασέλα η ψωμί από το πανέρι. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη, όταν είχα κάτι για τη Μομόλα, γι΄αυτό  από το αρχικό απλό κάλεσμα: Μομόλα…Μομόλα, της έφτιαξα  σχεδόν άθελά μου ένα τραγούδι και τη προσκαλούσα  τραγουδώντας να έρθει έξω, να χλαπουκίσει τα κόκκαλα με το αρκετό κρέας, που της άφηνα επάνω, κρυφά από τη Γιαγιά μου.




 
 








Έτσι, έκανα το πρώτο μου τραγούδι, το οποίο το είπα τόσες πολλές φορές στη Μομόλα, που δεν
το ξέχασα ποτέ.









Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ


Το χωριό μας όφειλε  το φτωχό του πλούτο στη καλή θέση που είχε στον κάμπο της Ηλείας. Ήταν σ΄ ένα μικρό ύψωμα φτιαγμένο, έτσι που όταν το χειμώνα το ποτάμι μας, ο Πηνειός, ξεχείλιζε, γινόταν ο κάμπος μια απέραντη λίμνη και απέκλινε έτσι ακόμα και πολλά άλλα χωριά. Το χωριό μας όμως έμενε στεγνό και συνδεόταν ανατολικά με το χωριό Ρουπάκι κι από κει με τη πόλη της Αμαλιάδας.
Για να γίνεται η απόσυρση των νερών πιο γρήγορα, είχαν οι κύριοι δρόμοι δεξιά και αριστερά τάφρους, οι οποίοι το καλοκαίρι βέβαια ήταν στεγνοί και για μας τέλειοι κρυψώνες για τα διάφορα παιχνίδια που σοφιζόμαστε. Όσο ενοχλητική κι΄αν ήταν το χειμώνα αυτή η πλημμύρα, είχε όμως και τα καλά της. Όταν έφευγαν τα νερά, άφηναν ένα στρώμα γόνιμης γης επάνω στα χωράφια και αυτή η φυσική λίπανση επέφερε καλλίτερη απόδοση σ΄ όλες τις καλλιέργειες και ιδίως στα σιτηρά. Κάθε Ιούνιο θέριζαν άνδρες και γυναίκες όλη την ημέρα σ΄ αυτό  το καυτερό κάμπο. Στη μεγάλη ζέστη αντικατοπτρίζονταν τα πολύχρωμα φορέματα και οι στεμπέρες των γυναικών και έτσι σιγά όπως έσκυβαν, έκοβαν τις καλαμιές και ξανασηκώνονταν, δημιουργούσαν αλλόκοτα είδωλα και πολύ ευχάριστα  θα πίστευε ένας αφελείς άνθρωπος, ότι εδώ πρόκειται για αερικά . Για μένα ήταν πάντα ακατανόητο, πως μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι όλη την ημέρα να σκύβουν να πιάνουν με τ΄ αριστερό χέρι ένα δεμάτι και με το δρεπάνι στο δεξί να το κόβουν. Μετά να σηκώνονται να το δένουν με μερικά άχυρα και να τα αφήνουν κάτω. Άλλοι αγρότες από πίσω μάζευαν τα δεμάτια και κάθε πέντε, έξη απ΄ αυτά τα έστεναν σε <ανθρωπάκια>. Κι΄ αυτό συνέχεια όλη την ημέρα. Εγώ νόμιζα πάντα ότι δε θα τελείωναν ποτέ. Όταν κόντευε ο ήλιος να δύσει, γύριζαν όλοι κατάκοποι πίσω στα σπίτια τους. Αυτή την ώρα άρχιζε για μας το παιχνίδι στον κάμπο, που τον έλουζε η έντονη μυρωδιά από τη ξερή καλαμιά των σιτηρών. Και ακριβώς εκεί που στέκονταν τα αμέτρητα <ανθρωπάκια> προσηλώναμε το παιχνίδι μας γιατί όσο περισσότερο νύχτωνε τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο απροσδιόριστος κίνδυνος  να εμφανιστεί ένα από αυτά τα αερικά, που ουσιαστικά εγώ δε τα πίστευα. Αλλά το σκοτάδι έκανε το τοπίο να γίνεται αλλόκοτο και οι αμυδρές σκιές έπαιρναν πολύ γρήγορα εξωγήινες μορφές . Ακριβώς γι΄ αυτό μας άρεσε να παίζουμε κρυφτό εδώ στα <ανθρωπάκια>. Και όποιος έκανε το θαρραλέο, όσο ρίγος κι΄ αν τον έπιανε, κρυβόταν στα πιο μακρινά <ανθρωπάκια>.  Εκεί βέβαια δε κόταγε κανείς να πάει να τον ψάξει.  Με διασκέδαζε κάθε φορά πάρα πολύ, που τα παιδιά του χωριού, μεγαλωμένα μες στα ξωτικά και τις νεράϊδες[10], φοβόντουσαν περισσότερο από μένα, που ερχόμουν από τη πόλη. Έτσι μόνο με μένα κρυβόταν απόμερα ο Μπίμπης και πολλές φορές μου έλεγε: <Δε φοβάμαι τα αερικά. Μόνο στο σκοτάδι σκέφτομαι μερικές φορές, τι θα γίνει, αν βγούνε σωστές οι ιστορίες με τα φαντάσματα, που μας λένε οι μεγάλοι;> Μια σοβαρή παρατήρηση στην οποία δε μπορούσε κανείς να φέρει καμία αντίρρηση, όσο το σκοτάδι ήταν βαθύ..!
Πολλά βράδια τα περνάγαμε  έτσι με χαρά και ανατριχίλα στα  ανθρωπάκια αλλά το παιχνίδι έπαιρνε κάθε φορά μια άλλη χάρη, όταν μαζί μας  έπαιζαν κρυφτό και οι κόρες του Παπά, η Σούλα και η  Λίτσα. Καθένας από μας προσπαθούσε να κρυφτεί με τη Σούλα ή τη Λίτσα, που  γινότανε  τότε ιππότης και προστάτευε, μ΄ένα σφιχτό αγκάλιασμα, τις κοπέλες αυτές από τους κινδύνους της νύχτας…
Όταν όμως οι αγρότες άρχιζαν να μαζεύουν τα δεμάτια, τότε λυπόμαστε γιατί και  χάναμε το παιχνίδι μας και έπρεπε να βοηθήσουμε στον  αλωνισμό. Η δουλειά αυτή ήταν ανιαρή, μακροχρόνια και συνοδευμένη με πολύ σκόνη. Γυναίκες και άντρες χτύπαγαν με τη δοκάνη πολλές φορές τα στάχυα και ελευθέρωναν έτσι το σιτάρι από τους φλοιούς και τ΄ άχυρα. Η δική μας δουλειά ήταν να βάζουμε όλο αυτό το μίγμα σ΄ένα ταψί και να το χύνουμε από ψηλά σιγά-σιγά κάτω στην απλάδα. Ο αέρας έπαιρνε τους φλοιούς και τ΄άχυρα και κάτω έπεφταν οι σιταρόσποροι. Ώσπου να γεμίσει η μεγάλη κοφίνα[11] της Γιαγιάς μας με σιτάρι, έπρεπε να βοηθάμε πολλές μέρες, γιατί αυτή χώραγε σιτάρι για σχεδόν όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Πολλά σπίτια είχαν ένα δικό τους στρογγυλό αλώνι διαμέτρου περίπου τεσσάρων μέτρων. Εκεί επάνω έβαζαν τα δεμάτια και άφηναν άλογα η γαϊδούρια  να γυρίζουν γύρο-γύρο, να πατάνε τα στάχυα. Πριν όμως άρχιζαν τα κακόμοιρα ζώα να γυρίζουν τους ατέλειωτους κύκλους, τους φόραγαν μία κουκούλα, που τους έκρυβε τα μάτια, για να μη ζαλίζονται. Μόνο στο επάνω μέρος είχε η κουκούλα δύο τρύπες για να περνάνε τ΄αυτιά τους. Για μένα σαν παιδί της πόλης ήταν μία, όχι μόνο παράξενη αλλά και πολύ αστεία, εικόνα να βλέπω από μία κουκούλα να βγαίνουν δύο τριχωτά και μυτερά αυτιά έξω. Θυμάμαι πόσο γέλασα όταν για πρώτη φορά είδα το γάιδαρο του γείτονά μας, του Νικόλα  Παπουτσόπουλου, να αλωνίζει. Αυτό μου το γέλιο ξάφνιασε το Νικόλα:
- Γιατί γελάς έτσι;,
με ρώτησε αυτός σχεδόν εκνευρισμένος. Ήταν σπάνια να δει κανείς το Νικόλα εκνευρισμένο, ή να τον ακούσει να βρίζει, γιατί ουσιαστικά ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, γνωστός για την εργατικότητα του και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Λοιπόν δεν έφταιγε ο Νικόλας, αν τον εκνεύριζα με τις ερωτήσεις μου. Ήμουνα, όπως έλεγαν και άλλοι, ένα εκνευριστικό παιδί, γιατί δε σταμάταγα να ρωτάω. Και όταν καταλάβαινα, ότι παρατράβηξα το κορδόνι, τότε προσπαθούσα να δώσω μια αστεία στροφή στη συμπεριφορά μου:
- Δε βλέπεις τι αστεία είναι αυτά τα τριχωτά αυτιά;
Ο Νικόλας κούνησε ερωτηματικά το κεφάλι του, σα να ήθελε να μου πει:
 - Δε σε καταλαβαίνω....
Αλλά έτσι είναι πάντα. Αυτοί που ζουν καθημερινά τις ίδιες καταστάσεις, έχουν ξεμάθει να τις βλέπουν.
Ο γάιδαρος του Νικόλα είχε τελικά τύχη, γιατί η τεχνική εξέλιξη τον απάλλαξε από τα βάσανά του.
Μια μέρα ξαπλώθηκε στο χωριό η είδηση ότι θα έρθει μία αλωνιστική μηχανή, που θα τα κάνει όλα μόνη της..!
- Ναι έτσι είναι,
μας βεβαίωσε ο Δήμος και συνέχιζε,
- θα βάζεις τα δεμάτια από τη μια πλευρά μέσα και από τη άλλη θα βγαίνει καθαρό σιτάρι..
Πολλοί από τους παρόντες αμφέβαλαν, ότι αυτό είναι δυνατόν, άλλοι πάλι χοροπηδούσαν από τη χαρά τους, όπως κι΄ εμείς, γιατί δε θα έπρεπε πλέον να βοηθάμε στο κουραστικό και μακρόχρονο αλώνισμα. Η αλωνιστική μηχανή ήταν το φλέγον θέμα στις ερχόμενες δύο μέρες στο μικρό καφενείο και στη ταβέρνα του χωριού.
Εμείς, τα παιδιά που συχνά παίζαμε στο καμπαναριό, είδαμε μια μέρα μακριά στον χωμάτινο  δρόμο της Γαστούνης να σηκώνεται ένα μεγάλο σύννεφο από σκόνη. Συνήθως αγέλες από γιδοπρόβατα σήκωναν τέτοιες σκόνες. Αλλά όσο πιο κοντά ερχόταν αυτό το σύννεφο, τόσο πιο πολύ φαινόταν ένας μαύρος όγκος μπροστά στο σύννεφο, που ερχόταν σιγά-σιγά προς σε μας. Τελικά, στα όρια του χωριού το καταλάβαμε:
- Η αλωνιστική μηχανή έρχεται..!,
φωνάξαμε και κατεβήκαμε γρήγορα τις ξύλινες σκάλες του καμπαναριού κι΄ αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα κει φωνάζοντας χαρούμενα:
- Η αλωνιστική μηχανή, η αλωνιστική μηχανή….

Όταν βγήκαμε στον δρόμο της Γαστούνης είδαμε πραγματικά να έρχεται ένα μαύρο θηρίο που έβγαζε μαύρο καπνό και έκανε ένα ιδιόμορφο βροντερό, ως τότε ανήκουστο, θόρυβο. Στη πλατεία του χωριού ρώτησε ο χειριστής της μηχανής που να τη πάει. Εκεί ανέβηκε επάνω ο Τάκης ο Κολίρης  και τον οδήγησε στο χωράφι της Γιαγιάς μας, που ήταν δίπλα στο πατρικό Παπαγιαννέϊκο σπίτι. Μετά από μερικές προετοιμασίες συναρμολόγησε ο χειριστής και ένα μεγάλο φουγάρο που έμοιαζε σα προβοσκίδα. Αυτή τη προβοσκίδα τη γύρισε προς το πίσω μέρος της μηχανής. Εμείς κοιτάζαμε με μεγάλη περιέργεια να  καταλάβουμε τελικά πως θα λειτουργούσε αυτό το μηχάνημα.
Αφού έγιναν όλες οι προετοιμασίες και έβαλε μπροστά, άρχισαν να έρχονται και οι αγρότες με τα κάρα τους φορτωμένα με δεμάτια. Τότε πραγματικά έβαζαν τα δεμάτια μέσα σε ένα στρογγυλό άνοιγμα και από τη άλλη πλευρά έβγαινε καθαρό σιτάρι, ενώ η μεγάλη προβοσκίδα φύσαγε με δύναμη τα άχυρα  προς τα πίσω. Δύο ολόκληρες ημέρες δούλευε το θηρίο κάτω από τον καυτό και εκτυφλωτικό φως  του ηλιακού κάμπου.
Όταν έφυγε η μηχανή άφησε πίσω της ένα λοφίσκο από άχυρα, που είχε ύψος περίπου τρία μέτρα. Στη μεριά που στεκόταν η μηχανή είχε ο λοφίσκος μία απότομη πλαγιά, ενώ η απέναντι πλευρά κατέβαινε ομαλά. Ακριβώς αυτή η απότομη πλαγιά μας χάρισε για πολλές μέρες μεγάλες χαρές και εκπλήξεις. Ανεβαίναμε από την ομαλή πλευρά επάνω και πηδάγαμε από την απότομη πλαγιά κάτω και πέφταμε μαλακά σε  μια μεγάλη τούφα από άχυρα. Ακούραστα κάναμε τη πρώτη μέρα αυτό το παιχνίδι για πολλές ώρες.
Ακριβώς την άλλη μέρα όταν αρχίσαμε να παίζουμε κυνηγητό γύρω απ΄ το λοφίσκο είδα τη Μομόλα να στέκεται αμήχανη και να μας κοιτάζει. Όπως φαινόταν δε της καλάρεσε ο  αχυρένιος λοφίσκος, γι΄ αυτό δεν ερχότανε κοντά μου όπως τις άλλες φορές.
- Έλα Μομόλα, μη φοβάσαι…,  
της φώναξα. Αυτή όμως έμενε εκεί και μου έδειχνε ότι με άκουσε, κουνώντας αβέβαια  την ουρά της,  σα να ήθελε να μου πει:
- Παίξε εσύ όσο θέλεις, εγώ θα μείνω καλλίτερα εδώ.!
Εγώ όμως λυπόμουνα, που η Μομόλα δε μπορούσε να μοιραστεί τη χαρά μου, γι΄ αυτό πήγα εκεί και αυτή με άφησε χωρίς αντίσταση να τη πάρω στα χέρια και να την ανεβάσω στο λοφίσκο. Όταν η Μομόλα κατάλαβε ότι η περιοχή δεν είναι εχθρική, άρχισε να χοροπηδάει και να παίζει. Όμως κάθε φορά που πήδαγα κάτω, η Μομόλα δε κόταγε να πηδήξει και αυτή, γι΄ αυτό έτρεχε σαν αστραπή από την άλλη πλευρά και με προλάβαινε κάτω για ν΄ ανεβούμε πάλι μαζί επάνω. Αμέτρητες φορές παίζαμε αυτό το παιχνίδι μαζί με τ΄ άλλα τα παιδιά. Τα δε γέλια που κάναμε ήταν απερίγραφτα. Στο τέλος της ημέρας πηγαίναμε με μεγάλη ικανοποίηση στο πηγάδι του Μουστοκλή Παπαγιαννόπουλου και πλενόμαστε με το δροσερό και ολοκάθαρο νερό. Για βραδινό φαγητό έφτιαχνε η Γιαγιά μας συνήθως οσπριακά η λαχανικά που τα τρώγαμε με λίγο ξερό ψωμί. Αν είχαμε τύχη έβραζε τραχανά με τη νόστιμη ντομάτα του κήπου μας. Ελάχιστες φορές είχε μαγειρέψει κοτόπουλο κοκκινιστό από το οποίο για μας έμενε μόνο η φτερούγα η το μπούτι. Μόνο τόσο λίγο, γιατί εκτός από τη Γιαγιά μας  έμενε ο Θείος μας ο Ντίνος, δύο θείες μας, τέσσερα ξαδέλφια και η ξαδέλφη μας από την Αθήνα.  
Την άλλη μέρα μαζεύτηκαν πάλι ένα σωρό παιδιά στ΄ άχυρα και εκεί που κυνηγιόμαστε, ήρθε  η μικρή Κατερινούλα  κλαίγοντας:
- Έχασα το καλό μου παπούτσι εδώ...
Πήγαμε όλοι εκεί και ψάχναμε στην ομαλή πλαγιά του λοφίσκου, δυστυχώς χωρίς επιτυχία. Τότε σκέφτηκα τη Μομόλα, η οποία όμως αυτή τη μέρα έλειπε.
- Παιδιά πάμε να φέρουμε τη Μομόλα να ψάξει..,
είπα στους φίλους. Τρέξαμε τότε στο σπίτι της και τη φωνάξαμε όπως πάντα: Μομόλα, Μομόλα… Να σου κι΄έφτασε το χαριτωμένο σκυλάκι, που μας ακολούθησε πρόθυμα ως τ΄άχυρα. Εκεί που η Κατερινούλα έχασε το παπούτσι της, έβαλα τη Μομόλα να ψάξει. Παρόλο που δεν ήταν ειδικά εκπαιδευμένη, κατάλαβε αμέσως τι ζητούσα από την εξαιρετικά ευαίσθητη μύτη της. Αφού έψαξε σε δυο τρεις μεριές, πάνω, κάτω δεξιά, αριστερά τελικά για μεγάλη έκπληξη όλων και για απερίγραπτη χαρά της Κατερινούλας, βρήκε η Μομόλα σε ένα εντελώς άλλο σημείο το χαμένο παπούτσι. Αυτό ήταν το πρώτο καταπληκτικό άθλημα της Μομόλας, που ανέβασε πολύ την υπόληψή της, όχι μόνο στα παιδιά αλλά και σε όλο το χωριό.
Έτυχε να είναι η τελευταία ημέρα, που συναντηθήκαμε πάλι όλοι στο λοφίσκο. Στο μεταξύ, από τα συχνά ανεβάσματα των παιδιών, είχαν γλιστρήσει πολλά άχυρα προς τα κάτω. Μόνο το επάνω μέρος δεν είχε χάσει σε ύψος και εκεί είχε δημιουργηθεί γύρο-γύρο ένα σκαλούνι από  περίπου 20 εκατοστά και επάνω απ΄ αυτό μια πλατειούλα από την οποία τώρα πηδάγαμε κάτω. Η Μομόλα, εξοικειωμένοι τώρα με τ΄ άχυρα, ήθελε και αυτή ν΄ ανεβεί επάνω στη πλατειούλα, αλλά έτσι όπως έδινε δύναμη με τα πισινά ποδαράκια της, βούλιαζε στα άχυρα και δε κατάφερνε να υπερνικήσει αυτό το μικρό ύψος. Εμείς την παροτρύναμε συνέχεια να έρθει επάνω και η κακομοίρα ολοένα δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε. Ώσπου για μια στιγμή έβαλε η Μομόλα τη μύτη της μέσα στ΄ άχυρα, και κουνώντας τη μουσούδα της δεξιά και αριστερά  άνοιγε προς τη πλευρά μας  μια τρύπα.
Στη συνέχεια βλέπαμε να μπαίνει σιγά-σιγά όλη μέσα στ΄ άχυρα. Εμείς τα χάσαμε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον αμήχανοι.
- Τι θέλει να κάνει τώρα η Μομόλα;, είπα με αγωνία του Άρη.
- Μη σκάσει εκεί μέσα..,
μου απαντάει αυτός συγχυσμένος. Και πριν προλάβουμε να σκάψουμε  στ΄ άχυρα  να βγάλουμε τη Μομόλα έξω, βλέπουμε ακριβώς μπροστά πόδια μας να κουνιόνται τ΄ άχυρα και να εμφανίζεται σιγα-σιγά η μουσούδα της Μομόλας η οποία με δυό τρεις χαριτωμένες κινήσεις  βγήκε όλη έξω και μας χαιρέτησε με απερίγραπτη χαρά. Σε μας μετατράπηκε η αγωνία σε εκστατική εκτίμηση. Εκτίμηση για ένα τέτοιο ζώο, που μας έδειξε, πόσο μεγάλη φυσική εξυπνάδα και ικανότητα είχε. Για πρώτη φορά σήκωσα τη Μομόλα ψηλά και της έδωσα ένα φιλί στη τριχωτή της μουσούδα.! 
Έτσι έγινε η Μομόλα όχι μόνο στο δικό μας αλλά και σ΄όλα τα γύρω χωριά ξακουστή.
























ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ


Το χωριό μας ήτανε γνωστό για την υπέροχη ρετσίνα του. Τα παλιότερα χρόνια, όταν ακόμα δεν είχαν πουληθεί τ΄ αμπέλια μας στην τραγάνα, γέμιζε η Γιαγιά μου πολλές βαρέλες ρετσίνα. Η θεία μου η Φανή ήταν η τελευταία που συντηρούσε με μεγάλο κόπο τ΄αμπέλια. Φοβερά κουραστικό δεν ήταν μόνο το χάλκωμα αλλά το χειρότερο απ΄ όλα ήταν το <χαράκωμα>. Για να δέσουν τα σταφύλια έβγαζαν από κάθε κλήμα στο κάτω μέρος του κορμού γύρο-γύρο μια φλοίδα. Επειδή αυτή η δουλειά ήταν όχι μόνο κουραστική αλλά και χρονοβόρα, έπαιρνε η Θειά μου <δανεικιάρες[12]>.  Μέσα στη ζέστη γονατιστές μπουσούλαγαν από το ένα κλήμα στο άλλο. Μέρες ολόκληρες. Το ίδιο συνέβαινε μετά και στο τρύγο. Ιδιαίτερη δουλειά και γνώση απαιτούσε το καθάρισμα και καλαφάτισμα[13] των βαρελιών. Παρόλο που έλειπαν οι άντρες γέμιζε η Γιαγιά μου τέσσερες, πέντε βαρέλες κρασί πρώτης ποιότητας. Παρά τη πολλή δουλειά που απαιτούσαν τ΄αμπέλια, το κρασί δεν ήταν ακριβό. Έτσι καθένας μπορούσε ν΄αγοράσει μια οκά[14] ρετσίνα, αν ο ίδιος δεν είχε αμπέλια. Όμως  δε συναντούσε κανείς εύκολα μεθυσμένους στο χωριό, εκτός από μερικούς ιδιόμορφους τύπους, που ο καθένας έπινε από διαφορετικούς λόγους αλλά κανένας δε γινότανε κακός, άμα τον είχε αγκαλιάσει ο Διόνυσος.
Κατά τα τέλη Ιουλίου είχε ήδη αρχίσει ο τρύγος της μαύρης σταφίδας και ανάλογα τι σκόπευε κανείς ή την έστυβε και έπαιρνε τον ιδιαίτερα γλυκό και κόκκινο χυμό  ή την ξέραινε. Από τον χυμό πάλι ένα μέρος το βράζανε και κάνανε ένα πηχτό μούστο και αν περίσσευε χυμός φτιάχνανε και ένα νόστιμο και δυνατό κρασί. Ο μούστος αντικαταστούσε τη ζάχαρη, που σπάνιζε και οι κυράδες ήξεραν να φτιάχνουν διάφορα γλυκίσματα, όπως ήταν η μουσταλευριά ή τα μουστοκούλουρα.  Η ξεραμένη σταφίδα ήταν ένα πολύ γνωστό προϊόν του κάμπου μας και ένα σημαντικό συμπλήρωμα της φτωχής τροφής των ανθρώπων. Η μητέρα μου μου έλεγε:
- Πριν πάμε σχολείο, μας έβαζε η Μανούλα για πρωινό μια χουφτίτσα σταφίδες στην ποδιά μας  και μια φετούλα ψωμί...
Εξ άλλου η σταφίδα χρησίμευε και σε πολλές άλλες ανάγκες όπως στην καλυτέρευση της ποιότητας των κρασιών. Όταν ένας χυμός από σταφύλια, δεν είχε αρκετούς <βαθμούς>[15] του έριχναν μέσα σταφίδα και μέτραγαν τους βαθμούς μ΄ένα μακρύ γυάλινο όργανο, που επέπλεε ανάλογα με την πυκνότητα.
Εκείνο τον χρόνο ήταν η σοδιά της μαύρης σταφίδας πολύ καλή. Σ΄όλο το χωριό έβλεπε κανείς τα κάρα γεμάτα με φρεσκορτυγημένη σταφίδα, που την πήγαιναν για στύψιμο ή για ξέραμα  στ΄ αλώνια.
Πλαίσιο κειμένου:
Το στυφτήρι της Γιαγιάς μου
 
Πολλά σπίτια είχανε ένα απλό στυφτήρι, όπως είχε και η Γιαγιά μου, που το χειριζότανε μόνο ένα άτομο και παρόλη την απλότητά του, ώσπου να πεις τρία γέμιζες ένα κύπελλο με το νόστιμο χυμό. Αν αυτόν τον χυμό τον άφηνε κανείς δυό, τρεις μέρες  σ΄ένα δοχείο αυτός άρχιζε να <βρά-
ζει>[16]. Η γλυκάδα του λιγόστευε και ο χυμός πιρπίριζε. Έτσι γινότανε ένα θαυμάσιο αλλά και επικίνδυνο ποτό, γιατί κανείς δε καταλάβαινε, ότι αυτό το ποτό είχε και οινόπνευμα μέσα.
Ένα απόγευμα ήρθε ο ξάδελφός μου ο Αντρίκος και με ρώτησε, αν θα είχα όρεξη να φυλάξω μαζί με τους άλλους τη σταφίδα στα αλώνια τους, που τα είχαν στο Γουβό[17]. Επειδή θα μέναμε περισσότερες νύχτες εκεί, έπρεπε να πάρω την άδεια από τη Γιαγιά μας. Αυτή όταν άκουσε, ότι θα είναι εκεί και μεγάλα παιδιά, μου επέτρεψε να περάσω κι΄εγώ μερικές  νύχτες στο Γουβό. Έτσι θα είχε πολλές ώρες χωρίς σκοτούρες, μιας και εκείνες τις ημέρες έλειπε και ο  ξάδελφός μου ο Άρης. Όταν φτάσαμε εκεί, μας υποδέχτηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Αντρέα, ο Μιχάλης, μ΄ένα νόστιμο καρπούζι. Μετά μου έδειξε τ΄αλώνι τους, μια καθαρή με πηλό χυλισμένη  επιφάνεια, που είχαν  απλώσει τη μαύρη σταφίδα να ξεραθεί. Εδώ κι΄εκεί θειάφιζαν μ΄ένα ειδικό φυσιχτήρι τη σταφίδα για να μη  πιάσει μούχλα. Η χαρακτηριστική μυρωδιά της ξερής σταφίδας, της θειάφης και της διπλανής ελώδους περιοχής μένει αξέχαστη σε όσους την έζησαν τότε, πράγμα που το πιστοποιούσαν όλοι και μετά από δεκάδες χρόνια.
 Εδώ στο Γουβό μαζεύτηκαν τελικά ένα σωρό παιδιά όπως ο Αντρέας ο Νικολουτσόπουλος με τη μεγάλη μύτη, που μιλούσε κανονικά άμα δε τον πίεζε ο χρόνος.  Τραύλιζε όμως ακριβώς τότε, όταν βιαζότανε να πει κάτι γρήγορα και τελικά το έλεγε πολύ πιο αργά απ΄ότι, αν το έλεγε από την αρχή χωρίς βιάζεται. Αυτό μας έκανε πάντα να γελάμε, αλλά καλόψυχος όπως ήτανε, δε μας το παρεξηγούσε ποτέ.  Αστείος ήτανε ο Τάσης ο Μανιάς με τον τουρλωτό πισινό, ήρεμος, καλόβολος και πάντα πρόθυμος να συμπράξει στην ομάδα. Μετά ήταν ο ξανθός ο Μίμης ο Φλόκας με το στρογγυλό πρόσωπο, που ευτυχώς είχε ξεχάσει, ότι κάποτε, στη τσαντίλα μου, του είχα δαγκώσει τη παχουλή του μύτη, τόσο δυνατά, που είχε  ματώσει. Καλός φίλος και ευκίνητος ήταν και ο Σάκης ο Γιατράς, που πάντα φώτιζε ένα χαμόγελο το πρόσωπό του. Στο Γουβό είχε μαζευτεί λοιπόν μια καλή ομάδα από χαρούμενα παιδιά, πρόθυμα να παίξουν χωρίς ζαβολιές αλλά και να βοηθήσουν όπου ήταν ανάγκη. Πριν νυχτώσει, έπρεπε να σκεπάσουμε τη σταφίδα μ΄ένα μεγάλο καραβόπανο, για να προστατευτεί από την υγρασία. Γι΄αυτό πιάναμε τα δύο άκρα, τα σηκώναμε ψηλά κι΄αρχίζαμε το τρέξιμο. Ο αέρας φούσκωνε το καραβόπανο και έτσι σκεπάζαμε τη σταφίδα χωρίς να την ακουμπάμε. Τα βράδια, αφού είχαμε φάει λίγο ψωμί με ότι φρούτο υπήρχε, καθόμαστε όλοι έξω και λέγαμε ανατριχιαστικές ιστορίες, οι οποίες στο πυκνό σκοτάδι έπαιρναν αυτή τη φοβερή μορφή, που ίσως αποσκοπούσαν οι μεγάλοι, όταν μας τις διηγιόντουσαν.
Μία από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες ήταν αναμφίβολα αυτή, που μου είχε πει η Γιαγιά μου: Δεν είχε ακόμα βραδιάσει, όταν πήγε να φέρει από τα δασκαλέϊκα χωράφια το τράγο της. Περνώντας το γεφύρι σταμάτησε ο τράγος και σαν κάποιος να της έπιασε τα πόδια και δε μπορούσε να τα κουνήσει. Έτσι όπως κοίταξε κάτω στη τάφρο, είδε ένα τεράστιο ανθρωπόμορφο τέρας να είναι ξαπλωμένο ανάσκελα. Είχε τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο στήθος, πράγμα που έδειχνε ότι αυτό ήτανε ένα καταπονεμένο πνεύμα..  Της Γιαγιά μου της κόπηκε η αναπνοή, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τρελά. Σταυροκοπήθηκε και ήθελε να πει <Παναγία Θεοτόκος… Παναγία  Θεοτόκος…> αλλά από τη ταραχή της έλεγε <Παναγία  Τούκουτούκου ... Παναγία  Τούκουτούκου…>. Η Παναγία όμως το κατάλαβε και τη βοήθησε. Το πνεύμα άρχισε να μικραίνει και μίκρυνε τόσο πολύ, που τελικά χάθηκε.!  Τότε λύθηκαν τα πόδια της, κουνήθηκε πάλι και ο τράγος και με τη βοήθεια της Παναγίας γύρισαν σπίτι. Όταν ο Νικολουτσόπουλος άκουσε αυτή την ιστορία, ταράχτηκε αλλά συνάμα ήξερε να διερμηνεύσει τη μεταφυσική αιτία:
- Ο τρα-τρα-τράγος έφτεγε, γιατί  αυτά εί-είναι τ-τ-τα ζώα τ- του δ- δ- διαόλου..
Εμείς βέβαια, δε καταλαβαίναμε, γιατί αυτά τα όμορφα ζώα να είναι του διαόλου, αλλά αφού κανένας δεν ήταν έμπειρος με τον κόσμο των αερικών[18], έτσι δε μπορούσε κανένας ν΄ αντιμιλήσει, γι΄αυτό παράμεναν οι ιστορίες αυτές σαν απροσδιόριστες πραγματικότητες στη νεαρή μας συνείδηση.
Στη συνέχεια διηγήθηκε ο Φλόκας, τι συνέβηκε στο πατέρα του, όταν κάποτε ερχότανε από τη Πηνία με το άλογό του και τον έπιασε νύχτα. Σε μια περιοχή, που φημιζότανε, ότι κρατούσε[19], σταμάτησε το άλογό του και όσο και να το παρότρυνε, αυτό δεν ήθελε να συνεχίσει το δρόμο του. Τότε κατάλαβε ο πατέρας του, ότι το ξωτικό είχε δέσει τα πόδια του αλόγου του. Αυθόρμητα έβγαλε το μπιστόλι του και έτσι όπως κοίταξε γύρο του, νόμισε στο πυκνό σκοτάδι, ότι διέκρινε ένα τεράστιο τσοπάνη να στέκεται αμίλητος στην άκρη του δρόμου. Ήτανε τουλάχιστον τρια μέτρα ψηλός και φορούσε από το κεφάλι ως τα πόδια ένα λευκό ανάρριχτο ύφασμα και μέσα από το ύφασμα φώτιζαν δύο κόκκινα μάτια. Η σύνχυσή του ήταν τόσο μεγάλη, που τον πυροβόλησε, χωρίς να ρωτήσει ποιος ήτανε εκεί. Από το θόρυβο πρόγκιξε το άλογό  του, χλιμίντρισε και σηκώθηκε όρθιο. Ο πατέρας του νόμισε, ότι το ξωτικό προσπαθούσε να τον πετάξει κάτω, γι΄αυτό έριξε στην απόγνωσή του κι΄άλλη μπιστολιά. Εδώ δεν άντεξε πλέον τ΄άλογό του και το΄βαλε στα πόδια. Έτσι γλίτωσε ο Φλόκας από το κακόβουλο ξωτικό.! Στο τέλος αυτής της ιστορίας δημιουργήθηκε ένας σάλος από τις διαφορετικές γνώμες, που ήθελαν όλοι πουν ταυτόχρονα:
- Ευτυχώς, που δε μίλησε..,  φώναζε ο Τάσης ο Μανιάς, 
 -γιατί το ξωτικό θα του έπαιρνε τη φωνή..!
Στο μεταξύ  έλεγε ο Μιχάλης:
- Ήτανε βλακεία να πυροβολάει το αερικό..
Ο Μίμης ο Φλόκας υποστήριζε με δυνατή φωνή το πατέρα του:
- Πυροβόλησε για να δει, αν αυτό ήτανε αερικό..
- Και αν εκεί ήτανε πραγματικά ένας τσοπάνης, θα τον σκότωνε..,
κατέκρινε ο Αντρίκος, με το δίκιο του, τη συμπεριφορά του γερο Φλόκα.
Ο Μίμης είχε έρθει σε δύσκολη θέση αλλά είχε μια καλή ιδέα:
- Μπορεί ποτέ ένας τσοπάνης να είναι τρια μέτρα ψηλός;
Ο Μιχάλης επανέλαβε:
- Αφού ήτανε αερικό, γιατί πυροβόλησε;
Η συζήτηση στριφογύριζε και η οχλαγωγία μεγάλωνε, ώσπου τελικά καταφέραμε να βγάλουμε ένα κοινό συμπέρασμα:
<Ο τσοπάνης θα ήτανε πραγματικά ένα φάντασμα, αλλά όχι τόσο μεγάλο, όσο νόμιζε ο Φλόκας ..!>[20]
Οι ιστορίες της Γιαγιάς μου και του γερο Φλόκα ήσαν οι πιο πειστικές, γι΄αυτό  και προξένησαν τη μεγαλύτερη ανατριχίλα. Οι άλλες ιστορίες, που ακούσαμε στο Γουβό, ήτανε φτιαχτές και δεν είχανε προέλθει από <πραγματικά γεγονότα>, γι΄αυτό και ξεχάστηκαν. Άμα σταμάταγαν οι ιστορίες και η νύχτα ήταν προχωρημένη, ξαπλώναμε έξω σε απλάδες και θαυμάζαμε την αστροφεγγιά και το μεγάλο <λάμτα>  του Γαλαξία. Προσηλώναμε τη προσοχή μας, μήπως βλέπαμε κάν΄ αστέρι να πέφτει, για να προλάβουμε γρήγορα να εκφράσουμε μια επιθυμία. Λέγανε, ότι αν εκείνη τη στιγμή προλάβαινες να πεις, τι θέλεις, τότε η επιθυμία σου θα γινότανε πραγματικότητα.
Ο Αντρίκος προσπαθούσε πάντοτε με τη μεταφυσική δύναμη των αστεριών να έχει επιτυχία με τη Μπεμπέκα του Μαρκεντάου, γ΄αυτό προσπαθούσε γρήγορα να πει:
- Θέλω να μ΄αγαπήσει η Μπεμπέκα του Μαρκεντάου..
Αλλά τ΄αστέρια δε περίμεναν να εκφωνήσει ο Αντρίκος όλη αυτή τη πρόταση, γι΄αυτό όσο πήγαινε και τη κουτσούρευε:
- Να μ΄αγαπήσει η Μπεμπέκα..
Αλλά δυστυχώς και αυτή η φράση ήτανε μεγάλη. Τα περισσότερα πεφταστέρια δε μένανε ούτε ένα δευτερόλεπτο στον ουρανό. Λοιπόν, τι να πρωτόκανε; Ώσπου να το δει, να πάρει αναπνοή και να φωνάξει.., τότε είχε ήδη φύγει το αστέρι. Έτσι η σκληρή εμπειρία της πραγματικότητας, ανάγκασε τον Αντρίκο πάλι να μικρύνει τη πρόταση και προσπαθούσε τελικά να προλάβει να πει;
- Μπεμπέκα..
Έτσι, την ώρα που έπεφτε ένα μεγάλο αστέρι, πρόλαβε να φωνάξει:
- Μπέκα… Ππέκα...
Η χαρά του ήταν απερίγραφτη και φώναζε:
- Δύο φορές, δύο φορές  είπα Μπεμπέκα.!
- Λοιπόν και τι έκανες μ΄αυτό; ,τον ρώτησε ο Μιχάλης,
- ακούστηκε μόνο Μπέκα,  Μπέκα..
Ο Αντρίκος, θερμόαιμος και ατίθασος, δε δεχότανε ποτέ καμία κριτική, και άρχισε να φωνάζει:
- Τι μου λες τώρα εσύ, εγώ είπα δύο φορές Μπεμπέκα..
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ο Σάκης ο Γιατράς:
- Δηλαδή και τι ξέρει να κάνει το αστέρι με το όνομα Μπεμπέκα;
Ήτανε μία πολύ έξυπνη και δικαιολογημένη ερώτηση και επειδή κατάλαβε και ο Αντρίκος, ότι το αστέρι, δε θα ήξερε πραγματικά τι να κάνει μόνο με το όνομα[21], αιστάνθηκε το μάταιο της κραυγής του, και τον έπιασε αυτή η γνωστή οξυθυμία του. Σηκώθηκε επάνω και βάλθηκε να δείρει το Σάκη. Αυτός γελώντας, του ξέφυγε και έτρεξε στη καλύβα, που ήτανε στημένη στην άκρη του αλωνιού. Στο λίγο φως, που σκόρπιζαν  τ΄αστέρια,  βλέπαμε τις σκιές του Αντρίκου και του Σάκη να γυρίζουν γύρω-γύρω από τη καλύβα και είχαμε ξελιγωθεί στα γέλια. Είχαμε ξελιγωθεί στα γέλια, γιατί ο πιο γρήγορος και ψηλότερος απ΄τα παιδιά του χωριού δε μπορούσε να πιάσει το μικροκαμωμένο Σάκη. Τελικά πήγαμε όλοι εκεί και απαλλάξαμε το Σάκη  από την οργή του Αντρίκου. Όσο οξύθυμος και να ήτανε ο Αντρίκος, του πέρναγε γρήγορα ο θυμός και ουσιαστικά ήτανε ένα από τα καλά παιδιά.
Μετά απ΄ αυτό το επεισόδιο ησυχάσαμε και οι κουβέντες λιγόστευαν,  γιατί η κούραση έκλεινε σιγά-σιγά τα μάτια μας. Στην απέραντη ησυχία άκουγα εδώ κι΄εκεί τη μονότονη και ανατριχιαστική λαλιά <γκιόν….γκιόν….γκιόν…>, που σκόρπαγε το χαροπούλι[22] και έτσι ξαπλωμένος, κοιτάζοντας τον ουρανό, έψαχνα να βρω τον αστερισμό της Πούλιας. Η Γιαγιά μου μ΄είχε μάθει από τη  Πούλια, να ξέρω περίπου πόσο αργά ήτανε. Αλλά τις περισσότερες φορές έψαχνα μάταια, γιατί ο ύπνος, μου έκλινε απαλά τα μάτια και σα να μην είχε περάσει η νύχτα, με ξύπναγε  το περίλαμπρο φως του πρωινού ήλιου, που έπαιρνε κάθε αγριάδα από το τοπίο της νύχτας. Για πρωινό είχαμε πάλι ψωμί και φρούτα και όταν ο ήλιος είχε πάρει την υγρασία της νύχτας από το καραβόπανο, τότε ξεσκεπάζαμε τη σταφίδα και αρχίζαμε τα αυτοσχεδίαστα παιχνίδια. Ένα από αυτά ήταν το <κουκούλωμα με το καραβόπανο>. Όσο το διπλανό αλώνι ήταν ελεύθερο, πιάναμε το καραβόπανο, έτσι όπως σκεπάζαμε τη σταφίδα, και τρέχαμε. Μετά ώσπου να πέσει το φουσκωμένο καραβόπανο μπαίναμε από κάτω και αφού μας σκέπαζε και δε βλέπαμε πλέον, έπρεπε να μαντέψουμε ποιόν πιάναμε δίπλα μας. Ήταν απερίγραφτη η χαρά που είχαμε μ΄αυτό το απλούστατο παιχνίδι.!
Μετά περνάγαμε μέσα από ψηλά βουρλόχορτα και φτάναμε στη γούβα. Από ένα παλιό έλος είχε απομείνει μια τρύπα με θολό βουρκόνερο, που είχε μέσα άφθονες  αηδιαστικές βδέλλες. Αυτή ήταν η αγαπητή περιοχή του Αντρίκου, γιατί αυτός ήτανε ο μόνος, που πήδαγε τη γούβα, χωρίς να πέφτει μέσα. Έτσι, πανούργος που ήτανε,  προσκαλούσε κάθε επισκέπτη να πηδήξει τη γούβα, που ήταν ζήτημα, αν είχε τέσσερα μέτρα μήκος. Αλλά, χωρίς εξαίρεση, όλοι πέφτανε μέσα και βγαίνανε λερωμένοι από τη μαύρη γρούσπη. Ολοένα παίρναμε μεγαλύτερη φόρα και, για μεγάλη χαρά του Αντρίκου, πέφταμε παρά ταύτα μέσα στη σιχαμερή γούβα. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε, γιατί μας συνέβαινε αυτό. Μια μέρα, που ήμουνα μόνος μου, πρόσεξα ότι εκεί στην άκρη της γούβας που πατάγαμε, βούλιαζε ο τόπος αλλά  λίγο πιο πίσω ήτανε η γης σκληρή. Και όπως φάνηκε, αυτή ήταν πραγματικά η αιτία. Όσες φορές πάτησα. μισό βήμα πιο πίσω, πήδηξα τη γούβα, χωρίς να πέσω μέσα.!
Την άλλη μέρα ήμουνα και εγώ ο μόνος από τους ξένους, που πήδηξα τη γούβα, χωρίς να πέσω μέσα. Έτσι έχασε ο Αντρίκος τη μοναδική θέση, που είχε και ήταν πάλι έτοιμος να τον πιάσει  οξυθυμία, όταν του έκανα νόημα, να έρθει κάτι να του ψιθυρίσω:
- Πρόσεξε..,
του είπα παράμερα,
- ξέρω τώρα το μυστικό κι΄αν αρχίσεις να κάνεις ζαβολιές, θα το μαρτυρήσω στους άλλους..!
Ήθελε δεν ήθελε, το κατάπιε και έτσι διασκεδάσαμε πολλές φορές στο πήδηγμα της γούβας.
Υπέροχο ήταν και το κρυφτό που παίζαμε στα βούρλα. Εδώ είχαν ανοίξει τα πρόβατα περίπλοκους διαδρόμους, με πολλές διακλα-δώσεις, που σε βγάζανε κάθε φορά αλλού απ΄ότι νόμιζες. Και δεν ήτανε μόνο το απροσδιόριστο, που σε περίμενε αλλά και o φόβος από μια πιθανή συνάντηση μ΄ένα φίδι ή μ΄ένα σκορπιό, που δημιουργούσε αυτό το ιδιόμορφο γαργάλισμα και σ΄έκανε έτσι, αντί να τα΄αποφεύγεις,  ν΄αναζητάς τέτοια παιχνίδια.
Έτσι περάσαμε αξέχαστες ημέρες στο Γουβό, ώσπου ήρθε το  πανηγύρι του χωριού.[23] 

Η Αγία Παρασκευή ήταν η προστάτισσα του χωριού μας, γι΄ αυτό γινότανε κάθε χρόνο στις 26. Ιουλίου το μεγάλο πανηγύρι, ακριβώς όταν είχε αρχίσει να πιρπιρίζει ο χυμός της σταφίδας.  Αναμένοντας την <Άγια Ημέρα> είχαν αρχίσει οι χωρικοί εδώ και μέρες να στραγκουλάνε κανάτες τον γλυκό χυμό, να γίνονται χαρούμενοι και να το ρίχνουν στο τραγούδι. Σιγά-σιγά άρχισε το χωριό να παίρνει επάνω του ζωή και να έρχονται απ΄ όλες τις πλευρές του κάμπου μικροέμποροι με πολύχρωμα ντυσίματα και τουρκόγυφτοι με νταούλια και πίπιζες. Πουθενά δεν έβλεπε κανείς σοβαρότητα και ευλάβεια για τιμή της Αγίας. Το ρίχνανε όλοι στο φαΐ, στο  ποτό και στο χορό. 
Μόνο στην Αγια Ημέρα ήσαν όλοι οι άντρες ντυμένοι με τα καλά τους τα ριγωτά ντρίλινα και φορούσαν καθαρές τραγιάσκες. Οι Γυναίκες είχαν βάλει και αυτές την καλλίτερή τους φορεσιά και μόνον οι πενθούσες φόραγαν μαύρα και πήγαιναν με σοβαρή έκφραση και σκυμμένο κεφάλι, δείχνοντας  την λύπη τους και προσήλωναν έτσι τη συμπόνια των συγχωριανών τους.  Μετά τη Άγια Λειτουργία άρχιζαν οι άντρες να πίνουν, ενώ οι γυναίκες άρχιζαν το μαγείρεμα. Όπως βλέπουμε  καθένας βοηθούσε όπου μπορούσε..!
Οι κυράδες φτιάχνανε, όσο τους επέτρεπαν τα υλικά, τα καλλίτερα φαγητά του χρόνου. Όλες οι πόρτες του χωριού ήταν για όλους ανοιχτές. Σε όλους τους επισκέπτες πρόσφεραν τους καλλίτερους μεζέδες και φρέσκο κρασί από την γουργούρα[24]. Η Γιαγιά μου έλεγε:
-  Κάθε ξένος είναι για μας τιμή.!
Και εγώ σκεφτόμουνα:
- Και αυτοί οι ξένοι να τρώνε τους καλλίτερους μεζέδες και για μένα να  μένουν  μόνο τα κόκαλα.;
Όπως φαίνεται αυτές οι παραδόσεις που προέρχονται από ένα παμπάλαιο πολιτισμό και είναι αναμφίβολα καλές, όμως σε μια εποχή πείνας δε μπορούν να έχουν τα παιδιά κατανόηση, όταν βλέπουν να τρώνε οι μεγάλοι και αυτά να λιγουρεύουν. Το συναίσθημα αυτό καθρεφτίζεται πολύ καλά και στους παρακάτω λαϊκούς στοίχους:

Η Μάνα κρύβει τα γλυκά,
μα δεν είναι κρίμα κι΄ αμαρτία
και μεγάλη αδικία,
να τα τρώνε όλα οι ξένοι
και για μένα να μη μένει;
Τα΄φαγα κι΄εγώ και πάνε
και οι ξένοι ας μη φάνε..!

