ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΡΝΑΡΟΥ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΛΕΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ(1848-1918)



Λ.Κ. Καρνάρου, Ο Επίσκοπος Ηλείας Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος (1848-1918), Αμαλιάδα : Βιβλιοπανόραμα, 2016, σσ. 80.


                
     ΟΜΙΛΙΑ-ΕΙΣΗΓΗΣΗ π.ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΡΙΣΚΙΠΑΚΗ Θεολόγου-Συγγραφέα

      Από τις εκδόσεις «Βιβλιοπανόραμα» κυκλοφόρησε το νέο μικρό σε μέγεθος, αφού αριθμεί ογδόντα σελίδες, αλλά πολύ σημαντικό σε περιεχόμενο και με πολλή καλαισθησία επιμελημένο πόνημα του αγαπητού φίλου κ. Λεωνίδα Καρνάρου, με το οποίο επιχειρεί για πρώτη φορά να ασχοληθεί με έναν διαφορετικό τομέα της ιστορίας της περιοχής της Ηλείας, που είναι η νεώτερη περίοδος του βίου της εκεί τοπικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό και  φέρει τον τίτλο Ο  ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΛΕΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (1848-1918), πράγμα που σημαίνει ότι ως αντικείμενο έχει την ιστόρηση της προσωπικότητας του πρώτου ποιμενάρχου της αρτισύστατης από το 1899 «επισκοπής Ηλείας», η οποία μετεξελίχθηκε κατόπιν στη σημερινή «Ιερά Μητρόπολη Ηλείας».
      Στην επεξεργασία του θέματός του ο κ. Καρνάρος ακολουθεί σχεδόν την ίδια πορεία και μέθοδο με τα λοιπά έργα του, δηλαδή τη συλλογή και παράθεση κυρίως του πηγαίου υλικού, στηριζόμενος στην παρούσα του προσπάθεια σχεδόν αποκλειστικά στον τοπικό τύπο των Πατρών και του Πύργου, χωρίς να έχει πρόθεση να εξαντλήσει ολόκληρη τη βιβλιογραφία, την οποία όμως γνωρίζει και χρησιμοποιεί κατά περίπτωση, είτε μέσα στο κείμενο είτε σε υποσημειώσεις. Για να υποστηρίξει μάλιστα καλύτερα το κείμενό του δημοσιεύει πολύ χρήσιμες φωτογραφίες, έγγραφα, και άλλο εικονογραφικό υλικό [σ. 16, 19, 20, 22, 52, 55, 58, 62, 65, 68, 73 και 75].     
       Ως κριτήριο της έρευνάς του για τον Δαμασκηνό θέτει την προσέγγιση του βιογραφούμενου ιεράρχου, όπως σημειώνει, «όσο γίνεται πιο ουδέτερα, χωρίς διάθεση αγιογραφίας, αλλά και χωρίς αρνητική προκατάληψη» [Οπισθόφυλλο]. Θα πρέπει να παρατηρηθεί επίσης, ότι στο έργο δεν επιχειρείται η εξαντλητική ενασχόληση, η ενδελεχής εξέταση, η λεπτομερής αξιολόγηση και επιστημονική αποτίμηση του βίου και του έργου του επισκόπου Ηλείας, αλλά κυρίως η αδρομερής σκιαγράφηση της πολυσχιδούς και πολυτάλαντης προσωπικότητας του, με επιμονή στα τελευταία γεγονότα του βίου του, στηριζόμενος γι’ αυτό στην παράθεση και το σχολιασμό του υλικού που ο ιστοριοδίφης συγγραφέας έχει συλλέξει από τις πηγές του, με σκοπό, όπως σημειώνει,  να τον ανασύρει από την αφάνεια και «να αναστήσει τη μνήμη του» [σ. 12], καθώς όπως πιστεύει «η ενός αιώνα σιωπή γύρω από το πρόσωπο του αοιδίμου ιεράρχη  […πρέπει…] κάποτε να λάβει τέλος» [Οπισθόφυλλο], ευελπιστώντας η μελέτη του ν’ αποτελέσει γι’ αυτό το εφαλτήριο.
        Το έργο αφιερώνεται από το συγγραφέα στο σημερινό διάδοχο του Δαμασκηνού, Σεβ. Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανό, ο οποίος και το προλογίζει, παρατηρώντας ορθά ότι με αυτό ο κ. Καρνάρος «γίνεται αιτία αυτογνωσίας και διδασκαλίας των συμπατριωτών του, αλλά συγχρόνως, τιμώντας τα ιστορικά πρόσωπα, τιμά και τον ίδιον του τον εαυτόν» [σ. 7], ενώ στη συνέχεια παρατίθεται και το προλογικό σημείωμα του Γέροντος Μαξίμου του Ιβηρίτου, όπου σημειώνεται με έμφαση ότι το έργο του κ. Καρνάρου «αποσκοπεί εις την απόδοσιν τιμής και εξόφλησιν χρέους προς έναν δεδιωγμένον ιεράρχην» [σ. 9].
       Των προλογικών σημειωμάτων ακολουθεί πολύ σύντομη εισαγωγή, ή μάλλον καλύτερα ένα βραχύ εισαγωγικό σημείωμα, όπου ο αναγνώστης εισάγεται στο θέμα του βιβλίου και ενημερώνεται για το σκοπό της συγγραφής του, ενώ στο τέλος εκφράζονται ευγενώς και οι ευχαριστίες του συγγραφέα προς όλους εκείνους που συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση της προσπάθειάς του.
      Το θέμα του ο κ. Καρνάρος επεξεργάζεται σε οκτώ συνολικά ιστορικές ενότητες εν είδει κεφαλαίων, που αποτελούν και τον κύριο κορμό του βιβλίου. Οι ενότητες αριθμούνται με ελληνικούς αριθμούς και καθεμιά φέρει δικό της τίτλο, καθώς εξετάζει συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής του ή επιμέρους πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον μακαριστό Δαμασκηνό.
      Η πρώτη ενότητα – κεφάλαιο επιγράφεται ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ [σ. 13-16] και αναφέρεται κυρίως στην κοινή ιστορία της τοπικής Εκκλησίας στην Ηλεία με αυτήν της περιοχής των Πατρών υπό τον τίτλο αρχικά της «Επισκοπής Αχαΐας» και κατόπιν της «Αρχιεπισκοπής Πατρών και Ηλείας». Ουσιαστικά δηλαδή και αυτή η ενότητα έχει εισαγωγικό χαρακτήρα, αφού επιχειρεί τον εκκλησιαστικοϊστορικό προσανατολισμό του αναγνώστη αναφορικά με τον χώρο στον οποίο κλήθηκε να δραστηριοποιηθεί ποιμαντικά το εξεταζόμενο στο έργο πρόσωπο, ξεκινώντας από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και την εκλογή του Δαμασκηνού το 1901 στον επισκοπικό θρόνο της Ηλείας.
        Με τη δεύτερη ενότητα εισέρχεται πλέον ο κ. Καρνάρος στην εξέταση του βίου του Δαμασκηνού ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟ [σ. 17-20], δηλαδή από το 1848 μέχρι και το 1901. Επειδή όμως καθώς φαίνεται τον ενδιαφέρει κυρίως να αποτιμήσει την περίοδο εκείνη του βίου του μακαριστού ιεράρχου ως επισκόπου Ηλείας, δεν εξετάζει λεπτομερώς τα γεγονότα της περιόδου αυτής, αλλ’ αναφέρεται συνοπτικότατα σ’ αυτά προκειμένου να μεταβεί ομαλά στα γεγονότα της εκλογής, της χειροτονίας και της ενθρονίσεως. 
       Από την περίοδο αυτή του βίου του Δαμασκηνού, δύο είναι νομίζουμε οι σημαντικοί σταθμοί που απέβησαν τα εφαλτήρια για τη διαγραφή της μετέπειτα λαμπρής πορείας του, αλλά και του άδοξου και αναπάντεχου τέλους της ποιμαντορίας του και αυτής της ζωής του. Ό πρώτος από αυτούς είναι η προσέλευση, εγκαταβίωση και παραμονή του στην περιώνυμη εκείνη την περίοδο Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, και ο δεύτερος οι εξαιρετικές σπουδές του στη Γερμανία, καθώς και ο στενός δεσμός που ανέπτυξε με πολλά σημαντικά πρόσωπα εκεί κατά την εικοσαετή εφημεριακή διακονία του στο Μόναχο και τη Βιέννη. Η Μονή Ταξιαρχών και η Γερμανία του προετοίμασαν μεν το δρόμο για την επιστημονική και εκκλησιαστική του ανέλιξη, η στενή σχέση που καλλιέργησε όμως με το γερμανικό περιβάλλον ίσως να στάθηκε η κύρια αιτία της απομακρύνσεώς του από το θρόνο της Ηλείας, με οδυνηρή συνέπεια το θάνατό του λίγο αργότερα.
         Αναφορικά επίσης με τη Μονή Ταξιαρχών θα πρέπει να σημειωθεί απαραιτήτως στο σημείο αυτό, και με αφορμή την εξέταση του βίου του μακαριστού Δαμασκηνού, η μοναδικά σπουδαία συμβολή της στα θεολογικά γράμματα και γενικότερα στην παιδεία της πατρίδας μας μετά την Επανάσταση, καθώς είναι βέβαιο ότι ο αοίδιμος ιεράρχης προσήλθε στη Μονή εξαιτίας της φήμης της ως σπουδαίου παιδευτικού κέντρου και φυτωρίου εκκλησιαστικών στελεχών, όπως έχουν δείξει σημαντικές μελέτες, μεταξύ των οποίων κι εκείνες του Ηλείου στην καταγωγή καθηγητού κ. Παναγιώτου Παπαθεοδώρου, ο οποίος μάλιστα ευτύχησε να διδάξει στο Γυμνάσιο της Μονής κατά τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του. Ο Δαμασκηνός οφείλει νομίζουμε αποκλειστικά το «εύ ζήν» στη Μονή Ταξιαρχών, γι’ αυτό και θα πρέπει να συναριθμιστεί στη μακρά σειρά των σπουδαίων και επιφανών εκείνων λογίων ιεραρχών και κληρικών της περιόδου της ακμής της Μονής, μελών της αδελφότητάς της, οι οποίοι ωφέλησαν πολλαπλώς, όπου και αν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τόσο την Εκκλησία, όσο και την πατρίδα. Ωστόσο όμως, είναι απογοητευτικό το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί προσπάθεια για τη σύνθεση της απαραίτητης συνολικής εκείνης μελέτης, η οποία θα αποτυπώνει με εγκυρότητα και πληρότητα την πνευματική ακτινοβολία και προσφορά της Μονής τόσο πριν, όσο και κυρίως μετά την εθνική παλιγγενεσία[1].
