ΝΙΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ο Αληθινός Παλαμάς
Γράφτηκε
με σκληρό μολύβι σε κομμάτια χαρτιού και λευκό πανί στις φυλακές της Κέρκυρας.
Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας κυκλοφορούσε παράνομα σε
δακτυλογραφημένα και πολυγραφημένα αντίτυπα. Εξ ου και τα πολλά λάθη. Ο
πρόλογος γράφτηκε το Νοέμβρη του 1937. Μια κάπως επιμελημένη παρουσίαση του
δοκιμίου μπορεί να θεωρηθεί αυτή που άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο
παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Δημοσιεύτηκαν όμως μόνο δύο συνέχειες, στα
τεύχη 3 και 4 του περιοδικού (Οκτώβρη και Νοέμβρη 1943), γιατί το περιοδικό
αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή του. Σε μορφή βιβλίου, για πρώτη φορά
κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1944, στην ελεύθερη Ελλάδα, από τις εκδόσεις
«Κόκκινη Σημαία», πανθεσσαλικό όργανο του Γραφείου περιοχής Θεσσαλίας του
ΚΚΕ.Από κει και ο πρόλογος («Λίγα Λόγια») του Γιάννη Ζέβγου. Μια 2η έκδοση
έγινε στο Κάιρο το Σεπτέμβρη του 1944, μια Τρίτη στο Βόλο τον Οκτώβρη 1944 και
μια 4η, στην Αθήνα, διορθωμένη, το Μάη του 1945, όταν έγινε γνωστή η
απελευθέρωση του Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου. Το κείμενο εδώ βασίζεται στη
Συλλογή Έργων του Νίκου Ζαχαριάδη, που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1953 από το
εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα», και είναι διορθωμένο από τον ίδιο.
Λίγα λόγια
Ο Παλαμάς ήταν
ένας κολοσσός. Σαν ποιητής και σαν διανοητής. Και ακριβώς γιατί ήταν διανοητής
βαθυστόχαστος ήταν και ποιητής μεγάλος. Είναι ομόφωνη η γνώμη πως ο Παλαμάς
ήταν κολοσσός. Μα ο αληθινός Παλαμάς είναι άγνωστος. Όταν πέθανε πέρσι λόγιοι
και επιστήμονες γράψαν άρθρα και μελέτες για το νεκρό ποιητή και το έργο του
και γιόμισαν τόμους ολάκερους. Και όποιος ξεφύλισε αυτά τα γραφτά, αντί να
γνωρίσει το έργο του μεγάλου ποιητή, γνώρισε την καταπληχτική κενότητα της
αστικής διανόησης. Αρκέστηκαν σε τριμένες κοινοτοπίες, έπιασαν στοιχεία αντιδραστικά
και στάθηκαν ανίκανοι ν' αγγίξουν το ζωντανό, το πλαστουργό, το αθάνατο πνεύμα
της παλαμικής δημιουργίας.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης
μας παρουσιάζει τον αληθινό Παλαμά με τη μελέτη του πάνου στο «Δωδεκάλογο του
Γύφτου», το «πιο ολοκληρωμένο και φιλοσοφημένο έργο» του Παλαμά. Ο Ζαχαριάδης
εμφανίζει τον Παλαμά στη θέση που παίρνει ο ποιητής ολόρθος, επιβλητικός,
τρανοδύναμος, γκρεμιστής και δημιουργός μαζί, αντίκρυ στο καθολικό νεοελληνικό
πρόβλημα, που με την καθολικότητα του είναι και πανανθρώπινο πρόβλημα.
Σα μυθική σφίγγα
αυτό το πρόβλημα σημαίνει πρόοδο ή καθυστέρηση, πολιτισμό και δημιουργία ή
στασιμότητα και βυζαντινολογία, ζωή και κίνηση ή σαπίλα και νέκρα, καινούρια
Ελλάδα με αναγεννημένο λεύτερο, πλούσιο λαό, ή ψωροκόσταινα με φτωχό,
πεινασμένο, εξαθλιωμένο λαό. Αυτό το πρόβλημα το εκφράζει συμπυκνωμένο, μεστό,
η σκληρή πάλη που διεξάγεται στη νεοελληνική κοινωνία γύρω από την «ανεχτίμητη
όσο και καταθλιπτική κληρονομιά», θα πάρουμε απ' την αθάνατη δημιουργία του
αρχαιοελληνικού κόσμου τα όμορφα, τα ζωντανά, τα φωτεινά στοιχεία, σα φως και
σπέρμα ζωής και θα ξανανιώνουμε την κοινωνική μας ζωή και θα τραβάμε προς την
πρόοδο σε όλο το ανώτερο πολιτισμό; Ή θα κλειστούμε στα κιβούρια τα βυζαντινά,
θα μας σκεπάσουν οι ταφόπετρες και θα πνιγούμε και θα εκφυλιστούμε σαν έθνος
και σα λαός με τη συντηρητικότητα; Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, οι λογιώτατοι,
απ' τον καιρό της Τουρκίας ακόμα, κρατούν το έθνος καρφωμένο στο δεύτερο δρόμο.
Με το λάβαρο του μεγαλοϊδεατισμού στραγγαλίζουν τις ζωντανές δυνάμεις του λαού,
τον προσανατολίζουν σε ξεπερασμένα, νεκρά βυζαντινά ιδανικά για να τον
βυζαίνουν, σα βρυκολάκοι, φτωχό, αμόρφωτο, άρρωστο, πεινασμένο. Έμποροι του
αίματος και του ιδρώτα του λαού, κάπηλοι παλιών και καινούριων αξιών και
ιδανικών, φωτοσβέστες, φασίστες οι ίδιοι, κατάντησαν να σημμαχήσουν με τους πιο
μαύρους φωτοσβέστες και ν' αδερφωθούν με τα πιο αιμοσταγή θηρία που γνώρισε η
ιστορία, με τους επιδρομείς φασίστες.
Τη θέση του
Παλαμά, του ποιητή και διανοητή, αντίκρυ σ' αυτή τη φοβερή και θανάσιμη πάλη
ανάμεσα στις ζωντανές, τις προοδευτικές δυνάμεις του έθνους και τις μαύρες
δυνάμεις της πλουτοκρατικής αντίδρασης μας παρουσιάζει με τη μελέτη του ο Ν.
Ζαχαριάδης. Και εδώ ο Παλαμάς ορθώνεται μεγαλόπνοος, φοβερός, αμείλιχτος,
πύρινος, ενάντια στη μαύρη αντίδραση, που με την ατιμία και την ψευτιά, με τη
φωτιά και το σίδερο ζητάει να πνίξει τη ζωή.
«Άναβε φωτιές,
καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα χαμένα καις•
απ' τη στάχτη της φωτιάς σου
της Ιδέας ο χρυσαϊτός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
προς τα ύψη, προς το φως»
κάψε, κάψε, στα χαμένα καις•
απ' τη στάχτη της φωτιάς σου
της Ιδέας ο χρυσαϊτός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
προς τα ύψη, προς το φως»
Ο μεγαλόστομος
ποιητής διακηρύχνει στους φασίστες, ότι στα χαμένα καιν, ότι από τις στάχτες
τεντώνει πιο πλατιές προς τα ύψη τις φτερούγες του ο φοίνικας ο χρυσαϊτός, που
προαγγέλνει την αναγέννηση της Ελλάδας.
Ο ποιητής διαλαλεί
ότι «...η προκοπή δεν είναι για τους δούλους - η προκοπή για τους ελεύθερους,
για μας». Οραματίζεται το τορινό ξεσήκωμα του λαού και ξαποστέλνει φλογερό ύμνο
στους φτωχογέννητους, που ζυμώνουν με το αίμα τους την καινούρια Ελλάδα.
κι ηύρα σαν
πρωτάρη ένα λαό,
και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά ποτάμια.
και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά ποτάμια.
..........
στα ταμπούρια
τάχει τα σκολειά,
κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει•
κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει•
............
Και τους τρέμουνε
των κάμπων οι κιοτήδες,
και με ονόματα τους κράξουν πονηρά
κλέφτες και απελάτες και προδότες,
τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι,
κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,
κι είναι, μεσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.
και με ονόματα τους κράξουν πονηρά
κλέφτες και απελάτες και προδότες,
τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι,
κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,
κι είναι, μεσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.
..........
Ό,τι πολεμάτε για
ν' αδράξετε
μ' ενός άδειου λόγου ορμή,
το ζητάνε αυτοί με τάρματα στα χέρια,
και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,
κι είναι σαν πατέρες των παιδιών
που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.
μ' ενός άδειου λόγου ορμή,
το ζητάνε αυτοί με τάρματα στα χέρια,
και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,
κι είναι σαν πατέρες των παιδιών
που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.
Αυτόν τον αθάνατο
Παλαμά μας παρουσιάζει ο Ν. Ζαχαριάδης. Τον Παλαμά, που από σαράντα χρόνια
πριν, τραγουδάει, με το προφητικό του βιολί, τον τορινό μας απελεύθερο-τικόν
αγώνα, κεραυνοβολεί τους βασιλιάδες και τους τυράννους, που με πονηρά ονόματα
βρίζουν τους αγωνιστές και εξυμνεί το λαό και τα παλληκάρια, που με τ' άρματα
στο χέρι πλάθουν μια Ελλάδα που θάχει ταίρι της τον ήλιο. Ο Ζαχαριάδης μας
εμφανίζει έναν Παλαμά, που σ' αυτό το μεγαλό-τολμο πέταμα είναι απολυτρωμένος
από τα ιδεαλιστικά δεσμά και αντικρύζει και απεικονίζει τον κόσμο στην
πραγματική, στην υλική του υπόσταση, στη ροή, την κίνηση και την αλλαγή του, σα
διαλεχτικός υλιστής φιλόσοφος.
Ο Ζαχαριάδης
έγραψε τη μελέτη του στα 1937 στις φυλακές της Κέρκυρας. Σε κείνο τον υγρό τάφο
τον έριξε η φασιστική διχτατορία του Γλύξμπουργκ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη
μελέτη γιατί του πήραν τα βιβλία όπως σημειώνει ο ίδιος, οι δήμιοι του φωτοσβέστη
φασισμού, για να του πάρουν αργότερα και το μολύβι και το τελευταίο κομμάτι
χαρτί. Και μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η ρωμαλέα διανόηση του Ζαχαριάδη,
γονιμοποιημένη με την τέλεια γνώση της μεθοδολογίας των
Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, έδωσε έργο μνημειακό.
Η βαθειά,
αναλυτική δύναμη και η σπάνια συνθετική ικανότητα της σκέψης του, ταιριασμένες
σε μεθοδική αρχιτεκτονική ταξινόμηση, η πυκνότητα και διαύγεια σε νοήματα, η
ζωντάνια, η δύναμη, η παραστατικότητα και η ακριβολογία σε έκφραση, κάνουν τή
μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη κλασικό δημιούργημα για τη νεοελληνική διανόηση.
Ο Ζαχαριάδης είδε,
μορφοποίησε και ζωντάνεψε τον αληθινό Παλαμά γιατί ήταν ο ίδιος αγωνιστής και
αρχηγός του ελληνικού λαού. Κλείνει τη μελέτη του με την κραυγή ότι «έχουμε
πίστη και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις
δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και ολοκληρωμένο
κοινωνικό άλμα. Στη χώρα μας έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες γι'
αποφασιστικές μεταβολές που, συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια
λαϊκή Ελλάδα, πλούσια, δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη...» Ο ίδιος ο
φυλακισμένος Ζαχαριάδης ήταν και εξακολουθεί νάναι το ζωντανό, το
δραματικόσύμβολο της ανίκητης δύναμης του ελληνικού λαού, πούναι σκλαβωμένος μα
αντιπαλεύει και καταχτάει τη νίκη και τη ζωή. Και είναι ευτύχημα και για τον
Παλαμά και για τον αγώνα του λαού ότι ο Ζαχαριάδης εμφάνισε το μεγάλο, τον
αληθινό ποιητή.
