ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΜΠΗ ΛΟΥΚΟ



ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΜΠΗ ΛΟΥΚΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΝΟΤΙΟΔΥΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ 2017
(Κείμενο ομιλίας Αγγελικής Αντωνοπούλου κόρης
 Λάμπη και της Λιτσας  Λούκου- Αντωνοπουλου)
                                                 

Καλησπέρα σας και καλώς ήρθατε.
Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης και όλους εσάς που ήρθατε απόψε εδώ.

Ατσάλινος πάσσαλος βαθιά μπηγμένος στη γενέθλια γη, τα παιδικά τα χρόνια. Πάνω του στηρίζεται και περιστρέφεται, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το καταλαβαίνουμε δεν το καταλαβαίνουμε, το δέντρο της ζωής· που ποτίζεται με τα λίγα γλυκά και τ’ άφθονα πικρά δάκρυα της καρδιάς· που τρέφεται , πλούσια ή φτωχά, με τα πολύμορφα, πολυσύνθετα και πολυδιάστατα υλικά του νου. Καθώς με τον καιρό, παίρνει σχήμα, μορφή. Για να μεγαλώσει, ν’ ανθήσει, να καρπίσει. Ώσπου να φυλλορροήσει στο τέλος και να ξεραθεί. Στο χωρίς διακοπή γύρισμα του τροχού.
Όποιος και όπου αν βρίσκεται ο γενέθλιος τόπος του, ταπεινός ή δοξασμένος, παχύφλουδος ή στενόφλουδος, χωριό ή πο σε μία εκδήλωση των Ταχυδρομικών λιτεία, βουνό ή κάμπος, ο καθένας μας θα πρέπει να γνωρίζει το ένα κάποιο παρελθόν του.
Αυτό ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του πατέρα μου Λάμπη Λούκου Αντωνόπουλου για τη γενέτειρά του, το χωρίο των Καλαβρύτων, Αγρίδι, που βρίσκεται θεμελιωμένο από αιώνες στη ριζά της Χούνης με τα πόδια ακουμπισμένα στο Λόγγο, στα δεξιά έχει τον Τάρταρη και στα αριστερά την Καπρίβαινα. Ένα χωρίο που έχει πολλά νερά, πλούσια βλάστηση, απέραντη γαλήνη και ησυχία.
Δεν είναι και πολύ εύκολο να μιλάς για τον πατέρα σου, έστω και αν έχουν περάσει 16 και πλέον χρόνια από την 3η Απριλίου 2001 που αναχώρησε για τα Επέκεινα, όπως συνήθιζε να λέει.
Γεννημένος  το 1921 από πατέρα μυλωνά είχε στην οικογένεια άλλα 7 μικρότερα αδέλφια. Από μικρός έγινε προστάτης της πολυμελούς φαμίλιας του μια και ο πατέρας του πέθανε νωρίς. Μεγαλώνοντας με συντροφιά τη βουή των τζιτζικιών τη μέρα και το κλάμα του γκιώνη  τη νύχτα, το θρόισμα των πανύψηλων λεύκων και του υπεραιωνόβιου πλάτανου δίπλα στο λιβάδι,  με τη μυρωδιά του των λουλουδιών και των δένδρων, μεγαλώνοντας  μέσα στον ήχο των κουδουνιών από τα πρόβατα στα γύρω βουνά και τα βράχια, δεν μπορούσε παρά να γίνει ένας άνθρωπος συναισθηματικός και ευαίσθητος με αγάπη στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Ένας άνθρωπος χαρισματικός, ειρηνιστής και οραματιστής  που αγωνίστηκε μέσα από την πέννα του για ιδεώδη και αξίες με κέντρο τον άνθρωπο. Αυτό φαίνεται στη θεματική των βιβλίων του και των ομιλιών του ή των δοκιμίων του.