      Η τρίτη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη από τον κ. Καρνάρο, όπως επιγράφεται, στα γεγονότα της ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΗΣ [σ. 21-34] του επισκόπου πλέον Δαμασκηνού ως πρώτου ποιμενάρχου της επισκοπής Ηλείας, για την παράθεση των οποίων στηρίζεται αποκλειστικά στα σχετικά φύλλα της εφημερίδος της κυβερνήσεως του τότε Βασιλείου της Ελλάδος, και κυρίως στις πληροφορίες για τα γεγονότα όπως αποτυπώθηκαν στις στήλες της εφημερίδας «Νεολόγος» των Πατρών, παραθέτοντας, χωρίς όμως να κουράζει, αυτούσια μακροσκελή αποσπάσματα από τις στήλες της, καθώς επιθυμεί να προσφέρει με αμεσότητα μια όσο το δυνατό πιο ζωντανή εικόνα των γεγονότων, αλλά και να αποτυπώσει, στο βαθμό που η δημοσιογραφική πέννα τα έχει συλλάβει, τα συναισθήματα του λαού της Ηλείας για το ευτυχές και πολυσήμαντο γεγονός της ενθρονίσεως του πρώτου επισκόπου του έπειτα από πολλές δεκαετίες. Έτσι, αναφέρεται λεπτομερέστερα κυρίως στα περιστατικά της υποδοχής του νέου ιεράρχου στην Αμαλιάδα και ιδιαιτέρως στον Πύργο, του οποίου «εγκάρδιος, σεμνή και επιβάλλουσα υπήρξεν […] η υποδοχή εκ μέρους του λαού» [σ. 28], παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιο από την εφημερίδα μεγάλο μέρος από τον πολύ σημαντικό ενθρονιστήριο λόγο του Δαμασκηνού, στον οποίο ο νέος ιεράρχης αναλύει τις βασικές πτυχές της επικείμενης ποιμαντορίας του [σ. 29-31].
       Προκειμένου μάλιστα ο κ. Καρνάρος να σκιαγραφήσει πιστότερα την προσωπικότητα του νέου επισκόπου και να αναδείξει τα πολλαπλά χαρίσματα που τον κοσμούσαν, δανείζεται κείμενα «αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων», μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αθανάσιος Δουροϊωάννης, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι θα αισθάνεται «ευτυχής και ευδαίμων η ημετέρα κοινωνία, ης οι πολίται μετ’ ού πολύ θα τύχωσι τοιούτων σωτηρίων διδαγμάτων της θρησκευτικής και πνευματικής αγωγής παρά του ημετέρου ιερολόγου ιεράρχου» [σ. 25], αποτυπώνοντας ανάγλυφα τις χρηστές ελπίδες που έτρεφε ο ηλειακός λαός για το νέο του ποιμενάρχη, και οπωσδήποτε όπως φαίνεται δεν διαψεύστηκε. Και αυτό διότι ο κ. Καρνάρος, δεν περιορίζεται, στην υπό παρουσίαση ενότητα, μόνο στα γεγονότα της ελεύσεως και καταστάσεως του επισκόπου, αλλά παραθέτει ελάχιστα μεν, χαρακτηριστικά όμως της ποιότητας και της αξίας του ποιμαντικού έργου του Δαμασκηνού,  στοιχεία για τη δραστηριότητά του, όπως η πολύπλευρη κοινωφελής δράση και τα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγ. Νικολάου στον Πύργο [σ. 32-34]. Αξίζει μάλιστα στο σημείο αυτό να παρατεθεί και η επ’ αυτού άποψη του διαδόχου του Μητροπολίτου Αντωνίου Πολίτη, κατά τον οποίο «η μεγάλη του μόρφωσις, η βαθεία του ευσέβεια, η πραότης του ήθους του, η ευγένεια των τρόπων του και η ελεήμων αυτού διάθεσις κατέστησαν […] αγαπητότατον» [σ. 59] το Δαμασκηνό στο ποίμνιό του.
              Στην τέταρτη ενότητα ο κ. Καρνάρος ασχολείται με το ακανθοδέστερο από τα ζητήματα του βίου του ιεράρχου  όπως είναι το «ΑΝΑΘΕΜΑ» ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ [σ. 35-52], παραθέτοντας τα γεγονότα των ετών 1916 και 1917 στα οποία έλαβε μέρος, κάτι που του κόστισε το επισκοπικό του θρόνο. Θα πρέπει να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω ενότητα είναι η μεγαλύτερη σε έκταση του βιβλίου, γεγονός που αποτυπώνει νομίζουμε την πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει τα γεγονότα λεπτομερέστερα και να τοποθετήσει σ’ αυτά το Δαμασκηνό, ώστε να φωτίσει περισσότερο την έκταση της ανάμειξής του και να ανιχνεύσει το ενδεχόμενο μέρος της ευθύνης του. Τα πολιτικά γεγονότα σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης για το ανάθεμα στην περιοχή της Ηλείας παραθέτει ο κ. Καρνάρος στηριζόμενος κυρίως στις πληροφορίες της εφημερίδας «Πατρίς» του Πύργου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αναφορικά με την ανάμειξη του Δαμασκηνού, ότι συγκατατέθηκε σ’ αυτό επηρεασμένος από τα ζοφερά πολιτικά γεγονότα και πειθαρχώντας στην απόφαση της Συνόδου[2], δικαιολογώντας εμμέσως πλην σαφώς την στάση του επισκόπου. Στην όλη στάση του Δαμασκηνού υπέρ του αναθέματος, όμως, νομίζουμε ότι ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο ο συναισθηματικός του δεσμός με το γερμανόφωνο χώρο από τη θητεία του ως κληρικού, αλλά και η συνεπεία αυτού προαγωγή του σε επίσκοπο με τη συνδρομή του βασιλικού περιβάλλοντος[3], δεδομένης μάλιστα και της γερμανικής καταγωγής του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, σφοδρού αντιπάλου του Βενιζέλου. Αυτό βέβαια είναι ένα ζήτημα που μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορεί να εκληφθεί και οπωσδήποτε απαιτεί ενδελεχή έρευνα.
        Οι τραγικές συνέπειες της στάσης υπέρ του αναθέματος του επισκόπου Ηλείας εξετάζονται από τον κ. Καρνάρο στην πέμπτη ενότητα του βιβλίου με τίτλο Η ΕΚΘΡΟΝΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ [σ. 53-58], καθώς αυτή του η ενέργεια είχε κυριολεκτικά ολέθρια αποτελέσματα τόσο για την εκκλησιαστική του σταδιοδρομία, όσο και για την ίδια του τη ζωή, αφού το Σεπτέμβριο του 1917 εκθρονίστηκε και τέθηκε σε τριετή αργία από το «Ανώτατο Συνοδικό Δικαστήριο»[4] που όρισε το νέο καθεστώς[5], ενώ έπειτα από εννέα μήνες περίπου, στα τέλη Ιουλίου του 1918, πέθανε και κηδεύθηκε στην Αθήνα, γεγονός που ο συγγραφέας παραθέτει, αναδημοσιεύοντας τη σχετική είδηση από την εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών. 
       Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι τα τελευταία γεγονότα της ζωής του μακαριστού Δαμασκηνού θέτουν επιτακτικά για μια ακόμη φορά το σοβαρότατο ζήτημα των διαχρονικών επεμβάσεων της Πολιτείας στις αποφάσεις της Εκκλησίας και γενικά στα εκκλησιαστικά πράγματα στην πατρίδα μας μετά το 1833, καθώς τόσο οι πολιτικές παρεμβάσεις των φιλοβασιλικών για το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου από την Σύνοδο, όσο και οι πολιτικές παρεμβάσεις των βενιζελικών κατόπιν για τον τρόπο κανονικής μεταχείρισης των ιεραρχών που έλαβαν μέρος στο ανάθεμα το 1916, αποτελούν κραυγαλέες μορφές στυγνής εφαρμογής της πολιτειοκρατίας (καισαροπαπισμού), καθώς συνιστούν ευθεία προσπάθεια ποδηγέτησης της Εκκλησίας και επιρροή ουσιαστική στη λήψη των αποφάσεων από τα συνοδικά της όργανα προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι εκάστοτε πολιτικές επιδιώξεις, οι οποίες προσκρούουν ευθέως στη διδασκαλία της, και μάλιστα, δυστυχώς, με την σύμπραξη κάθε φορά αριθμού ιεραρχών φίλα προσκείμενων στους εκάστοτε κρατούντες, βασιλόφρονες ή βενιζελικούς. Στην περίπτωση μάλιστα του αναθέματος κατά του Βενιζέλου και της αντιμετώπισής του, παρατηρήθηκε το εξής παράδοξο και συνάμα θλιβερό φαινόμενο : μια αντικανονική και αντιεκκλησιαστική ενέργεια όπως ήταν το ανάθεμα[6], να καταβληθεί προσπάθεια να θεραπευθεί από μια εξίσου αντικανονική και αντιεκκλησιαστική ενέργεια, όπως ήταν η καταδίκη των ιεραρχών από αντικανονικό όργανο διορισμένο από την επαναστατική κυβέρνηση, κάτι που κόστισε τελικά τη ζωή στο μακαριστό Δαμασκηνό.
          Όμως, όπως υποστηρίζει ο κ. Καρνάρος, ο ιεράρχης δεν αναπαύθηκε ούτε μετά θάνατον, αλλά οι δοκιμασίες του συνεχίστηκαν, θεωρώντας γι’ αυτό ουσιαστικό υπεύθυνο των βενιζελικών φρονημάτων διάδοχό του μητροπολίτη  Αντώνιο Πολίτη. Έτσι στην έκτη ενότητα που επιγράφεται ως ΟΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ [σ. 59-73], δίνεται έμφαση κυρίως στην τεχνηέντως ματαιωθείσα από το μητροπολίτη Αντώνιο ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του αοιδίμου ιεράρχου το 1932 στον Πύργο, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε επιθυμία των πνευματικών του παιδιών και απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λετρίνων [σ. 60-61]. Προκειμένου μάλιστα να θεμελιώσει  καλύτερα τις εχθρικές προς το πρόσωπο του Δαμασκηνού διαθέσεις του διαδόχου του Αντωνίου[7], αλλά και να καταδείξει πληρέστερα τα αποτελέσματα του έργου  του Δαμασκηνού στην Ηλεία ο κ. Καρνάρος αφιερώνει την έβδομη και τελευταία ενότητα του έργου στα πνευματικά του τέκνα, τους αρχιμανδρίτες ΠΡΟΚΟΠΙΟ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΔΑΝΙΗΛ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟ [σ. 63-73], παραθέτοντας από την εφημερίδα «Πατρίς» του Πύργου εκτενή δημοσιεύματα για τις σπουδαίες αυτές εκκλησιαστικές προσωπικότητες της Ηλείας και την προσφορά τους, αναφερόμενος επίσης στην περιπέτεια του μητροπολίτη Αντωνίου το 1935, κατά την οποία ανατέθηκε η τοποτηρητεία της μητροπόλεως στον Αρχιμ. Δανιήλ Παναγόπουλο, αλλά και στο μυστικό μνημόσυνο για το Δαμασκηνό το 1937, όπως  και στις διώξεις των δύο κληρικών από τον μητροπολίτη Αντώνιο, καθώς και την αντίδραση σ’ αυτή το 1938 του Δανιήλ Παναγοπούλου.