Ο Παλαμάς πέθανε
και ο Ζαχαριάδης μένει ακόμα δεσμώτης του φασισμού παραδομένος σ' αυτόνε απ' το
Γλύξμπουργκ. Μα ο ελληνικός λαός μετατρέπει σε ζωντανή πραγματικότητα το
αθάνατο, το φλογερό κήρυγμα του Παλαμά, την πίστη και τις προοπτικές του
Ζαχαριάδη. Οι εργάτες, οι αγρότες, όλο το εργαζόμενο έθνος, με τ' άρματα στο
χέρι, δίνουν την ιστορική λύση στο μεγάλο νεοελληνικό πρόβλημα, τη λύση που
ονειροπόλησε και τραγούδησε με πάθος ο Παλαμάς, τη λύση που χάραξε ο
Ζαχαριάδης. Χτες ακόμα το Εθνικό Συμβούλιο καθιέρωσε τη λαοκρατική αναγέννηση
της Ελλάδας και έβανε τα πρώτα της βάθρα: την αυτοδιοίκηση, τη λαϊκή
δικαιοσύνη, τη γλώσσα του λαού, την ισοπολιτεία των φύλων, τις λαϊκές
ελευθερίες, το λαϊκό στρατό κλπ. Τα θεμελίωσε στο αίμα καιστο μεγάλο
απελευθερωτικόν αγώνα του λαού, που αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό, το υπέρτατο
καθήκον της στιγμής. Σ' αυτόν τον εθνικοαπελευθερωτικό και λαοαπελευθερωτικόν
αγώνα η μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη δίνει ένα καινούριο πολύτιμο όπλο. Προσθέτει
έναν καινούργιο γίγαντα πολεμιστή στις γραμμές μας, τον ποιητή Παλαμά.
31 του Μάη 1944
Γ. ΖΕΒΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η σημερινή επίσημη
Ελλάδα αποφάσισε να στήσει την προτομή του Παλαμά στον Εθνικό Κήπο. Έτσι φτηνά
και εύκολα πάνε να ξοφλήσουν με τον ποιητή, που η δημιουργία του στο πιο βαθύ
και πιο πραγματικό νόημα της τόσο τους είναι ξένη και τόσο τη φοβούνται.
Όποιος έχει
λίγο-πολύ γερό μάτι δε δυσκολεύεται διόλου να ξεδιαλύνει τους πραγματικούς
σκοπούς της «χειρονομίας της προτομής». Η αντίδραση βιάζεται μια ώρα αρχύτερα
να ξεφορτωθεί τον Παλαμά, να τον χώσει ζωντανό στον τάφο, να γλυτώσει απ' το
βραχνά του.
Είναι άραγε
αληθινά όλ' αυτά; Γιατί η πολυπρόσωπη ελληνική αντίδραση, επίσημη και
ανεπίσημη, ν' αντιπαθάει τον Παλαμά και να τον φοβάται, που, μολαταύτα, τόσο
τον «ετίμησε» και τον «δοξάζει»;
Το πρώτο που θάχε
κανένας να πει είναι ότι τέτοια επιβλητικότητα και τέτοιος όγκος, μια τόσο μεγάλη
ποιητική δόξα, δύσκολο είναι να μην τιμηθεί και να μη δοξασθεί κατά έναν όποιον
τρόπο. Ώστε οι τιμές και οι δόξες, που γίνονται στον Παλαμά, είναι αναγκαστικές
και υποχρεωτικές, γιατί δε μπορούσε να γίνει και αλλοιώτικα. Ούτε και
ουσιαστικά πρόσθεσαν τίποτα στο μεγαλείο του ποιητή. Το δεύτερο είναι πως όλες
αυτές οι «τιμές» και «δόξες» και η βιαστική «χειρονομία της προτομής», κρύβουνε
μια μεγάλη δόση υστεροβουλίας. Με το γιορταστικό κάθε φορά ντόρο γίνεται
προσπάθεια να χαντακωθεί η ουσία, το βαθύ και πραγματικό νόημα της παλαμικής
δημιουργίας. Δε θέλουνε ν' αποκαλύψουνε στα πιο πλατειά λαϊκά στρώματα το
αληθινό περιεχόμενο του παλαμικού έργου, γιατί ένα τέτοιο πράμα δε συμφέρει
στην πολυκέφαλη και ποικιλόμορφη αντίδραση.
Η μοναδική άξια
για τον Παλαμά τιμή θα ήταν, κοντά στ' άλλα, και η κρατική έκδοση των απάντων
του σε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και η πιο πλατειά εκλαΐκευση, με όλα τα
μέσα, του έργου του. Αυτό το προτείνουμε εμείς, που όμως έχουμε τις πιο μεγάλες
ουσιαστικές και βάσιμες αντιρρήσεις για ορισμένες πλευρές του έργου του. Αυτό
δείχνει ότι, παρ' όλες τις επιφυλάξεις μας, νοιώθουμε πραγματικά το παλαμικό
έργο και δεν το φοβόμαστε διόλου. Τις αρνητικές πλευρές του τις ξεπερνάμε
κριτικά-δημιουργικά. Ενώ η πολυπρόσωπη αντίδραση μια τέτοια πρόταση ούτε και να
την ακούσει θέλει, γιατί μοναδική της έγνοια είναι ν' αποκλείσει τον Παλαμά απ'
τα πλατειά στρώματα του εργαζόμενου έθνους και να ξοφλήσει μαζύ του με μερικές
ρηχές φιέστες και παράτες φτηνές. Οι αλήθειες, που ξεπηδάν λαμπρές και κοφτερές
από το καλύτερο μέρος του έργου του ποιητή, δεν πρέπει να φτάσουν στ' αυτιά του
λαού. Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή καθορίζει τις σχέσεις της κάθε λογής
αντίδρασης απέναντι στον Παλαμά.
Πούθε βγαίνει μια
τόσο κατηγορηματική διαβεβαίωση και τόσο βαρειά κατηγορία; Από το αναμφισβήτητο
γεγονός, ότι μέχρι σήμερα η επίσημη και ανεπίσημη αντίδραση από το έργο του
Παλαμά αγνόησε κάθετι που αναφέρεται στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, στην
αρνητική και κριτική του θέση απέναντι στην αρχαιοελληνική εξέλιξη και κατάντια,
στους οραματισμούς του για το παραπέρα ξετύλιγμα, όχι μονάχα του λαού μας μα
και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Αυτά τα επίκαιρα
και ζωντανά προβλήματα, που το ειδικό τους βάρος είναι αυτό που κυριαρχεί και
επιβάλλεται στην όλη παλαμική δημιουργία, και που ο ποιητής τα αντιμετωπίζει με
λύσεις, που ξεφεύγουν τα πλαίσια της αντίδρασης, που έρχονται σε ανοιχτή
σύγκρουση με τις επίσημες αντιδραστικές ερμηνείες και που ανταποκρίνονται
απόλυτα στα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου έθνους και του τόπου μας, τα
προβλήματα αυτά η κάθε λογής αντίδραση τ' αποσιωπάει, τα εξοστρακίζει από την
επίσημη «ακαδημαϊκή» ανάλυση και «διαφώτιση» της παλαμικής εργασίας. Αυτό δε
σημαίνει ότι ο Παλαμάς δεν κατηγορήθηκε για πρωτοπόρος, νεωτεριστής,
«μαλλιαρός» κλπ. Τον ποιητή τόνε «κατηγόρησαν» με όλ' αυτά και άλλα ακόμα. Μα
και στις «κατηγορίες» αυτές ξεκαθαρίζουμε μια καλομελετημένη σκοπιμότητα, που
αποβλέπει σε άλλους.αντικειμενικούς σκοπούς.
Όλη η φωτιά, όλα
τα χτυπήματα, ενάντια στον πρωτοπόρο και νεωτεριστή Παλαμά συγκεντρώνονται στο
ζήτημα της γλώσσας. Πάνε ν' αποδείξουν ότι αν ο Παλαμάς πρωτοπορεί και
νεωτερίζει, αυτά αναφέρονται μονάχα στα ζητήματα της γλώσσας• και πάνε έτσι ν'
αποσιωπήσουν και να μας κρύψουν τον πραγματικό πρωτοπόρο Παλαμά, τον κοινωνικό
πρωτεργάτη και λαϊκό διαφωτιστή, που η αντιμετώπιση του "ανοιχτά και
παλληκαρίσια είναι πολύ πιο δύσκολη, ακατόρθωτη κι επικίνδυνη. Εδώ φτάσαμε σ'
ένα ζήτημα που έχει πλατύτερη και γενικώτερη σημασία, γι' αυτό και χρειάζεται
πιο συστηματική ανάλυση και φώτισμα.
Ποιο είναι το
μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης
- πρώτ' απ' όλα, φυσικά, αυτό αναφέρεται στην κάθε λογής φιλολογία - στο
στρατόπεδο της αντίδρασης, της καθυστέρησης, της πισοδρόμησης, είτε στην
προοδευτική πτέρυγα; Το κριτήριο της γλώσσας. Αν χρησιμοποιείς την καθαρεύουσα
δεν είσαι προοδευτικός. Και τ' αντίθετο αν μεταχειρίζεσαι τη δημοτική (*). Ο
ίδιος ο Παλαμάς καθιέρωσε πιο συγκεκριμένα το χωρισμό αυτό, χατατά-σοντας τους
τεχνίτες του λόγου σε δυο κύριες σχολές: στη
(*) Η φράση αυτή
στους «Πρωτοπόρους» (τεύχ. 3, Οχτώβρης 1948), δημοσιεύτηκε έτσι: «Ποιο είναι το
μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της ελληνικής διανόησης
-αυτής κυρίως που φιλοσοφεί-είτε στο στρατόπεδο της αντίδρασης, είτε στο
στρατόπεδο της προόδου; Το κριτήριο της Γλώσσας. Όποιος χρησιμοποιεί την
καθαρεύουσα δεν είναι προοδευτικός κι αντίθετα όποιος χρησιμοποιεί τη
δημοτική.» (Σημ. εκδ.).
«Σχολή των Αθηνών»
με τους καθαρευουσιάνους και στη «Σχολή της Εφτανήσου» με τους δημοτικιστές.
Είναι όμως σωστό είτε αρκετό το γλωσσικό κριτήριο για τον αντιδραστικό ή τον
προοδευτικό χαρακτηρισμό και την τοποθέτηση της νεοελληνικής διανόησης;
Δεν χωράει καμιά
αμφιβολία πως το γλωσσικό κριτήριο είναι από τα πιο σπουδαία. Το ίδιο όμως δεν
χωράει καμία αμφιβολία πως αυτό δεν είναι το βασικό, το πρωταρχικό, το
αποφασιστικό. Η εκατοντάχρονη - για να μιλήσουμε μονάχα για τα χρόνια της
ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους - ακούραστη προσπάθεια της αντίδρασης να
πνίξει τη δημοτική και ν' αφαιρέσει από το λαό ένα από τα πιο γερά όπλα του -
δίχως καμιά υπερβολή θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε το πιο γερό όπλο του - τη
ζωντανή γλώσσα του, δείχνει κατακάθαρα κι αναμφισβήτητα τις σκοτεινές της
επιδιώξεις, που απόβλε-παν στο να ξεκόψει όλους τους δρόμους της νεοελληνικής λαϊκής
προόδου και ανάπτυξης για να κρατηθεί ο λαός αλυσσο-δεμένος στο νεκρό και
στείρο παρελθόν και σκλάβος στη διάθεση των εκμεταλλευτών του.(**)
Και μονάχα η
συμπεριφορά προς τη δημοτική γλώσσα και τη δημοτική ποίηση παραφτάνει για να
καταδικάσει τελειωτικά τον κοτζαμπασισμό, λογιωτατισμό και όλη την
πλουτοκρα-τική αντίδραση, σαν τους βασικούς δημιουργούς της κατάπτωσης όπου
σήμερα βρισκόμαστε. Η καθαρεύουσα αποτέλεσε κι αποτελεί ένα από τα πιο γερά
φρένα, που απαγορεύουν (*) την πρόοδο στον τόπο μας.
Από τα πιο πάνω
βγαίνει μονάχο του το συμπέρασμα, πως
(**) Στο κείμενο
των «Πρωτοπόρων» ακολουθεί η παρακάτω φράση: «Η νεοελληνική αντίδραση έχει και
θα έχει, όσο θα υπάρχει, να επιδείχνει για αθάνατες περγαμηνές της και σαν
αξίωση για να περάσει στην αιωνιότητα, τ' αρβανίτικα τον Μενιδίου και τα
σαρακατσανέικα της Θεσσαλίας, που και σήμερα ακόμη μιλιούνται από τα
ελληνόπουλα». (Σημ. εκδ.).