Πήγε σε 6τάξιο γυμνάσιο  στα Καλάβρυτα. Έδωσε εξετάσεις στη Νομική, όπου πέρασε.  Όμως δεν του άρεσε δεν του γέμιζε τις ανησυχίες του και έδωσε στην σχολή των 3ΤΤΤ  που είναι τα αρχικά των λέξεων  Ταχυδρομείο Τηλεφωνείο  Τηλεγραφείο, όπου και πέρασε επιτυχώς. Τελειώνοντας τη σχολή διορίστηκε στον ΟΤΕ και αργότερα  στο  τέλος δεκαετίας ’40 αρχές του ‘50 όταν χωρίστηκαν τα 3Τ σε Ελ. Ταχυδρομεία και ΟΤΕ πήγε στα Ελ. Ταχυδρομεία. Στο στρατό υπηρέτησε στα τηλέφωνα και τηλεγραφήματα. Μάλιστα γνωρίζω από ιστορίες που έχει διηγηθεί η μητέρα μου, ότι κάποιο βράδυ κάνοντας σκοπιά τον πήρε ο ύπνος. Ο αξιωματικός της περιπολίας τον ανακάλυψε, του πήρε το όπλο, αλλά ευτυχώς γλύτωσε την τιμωρία. Όπως θα δείτε και παρακάτω δεν τα είχε  πολύ καλά με τα όπλα.
 Στη Γερμανική κατοχή έγινε αντάρτης αλλά χωρίς όπλο. Καθήκον του ήταν να κάνει ομιλίες στα χωριά και να ξεσηκώνει τους ανθρώπους της επαρχίας.
Κάποια στιγμή όμως που ήρθαν τα δύσκολα και του έδωσαν διαταγή να σκοτώσει τον πρόεδρο κάποιου χωριού δεν υπάκουσε. Όταν ήρθαν να τον συλλάβουν το έσκασε κρυφά από το παράθυρο, το σπίτι στο χωρίο έχει ένα παράθυρο στο πίσω μέρος που βλέπει το βαγένι του μύλου, 3μ ύψος και από κει έφθασε με τα πόδια στην Πάτρα. Όποιος ήξερε τον πατέρα μου μπορεί να καταλάβει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να σκοτώσει άνθρωπο. Φθάνοντας στην Πάτρα μετά από λίγο τον συνέλαβαν. Τον φυλάκισαν  τον βασάνισαν τον παρέδωσαν στους Γερμανούς που τον έκλεισαν στη βίλα Σταυρουλόπουλου στην Αγυιά, με σκοπό να τον εκτελέσουν μαζί με άλλους.
Εκεί βρέθηκε ένας  καλός  άγγελος, ο Θόδωρος Λούκος, θείος του  και τον φυγάδευσε μέσα σ ένα σάκο ταχυδρομείου μέχρι το Διακοφτό και τον έσωσε.
Αργότερα το 1952 παντρεύτηκε τη μητέρα μου Νικολίτσα Θεοδωρώφ κόρη αυτοεξόριστου πλέον στρατηγού, που υπηρέτησε  στην αυλή του τελευταίου Τσάρου Νικόλαου Ρωμανώφ. Ο οποίος για να σώσει το κεφάλι του από τους μπολσεβίκους μετά την επανάσταση αναζήτησε νέα πατρίδα και έφθασε μέχρι την Πάτρα. Εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου, πρόσφυγα από τη Σμύρνη και έκαναν 3 κόρες. Τη Νικολίτσα την μητέρα μου, την Μαρία που είναι ανάμεσά μας και την Ανδριάνα που έχει αναχωρήσει σε άλλους κόσμους.  
Στα χρόνια της επαγγελματικής του ζωή ως δημόσιος υπάλληλος ήταν αυστηρός και δίκαιος. Ξεκίνησε με το βαθμό του γραμματέα και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του διευθυντού. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα να καταλάβετε την αυστηρότητά του.  Κάποτε ένας  έμπορος έδωσε στο γκισέ του ταχυδρομείου ένα συστημένο γράμμα με την παράκληση το γράμμα να φύγει ως επείγον. Η υπάλληλος το ξέχασε στο συρτάρι της, έφυγε διακοπές, καλοκαίρι ήταν και ο έμπορος δεν έκανε τη δουλειά του. Πήγε λοιπόν να παραπονεθεί μετά από λίγες μέρες και για κακή της τύχη, της υπαλλήλου δηλαδή, βρήκε τον πατέρα μου, ο οποίος την επόμενη  απέλυσε την υπάλληλο για την παράλειψή της και παρ’ όλη την πίεση από υψηλά ιστάμενους  ήταν ανένδοτος. Τελικά κάτω από την προτροπή του Νομάρχη Λαδά, τον οποίον αγαπούσε, υποχώρησε.
Στα χρόνια της χούντας δεν πέρασε καθόλου καλά. Ήταν καταγεγραμμένος ως αντιστασιακός και αυτό του στοίχισε την εξέλιξή του μέσα στα ΕΛΤΑ και ένα ψυχοσωματικό σύνδρομο ημικρανίας που τον ταλαιπώρησε μέχρι το θάνατό του.