         Η όγδοη κατά σειρά ενότητα τιτλοφορείται ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ [σ. 74-75] και αποτελεί ουσιαστικά τον επίλογο του βιβλίου του κ. Καρνάρου, όπου επιχειρεί μια σύνοψη των στοιχείων του και έναν συνολικό θετικό χαρακτηρισμό για τον αοίδιμο ιεράρχη, με την ευχή να συνεχίσουν το έργο της αναδείξεως του προσώπου και του έργου του νέοι ερευνητές. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την παράθεση της ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ [σ. 76-77] και των ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ [σ. 79].
      Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του πονήματος του κ. Καρνάρου για τον «πράο, ειρηνοποιό, ανεξίκακο, ιεροπρεπέστατο, φιλάνθρωπο και ελεήμονα» επίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος «απετέλει αληθές σέμνωμα της Εκκλησίας, σπάνιον υπόδειγμα εναρέτου και φιλοχρίστου κληρικού ιεράρχου, εμποτισμένου με τας ηθικάς και πνευματικάς ιδιότητας, αίτινες διέκρινον πάντας τους αγνούς, τους σεμνούς, τους φιλοπάτριδας λευίτας» [σ. 56], είναι απαραίτητο να ευχαριστήσουμε θερμά τον φιλόπονο συγγραφέα για τον κόπο, να τονίσουμε την ανάγκη να μελετηθεί το βιβλίο με προσοχή από τον καθένα μας, αλλά και να ευχηθούμε από καρδιάς μαζί με τον αγαπητό μας Λεωνίδα, να εμφανιστούν και άλλες μελέτες που θα φωτίσουν πλήρως την πολυτάλαντη προσωπικότητα του πολιού ιεράρχου, ένα έργο στο οποίο έχει συμβάλλει ουσιαστικά με τις έρευνες και τις δημοσιεύσεις του ο φίλτατος αδελφός π. Δαμασκηνός Πετράκος.

                                                                               π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης



[1] Είναι χαρακτηριστικό της ακμής της Μονής, ότι το 1833 η αδελφότητά της αριθμούσε 74 πρόσωπα. Οι πεπαιδευμένοι από τους αδελφούς της Μονής εφημέρευαν στο Αίγιο και τα χωριά της περιοχής, αλλά εργάζονταν παράλληλα και ως δάσκαλοι, συμβολαιογράφοι και δικολάβοι. Το 1837, με πρωτοβουλία του ηγουμένου Μαλετίου Ροβήτου ιδρύθηκε «Ελληνικόν Σχολείον» στη Μονή, όπου δίδαξαν κατά κύριο λόγο μέλη της μοναστικής αδελφότητας, αλλά και λαϊκοί. Από το σχολείο της Μονής αποφοίτησαν πολλά και ικανά στελέχη που επάνδρωσαν εκκλησιαστικές αλλά και δημόσιες θέσεις. Τέλος, το 1880 ιδρύθηκε το Γυμνάσιο της Μονής, το οποίο λειτούργηε σε πρώτη φάση μέχρι το 1926.  

[2] Είναι γεγονός ότι οι μητροπολίτες της λεγόμενης «Παλαιάς Ελλάδας» υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο, συντάχθηκαν με το βασιλιά Κωνσταντίνο, ενώ οι μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» με τον Βενιζέλο. Έτσι, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Δαμασκηνός ως μέλος της Ι. Συνόδου και πιεζόμενος όχι μόνον από την απόφαση που έλαβαν, αλλά και από τη γενικότερη άθλια κατάσταση του ποιμνίου του, έδωσε εντολή για να γίνει και στην Επισκοπή του το Ανάθεμα [σ. 38], ενώ συμπερασματικά υπογραμμίζει ότι η μεν πολιτική απόφαση για το Ανάθεμα είχε παρθεί από την πρωτεύουσα όπου τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα έπειτα και από την απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στον Πειραιά και τις επακολουθήσασες μάχες, αλλά και από τις κατά τόπους οργανώσεις των Επιστράτων αλλά και των Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων και του ισχυρού Συνδέσμου των Επιστράτων. Η δε εκκλησιαστική απόφαση ήταν από την Ιερά Σύνοδο όπου πρωτοστάτησε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος και ένας εκ των συνοδικών ήταν και ο Δαμασκηνός. «Το ότι συμμετείχε στο Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου «δυσαρεστήσας ούτω μέγα μέρος του ποιμνίου του» […], είναι μια άποψη που ασπάζεται και έχει επιβάλλει μέχρι σήμερα η βενιζελική παράταξη και οι διάδοχοί της» [σ. 51].
[3] Αποτελεί ιστορική βεβαιότητα ότι οι εκλεγόμενοι στους κενούς θρόνους των εκκλησιαστικών επαρχιών του Βασιλείου, έπρεπε να τυγχάνουν της εγκρίσεως της κυβερνήσεως και του βασιλιά. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Δαμασκηνού, καθώς η σύνοδος  τον έκρινε «κοινή ψήφω […], ίνα εγκρίσει βασιλική εγκαταστίση αυτόν εν αυτή», δηλαδή στην επισκοπή Ηλείας [Εγκύκλιος, έκδ. Δ. Πετράκου, Ηλειακή Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα 17 (2017), σ. 392], κάτι που και ο ίδιος αποδέχεται και τονίζει ως εξής : «Αναδειχθείς ψήφω της Ιεράς ημών Συνόδου, Θεόθεν οδηγηθείσης, συστάσει της Σεβαστής Κυβερνήσεως και επινεύσει του σεπτού ημών Άνακτος Επίσκοπος» [Εγκύκλιος, έκδ. Δ. Πετράκου, Ηλειακή Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα 17 (2017), σ. 393].
[4]  Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της η κυβέρνηση Βενιζέλου εξέδωσε Νομοθετικό Διάταγμα «Περί Τροποποιήσεως του Καταστατικού της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος», με το οποίο έπαυε από τα καθήκοντά τους και τα πέντε μέλη της Συνόδου που αποφάσισαν το Ανάθεμα και όριζε άλλα. Οι απομακρυνθέντες επίσκοποι κλείστηκαν σε μονές με πρώτο τον μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και οι επισκοπές τους χαρακτηρίστηκαν σχολάζουσες. Η Σύνοδος που συγκροτήθηκε μετά την απομάκρυνση των αντιβενιζελικών ονομάσθηκε «αριστίνδην» κατά μέλη της διορίστηκαν από την κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί μάλιστα συζήτηση για τα ληπτέα μέτρα με τον Υπουργό Εκκλησιαστικών Δ. Γ. Δίγκα που είχε ανεβεί στην Θεσσαλονίκη γι’ αυτό. Είχε βέβαια τους λόγους του διότι η «αριστίνδην» Σύνοδος αποτελούνταν από μέλη προσκείμενα στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Η διορισμένη Σύνοδος πρότεινε την σύσταση του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), που συστάθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 11 Ιουνίου 1917 και επικύρωσε ο Ν. 792/31.8.1917. Ήταν αυτό που δίκασε τους εξής επισκόπους : ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος και οι επίσκοποι Λαρίσης Αρσένιος, Ηλείας Δαμασκηνός, Φωκίδος Αμβρόσιος, Κεφαλληνίας Δαμασκηνός, Θηβών Συνέσιος, Μονεμβασίας και Σπάρτης Γερμανός, Γυθείου Διονύσιος, Κορινθίας Βαρθολομαίος, Πατρών Αντώνιος, Μαντινείας Γερμανός, Τριφυλίας Γαβριήλ, Μεσσηνίας Μελέτιος, Καλαβρύτων Τιμόθεος, Δημητριάδος Γερμανός, Ναυπακτίας Αμβρόσιος, Άρτας Σπυρίδων, Αργολίδος Αθανάσιος, Τρίκκης Πολύκαρπος, Λευκάδος Δανιήλ, Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Καστορίας Ιωακείμ, Μηθύμνης Βασίλειος, Τρωάδος Νεόφυτος, Κορυτσάς Γερμανός, Παραμυθίας Νεόφυτος, Νικοκόπολεως και Πρεβέζης Ιωακείμ, Κρήτης Ευμένιος, Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος, Παροναξίας Ιερόθεος, και Ιωαννίνων Σπυρίδων. Από αυτούς ο Θεόκλητος τήρησε σκληρή στάση απέναντι στο ΑΕΔ, οι Ηλείας και Λαρίσης δικάστηκαν ερήμην, οι Φωκίδος και Κεφαλληνίας ήσαν διαλλακτικοί, ο Δημητριάδος Γερμανός δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μετάσχει στο Ανάθεμα, οι Τρίκκης Πολύκαρπος, Νικοπόλεως και Πρεβέζης Ιωακείμ και ο Παραμυθίας Νεόφυτος αθωώθηκαν. Παρών αρχικά στις συνεδριάσεις του Α.Ε.Δ. ήταν ο Βασιλικός Επίτροπος Μιχ. Γαλανός, που τον Αύγουστο του 1917 παύθηκε από τον Βενιζέλο, διότι υπέγραψε το Ανάθεμα και αντικαταστάθηκε από τον Αμίλκα Αλιβιζάτο. Στις 26 Φεβρουαρίου 1918 η κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε θέμα πλήρωσης του μητροπολιτικού θρόνου Αθηνών. Οι Συνοδικοί πρότειναν ως υποψηφίους τον Αρχιμ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον Κιτίου Μελέτιο Μεταξάκη και τον μοναχό Ιάκωβο Βατοπεδινό, αντιπρόσωπο, τότε, της Ιεράς Κοινότητος του Αγ. Όρους στην Μόσχα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προέκρινε με πολιτειοκρατικά κριτήρια τον Μελέτιο Μεταξάκη, μολονότι είχε πλειονοψηφήσει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ασφαλώς απογοητευμένοι ήσαν δύο της «αριστίνδην» Συνόδου, που έδωσαν αγώνες για την επικράτηση του Βενιζέλου και αυτοί ήσαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και ο Πέτρας Τίτος. Αλλά φαίνεται στην σκέψη του Βενιζέλου είχε εδραιωθεί η εκλογή του Μελετίου, τον οποίο ακόμη ευρισκομένου του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη ο συνεργάτης του Ανδρέας Μιχαλακόπουλος σε υπόμνημά του προς τον Κρήτα πολιτικό είχε χαρακτηρίσει «Βενιζέλο» της Εκκλησίας. Ο Μεταξάκης γνώριζε πολύ καλά τα της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά ήταν κατά κάποιον τρόπο δέσμιος από τις πιέσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παραγόντων για την δίωξη αντιβενιζελικών Ιεραρχών. Κύριο ρόλο σ’ αυτές τις κινήσεις είχε η «Πατριωτική Ένωσις», που ίδρυσαν οπαδοί του Βενιζέλου και που παρενέβαιναν και στα εσωτερικά της Εκκλησίας.. Βέβαια το 1919 τα πράγματα είχαν αποκρυσταλλωθεί και στον χώρο της Εκκλησίας, καθώς στην Αθήνα υπήρχε ο φιλοβενιζελικός μητροπολίτης Μελέτιος, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις εκείνων των Ιεραρχών που προσπαθούσαν να αποκατασταθούν στις επισκοπές τους δείχνοντας αφοσίωση στην βενιζελική κυβέρνηση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
[5] Όπως παρατηρείται πολύ σωστά «με αυτό δεν επιβεβαιώνεται ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός του Ελ. Βενιζέλου, αλλά, ατυχώς, υιοθετείται μία πολιτειοκρατική λογική στην τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας» [Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλου, «Η εμπλοκή της Εκκλησίας στο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου : 100 χερόνια μετά», στον ιστότοποhttp://anastasiosk.blogspot.gr/2017/01/100.html (ανακτήθηκε στις 20/01/2017)].