Έτσι κατάφερνα πολλές φορές να σιχαίνονται οι ξένοι τους μεζέδες και να τους αφήνουν, όταν έλεγα μπροστά τους:
- Γιαγιά, παρόλο που το κρέας ήτανε χαλασμένο, δε το μυρίζει κανείς ...!, ή
- Δε μου λες Γιαγιά, τι  αρρώστια είχε αυτό το ζώο..;
Η Γιαγιά με κοίταζε τότε με σοβαρή έκφραση και μου έλεγε στερεοτυπικά:
- Πάψε συ, όλο βλακείες λες...
Ήξερα βέβαια, ότι μετά θα άκουγα τα <Δώδεκα  Ευαγγέλια>, γι΄ αυτό έφευγα και ερχόμουνα ύστερα από πολλή ώρα μαζί με  φίλους, γιατί έτσι χαιρόμουνα το μάλωμα. Κοίταγα τους φίλους και γελάγαμε προσεχτικά να μη μας δει η Γιαγιά και για περίεργο τρόπο, αισθανόμουνα περισσότερο υπερήφανος, όταν μπροστά στους φίλους μου με μάλωναν παρά όταν με παίνευαν.
Για την Άγια Ημέρα είχε βγάλει η Γιαγιά και ένα κακκάβι έξω γεμάτο με πιρπιριστό χυμό μαζί με μία κουτάλα και ένα κύπελλο. Όποιος ξένος πέρναγε, μπορούσε να έβαζε μόνος του και να΄πινε όσο ήθελε.  Αλλά η είσοδος του σπιτιού μας ήτανε από το διπλανό δρομάκι κι΄έτσι δε φαινότανε το κακκάβι τόσο εύκολα. Και αντί να πίνουν οι ξένοι, κάθε φορά όταν η Γιαγιά και οι άλλοι ήσαν αφοσιωμένοι με δουλειές και δε μας έβλεπαν, πίναμε εμείς κρυφά . Δε πέρασε πολλή  ώρα και αρχίσαμε να γελάμε, να χοροπηδάμε και να είμαστε πρόθυμοι για κάθε διαολιά. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να τρομάζαμε τον Μαστρογιώργη, άμα θα γύριζε πάλι μεθυσμένος τη νύχτα σπίτι του. Έμενε στο παραδιπλανό σπίτι και τη περασμένη νύχτα μας ξύπνησε, όταν στεκότανε στη γωνία μαζί με τον Καρανικολό και αποχαιρετιζόντουσαν ατέλειωτα με βαριά μεθυσμένη φωνή:
- Άντε, κα-καλή νύχτα. Αύριο θα-θα σε βρω εδώ στην ίδια θέ-     θέση.! Σύμφωνοι;
- Ναι,  σύ-σύμφωνοι. Θα΄ ρθεις ε-εσύ εδώ;
- Ναι, ε-εγω θα-θα΄ ρθω εδώ.
- Εδώ στην ίδια θέ-θέση θα-θα σε βρω αύριο.. Άντε, κα-καλή νύχτα.
- Κα-καλή νύχτα και  μη-μη το ξε-ξεχάσεις, εδώ πάλι. Σύμφωνοι;
- Ναι, εδώ στην ίδια θέ-θέση θα με βρεις. Λοιπόν, κα-καλή νύχτα.
- Άντε, κα-καλή νύχτα και  μη το ξε-ξεχάσεις. Αύριο εδώ πάλι..
Ο ξάδελφός μου ο Άρης κι΄ εγώ κρατούσαμε τη περασμένη νύχτα τη κοιλιά μας από τα γέλια. Και έτσι, χαρούμενοι από το γλυκό χυμό, όταν το θύμισα του Άρη αρχίσαμε πάλι τα γέλια. Θέλαμε λοιπόν να τρομάξουμε τον Μαστρογιώργη, αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Το καλλίτερο θα ήταν θα είχαμε ένα φάντασμα και να το αφήναμε πάνω από το δρόμο να χοροπήδαγε.
- Ναι, ναι, φώναξε ο Μπίμπης,
- να δέσουμε ένα λευκό πανί και να το κουνάμε πάνω κάτω..
Η ιδέα αυτή του άρεσε τόσο πολύ, που τον έπιασε αμέσως ανατριχίλα. Όμως οι δρόμοι του χωριού μας ήταν εντελώς  σκοτεινοί και τα λιγοστά λυχνάρια των σπιτιών δεν έδιωχναν καθόλου το σκοτάδι, γι΄ αυτό ήτανε ζήτημα αν ο Μαστρογιώργης, θα έβλεπε το πανί αφού στο μεθύσι του παραπατούσε περισσότερο με κλειστά παρά με ανοιχτά μάτια.! Και έτσι όπως μιλάγαμε, οίδα στο σανταμόρι[25] του κήπου μας να κρέμονται οι κολοκύθες, που είχε κρεμάσει η Γιαγιά για στέγνωμα και τους είπα:
- Ρε παιδιά, να πάρουμε μια κολοκύθα.
- Και τι θες να κάνεις μ΄αυτή;,
ρώτησε ο Άρης ξαφνιασμένος.
- Θα την αδιάσουμε, θ΄ανοίξουμε διό μάτια και θα κόψουμε στη φλοίδα και ένα φοβερό στόμα με δόντια. Μετά θα βάλουμε ένα καντήλι  μέσα να φέγγει τη νύχτα.!
- Υπέροχο, υπέροχο.!, φώναξε ο Μποντόρας, -αυτό φαίνεται τη νύχτα από μακριά.
Για μας ήτανε επιτυχία, που δέχτηκε ο Μποντόρας να παίξει μαζί μας, γιατί ήτανε περιβόητος να σκιάζει τους χωρικούς. Ήτανε κάπως πιο μεγάλος από μας, ένας καλόκαρδος τύπος με στρογγυλό πρόσωπο και λίγο καμπουρωτή μύτη, που νόμιζε κανείς ότι πάντα γελούσε. Φτωχός όπως ήτανε, φορούσε ένα ξένο παντελόνι που χωρούσε δύο φορές μέσα και αντί για λουρίδα χρησιμοποιούσε ένα χοντρό  σπάγκο. Πολλές φορές άμα δε πρόσεχε , φαινότανε, για μεγάλη μας διασκέδαση, η τσουτσούνα του. Αυτός όμως δεν έχανε ποτέ την ηρεμία του και σα να μη συνέβαινε τίποτα, γελούσε μαζί με μας. 
Έτσι βαλθήκαμε αμέσως στη κατασκευή. Εγώ ζήτησα από τη Γιαγιά τη κολοκύθα, ο Μπίμπης θα έφερνε ένα μικρό δοχείο να βάλουμε λάδι μέσα, ο Μποντόρας θα έφερνε σπάγκο από τον αετό του και ο Άρης θα διοργάνωνε μπαμπάκι, να φτιάξουμε το φυτίλι του καντηλιού, έτσι όπως μας το έδειχνε η Γιαγιά. Πριν νυχτώσει είμαστε έτοιμοι και αρχίσαμε, προσέχοντας να μη μας δει ο Μαστρογιώργης, να κρεμάμε τη κολοκύθα ανάμεσα στην ακακία μας, που ήταν δίπλα στο δρόμο  και στο σανταμόρι του Νικόλα, που ήταν περίπου έξι μέτρα πιο πέρα. Ο Μποντόρας, έμπειρος με τα φαντάσματα, θα κούναγε στο σανταμόρι το σπάγκο πάνω- κάτω και έτσι θα ανεβοκατέβαινε η κολοκύθα στο μέσο του δρόμου σ΄ένα ύψος από περίπου πέντε, έξι μέτρα. Τη κολοκύθα τη κρύψαμε προσωρινά στη πυκνόφυλλη  ακακία. Άμα νύχτωσε, ανάψαμε το καντήλι και κάναμε τη πρώτη δοκιμή. Ήταν πραγματικά τρομαχτικό. Τα μικρότερα παιδιά φωνάζανε:
-Σκιάζομαι, σκιάζομαι.., κι΄έγώ τα φόβιζα πιο πολύ, λέγοντάς τους: 
- Το σκιάχτρο της κολοκύθας θα έρθει να σε φάει..!
Φώναζε και Μπίμπης από πισω:
- Το σκιάχτρο της κολοκύθας, το σκιάχτρο της κολοκύθας..!
Απροσδόκητα γεννήθηκε ένα θαυμάσιο παιχνίδι. Γελάγαμε, τρέχαμε, κυνηγάγαμε ο ένας τον άλλον και φωνάζαμε :
- Το σκιάχτρο της κολοκύθας, το σκιάχτρο της κολοκύθας.
Μετά τη δοκιμή σβήσαμε το καντήλι της κολοκύθας και την κρύψαμε πάλι στην ακακία μας. Ήμαστε έτοιμοι κάνουμε το παιχνίδι μας τη νύχτα, όταν θα πέρναγε ο Μαστρογιώργης μεθυσμένος. Ευτυχώς που μπορούσαμε να πάμε για ύπνο, όποτε θέλαμε, γιατί εκείνο το βράδυ είχαμε βαρεθεί να περιμένουμε. Κάποτε ακούσαμε από τη πλευρά της εκκλησίας να έρχεται ένας και να τραγουδάει μεθυσμένα. Σηκωθήκαμε όλοι, ανάψαμε το καντήλι της κολοκύθας και ο Μποντόρας πήγε στο σανταμόρι να κουνάει το σπάγκο πάνω-κάτω. Όταν έφτασε τρικλίζοντας και τραγουδώντας ο Μαστρογιώργης κοντά στην ακακία, άρχισε το σκιάχτρο να κατεβαίνει σιγά-σιγά και να χοροπηδάει μπροστά στη μύτη του. Αυτός σταμάτησε και αφού τα έβλεπε όλα διπλά και τριπλά, φώναξε με βραχνιασμένη και ασαφή φωνή:
 -Διάολε, τι θέ-θέλεις, εγώ δε πεί-πείραξα κανένα..
Είχε έτσι κι΄ αλλιώς δυσκολία να σταθεί στα πόδια του και αφού ο διάολος χοροπήδαγε συνέχεια μπροστά του, τον ζάλισε περισσότερο και σωριάστηκε κάτω. Εμείς κρυμμένοι στη κουζίνα της Γιαγιάς, κοιτάγαμε από το παράθυρο έξω και είχαμε ξελιγωθεί στα γέλια. Σταματήσαμε όμως να γελάμε, όταν σηκώθηκε ο Μαστρογιώργης και δε συνέχισε το δρόμο για το σπίτι του αλλά γύρισε πίσω στην αγορά. Αμέσως σβήσαμε το καντήλι, κρύψαμε πάλι τη κολοκύθα και αγωνιούσαμε, τι θα έκανε:
- Μήπως φέρει τον αγροφύλακα;,
ρώτησε τρομαγμένα ο Μπίμπης.
- Μη φοβάσαι τίποτα, καθησύχασα το Μπίμπη,
 - εδώ στη κουζίνα δε μας βλέπει κανένας.
Έτσι κι΄ έγινε, όταν μετά από λίγο ακούσαμε να έρχονται μερικά άτομα από τη πλευρά της ταβέρνας. Ήταν ο Μαστρογιώργης με δύο άλλους και όταν έφτασαν κοντά στη ακακία τους είπε:
- Ε-εδώ, ε-εδώ ήτανε.!
Στο σκοτάδι δε μπορούσαμε να διακρίνουμε, ποιοι ήταν οι δύο άλλοι. Κάτι ψιθύρισαν και μετά άναψε ένας αναπτήρας και βλέπαμε να γίνονται μερικοί σταυροί προς τα πάνω. Τότε καταλάβαμε, ότι και οι δύο άλλοι, και αυτοί τύφλα στο μεθύσι, είχαν χεστεί επάνω τους..!
-Τώρα πάμε., είπανε παρηγορητικά του Μαστρογιώργη και τον συνόδεψαν σπίτι του. Εμείς τρίβαμε τα χέρια μας για την θριαμβευτική επιτυχία που είχαμε και πήραμε απόφαση, να τρομάξουμε κι΄ άλλους στο χωριό.
Την άλλη μέρα είχε το παιχνίδι με τη κολοκύθα μία απροσδόκητη εξέλιξη. Περιμέναμε πάλι το Μαστρογιώργη και όταν τον ακούσαμε να έρχεται, είμαστε πάλι έτοιμοι να αφήσουμε το διάολο να χοροπηδάει. Μόνο που ο Μποντόρας αυτή τη φορά κατέβασε το σκιάχτρο πολύ πιο γρήγορα. Ο Μαστρογιώργης προετοιμασμένος, σταμάτησε, τράβηξε το πιστόλι του και έριξε δύο πιστολιές στο σκιάχτρο. Χρησιμοποίησε εκείνο το παλιό μπροστογεμές δίκαννο πιστόλι, που θέλαμε πάντα να το είχαμε. Από τα σμπάρα τρόμαξε τόσο πολύ ο Μποντόρας, που άφησε το σκοινί και η κολοκύθα έπεσε στη ρίζα της ακακίας και διαλύθηκε. Εμείς τα χάσαμε και κοιτάζαμε με αγωνία έξω ώσπου για μια στιγμή ακούσαμε το Μαστρογιώργη να λέει:
- Διάολε, σε πέ-πέτυχα..!
Από το μεθύσι του δεν είδε ότι η κολοκύθα έπεσε και έσπασε, γι΄ αυτό νόμισε ότι πέτυχε το διάολο και τον διέλυσε.! Γι΄ αυτό ξαναφώναξε με τη βραχνή φωνή του:
- Διάολε, σε πέ-πέτυχα..!
Τρομαγμένοι βγήκαν και οι πρώτοι γείτονες έξω, να δούνε τι συμβαίνει και μάθανε, ότι ο Μαστρογιώργης ήταν ο πρώτος θνητός, που σκότωσε τον διάολο.!























ΜΕ ΤΗ ΜΟΜΟΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ[26]
Πλαίσιο κειμένου:










Πλαίσιο κειμένου: Η Μομόλα χαίρεται να φάει λίγο τυρί



Ο ξάδελφός μου ο Μπίμπις κι΄ εγώ είχαμε μια μέρα, στα μέσα Αυγούστου, την ιδέα, να πάμε με τη Μομόλα στο ποτάμι, στον Πηνειό, που απείχε από το χωριό μας περίπου δύο χιλιόμετρα. Θέλαμε να δούμε, πώς θα κολυμπούσε η Μομόλα και αν θα είμαστε εμείς πιο γρήγοροι ή αυτή.
Την άλλη μέρα πήρα ψωμί και λίγο τυρί για να δελεάζω τη Μομόλα να μας ακολουθεί, γιατί φοβόμουνα μήπως βαριότανε να περπατήσει ως το ποτάμι. Πήραμε λοιπόν το δρόμο προς τα κει, χωρίς να πούμε της Γιαγιάς μας τίποτα. Ποτέ δε θα μας επέτρεπε να κάνουμε ένα τέτοιο τολμηρό παιχνίδι. Πόσες φορές μας έλεγε διδακτικά:
- Μη πάτε ποτέ στο ποτάμι. Τα νερά των ποταμιών είναι ύπουλα. Εκεί έχουν πνιγεί μεγάλοι άντρες. Προσέξτε..!
Αλλά η Γιαγιά δε μας μαρτύρησε, ποια εποχή πνίγηκαν εκεί οι μεγάλοι. Όχι βέβαια το καλοκαίρι όταν ο Πηνειός δεν είχε  πολύ νερό και οι αγρότες μπορούσαν να τον περάσουν σ΄ αυτή τη θέση με το κάρο, κοντά στο χωριό Αγία Μαύρα[27], που είχαν ανοίξει στις όχθες του ποταμού δεξιά και αριστερά  δρόμο και κατέβαινε κανείς άνετα κάτω στο ποτάμι. Όμως εδώ και τρεις μέρες είχε βρέξει στις βουνοκορφές του Ερύμανθου και ήταν επόμενο να έχει το ποτάμι περισσότερο νερό απ΄ ότι  έχει συνήθως αυτό το μήνα.
Έτσι λοιπόν φύγαμε κρυφά-κρυφά και όσο απομακρυνόμαστε από τα σπίτια μας τόσο μεγάλωνε η χαρά μας και μαζί μ΄ αυτή η ευαισθησία μας να απολαμβάνουμε τον απέραντο κάμπο. Όσο έκοβε το μάτι μας, βλέπαμε τους ατελείωτους καταπράσινους αμπελώνες μες στους οποίους ήταν εδώ κι΄ εκεί μεγάλα ελαιόδεντρα, που διέκοπταν το πυκνό πράσινο των αμπελιών και έδιναν στο τοπίο μια ανάλαφρη  χάρη. Τα μεγάλα κίτρινα χωράφια που είχαν θεριστεί από τα σιτηρά, σκόρπαγαν, στη δροσερή ζέστη τής πρωινής ώρας, αυτή τη χαρακτηριστική μυρουδιά τής ξερής καλαμιάς, ενώ τις άκρες των χωραφιών τις στόλιζαν κυπαρίσσια, λεύκες και ευκάλυπτα. Ξυπόλητοι, όπως πάντα, πατούσαμε τον ανάλαφρο μπουχό[28] στις αυλακιές που είχαν δημιουργήσει οι ρόδες των κάρων. Έτσι αποφεύγαμε να πατάμε στα αιχμηρά χαλίκια και ο δροσερός μπουχός που έμπαινε μέσα στα δάχτυλα, μας προκαλούσε ένα ευχάριστο γαργάλισμα. Ιδιαίτερα χαιρόμαστε άμα βρίσκαμε  φρουτοφόρα δέντρα, τυχαία ξεφυτρωμένα εδώ και κει, που δεν ανήκαν σε κανένα. Από αυτά τρώγαμε  τα γινωμένα φρούτα, ασύγκριτα στη μυρωδιά και στη νοστιμάδα τους. Η τύχη μας ήταν, που όλο τον Αύγουστο, ακόμα και το Σεπτέμβριο είχαν οι συκιές ώριμα σύκα. Δε χάναμε όμως ευκαιρία να μπαίνουμε απαρατήρητοι μες στ΄ αμπέλια  και να κόβουμε μικρά σταφύλια, που τα λέγανε <τσαμπίδια>, γιατί αυτά συνήθως δε τα πετύχαινε το χάλκωμα[29] και γι΄ αυτό μπορούσαμε να τα τρώμε άπλυτα. Αξέχαστα θα μείνουν και τα νόστιμα καρπούζια, που διαλέγαμε τα ώριμα, χτυπώντας τα δάχτυλα στη φλοίδα τους, έτσι όπως εξετάζουν οι γιατροί τους ασθενείς. Όταν ο ήχος, που έδινε ένα καρπούζι ήταν <βαθύς> τότε αυτό ήταν ώριμο. Αξέχαστη θα μείνει ακόμη η χαρά όσες φορές, ρίχναμε μες΄ στο πηγάδι της Γιαγιάς καρπούζια και τα βγάζαμε μετά από ώρες με τον κουβά, αφού είχαν δροσιστεί και τα χαιρόμαστε. Έτσι μας έδιναν τα ώριμα φρούτα τη ζάχαρη, που δεν υπήρχε στα σπίτια και μας έκοβαν τη συνεχή πείνα.
Κάθε φορά όταν τρώγαμε φρούτα, μας κοίταγε η Μομόλα λυπημένη σα να ήθελε να μας πει:  
 - Δώσε μου κι΄ εμένα...
Ο Μπίμπης, που κατάλαβε, τι με στενοχωρούσε  με καθησύχασε   λέγοντάς μου:
- Η Μομόλα τρώει μόνο γινωμένα σταφύλια, όλα τ΄ άλλα φρούτα   δε τα θέλει..
Για να τη παρηγορήσω, της έδωσα ένα κομμάτι τυρί και μετά βαλθήκαμε αμέσως να της βρούμε στ΄ αμπέλια ώριμα σταφύλια. Αυτή την εποχή είχε προ πολλού ωριμάσει η μαύρη σταφίδα και  μου έκανε μεγάλη εντύπωση, με πόση χαρά χλαπούκιζε η Μομόλα τα γινωμένα τσαμπίδια  της  σταφίδας. Από τα ώριμα σύκα, που βρήκαμε δεν ήθελε πραγματικά να φάει.
Δεν είχαμε κάνει ούτε το μισό δρόμο όταν μας έπιασε πείνα και καθίσαμε στη σκιά μιας μεγάλης συκιάς κι΄ αρχίσαμε να τρώμε  ψωμί , τυρί και σύκα. Αισθανόμαστε σαν κι΄ αυτούς του μεγάλους εξερευνητές, που τρώνε στην ύπαιθρο μακριά από κάθε πολιτισμό. Όσο ασυνήθιστος κι΄ αν ήταν  ο συνδυασμός <τυρί με σύκα>, εμάς μας άρεσε υπερβολικά, γιατί έτσι πρέπει να ζουν οι <σκληροί άντρες>! Από το λίγο τυρί που είχαμε, δίναμε και της Μομόλας αλλά όταν τελείωσε κι΄ αυτό άρχισε η Μομόλα να κυνηγάει ακρίδες. Μας διασκέδαζε, με πόση συγκέντρωση κάρφωνε με τα μάτια της στο <θήραμά> της και αφού το πλησίαζε σιγά-σιγά, έκανε ένα χαριτωμένο πήδημα και προσπαθούσε με τα μπροστινά της πόδια να το πιάσει. Οι ακρίδες όμως δυστυχώς πάντα της έφευγαν. Λες και είχε καταλάβει, πόσο μας διασκέδαζε το κυνήγι της, γι΄ αυτό προσπαθούσε  ολοένα ακούραστα να μας δείχνει την ικανότητά της και να παίρνει έτσι από εμάς γελαστούς επαίνους. Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα, πώς η Μομόλα διέκρινε, πότε χαιρόμαστε και πότε  είμαστε σοβαροί και άρχισα να πιστεύω, ότι τα ζώα αυτά έχουν ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Όσο και να μας διασκέδαζε η Μομόλα, δε καθίσαμε στον ίσκιο της συκιάς πολλή ώρα, γιατί θέλαμε να πάμε οπωσδήποτε στο ποτάμι και να είμαστε στο μεσημεριανό φαγητό πάλι στο σπίτι. Βγαίνοντας από το χωράφι στον δρόμο, να σου και ερχόταν ο Μανόλης ο Πλιάκας με το κάρο του κατευθυνόμενος κι΄ αυτός προς την Αγία Μαύρα.
- Για σου Μανόλη, μας παίρνεις λίγο μαζί;
- Από πού ξετρυπώσατε ρε αλητάκια;






 



Μανόλης Πλιάκας


 
 

















- Καθόμαστε κάτω απ΄ αυτή την συκιά και θέλουμε να πάμε   στο ποτάμι.
- Στο ποτάμι; Εκεί πάω κι΄ εγώ να πάρω χαλίκι. Ανεβείτε    πάνω.
Ο Μπίμπις σκαρφάλωσε από τη ρόδα επάνω στο κάρο και κάθισε πίσω. Εγώ του έδωσα τη Μομόλα  και κάθισα μπροστά, δίπλα στον Μανόλη κι΄ αυτός με ρώτησε αμέσως:
- Τι θέλετε στο ποτάμι;
Ήμουνα για λίγο αμήχανος γιατί δεν ήξερα, αν θα ήταν καλλίτερα να πω αλήθεια η ψέματα. Τελικά του είπα την αλήθεια, τον παρακάλεσα ώμος να μη το μαρτυρήσει στη Γιαγιά μου, γιατί θα είχα φασαρία.
- Όχι, όχι, δε θα πω τίποτα, εκτός αν συμβεί κάτι με σας και με ρωτήσουν. Τότε πρέπει να το πω.. Εξ΄ άλλου σήμερα θα έχει το ποτάμι περισσότερο νερό, γιατί στις προάλλες έβρεξε και αν το νερό είναι βαθύ, δε θα σας αφήσω να μπείτε μέσα.
Αυτό που είπε ο Μανόλης μου άρεσε, γιατί έδειχνε ότι αισθανότανε ευθύνη για μας κι΄ εγώ  συνήθως πρόσεχα τις συμβουλές των μεγάλων.
Έτσι επάνω στο κάρο κατευθυνόμαστε σιγά-σιγά προς την Αγία Μαύρα κι΄ από ψηλά φαινόταν ο κάμπος  πιο φαρδύς και πιο όμορφος. Η Αγία Μαύρα είχε δύο αρτεσιανά. Ένα όπως μπαίναμε στο χωριό δεξιά στη γωνία και το άλλο αριστερά, όπως πάει κανείς στο ποτάμι. Εδώ στο δεύτερο αρτεσιανό σταμάτησε ο Μανόλης να δώσει νερό στ΄ άλογό του.
- Αυτό το νερό είναι καλλίτερο από τ΄ άλλο, γι΄ αυτό αφήνω τ άλογό μου να πιει από δω.
Αυτό που είπε ο Μανόλης μου έκανε εντύπωση και τον ρώτησα:
- Εγώ νόμιζα, ότι τ άλογα πίνουν από κάθε λακκούβες νερό. Τι το νοιάζει τ΄ άλογό σου, αν πιει από εδώ η από κει;
Ο Μανόλης χαμογέλασε με την άγνοιά μου και μ΄ απάντησε με διδακτικό ύφος:
- Τ΄άλογα πίνουν μόνο ολοκάθαρο νερό και αυτό θα σου τ΄ αποδείξω αμέσως.
Έβγαλε τον κουβά που τον είχε κάτω από το κάθισμά του  μαζί με μια τριχιά, τον γέμισε νερό και μου είπε:
- Πιες πρώτα εσύ.
Αφού ήπια, μου λέει μετά:
- Τώρα θα δεις, που το άλογο δε θα θέλει να πιει από αυτό το νερό που ήπιες!
Πραγματικά, το άλογο μύρισε το νερό  και δεν ήθελε να πιει. Ο Μανόλης έχυσε το νερό, ξέπλυνε τον κουβά και τον γέμισε με φρέσκο νερό από το αρτεσιανό. Και από εδώ τώρα ήπιε το άλογο! Το κοίταγα και δεν το πίστευα. Αυτό μου έκανε μια πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί δε μπορούσα να καταλάβω, τι μύρισε το άλογο από μένα. Ήξερα ότι τα σκυλιά είχαν φοβερή ικανότητα να βρίσκουν τα ίχνη από τα ζώα, και ότι η Μομόλα μ΄έβρισκε πάντα, όπου και να κρυβόμουνα. Αλλά ότι και τα άλογα έχουν τέτοια ανεπτυγμένοι όσφρηση, αυτό δεν το ήξερα. Ικανοποιημένος ο Μανόλης μου είπε διδακτικά:
- Λοιπόν είδες; Πρέπει να ξέρεις, ότι τα άλογα είναι από τα πιο καθαρά ζώα. Τρώνε μόνο χόρτα και σανό.!
Εκείνη τη στιγμή του απάντησε ο Μπίμπης:
- Εγώ ξέρω άλογα που τρώνε ψωμί και σταφύλια..
Ο Μανόλης ξεκαρδίστηκε στα γέλια:
- Είναι ψωμί και σταφύλια βρώμικα;
Ο Μπίμπης ξαφνιάστηκε και πριν προλάβει να πει και δεύτερη κουταμάρα, φώναξε ο Μανόλης με τη βροντερή του φωνή:
- Ελάτε ανεβείτε τώρα.
Σιγά-σιγά, έτσι όπως συνεχίσαμε το δρόμο μας προς το ποτάμι, άρχισα να καταλαβαίνω, πώς τα φυτοφάγα ζώα διέκριναν με την όσφρηση, ποια φυτά πρέπει να τρώνε και ποια τα βλάφτουν. Αυτό δε το ήξερα.
Όταν φτάσαμε κάτω στο ποτάμι, λέει ο Μανόλης:
- Παιδιά, εν τάξει. Το νερό δεν είναι βαθύ. Μπορείτε σήμερα να κολυμπήσετε.
Ευχαριστήσαμε το Μανόλη και αφού γδυθήκαμε, μπήκαμε μες΄το ποτάμι.
Το νερό μας έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Ήταν καθαρό και κρύο. Τώρα είμαστε περίεργοι, τι θα έκανε η Μομόλα. Αρχίσαμε να τη προκαλούμε να έρθει μαζί μας στο νερό. Αυτή όμως έμεινε στην όχθη και γάβγιζε σαν να ήθελε να πει:
- Τι σαχλαμάρες είναι αυτές που κάνετε. Ελάτε αμέσως έξω.
Η Μομόλα δεν είχε δει ποτέ ένα ποτάμι, γι΄αυτό φοβότανε. Εμείς προσπαθούσαμε να την ενθαρρύνουμε και την καλούσαμε συνέχεια να έρθει μέσα:
- Έλα Μομόλα, έλα να πιάσεις ψάρια.
Η Μομόλα όμως δεν ήταν βλάκας. Έμενε εκεί στην όχθη και συνέχιζε να γαβγίζει. Αφού λοιπόν δεν ερχότανε, βγήκα έξω, τη σήκωσα προσεκτικά και τη πήρα στο ποτάμι. Αυτή κοίταζε φοβισμένη το νερό και προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Όταν την έβαλα προσεκτικά αντίθετα στη ροή του νερού  άρχισε να κολυμπάει πολύ πιο γρήγορα απ ότι εγώ, αλλά όχι για πολύ χρόνο. Μετά από μερικά μέτρα βγήκε πάλι  πίσω  στην όχθη και άρχισε πάλι να γαβγίζει.
- Άσεμε και μένα να κολυμπήσω με τη Μομόλα, μου φώναζε ο Μπίμπις.
Έτσι βγήκα πάλι έξω και προσπαθούσα να πιάσω τη Μομόλα, η οποία όλο μου διέφευγε  γαβγίζοντας, σαν να μου έλεγε:
- Αν μπορείς, πιάσεμε.!
Ήξερε πολύ καλά ότι πάλι θα την έβαζα στο νερό, πράγμα που δεν το ήθελε καθόλου, και για να μην αρνηθεί να έρθει, μετέστρεψε τη δυσφορία της  σε παιχνίδι. Ήταν ακριβώς αυτή η έξυπνη συμπεριφορά της, που με έκανε κάθε φορά να  τη θαυμάζω. Αφού την κάλεσα δυο, τρεις φορές κάπως αυστηρά, ήρθε τελικά σε μένα κι εγώ την πήγα πάλι μέσα στο ποτάμι, εκεί που περίμενε ανυπόμονα ο Μπίμπης.
- Λοιπόν τώρα θ΄αρχίσει ο αγώνας., είπα του Μπίμπη. Με το <τρία> θα βουτήξεις:
- Ένα, δύο, τρία..
 Ο Μπίμπης έχωσε το πρόσωπο του μες το νερό και άρχισε να το χτυπάει άσκοπα με τα χέρια ώσπου άφρισε το ποτάμι, χωρίς να προχωράει ούτε ένα εκατοστό! Η Μομόλα τον είχε αμέσως ξεπεράσει και είχε ήδη βγει πάλι έξω, ενώ ο Μπίμπης πολέμαγε ακόμη με το ποτάμι και δεν άκουγε που του φώναζα να σταματήσει. Εγώ κράταγα τη κοιλιά μου από τα γέλια και όταν τελικά σταμάτησε και κοίταξε ξαφνιασμένος δίπλα του, κατάλαβε ότι είχε μείνει στο ίδιο σημείο. Τότε άρχισε και αυτός να γελάει με το ιδιόμορφο γέλιο του: <Χι, χι, χι,χι…>, που σκόρπιζε μεγάλη χαρά σ όλους που τ άκουγαν. Μερικές φορές ακόμη βουτήξαμε, έτσι γυμνοί όπως είμαστε,  χωρίς τη Μομόλα,  μες το ποτάμι και μετά φορέσαμε τα δυο ρούχα[30] που είχαμε  και πήραμε το δρόμο πίσω. Έτσι βρεγμένη όπως ήταν η Μομόλα έβλεπε κανείς πόσο αδύνατο ήταν αυτό το σκυλάκι και από τότε πήρα την απόφαση να της δίνω όσο μπορώ περισσότερο φαγητό. Ήταν μεγάλη χαρά για τη Μομόλα που  ο ήλιος ήδη είχε αρχίσει να ζεσταίνει το κάμπο και δε προλάβαμε να φτάσουμε το χωμάτινο δρόμο όταν η Μομόλα κυλίθηκε  επάνω στον μπουχό και έγινε όλο της το τρίχωμα λευκό μαζί με τη μουσούδα της. Έδειχνε τόσο αστεία η κακομοίρα η Μομόλα με την άσπρη της μουσούδα, που άθελά μας αρχίσαμε να γελάμε εις βάρος της και αυτή χαιρόταν μαζί μας χωρίς να καταλαβαίνει, γιατί εμείς είμαστε τόσο χαρούμενοι. Αφού είχαμε προχωρήσει πέρα από τα αρτεσιανά της Αγίας Μαύρας και ο ήλιος μας έκαιγε ήδη τα κεφάλια και τους ώμους, μας ήρθε ξαφνικά η ιδέα να γυρίσουμε πίσω στο ποτάμι και να ξαναβουτήξουμε. Αλλάξαμε αμέσως πορεία και με γρήγορα βήματα πλησιάζαμε το Πηνειό.
Η Μομόλα δε καταλάβαινε πλέον τι της γινόταν και όταν φτάσαμε στις όχθες του ποταμού και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε κάτω, εδώ σταμάτησε αυτή και άρχισε να γαβγίζει σα να ήθελε να πει: <Δε πρόκειται σήμερα να σταματήσετε μ΄ αυτές τις σαχλαμάρες :>. Για μας βέβαια ήταν μεγάλη ευχαρίστηση να ξαναμπούμε στο νερό και έτσι ντυμένοι όπως είμαστε βουτήξαμε δυό, τρεις φορές, ενώ η Μομόλα επάνω συνέχεια γάβγιζε. Μετά όμως πήραμε τελειωτικά το δρόμο προς χωριό μας  και φτάσαμε εκεί και οι τρεις στεγνοί και στη ώρα μας για το μεσημεριανό φαγητό.
Η Γιαγιά μας είχε βράσει τραχανά σε στημένη ντομάτα από το κήπο μας. Αυτή τη νοστιμάδα, δε πρόκειται ποτέ να τη ξεχάσω. Και αυτή οφείλετο  κυρίως στις ντομάτες, φυσικά μεγαλωμένες, που είχαν μια άφταστη μυρωδιά και νοστιμάδα.
Ευτυχώς που η Γιαγιά δε μας ρώτησε που είμαστε.
Έτσι ούτε είπαμε ψέματα και κάναμε το κέφι μας μαζί με τη Μομόλα.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1944, καταλάβαμε  πόσο επικίνδυνο θα μπορούσε να γίνει αυτό το ειρηνικό μας ποτάμι. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ανατίναξαν τη γέφυρα των Καβασίλων να μην τους ενοχλούν οι αντάρτες της ορεινής Ηλείας. Δε μπορούσαν όμως ούτε και οι άλλοι κάτοικοι να περάσουν το ποτάμι.
Μια μέρα έφτασε στο χωριό ο Θανάσης ο Παπαδόπουλος από την Αγια Μαύρα και μας είπε:
- Στα Καβάσιλα φτιάχνει ένας Εγκλέζος μια ξύλινη γέφυρα και φοράει ένα μεγάλο μπιστόλι.!
Τι ήταν να τ΄ακούσουμε αυτό;  Μας έπιασε μια μεγάλη περιέργεια, λες και γινόταν κάτι το φανταστικό! Σαν αστραπή μαθεύτηκε η είδηση αυτή σ΄όλο το χωριό και μαζεύτηκαν στη πλατεία ένα σωρό παιδιά όλα γεμάτα περιέργεια. Όλοι ήθελαν να πάμε στα Καβάσιλα, που δεν ήταν μακρύτερα από περίπου τρία χιλιόμετρα. Έτσι  πήραμε το δρόμο προς την Αγία Μαύρα,  και ακολουθήσαμε  το δρόμο αριστερά δίπλα στο ποτάμι, που μας οδήγησε ως την ανατιναγμένη γέφυρα.  Ο δυναμίτης την είχε κόψει στη μέση κι΄αυτή είχε βυθιστεί μές΄το ποτάμι, ενώ τα δύο άκρα της γέφυρας που ακουμπούσαν στις όχθες του ποταμού είχαν πεταχτεί πολλά μέτρα προς τα πάνω. Εκεί κάτω στο ποτάμι πραγματικά ένας λιγνός και ξανθός Εγκλέζος έδινε διαταγές σε Έλληνες χωρικούς, πώς να βάζουν τους κορμούς από τα δέντρα που είχαν μαζέψει, για να φτιαχτεί μια μικρή προσωρινή γέφυρα. Αυτοί οι κακόμοιροι μπέναν στα νερά του ποταμιού και είχαν γίνει μούσκεμα. Για μια στιγμή λέει ο Αντρίκος ο Νικολουτσόπουλος:  
- Κοίτα το πούστη τον ΄Αγγλο, μόνο διαταγές δίνει και δε βάζει κι΄αυτος ένα χεράκι.. Και βλέπεις, τώρα που έφυγαν οι Γερμανοί, εμφανίστηκαν αυτοί. Όλο τον καιρό όμως έβαζαν τους Έλληνες να βγάζουν το φίδι από τη τρύπα.
Η αυθόρμητη παρατήρηση του Αντρέα, που ήταν τότε δεκαέξι χρονών και γι αυτό είχε κάποιο μεγαλύτερο κύρος απ ότι εμείς, όχι μόνο μας χαροποίησε αλλά μας έκανε να βλέπουμε το Άγγλο με αντιπάθεια, παρόλο που έκανε καλό στον τόπο. Μετά από λίγο άρχισε να βρέχει και όσο πήγαινε, έβρεχε και πιο δυνατά. Όλοι εμείς που χαζεύαμε,  τρυπώσαμε κάτω από το σκέλος της γέφυρας, και βλέπαμε με περιέργεια, πώς βρεχόταν ο ΄Αγγλος. Οι δικοί μας ήταν έτσι κι αλλιώς μούσκεμα και απολάμβαναν τη βροχή, γιατί τους καθάριζε από τις λάσπες.
Σκεφτόμουνα, πόσο σκληραγωγημένοι ήταν αυτοί οι κακόμοιροι γεωργοί και τι πείνα τράβηξαν στη κατοχή, γιατί ήρθαν οι ξένοι να κουμαντάρουν το τόπο τους.. Πριν προλάβω να τελειώσω τις σκέψεις μου, είχε πάρει η βροχή  καταρρακτώδης εκτάσεις. Άστραφτε και έβρεχε τόσο δυνατά, που δεν έβλεπε κανείς τ΄απέναντι δέντρα του δρόμου. Όταν σταμάτησε η καταρρακτώδης αυτή βροχή και ψιχάλιζε μόνο, πήραμε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Στα μέσα περίπου του δρόμου έπιασε πάλι βροχή και εμείς αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε. Οι μεγάλοι μας φώναζαν να προσέχουμε τη χωμάτινη όχθη του ποταμού που έπεφτε σχεδόν κάθετα στα αγριεμένα θολά νερά του Πηνειού. Πολύ γρήγορα είχε φουσκώσει το ποτάμι και έσερνε μαζί του φύλα, κλαριά και δέντρα. Εδώ σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε η Γιαγιά μου..! Όποιος έπεφτε εδώ μέσα, και καλό κολύμπι να ήξερε, δε θα μπορούσε πουθενά να  πιαστεί στις γλιστερές όχθες και πιθανότατα θα πνιγόταν. Περισσότερο από αμηχανία παρά από εξυπνάδα μαζευτήκαμε όλοι, σαν τα βλακώδη πρόβατα, σ΄ένα λιοστάσι και προσπαθούσαμε ν΄αποφύγουμε  λίγο τη βροχή κάτω από τις ελιές. Σε μια στιγμή έλαμψε ο τόπος και αισθανθήκαμε, να μας λυγίζουν τα πόδια από τον ηλεκτρισμό της αστραπής.! Χεστήκαμε όλοι επάνω μας και βγήκαμε από το λιοστάσι τρέχοντας προς το χωριό μας. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους και παρακαλούσαν με τρεμουλιάρικη φωνή την Αγία Παρασκευή του χωριού μας, να τους βοηθήσει. Τελικά φτάσαμε όλοι σώοι και αβλαβείς στο χωριό. Οι κάτοικοι που μας περίμεναν μ΄αγωνία  ήθελαν να μάθουν αμέσως, τι είδαμε. Αυτό βέβαια μας χαροποίησε πολύ γιατί για πρώτη φορά ξέραμε εμείς περισσότερα απ ότι οι μεγάλοι κι΄ αυτό μας έδινε το συναίσθημα της ανωτερότητας. Και έτσι βρεγμένοι όπως είμαστε τους διηγηθήκαμε με ακρίβεια όλη την ιστορία.
Την άλλη μέρα μάθαμε ότι το ποτάμι πήρε τη ξύλινη γέφυρα και έτσι πήγε όλος ο κόπος χαμένος.
Αυτό όμως που μου έκανε φοβερή εντύπωση, ήταν το φουσκωμένο ποτάμι. <Πόσο γρήγορα>, σκεφτόμουνα, <μπορούσε η στάθμη του ν΄ανεβεί δυο τρία μέτρα και να κυλάει τόσο επικίνδυνα..!> Ολοένα σκεφτόμουνα, πόσο δίκιο είχε η Γιαγιά μου όταν μας συμβούλευε να μη πάμε στο ποτάμι.
Αυτή ήταν μία φοβερή αλλά και διδακτική εμπειρία και από τότε άθελά μου ερχόταν συχνά στο νου μου το ρώτημα:<Θα γλίτωνε η Μομόλα, αν θα έπεφτε μέσα σ΄αυτό το άγριο ποτάμι;>

ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ


Ήταν ακριβώς μια εβδομάδα πριν από την ημέρα του Σωτήρος, που γιορτάζεται στις 6. Αυγούστου όταν οι φιλονικίες που είχαμε με το γειτονικό χωριό, την Αγία Μαύρα, είχαν πάρει σοβαρές εκτάσεις. Τα μαλώματα άρχισαν ουσιαστικά
μετά από έναν ασήμαντο ποδοσφαιρικό αγώνα που κάναμε στη Αγία Μαύρα. Επειδή τους νικήσαμε, άρχισαν αυτοί να μας κατηγορούν, ότι παίξαμε άγρια, χωρίς αθλητικό πνεύμα και ακόμα ότι είχαμε δωροδοκήσει τον διαιτητή. Μία βλακώδης κατηγορία, γιατί διαιτητής ήταν ένα μεγαλύτερο παιδί από το χωριό τους. Αλλά, κουβέντα τη κουβέντα άρχισαν οι μεγαλύτεροι να τσακώνονται και να σπρώχνονται. Ο ξάδελφός μου ο Μιχάλης και ο αδελφός μου, που ήταν κατά πέντε χρόνια μεγαλύτεροί μου, έδωσαν τόπο στην οργή και έτσι καταπραΰνθηκε η κατάσταση. Φεύγοντας όμως, άρχισαν μερικοί από τους άλλους ύπουλα να μας πετάνε μεγάλους σβόλους[31].
- Είσαστε ύπουλοι και δειλοί..
τους φώναξαν μερικοί από τη ομάδα μας και άρχισαν και αυτοί να τους πετάνε σβόλους και καλάμια. Έτσι ξέσπασε η αποθηκευμένη οργή, που είχαν και οι μεν και οι δε, σε ένα τακτικό <σβολοπόλεμο>. Επειδή όμως βρισκόμαστε σε ξένη περιοχή, αποσυρθήκαμε σιγά-σιγά αμυνόμενοι και μείναμε ευχαριστημένοι, που δεν τραυματίστηκε κανένας ούτε από τη μία αλλά ούτε και από την άλλη πλευρά.
Φτάνοντας στο χωριό μας αρχίσαμε να κάνουμε εκδικητικά σχέδια:
- Να τους στήσουμε ενέδρα και να τους ξυλοκοπήσουμε..,
πρότειναν με αγανάκτηση οι μεν.
- Να τους καλέσουμε για μάχη και γύρο-γύρο στο χωράφι να έχουμε βάλει σανό και εκεί να βάλουμε φωτιά να χεστούν επάνω τους,
προτιμούσαν  οι δε σαν πιο αποτελεσματικό πολεμικό σχέδιο. Ο Μιχάλης και ο αδελφός μου, που είχαν την ιδιότητα και την ευθύνη στρατηγών, δε τους άρεσαν αυτά τα πολεμικά σχέδια που άκουγαν.
- Όχι, εμείς δε θα εφαρμόσουμε τέτοια ύπουλα σχέδια. Θα πολεμήσουμε με τίμια ανδρεία..,
είπανε και πολλά  παιδιά, που ήταν σ΄αυτό το πολεμικό συμβούλιο παρόντα, είχανε την ίδια γνώμη. Τουλάχιστον όλα αυτά τα παιδιά, που πίστευαν, ότι πρέπει κανείς να συμπεριφέρεται σωστά ακόμη και απέναντι του εχθρού. Όπως φαίνεται οι λέξεις των μεγάλων, έπιαναν τόπο όταν μας δίδασκαν:
- Πρέπει να είσαστε πάντα τίμιοι και να μη τα βάζετε ποτέ μ΄αυτούς  που έχουν λιγότερη δύναμη απ΄ ότι εσείς.
-Με τι τρόπο λοιπόν θα τους πολεμήσουμε;.
ρώτησε ο Τάσης ο Μανιάς, ο οποίος στους πολεμικούς κινδύνους περισσότερο κρυβότανε παρά ερχότανε μαζί  μας στη πρώτη γραμμή. Μιλήθηκαν πολλά πολεμικά σχέδια αλλά κάθε ένα και κάπου χώλαινε. Ώσπου για μια στιγμή μου ήρθε στο μυαλό να χρησιμοποιήσουμε το νέο μου όπλο:
- Τι θα λέγατε, αν σε ένα σβολοπόλεμο, μαζί με τις σφεντόνες χρησιμοποιούσαμε και το μπιστόλι μου ;,
ρώτησα τους στρατηγούς και τα μέλη του στρατηγικού συμβουλίου. Και πραγματικά αυτή η ιδέα έπιασε τόπο, γιατί η χρήση αυτού του μπιστολιού δεν απαιτούσε ανοιχτή φωτιά που κάπνιζε και έτσι πρόδινε τις θέσεις μας.
Σαν παιδιά του πολέμου, που είμαστε, παίζαμε με πολεμικά εφόδια και γνωρίζαμε διάφορες εκρηκτικές ύλες. Μαύρη μπαρούτη βγάζαμε από τα κυνηγητικά φυσίγγια και από τους μεγάλους κάλυκες των κανονιών[32] βγάζαμε ένα λεπτό κιτρινωπό  <μακαρονάκι>, που αν το άναβες, καιγότανε με μέτρια ταχύτητα[33] και δεν έσβηνε με τίποτα, ακόμη και αν το πάταγες.
Ο αδελφός μου είχε τρυπήσει ένα κάλυκα μυδραλιοβόλου στο πίσω μέρος,  τον είχε δέσει με σύρμα σφιχτά σε μία ξύλινη λαβή και αυτό το κρατούσε σα μπιστόλι. Έβαζε μαύρη μπαρούτη μέσα και με <δύο> κοτσάνια από καλαμπόκια βούλωνε το κάλυκα. Μετά έβαζε στη τρύπα ένα μακαρονάκι από περίπου πέντε εκατοστά και μ΄ένα αναμμένο κάρβουνο άναβε το φυτίλι. Επακολουθούσε ένας δυνατός κρότος με μαύρο καπνό και βλέπαμε με μεγάλο θαυμασμό να πετάγονται τα κοτσάνια ψηλότερα από τα πιο μεγάλα ευκάλυπτα.
Αυτό ήταν ένα από τα πολλά <παιχνίδια> που είχε εφεύρει ο αδελφός μου, είχε όμως το μειονέκτημα να χρειάζεται κανείς αναμμένα κάρβουνα. Αυτό δυσκόλευε τη χρήση του. Γι΄αυτό έψαχνα να βρω μια καλλίτερη λύση. Τότε είχαν έρθει εκείνα τα μπιστολάκια με τις ταινίες που είχαν επάνω κάθε ένα εκατοστό μαύρα στρογγυλά καψούλια με τα οποία παίζανε τα παιδιά αστυνομικούς και κλέφτες. Είχα λοιπόν την ιδέα να δοκιμάσω, αν αυτά τα καψούλια μπορούσαν να αναφλέξουν τη μαύρη μπαρούτη που είχε μέσα ένας  κάλυκας. Επήρα λοιπόν το μπρούντζινο κάλυκα ενός πολεμικού όπλου και με το ψαλίδι της Θείας μου άνοιξα στο πίσω μέρος του κάλυκα σιγά-σιγά μία μικρή τρύπα, που χώραγε ίσα-ίσα το μακαρονάκι.