Έγραφε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Γνώμη, και στην εποχή του δημοψηφίσματος για το βασιλιά τάχθηκε υπέρ του Όχι με αποτέλεσμα ο εκδότης της Γνώμης, Χρήστος Χριστόπουλος να συλληφθεί.
 Άλλη ιστορία την εποχή της Χούντας, του είχαν αναθέσει να μιλήσει στο θέατρο Απόλλων, σε μία εκδήλωση των Ταχυδρομικών για τον εορτασμό της 25η Μαρτίου. Ασχολείτο πολύ με το θέμα της έναρξης της επανάστασης το 1821.  Υποστήριζε με σθένος την άποψη ότι ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα και όχι από την Καλαμάτα που κάποιοι υποστήριζαν.  Όταν του ζήτησαν λοιπόν να ελέγξουν την ομιλία του, λογοκρισίας εποχή,  τους την έστειλε και τους διαμήνυσε ότι αν θέλετε κάτι να αφαιρέσω έχει καλώς. Θα το κάνω. Αν θέλετε όμως κάτι να προσθέσω δεν γίνεται. Ύμνους στη Χούντα δεν θα έκανε.
Ήταν ένας άνθρωπος που διάβαζε, διάβαζε πολύ, έγραφε πολύ. Θυμόταν τα πάντα από αυτά που διάβαζε. Είχε ένα γραφείο με μία πλούσια βιβλιοθήκη από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα γεμάτη βιβλία, σε διπλές σειρές. Και πάντα ήξερε που είναι το καθένα. Τον θυμάμαι να κοιμάται νωρίς γύρω στις 9.00 και να ξυπνά γύρω στις 3.00 το πρωί να φτιάχνει καφέ να κλείνετε στο γραφείο του και να γράφει, να γράφει και να διαβάζει με τις ώρες. Αργότερα θα έβγαινε στον κήπο να σκαλίζει και να περιποιείται τα λουλούδια, τους είχε αδυναμία ή θα έπαιζε με την αγαπημένη του σκυλίτσα την Πεντάμορφη. Την αγαπούσε πολύ και όταν κάποτε νοσηλευόταν για καιρό στο νοσοκομείο για τις ημικρανίες που τον βασάνιζαν, ανησυχούσε για την Πεντάμορφη, η οποία στο διάστημα αυτό είχε μαραζώσει  και τι έκανε ο πατέρας μου, μασούσε τροφή, την έφτυνε σε ένα χαρτί και την έστελνε με εμάς στην Πεντάμορφη να φάει να καταλάβει από την μυρωδιά του ότι ζει.
Λάτρευε την αρχαιολογία, νομίζω λυπόταν που δεν είχε σπουδάσει αρχαιολόγος, αργότερα ήθελε να σπουδάσω εγώ αρχαιολογία, αλλά ως γνωστό τα παιδιά κάνουν το αντίθετο από αυτό που θέλουν οι γονείς. Μάλλον πίστευε στο βάθος της καρδιάς του ότι μπορεί ο εγγονός του να γίνει αρχαιολόγος, αλλά τον λάτρευε και νομίζω του το συγχώρησε που δεν έγινε. Για μένα δεν είμαι σίγουρη αν με συγχώρησε ποτέ.
Μέσα στις πολυποίκιλες δραστηριότητες του με ομιλίες, δοκίμια, βιβλία, θεατρικά έργα αλληλογραφούσε με το γιατρό και ανθρωπιστή Αλβέρτο Σβάιτσερ που ξόδεψε τη ζωή του για τα πεινασμένα και άρρωστα παιδιά της Αφρικής προσφέροντας τους ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση και ότι άλλο μπορούσε. Του άρεσαν φυσιογνωμίες που έχουν χαράξει και μένα στην εφηβεία μου, ανθρώπους που αγωνίζονταν για την ειρήνη, την ισότητα και τα δικαιώματα των ανθρώπων όπως ο Μαχάτμα Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Ανθρώπους με ιδανικά και υψηλές αξίες. Καμία φορά αναρωτιέμαι αν ζούσε τώρα πόσο θα ένιωθε απογοητευμένος και πικραμένος.
Θυμάμαι την εποχή  της έκδοσης κάποιου βιβλίου του, όλοι έπρεπε να είμαστε επί ποδός, για διορθώσεις και πάλι διορθώσεις και ξανά διορθώσεις και lay out του βιβλίου και η μαμά μου να ζωγραφίζει τα εξώφυλλά ή να ψάχνουμε να βρούμε κάτι που να τον ενδιέφερε.