[6] Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι από πλευράς εκκλησιαστικοθεολογικής, δεν επιτρέπεται καμία και για κανένα λόγο ανάμειξη της εκκλησιαστικής ηγεσίας σε ακραιφνώς πολιτικά ζητήματα. Γι’ αυτό και κατά την άποψή μας, η ορθότερη στάση θα ήταν η αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια του μακαριστού Δαμασκηνού, ακόμη και αν αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απειθαρχία σε συνοδική απόφαση ή και ως αντίθεση με επιθυμία ακόμη και της πλειοψηφίας του λαού.
[7]  Ο μητροπολίτης Αντώνιος, κατά τον τοπικό τύπο, συνετέλεσε ώστε «[…] τα μαρτύρια του σεπτού Ιεράρχου εξηκολούθησαν και πέραν της ζωής.
- Απηγορεύθη να του αποδοθούν τιμαί καίτοι είχε τιμηθή διά πολλών παρασήμων ελληνικών και ξένων, Ρωσίας, Γερμανίας και Αυστρίας.
- Απηγορεύθη να τελεσθούν μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του.
- Απηγορεύθη εις ιερείς να τον μνημονεύουν εις τους ναούς και
- Απηγορεύθη εις τας εφημερίδας να γράψουν περί της μνήμης του» [σ. 57].



Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ



Ο  ΑΓΙΟΣ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  ΑΝΔΡΕΑΣ  Ο  ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ
ΚΑΙ  Η  ΙΔΡΥΣΗ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΤΩΝ  ΠΑΤΡΩΝ

Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών


       1. Ο γεωγραφικός χώρος εντός του οποίου ιδρύθηκε και λειτούργησε η Εκκλησία των Πατρών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, υπήρξε η ομώνυμη πόλη, αλλά και η περιοχή της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Η πόλη των Πατρών, η οποία αποτέλεσε το σημείο έναρξης του κηρύγματος του Ευαγγελίου και οπωσδήποτε το κέντρο διάδοσής του Χριστιανισμού στην αχαϊκή ενδοχώρα, καταλάμβανε εκείνη την εποχή γεωγραφικά τη σημερινή περιοχή νοτιοδυτικά του  κάστρου και απλωνόταν σε σχετικά μικρή ακτίνα, εφ’ όσον ξεκινούσε από τους νοτιοδυτικούς πρόποδες της ακρόπολης και έφθανε ως την παραλία με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά μέχρι και το σημερινό ναό του Αγ. Ανδρέου, ή και νοτιότερα ακόμη έως την σημερινή παραλιακή οδό «Ακτή Δυμαίων». Παρά τη σχετικά περιορισμένη έκτασή της όμως, η πόλη ήταν, σύμφωνα με τις πηγές, πυκνοκατοικημένη με κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του πολεοδομικού της ιστού την ακρόπολη με το κάστρο, τις αγορές, το υδραγωγείο, τις μικρές και απλές κατοικίες, τις τρείς κύριες οδικές αρτηρίες, τα δημόσια λουτρά, καθώς και το σπουδαίο εμπορικό λιμάνι με τις εγκαταστάσεις του.
          Η ευρύτερη ύπαιθρος αχαϊκή περιοχή κατά την περίοδο αυτή, πρέπει να ήταν επίσης πυκνοκατοικημένη με κέντρα τις πολίχνες στο Πλατάνι, το Δρέπανο, τη Δύμη, τις Φαρές, την Τριταία και το Λεόντιο, όπου ζούσε πιθανότατα και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, με σχεδόν αποκλειστική απασχόληση τη γεωργία και την κτηνοτροφία, που αποτελούσαν και τη βάση της οικονομικής ζωής της περιοχής, στην οποία έδινε μεγάλη ώθηση, όσον αφορά κυρίως την πόλη, η λειτουργία του σπουδαίου της λιμανιού, με το εμπόριο και τη ναυτιλία.
           Η θρησκευτική ζωή των εθνικών κατοίκων, ιδιαίτερα της πόλεως, αλλά και γενικότερα της υπαίθρου περιοχής, ήταν πλούσια κι έντονη, με διαδεδομένη ευρέως τη συγκρητιστική λατρεία των ελληνικής, αιγυπτιακής και ρωμαϊκής προελεύσεως θεοτήτων, προς τιμήν των οποίων τελούνταν εντυπωσιακές τελετές με θυσίες και οργανώνονταν λαμπρές θρησκευτικές εορτές, ενώ υπήρχαν όπως φαίνεται και πολλά ιερά, όπου λάμβανε κατ’ εξοχήν χώρα η εθνική λατρεία, η οποία ασκούνταν εντατικά και με έντονο ρυθμό χάρη στην έμφυτη διαχρονική θρησκευτικότητα των Πατρέων και την ένεκα τούτου επίμονη αφοσίωση τους  στο ελληνορωμαϊκό ειδωλολατρικό πάνθεο, γεγονός που αποτέλεσε και το κυριότερο ίσως πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε ο άγ. Ανδρέας και αργότερα τον κύριο ανασταλτικό παράγοντα της ταχύτερης εξάπλωσης του Χριστιανισμού στην περιοχή από την αποστολική εποχή μέχρι και τα τέλη του 4ου αι.
       2. Σ’ αυτό το έντονα διαποτισμένο από την εθνική ειδωλολατρική παράδοση περιβάλλον προσπάθησε ο απ. Ανδρέας να διαδώσει το κήρυγμα του Ευαγγελίου και να ιδρύσει με το ιεραποστολικό του έργο την Εκκλησία των Πατρών. Ο Πρωτόκλητος απόστολος είναι άγνωστο πότε ακριβώς έφτασε για πρώτη φορά στην πόλη. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι η δραστηριότητά του στην Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή πρέπει να τοποθετηθεί πιθανότατα κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68) και μάλιστα μεταξύ των ετών 60 και 68 μ.Χ. Και αυτό, διότι η Πάτρα αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της ιεραποστολικής δράσεως του αγ. Ανδρέου, ο οποίος προηγουμένως είχε κηρύξει στις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα και ειδικότερα στη Σκυθία, καθώς και στις περιοχές της Νίκαιας, της Νικομήδειας, της Βιθυνίας και της Γοτθίας, ενώ κατόπιν, εργάστηκε ιεραποστολικά στην Θράκη, γι’ αυτό και θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία για να καταλήξει στην Πάτρα, όπου, ευρισκόμενος πλέον σε μεγάλη ηλικία, επιδόθηκε σε κοπιώδη και δύσκολο αγώνα για τη διάδοση του χριστιανικού κηρύγματος στην περιοχή της Αχαΐας.
      3.  Συνοδευόμενος από τους συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων μαρτυρείται μόνο το όνομα του Ανθίμου, έφτασε μετά από θαλάσσιο ταξίδι ένδεκα ημερών στην Πάτρα.  Σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή του, επεδίωξε οπωσδήποτε, όπως έπρατταν και οι υπόλοιποι απόστολοι, να έρθει σε επαφή με το εβραϊκό στοιχείο, η παρουσία του οποίου μαρτυρείται στην πόλη ήδη από την περίοδο της βασιλείας του διαδόχου του Αλεξάνδρου, Σελεύκου Α΄(323-281 π.Χ.), καθώς είναι βέβαιο ότι οι πρώτοι Εβραίοι κάτοικοι των Πατρών ήταν σκλάβοι που  μεταφέρθηκαν από τη Συρία, όπου παρέμειναν και προφανώς εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια και άλλοι, ώστε στις πηγές να διασώζονται μαρτυρίες για ύπαρξη ικανού αριθμού Εβραίων στην πόλη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, με τους οποίους οπωσδήποτε θα πρέπει να ήρθε σε επαφή ο άγ. Ανδρέας. Παρά την εφαρμογή της πάγιας τακτικής των αποστόλων να προτάσσουν τη διάδοση του ευαγγελίου στο εβραϊκό στοιχείο της διασποράς, όμως, την οποία ακολούθησε και ο Πρωτόκλητος στην Πάτρα, οι πηγές σιωπούν κυριολεκτικά για το ζήτημα αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι η προσπάθειά του να προσεγγίσει τους Εβραίους της πόλεως μάλλον δεν θα είχε θετικό αποτέλεσμα, κάτι που επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι στις πηγές δεν διασώζονται καθόλου εβραϊκά, αλλά μόνο ελληνικά ονόματα πιστών ή συνεργατών του στην πόλη. Τούτο σημαίνει ακριβώς, ότι, κατ’ εφαρμογή της διεξαγωγής του αποστολικού έργου σε όλες τις περιοχές και πάλι, επειδή δεν βρήκε ανταπόκριση από το εβραϊκό στοιχείο της πόλης, ο απόστολος στράφηκε προφανώς αμέσως στο εθνικό, όπου φαίνεται ότι το κήρυγμά του εισακούστηκε και έγινε αποδεκτό, επισφραγιζόμενο μάλιστα και από τα πολλά θαύματα που το συνόδευαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σχετικά σύντομα ο πρώτος μικρός χριστιανικός πυρήνας της πόλεως.
     4.  Βέβαια, το χριστιανικό κήρυγμα δεν θα ήταν παντελώς άγνωστο στην πόλη των Πατρών, αλλά και ευρύτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Όμως από αποστολικά χείλη μεταδόθηκε για πρώτη φορά με την άφιξη του αγ. Ανδρέου, ο οποίος είναι και ο πρώτος που εργάστηκε ιεραποστολικά και με τρόπο συστηματικό για τη διάδοσή του και την ίδρυση της τοπικής Εκκλησίας, αρχής γενομένης από τον προαναφερθέντα πρώτο χριστιανικό πυρήνα, ένα από τα μέλη του οποίου θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε ο  μόνιμος εθνικός κάτοικος των Πατρών, που το όνομά του σύμφωνα με τις πηγές ήταν Σώσσιος, στην οικία του οποίου εγκαταστάθηκε ως φιλοξενούμενος ο απόστολος και οι συνεργάτες του.