(*) Αντί
απαγορεύουν στους «Πρωτ.» τυπώνεται: εμποδίζουν (Σημ. εκδ.).
όποιος πολέμησε
την καθαρεύουσα και πάλεψε για τη δημοτική, αυτοδίκαια και αυτόματα
καταχωρείται στη φάλαγγα των προοδευτικών.
Η αλήθεια είναι,
ότι για ένα αρκετά μακρό χρονικό διάστημα, ο αγώνας για κάθε πρόοδο στον τόπο
μας συνταυτιζότανε από πολλούς, σχεδόν απόλυτα, με τον αγώνα για τη δημοτική
και ότι για ορισμένα χρόνια κάθε προοδευτική κίνηση τοποθετιότανε, γιατί
τόβρισκε πιο βολικό, μέσα στις συνθήκες της πλουτοκρατικής φαυλοκρατίας, κάτω
από τη σημαία της πάλης για τη δημοτική. Αυτό ούτε παλιά ήτανε σωστό, ούτε,
πολύ περισσότερο, σήμερα.
Είναι αδύνατο,
στηριγμένοι μονάχα στο γλωσσικό παράγοντα, να δώσουμε σωστή ανάλυση κι εξήγηση
στο κοινωνικό νεοελληνικό ξετύλιγμα. Ένα τέτοιο πράμα θα μας έφερνε σε μια
παραμόρφωση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, της αληθινής μας ιστορίας.
Δε θέλω να μικρύνω
τη σημασία, που έχει για τον ελληνικό λαό το γλωσσικό ζήτημα. Και πάλι, εκείνο
που έχει εδώ κυριαρχική σημασία δεν είναι η γλώσσα αυτή καθεαυτή, μα τα
συμφέροντα που εξυπηρετεί: αν είναι όργανο διαφώτισης και προόδου ή
πισθοδρόμησης για ένα λαό και έναν τόπο. Και φυσικά, μόνο μια γλώσσα πούναι
ζυμωμένη με το λαό, που έχει βγει από τα σπλάχνα του και του είναι εύκολη,
κατανοητή, μητρική, μονάχα μια τέτοια γλώσσα μπορεί να τον εξυπηρετήσει και να
τον βοηθήσει στην ανάπτυξη του. Ώστε το γλωσσικό μας ζήτημα δεν είναι στενά
τεχνικό, μα κοινωνικό, ή καλύτερα, ένα κομμάτι του όλου νεοελληνικού κοινωνικού
προβλήματος. Και το γεγονός ότι ως τα τόρα δεν μπορέσαμε να λύσουμε το ζήτημα
αυτό δεν είναι τυχαίο και δευτερεύον, μα φανερώνει όλη την οργανική αρρώστεια
και ελαττωματικότητα της λειτουργίας της νεοελληνικής κοινωνικής μηχανής με τη
σημερινή της σύνθεση και συγκρότηση. Το γλωσσικό ζήτημα δεν το δημιούργησε ούτε
το εφεύρηκε κανένας. Ξεπροβάλλει ζωντανό και απαιτητικό μεσ' απ' όλη την
εκατόχρονη εξέλιξη μας και ζητάει τη λύση του σαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που
είναι αδιατάραχτα (**) δεμένο μ' αυτή την ύπαρξη, την κοινωνική κατάσταση και
την πιο πέρα κοινωνική πορεία του λαού και της χώρας μας.
Βλέπουμε λοιπόν
ότι, όπως έχουν τα πράγματα, το γλωσσικό ζήτημα δεν αποτελεί παρά μια μονάχα
πλευρά από το όλο κοινωνικό μας πρόβλημα. Έτσι γίνεται ολοφάνερο πως αλλού
πρέπει να ψάξουμε να βρούμε το βασικό κριτήριο για την τέτοια είτε αλλοιώτικη
ιδεολογική κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης, μια και το γλωσσικό δεν είναι
παρά δευτερεύον και παράγωγο. Εδώ δεν κρίνουν ούτε μονάχες, ούτε πριν απ' όλα,
οι γλωσσικές πεποιθήσεις του κάθε έλληνα διανοούμενου - μια και γι' αυτούς
γίνεται εδώ ειδικά λόγος - μα η θέση που παίρνει καθένας απέναντι στο όλο
κοινωνικό νεοελληνικό πρόβλημα.
Κατά συνέπεια,
εκείνο που τοποθετεί τη διανόηση μας δεξιά είτε αριστερά, είναι η θέση που
παίρνει απέναντι στα θεμελιώδη προβλήματα του τόπου από την πλευρά της
αποκλειστικής εξυπηρέτησης του εργαζόμενου λαού, είτε ενάντια στα συμφέροντα
του.
Ποια γραμμή κράτησαν
οι διανοούμενοι μας εδώ κι εκατό χρόνια, ποιο δρόμο ακολούθησαν για την
ιδεολογική κατάρτιση και διαφώτιση των μαζών, για την απαλλαγή τους από τ'
αγκάλιασμα ουτοπικών θεωριών, των σοβινιστικών και καταστροφικών κηρυγμάτων της
αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας, όπως η «Μεγάλη Ιδέα» π.χ., ή για τον
προσανατολισμό τους προς τα πραγματικά λαϊκά, τα δημοκρατικά-λαοκρατικά
ιδανικά, τα μόνα που περικλείνουν όλες τις σοβαρές και σταθερές δυνατότητες για
το οριστικό μπάσιμό μας στο δρόμο της ευημερίας, της μεγαλουργίας και του
πολιτισμού, για τη δημιουργία των προϋποθέσεων, που θα εξασφαλίσουν την
τελειωτική κοινωνική απολύτρωση και αποκατάσταση του εργαζόμενου νεοελληνικού
έθνους;
(*) Στους «Πρωτ.»
τυπώνεται: σφιχτά δεμένο (Σημ. εκδ.).
Από τα 1821 κι
εδώ, τόσες μπόρες, καταδρομές και δοκιμασίες περάσαμε, κι απάνω στην πείρα αυτή
μπορούμε να εξελέγξουμε την αξία και τη σταθερότητα όλων των κηρυγμάτων, που
μας ξεφούρνισε η αντίδραση, όλη την αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της,
που στα εκατό χρόνια της ύπαρξης του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους
κυριάρχησε μονοπωλιακά σχεδόν πάνω στο έθνος.
Μπορεί οι
παλιότεροι νάχουν το «δικαιολογητικό» ότι δεν μπόρεσαν πραχτικά, ολοκληρωτικά
να δοκιμάσουν την αξία της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας. Τέτοιες όμως
δικαιολογίες για τη νεοελληνική διανόηση των τελευταίων πενήντα-εξήντα χρόνων
δεν έχουν καμιά πέραση γιατί τσακίζονται πάνω στην συντριπτική αποκάλυψη πρώτ'
απ' όλα του 1897-98.
Η νεοελληνική
διανόηση που θέλει νάναι και που, από μιαν ορισμένη άποψη, καλά είτε κακά, ήταν
και είναι ο ιδεολογικός καθοδηγητής πλατειών λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να
μείνει έξω από τα γεγονότα, που σαν έθνος ζήσαμε τα τελευταία χρόνια^, δεν
μπορεί να τ' αγνοεί, να κάνει τον κουφό, να τα προσπερνάει είτε να τα στενεύει
και να τα περιορίζει μονάχα στο γλωσσικό ζήτημα. Έπρεπε και πρέπει να
ξεκαθαρίσει ή θέση της τόσο απέναντι σ' αυτά τα γεγονότα, όσο κι απέναντι στην
αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της, που τα θεμελίωνε και τα πλαισίωνε
θεωρητικά. Έπρεπε και πρέπει να βγάλει τα στέρεα συμπεράσματα της, να συνοψίσει
τα διδάγματα των γεγονότων αυτών, να δείξει την καινούρια θέση και την
καινούρια προοπτική στο παραπέρα νεοελληνικό ξετύλιγμα. Έπρεπε και πρέπει,
ύστερ' απ' όσα ζήσαμε και πάθαμε, σταράτα και λαμπικαρισμένα να πει με ποιόν
είναι, με την πλουτοκρατία ή με το εργαζόμενο έθνος;
Μήπως νομίζουμε
ότι ένας άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός ηγέτης ενός λαού κι ενός
τόπου, μπορεί να περνά αδιάφορος μπροστά από τη ζωή, τα έργα και τα παθήματα
του λαού και του τόπου αυτού; Δηλαδή, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι,
επιτρέπεται σ' ένα νεοέλληνα διανοούμενο, που έχει αξίωση πνευματικού
καθοδηγητή, ν' αγνοήσει έτσι ή αλλοιώς στο έργο του, τέτοια λ.χ. γεγονότα, όπως
ο 1897-98, το 1922, είτε ολόκληρη τη μεταπολεμική μας σταδιοδρομία και εξέλιξη;
Η υποχρέωση αυτή
της νεοελληνικής διανόησης είναι ιερή και απαραβίαστη(*) - άσχετα αν οι
πρωτοπόρες κοινωνικές μας τάξεις θεωρητικά τάχουν κιόλας ξεκαθαρίσει βασικά,
τελειωτικά, τα ζητήματα αυτά και παλεύουν από πολλά χρόνια για να τα λύσουν και
πραχτικά - αν θέλει να μη μείνει στην ουρά, σερνάμενο της κοινωνικής μας
εξέλιξης, αν θέλει να μην αποξενωθεί από το λαό και να μη στιγματιστεί σαν
όργανο των εχθρών του.
Να, ποιο είναι το
μοναδικό κριτήριο για την τέτοια ή αλλοιώτικη ιδεολογική κατάταξη των διανοουμένων
μας! Να, ποιο είναι το αποκλειστικό κόσκινο, απ' όπου πρέπει να περάσει η
νεοελληνική διανόηση!
Είναι πολλοί αυτοί
που θ' αντέξουν σε μια τέτοια δοκιμασία και στην περίπτωση ακόμα που έχουν
ευνοϊκό για τον εαυτό τους το γλωσσικό παράγοντα;
Είναι πολλοί και
πολλοί οι νεοέλληνες καλαμαράδες, παλιοί και καινούριοι, που κρίνοντας τον
εαυτό τους χρησιμοποιούν μεζούρες από γίγαντες. Είναι όμως γνωστό πως η ιδέα
που έχει καθένας για τον εαυτό του δεν έχει και πολλή αξία αν δε στηρίζεται και
στη γνώμη των άλλων, στη γενικώτερη κάθε φορά κρίση που σχηματίζεται απ' τον
υπολογισμό των συγκεκριμένων και θετικών για τον καθένα δεδομένων.
Σκοπό μας εδώ
βάλαμε να κρίνουμε τον Παλαμά σαν μια κοινωνική δύναμη με βάση όχι το στενό
γλωσσικό, μα το μόνο σωστό πλατύ κοινωνικό κριτήριο. Επειδή όμως το θέμα
επε-χτάθηκε αναγκαστικά στο σύνολο της νεοελληνικής διανόησης, για νάναι τα
συμπεράσματα μας πιο σταθερά και θετικά, θα το βασίσουμε πάνω στη σύντομη
κριτική σκιαγράφηση του
(*) Στο κείμενο
των «Πρωτ.» δεν υπάρχει το: «και απαραβίαστη» (Σημ. εκδ.).
έργου και άλλων
τριών νεοελλήνων διανοουμένων απ' τους πιο χαρακτηριστικούς - του Λασκαράτου,
του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη - που ο καθένας τους, από τη μια πλευρά είτε οπό
την άλλη, υψώθηκαν σε πνευματικές κορυφές του τόπου μας. Έτσι η συγκριτική αυτή
αντιπαράθεση θα επιτρέψει το καταστάλαγμα σε πιο βασικά εξαγόμενα.