 



Ακριβής ανακατασκευή του μπιστολιού μου.
 
 













Τον έδεσα σφιχτά με σύρμα σε μια ξύλινη διχάλα και αφού έβαλα λίγη μπαρούτη μέσα, που τη στούμπωσα  στον κάλυκα με χαρτί, έβαλα επάνω στη τρύπα το καψούλι απ΄τη ταινία και με μια στρογγυλή πέτρα το χτύπησα.
Η αγωνία μου μετατράπηκε σε απεριόριστη χαρά όταν άκουσα τον εκρηκτικό θόρυβο. Δυο, τρεις φορές πειραματίστηκα ακόμα για σιγουριά και πραγματικά κάθε φορά είχα επιτυχία. Η λύση αυτή ήταν βέβαια καλλίτερη αλλά για <πολεμική> εφαρμογή κάπως ακατάλληλη. Χρειαζόταν κανείς δύο χέρια και το καψούλι το΄περνε εύκολα ο αέρας. Έπρεπε λοιπόν να καλυτερέψω τη κατασκευή. Για το καψούλι βρήκα γρήγορα λύση. Έδεσα ένα λεπτό τσίγκο δίπλα στη τρύπα του κάλυκα και αυτός κράταγε το καψούλι πάντα στη θέση του.
Για ν΄ αποφύγω το χτύπημα με τη πέτρα ήρθα στην ιδέα να λυγίσω ένα  χοντρό σύρμα όπως φαίνεται στη φωτογραφία. Τα κάτω άκρα του τα γύρισα μερικά χιλιοστά προς τα μέσα. Αυτά τά εφάρμοσα στα πλάγια της ξύλινης λαβής έτσι, που το επάνω μέρος να χτυπάει ακριβώς τη τρύπα του κάλυκα. Μ΄ένα δυνατό λάστιχο έδεσα το σύρμα στο μπροστινό μέρος της λαβής. Όταν το σήκωνα και το άφηνα να χτυπήσει με δύναμη επάνω στο καψούλι, αυτό πραγματικά έσκαγε..! Αυτή ήτανε η μεγάλη μου επιτυχία, που μ΄έκανε  πρώτα στο χωριό μας γνωστό και αργότερα στα γύρο χωριά.
Τη νέα μου <πολεμική εφεύρεση> την έδειξα στους στρατηγούς οι οποίοι μείνανε κατενθουσιασμένοι. Μόνο ένα μπιστόλι βέβαια δεν έφτανε, για να δημιουργήσουμε πανικό στους <εχθρούς>:
- Θέλουμε τουλάχιστον άλλα πέντε τέτοια μπιστόλια, να τα μοιράσουμε κυκλικά στο πεδίο της μάχης., είπε ο αδελφός μου.
- Εν τάξει,  του απάντησα.,
- αρχίζω από σήμερα να φτιάχνω και τα άλλα.

Επειδή δεν ξέραμε πότε θα δεχόμαστε επίθεση από τους <εχθρούς>, μας πίεζε ο χρόνος, γ΄ιαυτό έπρεπε η δουλειά να μοιραστεί σε πολλά χέρια. Ο Μπίμπης έπρεπε να βρει κάλυκες, εγώ να ανοίξω με το ψαλίδι της Θειάς μου τρύπες στους κάλυκες, ο Αντρίκος να κόψει κατάλληλες διχάλες από λυγαριές και να σκαλίσει αυλάκια, που θα έμπαιναν οι κάλυκες επάνω, ο Άρης να διοργανώσει χοντρό σύρμα και ο Πέτρος ο Μπάμπαρος να φτιάξει από ξερά καλάμια δοχεία για μπαρούτη και σκάγια. Στο μεταξύ με το μπιστόλι που είχα, άρχισα να κάνω πειράματα στο ευκάλυπτο του Παπουτσόπουλου, που ήταν δεξιά στο δρόμο προς την Αγία Μαύρα, μετά από το πρώτο γεφύρι.  Ήθελα να δω πόσο βαθιά έμπαιναν τα σκάγια  στη λεία φλοίδα του ευκαλύπτου και πόσο σκόρπαγαν. Από δύο μέτρα απόσταση άπλωναν τα σκάγια περίπου μισό μέτρο και έμπαιναν δυό, τρία χιλιοστά μέσα. Από τη διπλάσια απόσταση δεν φαινόταν πλέον καμία επίδραση. Έτσι αποφάσισαν οι στρατηγοί να μη χρησιμοποιήσουμε σκάγια. Γιατί από κοντά θα ήταν επικίνδυνο για τα μάτια και από μακριά δεν θα είχαν δράσει.
Όταν τελείωσαν όλες οι προετοιμασίες, καλέσαμε ένα απόγευμα του Αυγούστου τους Σαμπαναγιώτες  στο χωράφι που ήταν οι μεγάλες λεύκες σε μάχη.  Ο τόπος ήταν από μας πονηρά διαλεγμένος γιατί είχε στα πλάγια πολλούς θάμνους, που θα κρύβαμε τους οπλοφόρους, και μας βόλευε να έχουμε τον ήλιο πίσω μας. Το στρατηγικό σχέδιο πρόβλεπε ν΄αφήσουμε τους <εχθρούς> να έρθουν κοντά στους θάμνους και  με το σφύριγμα, να ρίξει ο αλλού δεξιά τη  πρώτη μπιστολιά, μετά από λίγο ο άλλος τη δεύτερη  και έτσι  παρακάτω.
Όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες μετά από λίγο ακούστηκε το σφύριγμα και έπεσε η πρώτη μπιστολιά, που τρόμαξε τους <εχθρούς>. Μετά όμως από την δεύτερη, τη τρίτη και τέταρτη μπιστολιά δημιουργήθηκε ένας μεγάλος πανικός. Οι Σαμπαναγιώτες το΄βαλαν στα πόδια και εμείς ξαναγεμίζαμε τα μπιστόλια και ρίχναμε. Τελικά τους φτάσαμε κυνηγώντας ως το χωριό τους.! Και τότε για μεγάλη τους ντροπή παραδόθηκαν.
Εδώ συνέβηκε κάτι το απροσδόκητο: Οι μεγάλοι του χωριού αντί να πάρουν μέρος για τους δικούς τους, μας συνεχάρηκαν και μας κάλεσαν να πιούμε δροσερό νερό από το αρτεσιανό τους, ενώ με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον θαύμαζαν το μπιστόλι μου, που  οφείλαμε τη μεγαλειώδη μας νίκη.
Τραγουδώντας γυρίσαμε πίσω στο χωριό και όλοι χάρηκαν για τη νίκη μας και θαύμαζαν το μπιστόλι μου. Μόνο ο Γεροπαραγκόλας που καθόταν παράμερα είχε μια σοβαρή έκφραση. Ήρθε σε μας και μας είπε:
- Ουσιαστικά πρέπει να ντρεπόσαστε, λίγο πριν από την άγια γιορτή του Σωτήρος να παίζετε πόλεμο.. Δε βλέπετε τι καταστροφή μας έφερε αυτός ο πόλεμος[34];
Ο Μιχάλης και ο αδελφός μου προσπάθησαν να πείσουν το Παραγκόλα, ότι οι άλλοι φταίγανε. Ο Παραγκόλας όμως έκανε μια χειρονομία, που μας έδειξε την απογοήτευσή του και έφυγε. Εμείς μείναμε για μια στιγμή άφωνοι αλλά σιγά-σιγά καταλάβαμε τι σημασία είχε η επίπληξή του. Όλοι μαζί πήραμε την απόφαση να γιορτάσουμε την ημέρα του Σωτήρος με αξιοπρέπεια.
Γιαυτό ήρθε σα να το περίμενα, όταν την άλλη μέρα με ρώτησε ο Νικόλας  αν θα είχα όρεξη να πάω μαζί του στη Γαστούνη. Εκεί στον Διονύση τον Κουρλαμπά ήθελε να επισκευάσει μια ρόδα του κάρου του για να πάει μ΄αυτό την ημέρα του Σωτήρος στο ποτάμι για ψάρεμα. Ο Κουρλαμπάς ήταν ένας φημισμένος καροποιός. Μικροκαμωμένος, δυνατός, επιδέξιος και φοβερά εργατικός. Εργαζότανε μαζί με τους εργάτες του από ήλιο σε ήλιο. Δηλαδή δώδεκα ώρες τη ημέρα.!
Όταν φτάσαμε εκεί είδα στην αυλή του ένα μεγάλο σιδερένιο στεφάνι βαλμένο οριζόντια, περίπου μισό μέτρο πάνω από τη γη, που ακουμπούσε σε έξι μεριές σε πυρότουβλα. Γύρο-γύρο κάτω από το στεφάνι είχαν σωριάσει πολλά ξύλα και κάρβουνα που μετά τα άναψαν. Με μεγάλη περιέργεια κοίταγα τη διαδικασία αυτή και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί γινόταν αυτό και ρώτησα το Διονύση:
- Γιατί βάλατε φωτιά κάτω από το στεφάνι;
- Άμα ζεσταθεί πολύ καλά το στεφάνι διαστέλλεται και μετά θα το βάλουμε επάνω σ΄αυτή τη ξύλινη ρόδα..
Και μου έδειξε μια ξύλινη ρόδα που ήταν κι΄αυτή παραπέρα οριζόντια βαλμένη στο ίδιο ύψος όπως το στεφάνι  και αυτή στεριωμένοι επάνω σε τούβλα.
- Ναι αλλά το πυρόκαυτο στεφάνι θα κάψει το ξύλο της ρόδας..,
 του είπα ανυπόμονα.
- Τη στιγμή που θα βάλουμε το στεφάνι θα το ψύξουμε αμέσως με νερό και θα μαζέψει περισσότερο απ΄ότι θα κάψει. Και τώρα σταμάτα να μιλάς, γιατί βιάζομαι και κοίτα καλλίτερα, τι θα κάνουμε.
Μου φάνηκε απίστευτο αυτό που μου είπε  αλλά <για να το κάνει έτσι, κάτι θα ξέρει> σκέφτηκα. Η περιέργειά μου ήταν τόσο μεγάλη να δω τελικά τι θα γινότανε, που προτίμησα  ν΄αφήσω το Νικόλα να γυρίσει μόνος του πίσω στο χωριό μας. Αφού η φωτιά άρχιζε σιγά-σιγά να πέφτει και είχε ζεστάνει αρκετά το στεφάνι, ήρθαν από την πίσω μεριά του κήπου έξη γυναίκες, που κρατούσαν ποτιστήρια γεμάτα με νερό και στάθηκαν γύρο-γύρο στη ξύλινη ρόδα. Στο μεταξύ ήρθαν και τέσσερες  δυνατοί εργάτες με τεράστιες σιδερένιες τανάλιες[35] μήκους περίπου 70 εκατοστών. Ο Διονύσης κρατούσε ένα βαρύ σφυρί και ένα μικρό σιδερένιο μοχλό.
Όταν λοιπόν βεβαιώθηκε ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή τότε φώναξε:
- Τώρα..
Αμέσως πήγαν οι τέσσερες άνδρες έπιασαν το πυρακτωμένο στεφάνι με τις μεγάλες τανάλιες, και το ακούμπησαν με μεγάλη ακρίβεια επάνω στη ξύλινη ρόδα, η οποία άρχισε αμέσως να καίγεται. Αστραπιαία εφάρμοζε ο Κουρλαμπάς το στεφάνι, με το σφυρί και τον μοχλό, στο μέσον της ξύλινης επιφάνειας, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι γυναίκες το έψυχαν με νερό. Καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος κάθισε μετά ο Διονύσης και παρακολουθούσε πώς έριχναν οι γυναίκες  νερό στο στεφάνι. Αφού τελείωσε το ψύξιμο μου είπε ο Διονύσης μ΄ένα χαμόγελο:
- Για πάρε τώρα το σφυρί και προσπάθησε να βγάλεις  το στεφάνι απ΄τη ρόδα..
Έπρεπε να σηκώσω το σφυρί με τα δυό μου χέρια και όσο και να χτύπησα, δε κουνήθηκε το στεφάνι.! Το γεγονός αυτό μου έκανε  μεγάλη εντύπωση.
Από τότε πολλές φορές επισκέφτηκα τον Κουρλαμπά και είχα τη τύχη να παρακολουθήσω από την αρχή ως το τέλος πώς έφτιαχνε τις ξύλινες ρόδες.
Μια παλιά ντίζελομηχανή που είχε έξω στον κήπο γύριζε μ΄ένα μακρύ λουρί  τη κορδέλα, που έκοβε τα ξύλα και τον τόρνο που επεξεργαζόταν τους πυρήνες για τους οποίους χρησιμοποιούσε το ανθεκτικό ξύλο του μελιού. Στον πυρήνα άνοιγε με το σκαρπέλο τις εισδοχές που θα έμπαιναν τα παρμάκια[36] φτιαγμένα από βελανιδιά και μετά εφάρμοζε ένα κωνικό έδρανο από σίδερο που έμπαινε ο κωνικός σιδερένιος άξονας. Το εξωτερικό στεφάνι απαρτιζόταν από εφτά κομμάτια κατασκευασμένα και αυτά καλλιτεχνικά από μελιό, όπου και εδώ άνοιγε τις εισδοχές για τα παρμάκια με το σκαρπέλο. Μ΄ένα πολύ απλό αλλά ιδιοφυές όργανο μέτραγε με μεγάλη ακρίβεια τη περίμετρο της ρόδας. Σε μια ξύλινη διχάλα  ήταν βιδωμένη μία περιστρεφόμενη ρόδα[37], που είχε  διάμετρο περίπου δέκα εκατοστά. Αυτή η ρόδα γύριζε εύκολα αν τη κινούσε κανείς επάνω σε μια επιφάνεια. Με μια κιμωλία σημάδευε τη μεγάλη ρόδα του κάρου και τη περιστρεφόμενη ρόδα. Μετά περπάταγε γύρο-γύρο από τη μεγάλη ρόδα του κάρου και μέτραγε πόσες φορές πέρναγε το σημαδεμένο σημείο της μικρής ρόδας  και εκεί που έφτανε το σημάδι της μεγάλης ρόδας έβαζε στη περιστρεφόμενη  ρόδα μια δεύτερη λεπτή γραμμή. Έτσι μετέφερε τη περίμετρο της ρόδας του κάρου στις ευθείες  σιδερένιες ταινίες, που είχαν μήκος περίπου έξη μέτρα.  Μαζί με δύο εργάτες γύριζε τα δύο άκρα κοντά το ένα στο άλλο  και τα πυράκτωνε στη φωτιά. Μετά τα κόλλαγε καλλιτεχνικά χτυπώντας τα  δυνατά στο αμόνι. Η ιδική του ικανότητα ήταν στη συνέχεια με σφυριλάτημα να φτιάξει από την ταινία ένα τέλειο κύκλο,  ένα  στεφάνι μειωμένο κατά περίπου πέντε εκατοστά[38].
Αυτό που με είχε ακόμη καταπλήξει, ήταν ότι το μέγεθος της ρόδας κανονιζόταν από το ύψος του αλόγου, που θα τραβούσε το κάρο και αυτό, για να μη γέρνει η επιφάνεια του κάρου.!
Όταν ο Νικόλας πήρε την επισκευασμένη ρόδα και γύρισε στο χωριό, μου είπε:
- Αύριο μετά τη λειτουργία θα πάμε στο ποτάμι για ψάρεμα. Θα έρθεις μαζί;
Για τέτοιες περιπέτειες ήμουνα πάντα πρόθυμος. Ήθελα όμως να έχω και φίλους μαζί γι΄αυτό πήγα να τους βρω. Στο δρόμο συνάντησα τον Αντρίκο που φαινότανε αρρωστημένος. Του είπα:
- Πάμε να ρωτήσουμε τη γνώμη της Γιαγιάς μας.
Αυτή, όταν τον είδε του είπε αμέσως:
- Είσαι ματιασμένος..! Πήγαινε στη Παπαδιά να σε ξεματιάσει..
Πήγαμε λοιπόν προς τα κει και όταν η Παπαδιά άκουσε τι συμβαίνει, πήγε στη κουζίνα και έφερε ένα ποτήρι με νερό. Εκεί μέσα έσταξε μια σταγόνα λάδι. Αφού το λάδι άπλωσε, είπε του Αντρίκου:
-Ναι, είσαι ματιασμένος..! Αν η σταγόνα δεν άπλωνε, τότε θα είχες κάτι άλλο..!
Στη συνέχεια έριξε η Παπαδιά στο ποτήρι ένα αναμμένο κάρβουνο και όταν έσβηνε, μουρμούριζε ακαταλαβίστικα λόγια και μετά έδωσε του Αντρέα να πιει απ΄ το ποτήρι.  Αυτός με μεγάλη δυσφορία έκανε διό, τρεις γουλιές, ενώ συνέχεια ρευότανε  και δεν ήθελε να πιει περισσότερο.. Αλλά φαίνεται αυτή η ποσότητα ήταν αρκετή, να τον γιατρέψει.
- Σε λίγο θα είσαι καλλίτερα..,
τον βεβαίωσε η Παπαδιά. 
Εμένα μου φάνηκε όλη αυτή η διαδικασία πολύ περίεργη. Δεν είδα να απλώνει το λάδι στο νερό και μετά τι σημασία είχε το αναμμένο κάρβουνο; Φαίνεται ότι δεν είχα ταλέντο να γίνω  ένας καλός εξορκιστής..
Αναμένοντας την ερχόμενη ημέρα του Σωτήρος  είχε το βράδυ ξαπλωθεί στο χωριό μία θρησκευτική ηρεμία. Οι γυναίκες λιβάνιζαν τα σπίτια τους και οι άντρες δώσανε λόγο να μη τσακώνονται στο καφενείο και να  πίνουν λιγότερη ρετσίνα.
Την ημέρα του Σωτήρος μετά τη λειτουργία άρχισαν να έρχονται στο χώρο δίπλα από την εκκλησία οι πρώτοι αγρότες με τα κάρα τους. Μαζί τους είχανε διπλωμένες ψάθες και σακιά με φυτά. Αυτό μου κίνησε τη περιέργεια και τους ρώτησα:
- Τι  θέλετε μ΄αυτές τις ψάθες και τα καλάμια;
- Θέλουμε να κλείσουμε το ποτάμι να μη φεύγουν τα ψάρια..
- Και τα σακιά, τι τα θέλετε;
- Εδώ μέσα έχουμε σιφλόημο[39].
- Και αυτό τι το κάνετε;
- Το ρίχνουμε στο ποτάμι και ζαλίζονται τα ψάρια…και μετά τα πιάνουμε.!
Μου φαινόταν απίστευτο, πώς ένα φυτό σε το   σο πολύ νερό μπορούσε να ζαλίσει τα ψάρια. Όσο περισσότερο άκουγα τι λέγανε οι αγρότες, τόσο μεγαλύτερη περιέργεια μ΄έπιανε και ήθελα να΄βλεπα τελικά τι θα έκαναν σ΄αυτό το ποτάμι.
Αφού μου επέτρεψε η Γιαγιά μου να πάω κι΄εγώ μαζί, ανέβηκα στο κάρο του Νικόλα περάσαμε μπροστά απ΄την εκκλησία και μαζί με τους άλλους πήραμε το δρόμο προς τη Τραγάνα. Περάσαμε τον Αμπελόκαμπο[40] και τα Σαβάλια και πλησιάζαμε στη θάλασσα. Στο πευκόδασος δεξιά πήραμε το δρόμο μέσα στη σκιά και μυρουδιά των πεύκων και φτάσαμε μετά από δέκα χιλιόμε-
Πλαίσιο κειμένου:
Στην εκβολή του Πηνειού την ημέρα του Σωτήρος
 
 


τρα στην εκβολή του Πηνειού ποταμού. Ο ξάδελφός μου ο Αντρίκος  θα ερχόταν με το κάρο του Μανόλη. Το νερό του Πηνειού έρεε πολύ αργά και όσο δεν είχαν πατήσει  άνθρωποι μέσα ήταν ακόμη καθαρό.
Εδώ έμπαιναν από τη θάλασσα κεφαλικά, τσιπούρες, λαβράκια και άλλα νόστιμα ψάρια. Άλλοι με ψάθες και άλλοι με δίχτυα έκλεισαν σ΄όλο το φάρδος του ποταμιού πρώτα τη πλευρά προς τη θάλασσα και περίπου πενήντα μέτρα πιο πάνω τη άλλη πλευρά. Μετά κοπάνισαν το σιφλόημο  και το ΄ριξαν στο ποτάμι. Για μεγάλη μου έκπληξη άρχισαν πραγματικά τα πρώτα ψάρια να φαίνονται στην επιφάνεια και μετά έβγαιναν όλο και περισσότερα.! Οι αγρότες κραύγαζαν από τη χαρά τους, χοροπήδαγαν και κάνανε βουτιές. Μια εντελώς κατανοητή συμπεριφορά γιατί ουσιαστικά στο χωριό δεν είχα ποτέ δει να έχει κανείς φρέσκα ψάρια. Υπήρχαν οι παστές σαρδέλες και μεγάλα φύλα από ξεραμένο αλμυρό μπακαλιάρο.
Μερικοί αγρότες βάλανε φωτιά και έψηναν επί τόπου τα ψάρια τους, οι περισσότεροι όμως πήραν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν το δρόμο για το χωριό, πριν χαλάσουν τα ψάρια στη μεγάλη ζέστη. Ο Νικόλας μου χάρισε δύο μεγάλα ψάρια και δε θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά της Γιαγιάς μου. Μετά από χρόνια ήταν τα πρώτα φρέσκα ψάρια, που είχε.
Αξέχαστη όμως μου έμεινε και η μέθοδος να πιάνει κανείς ψάρια με σιφλόημο.

Μετά από μερικές μέρες πέρναγε ο Παραγκόλας μπροστά από το σπίτι μας την ώρα που μαστόρευα και με χαιρέτισε φιλικά. Η έκφρασή του ήταν ήρεμη, γι΄ αυτό υπέθεσα ότι θα του είχε φύγει ο θυμός, που τον έπιασε μετά από τη μάχη που παίξαμε με τους Σαμπαναγιώτες  και τον φώναξα να έρθει σε μένα:
- Παραγκόλα, κοίτα έφτιαξα ένα σπαθί. Σου αρέσει;
Αυτός με πλησίασε μ΄ένα ερωτηματικό ύφος και περιεργαζότανε την κατασκευή μου. Εγώ νόμισα, ότι δεν θα του άρεσε το έργο μου και ότι θα μου έδινε συμβουλές, πώς να το φτιάξω καλλίτερα. Όμως αυτός απέφυγε να με συμβουλέψει και με εξέπληξε λέγοντάς μου:
- Πάρε το ξύλινο σπαθί σου και πολέμησε τους αόρατους εχθρούς σου, γιατί τώρα είσαι ακόμα νέος και μπορείς να πεθάνεις.!
- Δεν θέλω να πεθάνω τώρα..,
του απάντησα ταραγμένος και πριν ακόμη προλάβω να του βεβαιώσω πόσο ευχάριστα ζούσα, ανάσανε αυτός ήδη βαθιά για να συνεχίσει τον λόγο του και έτσι ότι πρόλαβα να του πω:
- Αργότερα, αργότερα μπορώ να πεθάνω..
- Αργότερα;, με ρώτησε αυτός με μία αινιγματική έκφραση και
συνέχισε:
- Αργότερα, μικρέ μου φίλε, θα βγάλει το σπαθί σου χρηματόριζες και από τα κλαδιά δεν θα βλέπεις τον κόσμο..
<Ποιόν κόσμο;>, ρωτήθηκα συγχυσμένος, <δεν θα βλέπω τον τωρινό μου κόσμο, τον παιδικό μου κόσμο ή τον κατοπινό μου κόσμο;>.
Βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν πρόσεξα, ότι ο Παραγκόλας είχε ήδη φύγει όταν μου ήρθε η λύση. Έτρεξα από πίσω του και του φώναξα χαρούμενα:
- Παραγκόλα, Παραγκόλα, θα βλέπω πάντα τον κόσμο, γιατί ένα σπαθί από ξερό ξύλο δεν μπορεί να πιάσει ρίζες.!
Ο Παραγκόλας χαμογέλασε και μου απάντησε:
- Ο δικός σου χρόνος και ο χρόνος του σπαθιού σου δεν συμπίπτουν. Ερχόσαστε από δύο διαφορετικούς κόσμους και εδώ βρίσκεται η αλήθεια.!
Μετά από τα τελευταία του λόγια έμεινα μ΄ανοιχτό το στόμα και άφησα τον Παραγκόλα να συνεχίσει μόνος του τον αδιάγνωστο δρόμο του.
Την αλήθεια του δεν μπόρεσα να τη καταλάβω.






















ΤΟ ΠΟΥΛΑΡΙ  ΕΠΕΣΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΠΗΓΑΔΑ

Εκείνο το χρόνο ότι είχαν αρχίσει οι σχολικές διακοπές όταν πηγαίναμε για τον παλιό νερόμυλο του Στράτου, μια περιοχή που παίζαμε ευχάριστα στα μεγάλα λιβάδια, στα σανταμόρια[41] και στις συκιές. Φτάνοντας στο πρώτο γεφύρι προς την Αγία Μαύρα είδαμε στο χωράφι του Νικόλα Παπουτσόπουλου, που ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου, μετά το μεγάλο ευκάλυπτο, να εργάζονται τρία, τέσσερα άτομα προσηλωμένα  επάνω στο χωράφι. Αυτό μας κίνησε τη περιέργεια και πήγαμε κει να δούμε τι κάνανε. Εκείνη τη στιγμή χάραζαν μ΄ένα μικρό πάσαλο,  ένα κύκλο επάνω στο χωράφι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, με τι έξυπνο τρόπο χάραξαν ένα τέλειο κύκλο  από περίπου τρία μέτρα διάμετρο. Είχαν δέσει το μικρό πάσαλο μ΄ένα σκοινί σ΄ένα μεγάλο παλούκι που το είχαν, σαν το κέντρο του κύκλου, στεριώσει στη γη.  Μετά άρχιζαν να ποτίζουν το αυλάκι του κύκλου  για να μαλακώσει η γης. Με το πατητό μεγάλωσαν γύρο-γύρο το αυλάκι και ρίξανε πάλι νερό. Έτσι σιγά-σιγά άνοιγαν τη πηγάδα.  Μετά από ένα μέτρο άρχισε η γης να μαλακώνει και αυτό διευκόλυνε την εργασία.
Την άλλη μέρα είχανε σκάψει περί τα τρία μέτρα βάθος. Όσο πιο βαθιά σκάβανε τόσο πιο υγρή γινότανε η γης. Αυτό που βγάζανε ήταν όλο εύφορο χώμα χωρίς τη παραμικρή πέτρα. Τελικά αφού είχαν φτάσει σ΄ένα βάθος από οχτώ, ενέα μέτρα, πάταγε ο εργάτης κάτω στον πυθμένα της πηγάδας ήδη σε  λάσπη. Τότε σταμάτησαν. Τράβηξαν με τη τριχιά  τον εργάτη έξω και έφυγαν. Την άλλη μέρα, για μεγάλη μου έκπληξη,  είχε η πηγάδα μαζέψει πολύ νερό. Από μια τέτοια πηγάδα μπορούσαν οι αγρότες να ποτίσουν πολλά στρέμματα. Εκείνα τα χρόνια πότιζαν συνήθως  καρπούζια και ντομάτες, που θα μείνουν άφταστα στη νοστιμάδα τους.       
Ένα απόγευμα καθόμαστε στη σκιά του χαγιάτη  της Γιαγιά μας και παίζαμε βόλους, όταν ακούσαμε απελπιστικές κραυγές που ερχόντουσαν από τα χωράφια του Παπουτσόπουλου:
- Τι συμβαίνει;,
ρώτησε ξαφνιασμένος ο Μπίμπης και τρέξαμε  αμέσως προς τα κει αλλά ο λοφίσκος απτ΄άχυρα της αλωνιστικής μηχανής μας εμπόδιζε να δούμε τι γινότανε, γι΄αυτό συνεχίσαμε τη πιλάλα μας. Όμως στο μεταξύ είδαμε το Νικόλα να έρχεται λαχανιασμένος και τον ρωτήσαμε
- Τι συμβαίνει;
- Το πουλάρι  μου έπεσε μέσα στη πηγάδα..,
είπε με δυνατή και απελπισμένη φωνή. Στην αρχή μας φάνηκε τόσο απίστευτο, που νομίσαμε, ότι ο Νικόλας μας δούλευε. Αλλά αυτός συνέχισε να τρέχει προς το χωριό και να φωνάζει:
- Το πουλάρι, το πουλάρι έπεσε στη πηγάδα..
Η αγονία του Νικόλα μας έπεισε ότι πρόκειται πραγματικά για σοβαρό γεγονός.
<Είναι δυνατόν ακριβώς σ΄αυτή τη πηγάδα, που θαύμαζα πώς τη άνοιγαν, να έπεσε το πουλάρι μέσα;>,
σκέφτηκα και έφτασα πρώτος εκεί, από τη σύνχιση που μ΄έπιασε, με ελαφριά πόδια. Στη πηγάδα κολυμπούσε πραγματικά το πουλάρι και προσπαθούσε απεγνωσμένα να πιαστεί κάπου στη γλιστερή όχθη της πηγάδας.
-Το κακόμοιρο το ζώο θα πνιγεί.., φώναξε ο Άρης,
θα πάω να φέρω ένα σκοινί., είπε ο Μπίμπης και βάλθηκαν προς το χωριό. Αλλά ήδη ερχόντουσαν πιλάλα χωρικοί με τριχιές και συμπράγκαλα. Όταν έφτασαν στη πηγάδα, άρχισαν να σκέφτονται, πώς να βγάλουνε το πουλάρι έξω.
- Να δέσουμε μια θηλιά στον λαιμό του πουλαριού..,
έλεγε ο ένας.
- Τρελάθηκες..,
του φώναζε ο άλλος,
- θα το πνίξεις έτσι το πουλάρι..
- Να δέσουμε μια θηλιά στον λαιμό μόνο για να το σηκώσουμε λίγο, και μετά μια δεύτερη θηλιά στον θώρακα., πρότεινε ένας τρίτος. Αυτή η φάνηκε να είναι η καλλίτερη λύση.
Όσο πιο πολλοί χωρικοί  ερχόντουσαν  τόσο πιο πολλοί έλεγαν τη γνώμη τους,  χωρίς τελικά να έχει παρθεί μια απόφαση, πως θα σωζόταν το ζώο, που ήδη είχε αρχίσει να κολυμπάει κουρασμένα.
Για μια στιγμή πήρε ο Νικόλας απόφαση να μπει στη  πηγάδα. Τον δέσανε από το στήθος και του δώσανε κι΄ένα δεύτερο σκοινί για το πουλάρι. Δύο άντρες κρατούσαν τη τριχιά γωνιασμένη στην άκρη της πηγάδας και τον άφηναν σιγά-σιγά κάτω. Όταν όμως έφτασε  στο νερό ήρθε το πουλάρι να πιαστεί με τα μπροστινά του πόδια επάνω του.  Ο Νικόλας βούλιαξε για λίγο και τον έπιασε πανικός. Το πουλάρι ολοένα προσπαθούσε να πιαστεί επάνω του και ο Νικόλας το έσπρωχνε από το φόβο του και δε κατάφερε να του περάσει τη θηλιά.
- Βγάλτε με έξω..,
 φώναξε απεγνωσμένα.
Στο μεταξύ είχε έρθει και Γερονταλαμάρας και τους λέει:
- Γιατί δε δένεται ένα κόμπο, να μη κλείσει η θηλιά;
Αυτό ήτανε. Οι απλούστερες λύσεις είναι οι καλύτερες αλλά στην αγωνία τους τα΄χανε όλοι χάσει. Τότε για δεύτερη φορά κατέβηκε ο Νικόλας με τον κόμπο στο λάσο μες΄στο πηγάδι, προετοιμασμένος τώρα ότι το πουλάρι θα θέλει ν΄ανεβεί επάνω του και έβαλε αμέσως το λάσο στον λαιμό του πουλαριού. Οι άλλοι πάνω απ΄το πηγάδι το σήκωσαν λίγο, έτσι που κατάφερε ο Νικόλας να  δέσει στον θώρακα του πουλαριού την άλλη τριχιά. Αφού έβγαλαν πρώτα το Νικόλα έξω, τράβηξαν μετά και το πουλάρι σιγά-σιγά  προς τα πάνω και το έβγαλαν έξω. Όλοι συγχάρηκαν τους πρωτεργάτες της σωτηρίας του πουλαριού αλλά ιδιαίτερα συγχαρητήρια έδωσαν στον Γερονταλαμάρα.
Έτσι σώθηκε το πουλάρι και αυτό το γεγονός ήταν για πολλές   εβδομάδες θέμα στο καφενείο του χωριού.

Την άλλη μέρα ήρθε ο ξάδελφός μου ο Αντρίκος και μας παρότρυνε να πάμε στην επάνω γειτονιά γιατί εκεί θα μοίραζαν κόλλυβα για την κηδεία της Γερομαρίκας. Ενώ τα κόλλυβα ήτανε νόστιμα, εγώ κατά βάθος τα απεχθανόμουνα, γιατί είχανε να κάνουν με πεθαμένους. Πριν φύγουμε ερχόταν σιγά-σιγά και ο Παραγκόλας και ο Αριστείδης Ραμαντάς του ανακοίνωσε το λυπηρό γεγονός:
- Τόμαθες, Παραγκόλ,α η κυρά Μαρίκα έφτασε στο τέλος της.
Ο Παραγκόλας κούνησε το κεφάλι του και μας έδειξε, ότι το είχε ήδη μάθει. Και αφού ήρθε δίπλα μας, μας είπε με σιγανή φωνή:
- Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά η μετάβαση για την ολοκλήρωση του αιώνιου θεϊκού σχεδίου..
Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στη γης και όλοι τον κοίταζαν σα να ήθελαν να τον ρωτήσουνε, πως το νόμιζε. Αλλά είχε ξαπλωθεί μία μεγάλη ησυχία. Αυτή η ησυχία, που έρχεται πάντα άμα εμφανιστεί ο θάνατος ή όταν μιλάει κανείς γι΄αυτόν.  Προσπάθησα να καταλάβω, γιατί ο θάνατος δεν είναι το τέλος αφού ήταν τόσο φανερό ότι είναι το τέλος. Αλλά ένοιωσα τον Παραγκόλα, γιατί τα μάτια του πήραν μία λυπημένη έκφραση:
- Λες να πιστεύει σ΄αυτό που λέει ή θέλει να παρηγορηθεί;,
σκέφτηκα, βλέποντας αυτόν τον σοφό άνθρωπο στο τέλος της ζωής του και θα ήθελα πολύ να ήξερα, αν είχε υπερνικήσει τον θάνατο. Μια τέτοια ερώτηση όμως δεν θα τολμούσα ποτέ να έκανα. Είναι αυτό το συναίσθημα, που έχει κανείς όταν συμβαίνουν ανεπανάληπτα γεγονότα.  Άθελα σκέφτηκα:
<Ίσως να μην είναι ο θάνατος το τέλος. Αλλά αυτοί, που θα μπορούσαν να μας το μαρτυρήσουν, δεν μιλάνε πλέον. Ή μας μιλάνε κι ΄εμείς δεν το ακούμε; Ίσως να έχει ο Γερογκλάν δίκιο, όταν λέει ότι ακούει τις μιλιές των πεθαμένων…>
Οι σκέψεις μου τρέχανε ταραγμένες στο χώρο και κυνηγημένες από τον φόβο, που σκόρπαγε ο θάνατος. Ο Παραγκόλας διερμήνεψε σωστά την έκφραση του προσώπου μου και προσπάθησε να με ησυχάσει:
- Μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, μικρέ μου φίλε. Με τις σκέψεις δεν λύνονται όλα. Τα σπουδαιότερα θέματα θα μείνουν για τον άνθρωπο πάντα άλυτα..!
- Δεν είναι λοιπόν σωστό, αυτό που λέει ο Γκλάν;,
τον ρώτησα ταραγμένος. Αυτός μου απάντησε ήρεμα, σαν να είχε πραγματικά υπερνικήσει τον θάνατο:
- Μπορεί ο Γκλάν να λέει την αλήθεια αλλά ποιος μας πείθει, ότι αυτή είναι η αλήθεια;














 

Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ


Μια μέρα με ρώτησε ο Νικόλας αν θα ήθελα να πάω μαζί του στην Αμαλιάδα ν΄αλέσουμε σιτάρι.
Ήξερα ότι φόρτωνε πάντα το γαϊδούρι του με διό σακιά και έπαιρνε, τον παλιό δρόμο μέσα από τα λιοστάσια. Η ιδέα να πάω από τον παλιό δρόμο, που δεν τον γνώριζα, καβάλα στην Αμαλιάδα, εκεί που η μητέρα μου εργαζόταν στη γερμανική διοίκηση σαν διερμηνέας, έδωσε φτερά στη φαντασία μου και μου πρόσφερε συνάμα μια ενδιαφέρουσα αλλαγή. Για να μην είχα προβλήματα, ρώτησα τη  Γιαγιά μου η οποία πολύ ευχάριστα μου έδωσε τη συγκατάθεσή, της, γιατί ξεφορτωνότανε έτσι για πολλές ώρες τις διαολιές μου. Πήγα μετά απέναντι στο σπίτι του Νικόλα και είδα πώς φόρτωνε τα σακιά. Με μία μεγάλη κουτάλα έβγαζε από την κοφίνα σιτάρι και γέμιζε τα σακιά. Μετά τα έβγαλε με το καρότσι έξω και τα φόρτωσε δεξιά και αριστερά στο γαϊδούρι του. Ο γάιδαρος του Νικόλα ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος και από τα γύρο χωριά ο μόνος που θα μπορούσε να τραβήξει ένα κάρο. Γι΄αυτό ρώτησα τον Νικόλα:
- Γιατί δε φορτώνεις τα σακιά στο κάρο σου και κουράζεις έτσι το κακόμοιρο το γαϊδούρι;
- Εντάξει, αυτά τα δύο σακιά δε τον πολυκουράζουνε και μετά θέλω να πάρω  τον παλιό δρόμο από τη Τραγάνα, που είναι γρήγορος και σκιερός. Εκεί δε χωράει το κάρο.
Έτσι φύγαμε. Περάσαμε μπροστά από την εκκλησία και πήραμε το δρόμο αριστερά προς τη Τραγάνα. Η Τραγάνα ήταν μια ελαφρά υπερυψωμένη αμμώδης περιοχή στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού μας, γεμάτη μ΄ελαιώνες και αμπέλια που υπήρχαν διάσπαρτα οπωροφόρα δέντρα, συκιές και σχεδόν παντού βατόμουρα. Από το παλιό υπέροχο  δάσος είχε απομείνει εδώ κι΄εκεί μία μεγαλοπρεπής βελανιδιά, που η πυκνή σκιά της, δρόσιζε ανθρώπους και ζώα.
<Τι κρίμα..>, σκεφτόμουνα, <που δεν υπάρχει πλέον αυτό το δάσος. Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε τα καλλίτερα παιχνίδια>. Στη φαντασία μου άρχισα να βλέπω αγριογούρουνα, λύκους και αρκούδες να περπατάνε στις πυκνές φυλλωσιές και εγώ ν΄αποφεύγω τον κίνδυνο σκαρφαλώνοντας στα πελώρια δέντρα. Ολοένα ερχότανε στον νου μου το ερώτημα: <Γιατί δεν υπάρχει πλέον αυτό το δάσος;> και έτσι αποτάθηκα προς  το Νικόλα:
- Είναι σωστό, ότι εδώ υπήρχε  ένα μεγάλο πλατανόδασος;
- Ναι, υπήρχε ένα τεράστιο δάσος που έφτανε πέρα απ΄ το Ρουπάκι. Αλλά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή[42] το έκοψαν για να δώσουν χωράφια στους πρόσφυγες. Οι Τούρκοι έδιωξαν τότε  δύο εκατομμύρια Έλληνες από τις Ιονικές ακτές, που τις κατοικούσαν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια…
Τότε κατάλαβα τι εννοούσαν όταν η Θεία μου η Φανή και η μητέρα μου, μιλούσαν με νοσταλγία για τις υπέροχες εκδρομές στο δάσος του Ρουπακιού που διοργάνωνε ο παππούς μου Αριστείδης Βασιλάκης, όταν ήταν  δάσκαλος του χωριού. 
- Κάθε Πεντηκοστή πηγαίναμε τραγουδώντας στο παραδεισένιο δάσος του Ρουπακιού.,
λέγανε. Εγώ δε μπορούσα να καταλάβω για ποιο δάσος μιλούσαν, αφού στο Ρουπάκι δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ένα δέντρο.
- Και ως που έφτανε αυτό το δάσος;,
ρώτησα μετά με περιέργεια τον Νικόλα. 
- Τόσο καλά δεν το ξέρω ούτε εγώ, αλλά οι παλαιοί λέγανε, ότι αυτό το δάσος έφτανε ως τον Ερύμανθο. Ένα μέρος έχει μείνει ακόμη στη Κάπελη και στο οροπέδιο της Φολόης[43].
Και έτσι βυθισμένος όπως ήμουνα στις σκέψεις μου, έστριψε ο Νικόλας αριστερά σ΄ένα στενό δρόμο.
- Βλέπεις; Αυτός ο ρωμαϊκός δρόμος Λέγανε ότι έφτανε  ως τη Φολόη.
- Για ποιο δρόμο μιλάς;,
τον ρώτησα ξαφνιασμένος
- Κοίτα, αυτός εδώ είναι ένας δρόμος από τη ρωμαϊκή εποχή και αυτές οι πέτρες κρατάνε ακόμη. Τόσο καλά φτιάχνανε τότε τους δρόμους..!
Πραγματικά, παρόλο που από τότε είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια, φαινόταν τέλεια το επίστρωμα του δρόμου, που ήταν, σε σχέση  με τα γύρο χωράφια, υπερυψωμένος.   
Στο μεταξύ περπατούσε ο φορτωμένος γάιδαρος  με δυνατά και γρήγορα βήματα και ακουγόταν μερικές φορές, όταν γλίστραγε, σα να χόρευε επάνω στις παμπάλαιες πέτρες. Τα άκρα του δρόμου τα στόλιζαν μικρά και μεγάλα κυπαρίσσια, εδώ κι΄εκεί  συκιές και θάμνοι από βατόμουρα, που απ΄εδώ πετάγονταν απροσδόκητα μεγάλες σμαραγδοειδείς σαύρες για να χαθούν αστραπιαία στους θάμνους της απέναντης πλευράς του δρόμου, δημιουργώντας ένα ανατριχιαστικό θρόισμα. Ένα τέτοιο θρόισμα, που έκαναν και τα φίδια.    
<Διόλου απίθανο να πεταχτεί ένας Αστρίτης.>.,
σκεφτόμουνα. Ήταν το μόνο φίδι που φοβόμουνα γιατί, όπως έλεγαν οι μεγάλοι, αυτός πετάγεται απότομα και μπορεί να σε χτυπήσει και από δύο μέτρα απόσταση.! Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, που έκανα τέτοιες σκέψεις, γιατί ο ρωμαϊκός δρόμος, όσο ρομαντικός και να ήταν, φαινόταν παραμελημένος και αχρησιμοποίητος. Δηλαδή μια περιοχή, που την είχε κυριέψει πάλι η φύση, παρόλο που δεξιά και αριστερά εκτείνονταν απέραντοι καλλιεργημένοι ελαιώνες. Ήταν η μαγεία του τοπίου συνοδευμένη με μια απροσδιόριστη ανατριχίλα, που κέντριζε τη φαντασία μου να μου πλάθει παραμυθένιες καταστάσεις:
Τι περίφημα θα ήταν να εύρισκα μια σκουριασμένη ρωμαϊκή κούτα με θησαυρούς μέσα.. Ασφαλώς δε θα το έλεγα του Νικόλα, αλλά θα ερχόμουνα με τους φίλους μου και θα τους έδειχνα το εύρημά μου. Πόσο θα ανέβαινε τότε το γόητρό μου…
Στη σκέψη μ΄αυτή χωροπήδηξα, και απ΄τη χαρά μου έβγαλα μια δυνατή κραυγή. Ο Νικόλας που πήγαινε μπροστά απ΄το γάιδαρο τρόμαξε και μου φώναξε:
-Τι συμβαίνει;
-Τίποτα, τίποτα, χαίρομαι μόνο να καβαλήσω το γαϊδούρι.
- Θα σ΄ανεβάσω αργότερα επάνω, για μη κουραστεί από τώρα το ζώο.
Λογική η απάντηση του Νικόλα, γιατί είχαμε ακόμη μια διαδρομή από τουλάχιστον μια ώρα. Εδώ κι΄εκεί έκοβα κάνα σύκο η τσίμπαγα στα γρήγορα  βατόμουρα και έτρεχα μετά να τους προλάβω.  Για μια στιγμή όμως συνέβηκε κάτι, που αν μου το έλεγαν, δε θα το πίστευα ποτέ.
Εκεί που το χειμώνα πέρναγαν χείμαρροι, είχαν φτιάξει οι Ρωμαίοι πέτρινες γέφυρες. Μια από αυτές, περίπου στο μέσο της διαδρομής μας, υπήρχε και στον δρόμο μας.  Ήταν μια μονότοξη γέφυρα, που το ύψος της δε ξεπέρναγε τα τρία μέτρα αλλά στο επάνω σημείο, ίσως από την επιρροή σεισμών, είχε ξεφύγει η κεντρική πέτρα και έτσι είχε δημιουργηθεί ένα χάσμα από περίπου μισό μέτρο φάρδος. Πώς τα υπολειπόμενα δύο ημιτόξια κρατούσαν, αυτό βέβαια ήταν μυστικό της ρωμαϊκής οικοδομικής τέχνης.
Εδώ λοιπόν μπροστά στο χάσμα αυτό σταμάτησε ο γάιδαρος και δε πήγαινε ούτε μπροστά αλλά ούτε και πίσω, Ο Νικόλας τον έσπρωχνε από πίσω εγώ τον τράβαγα από μπροστά, αλλά τίποτα. Ο γάιδαρος δε το κούναγε ούτε ρούπι. Είχε σκύψει την κεφάλα του επάνω στο χάσμα και τοίταγε προσηλωμένα μέσα στο βάθος. Ο Νικόλας, που γνώριζε το ζώο  του μου είπε:
- Ξέρεις, αν υπάρχουνε νεράιδες κάτω στο ρέμα, δε θέλει να περάσει το γαϊδούρι, γιατί τις βλέπει..!
Δε ξέρω, αν μου το είπε για αστεία, ή αν το πίστευε και ο ίδιος. Αλλά εμένα μου φάνηκε κάπως περίεργο. Είχα ακούσει, ότι οι νεράιδες κατοικούσαν  ποτάμια και λίμνες, αλλά εδώ σ΄ένα στεγνό ελαιώνα, τι δουλειά είχαν;  Από την άλλη πλευρά όμως πίστευα, ότι τα ζώα είχαν ιδιόμορφες ικανότητες, γι΄αυτό ποιος ξέρει, μπορεί ο γάιδαρος πραγματικά να έβλεπε νεράιδες.
- Γιατί δε πάμε γύρο από τους ελαιώνες; ρώτησα το Νικόλα.
- Δε βλέπεις, που δε το κουνάει καθόλου από τη θέση του;
Και όχι μόνο αυτό, εδώ στη γέφυρα ήταν ο δρόμος περί τα δύο μέτρα ψηλότερα απ΄ότι τα χωράφια. Όμως ο Νικόλας είχε μια καλή ιδέα:
- Πάω να φέρω κλαδιά.,
είπε και κατέβηκε κάτω στον ελαιώνα. Ήρθε μετά από λίγο με πολλά ξερά κλαδιά, τα έβαλε επάνω στο χάσμα, μπροστά στη μουσούδα του γαϊδουριού, και έκλεισε έτσι το άνοιγμα της γέφυρας. Και τι συνέβηκε μετά; Ο γάιδαρος πήδηξε πάνω από το χάσμα..!
- Είναι περίεργο,
σκέφτηκα,
- γιατί δε πήδαγε ο γάιδαρος πριν μπούνε τα κλαδιά;.
Αυτή η συμπεριφορά δε μπόρεσε ποτέ να εξηγηθεί.
Λοιπόν αγαπητέ αναγνώστη, θα την πίστευες μια τέτοια ιστορία; Εγώ δε θα την πίστευα, αν δε την είχα ζήσει.
Μετά από τη γέφυρα μου ήρθε κουτί, που μ΄ανέβασε ο Νικόλας στον γάιδαρο και έτσι έφτασα ξεκούραστος στην Αμαλιάδα. Από μακριά έβλεπε κανείς πολλούς χωρικούς να πηγαίνουν προς τον μύλο για άλεσμα και να φεύγουν από κει, άλλοι με κάρα και άλλοι μόνο με άλογα η με γαϊδούρια, όπως κι΄εμείς . Πλησιάζοντας προς τον μύλο ακουγόταν ήδη απ΄έξω ένας υπόκωφος θόρυβος. Μέσα στον μύλο είχε τεράστια ζέστη συνοδευμένη με πολλή αλευρόσκονη και μεγάλο θόρυβο. Μια παλιά ατμομηχανή γύριζε με λουριά τη μεγάλη αλευρόπετρα, που έπεφτε σιτάρι επάνω  από ένα μεγάλο ξύλινο χωνί, που το τράνταζε συνέχεια ένας εκκεντρικός άξονας. Ένα τσίγκινο λούκι γύρο από την αλευρόπετρα μάζευε το αλεύρι, που το έβαζαν, έτσι ζεστό όπως έβγαινε, αμέσως στα σακιά. Αφού τελειώσαμε, πότισε ο Νικόλας το γαϊδούρι στο πηγάδι του μύλου, γιατί στον ρωμαϊκό δρόμο δεν υπήρχε πουθενά νερό. Μετά αγόρασε ψωμί, ένα καρπούζι και τυρί φέτα και πήραμε τον ίδιο δρόμο πίσω. Στο μεταξύ ο ήλιος είχε ζεστάνει το κάμπο και μέσα στα λιοστάσια ακουγότανε το διαπεραστικό τραγούδι των τζιτζικιών, αυτή η χαρακτηριστική ηχοπλασία, συνδεδεμένη στη συνείδηση  με τη καρδιά του καλοκαιριού. Πριν φτάσουμε στη γέφυρα, σταματήσαμε, κόψαμε το καρπούζι και φάγαμε φρέσκο ψωμί με φέτα και καρπούζι μαζί. Αυτός ο συνδυασμός θα μου μείνει  αξέχαστος, περισσότερο από την άφταστη γεύση του καρπουζιού.
Στη μεγάλη ζέστη ξάπλωσε ο Νικόλας να κοιμηθεί λίγο στο νανούρισμα των τζιτζικιών, κι΄εγώ βάλθηκα να ψάχνω  για τζιτζίκια. Με διαόλιζε κάθε φορά γιατί, εγώ σαν παιδί της πόλης, δε τα έβλεπα, παρόλο που τζιτζίριζαν μπροστά στη μύτη μου. Τόσο καλά ήταν το χρώμα τους προσαρμοσμένο στο χρώμα του κορμού της ελιάς. Αφού τελικά έπιασα ένα τζίτζιρα, που με γρατζούνιζε στη χούφτα μου, και κοίταξα πώς ήταν φτιαγμένος με τα μεγάλα του μάτια, τον άφησα μετά ελεύθερο και προτίμησα να ψάξω μήπως έβρισκα καμιά συκιά ν΄ανεβώ επάνω και να κόψω κάνα σύκο. Κάποτε ακούστηκε η κουρασμένη φωνή του Νικόλα:
- Ει, Δημήτρη, που είσαι; Πάμε να φύγουμε;
Έτρεξα προς τα κει και έτσι συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Στη γέφυρα δεν σταμάτησε πλέον ο γάιδαρος, είτε γιατί ήσαν ακόμη τα κλαριά επάνω στο χάσμα, είτε γιατί  είχαν φύγει οι νεράιδες..!
Στο χωριό διηγήθηκα αμέσως στους φίλους μου, τι συνέβηκε στη ρωμαϊκή γέφυρα αλλά κανένας δεν το πίστεψε καλά-καλά. Ευνόητη η συμπεριφορά τους, γιατί πόσες φορές δε λέγαμε φανταστικές ιστορίες, για να δουλεύουμε τους άλλους. Ζήλεψαν όμως, που πήγα στον γάιδαρο καβάλα και γεννήθηκε έτσι μέσα τους η έντονη επιθυμία, να καβαλήσουν και  αυτοί τον γάιδαρο του Νικόλα.
Ένα απόγευμα ήρθε ο Μπίμπης στην πλατεία τρεχάλα και μας είπε:
- Το γαϊδούρι του Νικόλα ανιαρεί στο χωράφι.! Πάμε να το καβαλήσουμε;
Όλα τα παιδιά που τ΄άκουσαν, ενθουσιάστηκαν. Χωρίς να ρωτήσουμε τον Νικόλα, πήγαμε στον γάιδαρο, ο οποίος πραγματικά χάρηκε όταν μας είδε. Στη συνέχεια όμως δεν κόταγε κανένας να τον καβαλήσει. Ο ξάδελφός μου ο Άρης και εγώ, σαν παιδιά της πόλης που είμαστε, δεν είχαμε καμία εμπειρία με τέτοια ζώα. Τα λόγια της Γιαγιάς μου με κάνανε συχνά σκεφτικό:
- Κάθε ζώο έχει τα δικά του τα χούκια κι΄αν δε τα ξέρεις, βρίσκεσαι μπλεγμένος.
Και τι χουκιάρηκο ζώο μπορούσε να είναι αυτός ο γάιδαρος το έζησα στη ρωμαϊκή γέφυρα.
- Λοιπόν, τώρα τι θα κάνουμε;,
ρώτησα. Ο Μπίμπης, παιδί του χωριού και έμπειρος με τα ζώα, πήγε εκεί και άρχισε να καθησυχάζει τον γάιδαρο χαϊδεύοντάς τον στο κεφάλι, ενώ συνάμα κρατούσε τα γκέμια δυνατά στα χέρια. Μετά έκανε ένα καλλιτεχνικό πήδημα και να σου καθόταν ήδη επάνω στον γάιδαρο.  Τότε όλα τα παιδιά τον χειροκρότησαν, ενώ αυτός τέντωσε το κορμί του υπερήφανα, άρχισε να τραβάει ρυθμικά τα γκέμια και με τα πόδια να γαργαλάει τα πλευρά του γαϊδουριού. Έτσι άρχισε ο γάιδαρος να τρέχει γύρο-γύρο στο χωράφι. Αφού γύρισε δυό, τρεις φορές, τράβηξε ο Μπίμπης τα γκέμια και φώναξε:
- Μπρρ-μπρρ..
Στη γαϊδουρίσια γλώσσα φαίνεται ότι αυτό θα πει:
- Σταμάτα τώρα.!
Πραγματικά ο γάιδαρος σταμάτησε και ο Μπίμπης μου φώναξε:
- Έλα να καβαλήσεις κι΄εσύ.
Ουσιαστικά αυτή η πρόσκληση δε μου πολυάρεσε αλλά μιάς και με κοιτούσαν όλα τα παιδιά, πήγα εκεί σχεδόν απρόθυμα και πήδηξα κι΄εγώ πάνω στον γάιδαρο. Αυτός φαίνεται το πήρε σαν παιχνίδι και διερμήνευσε τα γέλια και τα χειροκροτήματα των παιδιών σαν παρότρυνση ν΄αρχίσει πάλι να τρέχει. Και έτρεχε όλο και πιο γρήγορα ενώ εδώ κι΄εκεί  τσινούσε μια με το ένα και μια με το άλλο πόδι, έτσι που εγώ κάθε φορά χοροπηδούσα άθελά μου επάνω στα σκληρά του καπούλια, γλιστρώντας  όλο και περισσότερο προς τα πίσω τραβώντας  και τον Μπίμπη  μαζί μου. Όχι μόνο όλα τα παιδιά αλλά και εμείς είχαμε ξελιγωθεί στα γέλια, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε πλέον να κρατηθούμε επάνω στον χαρούμενο γάιδαρο. Έτσι πέσαμε και οι δύο σα σακιά κάτω, σηκώνοντας σκόνη στο ξερό χωράφι, ενώ το γαϊδούρι συνέχιζε να τρέχει χαρούμενα. Τα παιδιά μείνανε άναυδα, φοβούμενα ότι κάτι πάθαμε. Αλλά εκτός από μία μικρή πληγή στον αγκώνα μου, δεν είχε συμβεί τίποτα το σοβαρό και συνεχίσαμε να γελάμε εγκάρδια.

Γι΄αυτή την ημέρα τελείωσε το παιχνίδι με τον γάιδαρο. Αλλά στη διάρκεια του καλοκαιριού δεν αφήσαμε καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, άμα μπορούσαμε να παίξουμε με τον γάιδαρο του Νικόλα.












Ο ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΡΑΜΑΝΑΣ

Στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου μας  συνόρευε η περιουσία του Μουστοκλή Παπαγιαννόπουλου. Ήταν ανιψιός της Γιαγιάς μου, ψηλός, δυνατός, πολύ εργατικός και το πρόσωπό του το φώτιζε πάντα ένα υπέροχο χαμόγελο. Όλες τις δουλείες τις έκανε μόνος του μόνο με τη βοήθεια δύο αλόγων. Πέρα από το σπίτι του Μουστοκλή, που μεγάλωσε η Γιαγιά μου, εκτείνονταν τα χωράφια του χωριού μας. Ακριβώς δίπλα στο σπίτι του είχε ο Μουστοκλής ένα μεγάλο χωράφι, που αυτό τον χρόνο το είχε φυτέψει καρπούζια. Όταν θέλαμε να πάμε στα λιβάδια του Αι Θόδωρου περνάγαμε συνήθως από το σπίτι του Μουστοκλή, ακολουθούσαμε μετά ένα στρατώνι δίπλα στο χωράφι του με τα καρπούζια και φτάναμε στον ερειπωμένο νερόμυλο του Στράτου κι΄από κει στα λιβάδια. Εδώ στον νερόμυλο του Στράτου παίζαμε ευχάριστα, γιατί είχε μεγάλες συκιές, που λέγανε ότι κρατούσαν αερικά, μερικά μεγάλα σανταμόρια, ποιο πέρα έναν ευκάλυπτο και άφθονες βατουκλιές συνυφασμένες με άγριες τριανταφυλλιές, που έδιναν στο τοπίο μια χαρακτηριστική και αξέχαστη μυρωδιά. Από τα αερικά δεν καταλαβαίναμε απολύτως τίποτα, έτσι που άρχισα να πιστεύω, ότι οι μεγάλοι ή μας έλεγαν σαχλαμάρες ή ότι μερικοί, και περισσότερο οι γυναίκες όπως η θεία μου η Φανή, πίστευαν πραγματικά στα μεταφυσικά και <ανεξήγητα> φαινόμενα. Όμως κακά τα ψέματα, όποιος πέρναγε νύχτα από τον νερόμυλο του Στράτου, έπρεπε να κινητοποιήσει όλη του την γενναιότητα, για να μη τον πιάσει πανικός από τις απροσδιόριστες μορφές που δημιουργούσε το σύμπλεγμα των δέντρων με τους μισογκρεμισμένους τοίχους του μύλου. Στο χωριό λέγανε:
- Όποιος περάσει νύχτα από κει, δε θα πάει καλά..
Βέβαια, εμείς δεν είμαστε ποτέ τη νύχτα εκεί, γιατί έτσι και πέσει το σκοτάδι, παίρνει το αφώτιστο περιβάλλον  αλλόκοτες μορφές. Ίσως να είναι αυτό υπόλειμμα από ένα παμπάλαιο προστατευτικό ένστικτο, από τότε που οι άνθρωποι ζούσαν μαζί με επικίνδυνα θηρία.
Η τεράστιες  συκιές στον νερόμυλο όχι μόνο μας τροφοδοτούσαν ατέλειωτα με σύκα, αλλά μας χάριζαν, με την πυκνή τους φυλλωσιά,  υπέροχη σκιά και τη δυνατότητα να κρυβόμαστε τέλεια μες΄τα κλαριά της. Τα σανταμόρια τ΄αγαπούσα ιδιαίτερα για την ευωδιά που σκορπούσαν. Τα κυανόχρωμα  άνθη τους, που μεγάλωναν τούφα-τούφα δεν ομόρφαιναν μόνο τα δέντρα αλλά και όλη την περιοχή. Πολλές φορές καθόμουνα σ΄ένα κλαρί και χαιρόμουνα την έντονη μυρωδιά τους. Αργότερα βγαίνανε από τ΄άνθη του σανταμοριού σκληρές στρογγυλές μπαλίτσες[44], που τις χρησιμοποιούσαμε για παιχνίδια. Στα πανύψηλα ευκάλυπτα ανέβαινα γιατί μου άρεσε ν΄ατενίζω τον απέραντο κάμπο. Και εκεί που έδυε ο ήλιος, φαινότανε καθαρά το περίγραμμα (σκιαγράφημα) του κάστρου[45]. Κάθε φορά νοσταλγούσα να πήγαινα εκεί ν΄ανέβαινα επάνω. Λέγανε ότι από κει έβλεπε κανείς στην απέραντη θάλασσα του Ιονίου τη Ζάκυνθο και τη Κεφαλονιά. Αλλά είκοσι χιλιόμετρα απόσταση  ήταν για μένα απροσπέλαστα. Έτσι, ήθελα δεν ήθελα, μ΄έφτανε το χωριό μας.
Στον μύλο του Στράτου υπήρχε και μια μικρή πηγάδα, που πότιζαν από αυτή χωράφια και ζώα. Επειδή όμως, από την αμέλεια των χωρικών, είχαν μεγαλώσει γύρο-γύρο βατουκλιές, έπεφταν εδώ κι΄εκει ζώα μέσα και πνιγόντουσαν. Για μένα ήταν αυτή η αμέλεια κάτι το ακατανόητο. Ένας απλός φράχτης γύρο από την πηγάδα, θα έσωνε τα ζώα. Αλλά όπως φάνηκε, ακόμη και η αμέλεια έγινε αιτία να γελάσουμε με τη ψυχή μας.
Μια μέρα είδαμε από μακριά να έρχεται ο αγροφύλακας ο Κουτσούμπας. Φορούσε πάντα μια καφετί στολή, που αντί για παντελόνι είχε μία φουφούλα δεμένη στις γάμπες του με γκέτες. Πολύ αστείο να τον έβλεπε κανείς με τα κοντά και στραβά του πόδια. Αυτός έπρεπε να φυλάει στα χωράφια, μήπως έκλεβε κανείς  γεωργικά προϊόντα. Γι΄αυτό έκανε τις επιθεωρήσεις του αναπάντεχα. Μαζί του είχε πάντα ένα παλιό μπροστογεμές όπλο, που το είχε έτοιμο για βολή αλλά όχι με σκάγια αλλά με χοντρό αλάτι, που το μάζευαν στους βράχους του Αρκουδιού[46]. Στο χωριό μας λέγανε: 
- Μια αλατιά στον πισινό, κάνει τους κλέφτες να λακάνε..!
Εκείνη την ημέρα είχε μαζί του και τον Αζώρ. Ένα μικρό αλλά πολύ έξυπνο και ευκίνητο σκυλάκι. Κάθε τι, που θρόιζε στα χορτάρια του κινούσε αμέσως την περιέργεια. Αφού λοιπόν είδαμε, ότι ο Κουστούμπας ερχόταν προς το μύλο ανέβηκε καθ΄ένας από μας σ΄ένα δέντρο και περιμέναμε. Ήταν πάντα διασκεδαστικό να κοιτάς από πάνω και οι άλλοι να μη σε βλέπουν…
Όταν έφτασε ο Αζώρ κάτω από τα δέντρα, του πέταξα προς την πηγάδα ένα βόλο από το σανταμόρι.  Αυτός πήδηξε αμέσως προς τα κει και έψαχνε στο χορτάρι. Μετά πιο πέρα και πάλι λίγο πιο πέρα και άθελά μου έπεσε τελικά ένας βόλος μέσα στις βατουκλιές της πηγάδας . Ο Αζώρ ήξερε, ότι εκεί μέσα υπήρχαν ενδιαφέροντα θηράματα , όπως σαύρες, φίδια, και ποντίκια. Έτσι έκανε ένα μεγάλο πήδημα, ξεγλίστρησε  και έπεσε μέσα στην πηγάδα. Όταν ο Κουστούμπας κατάλαβε ότι το σκυλί του δεν ερχόταν πίσω του, άρχιζε να φωνάζει:
- Αζώρ, Αζώρ, που είσαι;
Στο μεταξύ γάβγιζε ο Αζώρ κλαίγοντας μέσα από την πηγάδα και έτσι έφτασε εκεί ο Κουτσούμπας συνχισμένος. Όταν είδε τον Αζώρ μεσα στην πηγάδα, τον έπιασε απόγνωση και άρχισε να φωνάζει:
 -Ένα σκοινί, ένα σκοινί..
Και το΄βαλε τρεχάλα προς το χωριό. Στην ταραχή του είχε ξεχάσει, ότι στη διπλανή τραγάτα[47] υπήρχε συνήθως  μια τριχιά. Αφού έφυγε ο Κουτσούμπας, κατεβήκαμε αμέσως κάτω και πήραμε την τριχιά και τη δέσαμε γρήγορα-γρήγορα, στο στήθος του Μπίμπη. Ο Άρης κι΄εγώ γωνιάσαμε τη τριχιά στα χωμάτινα χείλια της πηγάδας και αφήσαμε τον Μπίμπη να κατεβεί τα δύο μέτρα κάτω. Μετά από λίγο είχαμε ελευθερώσει  τον Αζώρ  από τη νεροπαγίδα. Έτσι βρεγμένος όπως ήτανε, έτρεξε ο Αζώρ πίσω στο χωριό. Κανένας δε μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει, πώς σώθηκε ο Αζώρ από την πηγάδα, γι΄αυτό του απέδωσαν μυθικές ιδιότητες.!
Αφού φύγαμε από τον μύλο και φτάσαμε στο μποστάνι του Μουστοκλή, κόψαμε ένα μικρό καρπούζι και το φάγαμε στην τάφρο, εκεί που τον περασμένο χειμώνα είχαν φυτρώσει υπέροχα κρίνα. Μετά πήραμε το στρατώνι πίσω και φτάσαμε πάλι στο σπίτι του Μουστοκλή. Ενώ άφησε τους άλλους να περάσουν, είπε σε μένα:
- Για έλα δώ.
- Ναι, τι θέλεις;
- Γιατί έκλεψες το μεγάλο καρπούζι;
- Δεν ήτανε μεγάλο, ήτανε μικρό και μικρά μας έχεις επιτρέψει να κόβουμε..
- Όχι, ήτανε μεγάλο.!
- Δεν ήτανε μεγάλο, ήτανε μικρό.
- Αν πραγματικά ήτανε μικρό, τότε να ορκιστείς.
-Ναι, ορκίζομαι.
Όλη την ώρα χαμογελούσε ο Μουστοκλής, γι΄αυτό ήξερα ότι δεν το έλεγε σοβαρά. Ήμουνα όμως περίεργος, τι όρκο θα με έβαζε να έκανα.
-Θα ορκιστείς στην κουραμάνα..,
μου είπε γελώντας.
- Γ΄ιαυτό όμως θα σου δέσω τα μάτια και άμα σου πω φίλα, θα φιλήσεις την κουραμάνα.
Στο μεταξύ είχε έρθει και η γυναίκα του η Κατίνα και τον φώναζε κι΄αυτή γελώντας:
- Μωρέ άς΄το παιδί ήσυχο..
Αφού μου έδεσε τα μάτια, μου είπε:
- Φίλα τώρα.!
Ο Μουστοκλής νόμισε, ότι εγώ θ΄άφηνα τα χέρια κάτω και θα φίλαγα την κουραμάνα, όπως φιλάνε οι κυράδες τις εικόνες. Εγώ όμως σήκωσα τα χέρια και ήθελα να πιάσω πρώτα την κουραμάνα, πριν τη φιλήσω. Και εκείνη τη στιγμή έπιασα τον ιδρωμένο και κρύο πισινό του Μουστοκλή.! Ελευθέρωσα αμέσως τα μάτια μου και άρχισα με μεγάλη μανία να χτυπάω με τα διό μου χέρια τον πισινό του. Αυτός προσπάθησε να σηκώσει βιαστικά το παντελόνι του αλλά αυτό είχε σκαλώσει στο κολοφέλι του και δεν ανέβαινε επάνω. Έτσι τον κυνήγησα από την κουζίνα ως την κρεβατοκάμαρά του, ενώ όλοι μας είχαμε ξελιγωθεί στα γέλια.
- Καλά να πάθεις, του φώναξε η Κατίνα,  αυτό να σου γίνει μάθημα..
Όταν το άκουσαν οι φίλοι μου, κρατούσαν από τα γέλια την κοιλιά τους και ευχαριστήθηκαν ακόμη πιο πολύ, όταν τελείωσα την διήγησή μου λέγοντας:
- Έτσι του τις έβρεξα για τα καλά στον πισινό του..!
Στην εποχή μας ήταν κάτι το αφάνταστο να εναντιωθεί ένα παιδί στη θέληση ενός μεγάλου πόσο μάλλον να του σκαμπιλίσει το γυμνό πισινό του.!   Όταν το άκουσε ο Παραγκόλας ξεκαρδίστηκε στα γέλια και μου είπε:
- Μπράβο, γιόκα μου, είναι όπως λέμε: <Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος..!>. Έτσι την πάτησε ο Μουστοκλής.! Αυτό δε θα το ξεχάσεις ποτέ..
- Παραγκόλα, αυτό που λες το πιστεύω. Αλλά δεν είναι κρίμα που σχεδόν έχω ξεχάσει, τι έκανα τον περασμένο χρόνο;
Αυτός έγειρε το κεφάλι προς τα κάτω και βυθισμένος στις σκέψεις του, έψαχνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο και μετά από λίγο μου απάντησε:
- Μη θάψεις τις αναμνήσεις σου, γιατί αυτές είναι ο κόσμος απ΄όπου  έρχεσαι.
Μου είπε αυτή την πρόταση χωρίς να με κοιτάξει ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια λυπηρή έκφραση, γιατί βυθίστηκε σε μία θάλασσα γεμάτη αναμνήσεις. Μόνο αναμνήσεις. Αναμνήσεις, που ήταν όλες πιο όμορφες από τον κόσμο που ζούσε και πιο συναρπαστικές από τις γνώσεις, που απέκτησε. Γνώσεις, που  του χάρισαν σοφία αλλά και μοναξιά. Μοναξιά, γιατί ο χρόνος που κύλαγε, δεν έχει πλέον την δύναμη να πλάσει το ώριμο πνεύμα του. Και αφού για μια στιγμή με κοίταξε χαμογελώντας, πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω:
 - Για πες μου λοιπόν, τι πρέπει να κάνω, για να μη ξεχάσω τις αναμνήσεις μου;
Ο Παραγκόλας κατάλαβε πολύ καλά την ερώτησή μου, γιατί αυτός έζησε συνειδητά την ορμή και την ευτυχία της νιότης, χαρές που όμως είναι συνυφασμένες και με πολλές δυσκολίες, γιαυτό δεν του ήταν εύκολο να μου απαντήσει:
- Φέρε τις αναμνήσεις σου στο παρόν και θα δεις πως δεν θα τις ξεχάσεις ποτέ ..!
Παρόλο που δεν μου μαρτύρησε, με ποιο τρόπο να γυρίσω πίσω τις χαμένες μου αναμνήσεις, άρχισα από ξεχασμένες ημέρες και χρόνια να βλέπω και να μυρίζω τα αγριόκρινα, που στόλιζαν κάποτε τις όχθες ενός ξεχασμένου ρυακιού. Και όσο πιο πολύ κοίταγα πίσω στο χρόνο, τόσο περισσότερο έπιανα το θρόισμα του ξεχασμένου χρόνου. Αυτού του χρόνου, που έχει αγκαλιάσει τις αναμνήσεις, τον κόσμο απ΄ όπου ερχόμαστε.

 Στο καφενείο του χωριού μιλιότανε για πολύ καιρό το γεγονός, ότι ο Αζώρ κατάφερε να λευτερωθεί μόνος του από την πηγάδα.














Η ΚΑΣΕΛΑ ΤΗΣ ΓΙΓΙΑΣ ΜΟΥ

Στη κουζίνα της Γιαγιάς μου εκεί που στην δεξιά γωνιά ήταν το απλό τζάκι με τη σιδερένια πυροστιά, ήτανε στον αριστερό τοίχο ακουμπισμένη μία κασέλα, καλά κλειδωμένη μ΄ένα λουκέτο. Σ΄αυτή την κασέλα κάτι έκρυβε η Γιαγιά. Αυτό μας είχε κινήσει πάρα πολύ την περιέργεια και μια μέρα την ρώτησα:
- Γιαγιά, τι έχεις μέσα στην κασέλα;
- Αυτό να μη σε νοιάζει  καθόλου…,
απάντησε αυτή κατηγορηματικά, ενώ στα μάτια της φαινότανε η μεγάλη της καλοσύνη, που έπαιρνε κάθε σκληρότητα από την έκφραση του προσώπου της, που το είχε χαράξει βαθιά η σκληράδα της ζωής και οι πολλαπλοί θάνατοι των προσφιλών της προσώπων. Παρόλο που ήταν μικροκαμωμένη είχε κάνει δέκα παιδιά και το τελευταίο, τη Θεία μου την Ανθεόπη τη γέννησε στα χωράφια! Ήτανε πάντα ήρεμη, συλλογιστική, δεν φώναζε ποτέ και τη σεβότανε, όχι μόνο  η μεγάλη μας οικογένεια αλλά και όλο το χωριό, που την αποκαλούσε σοφή γυναίκα. Δεν ήταν μόνο ο χαρακτήρας της, που της προσδιόριζε αυτές τις ιδιότητες, φαίνεται ότι και η αγωγή, που πήρε από τον πατέρα της, τον Αναγνώστη Παπαγιαννόπουλο, που τη μεγάλωσε από τον πέμπτο[48] χρόνο της ηλικίας της, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Τον πατέρα της, που είχε πολλά χωράφια στο χωριό, τον έλεγαν Αναγνώστη, γιατί ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος.
Επειδή δεν μπορούσα να γίνομαι ενοχλητικός σ΄ένα σεβάσμιο πρόσωπο, όπως ήταν η Γιαγιά μου, δεν ξαναρώτησα για την Κασέλα. Η  απάντησή της όμως:
- Αυτό να μη σε νοιάζει  καθόλου…,
με πονήρεψε και μου κέντρισε πιο πολύ την περιέργεια, να μάθω τι είχε τέλος πάντων αυτή η κασέλα μέσα. Άρχισα λοιπόν να προσέχω, πότε πήγαινε η Γιαγιά μες΄στην κουζίνα, μήπως και κατάφερνα να δω το περιεχόμενο της κασέλας. Αλλά όλες οι προσπάθειές μου μείνανε άκαρπες, ως εκείνη την ημέρα, που ήμουνα κρυμμένος πίσω από την πόρτα της κουζίνας για να φοβίσω τον Μπίμπη. ¨Όμως, για μεγάλη μου έκπληξη δε μπήκε ο Μπίμπης μέσα, αλλά η Γιαγιά μου και πήγαινε προς την κασέλα. Η χαρά μου ήταν απερίγραφτη. Θα μάθαινα τελικά, που φύλαγε η Γιαγιά το κλειδί της κασέλας. Πραγματικά στάθηκε μπροστά στην κασέλα, σήκωσε ήρεμα και περισυλλογιστικά την πρώτη μπροστέλα[49] μετά το πρώτο φόρεμα, σήκωσε και την δεύτερη μπροστέλα και στη συνέχεια το δεύτερο φόρεμα και αυτά τα ρούχα τα στήριξε με το σαγόνι  επάνω στο στήθος της για να έχει ελεύθερα τα χέρια της να πιάσει με μία επιδέξια αλλά δύσκολη κίνηση του δεξιού χεριού το πολυπόθητο κλειδί, που το είχε στη τσέπη της τρίτης μπροστέλας. Όταν ξεκλείδωσε το λουκέτο έκανε αυτό ένα χαρακτηριστικό θόρυβο <κλίκκ> , που μου έμεινε έντονα στη μνήμη. Αφού άνοιξε το καπάκι της κασέλας, πήγα σιγά-σιγά και κοίταξα πάνω από τους ώμους της μέσα και έτσι έμαθα το μυστικό της κασέλας. Η Γιαγιά μου δεν τρόμαξε:
- Τι θέλεις εδώ;,
με ρώτησε με μία έκφραση που έδειχνε περισσότερο καλοσύνη παρά αυστηρότητα.
- Γιαγιά, θέλω λίγο ψωμί..,
της είπα για να δικαιολογήσω την παρουσία μου, χωρίς να της πω τίποτα για την κασέλα, που έκανα ότι ούτε κ΄αν την είδα. Αφού μου έδωσε λίγη μπομπότα[50], βγήκα έξω και έτρεξα στους φίλους μου:
- Ελάτε δω γρήγορα..! Είδα τι έχει η κασέλα μέσα..!
- Τι έχει, τι έχει;,
ρώτησε ανυπόμονα ο Άρης.
- Είδα σε βάζα μέσα γλυκά του κουταλιού και άλλα ζαχαρωτά.
- Και τι άλλο ακόμη;
- Στη βιασύνη μου, δε μπόρεσα να διακρίνω τίποτα άλλο, αλλά η κασέλα είναι γεμάτη..!
- Και ποιος τρώει απ΄αυτά;,
ρώτησε ανυπόμονα ο Μπίμπης.
- Νομίζω ότι η Γιαγιά τα έχει για το Θείο το Ντίνο, γιατί πολλές φορές τη είδα που μετά από την κασέλα πήγε στο δωμάτιο του Ντίνου.
Αυτός ο Θείος μας ήταν μη μου άπτου. Κάθε λίγο και αρρώσταινε. Λοιπόν, τι να έκανε η κακομοίρα η Γιαγιά μας. Τον πρώτο της γιο, που ήταν ταλεντούχος, γλωσσομαθής  και ήταν γραμματέας του Βασιλιά, τον είχε χάσει γιατί πνίγηκε στο Φάληρο της Αθήνας. Μετά από ένα χρόνο πέθανε από τον καημό του και ο παππούς μου. Ήτανε βέβαια λογικό, που έτρεμε για τον τελευταίο της γιο. Εμάς όμως μας εκνεύριζε αυτό, παρόλο που θαυμάζαμε τον Θείο Ντίνο γιατί ήτανε μορφωμένος, φορούσε πάντα υπέροχα κουστούμια  και σε κάθε κουστούμι τα αντίστοιχα δίχρωμα παπούτσια.
- Αλλά γιατί  να είναι όλη η κασέλα δική του; Αυτό το έβρισκα άδικο.
Γι΄αυτό βάλθηκα να την ανοίξω .
- Αλλά πώς να το κάνουμε τώρα;,
ρώτησα τους φίλους.
-  Όταν κοιμάται η Γιαγιά να της πάρουμε το κλειδί..,
πρότεινε ο Αντρίκος.
Εγώ άρχισα να γελάω:
- Δεν έχεις ιδέα, που το΄χει κρύψει η Γιαγιά το κλειδί..!
Αφού λοιπόν τους διηγήθηκα τι είδα και ότι το κλειδί είναι κρυμμένο στην τρίτη μπροστέλα, πίσω από το δεύτερο φόρεμα, τότε κατάλαβαν όλοι, ότι έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος.
- Ή θα βρούμε ένα κλειδί που να κάνει ή θα φτιάξω μόνος μου ένα..
τους είπα. Ο Αντρίκος, που πίστευε μόνο στις δικές του ικανότητες, αμφέβαλε:
- Και πώς θέλεις να το φτιάξεις;
- Μ΄ένα χοντρό σύρμα.
- Άκου τόνε μ΄ένα σύρμα θέλει ν΄ανοίξει το λουκέτο.. Να το δω και να μη το πιστέψω...
- Θα το δεις και θα το πιστέψεις.., του είπα εκνευρισμένος,
-  αλλά άμα την ανοίξω, δε θα σου δώσω τίποτα.
-  Θα το πω της Γιαγιάς.., μουρμούρησε αυτός.
Τότε επενέβηκαν τ΄άλλα ξαδέλφια και οι φίλοι και τον έβαλαν στη θέση του:
-  Αν το κάνεις αυτό δε πρόκειται να ξαναπαίξουμε ποτέ μαζί σου.!
Η αλληλεγγύη μεταξύ των παιδιών ήταν κάτι το αυτονόητο. Και αν ποτέ ήταν κανένα παιδί μαρτυριάρικο, τότε το διώχναμε από την παρέα μας. Σ΄αυτό το σημείο είχε φτάσει και ο Αντρίκος αλλά ευτυχώς συμμορφώθηκε.
Για μένα άρχισε μετά το μεγάλο ψάξιμο για ένα χοντρό σύρμα. Εδώ ήταν το πρώτο πρόβλημα. Οι φράχτες ήταν όλοι φτιαγμένοι από καλάμια, οι καπονέρες  και τα κοτέτσια φτιαγμένα από ιτιές. Αν κάπου υπήρχε καμία μικρή μεταλλική περίφραξη, αυτή ήταν φτιαγμένη από λεπτό σύρμα. Λοιπόν, που να έψαχνα;  Έτσι πέρναγαν οι ημέρες και εγώ έμενα άπραγος. Ως που μια μέρα, εντελώς τυχαία, αντίκρισα στο περιβόλι της Γιαγιάς, ακριβώς αυτό το χοντρό σύρμα που χρειαζόμουνα. Σ΄αυτό άπλωνε η Γιαγιά τα ρούχα της. Από την άκρη, που ήταν το σύρμα δεμένο, προεξείχε ένα αρκετά μεγάλο  κομμάτι, που το έκοψα λυγίζοντάς το πολλές φορές εδώ κι΄εκεί.
Ήξερα από πολύ καιρό, πως θα μπορούσε ν΄ανοιχτεί μιά κλειδωνιά και ήταν η τύχη μου, ή η ατυχία της Γιαγιάς μου, που το λουκέτο της κασέλας δεν είχε στο κέντρο μεταλλικό οδηγό. Μιά τέτοια κατασκευή θα δυσκόλευε πάρα πολύ το άνοιγμα με αντικλείδι. Με μία πέτρα λύγισα το σύρμα σε μορφή κλειδιού, έτσι που χώραγε ίσα-ίσα στο λουκέτο.
- Έλα να το δοκιμάσουμε τώρα.!, είπα του Άρη.
- στάσου στην πόρτα και σφύρα, αν δεις τη Γιαγιά να΄ρχεται.
Οι πρώτες μου δοκιμές απέβησαν άκαρπες. Όσο κι΄αν προσπάθησα να βρω εκείνο το σημείο του λουκέτου, που ακουμπούσε το ελατήριο, δεν το κατάφερα. Αυτή η αποτυχία με στενοχώρησε περισσότερο για την κοροϊδία, που θα τράβαγα από τον Αντρέα παρά που δε θα τρώγαμε γλυκά απ΄την κασέλα. Γιαυτό δεν τό΄βαλα  κάτω. Περίμενα μια μέρα, που ήταν η Γιαγιά στα χωράφια και βάλθηκα πάλι με ησυχία ν΄ανοίξω το λουκέτο.
Και εδώ, στην ησυχία μου, βρήκα τη θέση του ελατηρίου και λίγο προς τα δω και λίγο προς τα κει, άκουσα για μια στιγμή το πολυπόθητο <κλίκκ> και σκίρτησε η καρδιά μου. Απ΄την κασέλα δεν πήρα τίποτα, γιατί η μεγαλύτερή μου χαρά ήταν να το πω στους φίλους μου. Η επιτυχία αυτή μου έδωσε φτερά και έτρεξα έξω χοροπηδώντας να γνωστοποιήσω στους φίλους το χαρμόσυνο γεγονός.
- Το άνοιξα το λουκέτο, το άνοιξα..!
Φώναξα από μακριά στους φίλους μου. Ο Μπίμπης άρχισε να γελάει μ΄αυτό το χαρακτηριστικό του γέλιο:
- Χι..χι..χι..χι..,
που τον διέκρινε κανείς ακόμη και μέσα από την οχλοβοή εκατό ανθρώπων. Όταν  τα γέλια τον άφησαν να πάρει ανάσα, φώναξε χαρούμενα:
- Το ήξερα, το ήξερα ότι θα το άνοιγες..!
Ο μόνος που δεν χάρηκε ήτανε ο Αντρίκος, γιατί η προφητεία του βγήκε εσφαλμένη. Όσο έλειπε η Γιαγιά στα χωράφια, ήταν ευκαιρία να τους δείξω το κατόρθωμά μου. Μπήκαμε λοιπόν όλοι μές΄στην κουζίνα, το λουκέτο έκανε με το αντικλείδι μου <κλίκκ> και τους άνοιξα την κασέλα.!
Παρόλο, που το κατόρθωμά μου ήταν ανήθικο, με θαύμασαν όλοι και όλοι ήθελαν αμέσως να πάρουν κάτι απ΄αυτή. Εγώ όμως, σαν κυρίαρχος της κασέλας, τους απαγόρεψα να πάρουν, ότι ήθελαν:
- Θα κάνουμε πρώτα ένα σχέδιο, τι θα πρωτοπάρουμε και πόσο, για να μη το καταλάβει η Γιαγιά και στενοχωρηθεί., τους είπα.
Τελικά αποφασίσαμε να πάρει ο καθένας, από το μεγάλο βάζο, ένα κουταλάκι γλυκό από σταφύλι. Έκλεισα μετά την κασέλα και έβαλα το λουκέτο ακριβώς έτσι, όπως το είχε αφήσει η Γιαγιά.
Από τότε φάγαμε πολλές φορές από το γλυκό, χωρίς να έχει καταλάβει η Γιαγιά τίποτα. Μια μέρα όμως είχα όρεξη να φάω λίγο κεφαλοτύρι. Κατά λάθος έκοψα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι και για να μη πονηρευτεί η Γιαγιά, άφησα μερικά τρίματα να φαίνεται έτσι ότι το έφαγε ένα ποντίκι.
Από τότε ήμουνα πολύ περίεργος να δω, τι θα έλεγε η Γιαγιά, όταν θα έβλεπε τα τρίματα. Επειδή ήξερα περίπου, πότε θα πήγαινε στην κασέλα, την παρακολουθούσα. Και εκείνη την ημέρα, που έμπαινε στην κουζίνα, περπάτησα σαν γάτα στα νύχια και κρύφτηκα πίσω από την πόρτα. Η Γιαγιά πήγε στην κασέλα, σήκωσε προσεκτικά την πρώτη μπροστέλα, μετά το πρώτο φόρεμα και στη συνέχεια σήκωσε την δεύτερη μπροστέλα, το δεύτερο φόρεμα και τα κράτησε, όπως την πρώτη φορά που την είδα, με το σαγόνι της. Πριν όμως προλάβει να βάλει το χέρι της μέσα σ΄εκείνη την μυστική τσέπη της τρίτης μπροστέλας, της γλύστρισαν όλα τα ρούχα απ΄το σαγόνι  και έπρεπε πάλι απ΄την αρχή να τα σηκώσει. Με μεγάλη δυσκολία κράτησα τα γέλια μου και για να μη προδοθώ, ήμουνα έτοιμος να βγω έξω, όταν άκουσα τη Γιαγιά να φωνάζει:
- Όχ κακό πό΄παθα, τα μαγαρισμένα μπήκανε μές΄στην κασέλα μου.. Πρέπει να βάλω μια φάκα.
Από τη μια πλευρά χάρηκα, που το σχέδιό μου πέτυχε, από την άλλη όμως λυπήθηκα που στενοχωρήθηκε η Γιαγιά. Όταν βρήκα τους φίλου μου και τους διηγήθηκα τι συνέβηκε, άρχισε πάλι ο Μπίμπης να γελάει:
- Χι..χι..χι..χι..
- Δεν είναι για γέλια., του είπα εκνευρισμένα.
Τα ξαδέλφια μου όμως  με καθησύχασαν:
- Αχ, η Γιαγιά στενοχωριέται όλο λίγο και λιγάκι..
Για καλή μου τύχη είχαν βγει εκείνο το απόγευμα στον κήπο τους  οι κόρες του Παπά και έτσι στράφηκε η προσοχή μου προς τα κει. Η Σούλα, ψηλή και ξανθή με αγγελικό πρόσωπο, έμοιαζε της μητέρας της, ενώ η μικρότερη αδελφή της, μελαχρινή και στρογγυλοπρόσωπη, ήτανε ίδια ο Παπάς. Εμένα βέβαια μου άρεσε η Σούλα και μ΄έπιανε ρίγος, όταν ερχότανε στον φράχτη να της δώσω κουρελάκια από τις μοδιστρικές δουλειές της Θείας μου, που έφτιαχνε απ΄αυτά κούκλες. Όταν λοιπόν έβγαιναν οι κοπέλες στον κήπο, άλλαζε η συμπεριφορά μας. Δε βρίζαμε, δε μαλώναμε και καθένας έδειχνε τις ικανότητές του. Ή ανεβαίναμε γρήγορα στο σανταμόρι του Παπουτσόπουλου, ή τρέχαμε γύρο-γύρο απ΄το τριγωνικό οικόπεδο[51] του Παπά, ή τραγουδάγαμε, σα <γενναίοι> που είμαστε, πατριωτικά εμβατήρια.
Αυτή τη φορά παίξαμε το παιχνίδι <παίρνω αμπάριζα και βγαίνω>, προσπαθώντας να προσελκύσουμε στο παιχνίδι και τις κόρες του Παπά. Αυτές όμως μας κοίταγαν από μακριά κι΄εμείς νομίζαμε ότι μας θαύμαζαν για την ταχύτητά μας και τους επιδέξιους ελιγμούς μας.! Αφού έπεσε ο ήλιος και σιγά-σιγά βράδιαζε, άρχισαν να πετάνε αθόρυβα αμέτρητες νυχτερίδες πάνω από τα κεφάλια μας. Με μία μικρή απόχη, που είχαμε στεριώσει σ΄ένα καλάμι, προσπαθήσαμε, με απόλυτη αποτυχία, να πιάσουμε μια νυχτερίδα. Ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε, πώς <βλέπαν> οι νυχτερίδες στο σκοτάδι την απόχη. Αλλά ούτε και οι μεγάλοι δε μπόρεσαν ποτέ να μας το εξηγήσουν[52].
Έτσι πέρασε εκείνο το βράδυ  και μετά από το φαγητό είδα δίπλα στην κασέλα μια φάκα, που την είχε τοποθετήσει η Γιαγιά. Όταν όμως ούτε τη δεύτερη αλλά ούτε και τη τρίτη μέρα δεν είχε πιάσει η φάκα ποντίκι, τότε αρχίσαμε ν΄ανησυχούε.
- Παιδιά, πρέπει να βρούμε ένα ποντίκι να το βάλουμε στην φάκα, πριν πονηρευτεί η Γιαγιά.., είπα στους φίλους.
Για να μη το μάθει η Γιαγιά πήγαμε στα μακρινά σπίτια και ρωτάγαμε για ένα ψόφιο ποντίκι. Οι γυναίκες, που τα΄ακούγαναν , σάστιζαν:
- Μπά, Χριστός και Παναγιά, τι το θέλετε το μαγαρισμένο;
- Θέλουμε να το βάλουμε για δόλωμα να πιάσουμε μια καρακάξα, που τρώει τα πουλιά της Γιαγιάς μας.., απαντούσαμε ήρεμα και εμπιστευτικά.
 Η παράξενη επιθυμία μας ξαπλώθηκε γρήγορα στο χωριό και την άλλη μέρα ήρθε από το τελευταίο σπίτι του χωριού το Μπαλκογιαννόπουλο και μας είπε:
- Ξέρω, που είναι ένα ποντίκι.! Ελάτε να σας το δείξω. 
Εκεί που φτάσαμε είδαμε πραγματικά δίπλα στο σπίτι του ένα ψόφιο ποντικάκι. Τώρα, ποιος θα το έπιανε, που όλοι μας συχαινόμαστε.
- Μη πιάνετε ψοφίμια, γιατί θ΄αρρωστήσετε.., μας δίδασκαν οι μεγάλοι και μας φόβιζαν.
Μ΄ένα φύλο έπιασα τελικά την ουρά του ποντικιού και μ΄ένα σπάγκο, που έφερε ο Πέτρος, τη δέσαμε σφιχτά. Όταν σήκωσα το ποντίκι με το σπάγκο, ακούμπησα κατά λάθος τον Άρη κι΄αυτός σιχάθηκε τόσο πολύ, που λάκιξε διό, τρία μέτρα πιο πάρα. Έ.. αυτό ήτανε.. Αμέσως το έκανα παιχνίδι και άρχισα με το ποντίκι να κυνηγάω  τα άλλα παιδιά. Γύριζα το ποντίκι σα λάσο πάνω απ΄το κεφάλι μου και τους φώναζα:
- Τώρα έρχεται το ψοφίμι να σας  φάει…
Άλλα παιδιά τρέχανε δεξιά κι΄αριστερά, άλλα γέλαγαν και άλλα έσκουζαν. Εγώ κρατούσα τη κοιλιά μου από τα γέλια και όταν ξανάσαινα, συνέχιζα το κυνηγητό. Σιγά-σιγά άρχισε να βραδιάζει  και αυτό έκανε το παιχνίδι να γίνεται πιο ανατριχιαστικό. Άπ΄ τα παράθυρα των σπιτιών  φώτιζαν ήδη εδώ κι΄εκεί οι λίχνοι και οι λάμπες του πετρελαίου, μια θαλπωρή, που την έδιωξε δυστυχώς για πάντα το ηλεκτρικό φως. Το παιχνίδι μας όμως συνεχιζότανε και για μια στιγμή, έτσι όπως γύριζα το ποντίκι, αισθάνθηκα να φεύγει από το σπάγκο. Έμεινα άναυδος και φώναξα:
- Παιδιά το ποντίκι λύθηκε απ΄το σπάγκο..! Μήπως το είδατε;
Μερικά από τα παιδιά νόμισαν ότι είδαν μιά σκιά να φεύγει προς το σπίτι του αγροφύλακα. Αλλά όσο κι΄αν ψάξαμε εκεί δε το βρήκαμε. Κι΄εκεί που το είχα πάρει απόφαση, ότι το έχασα το ποντίκι, έριξα μια απελπισμένη ματιά μέσα στο ανοιχτό παράθυρο του αγροφύλακα. Ήτανε η κουζίνα, που τη φώτιζε απαλά  μια λάμπα πετρελαίου. Επάνω στο τζάκι κάτι έβραζε η κυρά Κουτσούμπαινα μέσα σ΄ένα τσουκάλι και από δίπλα κάτω  στο έδαφος νόμισα ότι διέκρινα το ποντίκι..! Στράφηκα ξαφνιασμένος προς τα παιδιά και τους είπα με σιγανή φωνή:
- Ελάτε δω να σας πω. Το ποντίκι φαίνεται να έπεσε εμές΄ τη κουζίνα του αγροφύλακα.!.
Αυτή η αποκάλυψη φάνηκε τόσο απίθανη αλλά και συνάμα αστεία, που άρχισαν όλα τα παιδιά να γελάνε. Ιδιαίτερα ακουγότανε το διαπεραστικό γέλιο:
- Χι…χι…χι…χι…,
του Μπίμπη, που αμέσως τον αγγάρεψα:
- Πήγαινε  στην κυρά Κουτσούμπαινα και χασομέρησέ την, να πηδήξω απ΄το παράθυρο μέσα στην κουζίνα της, να πάρω το ποντίκι..!
Έτσι κι΄έγινε. Χωρίς να καταλάβει τίποτα η κυρά Κουτσούμπαινα, πήρα το ποντίκι και αφού φτάσαμε σπίτι το έβαλα κρυφά-κρυφά στη φάκα της Γιαγιάς δίπλα στην κασέλα.
Την άλλη μέρα άμα είδε η Γιαγιά το ποντίκι στη φάκα, ξεφώνησε:
- Να, μαγαρισμένο καλά να πάθεις…
Αυτό που με διασκέδαζε για πολύ καιρό, ήταν ότι η Γιαγιά δεν έψαξε ποτέ την κασέλα, αν είχε κάποια τρύπα και παρά ταύτα ήτανε σίγουρη, ότι το ποντίκι είχε μπει μέσα..!

















ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΠΑΛΑ

Στη πλατειούλα του χωριού, δίπλα στην εκκλησία, έπαιζαν μια μέρα τα μεγάλα παιδιά με τη μοναδική μπάλα που υπήρχε. Εμάς βέβαια δε μας ήθελαν στο παιχνίδι τους, γι΄αυτό κοιτάζαμε από μακριά, κι΄από τη ζήλια μας κοντεύαμε να σκάσουμε. Για μια στιγμή τους ξέφυγε η μπάλα και κύλαγε προς τα μένα. Εγώ δεν έχασα καιρό, με μεγάλη χαρά την άρπαξα και το΄βαλα στα πόδια, μαζί και οι φίλοι μου. Παρόλο, που ήμαστε πέντε, έξη χρόνια μικρότεροι από τα μεγάλα παιδιά, τρέχαμε σα διαολάκια[53] και δεν ήταν τόσο εύκολο γι΄αυτούς να μας πιάσουνε. Βέβαια, κάποτε μας πλησίασαν. Τότε πέταξα τη μπάλα στον ταχύποδο Αντρέα και όταν κοντεύανε και αυτόν να τον πιάσουν, τους έριξε τη μπάλα προς τα πίσω και λάκιξε, πριν τον τσάκωναν και τις έτρωγε για τα καλά. Αφού πήραν οι μεγάλοι τη μπάλα, ξανάρχισαν το παιχνίδι τους. Εμείς σιγά-σιγά ξαναπήγαμε εκεί και κοιτάγαμε από μακριά για ευκαιρία, να τους ξαναπάρουμε τη μπάλα. Αλλά το πάθημα, μάθημα.. Για δεύτερη φορά δε τη χάνανε τη μπάλα. Έτσι κι΄εμείς βαρεθήκαμε και τη στιγμή, που γυρίσαμε να φύγουμε, αισθάνθηκα ένα τόσο δυνατό χτύπημα στη πλάτη, που μου πιάστηκε η αναπνοή. ‘Από τον πόνο κυλιόμουνα στο έδαφος, ενώ όλοι γύρο τα είχανε χάσει.  Οι άντρες του καφενείου άρχισαν να μαλώνουν:
- Είσαστε στα καλά σας; Ποιος το΄κανε αυτό; Δε ντρεπόσαστε να χτυπάτε τους μικρούς;
Έγινε μια μεγάλη φασαρία και στην αναμπουμπούλα μαθεύτηκε τελικά, ότι ο Μπόρας, ο μεγαλύτερος από τα παιδιά, με χτύπησε εξεπίτηδες  με τη μπάλα. Η συμπαράσταση των μεγάλων μου έδωσε να καταλάβω, ότι είχα το δίκιο με το μέρος μου. Και όταν συνήλθα κάπως, μεταβλήθηκε ο πόνος μου σε ένα τυφλό εξοργισμό, έτρεξα στο Μπόρα και άρχισα να του δίνω μανιασμένα μπουνιές, κλωτσιές ενώ προσπαθούσα ακόμη και να τον δαγκώσω. Αυτός, στη συνείδηση ότι είχε άδικο, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να μου κρατήσει τα χέρια αλλά τελικά μια μπουνιά μου τον πέτυχε στα χείλη που άρχισαν, για μεγάλη μου χαρά, να ματώνουν. Τότε μπήκαν όλοι  στη μέση και με το ζόρι  μας χώρισαν. Οι φίλοι μου μείνανε μ΄ανοιχτό το στόμα, ήρθανε σε μένα και μου είπανε με θαυμασμό:
- Σα λυσσασμένο σκυλί έπεσες επάνω του και του΄ δωσες να καταλάβει..!
Πιο πέρα στεκόταν και ο Παραγκόλας, που είχε από την αρχή παρακολουθήσει τι συνέβηκε. Ήρθε σε μένα και με συγχάρηκε:
- Μπράβο γιόκα μου, σε θαύμασα! Παρόλο που είσαι πολύ μικρότερος απ΄ αυτόν, υποστήριξες το δίκιο σου. Τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται η πατρίδα μας..
- Γιατί με χρειάζεται η πατρίδα;, τον ρώτησα ξαφνιασμένος.
- Όχι βέβαια εσένα. Εσύ είσαι ακόμη μικρός. Η πατρίδα μας χρειάζεται τολμηρούς ανθρώπους, που έχουν το θάρρος να τα βάλουν και με δυνατότερους.   
Εγώ ουσιαστικά δε  κατάλαβα, τι εννοούσε μ΄αυτό αλλά για μια στιγμή αισθάνθηκα, πόσο είχε ανεβεί το γόητρό μου στο χωριό, αφού με θαύμασε ακόμη και ο σοφός Παραγκόλας.!
Ότι ήμουνα έτοιμος να πάω με τους φίλους μου, είδα τον Παραγκόλα να παίρνει βαθιά αναπνοή σα να ήθελε ακόμη κάτι να μου πει. Αλλά οι φίλοι μου με τράβηξαν:
- Δημήτρη, έλα να πάμε τώρα στη Τραγάνα για τσαμπίδια.
Η κατάφυτη αυτή περιοχή, με τ΄αμπέλια, τους ελαιώνες, τα κυπαρίσσια και τα φρουτοφόρα της δέντρα, ήτανε για μας μια τέλεια <παιδική χαρά>, γεμάτη εκπλήξεις, που κέντριζε πάντα τη φαντασία μας για λογής-λογής παιχνίδια. Κάθε φορά όταν παίζαμε εδώ, ξεχνάγαμε την ώρα και πριν καλά-καλά να το συνειδητοποιήσουμε είχε αρχίσει το σκοτάδι ν΄ απλώνεται απαλά στην απέραντη περιοχή. Και όταν ακούγαμε το μονότονο και για το κάμπο χαρακτηριστικό μήνυμα <γκιόν….γκιόν….γκιόν…>, που έστελνε το χαροπούλι, τότε ξέραμε ότι η Τραγάνα μας είχε ξεμυαλίσει και έπρεπε γρήγορα να γυρίσουμε στα σπίτια μας πίσω.
Την άλλη μέρα ότι είχα καθίσει στη σκιά του χαγιάτι μας, είδα τον Παραγκόλα να κατευθύνεται προς τη ταβέρνα του Ραμαντά. Έτρεξα προς τα κει και του φώναξα:
- Παραγκόλα, Παραγκόλα, εχθές σαν κάτι να  ήθελες ακόμη να μου πεις.
- Ναι, μου άρεσε, που πολέμησες θαρραλέα και σκέφτηκα το κράτος μας. Πόσες φορές δεν έχουν έρθει ξένοι στο τόπο μας αλλά τα θαρραλέα παλικάρια μας, τους πολεμούσαν έμψυχα και τους έδιωχναν.
- Και γιατί πρέπει να πολεμάμε τους κατακτητές; Αυτοί είναι δυνατότεροι και θα μας βλάψουν άσκημα.
Ο Λινάρδος Λιναρδόπουλος, που άκουσε τι λέγαμε, μου απάντησε σχεδόν εκνευρισμένα:
-Δηλαδή να τους αφήσουμε έτσι ατιμώρητα, να μας πάρουν την πατρίδα μας; Να γίνουμε σκλάβοι, να μας σκοτώνουνε και να μας αρπάζουνε τις λίγες μας καλλιέργειες;
- Εγώ δεν άκουσα να είναι έτσι οι Γερμανοί..
- Σ ΄αυτό έχεις δίκιο[54].., μου πιστοποίησε ο Παραγκόλας,
 δε κάνανε αυθαιρεσίες, δε μας άρπαξαν τις περιουσίες μας, δε πείραξαν τις γυναίκες μας, ούτε ήρθαν στα καλά καθούμενα να μας πάρουνε για καταναγκαστικά έργα. Αλλά σε άλλες περιοχές λένε, ότι κάνανε κακουργήματα. Βέβαια, αν δε τους πειράζαμε με τους αντάρτες μας, δε θα μας πείραζαν..
Στο μεταξύ μπήκε στη συζήτηση και ο Φραγκογιάννης, που για μεγάλη έκπληξη των συχωριανών έπαιζε στο χέρι του με μια χρυσή λύρα Αγγλίας[55], πράγμα πολύ σπάνιο στο χωριό:
- Αν οι αντάρτες μας δε πειράζουν τους Γερμανούς, τότε αυτοί θα μείνουν όσο θέλουν εδώ.
-  Και τι θα γίνει τελικά με τα αντίποινα των Γερμανών;,
τον ρώτησε ο Παραγκόλας και συνέχισε,
 - θα ήθελες χωρίς να φταις να σε πιάσουνε και να σε σκοτώσουνε;
 - Βλέπεις αυτό είναι, που λέω. Έρχονται οι ξένοι κατακτητές και μας κάνουν αυτοί ότι θέλουνε..,
 είπε αυτή τη φορά ο Λινάρδος εντελώς συγχυσμένος. Ο Παραγκόλας γινότανε όλο και πιο σκεφτικός και το έβλεπε κανείς ολοκάθαρα στην έκφραση του προσώπου του και στην ένταση της φωνής του που σιγάνευε. Ήτανε, σα να μη τον ικανοποιούσε κανένα επιχείρημα και έψαχνε να βρει πρωταρχικές αιτίες. Μετά έλαμψαν τα μάτια του, σα να ξεδιάλεξε από τις σκέψεις του, αυτό που ζητούσε να βρει και σα να δρούσε μέσα του μία άγνωστη μορφή, εκφώνησε με πειστικότητα:
- Είναι αυτά τα αρρωστημένα μυαλά, που θέλουν να διατάζουν και που τους διευθύνει η κακία και όχι η αγάπη. Αυτοί βρίσκουν κάθε φορά <σημαντικές αιτίες>, για να διασκορπίζουν στον κόσμο τον όλεθρο του πολέμου. Εχθροί δεν υπάρχουν. Οι εχθροί <φτιάχνονται> από τα αρρωστημένα μυαλά και τα μεγάλα συμφέροντα.                             Αλλά, πώς θα μπορέσουν οι λαοί του κόσμου ν΄αποφύγουν τις βίαιες κατατάξεις τους στα τάγματα των  αιματηρών σφαγών;
Όλοι που τον άκουσαν μείνανε άφωνοι, γιατί δε μπορούσαν να του απαντήσουν σ΄ αυτά που τους είπε . Κανένας όμως δε ζήτησε εξηγήσεις. Από την άλλη πλευρά, κανένας δεν ήθελε στο χωριό τους κατακτητές. Οι περισσότεροι όμως δε μπορούσαν ν΄ αφήσουν τις οικογένειές τους και τις λίγες καλλιέργειες, που τους είχαν απομείνει. Αυτοί πρότειναν να μη πειράζουμε τους κατακτητές, γιατί μ΄ αυτά τα <τσιμπήματα>, περισσότερο θα βλαφτεί ο τόπος παρά οι Γερμανοί. Όμως μερικοί θερμόαιμοι έβλεπαν, παρά ταύτα, την ένοπλη μάχη, σα τον καλλίτερο τρόπο για να διωχτούν οι ξένοι.  Από το χωριό μας, λέγανε, ότι μόνο δύο ήταν οργανωμένοι την αντίσταση:  Ο Φραγκογιάννης και ο Πάνος ο Πλιάκας που τον ονόμαζαν Μπούκα.
Αφού η νύχτα είχε αρκετά προχωρήσει και το στομάχι μου επαναστατούσε, γύρισα πίσω στο σπίτι και χαιρόμουνα τον υπέροχο τραχανά της  Γιαγιάς μου, όταν ήρθε λαχανιασμένος ο Παύλος  και μας είπε:
- Ελάτε δω να δείτε, που καίγεται το Γεράκι..
Τρέξαμε στα ανατολικά χωράφια και είδαμε λίγο πιο ψηλά από την Αμαλιάδα πολλές φωτιές. Την άλλη μέρα ήταν το χωριό αναστατωμένο:
- Το μάθατε, το μάθατε; Οι Γερμανοί κάψανε το Γεράκι.!
Η είδηση αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα γρήγορα σ΄ όλα τα χωριά του κάμπου και οι χωρικοί δε ξέρανε, τι να κάνουνε: Να μείνουν στα σπίτια τους ή να φύγουνε στα βουνά; Και εκεί τι θα έκαναν;  Όλοι φοβόντουσαν τ΄ αντίποινα των Γερμανών. Στη μεγάλη σύγχυση, που κυριαρχούσε, ήρθε ο Γιώργος  Ζαχαριάς από το Ρουπάκι και μας είπε:
- Στο Γεράκι, όταν είχαν χτυπήσει οι αντάρτες το γερμανικό φυλάκιο, πήγαν οι Γερμανοί στο χωριό, μάζεψαν τους πολίτες και τους έκαναν μάθημα να μη το ξανακάνουν. Οι αντάρτες δε το πήραν σοβαρά και χτύπησαν πάλι το φυλάκιο. Οι Γερμανοί μάζεψαν πάλι τους χωρικούς και τους είπανε, προσέξτε < αν μας ξαναχτυπήσετε, τότε θα έχετε αντίποινα..>.
Οι αντάρτες όμως, σα να ήθελαν το κακό του χωριού, ξαναχτύπησαν το φυλάκιο. Τότε στις 30 Ιουλίου του 1943 έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό και σκότωσαν τον νεαρό πρόεδρο και τον δάσκαλο.[56]                             
Όταν ο Παραγκόλας τ΄ άκουσε αυτό ταράχτηκε, έχασε την ηρεμία που τον χαρακτήριζε πάντα και άρχισε να μιλάει με δυνατή και βροντώδη φωνή:
- Είναι αυτό που σας λέω. Αφού τους πειράζουμε, θα μας πειράζουνε. Τι κατάφεραν μ΄αυτό οι Γερακιώτες; Τώρα κάηκε το χωριό τους..και το πλήρωσαν οι αθώοι..
Ακολούθησαν οχλώδεις συζητήσεις αλλά τελικά οι περισσότεροι πήραν το μέρος του Παραγκόλα και διερωτήθηκαν:
-Τι φταίνε  ο απλοί στρατιώτες και οι αθώοι του χωριού που τους σκότωσαν άδικα;
Ακριβώς αυτά έγιναν τα μεγάλα ερωτήματα στο χωριό:
- Φταίει ο απλός στρατιώτης; Αλλά και με τι δικαίωμα σκοτώνουν οι Γερμανοί τους αθώους; Ήρθανε δηλαδή στον τόπο μας και κάνουν αυτοί ο,τι θέλουν;
Αυτά τα ερωτήματα  έφεραν τους περισσότερους συγχωριανούς σ΄ένα μεγάλο δίλημμα.
Τελικά οι Γερμανοί αρκέστηκαν να κάψουν το Γεράκι. Αυτή τη φορά δεν ήρθαν στο χωριό μας, να πάρουν ομήρους.
Όταν ξαναείδα τον Παραγκόλα, ήθελα να μάθω πώς το νόμιζε:
- Παραγκόλα, γιατί λες να μη πειράζουμε τους Γερμανούς αφού μου είπες, η πατρίδα χρειάζεται θαρραλέους, που τα βάζουνε και με δυνατότερους;
Ένα απαλό χαμόγελο χάιδεψε το πρόσωπό του και μου διευκρίνισε τη γνώμη του:
- Όχι έτσι γιόκα μου, να πηγαίνουν ύπουλα μια εδώ και μια εκεί και να σκοτώνουν. Αυτό περισσότερο βλάφτει παρά ωφελεί. Σε μια μάχη, εκεί να μη λιγοψυχούνε και να πολεμάνε θαρραλέα ακόμη κι΄ αν ο εχθρός είναι υπερδύναμος.
- Καλά, δε μου λες Παραγκόλα, σε μια μάχη δε σκοτώνονται απλοί στρατιώτες;
- Έχεις δίκιο, γιόκα μου, αλλά αν πρόκειται να υπερασπίσεις τη πατρίδα σου, τι θα κάνεις;
- Τι θα κάνω δε ξέρω. Θ΄αναγκαστώ κι΄εγώ να σκοτώνω;
- Βλέπεις, αυτά είναι τα εγκλήματα κάθε πολέμου. Τα μεγάλα συμφέροντα βάζουν τα παιδιά του κόσμου να σκοτώνονται.
Το πρόσωπο του Παραγκόλα είχε κοκκινίσει από την οργή του και τα μάτια του είχαν πάρει μια αστραφτερή λύπη, σα να μη πίστευε ότι οι πολεμοχαρείς θα σταμάταγαν ποτέ να κάνουν επιθετικούς πολέμους. Όπως κατάλαβα ο Παραγκόλας υπεράσπιζε τον δίκαιο αγώνα, απεχθανόταν όμως την αυθαίρετη βία. Γι΄ αυτό ήθελα ν΄ ακούσω τη γνώμη του για την εποχή της Τουρκοκρατίας και τον ρώτησα:
-Γιατί πολεμούσαν οι Έλληνες τους Τούρκους, όπου τους έβρισκαν;
- Όπου τους έβρισκαν; Αυτό δεν είναι σωστό. Μη ξεχνάς ότι οι Τούρκοι έμειναν τετρακόσια χρόνια στον τόπο μας.! Δυστυχώς με τη συνεργασία και  πολλών Ελλήνων. Οργανωμένες μάχες άρχισαν μετά το 1821, όταν οι Τούρκοι για πολύ καιρό είχαν καταπιέσει αφάνταστα τον τόπο μας.
- Δηλαδή τι καταπίεση κάνανε τότε, που ήτανε σκληρότερη από τη Γερμανική κατοχή;
- Τι μου λες τώρα; Η Τουρκοκρατία ήταν η χειρότερη περίοδος για το κράτος μας. Απαγόρευαν στους Έλληνες να μιλάνε και να μαθαίνουν  τη γλώσσα τους .Γι΄ αυτό στέλνανε τα παιδάκια τους νύχτα στο <Κρυφό σχολειό>..!
- Α...! Τώρα καταλαβαίνω τι σημασία είχε το ποίημα, που λέγανε εκείνα τα παιδιά: <Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα….>.
- Ακριβώς, έτσι ήτανε. Αυτά τα παιδιά όμως, που μεγάλωναν με όλες τις κακουχίες, έγιναν σκληροί πολεμιστές και κάποτε έδιωξαν τους κατακτητές.
- Καλά, δε μου λες Παραγκόλα, αυτό ήταν το μεγάλο κακό της Τουρκοκρατίας;
- Όχι βέβαια, τ΄ άλλα ήσαν πολύ χειρότερα, όπως το παιδομάζωμα, οι φόροι και πολλές άλλες αυθαίρετες  πράξεις. Άρπαζαν και βίαζαν τις γυναίκες μας ή τις πέρνανε στα χαρέμια τους.
- Και τι ήταν αυτό το παιδομάζωμα;
- Άρπαζαν τα μικρά αγόρια από τις Ελληνικές τους οικογένειές, τα πήγαιναν στους Τουρκικούς στρατώνες και τα εκπαίδευαν σκληρά. Απ΄ αυτά κάνανε τις ορδές των Γενιτσάρων. Σκληροί στρατιώτες που πολέμαγαν την ίδια τους την πατρίδα χωρίς να το ξέρουνε..!
Μ ΄αυτά που άκουσα έμεινα άναυδος και πριν προλάβω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, μπήκε στη συζήτηση και ο Θείος μου ο Ντίνος, που τον έλεγαν μορφωμένο γιατί είχε βγάλει το γυμνάσιο:
- Το παιδομάζωμα είναι η πιο εγκληματική ιδέα, που θα μπορούσε να γεννήσει ανθρώπινος νους.. Και το θαύμα είναι που, χάριν της θρησκείας μας, ελευθερωθήκαμε και δεν ξεχάσαμε την υπέροχη Ελληνική μας γλώσσα. Για φανταστείτε, να μιλάγαμε τώρα αυτή την άγαρμπη μογγολική γλώσσα των Τούρκων.. Και όλος αυτός ο αγώνας έγινε για δεκάδες χρόνων με μεγάλες θυσίες. Μη ξεχνάμε τη μάχη της Δοϊράνης εκεί που το 1912 σκοτώθηκε ο Θείος  ο Βασίλης[57]..
Ένα βαθύ συναίσθημα ευγνωμοσύνης και συνάμα υπερηφάνειας γέμισε τα στήθη αυτών που άκουσαν τη συζήτηση και όπως φάνηκε, όλοι αισθάνονταν την υποχρέωση να υπερασπίσουν <τα περί πίστεως και πατρίδος>. Η συζήτηση αυτή αγαλλίασε και την ευαίσθητη καρδιά του Παπά του χωριού μας του Σπυρογιάννη, που σαν μεγάλος Πατέρας είχε αγκαλιάσει με ένθερμη αγάπη όλους τους συγχωριανούς και τους βοηθούσε όπου μπορούσε. Μετά από αυτά που ειπώθηκαν, σταμάτησαν οι αυθόρμητοι διάλογοι και μία μεγάλη σκεφτικότητα ζωγραφίστηκε  στα πρόσωπα των παρόντων, γιατί καθένας δεν ήξερε τι τον περίμενε σ΄ αυτή την εμπόλεμη κατάσταση.
Μια φωνή πάνω από το καμπαναριό μου απόσπασε μετά τη προσοχή. Ήταν ο Πέτρος ο Μπάμπαρος που ήθελε ν΄ ανεβώ κι΄ εγώ επάνω στο καμπαναριό να παίξω μαζί με τους άλλους κυνηγητό. Ακούγεται βέβαια κάπως περίεργο αυτό: Κυνηγητό στο καμπαναριό; Και όμως, μια τρέχαμε τις σκάλες πάνω – κάτω και μια βγαίναμε έξω απ΄ το καμπαναριό και πατάγαμε προσεκτικά τοίχο-τοίχο επάνω στο εξωτερικό πεζούλι. Ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, για το οποίο δε μας είχαν μαλώσει ποτέ οι μεγάλοι, που μας κοίταγαν από κάτω. Φαίνεται ότι οι κακουχίες και οι πολεμικοί κίνδυνοι είχαν μειώσει την ευαισθησία τους .

Το ίδιο απόγευμα ότι είχαμε περάσει το βόρειο γεφύρι προς την Αγία Μαύρα  και πηγαίναμε δεξιά για τον Αι Θόδωρο, είδαμε τον Αντώνη τον Παπουτσόπουλο να μεταφέρει σανό με το κάρο του. Ο Αντώνης, ένας ξερακιανός, ψηλός με πολλά καστανά μαλλιά και με αστραφτερά γαλανά μάτια, περπάταγε κάπως ιδιόμορφα και έγερνε το σώμα του καμπουρωτά προς τα μπρος, έτσι που νόμιζε κανείς,  ότι με κάθε του βήμα θα σκόνταφτε και θα σωριαζότανε κάτω. Είχε καθίσει επάνω στο σανό, που προεξείχε πολύ από τα πλάγια του κάρου,  και όταν μας είδε, μας χαιρέτισε από ψηλά χαμογελώντας. Για μια στιγμή άρχισε η φοράδα του να τρέχει και ο Αντώνης προσπαθούσε μάταια, τραβώντας τα γκέμια μ΄ όλη τη δύναμή του, να τη σταματήσει. Φτάνοντας στο γεφύρι και εκεί που έπρεπε να στρίψει αριστερά, πήρε το άλογό του τον κοντινότερο δρόμο, έτσι που η ρόδα του κάρου έπεσε μέσα στην τάφρο και αναποδογύρισε το κάρο πλακώνοντας από κάτω τον Αντώνη. Όπως κάθε καλοκαίρι η τάφρος βέβαια δεν είχε νερό. Εμείς όμως αναστατωθήκαμε και ο Μπίμπης έτρεξε αμέσως μέσα από τα χωράφια του Μουστοκλή να φέρει βοήθεια. Τρέξαμε κι΄ εμείς στο κάρο να δούμε τι έγινε. Η φοράδα του είχε κόψει το ένα λουρί και με ελεύτερα τα γκέμια είχε στραφεί λοξά προς το κάρο και στεκόταν αλαφιασμένη και χλιμιρίζοντας στην πλαγιά της τάφρου. Πριν ακόμη είχε φτάσει βοήθεια, είδαμε για μεγάλη μας έκπληξη, τον Αντώνη να ξετρυπώνει ολοζώντανος κάτω από το σανό.! Η μεγάλη του τύχη ήτανε που η τάφρος είχε κάτω μαλακό χώμα στρωμένο με χορτάρια και που το κάρο τον σκέπασε ανάλαφρα με το σανό. Ήτανε μια σπάνια περίπτωση, που ο σανός έσωσε τη ζωή ενός ανθρώπου..!
Οι άντρες που ήρθαν να βοηθήσουν, κάνανε το σταυρό τους, όταν είδαν τον Αντώνη σώο και αβλαβή και απέδωσαν τη συμπεριφορά της φοράδας στο ότι είχε πιάσει αλογόμυγα. Μετά όμως γεννήθηκε το πρόβλημα με το κάρο: Πώς θα μπορούσε να βγει το κάρο από την τάφρο, που δεν υπήρχε γύρο-γύρο πουθενά ούτε τρακτέρ ούτε  αυτοκίνητο να το τραβήξει. Τελικά μαζεύτηκαν πολλοί άντρες. Δύο σε κάθε ρόδα, τρεις από  πίσω και δύο από μπροστά και δώς του, δώς του, δώς του ρυθμικά, έβγαλαν το κάρο στο δρόμο. Επειδή είχε πέσει και το κάρο μαλακά επάνω στο σανό, δεν είχε πάθει καμία ζημιά. Μετά έζεψαν τη φοράδα πάλι στο κάρο μ΄ ένα νέο λουρί και ο Αντώνης συνέχισε το δρόμο του υπερήφανος και χαμογελαστός επάνω στο σανό.
Το χτύπημα με τη μπάλα ξεχάστηκε πολύ γρήγορα γιατί το ατύχημα του Αντώνη είχε πάρει την απόλυτη προτεραιότητα.

Όταν την άλλη μέρα είδα τον Παραγκόλα να περνάει μπροστά από το σπίτι μας του φώναξα:
- Παραγκόλα, έχω ένα νέο φίλο…, και αυτός με ρώτησε αμέσως:
- Μπορεί αυτός ο φίλος σου να πει τα τραγούδια σου;
Αυτή η ερώτηση με ξάφνιασε και για λίγο κόμπιασα, ενώ το πρόσωπό του έλαμψε, σα να είχε υποψιαστεί σε τι δυσκολία μ΄έφερε:
- Δε ξέρω., του απάντησα,
- αλλά τα τραγούδια, που δεν ξέρει, μπορεί ακόμη να τα μάθει.
- Όχι, γιόκα μου, τα τραγούδια δε μαθαίνονται αργότερα. Κανείς πρέπει να έχει γεννηθεί μέσα στα τραγούδια. Και θα δεις, δε πρόκειται ποτέ να κάνεις έναν αληθινό φίλο, αν αυτός δεν είναι γεννημένος μέσα στα τραγούδια σου..!
Δε τόλμησα να ρωτήσω, πως το νόμιζε ούτε μπορούσα απερίσκεφτα να του αντιμιλήσω, γιατί ο Πραγκόλας δεν έλεγε ποτέ ανοησίες. Και έτσι όπως ήμουνα βυθισμένος στις σκέψεις μου, έφυγε αυτός σχεδόν απαρατήρητα χωρίς να πει λέξη. Η φυγή του, άφησε ένα οδυνηρό χάσμα στη μικρή μου γνώση, γι΄ αυτό προσπάθησα να τον γυρίσω πίσω και τον φώναξα. Αλλά η φωνή μου, που ξαπλώθηκε διάσπαρτα στον αιθέρα, εξασθένισε πριν προλάβει να τον φτάσει. Έτσι συνέχισε αυτός τον ήρεμο δρόμο του  μαζί με τη βεβαιότητα ότι μου γέννησε μέσα μου ένα ερώτημα που άρχιζε με <γιατί> και τελείωνε με <γιατί>.
Από τότε σκεφτόμουνα πάντα: <Τα τραγούδια, αυτά τα τραγούδια γιατί είναι τόσο σημαντικά;>







ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΠΛΙΘΑΡΙΑ


Το σπίτι της Μαριγούλας στον Κόροιβο
 
Πλαίσιο κειμένου:
Μετά από μία καυτή ημέρα του Αυγούστου πέρναγα από την πλατεία του χωριού για να πάω στον ξάδελφό μου τον Αντρίκο. Εκεί στη μικρή ταβέρνα του Ραμαντά έβλεπε κανείς τους χαρακτηριστικούς τύπους του χωριού. Αυτούς που συνήθως έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά, αυτούς τους θερμόαιμους που μίλαγαν δυνατά με έντονες χειρονομίες και έλυναν όλα τα προβλήματα του κόσμου ή αυτούς που καθόντουσαν κουρασμένοι μόνοι τους και χαιρόντουσαν ένα ποτηράκι κρασί.
Εκεί που πέρναγα, άκουσα να λένε:
- Και, που θα στεγνώσουμε τα πλιθάρια;
Αυτό μου κίνησε τη περιέργεια και  πήγα εκεί που καθόταν ο Μανώλης ο Πλιάκας μαζί με δυο άλλους και τους ρώτησα:
- Τι πλιθάρια θέλετε να στεγνώσετε;
Η περιέργειά μου, τους φάνηκε αστεία και μου απάντησαν σχεδόν ειρωνικά:
- Αύριο θα φτιάξουμε ένα σπίτι. Μήπως θέλεις να βοηθήσεις;
- Να βοηθήσω βέβαια όχι, αλλά θα ήθελα να δω πώς το φτιάχνετε.
- Τότε έλα αύριο στο παλιό μύλο του Πλιάκα.
- Εν τάξει, θα έρθω.
Την άλλη μέρα ότι έφτασα εκεί ανακάτευαν οι εργάτες τον πηλό και ρίχνανε μέσα και άχυρα, που τα είχανε από την άλλη μέρα μουλιάσει  στο νερό. Αυτό με ξάφνιασε και τους ρώτησα:
- Γιατί ανακατεύετε τα άχυρα μέσα;
- Για να ΄νε τα πλιθάρια πιο  στέρεα..!
- Αυτά τα λεπτά άχυρα κάνουν τα πλιθάρια να είναι πιο στέρεα;
Ο εργάτης, που είδε ότι δε το πίστευα, πήρε ένα παλιό  πλιθάρι και μου είπε σπάστο, αν μπορείς. Όσο και να το χτύπησα με δύναμη επάνω στη γη, δε μπόρεσα να το σπάσω. Οι εργάτες που μ΄έβλεπαν γελούσαν με μια διδακτική έκφραση στο πρόσωπο, σαν να μου έλεγαν:
- Είδες, που δε το πίστευες..;
Μετά ήρθε ο Μανώλης και τούδωσε στη μέση μια με το σκεπάρνι και τόσπασε. Αλλά τα δύο μέρη δε χωρίστηκαν, γιατί τα άχυρα τα κρατούσαν μαζί. Μου έδωσε το ραγισμένο πλιθάρι και μου είπε με γελαστή έκφραση:
- Χώρισέ το, αν μπορείς..
Πραγματικά, όση δύναμη κι΄αν έβαζα, δε μπορούσα να το χωρίσω.! Στο μεταξύ είχε πάει ο Μανώλης στους εργάτες, που ανακάτευαν τον πηλό και τους παρότρυνε, να μη ρίχνουν πολύ νερό και όσο έβλεπε, που προσπαθούσα να χωρίσω τα δύο μέρη του πλιθαριού, μου φώναξε:
- Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί με τα πλιθάρια φτιάχνει κανείς τα καλλίτερα σπίτια, που αντέχουν στους σεισμούς;
Τώρα κατάλαβα τι νοούσε η Γιαγιά όταν έλεγε:
- Το πλιθάρι λέει: <φύλαξέ με από τη βροχή, να σε φυλάξω απ΄ το σεισμό.!>
 Οι εργάτες είχαν τελειώσει το πρώτο ανακάτωμα του πηλού και όπως τους είπε ο Μανώλης δε ρίξανε πολύ νερό μέσα, γιατί τα πλιθάρια δε θα κράταγαν τη μορφή που θα έπρεπε. Πήρανε το ξύλινο πλαίσιο του Μανώλη, που είχε ένα χώρισμα στη μέση, το γέμισαν με πυλό, το πήγαν μετά σε μια ξαρισμένη επιφάνεια, το αναποδογύρισαν και με λίγο τράνταγμα βγήκαν δύο πλιθάρια, που είχαν μήκος περίπου 34, φάρδος 17 και ύψος 11 εκατοστά. Οι δύο εργάτες κάνανε όλη την ημέρα αυτή τη δουλειά και σκέπασαν έτσι μια μεγάλη επιφάνεια με πλιθάρια, που τ΄ άφησαν να στεγνώσουν στον ήλιο. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν που τα πλιθάρια κρατούσαν πραγματικά το σχέδιο που τους έδω-


Πλαίσιο κειμένου:


Πλίνθινο σπίτι στη Μερσίνη. Άντεξε όλους τους σεισμούς αλλά η μοναξιά το ερήμωσε.
 
 




σε το πλαίσιο. Τότε κατάλαβα γιατί τους έλεγε ο Μανώλης να μη ρίχνουν πολύ νερό μέσα στο μίγμα.
Την άλλη μέρα, που πήγα εκεί προετοίμαζαν την επιφάνεια, που θα έστηναν  το σπίτι, χάραξαν το απλό σχέδιο του σπιτιού επάνω στο πήλινο έδαφος και μετά συνέχισαν να φτιάχνουν πλιθάρια.
Επειδή όμως οι προετοιμασίες αυτές με ανιαρούσαν, προτίμησα να πάω να παίξω με τους φίλους μου.
Φτάνοντας στο σπίτι του Αντρέα άκουγα από μακριά να χτυπάνε δυνατά νταβούλια.  Εκεί στο προαύλιο  ήσαν μαζεμένα μερικά παιδιά του χωριού και κοιτάζανε  που χόρευε ένας σκαντζόχοιρος . Μια γύφτισσα και δυό γυφτόπουλα είχαν πιάσει ένα μικρό σκαντζόχοιρο  και τον έκαναν να χορεύει, χτυπώντας δυνατά μ΄ένα ξύλο επάνω σ΄ένα ταψί. Ο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός που πονούσαν τ΄ αυτιά, γι΄αυτό κατάλαβα αμέσως ότι το κακόμοιρο ζώο δε χόρευε αλλά τρανταζότανε με κάθε χτύπο. Μου ήρθε να σπάσω τα γυφτόπουλα στο ξύλο. Αλλά σκέφτηκα κάτι το καλλίτερο. Ψιθύρισα στο Πέτρο το Μπάμπαρο και στο Μίμη το Φλόκα να εμποδίσουν τους γύφτους τη στιγμή που θ΄ άρπαζα το σκαντζόχοιρο. Ο Αντρίκος που τ΄άκουσε, θα ρχότανε μαζί μου. Και έτσι αστραπιαία άρπαξα το τρομαγμένο ζώο και τόβαλα μαζί με τον Αντρέα πιλαλώντας προς τη τραγάνα. Δυό, τρείς φορές που κοιτάξαμε πίσω αντιληφτήκαμε μια οχλαγωγία αλλά κανένας δε μας ακολούθησε. Σ΄ένα μακρινό αμπέλι της τραγάνας φτιάξαμε με φύλλα μια φωλιά και  εκεί με δυό τσαμπιά σταφύλια αφήσαμε το ταραγμένο ζώο στη  φυσική του ηρεμία.
Όταν ξαναπήγα στο νεόχτιστο είχαν σηκώσει γύρο-γύρο τους τέσσαρες εξωτερικούς τοίχους ως το ύψος των παραθύρων. Τα πλιθάρια τα έβαζαν διπλά και τα κόλλαγαν με μαλακή λάσπη από πηλό, χωρίς άχυρα. Έτσι οι εξωτερικοί τοίχοι μαζί με το σοφάδισμα φτάνανε άνετα ένα φάρδος από 36 εκατοστά! Πολύ σημαντικό για τη σταθερότητα και τη θερμική μόνωση. Γι΄αυτό ήταν τα πλίθινα σπίτια ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι. 
Για μεγάλη μου έκπληξη άρχισαν, εδώ στο ύψος των παραθύρων, να χτίζουν μαζί με τα πλιθάρια  και μεγάλες δρύινες σανίδες, γι΄αυτό τους ρώτησα:
- Γιατί βάζετε αυτές τις σανίδες;
- Για ν΄αντέχει το σπίτι στους σεισμούς…,
μ΄απάντησε ο μάστορας ήρεμα ενώ συνέχιζε προσηλωμένα το χτίσιμό του. Όταν ο Γκλάν, που τυχαία πέρναγε, άκουσε για σεισμούς, στάθηκε και μας περίγραψε με ζωτικότητα, τι πείρα είχε:
- Έχω ζήσει σεισμούς, που έτρεμε όλη η γης. Για να μη πέσουμε κάτω πιανόμαστε από δέντρα και ήταν φοβερό να βλέπεις το καμπαναριό  να πηγαίνει πέρα δώθε και οι καμπάνες να χτυπάνε: γκλάν-γκλάν-γκλάν-γκλάν.!
Είχα δυσκολία να κρατήσω τα γέλια μου μ΄αυτή την γλαφυρή  απόδοση του ήχου της καμπάνας, που όπως φαίνεται του κόλλησε το όνομα Γκλάν.
Ο Μανώλης μου πιστοποίησε, τι φοβερούς σεισμούς είχε ζήσει και αυτός:
-Στο τελευταίο δυνατό σεισμό θέλαμε να βγούμε από το σπίτι έξω αλλά τα κύματα του σεισμού μας έφερναν ολοένα και πίσω. Τα πόδια μας μπλέχτηκαν  και πέσαμε όλοι κάτω. Ευτυχώς που κράτησε το σπίτι.!
Αυτά που άκουσα, μου φάνηκαν κάπως απίστευτα. Απίστευτο ότι αυτή η σταθερή γης θα μπορούσε έτσι να τραντάζεται. Αλλά όσο πιο πολύ το σκεφτόμουνα, τόσο περισσότερο με διασκέδαζε η σκέψη, να είμαι εγώ ξαπλωμένος σ΄ένα σίγουρο μέρος επάνω στη γη και αυτή να τραντάζεται και να βλέπω τη Μομόλα να μπλέκει τα βήματά της και να περπατάει σα μεθυσμένη.. Μ΄αυτή τη σκέψει, άθελά μου γέλασα και αυτό, όπως φάνηκε, το παρεξήγησε ο Γκλάν:
- Τι γελάς; Δεν είναι αστείο να αιστάνεσαι τη γης να τρέμει..
- Δε γέλασα για σένα. Σκέφτηκα τη σκυλίτσα μου τη Μομόλα.
- Και τι έχει να κάνει η Μομόλα με τους σεισμούς;
- Έχεις δει ποτέ να χορεύουνε τα σκυλιά άμα έχει σεισμό;
Για τον Γκλάν ήταν εντελώς ακατανόητο αυτό που του είπα. Κούνησε το κεφάλι του ερωτηματικά και έκανε μια απωθητική χειρονομία:
- Τι μου λες τώρα σαχλαμάρες. Στους σεισμούς πέφτουνε σπίτια και σκοτώνονται ανθρώποι και εσύ μου μιλάς για χορούς με σκυλιά;
Δε μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου και αυτό σύγχυσε τον Γκλάν περισσότερο. Φεύγοντας κούναγε το κεφάλι και μονολογούσε:
- Αυτό το παιδί από τη πόλη είναι ένα πολύ περίεργο παιδί...
Ναι, αυτό ήταν που με χαροποιούσε πάντα και μου έδινε ένα συναίσθημα υπερηφάνειας όταν ανακάτωνα τους μεγάλους με τις φανταστικές μου ιστορίες. Πάρα πολύ εύκολα μπορούσε κανείς να τους ταράξει την ηρεμία άμα μίλαγε για αερικά, νεράιδες ή και για αλλόκοτες, απροσδιόριστες μορφές που έβγαιναν ανάλαφρα από στοιχειωμένες περιοχές και ξαπλωνόντουσαν στα απέραντα χωράφια και μπαίνανε μέσα σε τάφρους και τρύπωναν κάτω από γεφύρια.!
Μετά από αυτές μου τις σκέψεις ξαναγύρισα πίσω στη πραγματικότητα και κοίταγα τους μαστόρους, που ήδη είχαν βάλει μια σειρά πλιθάρια επάνω στις σανίδες. Ότι ήμουνα έτοιμος να φύγω, έφτασε ο Μπίμπης  μ΄ένα πήλινο δοχείο και μου φώναξε από μακριά:
- Έλα μαζί, έλα..
- Τι έχεις μέσα στο δοχείο;,
τον ρώτησα με περιέργεια.
- Στάχτη.., μου απάντησε αυτός δυνατά και σχεδόν ανυπόμονα, γιατί εγώ ακόμη κοίταγα τους εργάτες.
- Έλα, ξαναφώναξε, -έχω στάχτη να πιάσουμε χέλια..!
Εγώ δε καταλάβαινα, τι ήθελε να κάνει. Πήγα εκεί και είδα να έχει πραγματικά στάχτη μαζί του:
-Και πώς θέλεις με τη στάχτη να πιάσεις χάλια;
- Έλα πάμε τώρα στο μύλο του Στράτου.,
μ΄απάντησε αυτός μ΄ένα ολόχαρο χαμόγελο που σκόρπαγε  προσδοκία.
Ήτανε καταπληκτικό, πώς τα παλιά αυλάκια του νερόμυλου, μέσα  στο καλοκαίρι, είχανε σε πολλά σημεία ακόμη νερό. Αν έμενε κανείς στάσιμος και προσήλωνε το βλέμμα του στο νερό, έβλεπε εδώ κι΄εκεί σκιές από χέλια να περνάνε βιαστικά από τη μία πλευρά στην άλλη.  O Μπίμπης βούτηξε το χέρι στο νερό και έπιασε μετά τη στάχτη. Αυτό με παραξένεψε και τον ρώτησα:
- Και τι σημασία έχει τώρα η στάχτη;
- Χωρίς στάχτη γλιστράνε τα χέλια μέσα από τα χέρια.!
- Ναι, αλλά άμα βουτήξεις το χέρι στο νερό θα ξεπλυθεί η στάχτη.
- Όχι, δε προλαβαίνει να ξεπλυθεί, γιατί θα πιάσω αμέσως το χέλι..
Αυτά που έλεγε ο Μπίμπης  δε τα πολυπίστεψα και όπως έδειξε το κυνηγητικό αποτέλεσμα,  δεν είχα άδικο. Ο Μπίμπης πήγε προς τον μισογκρεμισμένο  τοίχο του νερόμυλου, εκεί που το αυλάκι οδηγούσε το νερό στο πιο βαθύ σημείο και εγώ πήγα στο επάνω μέρος  με τον σκοπό να ξεπρογκάω τα χέλια προς τα κάτω,  να τα πιάνει ο Μπίμπης. Όσες φορές δοκίμασα να πιάσω κι΄εγώ ένα χέλι, είχα αποτυχία. Για μια στιγμή άκουσα τον Μπίμπη να βγάζει μια τρομακτική κραυγή. Εγώ ταράχτηκα και φοβήθηκα, μήπως τον δάγκωσε κάνα φίδι. Έτρεξα αμέσως προς τα κει και τον βλέπω να κρατάει ένα αρκετά μεγάλο χέλι με τα δυό του χέρια κι΄αυτό του γλίστραγε σιγά-σιγά αλλά σίγουρα μέσα από τις χούφτες του.  Αυθόρμητα άρπαξα το χέλι, αλλά στη γρηγοράδα μου χωρίς να βάλω στάχτη στα χέρια, και  έκανα αυτή την αξέχαστη εμπειρία, πόσο γλιστερά είναι πραγματικά αυτά τα ζώα. Το χέλι γλίστρησε γρήγορα και από τα δικά μου τα χέρια και χάθηκε στα νερά του μύλου.
Αφού χάσαμε έτσι την αυτοπεποίθησή μας, παρατήσαμε αυτή την ημέρα το κυνήγι,  είχαμε όμως τη πρόθεση να το συνεχίσουμε μια άλλη φορά. Για τύχη των χελιών δεν ξαναπήγαμε στο νερόμυλο εκείνο το καλοκαίρι, γιατί άλλα παιχνίδια μας τράβηξαν τη προσοχή μας. Το άλλο καλοκαίρι δεν υπήρχε πλέον νερό στο αυλάκι του νερόμυλου. Δε μάθαμε όμως ποτέ τι είχε συμβεί και έτσι ξεχάστηκε το παιχνίδι με τα χέλια.
Την άλλη μέρα που πήγα στο νεόχτιστο, διηγήθηκα του Μανώλη τι κάναμε στο νερόμυλο και ότι παραλίγο να πιάσουμε ένα χέλι. Ο Μανώλης χαμογέλασε και μου είπε διδακτικά:
- Για να πιάσεις χέλια, χρειάζεσαι απόχη.
Δεν ήξερα κανέναν στο χωριό να έχει απόχη αλλά έτσι κι΄ αλλιώς αυτή η ιδέα δε μου άρεσε, γιατί δεν άφηνε  καμία δυνατότητα να ξεφύγει το χέλι. Μ΄αυτό το τρόπο έχανε το κυνήγι τη ζωτική του αγωνία. Γι΄ αυτό του απάντησα:
- Μ΄αρέσει όμως καλλίτερα να πιάνω χέλια με τα χέρια..
- Εξαρτάται, αν θέλεις να παίζεις ή αν θέλεις να έχεις στο τηγάνι ένα φρέσκο χέλι.!
Και εκεί που σκεφτόμουνα, τι θα μου άρεσε περισσότερο, έπεσε το μάτι μου στο νεόχτιστο. Είχαν ήδη φτάσει στο επάνω μέρος των παραθύρων και εκεί ενσωμάτωναν  πάλι φαρδιές και μεγάλες σανίδες για να αντέχει και το πάνω μέρος στα τραντάγματα των σεισμών. Επάνω από τις σανίδες  έχτισαν ακόμα πέντε σειρές από πλιθάρια και άφηναν σε κανονικές αποστάσεις κενά που θα έμπαιναν τα κυπαρισσένια καδρόνια της σκεπής. Για τη ξύλινη κατασκευή της σκεπής έφερε ο Μανώλης ένα ειδικό μάστορα, γιατί αυτή έπρεπε ν΄αντέχει παντού το βάρος από τα βαριά κεραμίδια και να αντέχει ακόμα στις πλάγιες πιέσεις των αέρηδων. Μετά άρχισαν από κάτω προς τα πάνω να καρφώνουν
οριζόντια καλάμια επάνω στα καδρόνια. Άλλοι μάστορες έχτιζαν τους εσωτερικούς τοίχους με μονά πλιθάρια και για τα μικρότερα διαχωρίσματα φτιάχνανε <τσατουμάδες>.