      Η παραμονή βέβαια του αγ. Ανδρέου στην οικία του Σώσσιου δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της εντάχθηκε ως μέλος στην Εκκλησία των Πατρών, αλλά και στο ότι ο Σώσσιος ως πιστό μέλος της τοπικής Εκκλησίας, ευεργετήθηκε από τον απόστολο και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για τη θαυματουργική του θεραπεία από ανίατη και θανατηφόρο ασθένεια, έπειτα από επίκληση του ονόματος του Χριστού. Πρέπει να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό, μάλιστα, πως οι πηγές τονίζουν με πολλή επιμονή το γεγονός ότι, όπως συνέβαινε και με τους λοιπούς αποστόλους, το έργο του αγ. Ανδρέου στην Πάτρα και την περιοχή της Αχαΐας, πέραν του κηρύγματος, περιελάμβανε πολλές θεραπείες και ιάσεις ασθενών σωματικά και πνευματικά, δηλαδή απτά δείγματα της ενίσχυσης του αποστολικού έργου από την παρουσία του Χριστού, «του συνεργούντος και βεβαιούντος τον λόγον δια των επακολουθούντων» του κηρύγματος «σημείων», πράγμα το οποίο πρέπει να συνδεθεί οπωσδήποτε και με την τάση της εποχής να συνδυάζεται η λατρεία των  εθνικών θεών με την παροχή ιάσεων και θεραπειών σε ολόκληρη την Ανατολή.
         Έτσι, η παρουσία και η έντονη αυτή δραστηριότητα του Πρωτοκλήτου στην Πάτρα, φαίνεται ότι διαδόθηκε ταχύτατα και μάλιστα κυρίως η φήμη του κηρύγματος και των πολλών του θαυμάτων, ώστε το έργο του ευαγγελισμού να διευρύνεται και να αυξάνει ο αριθμός των μελών της χριστιανικής κοινότητας με τέτοιο ρυθμό, σύμφωνα με τις πηγές, ώστε και με δεδομένη την αντίδραση του εθνικού στοιχείου, να δημιουργηθεί μεγάλη αναστάτωση στον πληθυσμό, με συνέπεια να πληροφορηθεί τα γεγονότα, συνοδευόμενα και από κατηγορίες εναντίον του αποστόλου και των Χριστιανών, ο διοικητής της πόλεως, που έφερε κατά τις πηγές το όνομα Λέσβιος, ο οποίος δεν μπορεί βέβαια να κατείχε το αξίωμα του ανθυπάτου.
      5.  Ο Λέσβιος, παρουσιάζεται ως φύσει καλοπροαίρετος και ευσεβής άνθρωπος, που διατηρούσε στενότατο σύνδεσμο με την πατρώα ειδωλολατρική θρησκευτική παράδοση της πόλεως. Γι’ αυτό και αφορμώμενος από τα συνταρακτικά γεγονότα, όπως του καταγγέλθηκαν, αποδοκίμασε αρχικά πλήρως τη δραστηριότητα του πρωτοκλήτου και χαρακτήρισε με σκληρό και βλάσφημο τρόπο το Χριστό, στο όνομα του οποίου επιτελούνταν οι θεραπείες και τα θαύματα, ως «μάγον» και «απατεώνα». Ευθυγραμμισμένος, δηλαδή, ο διοικητής επακριβώς με τις  θέσεις και την τακτική του αυτοκράτορα Νέρωνα, ο οποίος θεωρούσε, σύμφωνα με το Σουητώνιο, ότι ο χριστιανισμός ήταν μια νέα και κακόβουλη δεισιδαιμονία, υιοθέτησε αμέσως σκληρή γραμμή στην αντιμετώπιση των Χριστιανών των Πατρών, θεωρώντας ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθούν με θάνατο.
        Έτσι, για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση στην πόλη,  κάλεσε τον εθνικό πληθυσμό να μην δίνει προσοχή στο κήρυγμα και να μην προστρέχει στον απόστολο για θαυματουργίες, αλλά να καταφεύγει στους πολλούς ναούς των δικών του θεών για θεραπεία και βοήθεια. Επίσης, για να ανακόψει τη διάδοση της νέας πίστης και να σταματήσει την αναταραχή στην πόλη, αποφάσισε κατά την πάγια τακτική των ρωμαϊκών αρχών, να συλλάβει τον άγ. Ανδρέα και να τον θανατώσει ώστε να επιτύχει τη διάλυση της νεόφυτης χριστιανικής κοινότητας, η οποία θα έμενε χωρίς πνευματικό οδηγό και θα διαλυόταν. Όμως, ενώ ετοιμαζόταν να εφαρμόσει την επόμενη ημέρα το σχέδιό του, την νύκτα ασθένησε βαρύτατα με κίνδυνο μάλιστα να χάσει τη ζωή του, καθώς ήταν τόσο γρήγορη η επιδείνωση της καταστάσεώς του, ώστε να χάσει για αρκετές ώρες ακόμη την ομιλία του. Θεωρώντας πως  η αιφνίδια εμφάνιση της βαριάς του ασθένειας ήταν θείο σημείο, έδωσε, αφού συνήλθε λίγο, εντολή στους στρατιώτες του να αναζητήσουν τον απ. Ανδρέα και να τον παρακαλέσουν να έρθει στην οικία του. Μόλις έφθασε εκεί ο απόστολος, ο ασθενής διοικητής της πόλεως με δάκρυα στα μάτια του ζήτησε να τον θεραπεύσει, και πράγματι, αφού προσευχήθηκε θερμά στο Χριστό ο Πρωτόκλητος,  ο Λέσβιος ανέκτησε πλήρως την υγεία του.
         Το θαύμα της θεραπείας του διοικητή της πόλεως, υπήρξε οπωσδήποτε ένα συγκλονιστικό γεγονός καίριας σημασίας για την στερέωση και την αύξηση της χριστιανικής κοινότητας των Πατρών, εφόσον και με την ανοχή, αν όχι τη συγκατάθεση, πλέον της ρωμαϊκής αρχής, σύμφωνα με τις πηγές, ικανός αριθμός κατοίκων κατέφευγε στον πρωτόκλητο συνοδεύοντας ασθενείς, τους οποίους θεράπευε ο άγ. Ανδρέας, με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς να μετανοούν, να κατηχούνται και να βαπτίζονται, προστιθέμενοι στη νέα Εκκλησία της πόλεως η οποία αναπτυσσόταν και λειτουργούσε σχεδόν απρόσκοπτα. Η θαυματουργική δράση του αποστόλου ως επιβεβαίωση του κηρύγματός του, σε συνδυασμό με την αγιότητα του βίου του, όπως παρατηρείται χαρακτηριστικά, προκαλούσε βαθιά εντύπωση και ασκούσε μεγάλη επίδραση, προσελκύοντας αρκετούς κατοίκους στην πίστη του Χριστού, γεγονός που οπωσδήποτε θα προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στους εθνικούς, οι οποίοι θα αντέδρασαν βίαια εναντίον των χριστιανών, με συνέπεια κι εκείνοι, σύμφωνα με τις πηγές, να ορμήσουν σε ειδωλολατρικούς ναούς, τους  οποίους έκαψαν και κατέστρεψαν τα ειδωλολατρικά τους αγάλματα, γεγονός που βεβαιώνει οπωσδήποτε την ύπαρξη σοβαρών ταραχών μεταξύ των χριστιανών και των εθνικών της πόλεως, εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης των τελευταίων στην επιτυχή ιεραποστολική δραστηριότητα του Πρωτοκλήτου και των συνεργατών του.   
      6. Η μεταστροφή του Λέσβιου στο Χριστιανισμό και οι ταραχές που επακολούθησαν, είχαν ως αποτέλεσμα ο διοικητής να αντικατασταθεί από το σκληρό Αιγεάτη. Η εξέλιξη αυτή, παρατηρείται χαρακτηριστικά, ότι όχι μόνο δεν δυσαρέστησε το Λέσβιο, αλλά αντιθέτως τον ευχαρίστησε, επειδή θα μπορούσε πλέον απρόσκοπτα και χωρίς το φθοροποιό βάρος της εξουσίας να ακολουθεί τον απόστολο στο ιεραποστολικό του έργο, όχι μόνο στην πόλη αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, δηλαδή να συμμετέχει στην προσπάθεια ευαγγελισμού ως συνεργός του Πρωτοκλήτου «εν πάση τη της Αχαΐας περιχώρω». Την πληροφορία μάλιστα για την ιεραποστολική δραστηριότητα του αγ. Ανδρέου σε ολόκληρη την Αχαΐα, εκλαμβάνουν μεταγενέστερες πηγές ως μαρτυρία επέκτασης του έργου του σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και μάλιστα στην ανατολική της πλευρά, από την περιοχή της Λακεδαιμονίας μέχρι την Κόρινθο και τα Μέγαρα, κάτι που θα πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολικό και μη ακριβές, καθώς στην Κόρινθο τουλάχιστον είχε ήδη κηρύξει το Ευαγγέλιο νωρίτερα ο απ. Παύλος. Είναι όμως βέβαιο, ότι εκτός από την πόλη των Πατρών, ο Πρωτόκλητος απόστολος εργάστηκε ιεραποστολικά περιοδεύοντας «επί πολύ πάσαν την Αχαδα γήν», πιθανότατα δηλαδή στις χερσαίες περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου (ίσως στους σημερινούς νομούς Αχαΐας και Ηλείας), συγκροτώντας τις πρώτες ομάδες των χριστιανών της υπαίθρου. Αν και δεν διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες για την δραστηριότητά του στην αχαϊκή ενδοχώρα ειδικώς, εν τούτοις υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν επαρκώς την αναφορά των πηγών σ’ αυτό, αλλά και ζωντανή ακόμη προφορικώς μεταδιδόμενη παράδοση μεταξύ των κατοίκων του Λεοντίου για διέλευση του αγ. Ανδρέου από την περιοχή τους, ώστε να επιδεικνύονται μέχρι και σήμερα αποτυπώματα της παρουσίας του εκεί, με αποτέλεσμα να ανοικoδομηθεί κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους τιμώμενη στο όνομά του λαμπρή βασιλική, αλλά και να πιστεύεται ότι εκεί έλαβε χώρα η σύλληψή του, πράγμα βέβαια πολύ αμφίβολο, όμως ικανό και ιδιαίτερα σημαντικό για την θεμελίωση του γεγονότος ότι η δραστηριότητά του και στην αχαϊκή ύπαιθρο έπρεπε να υπερβεί πολλαπλά προβλήματα, καθώς αντιμετωπίστηκε, όπως και στην πόλη των Πατρών, με εχθρότητα από τους κατοίκους και τις Ρωμαϊκές αρχές.