Λασκαράτος,
Ροΐδης, Παπαδιαμάντης και Παλαμάς είναι τέσσερες αδροί εκπρόσωποι της
νεοελληνικής διανόησης, με ατομική ο καθένας τους πρωτοτυπία, πρωτοβουλία και
δημιουργικότητα. Αν τους κατατάξουμε με βάση το γλωωσικό κριτήριο, θα δούμε πως
οι δυό, Ροΐδης και Παπαδιαμάντης, ανήκουν στη Σχολή των Αθηνών και οι άλλοι δυο
στη Σχολή της Εφτανήσου. Ακόμη μια ορισμένη φήμη το Ροΐδη και το Λασκαράτο τους
φέρνει και σαν «τολμηρούς μεταρρυθμιστές». Έτσι, το υλικό που έχουμε είναι το
πιο πλούσιο και το πιο κατάλληλο.
Το πρόβλημα μας
είναι τούτο δω: Με βάση τα συγκεκριμένα έργα του καθένα, ποιος απ' τους
τέσσερις χαρακτηριστικούς αυτούς εκπρόσωπους της νεοελληνικής διανόησης αξίζει
πραγματικά τον τίτλο του κοινωνικού πρωτοπόρου; Δηλαδή ποιος πραγματικά
ένοιωσε, έζησε και έκφρασε στο έργο του τα μεγάλα προβλήματα του λαού και του
τόπου και πάσχισε είτε συνετέλεσε κι ο ίδιος για την ευνοϊκή υπέρ του λαού λύση
«ους; Ποιος στάθηκε στο πλευρό του ενάντια στους κάθε λογής εχθρούς του; (*)
Ας αρχίσουμε από
το Λασκαράτο.
Δημοτικιστής,
φυσικά, έγινε γνωστός κατά κύριο λόγο γιατί Καυτηρίασε και ξεσκέπασε πολλά από
τα όργια της παπαδοκρατίας. Γι' αυτό και τούτη δω τον αφόρισε για να τον
εκδικηθεί. Αυτά τα λίγα είναι γνωστά στον πολύ κόσμο (και πρώτ' «π' όλα φυσικά
στην πατρίδα του, την Κεφαλωνιά) για το Λα-
(*) Η τελευταία
φράση προστέθηκε από το κείμενο των «Πρωτοπ.» (Σημ.)
σκαράτο, μαζύ μ'
ένα σωρό ανέκδοτα του, που φανερώνουν ένα πνεύμα έξυπνο και τσουχτερό. Μια όμως
πιο βαθειά μελέτη του έργου του θα μας δώσει κάποια ολότελα διαφορετική εικόνα.
Στην
πραγματικότητα ο Λασκαράτος δεν είναι παρά ένας ουτοπιστής ιδεαλιστής, που
πιστεύει πως όλα τα κακά της κοινωνίας μπορεί να τα διορθώσει το καλό
νοικοκυριό, η ατομική του κάθε ανθρώπου βελτίωση δια μέσου της μόρφωσης και το
διόρθωμα των στραβοπατημάτων των παπάδων, που χαλάν την αληθινή του Χριστού
θρησκεία! Πιστεύει ακόμα ο Λασκαράτος, ότι από τον όχλο (λαό) δεν μπορεί να
ρθεί τίποτα το καλό και ότι είναι φυσικό πράμα οι λίγοι, οι εκλεχτοί, να
διευθύνουν και να καλοπερνούν, ενώ ο όχλος να δουλεύει.
Ο Λασκαράτος
αγνοεί τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του τόπου του στην εποχή της αγγλοκρατίας
και του «λίμπρο ντ' όρο» (το «χρυσό βιβλίο» της φεουδαρχικής εφτανησιώτικης
αριστοκρατίας). Σκυλοβρίζει τους χωριάτες γιατί ξεσηκώνονται ενάντια στην
τσιφλικάδικη καταλήστεψη και την τοκογλυφική απογύμνωση. Είναι υπέρ της
διατήρησης των τσιφλικάδικων προνομίων και υπέρ της συνέχισης της αγγλικής
«προστασίας» (κατοχής), τη στιγμή που όλος ο λαός θέλει την ένωση με την
Ελλάδα. Την τέτοια θέση του απέναντι στην Αγγλία τη δικαιολογεί με τη θεωρία
του «φιλοεθνισμού»!.. Δεν πρέπει νάμαστε στενά εθνικόφρονες και να ζητάμε την
ένωση, μα έχοντας το πλατύ «φιλοεθνικό» πνεύμα θα πρέπει να προτιμάμε την
εγγλέζικη «προστασία»... Στους τοπικούς πολιτικούς αγώνες, τον καιρό της
αγγλοκρατίας, ο Λασκαράτος πολέμησε λυσσασμένα κι απόλυτα τους «δημαγωγούς»,
όπως έλεγε τους ριζοσπάστες, το αντιαριστοκρατικό, λαϊκό και ενωτικό τότε
κόμμα, χωρίς να διστάζει να συνεργάζεται για το σκοπόν αυτό με τους
«καταχθόνιους», όπως έλεγε ο λαός το αριστοκρατικό-πλουτοκρατικό και αγγλόδουλο
κόμμα.
Ένας μικροαστός
ουτοπιστής και ιδεαλιστής και στην πραγματικότητα αντιδραστικός, που τελειωτικά
συμβίβασε και τις διαφορές του με την ορθόδοξη Εκκλησία, τέτοιος είναι Ο
αληθινός Λασκαράτος. Κάτω από ένα άλλο κριτήριο θα πέρναγε για προοδευτικός,
για τολμηρός μεταρρυθμιστής, που καταδιώχτηκε και υπόφερε. Περνώντας τον κάτω
από το κοινωνικό κριτήριο, αποκαλύπτουμε την αντιδραστική κοινωνική του φύση
και δουλειά. Το συμπέρασμα μας πρέπει νάναι ότι, παρά ορισμένες απατηλές
ενδείξεις που συμπεριλαμβάνουν και το γλωσσικό γνώρισμα, σε καμμιά περίπτωση το
Λασκαράτο δεν επιτρέπεται να τον παραδεχτούμε για κοινωνικό πρωτοπόρο και
αναμορφωτή.
Μια σχεδόν ανάλογη
εικόνα μας παρουσιάζει και ο Ροίδης, της «Σχολής Αθηνών» αυτός, που με την
«Πάπισσα Ιωάννα» «η> κυρίως, απόχτησε τη φήμη του κοινωνικού μεταρρυθμιστή.
Πνεύμα οξύ και
σατυρικό κι αυτός, όπως και ο Λασκαράτος, ούτε σαν λίγο-πολύ συνεπής
προοδευτικός αστός διανοούμενος μπορεί να θεωρηθεί. Η «προοδευτική» δράση του
περιορίζεται και στρέφεται κυρίως κατά του κλήρου, περισσότερο, φυσικά, του
καθολικού και λιγότερο του ορθόδοξου, που διαστρεβλώνει, κατά το Ροίδη, την
πραγματική χριστιανική θρησκεία. Σ' αυτή πιστεύει αυτός. Τον «όχλο» δεν τον
θεωρεί ικανό για τίποτα το καλό, που μονάχα τ' ανώτερα πνεύμα-τα μπορούν να το
πραγματοποιήσουν. Μισεί θανάσιμα τους σοσιαλιστές και τους αριστερούς
δημοκράτες. Δεν θέλει ν' ακούσει για τη «δημαγωγία» της λαϊκής εκπροσώπησης.
Είναι, θα λέγαμε σήμερα, οπαδός της δικτατορίας, φυσικά, της αντίδρασης. Το
έργο του είναι όλο άρνηση μικροαστική, χωρίς να παρουσιάζει λίγο πολύ
ολοκληρωμένη κοινωνική θέση. Οι θρησκευτικές ιστορικές μελέτες του τούτη την
«πρωτοτυπία» παρουσιάζουν: ότι διαστρεβλώνουν κατάφωρα την πραγματικότητα, την
ιστορικήν αλήθεια.
Ο Ροΐδης, που τόσο
περιφρονούσε τον «όχλο», ήξερε ν' απευθύνεται στον ίδιο το βασιλιά ζητώντας
ρουσφέτια. Ενώ ο Λασκαράτος είχε κάτι αγροκτήματα, που τα νοίκιαζε στους
αγρότες, ο Ροΐδης έπαιζε γερά στο χρηματιστήριο, όπου και έχασε στα τελευταία
ολόκληρη την όχι μικρή περιουσία του.
Είναι ολοφάνερο
ότι ούτε ο κοινωνικά στείρος Ροΐδης μπορεί να θεωρηθεί σαν διανοούμενος
πρωτοπόρος, φίλος και συναγωνιστής του λαού.
Ο Παπαδιαμάντης,
της «Σχολής των γραμμάτων» κι αυτός, είναι μια κορυφή στα νεοελληνικά γράμματα.
Η φιλολογική του αξία είναι αναμφισβήτητη, αν και η καθαρεύουσα τον ζημιώνει
εξαιρετικά. Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός, περισσότερο ίσως από
κάθε άλλον νεοέλληνα τεχνίτη του πεζού λόγου, περιέγραψε με μιαν εξαιρετική
δύναμη και ζωντάνια την ελληνική ζωή, τα ήθη και έθιμα, πρώτ' απ' όλα της
ιδιαίτερης πατρίδας του. Το έργο του είναι δεμένο με τη ζωή του λαού, με τις
καθημερινές μικροέγνοιες και μικροφροντίδες του. Μα αυτό είναι όλο. Παραπέρα ο
Παπαδιαμάντης δεν προχωρεί. Η γλώσσα του τον κρατάει μακρυά από τη λαϊκή μάζα,
που θα μπορούσε να τόνε νοιώσει και να τον εχτιμήσει. Η σκέψη του δεν ξεκολά
από τη γύρω του καθυστέρηση, δεν κονιέται, δεν προχωρεί και είναι βαθειά
επηρεασμένη απ' το θρησκευτικό μυστικισμό.
Ο ρεαλιστής
Παπαδιαμάντης συμβιβάζεται με τη νεοελληνική πισοδρόμηση, γίνεται ο
τραγουδιστής της. Πίσω απ' την καθημερινή λαϊκή ζωή και φτώχεια δεν
αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά προβλήματα, που την ανησυχούν και τηνε δέρνουν. Ο
Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Έτσι,
γερός αυτός τεχνίτης του πεζού λόγου, δε γίνεται τίποτε άλλο απ' αυτό. Αυτού
σταματά. Με τη δύναμη της πέννας του δεν εμπνέει ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν
καθοδηγεί. Φυσικά, αν ήταν τέτοιος θα φρόντιζε πρώτ' απ' όλα να διορθώσει τη
γλώσσα του. Έτσι μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δύο πρώτους, στο
περιθώριο της κοινωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν.
Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του.
Μένει ο Παλαμάς.
Ακούραστος και πρωτοπόρος αγωνιστής για τη δημοτική, για τη γλώσσα του λαού. Μα
αυτό, όπως είπαμε δεν φτάνει. Και πραγματικά, αυτό δε λέει τίποτα ή καλύτερα
σχεδόν τίποτα, για το κύριο παλαμικό έργο. Σαν τεχνίτης είναι ο πιο μεγάλος από
τους σύγχρονους, αν όχι απ' όλους τους νεοέλληνες ποιητές. Μα και αυτό δε
φτάνει.
Μπορεί ο Παλαμάς
να μην έκφρασε πάντα σωστά τα πραγματικά του τόπου και του λαού συμφέροντα.
Είναι ακόμα αλήθεια, ότι πολλές φορές έκανε το αντίθετο και γίνηκε φορέας των
σωβινιστικών ιδεών και θεωριών. Όμως, παρ' όλα αυτά, στο πιο σημαντικό και βαθύ
σε περιεχόμενο μέρος του έργου του, στάθηκε ένας πρωτοπόρος λαϊκός εμψυχωτής,
που έσπασε αντιδραστικά δεσμά και προλήψεις και φτερούγισε προς πιο πλατειούς
λαϊκούς και πανανθρώπινους ορίζοντες. Ο Παλαμάς με το νυστέρι της μεγάλης
τέχνης του και της καθάριας σκέψης του, χάραξε καινούριους δρόμους στο
νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα, δρόμους προόδου, πολιτισμού και λαϊκής
αποκατάστασης και ευημερίας. Οι λεπτομέρειες εδώ δε χρειάζονται, γιατί η
παρακάτω μελέτη αυτό κυρίως πάει ν' αποδείξει, αναπτύσσοντας το θέμα της σ'
άμεση επαφή και σχέση με την τορινή νεοελληνική πραγματικότητα.