 















Για τους τσατουμάδες κατασκεύαζαν ένα κάδρο από λεπτά κυπαρίσσια[58], κάρφωναν καλάμια και μετά τα χύλιζαν με τον ίδιο πηλό, που φτιάχνανε τα πλιθάρια. Ήταν ένας απλούστατος τοίχος, ελαστικός, φτιαγμένος από πρώτες ύλες που πρόσφερε ο τόπος και άντεχε σε όλους του σεισμούς! 
Ότι είχανε φτάσει με το κάρφωμα των καλαμιών στη μέση της σκεπής, πέρασε ο Παραγκόλας και τον παραξένεψε, που καθόμουνα και κοίταγα, πώς φτιάχνανε το σπίτι και μου φώναξε από μακριά:
- Τι ζητάς εσύ εδώ;
Πριν προλάβω να του απαντήσω, πετάχτηκε ο Μανώλης και του είπε:
- Άστονε, είναι όλη την ώρα εδώ και συνέχεια ρωτάει..
- Έτσι πρέπει,
του απάντησε ο Παραγκόλας,
 - αυτό μου κάνει μεγάλη εντύπωση.
Και συνέχισε:

- Το άνοιαχτο παιδί νοιάζεται για πολλά και ρωτάει,
γιατί ο Θεός μέσα του, του δίνει την τάση να γίνει άνθρωπος.
Αργότερα, ο πολύνοιαχτος άνθρωπος δε νοιάζεται πλέον και δε
 ρωτάει, γιατί έχει χάσει τον Θεό του…

Τα λόγια αυτά άφησαν τον Μανώλη άναυδο, κούνησε ερωτηματικά το κεφάλι του και συνέχισε τη δουλειά χωρίς να πει τίποτα. Ο Παραγκόλας χαμογέλασε γιατί χάρηκε που τον έφερε σε αμηχανία και συνέχισε τον δρόμο του.
Μετά από λίγο έφτασε λαχανιασμένος ο Μπίμπης και ότι μπόρεσε να πει:
- Έλα γρήγορα, η Γιαγιά φωνάζει..
Φτάνοντας εκεί ακούσαμε τη Γιαγιά να λέει ταραγμένη στη Λάλαινα:
-Αυτή η καρακάξα μου άρπαξε τώρα το πέμπτο πουλάκι..
- Ποια καρακάξα;,  ρώτησα τη Γιαγιά.
- Αυτή κει πάνω στο ευκάλυπτο. 
Και μας έδειξε με το δάχτυλο το ευκάλυπτο του Παπουτσόπουλου στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς την Αγία Μαύρα και συνέχισε:
- Ποιος θ΄ανεβεί κει πάνω να της χαλάσει τη φωλιά;
- Εγώ, εγώ.!,  φώναξα αυθόρμητα. Της Γιαγιάς όμως δε της άρεσε η πρωτοβουλία μου, γνώριζε όμως ότι ήμουνα επιδέξιος δενδροσκαρφαλωτής  και με την ελπίδα ότι θα έδιωχνα την καρακάξα μου έδωσε την ευχή της. Εγώ έτρεξα στο ευκάλυπτο και άρχισα να σκαρφαλώνω. Και όταν είδα ότι μαζί με τ΄ άλλα τα παιδιά, μ΄έβλεπε  και η Σούλα, η όμορφη κόρη του Παπα, τότε γίνανε τα χέρια μου φτερά και φτερούγιζα από το ένα κλαδί στο άλλο. Πολύ γρήγορα έφτασα ως τη μέση του δέντρου αλλά εδώ κώλωσα. Ένα μεγάλο μέρος του λείου κορμού δεν είχε κλαδιά. Ο κορμός ήταν τόσο χοντρός, που δεν μπορούσα να τον αγκαλιάσω, όπως τις παλιές  κολόνες  του τηλεφώνου, που σκαρφαλώναμε για να βλέπουμε από ψηλά τον κάμπο. Όσο και να προσπάθησα, δε μπόρεσα να συνεχίσω. Έτσι κατέβηκα άπραγος κάτω και ουσιαστικά χάρηκα, που δεν έδιωξα την καρακάξα. Τα παιδιά με χειροκρότησαν για την τολμηρή μου ανάβαση και η Γιαγιά με παρηγόρησε. Κατά βάθος χάρηκα που δεν τόλμησα να συνεχίσω το σκαρφάλωμα.
Μετά από μερικές μέρες ξαναπέρασα από τον Μανώλη και θαύμασα το έτοιμο σπίτι, σκεπασμένο τέλεια με κεραμίδια. Όταν μπήκα μέσα είδα την κατασκευή της σκεπής και πόσο καλά ήταν το ένα καλάμι καρφωμένο δίπλα στο άλλο.
Αυθόρμητα σκέφτηκα τη σκεπή της Γιαγιάς μου, που άφηνε μερικές αχτίδες του απογευματινού ήλιου να μπαίνουνε στο πρώτο μεγάλο δωμάτιο με τις βαρέλες. Σε μια τέτοια αχτίδα κρατούσε η Γιαγιά τ΄αυγά και κοίταζε, αν είχαν πιάσει σπόρο. Όσες φορές κι΄αν μου έδειξε, τι έβλεπε, εγώ δεν μπορούσα να διακρίνω με ποια αυγά έστρωνε την κλώσα. Αυτό όμως που με παραξένευε ήτανε, ότι η σκεπή δεν έμπαζε νερό άμα έβρεχε και ολοένα ρωτούσα τη Γιαγιά να μου το εξηγήσει. Αλλά αυτή η κακομοίρα, τι να ήξερε από σκεπές. Χαμογέλαγε και απέφευγε να μου απαντήσει λέγοντας στερεοτυπικά:
-Μην είσαι πάντα τόσο περίεργος..
Τότε καταλάβαινα, ότι η Γιαγιά δεν ήξερε να μου απαντήσει, δεν ήθελε όμως και να ντροπιαστεί. Γι΄αυτό σταμάταγα να την ρωτάω.

Μετά από μερικές μέρες άρχισαν δύο μαστόροι στο νεόχτιστο ν΄ασβεστώνουν από έξω και από μέσα τους πλίνθινους τοίχους. Όπως έμαθα πολύ αργότερα ο ασβέστης δε ξεπλένεται από τη βροχή και έτσι αυτή η λεπτή επιφάνεια προστάτευε τα πλιθάρια από τη βροχή. Άθελα μου ήρθε πάλι στο νου τι έλεγε η Γιαγιά:

- Το πλιθάρι λέει: <φύλαξέ με από τη βροχή, να σε φυλάξω απ΄ το σεισμό.!>

Η ΜΑΪΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Αυτή τη χρονιά είχαμε ακούσει στο σχολείο την ιστορία του Δαβίδ και Γολιάθ. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο μικρός και ισχνός Δαβίδ νίκησε με την τέχνη του τον γίγαντα Γολιάθ.
< Ήτανε αυτή η σφεντόνα που ήξερε να την χρησιμοποιεί τέλεια.>, σκεφτόμουνα ολοένα και γεννήθηκε έτσι μέσα μου η επιθυμία να φτιάξω κι΄εγώ μια τέτοια σφεντόνα. Επειδή κανένας από τους φίλους μου δεν ήξερε πώς φτιάχνετε μια τέτοια σφεντόνα, πήγα ένα βράδυ στην πλατεία και ρώτησα τους μεγάλους:
- Ποιος ξέρει, πώς έφτιαξε ο Δαβίδ την σφεντόνα του;
Οι μεγάλοι άρχισαν να γελάνε και να με δουλεύουνε, ώσπου μπήκε στη συζήτηση ο Δήμος, που έμοιαζε σαν αγωνιστής του   1821 με σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια:
- Εγώ ξέρω, πως φτιάχνετε αυτή η σφεντόνα! Αλλά είναι πολύ δύσκολο να σημαδέψεις μ΄αυτή και αν δε προσέξεις, μπορεί να πέσει η πέτρα επάνω στο κεφάλι σου..!
Άλλο που δεν ήθελαν ν΄ακούσουν οι άντρες, για να συνεχίσουν το δούλεμα. Ο Δήμος όμως ήτανε πολύ ωραίος τύπος και συμμερίστηκε την επιθυμία μου ρωτώντας με:
- Τι τη θέλεις μια τέτοια σφεντόνα;
- Λένε ότι μ΄αυτή μπορεί κανείς να πετάξει μακριά και μεγάλες πέτρες.. Και γιατί λες ότι κανείς μπορεί να χτυπήσει και το κεφάλι του το ίδιο;

Ο Δήμος πήρε βαθιά αναπνοή για να μου εξηγήσει:
Ήμουνα τότε ακόμα μικρός, όταν ο Νταλαμάρας ήθελε με μια τέτοια σφεντόνα να διώξει μια καρακάξα από το ευκάλυπτό του.  Τη γύρισε γρήγορα, και πιο γρήγορα και μετά άφησε το ένα λουρί και έφυγε η πέτρα. Η καρακάξα όμως δεν έφυγε και μετά από  λίγο φώναξε δυνατά ο Νταλαμάρας και έπιασε το κεφάλι του.. Η πέτρα πήγε κατακόρυφα επάνω, γύρισε και τον πέτυχε στο κεφάλι.! Ευτυχώς που είχε βάλει μια μικρή πέτρα. .Βλέπεις, έτσι μπορεί να την πάθει κανείς.
Οι άντρες του καφενείου ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και λέγανε του Δήμου:
- Άστονε, άστονε το μικρό να δει τι θα πάθει…
Ο Δήμος που ήξερε τους συγχωριανούς του, τους καθησύχασε:
- Ρε παιδιά, εσείς δε θα το παθαίνατε ποτέ αυτό, γιατί είσαστε δεξιοτέχνες..
- Αφού ο Νταλαμάρας ήτανε βλάκας καλά να πάθει..
Ξεφώνισαν όλοι σαν από ένα στόμα και έβλεπε κανείς πόση χαρά δίνουν στους ανθρώπους τα λάθη των άλλων..
Έτσι ικανοποιήθηκε ο εγωισμός τους και ο Δήμος πρότεινε να πάω την άλλη μέρα στο σπίτι του να μου δείξει, πως φτιάχνεται η σφεντόνα. Την άλλη μέρα που πήγα εκεί είχε ετοιμάσει ο Δήμος ένα μικρό πρόχειρο μοντέλο. Γι΄ αυτό θα έπρεπε να είχα ένα κομμάτι δέρμα και δύο μακριά λουριά. Αλλά που να εύρισκα δέρμα και λουριά. Έψαξα μάταια να βρω κάνα παλιό κομμάτι από δέρμα. Οι τσαγκάρηδες δεν έδιναν δέρματα γιατί τα φύλαγαν για να μπαλώνουν τρυπημένα παπούτσια. Τελικά ήρθε ο Πέτρος και μου είπε ότι είχε δει ένα παλιό παπούτσι στο λάκκο της Δήμαινας . Πηγαίνοντας προς τη τραγάνα δεξιά ήταν αυτός ο λάκκος, που μερικές φορές παίζαμε εκεί κάνοντας τσουλήθρα επάνω σε μισοσπασμένες τάβλες. Πραγματικά εκεί βρήκα ένα παλιό παπούτσι, σκληρό σα κόκαλο. Αφού το μούλιασα μια ολόκληρη μέρα στο νερό, μπόρεσα να κόψω το δέρμα που χρειαζόμουνα. Αντί για λουριά χρησιμοποίησα κορδόνια που τα έπλεξα τρεις φορές, όπως έπλεκαν οι κοπέλες τις μπούκλες, από σκαλτσουνόνημα.
Τελικά όταν έδειξα του Δήμου το έργο μου, έμεινε αρκετά ικανοποιημένος και μου έδειξε αμέσως, πως  χρησιμοποιείται. Η χρήση της σφεντόνας ήταν πραγματικά δύσκολη. Έπρεπε, έτσι όπως τη γύριζες γρήγορα, στη κατάλληλη στιγμή ν΄αφήσεις το ένα άκρο του κορδονιού για να φύγει η πέτρα. Οι πρώτες δοκιμές που έκανα απέβησαν σε τέλεια αποτυχία. Μια έφευγε η πέτρα προς τα πίσω, μια χτύπαγε το χώμα, μια προς τα πάνω και ποτέ δε πήγαινε εκεί που ήθελα.
Για να εξασκηθώ πήγα μαζί με τους φίλους μου στα χωράφια. Μετά από μερικές ημέρες ήθελα να δείξω και στα άλλα παιδιά, πως πέταγα πέτρες. Ενδόμυχα χαιρόμουνα στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να μ΄έβλεπαν και οι κόρες του Παπά. Από το τριγωνικό οικόπεδο του Παπά έδειχνε μία γωνία προς το πατρικό μας σπίτι. Εκεί στάθηκα και άρχισα να γυρίζω την σφεντόνα πετώντας πέτρες προς στο διπλανό χωράφι  <του Ζεμπογαϊδαραίονε[59]>, όπως τους ονομάζανε στο χωριό. Αλλά δυστυχώς μια πέτρα ξέφυγε και έπεσε επάνω στα κεραμίδια της Γιαγιάς. Τι ήτανε να γίνει αυτό; Αμέσως βγήκε η Γιαγιά μου αλαφιασμένη έξω και με φώναζε:
-  Μωρέ Γιούδα Ισκαριώτη τι μου έκανες.., τι μου έκανες..
Παρά ταύτα, είχε πάντα  το πρόσωπό της μία αγνή, γελαστή και ευγενική έκφραση, έτσι που ποτέ δεν μπόρεσα να παρεξηγήσω την πολυαγαπημένη μου Γιαγιά, ότι και να έλεγε. Πολύ περισσότερο με διασκέδαζαν αυτές οι περίεργες και άγνωστες εκφράσεις. όπως αυτές της Λάλαινας που πολλές φορές φώναζε:
- Γιότσα και κακή μαλίνα να σας πιάσει.
Μ΄αυτές τις κατάρες βγάζανε οι γυναίκες το άχτι τους κι΄εμείς γελάγαμε.
Το γέλιο όμως μου΄ φυγε όταν αργά το απόγευμα γύρισε στο σπίτι ο Θείος μου Ντίνος.  Με φώναξε, κι΄εγώ ανύποπτα πήγα σ΄αυτόν. Αυτός στο μεταξύ είχε μάθει, τι είχα κάνει,  είχε πάρει μία βέργα από λιγαριά, μ΄έπιασε από το χέρι και άρχισε να με βαράει άγρια στα πόδια. Εγώ γύριζα γύρω-γύρω προσπαθώντας ν΄αποφεύγω τα τσουχτερά χτυπήματα. Αφού έβλεπα ότι έτσι δε μπορούσα να τον αποφύγω, σωριάστηκα στο έδαφος. Τότε φοβήθηκαν όλοι που κοίταγαν και η Γιαγιά μου μπήκε στη μέση και προσπαθούσε να με απαλλάξει από την οργή του Θείου μου:
-Φτάνει τώρα , φτάνει τώρα..,
του φώναζε. Αυτός όμως είχε πάρει φόρα και δε σταμάταγε, ώσπου μπήκανε και άλλοι στη μέση και τελικά μας χώρισαν. Τα πόδια μου έκαιγαν από τις βεργωσιές και αισθανόμουνα πολύ άδικα τιμωρημένος αφού η μικρή πέτρα δεν είχε σπάσει κανένα κεραμίδι. Είχα μια τέτοια τσαντίλα, που μου ήρθε να πάρω την σφεντόνα να του κοπανίσω μία στο κεφάλι.. Είχα όμως έναν άλλο τρόπο να εκδικούμαι, άμα αισθανόμουνα άδικα τιμωρημένος: Λάκαγα,  κρυβόμουνα και τους άφηνα μετά να με ψάχνουνε..!
Αυτή τη φορά ήμουνα τόσο θυμωμένος, που τους έφυγα για τα καλά. Πήρα το δρόμο προς την Αγία Μαύρα με τη πρόθεση να επισκεφτώ εκεί τον Τόλη. Απέναντι από το χωράφι του Μουστοκλή στην αριστερή πλευρά του δρόμου είχε ο Παπουτσόπουλος μια υπέροχη μπουρνελιά[60] με μαύρες γινωμένες μπουρνέλες. Εδώ έκοψα όσες χώραγε η τσέπη μου γιατί ήξερα ότι αυτό το βράδυ δε θα είχα άλλο φαΐ. Συνέχισα το δρόμο μου και μετά από το πρώτο γεφύρι δεξιά στο χωράφι του Παπουτσόπουλου ήτανε μια ομάδα γύφτων. Ουσιαστικά μία συνηθισμένη εικόνα αλλά όταν ξανακοίταξα, οίδα ένα γύφτο να κάθεται στο έδαφος και να παίζει μ΄ένα ζώο. Αυτό μου κίνησε τη περιέργεια και όσο πιο κοντά πήγαινα, τόσο καλλίτερα διέκρινα ότι το ζώο αυτό ήτανε μια μικρή μαϊμού. Ο γύφτος την είχε δέσει απ΄το λαιμό μ΄ένα σκοινί και τη στιγμή που έφτασα εκεί,  κούναγε το σκοινί και τη διέταζε με σκληρή φωνή και σπασμένα Ελληνικά:
- Κάνε τρίο σάλτο τάνατο.
Το μαϊμουδάκι έκανε, για μεγάλη μου έκπληξη, τρία <θανατηφόρα> πηδήγματα  προς τα πίσω, εντελώς ανάλαφρα με πολλή χάρη λες και δεν είχε καθόλου βάρος. Μετά του είπε ο γύφτος:
-  Κάνε πως πάνε γέρο άντρωπο περίπατο..
Γοητεύτηκα απόλυτα όταν το μαϊμουδάκι έβαλε τα χέρια του πίσω στη πλάτη, τα κράτησε σταυρωτά, σηκώθηκε όρθιο και πήγαινε πέρα δώθε μ΄ένα πολύ αστείο περπάτημα. Ξέχασα τα πόδια μου που έκαιγαν ακόμα από τις μαστιγωσιές, ξέχασα και τον θυμό μου και χαιρόμουνα τις τέλειες και απαλές κινήσεις αυτής της μαϊμουδίτσας. Εκεί που νόμισα ότι είχε τελειώσει η επίδειξη, της λέει ο γύφτος με άγρια φωνή:
- Ανέβα μπαστούνι και κοίτα  αν κλέβε σταφύλι..
Της κράτησε το μπαστούνι του κάθετα και η μαϊμουδούλα ανέβηκε ανάλαφρα ως την επάνω άκρη, κρατήθηκε με τα πισινά της ποδαράκια και εκάθησε εκεί πάνω λες και ήταν η καλλίτερη καρέκλα.  Μετά σήκωσε το δεξιό χεράκι της, το έβαλε, τάχατες για σκιά, στο κούτελο και κοίταζε γύρω-γύρω στ΄ αμπέλια μήπως έκλεβε κανείς σταφύλια.! Αυτό με κατενθουσίασε και για πρώτη φορά είδα πόση μεγάλη ομοιότητα είχαν τα χεράκια της με τα δικά μας χέρια. Στη συνέχεια την διέταξε ο γύφτος να κατεβεί κάτω και να κάνει πάλι τρία πηδήγματα <θανάτου> προς τα πίσω. Και έτσι έκλεισε ο κύκλος των γυμναστικών επιδείξεων και εκεί, που πήγα να φύγω της λέει:
- Πάενε τώρα φέρει λεφτά..
Το μαϊμουδάκι ήρθε σε μένα, γιατί ήμουνα ο μόνος ξένος, που θα μπορούσε να του έδινε κάτι, άπλωσε το χεράκι του και με παρακάλαγε να του δώσω λεφτά.. <Τι χαριτωμένο και έξυπνο ζώο.!> σκέφτηκα. Αυθόρμητα έβαλα το χέρι  στη τσέπη για να βγάλω μια μπουρνέλα. Και έτσι όπως έβγαζα το χέρι με τη μπουρνέλα από τη τσέπη μου, ήρθε αυτό το πονηρό ζωάκι γρήγορα, μου άνοιξε το χέρι, άρπαξε τη μπουρνέλα, την άνοιξε δεξιοτεχνικά, έβγαλε το κουκούτσι και τη χλαπούκησε αμέσως.! Μετά ξανάρθε σε μένα και ήθελε κι΄άλλη μπουρνέλα και για να εντείνει την απαίτησή του κραύγαζε διαπεραστικά: Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. και μου άνοιξε πάλι το χέρι πριν προλάβω να το ξαναβάλω στη τσέπη. Όταν το μαϊμουδάκι είδε το χέρι μου κενό, απαγοητεύτηκε και άρχισε να παραπονιέται με δυνατότερη φωνή: Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Τελικά του έδωσα όλες μου τις μπουρνέλες και επειδή άρχιζε σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει, ξαναπήγα στη μπουρνελιά και γέμισα τις άβαθες τσέπες μου για έχω κι΄εγώ βραδυνό φαγητό. 
Δίπλα από το χωράφι του Παπουτσόπουλου υπήρχε μία τραγάτακαι σκέφτηκα, αφού είχα ήδη χασομερήσει,  να μη πήγαινα πλέον στην Αγία Μαύρα αλλά να πέρναγα τη νύχτα σ΄αυτή τη καλύβα χωρίς όμως να το πω του γύφτου. Περνώντας από κει παρακάλεσα το γύφτο να μου δώσει κι΄εμένα λίγο το μαϊμουδάκι. Το ζώο χάρηκε όταν με είδε και αφού του έδωσα πάλι μία μπουρνέλα του είπα με βαθιά φωνή:
- Κάνε τρία θανατηφόρα σάλτα ..
Αλλά η μαϊμουδίτσα με κοίταζε χωρίς να πηδήξει. Γι΄αυτό της ξαναείπα πάλι:
- Κάνε τρία θανατηφόρα σάλτα..
Τότε μου είπε ο γύφτος:
- Πρέπει  κουνάει και σκοινί.!
Έτσι υπέθεσα, ότι το ζώο καταλαβαίνει περισσότερο με τη κίνηση του χεριού παρά με τα λόγια. Παρά ταύτα του ξαναείπα:
- Κάνε τρία θανατηφόρα σάλτα..,
και αυτή τη φορά κούνησα το χέρι προς τα πίσω. Και τι θαύμα! Η μαϊμουδούλα έκανε τρεις ανάποδες κωλοτούμπες, τη μία πίσω από την άλλη. Η χαρά μου έφτασε στον ουρανό και για πρώτη φορά αιστάνθηκα την έντονη ανάγκη να είχα κι΄εγώ ένα τέτοιο χαριτωμένο ζώο.
Αφού ήδη είχε νυχτώσει, χαιρέτησα τους γύφτους και τράβηξα τάχατες προς  το χωριό. Όταν όμως βγήκα στο δρόμο έστριψα δεξιά μέσα από τ΄αμπέλια και πήγα γύρω-γύρω από τα γνωστά μου μονοπάτια στη τραγάτα. Δεν ήθελα να ξέρουν οι γύφτοι, που θα κοιμόμουνα γιατί υπέθεσα ότι οι δικοί μου θα μ΄έψαχναν και ίσως να ρώταγαν και τους γύφτους.
Στην ευχαρίστηση να εκδικηθώ τον Θείο μου, δε φοβόμουνα σ΄αυτή τη νύχτα καθόλου και κατά βάθος μ΄ εξέπληττε  αυτός ο ηρωισμός μου. Ίσως να έπαιζε και ένα ρόλο αυτό που συχνά έλεγε η Γιαγιά μου για μένα:
- Αυτό το παιδί, Θεός να το φυλάει, δε φοβάται τίποτα.!
Στο μεταξύ είχε αρχίσει να βγαίνει και το φεγγάρι, που διευκόλυνε τον προσανατολισμό. Έτσι έφτασα στη τραγάτα, που ουσιαστικά δεν απείχε πολύ από τους γύφτους αφού ακόμα τους άκουγα εδώ κι΄εκεί να μιλάνε. Ανέβηκα επάνω στη τραγάτα και ξάπλωσα έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω τα λαμπερά αστέρια. Από τη θέση της πούλιας,  μ΄ είχε μάθει η Γιαγιά μου να ξέρω περίπου πόσο αργά ήτανε. <Κοντεύει δέκα>, σκέφτηκα και στην υπέροχη μυρωδιά που σκόρπαγαν τα άχυρα της τραγάτας  με πήρε ένας ελαφρύς ύπνος, γιατί είχα λίγο-πολύ μια απροσδιόριστη ανησυχία μέσα μου. Ίσως γι΄αυτό μετά από λίγο άρχισα σιγά-σιγά να ξυπνάω γιατί σαν κάτι να μ΄ενοχλόυσε. Όσο πιο περισσότερο ξύπναγα τόσο πιο πολύ  νόμιζα ότι άκουγα το μαϊμουδάκι να φωνάζει: < Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Κχρί.. Κχρί..>. Τέντωσα τ΄ αυτιά μου προς τα κει και πραγματικά άκουγα αυτό το χαρακτηριστικό κλαψούρισμα της μαϊμουδούλας. Κατέβηκα κάτω και πήγα προσεκτικά εκεί που κοιμόντουσαν οι γύφτοι. Αυτοί φαίνεται, συνηθισμένοι από το θόρυβο της μαϊμούς δε ξύπναγαν. Όταν πλησίασα εκεί οίδα στο φως του φεγγαριού τη μαϊμουδίτσα να είναι δεμένη έξω και να στριφογυρίσει ανήσυχα. <Ίσως να διψάει..>, σκέφτηκα. Πήγα εκεί, την έλυσα και την πήρα μαζί προς την πηγάδα του Παπουτσόπουλου.  Αυτή μ΄ακολούθησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό, πράγμα που ουσιαστικά με παραξένεψε και σκέφτηκα: <ένα σκυλί δε θα΄ρχότανε έτσι εύκολα μαζί μου, γιατί προστατεύει τον κύριό του. Αλλά έτσι άγρια όπως της συμπεριφέρεται ο γύφτος, δε τον αγαπάει και καλά κάνει..!>
Μ΄ένα καλάμι της έδωσα νερό αλλά αυτή δεν ήθελε να πιει. Τότε την πήρα μαζί μου στο διπλανό αμπέλι να της δώσω να φάει κάνα τσαμπί. Παρόλο που στο λαμπερό φως του φεγγαριού μπορούσε κανείς να διαβάσει, ήταν δύσκολο να διακρίνω τα γινωμένα από τα αγίνωτα σταφύλια. Γι΄ αυτό έκοβα ρόγες και τις δοκίμαζα πρώτα πριν τις δώσω στην μαϊμουδίτσα. Ένα γινωμένο τσαμπί που βρήκα της το έδωσα και αυτή το χλαπούκησε στο άψε σβήσε.!
<Αυτό της έλειπε.!>, σκέφτηκα και πριν συνεχίσω το ψάξιμο για άλλα τσαμπιά, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα να την κλέψω  την μαϊμουδούλα . Έμπαινα όλο και πιο βαθιά μέσα στ΄ αμπέλι από τα στρατώνια που τα ήξερα σαν τη τσέπη μου  και έφτασα στη μεγάλη συκιά . Εδώ στάθηκα και αφουγκράστηκα αλλά εκτός από τον Γκιόνη  και κάνα σκυλί από την Αγία Μαύρα, που αλύχταγε εδώ κι΄εκεί, δεν ακουγότανε τίποτ΄ άλλο. Εδώ όμως άρχισε η μαϊμουδούλα να γίνεται πάλι ανήσυχη. Αυτό ανησύχησε κι΄εμένα, γιατί δεν ήθελε να φάει ούτε μια ρόγα και σκέφτηκα:
<Τι θα κάνω τώρα, αν θέλει να γυρίσει πίσω;>.
Αυτή η σκέψη με λύπησε πάρα πολύ γιατί είχα αγαπήσει αυτό το ζώο και ήμουνα βέβαιος ότι εγώ θα γινόμουνα ο καλλίτερός της φίλος. Έτσι όπως κοίταξα  επάνω στη συκιά, για να περάσουμε εκεί την υπόλοιπη νύχτα, με θάμπωσε μια αχτίδα του λαμπερού φεγγαριού και αυθόρμητα μου ήρθε στη σκέψη, τι λέγανε οι μεγάλοι στο χωριό:
- Το φεγγάρι δεν επηρεάζει μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα.!
Κι΄εγώ ρωτήθηκα:
<Είναι δυνατό να είναι το μαϊμουδάκι  υπνοβάτης;>.
Από το μέγεθος του φεγγαριού θα ήτανε δυνατό, γιατί λέγανε ότι στη πανσέληνο υπνοβατούν οι ανθρώποι. Θα έπρεπε λοιπόν κάπως να ησυχάσω το μαϊμουδάκι, γι΄ αυτό το έβαλα σ΄ ένα κλαρί της συκιάς και το χάιδευα. Αλλά σα να ξύπνησε μέσα του ένα παλιό ένστικτο, εκεί που το χάιδευα, πήδηξε προς τα πάνω και χάθηκε στη πυκνή φυλλωσιά της συκιάς. Τρομαγμένος κοίταγα επάνω στη συκιά μήπως μπορέσω να το δω. Αλλά τα πλατειά της φύλλα εμπόδιζαν το φως του φεγγαριού. Έτσι άρχισα σιγά-σιγά ν΄ανεβαίνω από κλαρί σε κλαρί και να ψάχνω μες΄τη συκιά. Αλλά το μαϊμουδάκι δε φαινότανε. Άρχισα να φοβάμαι, ότι είχε κατεβεί ανάλαφρα από τη πίσω πλευρά του δέντρου και γύριζε πίσω. Η αγωνία μου μεταβλήθηκε σε λύπη γιατί νόμισα, ότι είχα χάσει αυτό το χαριτωμένο ζωάκι.  Απελπισμένα ανέβηκα μερικά κλαριά πιο πάνω και για μια στιγμή έτσι που κοίταξα στον ουρανό νόμισα ότι διέκρινα το στρογγυλό κεφαλάκι της μαϊμουδίτσας. Από την αγωνία μου αντανακλούσε το καρδιοχτύπι στο λαιμό μου. Πήγα προσεχτικά εκεί και με υποδέχτηκε ένα χαρούμενο <κχρί…κχρί…>. Αφού έπιασα τη μαϊμουδούλα, οίδα ότι δε θα μπορούσα να κοιμηθώ στη συκιά, γιατί δε βρέθηκαν δυο κλαριά να ξαπλώσω ανάμεσα χωρίς να πέσω τη νύχτα κάτω.
Αλλιώτικα το σκέφτεται κανείς και αλλιώτικα έρχεται. Έτσι πήρα απόφαση να συνεχίσω το δρόμο μου και να φτάσω την ίδια νύχτα στο Τόλη. Όταν πλησίαζα στην Αγία Μαύρα, γάβγιζε εδώ κι΄εκεί  κάνα σκυλί αλλά στο υπόλοιπο χωριό είχε ξαπλωθεί η νυχτερινή ησυχία. Από μακριά οίδα ότι η ταβερνούλα είχε ακόμη φως κι΄από αυτό υπέθεσα, ότι δε θα ήταν τόσο αργά πράγμα που μ΄ανησύχησε κάπως, γιατί ακόμη θα μπορούσαν να μ΄έψαχναν. Αφού βεβαιώθηκα ότι δε μ΄έβλεπε κανένας, έτρεξα γρήγορα στο σπίτι του Τόλη και μπήκα από τη πίσω πλευρά μέσα στο κήπο του. Η μαϊμουδίτσα καθόταν ήσυχα και έδειχνε ότι της άρεσε αυτή η περιπέτεια. Ίσως να της άρεσαν όλα ότι συνέβαιναν εκτός από του να γύριζε πίσω στον αρκουδόγυφτο.! Τώρα ήμουνα περίεργος, αν ο Τόλης θα κοιμότανε στη βορινή  βεράντα του, όπως το συνήθιζε. Το σπίτι σκίαζε το μέρος αυτό του κήπου και η αγωνία μου μεγάλωνε όσο πλησίαζα τη βεράντα. Όταν έφτασα εκεί οίδα πραγματικά το Τόλη να κοιμάται έξω και του ψιθύρισα δυο τρεις φορές:
- Τόλη ξύπνα..
Όταν με οίδε ξαφνιάστηκε και πετάχτηκε επάνω:
- Τι θέλεις εδώ;,
με ρώτησε σαστισμένος.
- Κοίτα, έχω μια μαϊμού μαζί, που κάνει ένα σωρό παιχνίδια..
- Και που τη βρήκες τη μαϊμού;
- Την έκλεψα από ένα γύφτο.!
- Ε..! δεν έχεις το θεό σου. Πώς το΄κανες αυτό;
Αφού του διηγήθηκα όλη την ιστορία, έδειξε ο Τόλης απόλυτη κατανόηση και χάρηκε αφάνταστα, που ένας Έλληνας κατάφερε μια φορά να κλέψει και ένα γύφτο, γιατί πάντα όλα τα χρόνια και όλες τις εποχές κλέβανε οι γύφτοι τους Έλληνες.. Δε μπορούσε να κρατήσει τη χαρά του και όλο με ρώταγε:
- Και έτσι στα καλά καθούμενα πήρες τη μαϊμού μαζί σου..;
- Ναι.., γιατί της μίλαγε άγρια ο γύφτος..,
του είπα, υποστηρίζοντας το δίκιο της μαϊμουδούλας.  Απροσδόκητα κατάλαβα ότι είχε ανεβεί το γόητρό μου με μία πράξη, που σίγουρα δεν ήταν καλή.
Αφού κουβεντιάσαμε αρκετά,  έφερε μετά ο Τόλης μια απλάδα για τη μαϊμού και πέσαμε για ύπνο. Πριν κοιμηθώ σκεφτόμουνα:
<Εδώ δε με βρίσκει κανένας, ούτε ο γύφτος αλλά ούτε και οι δικοί μου..!>.
Το πρωί είχε ξυπνήσει ο Τόλης πιο πριν από μένα και κοίταζε τη μαϊμουδίτσα, που ακόμη κοιμότανε. Η ανυπομονησία τον έσπρωξε να ξυπνήσει κι΄εμένα :
- Δημήτρη ξύπνα τώρα και δείξε μου τι ξέρει να κάνει η μαϊμού..
Αφού σηκώθηκα κι΄εγώ, έλυσα τη μαϊμουδίτσα και της είπα με βαθιά φωνή:
- Κάνε τρία θανατηφόρα σάλτα..,
και συνάμα κούνησα το σκοινί προς τα πίσω. Αλλά το ζωάκι με κοίταζε λυπημένα και δεν έκανε τίποτα.
<Είναι νυσταγμένη ακόμη>., υπέθεσα.
- Μπορεί να πεινάει.., νόμισε ο Τόλης και πήγε γρήγορα στο κήπο του και της έφερε ένα μικρό αλλά υπέροχα γινωμένο πεπόνι. Αφού έφαγε μερικές φέτες, της ξαναείπα με βαθιά φωνή:
- Κάνε τώρα τρία θανατηφόρα σάλτα προς τα πίσω.
Πραγματικά έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω και μετά ένα σάλτο προς τα μπρος! Δικαιολογώντας τη συμπεριφορά της καθησύχασα τον Τόλη:
- Φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη καλοξυπνίσει.
Αλλά όταν της είπα:
-Κάνε, πως πάνε οι μεγάλοι άνθρωποι περίπατο.,
και έβαλε αυτή τα χέρια πίσω στη πλάτη και άρχισε να περπατάει όρθια σαν πάπια, τότε ξεκαρδιστήκαμε και οι δύο στα γέλια. Χωρίς να το καταλάβουμε κάναμε τόσο θόρυβο, που ξύπνησε και η Μητέρα του Τόλη και ήρθε έξω στη βεράντα. Όταν με οίδε τα σάστισε και με ρώτησε:
- Από πού βρέθηκες εσύ εδώ; Ξέρεις ότι οι δικοί σου σε ψάχνανε όλη τη νύχτα;
Αυτό που άκουσα με χαροποίησε πάρα πολύ γιατί έτσι έβγαλα το άχτι μου. Μετά, όταν η κυρά Μαρία οίδε τη μαϊμού, έμεινε εντελώς άφωνη και κούναγε ερωτηματικά το κεφάλι της. Αφού συνήλθε, μπόρεσε να αρθρώσει μερικά λόγια:
- Και….και… αυτή η μαϊμού;
- Τη πήρα από ένα γύφτο.!
Η κυρά Μαρία δεν καταλάβαινε πλέον τίποτα. Σταυροκοπήθηκε και μπήκε μέσα να φέρει τον άντρα της. Ο Σάκης, ο πατέρας του Τόλη, ήρθε αγουροξυπνημένος έξω και με φώναξε άγρια:
- Τι πράγματα είν΄αυτά που κάνεις;
Όταν όμως του διηγήθηκα, τι συνέβηκε, τότε έδειξε κάποια κατανόηση αλλά ταυτόχρονα με μάλωσε:
- Για φαντάσου, αν όλα τα παιδιά φεύγανε όταν τα δέρνανε..
- Τότε θα βάζανε μυαλό οι μεγάλοι και δεν θα δέρνανε τα παιδιά..
Του απάντησα έτσι, γιατί αισθανόμουνα το δίκιο με το μέρος μου.
Όπως μίλησα δεν άρεσε βέβαια του κυρ Σάκη, έδωσε όμως τόπο στην οργή και προθυμήθηκε να με γυρίσει μαζί με τη μαϊμού πίσω στον χωριό. Πολύ ευχάριστα θα ήθελα να είχα αυτό το υπέροχο ζώο μερικές μέρες κοντά μου και να παίζω μαζί με τ΄άλλα τα παιδιά. Μ΄έπιασε μια μεγάλη λύπη, όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα πια να κρατήσω τη μαϊμουδίτσα. Την έδωσα του κυρ Σάκη να την πάει πίσω. Εγώ δεν ήθελα να πάω μαζί. Όμως το ίδιο πρωινό ήρθε η Γιαγιά μου με την ξαδέλφη της την Κοστούλα  μαζί με τον Νικόλα και το κάρο του και με πήρανε πίσω.
Από τότε δεν με ξανάδειραν ποτέ.

Το ερχόμενο καλοκαίρι, όπου και να ρώτησα, κανένας δεν ξαναείδε τον γύφτο με τη μαϊμού.


















ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΣ ΞΥΠΝΗΣΑΝ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Αυτή τη νύχτα δε κοιμόμουνα καθόλου καλά, γιατί ονειρευόμουνα πολεμικές εχθροπραξίες, όταν ήρθε η Θεία μου η Πόπη και με ξύ-πνησε. Τότε άκουγα πραγματικά πυροβολισμούς και ίσως γι΄αυτό έβλεπα υποσυνείδητα τέτοια όνειρα:
- Τι συμβαίνει, τη ρώτησα. Αυτή, αφού κόμπιασε λίγο, μου απάντησε:
- Έλα να πάμε ένα ταξίδι.
Η απάντησή της ήταν τόσο αφελής, που ούτε ένα παιδί τριών χρόνων δε θα το πίστευε. Όταν βγήκα έξω ακουγότανε ολοκάθαρα: Στη  δυτική πλευρά του χωριού γινότανε μια μάχη. Έπεφταν ριπές από οπλοπολυβόλα, ντουφεκιές κι΄ εδώ κι΄ εκει μπιστολιές. Στο μεταξύ είχαν βγει αλαφιασμένοι όλοι οι γείτονες έξω και ρώταγε ο ένας τον άλλο:
- Εσύς τι θα κάνετε; Εμείς φεύγουμε για την Αγία Μαύρα.
Συγχυσμένοι τρέχανε οι μεν από δω οι άλλοι από κει, ενώ εγώ ήμουνα ήρεμος, γιατί ουσιαστικά χαιρόμουνα, αφού επί τέλους συνέβαινε κάτι το αλλιώτικο.! Ώσπου να σηκωθεί ο Θείος μου ο Ντίνος, που ήταν πολύ χασομέρης, είχαν αρχίσει οι πυροβολισμοί να εξασθενούν και έτσι αποφασίσαμε μαζί με άλλους γείτονες να μείνουμε στο χωριό.  Ήταν ίσως η παιδική μου αφέλεια, που δε φοβόμουνα τους Γερμανούς, γιατί ότι είχαμε γυρίσει από τη Γερμανία και γνώριζα, ότι οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν πολύ αλλιώτικοι απ΄ ότι οι δικοί μας.  Εδώ βέβαια ξαφνιάζεται λίγο ο αναγνώστης, γι΄ αυτό θα μου επιτραπεί, για καλλίτερη διευκρίνιση,  μια μικρή χρονική ανακύκληση:
Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός υφαντουργός από το Κέμνιτς της Σαξωνίας, που ήταν τότε ένα κέντρο της υφαντουργικής.  Ελληνικές βιομηχανίες υφαντουργικής είχαν τότε  αποτανθεί στο <Βιομηχανικό  Εμπορικό Επιμελητήριο> του Κέμνιτς με την παράκληση να τους σταλούν μηχανικοί της υφαντουργικής τέχνης. Έτσι το 1926 ήρθε ο πατέρας μου στη βιομηχανία <Αδελφοί Ηλιόπουλοι> σαν αρχιμηχανικός με υπερδεκαπλάσιο μιστό απ΄ότι θα έπαιρνε στη Γερμανία.! Εδώ γνωρίστηκε με τη μητέρα μου. Η γνωριμία αυτή όσο καλή κι΄αν φάνηκε στην αρχή, εξελίχτηκε σε τραγωδία. Ο πατέρας μου, καλόβολος και αφελής, έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και όταν το 1939 εξερράγη ο πόλεμος,  γύρισε εθελοντής πίσω να υπηρετήσει τη πατρίδα του. Παρόλο που κέρδιζε τότε 12.000 προπολεμικές δραχμές, δεν έκανε στην Ελλάδα καμία επένδυση ούτε είχε μεριμνήσει ουσιαστικά για τη γυναίκα του και τα δυό του παιδιά, που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα έκανε το φοβερό λάθος να μας τραβήξει κι΄εμάς  στη κρύα και σκοτεινή Γερμανία.  Εδώ άρχισαν οι Ναζίδες να πιέζουν το πατέρα μου, να χωρίσει την Ελληνίδα γυναίκα του και αυτός, υπάκουος, σα καλός Γερμανός, χώρισε ακριβώς τότε, που εγώ το 1941  άρχισα να πηγαίνω στο δημοτικό σχολείο. Η εμπόλεμος κατάσταση δυσκόλευε όλο και περισσότερο τη ζωή. Τα τρόφιμα λιγόστευαν και η διανομή γινόταν μόνο με κάρτες. Σιγά-σιγά άρχιζαν και οι βομβαρδισμοί και έφτασε ως το σημείο να μας ξυπνάνε οι σειρήνες κάθε νύχτα και στο τέλος ακόμα και δύο φορές τη νύχτα. Εμείς τρέχαμε κάτω στα κρύα υπόγεια, που πρόσφεραν μόνο μία μικρή ασφάλεια, αφού τα πατώματα ήταν ξυλοκατασκευές. Πόσες φορές δεν ακούσαμε, ότι μια βόμβα έφτασε ως το υπόγειο και εξεράγηκε εκεί, που ήσαν όλοι μαζεμένοι. Μια νύχτα ακούστηκε ένας φοβερός κρότος και σείστηκε όλο το σπίτι. Μετά έγινε η νύχτα ημέρα. Το διπλανό σπίτι ξαφανίστηκε. Όλο και περισσότερο έβλεπε η μητέρα μου, ότι παίζαμε τη ζωή μας κορώνα-γράμματα. Ατρόμαχτη και δυναμική όπως ήτανε, έφτασε ως τον τότε υπουργό των εξωτερικών, τον Φον Ρίμπεντροπ και με τη βοήθεια του ευγενέστατου Αργεντινού πρόξενου[61], κατάφερε μετά από μεγάλο κόπο να πάρει την άδεια, να γυρίσει μαζί με μας πίσω στην Ελλάδα. Στο μεταξύ είχε καταταχθεί ο πατέρας μου στα επίλεκτα πολεμικά τάγματα της Ες-Ες και πολεμούσε στο Ρωσικό μέτωπο. Τον χειμώνα του 1943, μέσα στη καρδιά του πολέμου, φύγαμε μ΄ένα στρατιωτικό τραίνο και αφού περάσαμε από Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία, ευτυχώς χωρίς να μας επιτεθούν αντάρτες, φτάσαμε, μετά από πέντε μέρες στη Θεσσαλονίκη,  που ήταν τότε και αυτή παγωμένη  και λέγαμε: <Η παγωνιά της Γερμανίας μας κυνηγάει ως την Ελλάδα.!>. Επιστρέφοντας στην Αθήνα σταμάτησε το τραίνο πριν από  την ανατιναγμένη γέφυρα της Παπαδιάς στο Γοργοπόταμο[62]. Κατεβήκαμε κάτω στη χαράδρα του ποταμού και μου έμεινε αυτή η τεράστια γέφυρα αξέχαστη. Θυμάμαι πολύ καλά, πως το δεξιό μέρος της γέφυρας έγερνε προς τα κάτω και επάνω στη δεξιά άκρη της είχαν μείνει ακόμα μερικά βαγόνια και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, που δε κύλησαν κι΄αυτά κάτω. Στο σημείο αυτό  έπρεπε να περάσουμε το ποτάμι και προσφέρθηκαν Ιταλοί στρατιώτες να μας πάρουν στους ώμους τους, οι κακόμοιροι, και να μας περάσουν μέσα από τα κρύα νερά στην απέναντη όχθη. Τελικά, με τις δυό βαλιτσούλες σχεδόν χωρίς λεφτά, ήρθαμε στην Αθήνα. Σ΄ένα φτωχό διαμέρισμα της οδού Ασκληπιού 123, που έμπαζε νερό άμα έβρεχε, περάσαμε τον υπόλοιπο χρόνο ως τις σχολικές διακοπές, που ήρθαμε με τη μητέρα μας στο χωριό της  στη  Κελεβή[63].
Εδώ φαίνεται πολύ καθαρά, τι φοβερά αποτελέσματα φέρνουν οι πολέμοι. Από τη πλουσιοπάροχη ζωή, που είχε η οικογένειά μας πριν το πόλεμο, γλιτώσαμε από του χάρου τα δόντια και γίναμε πάμφτωχοι.
Μετά από αυτή την ανακύκληση του χρόνου, ερχόμαστε πάλι στο χωριό μας, στο Σεπτέμβρη του 1943, που έγινε αυτή η μικρή μάχη. Όπως είπα και πιο πάνω, εγώ δε φοβόμουνα, γιατί μίλαγα άπταιστα Γερμανικά και μπορούσα πολύ καλά να πείσω τους Γερμανούς, ότι το χωριό μας δεν είχε αντάρτες. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να ζητήσουμε και τη βοήθεια της μητέρας μου, που στο μεταξύ ήταν διερμηνέας στη Γερμανική διοίκηση της διπλανής πόλης της Αμαλιάδας. Αφού περιμέναμε αρκετή ώρα στα σκαλιά της εκκλησίας, καταλάβαμε ότι οι Γερμανοί θα είχαν γυρίσει πίσω στη Γαστούνη. Ο Μπίμπης κι΄εγώ πήγαμε μετά σπίτι και για αρκετή ώρα μιλάγαμε για τη μάχη ώσπου μας πήρε ο ύπνος.




 
 











Εδώ κοντά στο σπίτι του Γαρουφαλιά έγινε η μάχη




 
 



Την άλλη μέρα πρωί-πρωί πήγαμε με μεγάλη περιέργεια να δούμε το πεδίον της μάχης. Περάσαμε το σπίτι του Γαρουφαλιά  και πιο πέρα είδαμε μερικούς χωριανούς να περιεργάζονται το <Πεδίο της μάχης>. Εδώ μάθαμε, πως τη περασμένη νύχτα μερικοί Έλληνες αντιστασιακοί έστησαν ενέδρα στη Γερμανική περίπολο, που ερχότανε από τη Γαστούνη. Οι Έλληνες, ουσιαστικά άπειρα παιδιά, από την αγωνία τους πυροβόλησαν πολύ νωρίς και ευτυχώς δε πέτυχαν κανένα Γερμανό, γιατί τα αντίποινα, που θα τα τράβαγε το χωριό μας, θα ήταν πολύ σκληρά. Αυτοί, έμπειροι στρατιώτες, έπεσαν δεξιά και αριστερά στους τάφρους του δρόμου και άρχισαν να χτυπάνε με ντουφέκια, μπιστόλια και οπλοπολυβόλα. Στο μεταξύ έριξαν οι Γερμανοί κόκκινες φωτοβολίδες και περίμεναν ενίσχυση από τη Γαστούνη, γι΄αυτό ήταν καλό, που οι Έλληνες άφησαν εγκαίρως το πεδίο της μάχης, χωρίς να τραυματιστεί κανείς, και διασκορπίστηκαν στο κάμπο. Έτσι όπως προσπαθούσα να καταλάβω, που ήσαν κρυμμένοι οι δικοί μας, είδα ακριβώς εκεί δίπλα, στα πατημένα χορτάρια,  μία τρύπα στο πηλό. Ήτανε σα να είχε βάλει κάποιος ένα λεπτό ραβδί σχεδόν οριζόντια μέσα στη γη.  Πολύ εύκολα έσκαψα με τα χέρια και μετά από περίπου μισό μέτρο βρήκα στο  βάθος  μιας παλάμης το βόλι από ένα μπιστόλι. Αυθόρμητα σκέφτηκα, τι τύχη που είχε αυτός, που ήταν δίπλα ξαπλωμένος…και ξεφώνησα:
-Βρήκα ένα βόλι, βρήκα ένα βόλι.
Όσοι ήσαν εκεί, έτρεξαν σε μένα και περιεργάζονταν το εύρημά μου, κάνοντας το σταυρό τους, που αυτό το βόλι δε πέτυχε τον Έλληνα. Στο χωριό, έξω από τη ταβερνούλα του Ραμαντά, διέγνωσαν οι έμπειροι, ότι το βόλι ήτανε από ένα Γερμανικό μπιστόλι τύπου <Παραμπέλουμ>. Ακόμα και ο Παπάς του χωριού μας ήθελε να δει το βόλι, όχι από περιέργεια αλλά για να το καταραστεί. Μπήκε στην εκκλησία μέσα, έφερε το λιβανιστήρι του και ευχήθηκε:
- Είθε να μη χτυπήσει ποτέ εχθρικό βόλι τους δικούς μας..
Όλοι σταυροκοπήθηκαν και η ευχή του Παπά ύψωσε το ηθικό των συγχωριανών και αιστάνθηκαν σαν να είχαν επάνω τους το τίμιο ξύλο. Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν μπροστά στην εκκλησία ένα σωρό άτομα και άρχισαν να συζητούν εκνευρισμένα, κατά πόσο είναι καλό για τον τόπο, να τα βάζει κανείς με τους Γερμανούς. Οι μεν λέγανε:
- Αν δε τους πειράζουμε τους Γερμανούς, δε θα μας πειράζουνε..
Και ζωγράφιζαν με ζοφερά χρώματα, τι επιπτώσεις θα είχανε τα αντίποινα:
-Αυτά τα <τσιμπίματα> δε βλάφτουν ουσιαστικά τους Γερμανούς, βλάφτουν πολύ περισσότερο εμάς τους ίδιους. Αλλά φταίνε οι Εγγλέζοι, που χρησιμοποιούν τους Έλληνες αντάρτες για συμφέρον τους[64]..
Δύο από το χωριό μας, που λέγανε ότι ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ[65], ο Πάνος ο Πλιάκας και ο Φραγκογιάννης αντιμιλούσαν ενεργητικά και φωνάζανε:
- Τι ζητάνε οι ξένοι στο τόπο μας; Γιατί δε μας αφήνουν ησύχους, να ζούμε όπως θέλουμε;
Οι άλλοι, και αυτοί εκνευρισμένοι, όπως ο Θείος μου ο Χρύσανθος, τους ρώταγαν:
-Πότε μας πείραξαν οι Γερμανοί; Σεβάστηκαν τα σπίτια μας, δεν ενόχλησαν τις γυναίκες μας.. Τι λέτε τώρα;
Στο πέρα-δώθε της διαφωνίας, έφτασε λαχανιασμένος ο Κουτσούμπας και φώναξε:
- Οι Γερμανοί έρχονται και έχουνε μεγάλα αυτοκίνητα μαζί..
Αμέσως άδειασε η πλατειούλα της εκκλησίας και πολλοί φύγανε και από τα σπίτια τους. Ο θείος μου ο Χρύσανθος και ο Μαρκεντάος με παρακάλεσαν να μείνω για να εξηγήσω στους Γερμανούς ότι το χωριό μας δεν είχε αντάρτες. Έτσι κι΄έγινε. Όταν έφτασαν οι Γερμανοί με ρώτησαν σε ποια διεύθυνση έφυγαν οι άντρες και ένας αξιωματικός έβαλε το μπιστόλι του στο στήθος μου και με απείλησε ότι θα με σκότωνε, αν δε του έλεγα την αλήθεια. Αυτό  περισσότερο με αγανάκτησε παρά να με φόβισε,  γι΄αυτό τους έδειξα τη διεύθυνση προς τη τραγάνα. Αυτό ήταν βέβαια λάθος, γιατί ήξερα ότι οι περισσότεροι έφευγαν προς την Αγία Μαύρα. Εκεί, όταν το ποτάμι δεν είχε πολύ νερό, κατέβαιναν κάτω και έτσι λάκαγαν  προς την ορεινή περιοχή. Στο χωριό μείνανε όσοι δε φοβόντουσαν και όσοι είχαν καλή συνείδηση και ακριβώς αυτούς μάζεψαν οι Γερμανοί, περίπου είκοσι  άντρες και τους συγκέντρωσαν δίπλα στην εκκλησία μπροστά στο καφενείο του Μαρκεντάου. Μαζί μ΄αυτούς και τον Θείο μου τον Χρύσανθο, που προηγουμένως ήτανε της γνώμης,  να μη πειράζουνε τους κατακτητές.. Μετά βάλανε φωτιά στα σπίτια του Πάνου Πλιάκα και του Φραγκογιάννη. Δηλαδή κάψανε τα σπίτια των δύο υποτιθέμενων κομμουνιστών.  Θυμάμαι, που στο φλεγόμενο σπίτι του Πλιάκα μπήκε μέσα ο μικρός αδελφός του, ο Αντρέας, και προσπάθησε να σώσει το μπαούλο με τα ρουχικά τους. Εμείς, τα παιδιά, και οι γυναίκες που ήσαν τριγύρο του φωνάζαμε να βγει αμέσως έξω. Αφού βγήκε, έπεσε στο δευτερόλεπτο η σκεπή μ΄ένα δυνατό κρότο.
- Είχε χρόνια.,
είπε μια γειτόνισσα και σταυροκοπήθηκε. Στο μεταξύ πήραν οι Γερμανοί τους άντρες μαζί και φύγανε. Στο χωριό ξαπλώθηκε μια μεγάλη στενοχώρια για τους άντρες και μεγάλη δυσφορία γιατί υπήρχαν ανάμεσά μας προδότες. Οι Γερμανοί ήξεραν με ακρίβεια, ποια σπίτια να κάψουν.!

Την άλλη μέρα οίδα τον Παραγκόλα να περνάει σκεφτικά μπροστά από το σπίτι μας και τον ρώτησα:
- Παραγκόλα, τι λες λοιπόν για τη μάχη που έγινε;
- Είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι ξένοι μας κάνουν μεγάλες δυσκολίες.,
μου απάντησε με σκυμμένο κεφάλι. Εγώ σκέφτηκα τα επιχειρήματα, που άκουσα την περασμένη ημέρα και ήθελα να δω, τι νόμιζε:
- Γιατί πειράζουμε τους ξένους;
Ο Παραγκόλας πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε:
-  Γιόκα μου, τι ζητάνε οι ξένοι στον τόπο μας; Νομίζεις ότι ήρθανε εδώ για μας;
Η μικρή μου γνώση δε μου έδινε τη δυνατότητα να του απαντήσω.
Σ΄αυτή μου την ηλικία τα γεγονότα συνέβαιναν, χωρίς να ήξερα  τις αιτίες, γι΄αυτό τον παρακάλεσα να μου το εξηγήσει αυτός:
- Τι ψάχνουνε λοιπόν οι ξένοι στον τόπο μας;
- Κοιτάνε το συμφέρον τους και επειδή τα δικά τους συμφέροντα και τα δικά μας δεν είναι τα ίδια, μας κάνουν όλες αυτές τις δυσκολίες και μας καταπιέζουν..
- Ναι, εντάξει. Αλλά γιατί να μας καταπιέζουν; Στο σχολείο μάθαμε, τι μας διδάσκει ο Χριστός: Να βοηθάει ο ένας τον άλλον.
- Γιόκα μου, έχεις δίκιο. Ο Χριστός μας δίδαξε και μας έδειξε τον σωστό δρόμο. Αλλά πολύ λίγοι άνθρωποι ακολουθούν τον δρόμο του Χριστού γιατί οι περισσότεροι είναι εγωιστές. Σε κάθε κράτος και σε κάθε εποχή βρίσκονται υπηρέτες του κακού.
Αυτά που μου είπε ο Παραγκόλας τάραξαν τη μικρή μου πεποίθηση και όμως δεν ήθελα να πιστέψω, ότι οι άνθρωποι είναι μόνο συμφεροντολόγοι. Σαν κάτι να επαναστάτησε μέσα μου, που μου έλεγε: <Μην αλλάξεις την πεποίθησή σου>. Γι΄αυτό τον παρακάλεσα να μου πει τη γνώμη του:
- Και πως είναι μ΄αυτούς τους ήρωες, που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας;
Ο Παραγκόλας έσκυψε το κεφάλι αμίλητα σα να προσπαθούσε να διαβάσει την αλήθεια από αυτό το χώμα, που από αιώνες είναι ποτισμένο με το αίμα της λευτεριάς. Και σχεδόν λυπημένα με ρώτησε:
- Πόσοι καλοί και πόσοι κακοί υπάρχουν;
Μετά ακολούθησε πάλι μια μεγάλη σιωπή. Και δε ξέρω, τι διάβασε από το χώμα όταν με κοίταξε με ένα απαλό χαμόγελο και μου είπε:
- Γιόκα μου, αν ζητάς το Καλό, αγκάλιασε αυτή τη μορφή, που μας χάρισε τα ανήκουστα λόγια και μας έδωσε στα χέρια εμπιστευτικά  το αόρατο φως..!
Μετά έφυγε σιγά-σιγά με σκυμμένο κεφάλι, σαν να ήθελε να βρει τις χαμένες αλήθειες, που είναι από αιώνες συνυθασμένες με το χώμα.
Εγώ έμεινα μ΄ανοιχτό το στόμα και για πολύ ώρα δε μπορούσα να συνέρθω. Όλο γύριζαν στο νου μου οι έννοιες: <ανήκουστα λόγια>, <αόρατο φως>..Καθόμουνα για πολύ ώρα στα σκαλιά κάτω από το χαγιάτι μας και ήταν ο απογευματινός ήλιος, που  μου ζέστανε τα πόδια μου και μ΄έβγαλε από τη σκοτούρα, που μου έφεραν οι αδιανόητες έννοιες του Παραγκόλα. Σηκώθηκα και πήγα να τον βρω τη ταβέρνα του Ραμαντά. Εκεί όμως μίλαγαν ταραγμένα οι άντρες, που είχαν απομείνει στο χωριό και σκεφτόντουσαν, τι να κάνουν. Έπρεπε, πριν μεταφερθούν οι άντρες στη Πάτρα κι΄ από κει στα καταναγκαστικά έργα της Γερμανίας με λίγες πιθανότητες να επιζήσουν το ταξίδι και την εμπόλεμο κατάσταση της Γερμανίας, να δοθεί μια λύση. Σ΄αυτή τη δύσκολη κατάσταση σκέφτηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια της μητέρας μου. Ο Μανώλης ο Πλιάκας καβάλησε το γρήγορο άλογό του και πήγε την ίδια μέρα και βρήκε τη Μητέρα μου την Αμαλιάδα. Όταν αυτή  έμαθε τι συνέβηκε με το χωριό της, επαναστάτησε. Πήγε στον ίδιο τον Λιεφ και του είπε: Αν συνεχίσουνε έτσι οι Γερμανοί, να παίρνουν για ομήρους αθώους, που δεν έχουν πειράξει κανένα, τότε θα ξεσηκωθεί όλος ο τόπος. Όπως φαίνεται, πείστηκε ο Λιεφ από το επιχείρημα της μητέρας μου και διέταξε να αφεθούν όλοι ελεύθεροι.
Η τύχη ήτανε, που η γερμανική διοίκηση της Αμαλιάδας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη μητέρα και της επιτρεπότανε να λαμβάνει μέρος σε όλες τις συζητήσεις των αξιωματικών, γιατί ήξεραν ότι ο άντρας της ήταν καταταγμένος στα επίλεκτα πολεμικά τάγματα της Ες-Ες.
Πλαίσιο κειμένου:  Αυτό που δεν ήξεραν ήταν, τι είχε τραβήξει η μητέρα μου στη Γερμανία από τους Ναζίδες και ότι, μαζί με μερικούς αξιωματικούς της διοίκησης, απεχθανόντουσαν τον Χίτλερ, τον πόλεμο και τη κατοχή στην Ελλάδα.
Αξιοσημείωτο είναι, τα έξαλλα τολμήματα, που μαζί με τούς αξιωματικούς Βίλλι Μάγιερ και Κούρτ Λάϊμπλε[66], έβγαζαν από τις φυλακές της Αμαλιάδας κρυφά Έλλήνες αντιστασιακούς.
Μεγάλο τόλμημα, γιατί αν το μάθαινε ο τότε διοικητής, ο Λιεφ, ένα χιτλερικό τέρας, θα τους σκότωνε επί τόπου. Όπως φαίνεται η αγάπη της μητέρας μου για το τόπο της ήταν τόσο μεγάλη, που αψήφιζε τον κίνδυνο.
.
Έτσι γύρισαν όλοι οι άντρες σώοι και αβλαβείς πίσω στο χωριό. Η χαρά των συγχωριανών ήταν απερίγραφτη και δεν ήξεραν, πώς να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους απέναντι στη μητέρα μου. Όταν ήρθε στο χωριό την αγκάλιαζαν, τη φίλαγαν και της
έδιναν ευχές. Μερικοί ήθελαν να της δώσουν χρήματα αλλά η μητέρα μου δε  δέχτηκε ποτέ υλικά αγαθά: 
- Αν θέλετε, δώστε μου μόνο λουλούδια. , έλεγε και συνέχιζε:
- Ότι κάνω, το κάνω για τη πατρίδα μου και αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη αμοιβή., και συνέχιζε:
- Αν δεν υπήρχαν οι κακόβουλοι προδότες, τότε θα ήταν οι Γερμανοί σαν τα χαμένα κουτορνίθια. Δε θα ξέρανε τίποτα.!
Το έλεγε συχνά οι μητέρα μου με μεγάλη πίκρα.
Πολλοί ήθελαν να λύσουν τα προσωπικά τους προβλήματα, κάνοντας ψευτές καταγγελίες, ότι π.χ. ο άλφα ή ο βήτα ήταν κομμουνιστής και έδιναν μάλιστα και ακριβείς διευθύνσεις. Η μητέρα μου είχε πάντα μεγάλες δυσκολίες να πείσει τους Γερμανούς για το αντίθετο, οι οποίοι πίστευαν όλα, που τους έλεγαν τυχαίοι καταγγελείς. Πολλές φορές πήγαιναν  ακόμα και αριστεροί και καταγγέλνανε, από ζήλια, γνωστές προσωπικότητες της Αμαλιάδας, όπως γιατρούς, δικηγόρους, δασκάλους και γενικά πλούσιους του τόπου, ότι είναι κομμουνιστές..
- Ήτανε να τραβάς τα μαλλιά σου.,
παραπονιόταν συχνά  η μητέρα μου. Γιατί μέσα της δρούσε ένα δυνατό συναίστημα δικαιοσύνης και έψαχνε πάντα να βρει την αλήθεια. Βοηθούσε τους Κομμουνιστές, όταν αυτοί πολεμούσαν για τη λευτεριά της πατρίδας, τους απεχθανότανε όμως όταν αυτοί ήταν άπιστοι και κάνανε αδικίες και αυθαιρεσίες. Ηθικός οδηγός της ζωής της ήταν ο Χριστός και οι πράξεις του:
- Αν οι άνθρωποι ζούσαν έτσι όπως μας έδειξε ο Χριστός μας, τότε θα είμαστε όλοι ευτυχείς και θα ζούσαμε χωρίς πολέμους..,
έλεγε πολλές φορές και ήταν έτοιμη να δακρύσει.
Ένα από τα πολλά γεγονότα, που την έπνιξε η αδικία ήταν και το εξής: Μια μέρα ήρθε μια καλοντυμένη νεαρή <κυρία> και κατάγγειλε ένα νέο, ότι είναι κομμουνιστής. Οι Γερμανοί έφεραν την άλλη μέρα ένα νεαρό, περίπου 25 χρόνων, και τον έκλεισαν στο κρατητήριο. Πριν γίνουν οι ανακρίσεις, έλεγε η μητέρα μου σε όλους που θα ανακρινόντουσαν :
- Άμα σου πατάω το πόδι, θα λες όχι.!
Στη προκειμένη περίπτωση ούτε κ΄αν ήταν ανάγκη να πει ο νεαρός ψέματα, γιατί δεν είχε να κάνει τίποτα με την αντίσταση. Ο ανακριτής, ένας Αυστριακός υπαξιωματικός ο Φριτς Σίνδλερ, δεν τον πίστεψε και τον έκλεισε πάλι στο κρατητήριο. Στο μεταξύ ενέργησε η μητέρα μου και έμαθε, ότι η <κυρία> αυτή ήταν παντρεμένη και είχε τον νεαρό για φίλο της. Επειδή ο νεαρός ήθελε να σταματήσει τις σχέσεις του με την <κυρία>, πήγε αυτή και τον κατέδωσε, ότι ήταν κομμουνιστής. Την άλλη μέρα, όταν ξανάφεραν τον νεαρό για ανάκριση, από τη στενοχώρια του, είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του. Όταν τον είδε η μητέρα μου αιστάνθηκε σα να την τρύπησε μαχαίρι και τον παρηγόρησε λέγοντάς του:
- Μη στενοχωριέσαι, ξέρω τι έχει γίνει και θα σε βοηθήσω.
Η μητέρα μου εξήγησε του Σίνδλερ όλη την υπόθεση και γιατί καταδόθηκε ο νεαρός. Αυτός όμως συνέχιζε να πιστεύει την καταδότρια <κυρία>. Τότε εξοργίστηκε κυριολεκτικά η μητέρα μου και του είπε:
- Πρόσεξε, ο πόλεμος δεν έχει ακόμα τελειώσει και αν αργότερα μπουν Ρώσοι μέσα στη πατρίδα σου[67] και πάει μία ανήθικη και σε καταγγείλει στους Ρώσους, ότι είσαι Ναζιστής[68], τότε θα σου αρέσει αυτή η αδικία;
Όπως φάνηκε αυτός σοκαρίστηκε, μ΄αυτά που του είπε η μητέρα μου και έσκισε τη διαταγή της αποστολής του νεαρού στη Πάτρα[69]. Τότε τράβηξε η μητέρα μου, με εκνευρισμένες κινήσεις, το συρτάρι του Σίνδλερ, πήρε το κλειδί, άνοιξε το κρατητήριο και άφησε τον νεαρό ελεύθερο.
Σχεδόν κάθε εβδομάδα συνέβαινε να καταγγέλλουν Έλληνες ομόφυλούς τους. Και όταν η μητέρα μου τους έσωνε, έδειχναν πολλοί την ευγνωμοσύνη τους, θέλοντας να της χαρίσουν  πουγκιά με χρυσές λύρες. Αυτή όμως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δε το δέχτηκε ποτέ αυτό και έτσι έμεινε φτωχή αλλά υπερήφανη.
Για να σταματήσει το κακό της καταγγελίας, είχε  η μητέρα μου, μία πολύ σημαντική ιδέα. Έπεισε τη Γερμανική διοίκηση να προφυλακίζονται οι καταγγελείς, ώσπου αποδειχθεί ότι έλεγαν την αλήθεια.! Έτσι σταμάτησαν οι  περισσότερες προδοσίες.
Παρά ταύτα εμφανίστηκαν μια μέρα κακόβουλοι δοσίλογοι και είπαν του Λιεφ, ότι στο Χάβαρι, σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, θα συγκεντρωθούν την παρά άλλη μέρα κομμουνιστές. Γιατί αυτοί δεν προφυλακίστηκαν, ώσπου ν΄αποδειχεί, ότι είπανε αλήθεια, δεν ήτανε γνωστό. Ίσως να μην υπήρχε θέση στο κρατητήριο. Η μητέρα μου ήθελε να ειδοποιήσει γρήγορα κατάλληλα πρόσωπα, έπρεπε όμως να έχει τα μάτια της τέσσερα, γιατί σαν κάτι να είχε υποψιαστεί ο Λιεφ. Για να παρακολουθούν τις κινήσεις της μητέρας μου, της είχαν στήσει μπροστά στη πόρτα της έναν οπλισμένο φρουρό. Αυτό που δεν ήξεραν οι Γερμανοί ήταν, ότι στο σπίτι της μητέρας μου ερχότανε κάθε μέρα ένα φτωχό παιδί και του έδινε φαγητό από τη γερμανική κουζίνα. Για να μην υποψιαστεί κανένας, γιατί υπήρχαν και οι δοσίλογοι, του είχε πει η μητέρα μου να έρχεται από τον κήπο του σπιτιού και ν΄ανεβαίνει από τη στρογγυλή σιδερένια σκάλα[70] επάνω στη κουζίνα. Όπως ήταν συμφωνημένο, κρατούσε το παιδί πάντα ένα καλάμι, που είχανε κόψει τον επάνω κόμπο. Εκεί μέσα έβαζε η μητέρα μου τα κρυφά μηνύματα. Οι Γερμανοί ούτε καν φανταζόντουσαν μια τέτοια διαφυγή μυστικών ειδήσεων. Έτσι έγινε και αυτή τη φορά, και είπε η μητέρα μου στο παιδί να ειδοποιήσει αμέσως τον Φλεβοτόμο και τον γιατρό τον Χάρβαλο.
Όταν λοιπόν πήγαν οι Γερμανοί και περικύκλωσαν το σπίτι στο Χάβαρι, δε βρήκαν κανένα μέσα.! Την άλλη μέρα πήγε η μητέρα μου με μεγάλο καρδιοχτύπι στη γερμανική διοίκηση  και εκεί της είπε ο αξιωματικός, ο Λάίμπλε,  να μην αντιδράσει καθόλου άμα θα έμπαινε ο Λιεφ μέσα. Αυτός όταν ήρθε ήταν πραγματικά  εξοργισμένος και χτύπαγε μ΄ένα μαστίγιο συνέχεια τις μπότες του και φώναζε:
- Ποιος διάολος μας μαρτύρησε;
Στη συνέχεια έβγαλε το μπιστόλι του και το ακούμπησε στο γραφείο της μητέρας μου. Αυτό ήταν σα να της έλεγε: <Πρόσεξε, την άλλη φορά δε θα την γλιτώσεις...!>. Η καρδιά της μητέρας μου κόντευε να σπάσει. Ευτυχώς που της είχαν βάλει φρουρό στη πόρτα της. Αλλά παρά ταύτα, ποιος θα μπορούσε να το είχε μαρτυρήσει; Η θέση της μητέρας μου είχε φτάσει σε μια πολύ δύσκολη φάση και εδώ τη βοήθησε ο Βίλλι Μάγιερ λέγοντας του Λιεφ:
- Φαίνεται ότι αυτοί που ήρθαν να προδώσουν τη συνάντηση στο Χάβαρι, το έκαναν για να μας αποσπάσουν τη προσοχή και αυτοί θα συναντήθηκαν αλλού.
Έτσι ηρέμισε κάπως ο Λιεφ αλλά από τότε απαγόρεψε στη μητέρα μου να λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις των αξιωματικών. Αυτή όμως μάθαινε τα μυστικά ή από τον Λάϊμπλε ή από τον Μάγιερ.
Από τον Ιούνιο του 1943 ως τον Οκτώβρη του 1944, που ήταν η μητέρα μου διερμηνέας, έσωσε εκατοντάδες αντιστασιακούς και μη, παίζοντας κάθε μέρα με τη ζωή της.
 Αυτό επιβεβαιώθηκε από πολλά άτομα της Αμαλιάδας και του ευρύτερου κάμπου.
Δυστυχώς, εκτός από τους δοσίλογους υπήρχανε και άλλοι, που εκμεταλλεύτηκαν τη κατοχή και πλούτισαν εις βάρος  του Ελληνικού λαού. Μια μέρα ήρθε στη μητέρα μου ένας[71] από το Κατάκολο του Πύργου και της είπε:
- Τερέζα, εσύ με τους Γερμανούς κι΄εγώ με τους Ιταλούς να παίρνουμε τα προϊόντα του τόπου, να τα πουλάμε στην Αθήνα και να γίνουμε πλούσιοι…
Τη μητέρα μου την έπιασε  φρίκη και τον έβρισε λέγοντάς του:
- Εγώ κάνω ο,τι μπορώ να βοηθήσω το τόπο μου κι΄εσύ θέλεις να τους ληστεύεις; Ντροπή σου..
Αφού τελείωσε ο πόλεμος, ήτανε το άτομο αυτό πλούσιο και η μητέρα μου έμεινε φτωχή. Δεν είχε ούτε τη παραμικρή δυνατότητα να βοηθήσει λίγο τη γηραιά μητέρα της στον Κόροιβο.
Σε όλες τις φοβερές αδικίες του πολέμου υπάρχουν δυστυχώς και τέτοιες και δεν αμείβεται πάντα ο ηθικός, ο τίμιος ή ο ηρωικός.
Η κυβέρνηση Παπαντρέου αναγνώρισε το 1988[72] τη μητέρα μου σαν <Μεμονωμένη Αγωνίστρια> και της πρόσφερε μια σύνταξη από 10.000 Δρχ., ένα ποσό, που μ΄αυτό θα ήταν αδύνατο να ζήσει, αν το Γερμανικό κράτος, επειδή χάθηκε ο άντρας της στο Ρωσικό μέτωπο, δε της είχε εκτιμήσει αμέσως μετά τον πόλεμο μια σύνταξη, που ξεπέρναγε το εικοσαπλάσιο της Ελληνικής! Ακριβώς αυτό το κράτος, που πολέμησε η μητέρα μου, της έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει με αξιοπρέπεια. Αντίθετα, η πατρίδα της, της πρόσφερε ένα χλευαστικό ποσό. Ενώ αυτοί, που ήταν οργανωμένοι πήραν σοβαρές συντάξεις, παρόλο που περισσότερο έβλαψαν τη πατρίδα τους, παρά τη βοήθησαν.

















Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΚΑΘΟΤΑΝΕ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ

Το καλοκαίρι του 1944 μου προφύλαξε μερικές υπέροχες εκπλήξεις. Η πρώτη έκπληξη ήταν εκείνη την ημέρα, όταν ήρθε η Μομόλα και μου σύστησε τα δύο της κουταβάκια. Το ένα της έμοιαζε  και η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη όταν διαπίστωσα ότι και αυτό γέλαγε όπως η μητέρα του. Το άλλο της παιδί έμοιαζε του Μπίρκου. Αυτός ήταν ο δυνατός και όμορφος σκύλος των Λιναρδέων, που όταν ήρθα για πρώτη φορά στο χωριό, παραλίγο να με δαγκώσει. Τον έκανα όμως  φίλο μου, δίνοντάς του λίγο ψωμί και μ΄αυτό το σύστημα συμφιλιώθηκα με όλα τα σκυλιά του χωριού.
Από τότε έπαιρνα τη Μομόλα μαζί με τα δύο της παιδιά στα χωράφια. Εκεί, όπως πάντα, τρέχαμε, κυνηγάγαμε τα άλλα παιδιά, πηδάγαμε τα χαντάκια και οι μικρές μας ψυχές ήταν γεμάτες ευτυχία, που μας χάριζαν η ξενοιασιά και τα υπέροχα απλά παιχνίδια  στη φύση. Μια μέρα πήρα τη Μομόλα και τα κουταβάκια της μαζί στον μύλο του Στράτου. Αφού περάσαμε τις βατομουριές ξεπρογκώντας λογής-λογής κουσκούρες  και φτάσαμε στο αυλάκι του παλιού μύλου, που κρατούσε νερό, άρχισε η Μομόλα να δείχνει στα παιδιά της, πώς πιάνονται χέλια. Με χαριτωμένα πηδήγματα βούταγε από ψηλά στο νερό, προσπαθώντας να πιάσει τις σκιές που κολύμπαγαν αστραπιαία στο νερό. Άθελά μου γέλαγα τόσο δυνατά, που το άκουσε ο βοσκός, ο Μενέος και ήρθε με περιέργεια και με ρώτησε:
- Γιατί γελάς έτσι;
- Κοίτα πόσο αστεία πηδάει η Μομόλα στο νερό..!
- Λοιπόν, έπιασε τίποτα;
- Όχι, και αυτό με διασκεδάζει.
- Αν δεν έχεις δίχτυ,  δε θα πιάσεις ποτέ τίποτα.  Και η Μομόλα δε θα πιάσει ούτε ένα σφόρδακλα[73].
Αφού κοίταξε λίγο, πώς παίζαμε, έφυγε μετά και γύρισε πίσω στα γιδοπρόβατά του. Η Μομόλα, σα να κατάλαβε πόσο περιφρονητικά μίλησε ο Μενέος γι΄αυτή, έδωσε μετά ένα μεγάλο πήδηγμα και έπιασε έναν σφόρδακλα. Εγώ ξελιγώθηκα στα γέλια και φώναξα του Μενέου να δει την ικανότητα της Μομόλας. Αλλά αυτός είχε ήδη απομακρυνθεί. Αυτό που δεν ήξερε ο Μενέος ήτανε ότι δε μ΄ενδιέφερε να πιάνω και να σκοτώνω ζώα, γιατί τα λυπόμουνα. Δε καταλάβαινα αυτούς στο χωριό που λέγανε: <Ο προορισμός των ζώων είναι να τα τρώμε.>
Ο Μενέος φαίνεται είχε ξεχάσει, ότι όφειλε τη ζωή του σ΄ένα ζώο. Όταν κάποτε φύλαγε γιδοπρόβατα στη βαθιά χαράδρα του Ευμάνθου κοντά την Κούμανι, είδε στις βουνοκορφές του Ερυμάνθου να μαζεύονται σύννεφα. Μία συνηθισμένη εικόνα, που δε της έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Μετά από αρκετή ώρα πρόσεξε ότι τα ζώα του είχαν γίνει ανήσυχα και μερικά μάλιστα ανέβαιναν στις πλαγιές της χαράδρας, πράγμα που του φάνηκε περίεργο. Δε πέρασε πολλή ώρα και άρχισε ν΄ακούει ένα βαρύ υποχθόνιο θόρυβο, σα να ερχότανε μια ατμομηχανή. Κοίταξε πίσω του και είδε να έρχεται ένα μεγάλο θολό κύμα νερού, που έσπρωχνε μπροστά του κλαδιά και δέντρα. Στον πανικό του ότι πρόλαβε ν΄αρπάξει την ουρά μια γίδας, που λάκαγε προς τα πάνω και έτσι σώθηκε.
 Θα ήταν λοιπόν σωστότερο  αν λέγανε: < Ο προορισμός της γίδας είναι να σώνει ανθρώπους και όχι να την τρώνε οι άνθρωποι>. Το περίεργο ήτανε, ότι στο χωριό πίστευαν οι περισσότεροι στις διαβολικές ιδιότητες της γίδας.. Γι΄αυτό χρησιμοποιούσε ο Μποντόρας πάντα ένα γιδόδερμα με τα κέρατα, άμα ήθελε να φοβίσει κάποιον.
Αυτό που κατάφερε μια νύχτα θα μείνει αξέχαστο και για μένα ήτανε μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις:
Στο χωριό μας έπρεπε οι πιο δυνατοί και οι πιο ατρόμητοι άντρες να κάνουν τις νύχτες περίπολο. Δε κατάλαβα όμως ποτέ τι σημασία είχε αυτό, αφού οι Γερμανοί απαγόρευαν την οπλοφορία. Εκείνο το βράδυ είχαν σειρά να φυλάξουν ο Αριστείδης Ραμαντάς και ο θείος μου ο Χρύσανθος Παπαναστασόπουλος. Το πρόγραμμα, που είχαν βάλει, ήταν να περιπολούν από του Στράτου, στα ανατολικά του χωριού, ως το πρώτο, το δυτικό, γεφύρι προς τη Γαστούνη.  Και από το δημοτικό σχολείο ως το πρώτο, το βόρειο γεφύρι, προς την Αγία Μαύρα. Αυτοί οι δυο άντρες ήταν γνωστά παλικάρια, οι μεγαλύτεροι στο ανάστημα και όπως ακουγόταν είχαν μάλιστα κυνηγήσει ακόμα και αγριογούρουνα στον Ερύμανθο. Ήταν ακριβώς οι αρετές και η αντροσύνη αυτών των δύο παλικαριών, που κέντρισαν την διαολιά του Μποντόρα να τους στήσει ένα  άγριο παιχνίδι.
Μια νύχτα φόρεσε το γιδόδερμα με τα κέρατα και πώς του ήρθε να πάει να καθίσει επάνω στο δυτικό γεφύρι. Το χλωμό μισοφέγγαρο, που άρχιζε να σκορπίζει λίγο το σκοτάδι της πυκνής νύχτας, έκανε να φαίνεται κάπως το σκιάγραμμα του Μποντόρα, που καθόταν στην άκρη του γεφυριού με τα πόδια κρεμασμένα κάτω. Όταν οι άντρες πλησίαζαν στο γεφύρι, σταμάτησαν και άρχισαν να κουνάνε  τη φλόγα του αναφτήρα πάνω-κάτω. Μετά από λίγο διέκρινε ο Μποντόρας  αναμφισβήτητα, ότι οι άντρες κάνανε με τη φλόγα του αναφτήρα σταυρούς. Η χαρά του έφτασε στα ουράνια, γιατί συνέβηκε αυτό, που δε θα το πίστευε ούτε στα ποιο τολμηρά του όνειρα:
Από τον φόβο τους προσπαθούσαν οι γενναίοι άντρες με σταυρούς να διώξουν τον διάολο, που καθόταν επάνω στη γέφυρα.! Μ΄αυτή τη σιγουριά σηκώθηκε καμπουρωτά ο Μποντόρας  και πήγαινε σιγά-σιγά προς τους άντρες. Σ΄αυτό το φοβερό όραμα έχασαν οι ατρόμητοι την αντρεία τους,  το΄βαλαν στα πόδια και όπου φύγει, φύγει. Η τύχη του Μποντόρα ήτανε, που πραγματικά δεν οπλοφορούσαν, κάτι που δεν ήταν τόσο σίγουρο. Τελικά φτάσανε οι άντρες λαχανιασμένοι στο μικρό καφενείο του χωριού και όσοι  τους είδαν τρόμαξαν και τους ρώτησαν:
-Τι συμβαίνει; Έρχονται οι Γερμανοί;
Οι άντρες, ακόμα συγχυσμένοι από το φοβερό γεγονός, αντί να πούνε <είδαμε τον διάολο>, είπανε στην ταραχή τους <έρχεται ο διάολος>. Διαόλους ονομάζανε τότε και εκείνους τους κτηνώδεις Ναζίδες με τη νεκροκεφαλή στο μπερέ τους, που σκόρπιζαν παντού φόβο και θάνατο. Επειδή οι κάτοικοι του χωριού δε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν, ότι αυτοί οι λεβέντες φοβήθηκαν τον διάολο, νόμισαν, ότι έρχονται οι Ναζίδες  και άρχισαν, τώρα και αυτοί συγχυσμένοι, να φωνάζουν: <Έρχονται οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί..> Οι δύο άντρες δεν ξέρανε πλέον τι τους γινότανε και προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν φωνάζοντας:
<Όχι, όχι δεν έρχονται οι Ναζίδες, ο διάολος καθότανε στο γεφύρι..>. Αλλά το κύμα του πανικού τους είχε ήδη όλους αρπάξει και δεν άκουγαν πλέον τίποτα. Λάκιξαν όλοι και κρύφτηκαν.
Όταν την άλλη μέρα μαθεύτηκε, ότι ο διάολος έφτασε τόσο κοντά στο χωριό, λιβάνιζαν οι κυράδες όλη τη μέρα τα σπίτια τους και ο Παπάς, θέλοντας να ησυχάσει τις ψυχές, εξόρκισε τον διάολο. Από τότε δε ξαναφάνηκε ο διάολος στο χωριό. Οι Ναζίδες όμως πέρασαν  ακόμη μερικές φορές από το χωριό, χωρίς να το πειράξουν. Μια μέρα μάλιστα με ρώτησαν, αν θα ήθελα να πήγαινα μαζί τους περίπατο. Εγώ άλλο, που δεν ήθελα. Αυτοί με κάθισαν στο μπροστινό φτερό του στρατιωτικού τους Φόλκσβάγκεν, περάσαμε την Αγία Μαύρα, κατεβήκαμε κάτω στο ποτάμι και αφού ανεβήκαμε την άλλη πλευρά του ποταμιού, φτάσαμε στο Τραγανό. Από εκεί πήγαμε στην Αρχαία Ήλιδα και γυρίσαμε μετά πίσω στο χωριό μας. Η διαδρομή ήτανε για μένα υπέροχη. Μόνο, όταν το΄μαθε η μητέρα μου ταράχτηκε και μου είπε:
-Νόμισες, ότι το΄καναν για σένα; Το΄καναν για να μη τους χτυπήσουν αντάρτες..!
Από τότε δε ξαναπήγα περίπατο με τους Γερμανούς, όσο φιλικά και να μου φερόντουσαν.
Όσον αφορά τον Μποντόρα, τιμωρήθηκε κι΄αυτός μια φορά για τα καλά. Ακριβώς αυτός, ο έμπειρος με τα αερικά και τους διαόλους, που τους φόβιζε όλους στο χωριό, έπαθε κάτι, που το φύσαγε και δε κρύωνε:
Μια νύχτα ακούγαμε φοβερές κραυγές, που τις έφερνε ο άνεμος από τη πλευρά του στοιχειωμένου μύλου του Στράτου.
<Παναγία μου, Παναγία μου, βοήθα με, βοήθα με…>. Αυτός, που ζήταγε βοήθεια, φώναζε τόσο δυνατά, που σχεδόν καταλαβαίναμε κάθε λέξη. Εμάς τα παιδιά, μας έπιασε ανατριχίλα και τρέξαμε έξω. Εκεί είχαν βγει ήδη πολλές  γειτόνισσες, που από τον φόβο τους σταυροκοπιόντουσαν ακατάπαυστα και μετά ήρθαν και μερικοί άντρες με λάμπες και ξύλα στα χέρια και τρέξανε να βοηθήσουν. Όταν έφτασαν εκεί είδαν κάτω από τη μεγάλη συκιά να χτυπιέται ο Μποντόρας και να διώχνει συνέχεια κάτι με τα χέρια του. Όταν τον πλησίασαν, κατάλαβαν, ότι αυτός ήτανε τύφλα στο μεθύσι και προσπαθούσε να διώξει όλα αυτά τα αερικά και όλους τους διαόλους, που χρησιμοποιούσε ως τώρα για να φοβίσει τους συγχωριανούς του. Αυτή ήτανε η δίκαια τιμωρία του.
Όταν οι άντρες έφεραν τον τρικλίζοντα Μποντόρα πίσω στο χωριό και κατάλαβαν οι φοβισμένες γυναίκες, τι είχε συμβεί, μετατράπηκε η αγωνία τους σε θυμό και άρχισαν να τον βρίζουν και να τον μουντζώνουν:
- Να, καταραμένε και οργισμένε, μας έκανες μες στη νύχτα και φοβηθήκαμε.
Μερικές μάλιστα ήτανε σίγουρες, ότι έφταιγε η συκιά, που ήτανε ξαπλωμένος ο Μποντόρας και όχι το κρασί, που το είχε στραγκουλίξει καδούλες-καδούλες.
Παρόλο που είμαστε πολύ μικρότεροι από τις γυναίκες, βλέπαμε σ΄αυτή τους τη συμπεριφορά μία αφέλεια, που μας διασκέδαζε. Για μας ήτανε οι συκιές υπέροχα δέντρα, που χαιρόμαστε τη σκιά και τα σύκα τους. Το ίδιο ήτανε και με τα <ζώα του διαόλου>, τις γίδες. Ήτανε χαριτωμένα και όμορφα ζώα και θαυμάζαμε τις ικανότητες, που είχαν να σκαρφαλώνουν ακόμα και επάνω σε δέντρα. Ότι αυτά τα ζώα δεν ήτανε του διαόλου, το ήξερε ο πονηρός ο Μποντόρας, γι΄αυτό δε δίσταζε ποτέ να φοράει το γιδόδερμα με τα κέρατα και να φοβίζει.
Πώς ο διάολος καθόταν επάνω στη γέφυρα και τι έκανε ακόμα μετά, το μιλάγανε στο χωριό για πολύ καιρό και έτσι μάθαινε κανείς τις φανταστικές μεταλλαγές αυτής της ανατριχιαστικής ιστορίας.