      7. Κέντρο της ιεραποστολικής δραστηριότητας και αφετηρία για τις ιεραποστολικές εξορμήσεις του Πρωτοκλήτου υπήρξε, όπως ήδη αναφέρθηκε, η πόλη των Πατρών, όπου μετά την έλευση του νέου διοικητή Αιγεάτη, τα προβλήματα με το εθνικό στοιχείο επρόκειτο να επανέλθουν και να αυξηθούν επικίνδυνα. Πρόσωπο σημαντικότατο στη διευκόλυνση του έργου του αποστόλου στην πόλη των Πατρών, αναδείχθηκε, όπως θα φανεί στη συνέχεια, η νεαρή σύζυγος του διοικητή με το όνομα Μαξιμίλλα, η οποία γνώριζε ήδη στοιχεία για το χριστιανισμό πριν έλθει με το σύζυγό της στην Πάτρα. Για το λόγο αυτό και μόλις πληροφορήθηκε για την παρουσία και τη δραστηριότητα του αγ. Ανδρέου, προσπάθησε να ενημερωθεί λεπτομερέστερα, αποστέλλοντας την έμπιστη συγγενή της Ιφιδάμα στο σπίτι του Σώσσιου, όπου διέμενε ακόμη ο απόστολος. Έχοντας πληροφορηθεί επαρκώς για το πρόσωπο και το έργο του αποστόλου στην πόλη κι ενώ επιθυμούσε με την πρώτη ευκαιρία να έλθει σε επαφή μαζί του, δεν πρόλαβε, καθώς ασθένησε κι εκείνη βαρύτατα. Η αδυναμία των ιατρών της πόλεως να τη θεραπεύσουν και κυρίως η γνώση των θαυματουργικών θεραπειών του αποστόλου, την ώθησαν να ζητήσει από τον άγ. Ανδρέα,  όπως και παλαιότερα ο Λέσβιος, να έρθει στην οικία της. Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση και φτάνοντας εκεί ο Πρωτόκλητος βρήκε ετοιμοθάνατη τη Μαξιμίλλα και το σύζυγό της Αιγεάτη σε απόγνωση να θέλει μάλιστα να θέσει τέλος στη ζωή του. Προσπαθώντας να τον αποτρέψει από το εγχείρημα αυτό, του ζήτησε να πιστέψει και να επικαλεσθεί το Θεό για να σωθεί η σύζυγός του, την οποία θεράπευσε αμέσως, επικαλούμενος το όνομα του Χριστού. Η θεραπεία της Μαξιμίλλας χαροποίησε μεν τον Αιγεάτη, αλλά σύμφωνα με τις πηγές δεν στάθηκε ικανή να τον πείσει γα να πιστέψει κι εκείνος, όπως και ο προκάτοχός του. Θέλοντας, παρά ταύτα ο διοικητής να ευχαριστήσει τον απόστολο, προσπάθησε να τον αμείψει προσφέροντάς του χρήματα, αλλά συνάντησε σθεναρή άρνηση, συνοδευμένη μάλιστα από την προφητική επισήμανση, ότι ο μισθός του επρόκειτο να καταβληθεί πολύ γρήγορα, υπονοώντας τη μεταστροφή και τη βάπτιση της συζύγου του Μαξιμίλλας.
           Πράγματι, φαίνεται πως η σύζυγος του διοικητή, έμελε να αναδειχθεί σε εξαιρετικής σημασίας πρόσωπο στην προσπάθεια ενδυνάμωσης της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας των Πατρών, γι’ αυτό και τα γεγονότα που συνδέονται με τη δραστηριότητά της καταλαμβάνουν στις πηγές αρκετά μεγάλη έκταση, καθώς, όπως τονίζεται εκεί, η θεραπεία στην περίπτωση αυτή της Μαξιμίλλας, σε συνδυασμό και με άλλες θαυματουργικές επεμβάσεις του αποστόλου, προκάλεσαν ενθουσιασμό και προσέθεσαν νέα μέλη στη νεόφυτη τοπική Εκκλησία, χωρίς μάλιστα ν’ αντιδράσει ο διοικητής της πόλεως, είτε όπως εικάζεται διότι ήταν ακόμη βαθιά εντυπωσιασμένος από τη θεραπεία της συζύγου του, είτε από ευγνωμοσύνη και ανοχή προς τον απόστολο, είτε διότι σχεδίαζε να λάβει μέτρα μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, αφού ήταν έτοιμος να αναχωρήσει από την Πάτρα για την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
      8.  Με την αναχώρηση του Αιγεάτη για τη Ρώμη όμως, έφθασε στην πόλη ως αντικαταστάτης του, ο αδελφός του Στρατοκλής, ο οποίος θα ανδεικνυόταν εκτός από τη Μαξιμίλλα σε ένα από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα για την συνέχιση και αύξηση του έργου του απ. Ανδρέου, καθώς και την  οριστική στερέωση του Χριστιανισμού στην περιοχή της Αχαΐας. Μαζί με το Στρατοκλή μάλιστα, ήρθε στη Πάτρα και ο νεαρός υπηρέτης του, ο Αλκμάν, ο οποίος, όπως αναφέρεται στις πηγές, μικρό διάστημα έπειτα από την άφιξή τους στην πόλη, προσβλήθηκε αιφνιδιαστικά κι εκείνος από βαριά νευρική νόσο, για τη θεραπεία της οποίας η Μαξιμίλλα συνέστησε στον Στρατοκλή να απευθυνθεί στον απ. Ανδρέα. Ανταποκρινόμενος και πάλι στην πρόσκληση ο απόστολος, αν και δυσκολεύτηκε πολύ να προσεγγίσει τον ασθενή Αλκμάνα στο διοικητήριο, κατάφερε όμως τελικά να τον πλησιάσει και με θερμή προσευχή να τον θεραπεύσει, σηκώνοντάς τον μάλιστα υγιή και περπατώντας για λίγο μαζί του, ώστε εκείνος πλέον «σωφρόνως και ευσταθώς και ευτάκτως ομιλών και ήδιστα ορών τον απόστολον».
       Το δεύτερο αυτό θαύμα του αποστόλου στους οικείους και φίλους του διοικητή της πόλεως, έκαμψε και τους τελευταίους δισταγμούς της Μαξιμίλλας και της Ιφιδάμας, οι οποίες δέχθηκαν το βάπτισμα, κάτι που έπραξε έπειτα από μικρό διάστημα τόσο ο Στρατοκλής, όσο και ο Αλκμάν, καθώς και άλλοι από τη συνοδεία τους. Είναι άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα, η νέα και μικρή σε αριθμό μελών εκκλησιαστική κοινότητα στην Πάτρα, έχοντας στις τάξεις της όχι μόνο απλούς κατοίκους της πόλεως και της περιοχής όπως ο Σώσσιος, η Τροφίμη, ο Σώστρατος, ο Φιλοπάτωρ, ο Νικόλαος και ο Αντιφάνης, αλλά και επίσημα πρόσωπα, όπως ο Λέσβιος, η Μαξιμίλλα με την Ιφιδάμα και ο Στρατοκλής με τον υπηρέτη του Αλκμάνα, έζησε ακμάζουσα σε ένα περιβάλλον ειρήνης, έχοντας στο κέντρο της τον πολιό απόστολο Ανδρέα.
       9. Την ειρήνη αυτή της τοπικής Εκκλησίας ήρθε να διαταράξει με την επιστροφή του από τη Ρώμη ο διοικητής Αιγεάτης, ο οποίος μόλις πληροφορήθηκε λίγο μετά την άφιξή του, ότι η σύζυγός και οι συγγενείς του έγιναν μέλη της Εκκλησίας, απαίτησε από όλους και ιδιαίτερα από τη Μαξιμίλλα να αρνηθεί το Χριστό και να επιστρέψει στην ειδωλολατρία. Η Μαξιμίλλα όμως, όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά ζήτησε και από τον ίδιο τον Αιγεάτη να βαπτισθεί, καθώς σε αντίθεση περίπτωση του δήλωσε ότι θα προτιμούσε να λάβει διαζύγιο και να τον εγκαταλείψει, καθώς της ήταν αδύνατο να έχει σύζυγο κάποιον ειδωλολάτρη. Ο διοικητής, σύμφωνα με τις πηγές, σε κατάσταση αλλοφροσύνης και θεωρώντας ως υπεύθυνο γι’ αυτό τον απ. Ανδρέα, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον θέσουν υπό αυστηρό περιορισμό και μάλιστα «εν ασφαλεστάτη φρουρά», όπου τον επισκέφθηκε κατόπιν απειλώντας τον με φοβερά βασανιστήρια σε περίπτωση που δεν θα μετέπειθε τη Μαξιμίλλα να επανέλθει στην εθνική ειδωλολατρική της πίστη και να συνεχίσει τον έγγαμο βίο μαζί του.
       Τις ίδιες απειλές, εκτός από τον απόστολο, εκτόξευσε ο διοικητής και εναντίον της Μαξιμίλλας. Επειδή όμως εκείνη παρέμενε σταθερή στην πίστη της, ο Αιγεάτης έπειτα από λίγες ημέρες επανήλθε υποσχόμενος τώρα, ότι αν επέστρεφε στην οικία τους, θα την απάλλασε και θα τιμωρούσε μόνο τον απόστολο με σταυρικό θάνατο. Ακούγοντας η Μαξιμίλλα την απόφαση του Διοικητή για το επικείμενο οικτρό τέλος του αποστόλου, έσπευσε συνοδευόμενη από τη Ιφιδάμα στον τόπο οπού κρατούνταν για να του γνωστοποιήσει το γεγονός. Ο Πρωτόκλητος όχι μόνο δεν πτοήθηκε ή δεν φοβήθηκε, αλλά αντίθετα υποστήριζε και εμψύχωνε εκείνη περισσότερο να παραμείνει πιστή στο Θεό, συνιστώντας της να μην ανησυχεί για τον ίδιο, καθώς του  προξενούσε μεγάλη χαρά να υποστεί καθ' ομοίωσιν του Κυρίου θάνατο σταυρικό, προκειμένου να επιστρέψει διαπαντός κοντά του.
        Τα λόγια του αποστόλου παρηγόρησαν κι ενίσχυσαν πολύ τη Μαξιμίλλα, ώστε όταν συναντήθηκε ξανά με τον Αιγεάτη, να του δηλώσει ότι προτιμά και αυτή το θάνατο παρά να επανασυνδεθεί μαζί του. Η σταθερότητα της Μαξιμίλλας και η αδυναμία του διοικητή να την θανατώσει λόγω κυρίως των ισχυρών και πλούσιων γονέων της, τον οδήγησαν στην απόφαση να τιμωρήσει παραδειγματικά τον απ. Ανδρέα. Έτσι, διέταξε να προσαχθεί ο πρωτόκλητος ενώπιόν του για να δικαστεί. Χωρίς μάλιστα να αναφερθεί στην κυρία αιτία, για την οποία είχε συλληφθεί και επρόκειτο να τον δικαστεί, του προσήψε νέα βαρύτερη κατηγορία, δηλαδή ότι διαδίδει μια θρησκεία την οποία «οι Ρωμαίοι βασιλείς εξαφανίσαι εκέλευσαν», μια θρησκεία που κινείται εχθρικά εναντίον του Ρωμαϊκού Κράτους και γι’ αυτό σύμφωνα με αυτοκρατορική εντολή πρέπει να αφανιστεί. Μάλιστα δε, όπως τόνισε στον απόστολο ο Αιγεάτης, ο Ιησούς, τον οποίο τολμούσε να κηρύττει, αποδοκιμάσθηκε ήδη όχι μόνο από τους Ρωμαίους, αλλά και από τους ίδιους του τους συμπατριώτες, όταν δίδασκε εκείνα τα οποία και ο ίδιος διδάσκει στην Πάτρα, γι’ αυτό και τον σταύρωσαν.