Βλέπουμε, λοιπόν,
ότι απ' τους τέσσερις χαρακτηριστικούς αντιπρόσωπους της νεοελληνικής
διανόησης, μονάχα ο Παλαμάς άνθεξε στο λαϊκό-κοινωνικό κριτήριο. Οι τρεις άλλοι
και απ' αυτούς οι δυο με δημιουργημένη κοινωνική φήμη, πέσανε. Αυτό δείχνει την
τεράστια επίδραση και την αποκλειστική σχεδόν κυριαρχία της αστοτσιφλικάδικης
ιδεολογίας της «Μεγάλης Ιδέας» πάνω στη διανόηση αυτή, που την κρατάει τόσο
πολύ δεμένη με την αντίδραση. Η διαπίστωση αυτή μας επιβάλλει μεγάλη προσοχή
και επαγρύπνηση στη μελέτη όλης της νεοελληνικής φιλολογίας σ' όλους τους
κλάδους της, μα και για να καθαρίσουμε, όσο μπορούμε και περνά απ' το χέρι μας,
την πνευματική τροφή του λαού από τα βλαβερά και σκάρτα, από τις ξένες και
εχθρικές επιδράσεις.
Γιατί δε μιλάμε
για τη σημερινή, τη μεταπολεμική, νεοελληνική διανόηση;
Γιατί, αν
ξεχωρίσουμε απ' αυτή την οπωσδήποτε ξεκαθαρισμένη, με αριστερές τάσεις, που κι
αυτή σε πολλά ακόμα ξένο-φέρνει και δεν έχει βρει για καλά το λαϊκό παλμό,
καθώς και μερικές μονάδες (όπως λ.χ. ο Δημοσθένης Βουτυράς), η ρέστη φέρνει
βαθειά κι άσβυστη την κλασσική αστοτσιφλικάδικη σφραγίδα: άρνηση και άγνοια της
νεοελληνικής λαϊκής ζωντάνιας, δύναμης και δυστυχίας, έλλειψη προοπτικής,
πνοής, ορμής, ακαδημαϊκή μπορντελοποίηση, αποπνιχτική στενότητα και
στενοκεφαλιά και καταθλιπτική και απαίσια ξένη μίμηση. Είναι «η φιλολογία» της
κατάπτωσης, της στειρότητας, της σαπίλας. Τίποτ' άλλο δε μπορεί να πει κανένας
για δαύτην. Υπάρχουν ακόμη και οι «νέοι». Μα αυτοί δε μας έδειξαν ακόμα καθαρά
το κοινωνικό τους πρόσωπο χωρίς και να δικαιολογείται αυτή τους η καθυστέρηση.
Φυσικά,
προσπάθειες εξυγίανσης γίνονται πολλές και στην πρωτεύουσα και στην επαρχία.
Χρειάζονται συνένωση, μα και ξεκαθάρισμα. Και δω λοιπόν η ενότητα των
αντιθέσεων, που κινεί προς τα μπρος. Συνένωση όλων, που θα συμφωνήσουν στη
βασική κατευθυντήρια γραμμή: στενό δέσιμο με το εργαζόμενο έθνος, τον τόπο, τη
δυστυχία, τη δουλειά, την καταλήστεψη, τους πόθους, τις επιδιώξεις και τους
αγώνες του• επιστημονικό φώτισμα της ιστορίας του, ιδιαίτερα εκείνης που άμεσα
ή έμμεσα τον ενδιαφέρει• μελέτη όλων των βασικών του τόπου ζητημάτων καθορισμός
των πραγματικά λαϊκών δρόμων της παραπέρα νεοελληνικής πορείας• ξεκαθάρισμα από
κάθε γκρίνια, στειρότητα, στενοκεφαλιά, αντίδραση. Τέχνη έξω από την κοινωνία,
τις τάξεις της και τους αγώνες της, δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε
μάστορας στο πεδίο της διανόησης πρέπει να καθορίσει τη θέση του: με το λαό ή
με τους εκμεταλλευτές του. Ο Παλαμάς, απ' τις πιο ψηλές διανοητικές
νεοελληνικές κορυφές, βασικά τη θέση του την έχει ξεκαθαρίσει: υπέρ του λαού,
όπως μας το δείχνει, με υπέροχη μαστοριά, πειστικότητα και δύναμη, στο
«Δωδεκάλογο του Γύφτου».
Θάναι υπέρτατη
τιμή για τον καθένα, που θα θελήσει εδώ να τον ακολουθήσει και να τόνε μιμηθεί.
Και η πιο μεγάλη δόξα και η πιο άξια «προτομή» για τον ποιητή. Η δουλειά για να
ξεκαθαριστούν και ν' αποκρυσταλλωθούν λαοκρατικά οι ιδεολογικές και
δημιουργικές κατευθύνσεις της νεοελληνικής διανόησης είναι εξαιρετικά δύσκολη
και θα βαστάξει πολύ, συμβαδίζοντας και ακολουθώντας, από μια ορισμένη πλευρά,
την ανάπτυξη της λαϊκής συνείδησης και την πραχτική λύση, προς όφελος του
εργαζόμενου λαού, των θεμελιακών κοινωνικών προβλημάτων μας.
Όλ' αυτά δε
σημαίνουν ότι δεν πρέπει ν' αρχίσουμε. Το αντίθετο μάλιστα, πρέπει να βιαστούμε
όσο μπορούμε, παρά τις δυσκολίες που σήμερα ιδιαίτερα μας τριγυρίζουν.
Παράλληλα, η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας δημιούργησε για ένα σωρό κόσμο που
καταδικάστηκε σε «υποχρεωτική διαθεσιμότητα» και σε αναγκαστικές «διακοπές»,
πρόσθετες δυνατότητες (που βέβαια περιορίζονται «υπό όλως τεχνικών» εμποδίων
της ίδιας αυτής κατάστασης) να καταπιαστούν με μια πιο βαθειά και συστηματική
μελέτη και έρευνα των προβλημάτων, που αναφέραμε πιο πάνω.
Λοιπόν, όσο
μπορούμε κι όσο περνά απ' το χέρι μας, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και να
εξαντλήσουμε, μέχρι και την τελευταία, τις δυνατότητες αυτές. Κανένα κακό δίχως
καλό. Είναι κι αυτό μια διαλεχτική αλήθεια.
10 του Νοέμβρη
1937
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΟ
«ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ» ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ Τ' ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Ο ποιητής Κωστής
Παλαμάς κατάχτησε ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη νεοελληνική διανόηση. Δούλεψε και
δημιούργησε στο φώτισμα μιας καινούργιας εποχής και στο διάστημα σοβαρών
γεγονότων και αποφασιστικής στροφής στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα..
Ο Παλαμάς στάθηκε
πάνω στο πέρασμα από το παλιό σε κάτι καινούργιο. Η εποχή του είναι εποχή από
χαραχτηριστικές αλλαγές, γερά τραντάγματα και βαθιά οργώματα στο νεοελληνικό
κοινωνικό κάμπο. Προικισμένος μ' εξαιρετικά δυνατό ποιητικό ταλέντο, δεν
μπορούσε να μείνει ούτε και έμεινε όξω από τα ζητήματα αυτά. Τ' αντίθετο. Τα
είδε, τάνιωσε, τάζησε και στο έργο του τα έκφρασε έτσι είτε αλλιώς, πάντα όμως
με μιαν ανώτερη ποιητική πνοή δυνατή. Ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο του
«Δωδεκάλογου του Γύφτου» λέει: «Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου
κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από τήν έξω πλάση». (Έκδ. 1931,
σελ. 15).
Τέτια είναι η θέση
του Παλαμά στή σύγχρονη ζωή μας και τέτιο το έργο του, που κανένας εχθρός ή
φίλος δε μπορεί να το προσπεράσει και να τ' αγνοήσει. Πάνω στην παλαμική
δημιουργία έσκυψε και σκύβει, μορφώθηκε και μορφώνεται, μεγάλο κομμάτι απ' τη
νεολαία μας κι απ' τη γενιά μας. Αυτό το είδε η πολύχρωμη αντίδραση και γι'
αυτό πάσχισε και πασχίζει λυσσασμένα έτσι να ερμηνέψει τον Παλαμά, ώστε να τον
κάνει όργανο της διαστρέβλωσης και του ευνουχισμού, σύμφωνα με τα συμφέροντα της
της πνευματικής διάπλασης της νεολαίας μας. Αυτό υποχρεώνει ακόμη πιο πολύ την
επιστημονική κριτική να καταπιαστεί με το παλαμικό έργο, τη σωστή ερμηνεία του,
με τη σωστή τοποθέτηση του ποιητή στο κοινωνικό μας ξετύλιγμα. Η ποικιλόμορφη
αντίδραση, όταν δεν τον αγνόησε ολότελα, βασικό σκοπό της έταξε να παρουσιάσει
τον Παλαμά στρατιώτη και αγωνιστή του μεγαλοϊδεάτικου σωβινισμού και στυλοβάτη
της αστοτσιφλικάδικης κυριαρχίας και λαϊκής ληστείας. Μα ο πραγματικός Παλαμάς,
παρ' όλες τις ελλείψεις, τους δισταγμούς, την αναποφασιστικότητα και συχνά την
ασυνέπεια του, δεν είναι τέτιος. Και πρέπει να τόνε φυλάξουμε, να τόνε
κρατήσουμε και να τόν δείξουμε τέτοιον όπως είναι στην πραγματικότητα. Αυτό
αποτελεί μιαν ιερή υποχρέωση της λαϊκής επιστημονικής κριτικής στη χώρα μας.
Γιατί αυτό συμφέρει στο Λαό και στον τόπο και βοηθά στην πρόοδο.
***
Ο «Δωδεκάλογος του
Γύφτου» είναι το πιό ολοκληρωμένο και το πιό φιλοσοφημένο έργο του ποιητή.
Αυτού μας ξεσκεπάζει όλη του την ψυχή. Κι αυτού μας επιτρέπει να τόνε νιώσουμε
και να τόνε κρίνουμε καλύτερα από κάθε έργο του.
Ο Παλαμάς
εμφανίστηκε και δούλεψε σε μια εποχή της κοινωνικοπολιτικής μας εξέλιξης που τη
διακρίνει τούτο το χαρακτηριστικό: η ταραχώδικη και καταστρεφτική για το λαό
και για τον τόπο πολιτική και οικονομική χρεωκοπία των ηγετικών -
πλουτοκρατικών τάξεων. Η πολεμική καταστροφή του 1897 και το οικονομικό κραχ,
πούχε για επακόλουθο την επιβολή στον τόπο, στα 1898, του Διεθνούς Οικονομικού
Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), αποτελούν τις πιό χειροπιαστές κι ολοφάνερες εκδηλώσεις και
πιστοποιήσεις της χρεωκοπίας αυτής.
Εδώ πρέπει,
αναγκαστικά, ν' ανοίξουμε μια μεγάλη ιστορική παρένθεση. Οι πλουτοκράτες - οι
τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάση-δες, οι φαναριώτες, οι έμποροι και άλλοι - που πήραν
την εξουσία στα χέρια τους με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, παρά το
γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς, όχι φυσικά οι έμποροι, έτσι είτε αλλιώς
αντέδρασαν στο εθνικό ξεσήκωμα και, στην καλύτερη γι' αυτούς περίπτωση,
κράτησαν ταλαντευόμενη και παθητική στάση, όλη τους την πολιτική δραστηριότητα
και προσοχή τη συγκέντρωσαν, βασικά, στο πως, κάτω από το καινούργιο καθεστώς,
να διατηρήσουν, να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την οικονομική αποστράγγιση
και υποδούλωση του λαού, για λογαριασμό τούτη τη φορά όχι του οθωμανού ληστή
και δυνάστη, μα για λογαριασμό δικό τους και των ξένων δυνάμεων, που σαν όργανα
τους δρούσαν. Η λαϊκή δημοκρατική κληρονομιά της εθνικοαπελευθερωτικής
επανάστασης του 1821 προδόθηκε και κουρελιάστηκε. Στον τόπο άλλαξαν οι
δυνάστες. Αυτό ουσιαστικά έγινε. Και γι' αυτό από τα πρώτα κιόλας χρόνια
ύπαρξης του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους βλέπουμε να ξεσπούν, με τη μιά
είτε με την άλλη μορφή αλλεπάλληλα λαϊκά ξεσηκώματα και ανταρσίες, πότε στο
Μωριά, πότε στη Ρούμελη, πότε στην Αθήνα.