Μέσα στις πνευματικές του ανησυχίες ήταν και η συλλογή γραμματοσήμων, μάζευε από το 1940, τα τοποθετούσε μέσα σε ειδικά άλμπουμ, τα έπιανε πάντα με τσιμπιδάκι, είχε τα λευκώματα πάντα όρθια και ήταν μία συλλογή για την οποία καμάρωνε.
Πήρε πολλά βραβεία και διακρίσεις στη ζωή του για την προσφορά του στα γράμματα. Ήταν ενεργό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδος και της Ένωσης Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος. Του είχαν κάνει κάποια αφιερώματα όσο ήταν στη ζωή.
Του άρεσαν πάρα πολύ τα ταξίδια. Μετά από κάθε ταξίδι  έγραφε σε συνέχειες οδοιπορικό στην εφημερίδα Γνώμη. Κάποια φορά μάλιστα που είχε γράφει διθυράμβους για την Ελβετία του πρότειναν να αναλάβει το προξενείο της Ελβετίας στην Πάτρα, θέση που δεν δέχθηκε λόγο της αδυναμίας του στις ξένες γλώσσες.
Του άρεσε το ψάρεμα πράγμα που μου μετέδωσε και μένα. Θυμάμαι να ψαρεύουν με τη μητέρα μου, εγώ πολύ μικρή, ώρες ατελείωτες.  Για να μην πλήττω, μου έδιναν και μένα πετονιά με δόλωμα και ψάρευα. Κάποιες φορές στα κρυφά, μου δόλωναν και κάποιο μικρό ψάρι που είχαν πιάσει αυτοί, για να χαρώ και να κολλήσω το μικρόβιο του ψαρέματος.  
Νομίζω ο νερόμυλος του πατρικού του τον είχε χαράξει. Φαίνεται και από το βιβλίο Νερόμυλοι που έτυχε διακρίσεων και αν  είμαστε σε άλλη χώρα, θα ήταν λαογραφικό ντοκουμέντο μιας εποχής που πέρασε, για τα Πανεπιστήμια και την έρευνα, για τη λαογραφία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που τόσο τις έχουμε ανάγκη  στις μέρες μας.
Νομίζω ο ήχος του νερόμυλου τον συντροφεύει ακόμα εκεί που είναι. Ο νερόμυλος δούλευε μέχρι πριν κάποια χρόνια  και σήμερα σαπίζει  κλειστός και μόνος του. Κάποτε άλεθε συνέχεια για τα γύρω χωριά. Θυμάμαι τα μουλάρια που έρχονταν φορτωμένα και τον ήχο του μύλου καθώς έπεφτε το νερό με δύναμη  από ψηλά και με τη δύναμή του γύριζε τις μυλόπετρες. Όλη μέρα κι όλη νύχτα. Στον ήχο του προσπαθούσα να συντονίζω λέξεις, σκοπούς τραγουδιών και μ αυτούς αποκοιμόμουν, τα καλοκαίρια που πηγαίναμε διακοπές στο χωρίο. Τι γλυκός ύπνος.  
Θέλοντας να κλείσω την μικρή αυτή αναδρομή στη μνήμη του πατέρα μου θα σας μεταφέρω τα λόγια του, για τον ήχο του νερόμυλου αυτό το ρυθμικό ήχο.
Χιλιάδες νύχτες ο γλυκόδροσος αχός τούτου του νερόμυλου σε συναυλία αγγέλων με αηδονολαλιές,  μας απαλονανούριζε. Ξυπνούσαμε μόλις σταμάταγε. Η πάσπαλη, νοτισμένη από την άχνα της χούρχουρης, μένει στα εσώστηθά μας πετρωμένη.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν όσο κι αν σκουριάσουν οι κρίκοι, όσο μακριά κι αν ζει κανένας από μια τέτοια πολυαγαπημένη, είναι αδύνατον να την απαρνηθεί και να κοπούν οι δεσμοί. Ποτέ μα ποτέ, οι αυτοκινητοβοές, οι μουσικοταινίες της πόλεως, δεν μπορούνε να συγκριθούν με τον αχό του νερόμυλου, με τις δροστοσταλίδες της χούρχουρης, με τις αηδονοφωνές της κρέμασης του μύλου.
Σας ευχαριστώ πολύ
Αγγελική Χ. Αντωνοπούλου