       Αποκρούοντας ο απ. Ανδρέας τα λεγόμενα του Αιγεάτη, του τόνισε μεταξύ άλλων ότι επειδή υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όλων των γεγονότων της δημόσιας δράσης και του πάθους του Κυρίου, είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Χριστός παραδόθηκε και σταυρώθηκε εκούσια, δηλαδή επειδή το ήθελε, αφού και πριν από τη σύλληψή του το είχε προαναγγείλει στους μαθητές, καθώς και πως γνώριζε ότι κάποιος από τους μαθητές του θα τον παρέδιδε στους σταυρωτές του.  Και μολονότι, καταλήγει ο απόστολος, ο Κύριος γνώριζε, ότι ο προδότης μαθητής επρόκειτο να τον παραδώσει στους Ιουδαίους, κι ενώ είχε το χρόνο να αποφύγει τη σύλληψη, ούτε κρύφτηκε, ούτε και απέδρασε, αλλά αντίθετα πήγε με τους μαθητές του στο συνηθισμένο τόπο, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά ο Ιούδας, όπου και οδήγησε τους διώκτες του για να τον συλλάβουν. Ακολούθησε μακρά συζήτηση μεταξύ τους, κατά την οποία ο απόστολος προσπάθησε να μεταπείσει τον Αγεάτη, αλλά εκείνος τον διέκοψε απότομα ζητώντας του επιτακτικά να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς, κάτι που αν δεν έπραττε, όπως του τόνισε, αφού θα τον υπέβαλλε σε σκληρά βασανιστήρια θα τον σταύρωνε, όπως συνέβη και με το δάσκαλό του, δηλαδή τον Ιησού Χριστό. Του έδωσε μάλιστα και προθεσμία μέχρι την επόμενη ημέρα για να του ανακοινώσει την απόφασή του, διατάσσοντας του στρατιώτες να τον οδηγήσουν και πάλι στο χώρο όπου εκρατείτο.  
      10. Φαίνεται όμως ότι η κράτηση του αγ. Ανδρέου δεν ήταν πολύ αυστηρή, γι’ αυτό και ο χώρος όπου βρισκόταν έγκλειστος, ήταν εύκολα προσβάσιμος όχι μόνο σε μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και σε ομάδες χριστιανών, καθώς σύμφωνα με τις πηγές συνέρεαν εκεί καθημερινά πολλά από τα μέλη της Εκκλησίας της πόλεως  και της γύρω περιοχής, εκδηλώνοντας μάλιστα, εν όψει της εκτελέσεως της ποινής την επομένη, πρόθεση δυναμικής αντίδρασης κατά του Αγεάτη, εγχείρημα από το οποίο αποτράπηκαν από τον απόστολο που τους νουθέτησε κατάλληλα, προκειμένου να αποφύγουν κάθε ενέργεια εναντίον των Ρωμαίων. Η νουθεσία του αποστόλου επέδρασε ουσιαστικά και έτσι τις νυκτερινές ώρες τελέσθηκε με ησυχία το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, κατά την οποία ο απόστολος καθαγίασε τον άγιο άρτο και ευλόγησε το ποτήριο της ζωής, μεταδίδοντας «εις τους παρόντας των αχράντων και αθανάτων του Χριστού Μυστηρίων». Κατά την τέλεση εκείνης της τελευταίας αποστολικής θείας Ευχαριστίας στην πόλη των Πατρών, ο πρωτόκλητος, διαβλέποντας το επικείμενο τέλος του, διασφάλισε τη συνέχεια του έργου του, προσφέροντας στη νέα Εκκλησία ως πρώτο της επίσκοπο τον Στρατοκλή, καθώς και άλλους κληρικούς, εφόσον «τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε τω Στρατωκλεί, χειροτονήσας υπ' αυτόν ιερείς και λευΐτας», στερεώνοντας και ενισχύοντας την τοπική Εκκλησία, γι’ αυτό και ολοκληρώνοντας την Ευχαριστία, αποχαιρέτησε όλους τους πιστούς και «ασπασάμενος άπαντας εν αγίω φιλημάτι, απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη».
        Μόλις πληροφορήθηκε ο Αιγεάτης τα νυκτερινά γεγονότα, την επομένη το πρωί, ζήτησε να προσαχθεί και πάλι ο άγ. Ανδρέας ενώπιόν του, ζητώντας του μετ’ επιτάσεως και για τελευταία φορά να προφέρει θυσία στους θεούς, αφού όπως του τόνισε  «ουδεμία πόλις απέμεινεν εν τη Αχαΐα», στην οποία να μην έχει διαδοθεί το χριστιανικό κήρυγμα και, όπως καθ’ υπερβολήν σημειώθηκε, να μην εγκαταλείφθηκαν και να μην ερημώθηκαν τα ιερά των εθνικών θεών. Μάλιστα όπως και πάλι απειλητικά του είπε, αν δεν  συμμορφωθεί στην αξίωσή του, θα υποστεί «διάφορα κολαστήρια» και στο τέλος θα σταυρωθεί. Ο απόστολος του ζήτησε και πάλι να μεταπειστεί όπως και η σύζυγός του και να δεχθεί το Χριστό, τονίζοντάς του ότι θα μπορούσε να μεταχειριστεί ότι πιο σκληρό βασανιστήριο επιθυμούσε για ‘κείνον, καθώς ήταν έτοιμος να το υποστεί. Ο διοικητής, έπειτα από αυτά, διέταξε αμέσως να κακοποιηθεί και να βασανιστεί σκληρά ο απόστολος, και κατόπιν να επανέλθει και πάλι στο βήμα. Όμως και η τελευταία προσπάθεια του Αιγεάτη απέτυχε, καθώς ο άγ. Ανδρέας του δήλωσε ότι επιθυμεί να σταυρωθεί ως δούλος του θεού, γι’ αυτό και ο διοικητής έδωσε εντολή να εκτελεστεί η ποινή. Μάλιστα δε για να αποβεί οδυνηρότερο το μαρτύριο της σταυρώσεως, έδωσε παραγγελία να μην καρφωθεί επάνω στο σταυρό, αλλά να τεντωθεί το σώμα του και να δεθούν τα χέρια του και τα πόδια του επάνω στις ακτίνες του, ώστε να παραμείνει επάνω εκεί όσο το δυνατόν περισσότερες ημέρες για να υποφέρει.
     11. Ο απ. Ανδρέας, όπως μαρτυρούν οι πηγές, χαρούμενος, πήρε το δρόμο του μαρτυρίου συνοδευόμενος από τους φρουρούς του στρατιώτες. Όταν έφθασε στον τόπο, όπου ήταν ήδη στερεωμένος «ο σταυρός προς το χείλος της θαλασσίας ψάμμου»,
αφού ασπάστηκε και ύμνησε με ευγνωμοσύνη το σταυρό του μαρτυρίου του και προσευχήθηκε θερμά, απέθεσε τα ενδύματά του στη γη και παραδόθηκε στους σταυρωτές του, καλώντας τους παρισταμένους χριστιανούς να μην αντιδράσουν και να αφήσουν τους στρατιώτες να εκτελέσουν τη διαταγή του Αιγεάτη. Οι δήμιοι πράγματι έδεσαν σφιχτά το σώμα του αποστόλου επάνω στο σταυρό και αναχώρησαν. Εκείνος όμως, όπως παρουσιάζουν οι πηγές τα γεγονότα, όχι μόνο δεν κάμφθηκε από τον πόνο, ούτε πτοήθηκε από το αργό και επώδυνο βασανιστήριο, αλλά άδραξε την ευκαιρία εκείνες τις τελευταίες ώρες να διδάξει με το παράδειγμα και το λόγο του τους χριστιανούς που προσέτρεξαν να του συμπαρασταθούν. Απευθυνόμενος μάλιστα στους παριστάμενους πιστούς, μέλη της Εκκλησίας των Πατρών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, δούλοι και ελεύθεροι, τους έδωσε τις τελευταίες νουθεσίες και προτροπές, παρακαλώντας τους να μην παρασύρονται από την απατηλή παρούσα ζωή, να καταφρονούν τα βδελυρά είδωλα και να παραμένουν προσηλωμένοι «τη αληθεί λατρεία του αψευδούς Θεού ημών», μεταμορφώνοντας τους εαυτούς τους σε ναούς αγίους, προκειμένου να κατοικήσει στις καρδιές τους ο Χριστός «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι».
         Όλ’ αυτά συνέβαιναν, κατά τη μαρτυρία των πηγών, τρείς ημέρες και τρείς νύχτες που παρέμεινε ο πρωτόκλητος απόστολος υψωμένος και προσδεδεμένος επάνω στο σταυρό του. Την τέταρτη ημέρα το πρωί, όταν διαπίστωσαν οι παριστάμενοι γύρω από το σταυρό ότι εξακολουθούσε να ζει και να υπομένει με καρτερία το μαρτύριο, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον διοικητή και να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Τον Αιγεάτη συνάντησαν να κάθεται στο βήμα, κι εκεί, αφού τον επιτίμησαν για την άδικη απόφαση, του ζήτησαν να ελευθερώσει τον απόστολο ώστε να σταματήσει η αναταραχή στην πόλη και στην περιοχή της Αχαΐας. Στην αρχή ο Αιγεάτης τους αντιμετώπισε με τρόπο υποτιμητικό και ειρωνικό ζητώντας τους να αποχωρήσουν. Εκείνοι, όμως, όχι μόνο δεν υπάκουσαν, αλλά αντέδρασαν και μάλιστα με τρόπο απειλητικό εναντίον του, εξαναγκάζοντάς τον να τους ακολουθήσει στον τόπο της σταυρώσεως του αποστόλου, υποσχόμενος μάλιστα ότι θα τον απελευθερώσει.
          Τα γεγονότα αυτά πληροφορήθηκαν σχεδόν αμέσως ο επίσκοπος Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, οι οποίοι με τη συνοδεία της  Ιφιδάμας έσπευσαν στην παραλία όπου ήταν εσταυρωμένος ο πρωτόκλητος, ο οποίος ζητούσε επίμονα από το σταυρό επάνω να τον αφήσουν να τελειώσει τη ζωή του και να ενδημήσει προς τον Κύριο, με τον οποίο είχε πλέον συσταυρωθεί.  Μάλιστα, όταν αντίκρισε το Αιγεάτη να έρχεται προς το μέρος του, τον παρότρυνε και πάλι να μετανοήσει και να πιστέψει στο Χριστό, ενώ όταν ο διοικητής κάτω από το βάρος των αντιδράσεων του πλήθους, προσπάθησε να τον αποδεσμεύσει από το σταυρό, ο απόστολος ζήτησε με πολλή ένταση από το Χριστό να μην το επιτρέψει, αλλά να τον δεχθεί «εν ειρήνη εις τα αιωνίους σκηνάς του», κάτι που πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμέσως, εφόσον  μόλις τελείωσε το λόγο του και πριν προλάβει ο διοικητής να τον κατεβάσει από το σταυρό, παρέδωσε το πνεύμα του δοξάζοντας το Θεό και κληρονομώντας στη νεόφυτη τοπική εκκλησία όχι μόνο το σωτήριο λόγο του Χριστού, αλλά και το πολυβασανισμένο αποστολικό του σώμα ως θησαυρό αιώνιο και αδαπάνητο και ως σφραγίδα και επιβεβαίωση της αποστολικότητας της Εκκλησίας των Πατρών.   