Όλα αυτά δείχνουν
πως άλλα περίμενε κι άλλα ποθούσε ο λαός κι άλλα, τ' αντίθετα, τούδιναν οι
κυρίαρχες τάξεις. Οι «προστάτιδες» Δυνάμεις επέβαλαν στην Ελλάδα μια δυναστεία,
μιαν απόλυτη μοναρχία, που για προορισμό της είχε όχι τη νεοελληνική
αναδημιουργία, όχι τη δημιουργία μιας λαϊκής νεοελληνικής δημοκρατίας, με
ανεξάρτητη εθνική οικονομική πολιτική που θα στήριζε τη δύναμη, τον πολιτισμό
και την ευημερία του λαού στη γοργή, επιστημονική, ολόπλευρη και αδιάκοπη
ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνάμεων. Σκοπός και προορισμός της πλουτοκρατικής
κυριαρχίας, μ' επικεφαλής την ξένη απόλυτη μοναρχία και τα ξενικά και ξενόδουλα
όργανα της ήταν η ολοκληρωτική καθυπόταξη όλων των ζωτικών και βασικών αναγκών
του λαού και του τόπου στην εξυπηρέτηση των καινούργιων πλουτοκρατών, ξένων και
ντόπιων αφεντάδων της Ελλάδας.
Η αλήθεια η
επιστημονική μας δείχνει, ότι ύστερα απ' την ηρωική και ανυπέρβλητη
επαναστατική εποποιία του 1821 -1828, οπόταν έφτασε στο ανώτατο της σημείο, η
γραμμή πορείας του νεοελληνικού έθνους τραβά προς τα κάτω, προς την κατάπτωση.
Κι αυτό για το μόνο λόγο, ότι η καινούργια κατάσταση πραγμάτων, προδίνοντας το
έργο του 1821, δεν στήριξε την αναδημιουργία πάνω στην εξασφάλιση της
αδιάκοπης, ανεμπόδιστης και ολόπλευρης οικονομικής, κοινωνικής, εκπολιτιστικής
και πολιτικής ανάπτυξης των πιο πλατιών λαϊκών μαζών, δηλαδή πάνω στη μοναδική
στέρεη και δυνατή βάση, μα πάνω στην εξυπηρέτηση των πλουτοκρατικών, ξένων και
ντόπιων συμφερόντων σε βάρος πάντοτε του λαού. Έτσι, η αποτυχία, η κακομοιριά,
η κατάπτωση ήταν από τα πριν εξασφαλισμένη. Δ ε ν φ κ ι ά ν α μ ε Ε λ λ ά δ α μ
α ψ ω ρ ο κ ώ σ τ α ι ν α ! Έτσι ανάμεσα από ατέλειωτη σειρά μικρών και μεγάλων
και αδιάκοπων εσωτερικών και εξωτερικών ανωμαλιών και εξευτελισμών, φτάσαμε στα
1897-1898. Η πορεία αυτή για κύρια γνωρίσματα της έχει: α) την ολοένα αυξανόμενη
οικονομική αφαίμαξη του λαού και κατά κύριο λόγο της αγροτιάς, που ουσιαστικά
δεν πήρε τη γη χωρίς βάρη - στοιχείο πρωταρχικό για το τέτιο πλάταιμα της
εσωτερικής αγοράς, ώστε να δόσει το στέρεο θεμέλιο γοργής ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων β) το ολοένα και πιο μεγάλο ξεπούλημα της χώρας στους
ξένους κεφαλαιούχους και τοκογλύφους, που μας ξεζούμιζαν κυριολεχτικά ως το
κόκαλο γ) την εγκατάλειψη της εκμετάλλευσης του ντόπιου φυσικού πλούτου, της
ανάπτυξης της ντόπιας βιομηχανίας δ) την υπερτροφική ανάπτυξη του παρασιτικού
εμπορευματικού κεφαλαίου που στηριζότανε κυρίως στην εισαγωγή απ' το εξωτερικό
και στην εξαγωγή γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών μας στις βιομηχανικές
χώρες. Όλ' αυτά είχαν για συνέπεια να δυναμώνει ολοένα η οικονομική και πολιτική
μας εξάρτηση από το εξωτερικό, να πνίγεται η εσωτερική οικονομική ανάπτυξη, να
κρατιέται η Ελλάδα στο επίπεδο αγροτικού εξαρτήματος των βιομηχανικών κρατών,
δηλ. κυρίως των «προστάτιδων» Δυνάμεων και να μεταβάλλεται σε χώρα κατάλληλη
για ληστρικούς δανεισμούς. Ένα κλασικό παράδειγμα που στηρίζει τα πιο πάνω,
παρμένο απ' το σωρό πολλών άλλων, είναι και τούτο: η Ελλάδα, χώρα ναυτική, που
όλο της το στόλο τον έφκιανε μονάχη της - και ξέρουμε ότι ο στόλος αυτός ήταν
πάντα πολύ σημαντικός, και στον καιρό της σουλτανοκρατίας - είδε στις πρώτες
δεκαετηρίδες της ανεξαρτησίας της το ολοκληρωτικό σχεδόν σβήσιμο του
ζωτικότατου αυτού παραγωγικού κλάδου, γιατί η αυξανόμενη εξάρτηση μας από το
ξένο κεφάλαιο δεν επέτρεψε την τεχνική αναπροσαρμογή της ναυτικής μας βιομηχανίας,
σύμφωνα με τις καινούργιες απαιτήσεις της προόδου (ατμός κλπ).
Μα μπαίνει το
ερώτημα: πώς ο λαός ανέχθηκε αυτή την κατάσταση και πώς οι κυρίαρχες τάξεις τα
κατάφεραν να τον συγκρατούν και να τον χαλιναγωγούν; Αναφέρθηκε πιο πάνω πως ο
λαός, απ' τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξης του νεοελληνικού ανεξάρτητου
κράτους, ξεσηκώθηκε πολλές φορές και με τα όπλα στα χέρια ακόμα, υπερασπίζοντας
και διεκδικώντας το δίκιο του. Κάτι πέτυχε: έδιωξε τον Όθωνα και τους Βαυαρούς,
γκρέμισε την απόλυτη μοναρχία, κατάχτησε ορισμένες συνταγματικές ελευθερίες
κλπ. Μα ουσιαστικά τα πράγματα δεν άλλαξαν, γιατί η εξουσία, με μικρότερες είτε
σοβαρότερες κάθε φορά, εσωπλουτοκρατικές ανακατατάξεις, παρέμεινε πάντα στα
χέρια των εκμεταλλευτών του λαού.
Γιατί τα αδιάκοπα
λαϊκά ξεσπάσματα δεν έφεραν σε πιό βαθιές κοινωνικές μεταβολές; Η εξήγηση
βρίσκεται στο γεγονός, ότι από την Ελλάδα και το λαό της λείψανε, σ' όλο αυτό
το διάστημα, τα φωτισμένα εκείνα μυαλά, οι οργανωτές εκείνοι, που στηριζόμενοι
αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και σταθερά νεοελληνικά δεδομένα, που
περιλαμβάνονταν μέσα στα το-τινά κρατικά σύνορα και αποβλέποντας στο ολόπλευρο
ξεσήκωμα του λαού για να φτάσει έτσι και στη γενική ανόρθωση, θα ξετίναζαν την
αστοτσιφλικάδικη σωβινιστική ιδεολογία• θα θεμελίωναν, αποκλείοντας το
αστοτσιφλικάδικο δρόμο ανάπτυξης, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τη λαϊκή
δημοκρατία, μοναδική βάση για τη δημιουργία μιας πραγματικά δυνατής και
ανεξάρτητης Ελλάδας και απαραίτητο σταθμό για το τελειωτικό κοινωνικό
ξεσκλάβωμα. Όταν λέμε «στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και
σταθερά νεοελληνικά δεδομένα που περιλαμβάνονταν μέσα στα τοτινά κρατικά
σύνορα» εννοούμε τούτο δώ: η εσωτερική νεοελληνική ανάπτυξη έπρεπε να
θεμελιωθεί απάνω στις τότε «εσωτερικές» δυνατότητες. Αυτό δε σημαίνει ότι η
νεοελληνική λαϊκή δημοκρατία δεν έπρεπε, μια και θάταν το πρώτο ανεξάρτητο
Βαλκανικό κράτος, να πάρει την πρωτοβουλία μια αδελφικής συμμαχίας και ενός
αδελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του ζυγού του
σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας πραγματικά λεύτερης και
ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών λαών. Αυτό ήταν το απόλυτα
πραγματοποιήσιμο «όνειρο» του Ρήγα Φεραίου και μια από τις πρώτες και γνήσιες
επιδιώξεις του 1821. Οι αστοτσιφλικάδικες μοναρχίες των Βαλκανίων ακολούθησαν
άλλο δρόμο. Ο πρώτος δρόμος, ο δημοκρατικός, ήταν ο πιο σύντομος, ο φτηνός, ο
μοναδικά λαϊκός. Ο δεύτερος που ακολουθήθηκε στην πραγματικότητα ήταν ο δρόμος
των πολεμικών και διπλωματικών δολοπλοκιών των μεγάλων Δυνάμεων και της
αλληλοσύγκρουσης των συμφερόντων των βαλκανικών πλουτοκρατιών και δυναστών.
Αυτός όχι μόνο παράτεινε για πολλά δεκάχρονα το βίο και το ζυγό της
αυτοκρατορίας των σουλτάνων στα Βαλκάνια, μα κόστισε στους λαούς που τα
κατοικούν ατέλειωτες κι άγριες θυσίες, τους έριξε στο πιο σκληρό αλληλοφάγωμα
και έκανε τη χερσόνησο του Αίμου όχι πλούσια και λεύτερη περιοχή για τους λαούς
της, όπως μπορούσε κι έπρεπε νάναι, μα πεδίο των πιο αιματηρών τοπικών κ'
ευρωπαϊκών ανταγωνισμών, που τα σπασμένα τους πάντα οι εργαζόμενοι που την
κατοικούν τα πλήρωναν.
Έλλειψε απ' τη
χώρα μας το πρόγραμμα και η οργάνωση της λαϊκής δημοκρατίας, έτσι όπως την
ονειρεύτηκαν τα φωτισμένα μυαλά του 1821.
Είναι λανθασμένο
και παράλογο αυτό που θα θελήσουν ίσως να ισχυρισθούν μερικοί, ότι οι τοπικές
συνθήκες δεν επέτρεπαν άλλη κατεύθυνση από την αστοτσιφλικάδικη στο νεοελληνικό
κοινωνικό ξετύλιγμα. Το βέβαιο και το σωστό είναι ότι υπήρχαν και τότε όλοι οι
αντικειμενικοί όροι και οι συνθήκες για μια λαοκρατική - δημοκρατική πορεία και
δεν έλλειψε παρά μονάχα αυτό που υπογραμμίστηκε: η ύπαρξη ξεκαθαρισμένου
προγράμματος και γερής λαϊκής δημοκρατικής οργάνωσης, δηλαδή έλειψε ο
υποκειμενικός, όπως λέμε, παράγοντας. Κανένας δε μπορεί να υποστηρίξει ότι η
αστοτσιφλικάδικη πισωδρόμηση, το ξεπούλημα στους ξένους «προστάτες» και όλα τα
άλλα χάλια μας, ήταν κάτι το αναπότρεπτο και η μόνη δυνατή πορεία που μας
άνοιξε η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση και άτι ύστερα από το μεγαλούργημα του
1821 δεν υπήρχε για μας άλλος δρόμος, δεν υπήρχε ο λαοκρατικός - δημοκρατικός
δρόμος εξέλιξης.