Πολλά χρόνια αργότερα, ήξεραν όλοι στο χωριό, ότι ο διάολος του γεφυριού ήτανε ο Μποντόρας με το γιδόδερμα.










ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΑ ΤΣΟΠΑΝΟΣΚΥΛΑ


Το καλοκαίρι του 1945 έπρεπε να περάσω ένα μέρος από τις διακοπές μου στη Γαστούνη, γιατί ο χρόνος έφερε μερικές αναγκαίες μεταβολές. Η σημαντικότερη μεταβολή ήταν η μετακόμιση της γιαγιάς μου και του θείου μου Ντίνου στη Γαστούνη, στη πόλη του άντρα της  θειάς μου Φανής. Εκεί κατοικούσαν ένα απλό σπίτι με τέσσερα δωμάτια. Ο διάδρομος και τα δύο υπνοδωμάτια είχαν όμως ξύλινο πάτωμα. Παρόλο που ο άντρας της Θειάς μου, ο Τάσης, μ΄έπαιρνε  συχνά μαζί  με το ταξί του, αιστανόμουνα ξένος σ΄αυτόν τον τόπο, γι΄αυτό πήγαινα πολύ συχνά με τα πόδια τα τέσσερα χιλιόμετρα στο χωριό μας, να παίξω εκεί με τους παλιούς μου φίλους.
Εκεί καθόμουνα κάθε φορά λυπημένος στα σκαλοπάτια του χαγιατιού, όπως τα περασμένα χρόνια. Τώρα όμως ήτανε το σπίτι μας άδειο και πολλές φορές αναζητούσα να δω, έστω και για μια στιγμή, τη σκιά της γιαγιάς μου. Για πρώτη φορά φαντάστηκα, πώς θα ήταν, αν η Γιαγιά μου δε θα ζούσε πλέον και  ένοιωσα έντονα, τι είναι το ανεπανάληπτο του θανάτου, αυτό το καινό, που για πάντα μένει. Ευτυχώς που οι φίλοι μου και η Μομόλα με τα παιδιά της ήταν όπως τα άλλα χρόνια ακόμα στο χωριό.
Μια μέρα μαζευτήκαμε πάλι όλοι στο γουβό. Γελάσαμε και παίξαμε τόσο ευχάριστα, που ξεχάσαμε τον χρόνο και ξαφνικά κατάλαβα, ότι είχε νυχτώσει. Πολύ ευχάριστα θα έμενα στο χωριό αλλά αφού δεν υπήρχαν τηλέφωνα να ειδοποιήσω τους δικούς μου έπρεπε  να γυρίσω πίσω στη Γαστούνη, γιατί  θα με περίμεναν. Πήγα μαζί με τα ξαδέλφια μου στο χωριό και ρώτησα μήπως θα πήγαινε κανένας στη Γαστούνη. Όμως δε βρέθηκε κανένας. Τότε πήρα κι΄εγώ απόφαση να γυρίσω πίσω με τα πόδια. Σ΄αυτή τη σκοτεινή νύχτα πήρα τον χωμάτινο δρόμο και αφού άφησα τα τελευταία σπίτια πίσω μου, έβλεπα πόσο αλλόκοτος γινότανε αυτός ο κάμπος στη νύχτα.
Πέρασα το σημείο του δρόμου, που είχε γίνει το καλοκαίρι του ΄43 η μάχη και στη μοναξιά μου άρχισαν οι σέψεις μου να τρέχουν ανέλεγκτα και να συνθέτουν φοβερές πραγματικότητες. Για να υπερνικήσω τον φόβο μου, άρχισα να τραγουδάω δυνατά και αυτό ήτανε το μεγάλο μου λάθος.
Όταν είχα φτάσει στη μέση του δρόμου, άκουσα από την αριστερή πλευρά γαυγίσματα από πολλά σκυλιά. Από τον δρόμο ενός μετοχιού ξεπρόβαλαν πέντε έξη άγρια τσοπανόσκυλα. Εγώ ξαφνιάστηκα και πήδηξα μέσα στη δεξιά τάφρο του δρόμου. Όπως φάνηκε, και τα σκυλιά φοβήθηκαν, γι΄αυτό δεν έκαναν την απόπειρα να μπουν μέσα στην τάφρο να με ξεσκίσουν. Είχαν μείνει όλα επάνω και άρχισαν να ουρλιάζουν όπως οι λύκοι. Τότε κατάλαβα ότι και γι΄αυτά ήταν η κατάσταση αυτή άγνωστη και κάπως τρομαχτική, γιαυτό ούρλιαζαν  επειδή δε ξέρανε τι να κάνουν. Αλλά δεν ήξερα κι΄εγώ τι να κάνω.
Πόσην ώρα θα έμενα  μέσα στην τάφρο. Ίσως όλη τη νύχτα; Τότε θα ήταν καλλίτερα να έμενα στο χωριό. Άρχισα κι΄εγώ να περπατάω σκυφτά μέσα στη τάφρο και τα σκυλιά μ΄ακολουθούσαν απ΄επάνω. Ήξερα όμως, ότι τα σκυλιά κρατάνε μια ορισμένη απόσταση από το κτήμα τους και μετά γυρίζουν πίσω.
Αλλά το περπάτημα στη τάφρο το δυσκόλευαν λογής-λογής φυτά και λίγο-πολύ φοβόμουνα και τα φίδια. Για μια στιγμή άκουσα να έρχεται από την πλευρά της Γαστούνης ένα κάρο. <Αυτή τώρα είναι η σωτηρία μου.!>, σκέφτηκα και όταν έφτασε κοντά, κατάλαβα ότι τα σκυλιά είχαν φύγει. Τότε βγήκα επάνω στο δρόμο και φώναξα τρομαγμένα:
-Βοήθησέ με, τα σκυλιά θέλουν να με ξεσκίσουν.
Το άλογο πρόγκιξε και ο αγωγιάτης νόμισε ότι του βγήκε μπροστά στον δρόμο ένα ξωτικό. Αφού κατάλαβε, ότι το ξωτικό ήτανε ένα παιδί, σταμάτησε το άλογο και φοβισμένος κι΄αυτός με ρώτησε:
- Τι θέλεις εδώ μες΄τη νύχτα;
Είχε δυσκολία ν΄αρθρώσει τις λέξεις του και φάνηκε αμέσως, ότι ήταν αρκετά μεθυσμένος.
- Πάω στη Γαστούνη αλλά αυτά τα σκυλιά θέλουν να με φάνε..
- Ποια σκυλιά παιδί μου;
- Από αυτό το χτήμα βγήκαν τσοπανόσκυλα…
Αλλά δυστυχώς αυτά, που του έλεγα δεν αντιστοιχούσαν στη πραγματικότητα, γιατί τα σκυλιά είχαν χαθεί. Γι΄αυτό με καθησύχασε:
-  Μη φοβάσαι, παιδί μου, δεν υπάρχουν σκυλιά. Πήγαινε σπίτι σου.
Ήθελα να του πω: <Πήγαινέ με λίγο πιο κάτω.> Αλλά έβλεπα πόσο κουρασμένος ήτανε και ντράπηκα: <Ίσως τα σκυλιά να έχουν πραγματικά φύγει.> , σκέφτηκα. Τον χαιρέτησα, αλλά πριν συνεχίσω τον δρόμο μου, γέμισα τις χούφτες μου πέτρες, για να μπορέσω ν΄αμυνθώ, αν θα ξανάβγαιναν τα σκυλιά.

Αφού το κάρο είχε απομακρυνθεί από την είσοδο του μετοχιού, νάσου και βγαίνουν πάλι γαβγίζοντας τα τσοπανόσκυλα. Εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκα και αυθόρμητα άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μία βλακώδης συμπεριφορά, γιατί ποιος μπορεί να λακίξει από σκυλιά; Και ήξερα πολύ καλά, ότι άμα τρέχεις, σε κυνηγάνε ακόμα και τα ποιο δειλά σκυλιά. Αλλά έλα όμως, που εκείνη την στιγμή έχασα το θάρρος μου…
Τελικά έτσι όπως έτρεχα, ένα σκυλί είχε πηδήξει την τάφρο και με ξεπέρναγε, να μου κλείσει τον δρόμο. Δύο άλλα με είχαν πλησιάσει από πίσω σχεδόν ως τη φτέρνα μου. Εκείνη τη στιγμή, έτσι όπως έτρεχα, γύρισα στη απελπισία μου αστραπιαία πίσω και πέταξα μια πέτρα. Αυτή χτύπησε στον δρόμο βγάζοντας σπίθες και ταυτόχρονα άρχισε να κλαίει ένα από τα σκυλιά. Εγώ σωριάστηκα κάτω και γδάρθηκα σε πόδια και χέρια. Την ώρα που σηκώθηκα και ήμουνα έτοιμος να συνεχίσω τη μάχη με τα φοβερά τσοπανόσκυλα, είδα τις σκιές τους να χάνονται στο σκοτάδι. Από την οργή, που είχα, τους έριξα όλες τις πέτρες, που είχα μαζέψει.
Αφού έφυγε η ένταση που είχα, άρχισαν να με καίνε οι πληγές μου. Όμως ένα συναίστημα αυτοπεποίθησης αγαλλίαζε τα στήθη μου, γιατί κατάφερα μόνος μου να διώξω τα τσοπανόσκυλα.

 



 














Ότι έφτασα στη Γαστούνη πήγα στο μικρό φαρμακείο και εκεί είδα, ότι η ώρα ήταν  περασμένες δέκα. Ουσιαστικά καθόλου αργά για μια ελληνική πόλη. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν ακόμα ανοιχτά και οι περισσότερες οικογένειες δεν είχα ακόμα στρώσει τραπέζι.
Όταν είδε ο φαρμακοποιός, που γνώριζε την οικογένειά μας, τι γδαρσίματα είχα, γέλασε και μου είπε:
- Είσαι ένα ανήσυχο διολάκι..
- Δε φταίω εγώ.,
του απάντησα και στη συνέχεια του είπα τι έγινε με τα τσοπανόσκυλα. Δε του είπα βέβαια, ότι από τον φόβο μου, κρύφτηκα την τάφρο. Η ιστορία πήρα μια ηρωική μορφή: <Βγήκαν τα τσοπανόσκυλα κι΄εγώ στάθηκα, τα πετροβόλησα και αυτά χάθηκαν μετά. Μόνο που εγώ στη βιασύνη μου γλίστρησα και γδάρθηκα..!>
 Ο φαρμακοποιός έμεινε μ΄ανοιχτό το στόμα και με θαύμασε:
- Μπράβο.! Είσαι ένα παλικάρι και τις πέτρες τις έριξες με μεγάλη δεξιοτεχνία.!
Όσην ώρα μου απολύμαινε τις πληγές με καυτερό ιώδιο, σκεφτόμουνα:
<Πραγματικά ήμουνα θαρραλέος και τη πέτρα τη πέταξα με μεγάλη μαεστρία.!>
Όταν πήγαινα μετά στο σπίτι της Θειάς μου, έβλεπα από μακριά το παράθυρο της κουζίνας, που το φώτιζε απαλά το λυχνάρι. Αυτό μου άρεσε, γιατί δε θα φαινόντουσαν εύκολα τα γδαρσίματά μου. Για το βραδινό φαγητό άναβε η Θειά μου, για επισημότητα, τη λάμπα του πετρελαίου, την έβαζε στη μέση του τραπεζιού και μοίραζε μετά το φαγητό. Η επισημότητα βέβαια δε μ΄ενδιέφερε, αλλά αυτό που μου άρεσε, ήταν ότι έτσι διέκρινα καλλίτερα, αν είχε πέσει μέσα στο φαγητό καμιά μύγα. Τότε προτιμούσα να μείνω νηστικός και να τη βγάλω μ΄ένα κομμάτι ψωμί.
Την άλλη μέρα διηγήθηκα στους φίλους μου την ιστορία με τα τσοπανόσκυλα στην πιο ηρωική μορφή:
<Όταν άκουσα να βγαίνουν τα άγρια σκυλιά σα λυσσασμένα, στάθηκα, μάζεψα πέτρες και αφού τα πετροβόλησα, χάθηκαν. Εγώ συνέχισα μετά τον δρόμο μου τραγουδώντας..>
Οι φίλοι μου με θαύμασαν χωρίς να το αξίζω, αλλά αυτό είχε και αρνητικές επιπτώσεις. Όσες φορές είχαν προβλήματα με σκυλιά, με φώναζαν. Κι΄εγώ θέλοντας και μη έκανα το παλικάρι.
Την αληθινή ιστορία με τα τσοπανόσκυλα την έμαθαν πολύ αργότερα, όταν στη ζωή μας είχαν πάρει άλλα γεγονότα μεγαλύτερη σημασία.

Θα ήταν κρίμα, αν αυτές οι σχολικές διακοπές δεν είχαν και τις χαρές τους. Δύο από αυτά τα χαρούμενα συμβάντα, ή καλλίτερα θα έλεγα, από τις διαολιές που έκανα, θέλω στη συνέχεια να αναφέρω, πριν κλείσω αυτό το βιβλίο.
Για να πάει κανείς από το σπίτι της Θειάς μου στην αγορά, χωρίς να παραδρομίσει, έπρεπε να διασχίσει ένα χωράφι απέναντι από του Κουρλαμπά, που ήταν κατάφυτο με γλυκόριζα[74]. Αυτό το φυτό είχε μια καταπληκτική ελαστικότητα και ήταν αδύνατο κανείς να το ξεριζώσει. Δύο διαγώνια μονοπάτια χώριζαν το χωράφι σε τέσσερα μέρη, που μένανε συνήθως απάτητα.
Μια μέρα ήρθα στην ιδέα να δέσω στα μονοπάτια γλυκόριζα και να περιμένω να δω ποιος θα ήταν ο πρώτος, που θα έτρωγε τη μούρη του. Όταν ήδη είχε νυχτώσει έδεσα τα γλυκόριζα και περίμενα, μαζί με τους φίλους μου, την ώρα που θα κλείνανε τα μαγαζιά  να δω ποιος θα την πάταγε. Ήτανε βέβαια ευτύχημα, που το χωράφι ήτανε λείο και κατάφυτο και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να τραυματιστεί κανείς.
Πως το ήθελε η τύχη, και ο πρώτος που ήθελε να περάσει, να είναι  ο μικροκαμωμένος, καλόβολος και κάπως αδέξιος στο περπάτημα  Θείος  Τάσης. Καλλίτερη επιτυχία δε θα μπορούσα να φανταστώ:
Ακούστηκε ένα <μπούφφ> και ο Τάσης σωριάστηκε κάτω. Εμείς που κρυφοκοιτάγαμε, είχαμε πεθάνει στα γέλια και διασκεδάσαμε ακόμα περισσότερο, όταν είδαμε τον Τάση να γυρίζει πίσω και να ψάχνει, να βρει την αιτία, που τον έκανε να πέσει. Αλλά τι να δει στη νύχτα μες΄τα γλυκόριζα;
Αφού έφυγε ο Τάσης, δέσαμε γρήγορα-γρήγορα σε μια άλλη θέση γλυκόριζα και περιμέναμε πάλι το νέο μας θύμα.  Αυτή τη φορά ήτανε μια γυναικούλα με κοντά πόδια και αρκετά στρουμπουλή, έτσι που το <μπούφφ> ακούστηκε τώρα πιο μαλακό. Αυτή σταυροκοπήθηκε και δεν έψαξε να δει την αιτία, που την έκανε να κυλήσει χάμω. Ίσως να το απέδωσε σ΄ένα αερικό, γι΄αυτό και σταυροκοπήθηκε.
Στο βραδινό φαγητό διηγήθηκε ο Τάσης, τι έπαθε στο χωράφι:
- Μπλέχτηκα σ΄ένα σκοινί και έπεσα κάτω..
Η θειά μου η Θανή, μια φοβερά θρησκόληπτη γυναίκα, που υπέθετε παντού εξωγήινες δυνάμεις, σταυροκοπήθηκε και ευχαρίστησε τη Παναγία, που βοήθησε τον άντρα της και δεν έπαθε τίποτα. Εγώ γελούσα μέσα μου και προσπαθούσα να κρύψω τα γέλια μου. Είναι αυτή η χαρά, που έχει κανείς, όταν είναι ο κρυφός γνώστης της αλήθειας ενώ οι άλλοι ψαχουλεύουνε στο σκοτάδι να βρουν τις αιτίες.
Τελικά, για πολλές ημέρες διασκεδάζαμε στο χωράφι με τα γλυκόριζα, ώσπου σιγά-σιγά μαθεύτηκε, ότι στα μονοπάτια αυτά υπήρχαν παγίδες. Παρά ταύτα ήταν ακόμα διασκεδαστικό να βλέπει κανείς, πώς άλλαξαν οι μεγάλοι τον βηματισμό τους, για να μη ξαναπέσουν. Έτσι όπως περπάταγαν, σούρνοντας τα πόδια, φαινότανε από μακριά σα να  τα είχαν κάνει επάνω τους.. Αυτό και μόνο μας χαροποιούσε αφάνταστα.

Πλαίσιο κειμένου:  Η τελευταία διαολιά, που έκανα σ΄αυτές τις διακοπές, ήταν να φοβίσω αφάνταστα τη θειά μου και τις γειτόνησσές της.
Πλαίσιο κειμένου: Το σπίτι της Θειάς μουΚάθε βράδυ, πριν από το φαγητό, έπαιρνε η Θειά μου από τη κουζίνα της το λυχνάρι, περπάταγε βαριά, ντούπ-ντούπ-ντούπ, στον ξύλινο διάδρομο, και έφτανε στα δύο υπνοδωμάτια. Στο κάσομα της πόρτας αριστερά είχε μια πρόγκα και εκεί κρέμαγε το λυχνάρι της. Αυτό φώτιζε αμυδρά το δεξιό μέρος του δωματίου, που ήταν το κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, το υπόλοιπο δωμάτιο ώμος παρέμενε ουσιαστικά σκοτεινό. Από τη πόρτα, πάλι με βαριά βήματα ντούπ-ντούπ-ντούπ, έφτανε στη κασέλα και από κει μέσα έβγαζε τα ρούχα για να στρώσει τα κρεβάτια. Γιατί την έκανε όλη αυτή τη φασαρία, δε μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Το καλοκαίρι έτσι κι΄αλλιώς σκεπαζόμαστε όλοι μόνο μ΄ένα σεντόνι και τα παράθυρα έμεναν για δροσιά πάντα ανοιχτά.
Ένα βράδυ γυρίζοντας από την αγορά ότι είχα φτάσει στο πορτόνι,  άκουσα να λέει η θειά μου στη γειτόνησσά της:
-Άντε, Κολομπερδίνα μου, πάω τώρα να στρώσω τα κρεβάτια.
Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε αστραπιαία η ιδέα να πηδήξω από το χαμηλό παράθυρο στο υπνοδωμάτιο και να κρυφτώ μέσα στη κασέλα. Γρήγορα-γρήγορα μπήκα μέσα, άνοιξα τη κασέλα και ξάπλωσα πλαγιαστά με μαζεμένα τα πόδια. Σιγά-σιγά έκλεισα το σκέπασμα και περίμενα. Δε πέρασε πολλή ώρα και άκουσα τα βαριά βήματα της θειάς μου στον διάδρομο, το κρέμασμα του λυχναριού στη πόρτα και μετά ντούπ-ντούπ-ντούπ, τα βήματα στη κασέλα. Άνοιξε το σκέπασμα και αντί να πιάσει τα σεντόνια, έπιασε το πόδι μου. Έκλεισε γρήγορα τη κασέλα και λάκιξε τρέχοντας, ντούπ-ντούπ-ντούπ στο δωμάτιο και ντούπ-ντούπ-ντούπ στον διάδρομο. Εγώ βγήκα αμέσως από τη κασέλα και περίμενα στο πορτόνι να δω τι θα γινότανε. Εκείνη την ώρα άκουσα τη Θειά μου να ζητάει τρομαγμένη βοήθεια από τη γειτόνησσά της:
- Κολομπερδίνενα..α..α, Κολομπερδίνενα..α..α, πόδια μες στο μπαούλο μου…!
Η Κολομπερδίνενα, άλλη παλικαρού κι΄αυτή, όταν το άκουσε, τάκανε επάνω της και άρχισε, και αυτή ταραγμένη, να ζητάει βοήθεια από την άλλη της γειτόνισσα:
- Μωρή Ντίνα, έλα μωρή γρήγορα. Πόδια μες στο μπαούλο της Φανής..
Η Ντίνα, κι΄αυτή μεγάλη ηρωίδα, φώναξε τη Βαγκελιώ, για συμπαράσταση.
Εγώ είχα πεθάνει στα γέλια και περίμενα με αγωνία να δω τελικά τι θα κάνανε αυτές οι κυράδες. Μετά από λίγο οίδα από το πορτόνι, που κρυφοκοίταγα, να πηγαίνουν στο σπίτι της Θειάς μου όλες γυναίκες με λιβανιστήρια και σταυρούς. Το σπίτι άρχισε να μυρίζει λιβάνι και εγώ σκυμμένος έξω από το παράθυρο, άκουγα να έρχονται οι γυναίκες σιγά-σιγά απ΄τον διάδρομο  και να μουρμουρίζουν σα να έκαναν μια επίσημη λιτανεία. Αφού μπήκανε όλες μέσα στο δωμάτιο, λιβάνισαν παντού και ιδιαίτερα λιβάνισαν το στοιχειωμένο μπαούλο, έκαναν τον σταυρό τους, μουρμούρισαν όσους εξορκισμούς ήξεραν και μετά είπε η κυρά Βαγκελιώ:
- Τώρα ας ανοίξουμε το μπαούλο..
Η Θειά μου φώναξε:
- Εγώ δε τ΄ανοίγω.., ανοίξτε το εσείς..,
και ήταν έτοιμη να λακίξει.
Ο έντονος φόβος της Θειάς μου τρομοκράτησε τις κυράδες, που κι΄αυτές με το ζόρι μένανε σ΄ αυτό το δωμάτιο, που κρατούσε. Τότε άρχισαν να σταυροκοπιούνται πιο έντονα και να μιλάνε τις προσευχές ποιο δυνατά, δίνοντας έτσι θάρρος η μία στην άλλη.
Τελικά κινητοποίησε η Βαγκελιώ όλες της τις ψυχικές δυνάμεις και άνοιξε το μπαούλο. Όλες οι κυράδες, με τα λυχνάρια και τις λάμπες τους φώτισαν με τρόμο μέσα στο μπαούλο. Αλλά, όπως ήταν επόμενο, δεν είδαν πόδια μέσα και αυτό τις έπεισε, ότι επρόκειτο για ένα ξωτικό, που έφυγε με τις προσευχές και το λιβάνισμα.!




















ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Επειδή η τραγωδία των Καλαβρύτων είναι μία από τις μεγαλύτερες βαρβαρότητες, που έκαναν οι Ναζίδες, ενδιαφερθήκαμε να γνωρίσουμε αυτόπτες μάρτυρες.  Γι΄αυτό θα μου επιτραπεί να κάνω δύο χρονικά πηδήγματα προ τα μπρος:
Παπαγιώργης
 
Πλαίσιο κειμένου:  Ο Παπάς του Τραγανού, ο περίφημος Παπαγιώργης, μας παρότρυνε κάθε φορά που τον βλέπαμε, να επισκεφτούμε το όμορφο χωριό του, το Πλανητέρο στους νότιους πρόποδες του Χελμού, που διατέλεσε σαν αγωνιστικό κέντρο στην εποχή της Γερμανικής κατοχής.  Ο Παπαγιώργης <άντεχε> τους Κομουνιστές, όσο αυτοί έκαναν έναν απελευθερωτικό αγώνα. Όταν όμως φάνηκε, ότι αυτοί αποσκοπούσαν σε μία ανακατάταξη του κοινωνικού συστήματος με την καθαίρεση της θρησκείας, τότε άρχισε και αυτός να τους πολεμάει
Το καλοκαίρι του 1989 φτάσαμε τελικά στο Πλανητέρο,  σε ένα πολύ μέτριο χωριό, μ΄έναν στενό κεντρικό δρόμο. Ρωτώντας για το πατρικό σπίτι του Παπαγιώργη, γνωρίσαμε μία υπέροχη  γηραιά, η οποία ευχάριστα μας έδειξε το γκρεμισμένο σπίτι, που ζητάγαμε να δούμε. Στη συνέχεια μας διηγήθηκε, πως και σ΄αυτό το σπίτι είχαν κρύψει οι αντάρτες Γερμανούς αιχμαλώτους. Και την ημέρα του Αγίου Νικολάου, στις πέντε Δεκεμβρίου 1943 είχε ήδη αρχίσει να χιονίζει, τους έγδυσαν εντελώς και τους ογδόντα και έτσι ξυπόλητους, όπως τους είχαν, τους περάσανε μπροστά από το σπίτι της. Μετά τους τράβηξαν επάνω στο Χελμό και σ΄ένα απόκρημνο μέρος τους σκοτώσανε. Ένας από τους στρατιώτες επέζησε, πιάστηκε στον γκρεμνό από ένα δέντρο και όταν έφυγαν οι αντάρτες, έφτασε αυτός, έτσι γυμνός, στο Γερμανικό φυλάκιο της Κλειτορίας. Τότε εξαγριώθηκαν οι Γερμανοί και μετά από οχτώ ημέρες, στις 13. Δεκεμβρίου, κάψανε τα Καλάβρυτα και σκότωσαν τους πολίτες. Όσην ώρα μας μιλούσε, είχε πάρει το πρόσωπό της μία λυπημένη έκφραση και όταν τελείωσε, μείναμε όλοι για πολλή ώρα άναυδοι. Μετά από λίγο μας είπε με σιγανή φωνή:
<Βλέπεις γιόκα μου, οι  Κομμουνιστές φταίνε, που καταστράφηκαν τα Καλαύρυτα..>
Αυτή την εκδοχή δε την είχαμε ποτέ ακούσει, αλλά ούτε θέλαμε να αντιμιλήσουμε για να μη προσβάλουμε τη γνώμη της, που όπως αργότερα μάθαμε, δεν ήταν η μόνη στο χωριό. Αφού ευχαριστήσαμε τη ευγενή γηραιά, φύγαμε με τη ψυχή σφιγμένη από τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ολοένα σκεφτόμαστε:

<Γιατί φταίγανε οι Κομουνιστές; Έπρεπε οι Έλληνες να άφηναν τους Γερμανούς ατιμώρητους; Αυτοί οι Γερμανοί, που παραδόθηκαν, ήταν όμως αυτοί, που πιθανότατα δεν ήθελαν τον πόλεμο. Και αυτούς τους σάρωσε το σκοτάδι του πολέμου…Ενώ οι φανατικοί δεν παραδίνονται>.

Άθελα ήρθε στο νου μας ο Κούρος στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας. Η βάση φέρνει την επιγραφή:  .….ΩΛΕΣΕΝ  ΘΟΡΟΣ  ΑΡΗΣ.
 Σ΄όλους του αιώνες έχουν κλάψει μανάδες, πατεράδες, γυναίκες και παιδιά για τα άδικα από τους πολέμους αρπαγμένα  προσφιλή τους πρόσωπα, αφήνοντας στις ψυχές τους αγιάτρευτες πληγές, που δε φέρνουν παρηγοριά ούτε οι μαρμάρινες επιγραφές, ούτε οι φωτογραφίες στους τοίχους, ούτε ο χρόνος.

Το δεύτερο χρονικό πήδηγμα προς τα μπρος, γίνεται τον Ιούνιο του 2006 στα Καλάβρυτα. Εδώ γνωρίσαμε τη τελευταία επιζώσα χήρα, την Ευθυμία Βάγια, σε ηλικία 87 ετών. Με μεγάλη ζωτικότητα και ακρίβεια μας διηγήθηκε από την τραγωδία  των Καλαβρύτων. Συνταραχτικές σκηνές.. Ολοφυρόμενες γυναίκες, που έσερναν σε κουβέρτες από τον λόφο του Καπί[75]  για το νεκροταφείο πατέρες, άντρες και παιδιά. Άλλες μάζευαν χέρια και πόδια, άλλες προσπαθούσαν στη παγωμένη γη να θάψουν <ότι πολύτιμο τους είχε απομείνει σ΄αυτό τον κόσμο>.
Μετά μας διηγήθηκε, πώς έζησε σ΄ένα χαλασμένο σπίτι, μέσα στα νερά, οχτώ χρόνια και δε της έδωσε ποτέ το κράτος βοήθεια. Τα τρία της παιδιά τα μεγάλωσε μόνη της. Γενικά εκτός από μερικούς στρατιωτικούς και δικηγόρους δε πήραν ότι απέμεινε από τις Καλαβρυτικές οικογένειες καμία βοήθεια.
Την βιντεοσκόπηση της διήγησης της Ευθυμίας Βάγια θα την βρείτε στο διαδίκτυο: ………………..
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



 
 















Όπως φαίνεται από αυτή την <ειδική άδεια κινήσεως> από τη διοίκηση του Πύργου, δεν επέτρεπαν  οι Γερμανοί τις ελεύθερες  κινήσεις στη μητέρα[76] μου. Εδώ της επιτράπηκε τον Μάιο του 1944 να κάνει μόνο ένα ταξίδι στην Αθήνα.





 
 



























 
 























Αυτό το <απλό χαρτί> είναι το <Επίσημο Έγγραφο>, που αναγνωρίζεται η μητέρα μου ως <Μεμονωμένη Αγωνίστρια>. Όπως φαίνεται, δεν έγραψαν ούτε Η Κα. Λάγκε αλλά μόνο <Η Λάγκε…>   Αυτό ήταν όλο.! Δεν ακολούθησε κανένα επίσημο ευχαριστήριο γράμμα ούτε άλλο επίσημο Έγγραφο…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ  ΣΚΕΨΕΙΣ


 Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πρωταρχική εγκληματική πράξη. Από την άλλη πλευρά τι κατάφεραν οι Κομουνιστές; Παρασύρθηκαν από τη προπαγάνδα των Άγγλων και των Ρώσων και δούλεψαν γι΄αυτούς, βλάφτοντας φοβερά την πατρίδα τους[77].
Οι Γερμανοί δεν διώχτηκαν από τους Κομουνιστές. Έφυγαν από τη γενική εξέλιξη του πολέμου. Πολλοί Αριστεροί βέβαια πίστεψαν σε μια δίκαια κοινωνία, γιατί όλες οι παρατάξεις και κυβερνήσεις ως τότε, χρησιμοποιούσαν - και χρησιμοποιούν ακόμα - το όνομα του Χριστού και της Δημοκρατίας για να καμουφλάρονται και δεν ήταν ούτε Χριστιανοί ούτε Δημοκράτες. Ήταν οι ωφελημένοι του εγκατεστημένου κεφαλαίου, εγωιστές και άπληστοι και δεν είχαν καμία όρεξη να εφαρμόσουν τη Χριστιανική Ηθική. Αυτοί έλυναν και έδεναν, άφηναν τους ανθρώπους να είναι σκλάβοι τους, με όλες τις πείνες και τις κακουχίες, που τράβαγαν. Αυτοί λοιπόν ήταν υπαίτιοι, που έγινε η Κομουνιστική Επανάσταση, γιατί οι άνθρωποι είδαν, ότι η Χριστιανική Ηθική δεν εφαρμοζόταν. Αν η Χριστιανική Ηθική, που στις αρχές της ήταν Κομουνιστική, εφαρμοζόταν, τότε δεν  θα χρειάζονταν οι λαοί τη Κομουνιστική ιδεολογία. Δυστυχώς όμως οι επίσημες εκκλησίες συνωμοτούν συνήθως με τη δύναμη του κεφαλαίου και ξεχνάνε, τι είπε ο Χριστός. Υπάρχουν βέβαια και πολλές Χριστιανικές ομάδες, που βοηθάνε. Όμως η επίσημη καθολική εκκλησία, με την αυταρχική της διάρθρωση, έκανε φοβερά εγκλήματα, από τις σταυροφορίες ως τον δεκατοένατο αιώνα, που κάψανε τους τελευταίους ανθρώπους.  
Όσον αφορά τους Ταγματασφαλίτες, λείπουν οι λέξεις για να χαρακτηρίσει κανείς αυτούς τους εγκληματικούς συνεργάτες των Γερμανών, που πρόδωσαν τη πατρίδα τους.

Η τωρινή οικονομική κρίση δείχνει ολοκάθαρα, σε ποια απληστία, ανευθυνότητα και εγκληματικότητα φτάνει το κεφάλαιο, αν αυτό αφεθεί ελεύθερο να κάνει, ότι θέλει. Αυτοί οι κύριοι, που καρπούνται τον ιδρώτα του κόσμου, δεν καταλαβαίνουν, ότι προετοιμάζουν μια νέα επανάσταση.


Μόναχο, Μάρτης 2009











[1] Fréres Maristes
[2] Έτσι ονομάζαμε τους Fréres Maristes
[3] Στις 13.12.1943 ερήμωσαν οι Γερμανοί τον χωριό, αφού πρώτα το λεηλάτησαν , έκαψαν ακόμη και την Εκκλησία και σκότωσαν 1200 άνδρες μαζί και τους ιερείς και παιδιά ως 14 χρόνων, γιατί είχαν μεγάλα προβλήματα με τους  Έλληνες Κομουνιστές. Στη συνέχεια σκότωσαν και τους Μοναχούς της Αγίας Λαύρας και του Μέγα Σπηλαίου.
[4] Βλέπε Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός.
[5] Τότε λεγόταν Σίτσοβα
[6] Τον Ιούνιο του 2006 γνωρίσαμε στα Καλάβρυτα τη τελευταία  χήρα Ευθυμία Βάγια, που μας περιέγραψε τη τραγωδία  (βλέπε σελ. 211  και βιντεοσκόπηση στο διαδύκτιο)
[7] Ας σημειωθεί, ότι αυτό το όνομα αναφέρεται από το 1500 π,χ, ως Αχιγιάβα στα έγραφα των Χιτίτων ή Χεταίων και το αναφέρει ως Αχαΐα και ο Όμηρος!
[8] Στην εποχή της κατοχής αρκετά σπίτια μαγείρευαν με τη <γκαζιέρα>, η οποία λειτουργούσε με βενζίνη. Επειδή στα χωριά ήταν δυσκολόβρετη η βενζίνη τη μετέφεραν πολλές φορές ακόμα και σε μικρή ποσότητα.
[9] Ξωτικά: Γενική έννοια  που περιλαμβάνει όλα  τα είδη των ενοχλητικών πνευμάτων!
[10] Κακόβουλα  θηλυκά πνεύματα, που αποσκόπευαν  να  τυραννούν τους ανθρώπους
[11] Αυτή είχε διάμετρο περίπου 80 και ύψος 170 ως 200 εκατοστά.
[12] Όταν δάνειζε κάποιος τη δουλειά του και αμειβόταν πάλι δε τη δουλειά του άλλου.
[13] Μ΄ένα ιδικό βουρλόχορτο στεγανοποιούσαν τα βαρέλια.
[14] Τούρκική μονάδα βάρους. Μια οκά είχε 400 δράμια (ντίρχεμ) και αντιστοιχούσε σε 1282 γραμμάρια. Ή  312 δράμια αντιστοιχούσαν σ΄ένα κιλό.
[15]Οι Βαθμοί Baumé δείχνουν τη πυκνότητα ενός υγρού. Ένας καλός χυμός έπρεπε να είχε 12 –13 βαθμούς.
[16] Στο <βράσιμο> μεταβάλλουν οι μύκητες τη ζάχαρη σε οινόπνευμα και διοξείδιο του άνθρακα. Αυτό κάνει το ποτό να πιρπιρίζει.  
[17]Η ελώδης περιοχή μετά από το δρόμο της Γαστούνης πηγαίνοντας προς τα νότια.
[18] Εξωγήινα, πολύμορφα πνεύματα, που φόβιζαν τους ανθρώπους.
[19] Κρατάει αερικά ή ξωτικά.
[20] Αργότερα μάθαμε, ότι σ΄αυτή τη θέση ήτανε δίπλα στο δρόμο μία μεγάλη σπασμένη λεύκα, που είχε κοπεί  περίπου σε ύψος τριών μέτρων.
[21] Κρίμα, που το αστέρι δεν ήξερε τι να κάνει μόνο με το όνομα. Δεκάδες χρόνια αργότερα παντρεύτηκε η Μπεμπέκα ένα συγχωριανό της, που δε του άξιζε καθόλου και αυτό μας απογοήτεψε πάρα πολύ.
[22] Πίστευαν, ότι σ΄εκείνο το σπίτι που ο Γκιόνης έστελνε το μήνυμά του, κάποιος θα πέθαινε. 

[23] Μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, που ολοκλήρωσα μετά από πολλά χρόνια, ήταν ότι οι χαρακτήρες δεν άλλαξαν ουσιαστικά με το χρόνο. Έτσι όπως ήταν πλασμένοι σα παιδιά, έτσι παρέμειναν και σαν μεγάλοι.

[24] Μια στάμνα, που <ίδρωνε>. Την άφηναν στον αέρα και δρόσιζε το ποτό.
[25] Melia acederach. Ένα φυτό, που το έφεραν πιθανώς οι Ενετοί (Santa Maria) από την Αφρική.

[26] Σκίτσο της κόρης μας Λαύρας από παλιές φωτογραφίες
[27] Το χωριό λεγόταν τότε από τη Τουρκική εποχή ακόμα Σαμπάναγα
[28] Ιδιάζουσα πελοποννησιακή λέξη που χαρακτηρίσει τη λεπτή σκόνη του δρόμου.
[29] Για να μη βαλθούν  τ΄ αμπέλια  από μυκήτωση, έλειωναν γαλαζόπετρα σε νερό και μ΄ αυτό  τα ράντιζαν με  το χέρι!  Μία φοβερά επίπονη δουλειά. 
[30] Σχεδόν όλα τα παιδιά του χωριού περπατούσαν ξυπόλυτα και φορούσαν το καλοκαίρι μόνο ένα κοντό παντελόνι και ένα πουκάμισο χωρίς εσώρουχα.
[31] Στην εύφορη πεδιάδα της Ηλείας δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου μεγάλες πέτρες.
[32] Που έκλεβαν οι Έλληνες από τις αποθήκες των Γερμανών στη Κυλλήνη.
[33] Περίπου τρία εκατοστά στο δευτερόλεπτο.
[34] Τον Αύγουστο του 1943 είχε δημιουργήσει  η γερμανική κατοχή  ήδη σοβαρά προβλήματα διατροφής. 
[35] Φτιαγμένες από τον ίδιο τον Κουρλαμπά .
[36] Οι ακτίνες
[37] Όπως η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου.
[38] Για να πιέζει το στεφάνι τη ρόδα.
[39] Verbascum sinuatum ένα δηλητηριώδες φυτό για τα ψάρια.
[40] Τότε λεγόταν το χωριό αυτό από τη Τουρκική κατοχή ακόμη Καρακούζι
[41] Melia acederach. Ένα φυτό, που έφεραν πιθανώς οι Ενετοί (Santa Maria) από την Αφρική.
[42] Το 1922
[43] Είκοσι χρόνια αργότερα επισκεφτήκαμε το απέραντο πλατανόδασος της Φολόης, που βρίσκεται σε ύψος 760 μέτρα, και μείναμε έκπληκτοι, που σώθηκε στην Ελλάδα μια τέτοια απερίγραφτη ομορφιά.!
[44] Στο μέγεθος ενός βόλου.
[45] Οχυρό της Φραγκικής εποχής. Φτιάχτηκε το 1220  μ. Χ. από τους Γάλους σταυροφόρους.
[46] Ένα χωριό ψαράδων κοντά στα λουτρά Κυλλήνης, περίπου εικοσιδύο χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας.
[47] Μία καλυβούλα σκεπασμένη με άχυρα και στημένη ένα μπόι ψηλά, στηριγμένη σε τέσσερες κορμούς, συνήθως από θανάτια . Από κει πρόσεχαν τα χωράφια τους.
[48] Σ΄αυτή την ηλικία έχασε την μητέρα της.
[49] Η ποδιά στην πελοποννησιακή διάλεκτο.
[50] Ένα κίτρινο και βαρύ ψωμί από καλαμπόκι.
[51] Πολλά χρόνια αργότερα έγινε το οικόπεδο αυτό η κεντρική πλατεία του χωριού.
[52] Όταν σπούδαζα, έμαθα ότι οι νυχτερίδες  <βλέπουν> με υπερηχητικά κύματα, που εκπέμπουν.
[53] Όπως μας αποκαλούσαν οι μεγάλοι
[54] Η φοβερή τραγωδία των Καλαβρύτων έγινε τέσσερες μήνες αργότερα.
[55] Κάποτε μαθεύτηκε ότι οι Άγγλοι υποστήριξαν οικονομικά τους αντάρτες και τελικά βγήκαν αυτοί κερδισμένοι και οι Έλληνες χαμένοι..
[56] Ο πρόεδρος Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, στα 35 του χρόνια και ο δάσκαλος Δημήτρης Τσάμης.
[57] Βασίλης Παπαγιαννόπουλος, ανιψιός της Γιαγιάς μας.
[58] Περίπου 8 εκατοστά φάρδος.
[59] Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω την προέλευση αυτού του περίεργου ονόματος. Λέγανε ότι κάποτε οι Ζεμπογαϊδαρέοι ήταν τόσο πλούσιοι, που βούλωναν τα μπουκάλια τους με τα χάρτινα λεφτά.!
[60] Όνομασία από την Ενετική εποχή: Prunella =  Δαμασκηνιά
[61] Η Αργεντινή αντιπροσώπευε τότε την Ελλάδα.
[62] Στις βορειανατολικές παρυφές της Οίτης. Με 99 μέτρα ύψος και 354 μέτρα μήκος η μεγαλύτερη σιδηροδρομική γέφυρα της Ελλάδας. Ανατινάχτηκε το Νοέμβρη του 1942 από τους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη και του Ζέρβα.

[63] Τώρα ονομάζεται Κόροιβος, από τον πρώτο Ολυμπιονίκη που καταγότανε από το χωριό μας.
[64] Δεν ήταν μόνο οι Εγγλέζοι. Ήταν και οι Σταλινιστές της Ρωσίας, που αποσκοπούσαν και αυτοί στο συμφέρον τους.
[65] Κομμουνιστική οργάνωση:<Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο>.
[66]Μορφωμένοι άνθρωποι από καλές αντιχιτλερικές οικογένειες. Σκοτώθηκαν στο Βελιγράδι τον Δεκέμβριο του 1944. Και αυτή είναι μία από τις αδικίες του πολέμου.
[67] Έτσι όπως πραγματικά έγινε.!
[68] Ο Σίνδλερ δεν ήταν Ναζιστής αλλά βλακώδης υπάκουος στρατιώτης.
[69] Η αποστολή ατόμων στη Πάτρα σήμαινε: Καταδικαστικά έργα στη Γερμανία,       αν όχι κάτι το χειρότερο.

[70] Πολλά σπίτια πρόσφεραν αυτή την έξυπνη λύση για να κατεβαίνουν οι νοικοκυράδες  εύκολα στον κήπο.

[71] Χωρίς έγκυρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, δε μπορώ να αναφέρω το όνομα. Πιστεύω όμως απόλυτα σ΄αυτά που μου διηγήθηκε η μητέρα μου.
[72] 44 χρόνια μετά το πόλεμο…!  Αφού προηγήθηκαν πολλαπλές ενέργειες φιλικών ατόμων. Κοίτα και παράρτημα σελ. 211.   
[73] Στη διάλεκτο του τόπου: Ο βάτραχος
[74] Glycyrrhiza glabra.
[75] Που έγινε η εκτέλεση.
[76] Εδώ με το όνομα του άντρα της  Lange.
[77] Εδώ θα ήθελα να κάνω και μία αναφορά στα βιβλία του δάσκαλου Γιάννη Μπαλαφούτα, που μου γνωστοποίησε ο φίλος μου Ηλίας Γεωργίου:
 1943 –1944 Από τον Προμαχώνα της Στιμάγκας, Αθήνα 1986 και ΦΕΝΕΟΣ ΄43 - ΄44, Οι Κομουνιστές διχάζουν τον Ελληνισμό, Αθήνα 1987.