     12. Μετά την κοίμηση του Πρωτοκλήτου, σύσσωμη η τοπική Εκκλησία με επικεφαλής τον επίσκοπο Στρατοκλή παρέλαβε από τον τόπο της σταυρώσεως το σκήνωμά του για να το ενταφιάσει. Πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα διαδραμάτισε και πάλι η Μαξιμίλλα, καθώς ήταν ίσως το μόνο από τα πρόσωπα της χριστιανικής κοινότητας των Πατρών, χάρις στο οποίο δεν θα αντιδρούσε ο διοικητής και θα παρέδιδε ευκολότερα το σκήνωμα του αποστόλου. Γι’ αυτό και όπως αναφέρουν οι πηγές, η ίδια «έλυσε το λείψανον και μετ' ευλαβείας καθείλεν από του σταυρού το σώμα του μακαρίου πρωτοκλήτου», το οποίο μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε εκκλησιαστικό χώρο προφανώς, όπου ευπρεπίστηκε και πάλι με πρωτοβουλία της Μαξιμίλλας, και αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας εναποτέθηκε σε μνημείο που ανήκε στην ίδια, όπως και ο υπόλοιπος χώρος που βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα και οπωσδήποτε σε μικρή απόσταση από το σημείο της σταυρώσεως.
        Όλα τα παραπάνω γεγονότα, δηλαδή η κοίμηση και η ταφή του αποστόλου, συνέβησαν, σύμφωνα με τις πηγές την τριακοστή Νοεμβρίου, αλλά άγνωστο ποιού έτους ακριβώς. Όμως από την συνδυαστική εξέταση των μαρτυριών των πηγών και για τους λοιπούς αποστόλους, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο πρωτόκλητος πρέπει να έδρασε στην Πάτρα, όπως ήδη αναφέρθηκε, την τελευταία περίοδο της Βασιλείας του Νέρωνα, και τελείωσε με το δια σταυρού μαρτύριο την επίγεια ζωή του λίγο πριν το τέλος της, πιθανότατα τους τελευταίους μήνες του έτους 68 μ.Χ.
       Μετά την ταφή του Πρωτοκλήτου αποστόλου, ο επίσκοπος Στρατοκλής κλήθηκε να συνεχίσει το δυσχερές ιεραποστολικό του έργο, αλλά και να αντιμετωπίσει τις ποικίλες, όπως φαίνεται, δυσκολίες της τοπικής Εκκλησίας για τον ευαγγελισμό των κατοίκων της πόλεως και της υπαίθρου περιοχής, οι λατρευτικές ανάγκες των οποίων εξυπηρετούνταν πλέον οπωσδήποτε στον τόπο ενταφιασμού του αποστόλου και σε ευκτήριους οίκους της πόλεως των Πατρών, δηλαδή πιθανότατα σε «κατ’ οίκον Εκκλησίες», όπου τελούνταν όχι απρόσκοπτα η μία υπό τον επίσκοπο θεία Ευχαριστία, καθώς από πολύ νωρίς η νεόφυτη τοπική Εκκλησία, οργανώθηκε και λειτούργησε κατά τον πρωτοχριστιανικό τρόπο ως μία υπό τον επίσκοπο εκκλησιαστική κοινότητα. 
       Όσον αφορά στον τόπο ταφής του αγ. Ανδρέου, μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί, ότι η Μαξιμίλλα, σε αντίθεση με την επιθυμία του Αιγεάτη, όχι μόνο δεν επέστρεψε στη συζυγική της οικία, αλλά ακολουθώντας την προτροπή του αποστόλου να διατηρήσει την αγνότητα και την παρθενία της, παρέμεινε «κατάκλειστος» σε μικρή οικία πολύ κοντά στον αποστολικό τάφο, αναδεικνυόμενη ίσως το πρώτο πρόσωπο που εγκαινίασε στην πρωτόλεια μορφή του τον αχαϊκό μοναχισμό. Ο χώρος αυτός του ενταφιασμού του πρωτοκλήτου και της παραμονής της Μαξιμίλλας, θα πρέπει να ταυτιστεί σαφώς με την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το λατρευτικό συγκρότημα του αποστολείου του, ο οποίος συνιστά συνιστά το γεωγραφικό εκείνο σημείο, όπου διαχρονικώς και κατά την προφορικώς μεταδιδόμενη ζώσα τοπική παράδοση της Εκκλησίας των Πατρών, αναγνωρίζεται ως η περιοχή της βάσεως και κύριας δράσεως, αλλά και της αθλήσεώς του στην πόλη.
        Έτσι, με τη φροντίδα της Μαξιμίλλας, αλλ΄ οπωσδήποτε και με τη συνδρομή του επισκόπου Στρατοκλή, ο τάφος του αποστόλου και η πέριξ αυτού περιοχή, αναδείχθηκε έκτοτε και αποτέλεσε το κέντρο της αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών, αλλά και τον κύριο χώρο της λατρείας των χριστιανών της πόλεως, στον οποίο ως γνωστό αναπτύχθηκε, με κέντρο τον τάφο, το σταυρό και τα λείψανα του Πρωτοκλήτου, σε όλες τις μετέπειτα χρονικές περιόδους έντονη και συνεχής οικοδομική δραστηριότητα με σειρά επιβλητικών κτισμάτων, αρχής γενομένης από την πρώτη βασιλική τον 4ο αι., τη Μονή του λίγο αργότερα, αλλά και μέχρι τους σημερινούς δύο περικαλλείς ναούς αφιερωμένους στον απόστολο της Εκκλησίας των Πατρών, εντός των οποίων περικλείονται ο τάφος, η αγία Κάρα και μέρος των λειψάνων του, καθώς και τα υπολείμματα του μαρτυρικού σταυρού του.                  
        
        13. Παρά την αδιαμφισβήτητη σχέση των, με πολλά στοιχεία υπερβολής επιβαρημένων αλλά και με σαφή ιστορικό πυρήνα, πηγών με το πρόσωπο και τη δράση του Πρωτοκλήτου, την επιβεβαίωσή τους από τη διαχρονικώς ζώσα προφορική εκκλησιαστική παράδοση της πόλεως, τις αδιάψευστες μαρτυρίες για διαρκή παρουσία στην πόλη του τάφου και των λειψάνων του, την ύπαρξη πολλών λατρευτικών κτισμάτων αφιερωμένων σ’ εκείνον, καθώς και την επιβεβαίωση των γεγονότων από μεταγενέστερες πηγές, όλα σχεδόν όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως για την αποστολική δραστηριότητα του αγ. Ανδρέου στην Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας, έχουν αμφισβητηθεί έντονα μέχρι σήμερα από την έρευνα, είτε επειδή απομονώνονται τα αναφερόμενα γεγονότα και δεν εξετάζονται στη συνάφειά τους με τις λοιπές πηγές, είτε επειδή δεν λαμβάνεται υπόψη ο σαφής αγιολογικός τους χαρακτήρας, είτε διότι επιδιώκουν να αποδυναμώσουν την αποστολικότητα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σε σχέση με εκείνη της Ρώμης, όπως πράττουν κυρίως οι Ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί. Έτσι, όπως ισχυρίζονται, ειδικώς για το αρχαιότερο πηγαίο κείμενο που διασώζεται, δηλαδή τις Πράξεις Ανδρέου, που αποτέλεσε και την αρχική πηγή των γεγονότων της δράσεως του πρωτοκλήτου στην Αχαΐα, αυτό αποτέλεσε έργο ενός κατοίκου της Πάτρας, η φιλοπατρία του οποίου τον ώθησε να αποδώσει αποστολική αρχή στην Εκκλησία της πόλεως και γι’ αυτό εμπνεύστηκε τα γεγονότα που αναφέρονται για τον άγιο Ανδρέα, θεωρώντας το ως την απαρχή μιας παράδοσης ανάλογης με αυτήν του απ. Πέτρου στη Ρώμη, δηλαδή όλα τα στοιχεία του βίου του που σχετίζονται με τη δραστηριότητά του στην Πάτρα συνιστούν γεγονότα μυθώδη και χαλκευμένα. Μάλιστα ένας από αυτούς, υποστήριξε παλαιότερα, εντελώς αυθαίρετα, ότι στην περίπτωση των Πατρών, θα πρέπει μάλλον να συνέβη κάποια σύγχυση μεταξύ του αποστόλου με κάποιον άλλο τοπικό άγιο Ανδρέα. Γι’ αυτό και η παράδοση του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου στην Πάτρα αποτελεί πιθανότατα σφάλμα μεταγενέστερων συγγραφέων. Υποστηρίζοντας μάλιστα την ίδια σχεδόν άποψη και άλλος ερευνητής, που ασχολήθηκε σχετικά πρόσφατα με το ίδιο κείμενο, υποστηρίζει ότι για τη δημιουργία της παράδοσης του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου, συνέβη ότι και με τα λοιπά κείμενα των μαρτυρίων, καθώς όπως ισχυρίζεται, επειδή η έρευνα έχει καταδείξει πως ο τόπος και ο χρόνος του τέλους των Μαρτύρων είναι τα πιο αληθοφανή στοιχεία της αγιολογικής βιογραφίας, συνέβη το ίδιο και με τις Πράξεις  στην περίπτωση του απ. Ανδρέου. Γι’ αυτό κι επειδή καμία άλλη πόλη εκτός από την Πάτρα δεν διεκδίκησε τον πρωτόκλητο ως ιδρυτή της, η παράδοση του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου στην Πάτρα, όπως καταλήγει και αυτός εσφαλμένα, επιβλήθηκε από τις Πράξεις Ανδρέου, που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 2ου αι., οι οποίες αντλούνται από παλαιότερη παράδοση, της οποίας η ιστορικότητα δεν μπορεί να καταδειχθεί με βεβαιότητα.
        Ενώπιον αυτής της βαθιάς αμφισβήτησης της παρουσίας και της δράσεως του Πρωτοκλήτου στην πόλη των Πατρών, είναι απαραίτητο, καθώς μέχρι σήμερα δεν υφίσταται, να αναληφθεί σοβαρή επιστημονική προσπάθεια, ώστε να παρουσιαστεί μια ολοκληρωμένη μελέτη, η οποία αφού λάβει υπ’ όψιν όλα τα στοιχεία, θα καταδείξει με τρόπο αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο, ότι η Εκκλησία των Πατρών οφείλει την ίδρυσή της στον απ. Ανδρέα, του οποίου την μνήμη διατηρεί άσβεστη για είκοσι και πλέον αιώνες στη συνείδηση των μελών της, αλλά και διαθέτει αδιάσειστα τεκμήρια για την αδιάλειπτη παρουσία του στην πόλη των Πατρών και την περιοχή της Αχαΐας.