Πάνω στη «μοίρα»
μας, στη νεοελληνική μοίρα, βαραίνει μια ανεχτίμητη όσο και καταθλιπτική
κληρονομιά. Το μυστικό της πλουτοκρατικής επιτυχίας και υπόταξης του λαού
βρίσκεται και στο γεγονός ότι κατάφερε μ' όλα αυτά τα μέσα να επιβάλει στο λαό
την ιδεολογία της ουτοπικής «Μεγάλης Ιδέας» και κάτω απ' τη σκέπη της να
διαπράξει τα πιο τερατώδικα αντιλαϊκά εγκλήματα. Η πλουτοκρατική
αστοτσιφλικάδικη Ελλάδα και οι διανοούμενοι της κατάφεραν να παρασύρουν και να
αιχμαλωτίσουν το λαό σ' ένα λανθασμένο και καταστροφικό ιδεολογικό
προσανατολισμό και έτσι να τον αποσπάσουν από τα ζωτικά θεμελιώδικα εσωτερικά
προβλήματα του. Γι' αυτό και βλέπουμε τούτη δα την εικόνα: να ξεσηκώνεται
πολλές φορές ο λαός και με τα όπλα ακόμα - όταν το μαχαίρι της πλουτοκρατικής
ληστείας έφτανε στο κόκαλο - ενάντια στην απάνθρωπη απογύμνωση του, να μη
μπορούν όμως τα λαϊκά αυτά ξεσπάσματα να κατασταλάξουν σε λίγο - πολύ
ξεκαθαρισμένα δημοκρατικά - λαοκρατικά συμπεράσματα γιατί η ιδεολογία, που
καταθλιπτικά κυριαρχούσε πάνω στο λαό και τη χώρα, ήταν η ιδεολογία της
ουτοπίας της «Μεγάλης Ιδέας».
Έτσι οι
εκμεταλλευτές του λαού, σε τελευταία ανάλυση, κατάφεραν πάντα να χαλιναγωγούν
τα λαϊκά ξεσηκώματα και να τα εκμεταλλεύονται κιόλας, πότε η μια πότε η άλλη
πλουτοκρατική κλίκα - για λογαριασμό τους. Ποιο το περιεχόμενο της «Μεγάλης
Ιδέας»; Η «Μεγάλη Ιδέα» διακήρυττε ότι το νεοελληνικό έθνος και κράτος είναι ο
κληρονόμος και συνεχιστής της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, ότι θεϊκόν
προορισμό έχει να ξαναφτιάξει το αρχαίο μεγαλείο και τη βυζαντινή αυτοκρατορία
με πρωτεύουσα την Πόλη και ότι ο ελληνικός λαός μόνον έτσι θα ευτυχήσει και θα
ευημερήσει. Γι' αυτό και πρέπει παρ' όλους τους κόπους και τις θυσίες όλα να τα
υποφέρει κι όλα να τα υποτάξει στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Αυτός
είναι ο αστοτσιφλικάδικος νεοελληνικός μεγαλοϊδεάτικος σωβινισμός και
ιμπεριαλισμός.
Με την ιδεολογία
αυτή καθυπόταξε η πλουτοκρατία το λαό. Τον λήστεψε και τον έγδυσε στ' όνομα της
μελλοντικής απόλαυσης κι αμοιβής, τον αποσπούσε από την πραγματικότητα της
εσωτερικής αθλιότητας του, τον μεθούσε με το όνειρο της κοσμοϊστορικής
αποστολής του! Στο όνομα της αυριανής παντοδυναμίας του κατάφερνε να του κρύβει
το καθημερινό ολοένα και πιο σφιχτό ξεπούλημα του στον ξένο, τους αδιάκοπους εθνικούς
εξευτελισμούς, την ακατάπαυστη κατάπτωση και πισωδρόμησή του, που θα τον
έφερναν στα τελευταία σκαλοπάτια του ευρωπαϊκού πολιτισμού! Η επιστημονικά και
ιστορικά αθεμέλιωτη και ανεδαφική θεωρία και ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας» που
ήθελε να εμφανίσει σα μια ενιαία ιστορική και κοινωνική συνέχεια τους χωριστούς
και βασικά διαφορετικούς μεταξύ τους κοινωνικούς σχηματισμούς της
αρχαιοελληνικής δουλοκρατίας, του βυζαντινού φεουδαρχισμού και του σύγχρονου
νεοελληνικού έθνους, δέσποσε ηγεμονικά πάνω στο έθνος αυτό και το έφερε στην
καταστροφή, στη γελοιοποίηση και στην κατάπτωση του 1897-1898. Εδώ κλείνουμε
την ιστορική παρέθενση.
* *
Σ' αυτή την εποχή
έγραψε ο Παλαμάς το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Δηλαδή σε μια εποχή που ο λαός
βαριά αισθάνθηκε την ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τις καινούργιες αλυσίδες
και που τα πιο ξυπνημένα μυαλά του τόπου έψαχναν να τη νιώσουν και να την
εξηγήσουν πιο βαθιά. Η φαυλοκρατία πήγε να μπαλώσει τα πράγματα με εντυπωσιακά
μέτρα, όπως λχ. η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από το στρατό και
κάτι τέτια, ενώ η πατριδοκαπηλεία πήγαινε να σκεπάσει με τον υστερισμό της το
αίσχος του 1897-1898 και του ΔΟΕ. Στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» καθρεπτίζεται όλη
η αγανάχτηση και το ξεσήκωμα του ποιητή ενάντια στην εθνικιστική αρχαιοκαπηλεία
και τη βυζαντινή αποτελμάτωση, ενάντια στους πατριδέμπορους αφανιστές, που στο
όνομα της «λατρείας» και της συνέχισης των αρχαίων και βυζαντινών ξεπουλούσαν
και κατάστρεφαν το έθνος. Μα ο ποιητής δε σταματά εδώ. Γκρεμίζοντας τα είδωλα
και μαστιγώνοντας αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούργιο, όχι
εθνικιστικό μα λαϊκό, ξεσήκωμα για κάτι το καινούργιο και το άφταστο, που
ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε
κάτι το καθολικό, το διεθνιστικό. Και δεν είναι μονάχα αυτό. Ο ποιητής, όσο
φυσικά του το επέτρεπαν οι κοινωνικές συνθήκες και το νεοελληνικά-ξετύλιγμα στα
τέλη του περασμένου αιώνα, έψαξε να βρεί τις καινούργιες κοινωνικές δυνάμεις,
ένα άλλο πρωτοποριακό ανθρώπινο υλικό, για να χτίσει μ' αυτό το καινούριο
οικοδόμημα, που οραματίστηκε στο πονεμένο και ξυπνημένο απ' τον εξευτελισμό
μυαλό του. Η λυρική σκέψη στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» δε στέκεται ήσυχη•
περπατάει παραδέρνοντας και παίρνει τρόπους διαφορετικούς και πάει από της
πικρής άρνησης τα πειράγματα και τα μοιρολόγια, στα θριαμβευτικά σαλπίσματα της
πίστης κι από την αμφιβολία και το μηδενισμό, στο διαλάλημα της ενέργειας, της
προκοπής, της αντρίκιας αγάπης, της πεποίθησης προς το ωραίο, κάτι που
μέλλεται• «ο ήρωας μου χαλαστής και πλάστης, με την αράδα» (Πρόλογος, σελ.21).
Ο Παλαμάς δε
λιβανίζει, μα χτυπά αμείλιχτα τους κάθε λογής εκμεταλλευτές πατριδέμπορους και
όλο το οικοδόμημα τους και δείχνει στο έθνος έναν καινούργιο δρόμο.
Αυτού βρίσκεται η
ανεχτίμητη αξία του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που στην πιο συγκεκριμένη ανάλυση
του περνάμε τώρα.
Τι είναι ο
«Δωδεκάλογος του Γύφτου»; Η ιστορία σε δώδεκα και ένα στερνό δεκατρείς λόγους
ενός «Γύφτου», του ποιητή, που ξεκινά να γκρεμίσει όσα παλιά είναι άχρηστα, τα
σκιάχτρα, τα μουχλιασμένα, που τόσες καταστροφές μαζέψανε και να χτίσει, πάνω
στη βάση της ζωντανής πραγματικότητας, της γής, του ήλιου, της ζωής και με τη
συμμετοχή των ζωντανών λαϊκών δυνάμεων κάτι το καινούργιο, το αληθινό, το ικανό
να ξεσηκώσει ψηλά, σε νέες μεγαλύτερες καταχτήσεις, σ' έναν πιό ανώτερο
πολιτισμό. «Κανένα πόθο ξεχωριστό δεν είχα να πάρω κύριο σκοπό του τραγουδιού
μου το ζωγραφικό ξανάδοσμα μιας γύφτικης ζωής και πλάσης... Πρόφαση κι αφορμή
τον ηύρα το Γύφτο για να ξεχύσω μ' εκείνον, μέσα σ' ένα τύπο ταιριαστό με την
ψυχή μου, τις λαχτάρες μου τις διανοητικές• για να ξαναπώ κ' εγώ τη συγκίνηση
του ανθρώπου (...) μπροστά σε κάποια προβλήματα της ζωής, την υποταγή του ή την
εναντίωση• τη συγκίνηση του πολίτη και του μελετητή μπροστά σε κάποια επεισόδια
της Ιστορίας του έθνους του» (Πρόλογος, σελ. 19-20). Πριν προχωρήσουμε πρέπει
να ξεκαθαρίσουμε ότι η ανάλυση αυτή θα στηριχτεί κυρίως πάνω στα ίδια τα λόγια
του ποιητή. Κ' έτσι οι παρενθέσεις θάναι αναγκαστικά πολλές. Αυτό χρειάζεται
τόσο για να δούμε το πραγματικό νόημα του βιβλίου μέσα στα ίδια τα λόγια του
ποιητή, όσο και για να μπορέσει να κατατοπιστεί, όσο μπορεί πιο καλά και ο
αναγνώστης που δε θα του είναι δυνατό να μελετήσει στο πρωτότυπο ολόκληρο το
«Δωδεκάλογο του Γύφτου». Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Γύφτου, που το ανταμώνουν
αδιάκοπα σ' όλο το πέρασμα του, είναι η απόλυτη προσήλωση του στη ζωντανή
πραγματικότητα, στις υλικές γήινες δυνάμεις, η άρνηση κάθε ψεύτικου, κάθε
άρνηση της ζωής στο όνομα της προσήλωσης στα ξεφτισμένα και ξεθωριασμένα
ιδανικά, σε φαντάσματα.
Με τρανταχτερά
σφυροκοπήματα γκρεμίζει ο Γύφτος την υποταγή και το δέσιμο στο νεκρό παρελθόν,
που δεν αφήνει να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, την τωρινή πραγματικότητα και να
δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, πιο ισάξιο και ανώτερο απ' το παρελθόν αυτό. Ο
σαρκασμός του είναι άφθαστος απέναντι στους μουμιολάτρες, που δηλητηριάζουν και
πνίγουν τη ζωή. Μια πίστη έχει ο Γύφτος: μονάχα απ' τον αρραβώνα της φύσης με
την επιστήμη μπορεί να βγεί η αλήθεια. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό του έργου
του το ξεχωρίζουμε και το τονίζουμε πρώτ' απ' όλα. Και επειδή αυτό έχει
εξαιρετική σημασία, θα επιμείνουμε πάνω του ιδιαίτερα.
Ακόμα στον πρόλογο
του ο ποιητής δηλώνει: «χίλιες χρυσές λιανοκάμωτες αλυσίδες με δένουνε με την
πραγματικότητα».
Στο Λόγο τέταρτο,
(ο Θάνατος των θεών), η ίδια θέση προβάλλει δυνατή και καθαρή:
«Ξένος έμεινα κι'
ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάμα.
είμ' εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα». (65)
από σέβας, δέηση, τάμα.
είμ' εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα». (65)
Με τη φωτιά και το
νερό καθαρίζει ο Γύφτος τις παλιές πληγές, τις παλιές αξίες, που κάποτε μπορεί
να ζήσουν χάρη στην πρόληψη και την αμάθεια, μα που σήμερα πια δεν έχουνε καμιά
πέραση, καμιά δικαίωση:
«Κι' έκραζες
βραχνά, - το κράξιμο σου
δεν μπορώ να τ' απολησμονήσω
κ' έκραζες: «Φωτιά! Να κάψω την Παράδεισο!»
κ' έκραζες: «Νερό! Την Κόλαση να σβύσω!» (66)
δεν μπορώ να τ' απολησμονήσω
κ' έκραζες: «Φωτιά! Να κάψω την Παράδεισο!»
κ' έκραζες: «Νερό! Την Κόλαση να σβύσω!» (66)
Το πέρασμα του
θεού τον αφήνει ατάραχο:
«Μεγαλόπρεπα
περάσματα
των θεών που δεν πιστεύω
από σας πιο μεγαλόπρεπος,
γαληνά σας αγναντεύω». (66)
των θεών που δεν πιστεύω
από σας πιο μεγαλόπρεπος,
γαληνά σας αγναντεύω». (66)
Και βλέποντας ότι
οι θεοί οι αθάνατοι του κρύβουν τη ζωή, τους καίει για ν' αποχτήσει «φως και
ζέσταμα»:
«Μεγαλόπρεπα
τρεχάματα
των θεών των αθανάτων,
όπου κι όπως κι άν υπάρχετε,
ω, εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων,
ώ, της πλάνης γιγαντέματα,
θεοί εσείς, αλλοίμονό σας!
Απ' την ώρα που άλλος ο άνθρωπος
ξεκαβαλλικέψη εμπρός σας
και σταθή και δη πώς στέκεστε
σαν το δρυ και σαν τη φτέρη
και σταθή και δη πώς κρέμεστε απο το δικό του χέρι
και γρικώντας πως του κρύβετε
την αέρινη την όψη
κάποιων ουρανών ολόβαθων
πάρη και σας κόψη,
και τον ήλιο πως του κρύβετε
βλέποντας, και για ν' ανάψη
μια φωτιά για φως, για ζέσταμα,
πάρη και σας κάψη!» (67-68)
των θεών των αθανάτων,
όπου κι όπως κι άν υπάρχετε,
ω, εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων,
ώ, της πλάνης γιγαντέματα,
θεοί εσείς, αλλοίμονό σας!
Απ' την ώρα που άλλος ο άνθρωπος
ξεκαβαλλικέψη εμπρός σας
και σταθή και δη πώς στέκεστε
σαν το δρυ και σαν τη φτέρη
και σταθή και δη πώς κρέμεστε απο το δικό του χέρι
και γρικώντας πως του κρύβετε
την αέρινη την όψη
κάποιων ουρανών ολόβαθων
πάρη και σας κόψη,
και τον ήλιο πως του κρύβετε
βλέποντας, και για ν' ανάψη
μια φωτιά για φως, για ζέσταμα,
πάρη και σας κάψη!» (67-68)
Μα ούτε και τους
φοβάται, ούτε και τους λογαριάζει!
«Ούτε μιας στιγμής
δε γνώρισα
για σε πόθο, φόβο, οργή•
ποιος χτυπάει το δε στοχάζεται
και ποιος τρέμει το δε ζη;» (68)
για σε πόθο, φόβο, οργή•
ποιος χτυπάει το δε στοχάζεται
και ποιος τρέμει το δε ζη;» (68)
Δεν αρνιέται
μονάχα τους θεούς ο Γύφτος. Με την ίδια ορμή πιάνει και ξετινάζει όλους
εκείνους που διαστρεβλώνοντας και ευνουχίζοντας την αρχαιοελληνική κληρονομιά,
αρνούνται, φοβούνται και κρύβουν το φως και τη ζωή και την κληρονομιά αυτήν την
κάνουν ένα βαρύ φορτίο ακατανόητο για το λαό και συντριφτικό για τη χώρα μας.
Έτσι χαρακτηρίζει
ο ποιητής τους διαφθορείς αυτούς της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς (Λόγος
πέμπτος: «Ο θάνατος των αρχαίων»):
«Κοντοστέκουν και
τρικλίζουν
' ασυνήθιστο σαν νάχουν
κάτω από τον ήλιο τέτοιο δρόμο-
και τα μέτωπα στα χέρια τους,
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.
Κ' έτσι παν και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ' ακροούρανα, κι ο αέρας
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας». (75)
' ασυνήθιστο σαν νάχουν
κάτω από τον ήλιο τέτοιο δρόμο-
και τα μέτωπα στα χέρια τους,
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.
Κ' έτσι παν και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ' ακροούρανα, κι ο αέρας
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας». (75)
Εδώ γίνεται
απαραίτητη μια εξήγηση. Ο ποιητής δεν αρνιέται απόλυτα το μεγαλείο και την αξία
της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Αυτό το ξεκαθαρίζει παστρικά και συχνά. Ο
ποιητής μαστιγώνει αυτό που περασμένο πια για μας και σάπιο και ψεύτικο υπάρχει
στην κληρονομιά αυτή και εκείνους που την παραμορφώνουν, γιατί στ' ονομά της
θέλουν να θάψουν τη σημερινή αποστολή και το μέλλον ενός ολόκληρου λαού.
Μα δέχεται μ'
ανοιχτή αγκαλιά όσα αληθινά μας προσφέρει η κληρονομιά αυτή:
«Είν' εδώ κλειστοί
μεσ’ στα κιβούρια
μεσ' στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίη!
Ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί
μεσ' στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίη!
Ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί
οι Αθάνατοι κ' οι
Ωραίοι» (78)
Μα ο ποιητής δεν
σταματά αυτού. Καταλαβαίνει ότι η αρχαιοελληνική κληρονομιά δεν ανήκει μονάχα
στο νεοελληνικό έθνος - ενώ αυτό ουσιαστικά υποστηρίζουν οι ρωμιοί
αρχαιοκάπηλοι, συντρίβοντας έτσι κάτω απ' την ουτοπική προσήλωση στην
ψευτοαποστολή της συνέχισης του έργου των αρχαίων και των βυζαντινών, το
σημερινό πραγματικό προορισμό του εργαζόμενου νεοελληνικού έθνους, πράγμα που
μονάχα στους εκμεταλλευτές του λαού συμφέρει, και ευνουχίζοντας, στρεβλώνοντας
την πραγματική παγκόσμια σημασία της κληρονομιάς αυτής- μα σ' ολόκληρη την
ανθρωπότητα.
«Τη στερνή πατρίδα
τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο,
Γύφτοι γίνονται κ' οι Εβραίοι
όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές•
και του κόσμου γίνονται πολίτες
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι!» (79)
από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο,
Γύφτοι γίνονται κ' οι Εβραίοι
όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές•
και του κόσμου γίνονται πολίτες
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι!» (79)
Ξεσηκώνεται ο
ποιητής γιομάτος δίκαιη αγανάχτηση και ξεσκεπάζει όλους εκείνους, που θέλησαν
να μπαλσαμώσουν και να μουμιοποιήσουν αυτό που ζωντανό και άξιο υπάρχει στο
αρχαιοελληνικό πνεύμα, αυτούς που το πνεύμα αυτό το φυλακίζουν μέσα στα
μπουντρούμια του μεσαιωνικού σκοταδισμού τους. Πόσο πιο σωστά και πιο ζωντανά
νιώθει αυτός την αξία και τη λαμπρότητα του πνεύματος και πόσο κουρελιάζει τους
ψευτοσοφούς σαβανωτές του!
«Και σπρωγμένοι ως
εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεγμένοι
κι από ξένους και δικούς!
Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά
κι ηύρανε παλάτια και σχολειά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δέθηκαν κι αρρώστησαν
και χτίκιασαν τ" απολλώνια τα κορμιά
και γίνηκαν βρυκολάκοι και στοιχειά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα
λείψανα λυπητερά
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή κ' η νιότη κ' η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
. τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ' στου δάσκαλου τα χέρια,
κι από κάτω απ' την κοντόφωτη ματιά
ζήσανε ζωή μέσ' στα δεφτέρια
ζήσανε ζωή μεσ' στη σκλαβιά
ζήσανε ζωή τυραννισμένη
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη,
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!» (79-80).
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεγμένοι
κι από ξένους και δικούς!
Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά
κι ηύρανε παλάτια και σχολειά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δέθηκαν κι αρρώστησαν
και χτίκιασαν τ" απολλώνια τα κορμιά
και γίνηκαν βρυκολάκοι και στοιχειά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα
λείψανα λυπητερά
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή κ' η νιότη κ' η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
. τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ' στου δάσκαλου τα χέρια,
κι από κάτω απ' την κοντόφωτη ματιά
ζήσανε ζωή μέσ' στα δεφτέρια
ζήσανε ζωή μεσ' στη σκλαβιά
ζήσανε ζωή τυραννισμένη
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη,
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!» (79-80).
Μα και το αρχαίο
πνεύμα ξεσηκώνεται ενάντια στην τέτια μεταχείριση, που το κράτησε μουχλιασμένο
και θαμμένο ο Βυζαντινός μεσαιωνισμός και διακηρύχνει:
«Θα διαβούμε και
στεριές και πέλαγα,
…………………..
Όπου πάμε,
θάβρουμε πατρίδες
………….
Και πλανήτες με
δικό μας φώς,
το δικό μας φως θα
ρίξουμε
όπου θάμπωμα και
βράδυασμα στη φύση•
κι ο ασκητής θα
φιλιωθή με τη ζωή
και το γάλα της
χαράς ξανά θα πιής νηστευτή,
κ' ένα κρασί θα σε
μεθύση». (81-82)
Να πώς, με τα
λόγια του ποιητή, το αρχαίο πνεύμα ονειρεύεται το ξεσκλάβωμα από τ' αποπνιχτικό
και μεσαιωνικό αντιδραστικό παπαδίστικο αγκάλιασμα, πώς βλέπει τους
«κακόσορτους σοφούς» και τους «στέρφους δασκάλους» και πώς οραματίζεται το
μέλλον:
«Μόλις βγούμε απ'
αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και
στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα
θάβρουμε τα νειάτα,
κι έξω απ' τα
στενά κιβοϋρια,
Καίσαρες κι
Αλέξανδροι, θ' ανοίξουμε
με του Λόγου το
σπαθί, τη στράτα,
Όλυμπων κορφές και
Παρνασσών!
Κι απ' τη σκέψη κι
απ' τα μέτρα μας
γίνοντ' άνθρωποι
και Παρθενώνες•
πέρα ως πέρα στην
ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα
ολόχαροι
ξαναπροσκυνάν οι
αιώνες
Κι οι κακόσορτοι
σοφοί κι οι στερνοί
δάσκαλοι, που
χρόνια και καιρούς
έτσι μας
κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε
σέρνοντας μας
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,
έτσι βλέποντας μας
χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα
χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που
δεν θα ξαναγίνη,
θα πιστέψουν πως
σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης
μας τ* αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα
φαντάξουν ως κ' εκείνοι!» (82-83)
Μα ο ποιητής δεν
το θέλει αυτό γιατί καταλαβαίνει ότι οι τέτιοι ψευτο-ημίθεοι εκμεταλλευόμενοι
τους «Αθάνατους και τους Ωραίους» σαν σύμβολα της σημερινής απόλυτης αξίας και
άμεσης ζωντανής επικαιρότητας, αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για το έθνος. Γι'
αυτό κι απαντάει, παρ' όλο που, καθώς είδαμε, δεν αρνιέται την τεράστια μα
πάντοτε σχετικήν αξία (γιατί τίποτα δεν έχει γι' αυτόν την αξία της ζωής, της
σημερινής πραγματικότητας του ήλιου) της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς!
«Κι αποκρίθηκε η
ψυχή μου
και τους λέει
σάμπως να είταν
ορθοστύλωτοι μπροστά μου
οι Αθάνατοι κ' οι
Ωραίοι:
«Θα περάσετε από
πάνω απ' τη θάλασσα του κόσμου,
σαν πνοή
μαλακώτατου
μαΐστρου
που το πλάθει ως
και το κύμα
κάνοντας το μιας
παρθένας λυγερής κορμί.
• Μα στη θάλασσα
του κόσμου,
κ' ύστερ' από σας,
και πάντα
σαν εχτές
και σαν και τώρα,
θα ξεσπάνε,
θα φιλιούνται και
θα μάχονται
κι άλλοι χίλιοι
άνεμοι, χίλιες
μπόρες και
χιονιές.
Μα στη θάλασσα του
κόσμου
ξανά ο Μάης, που
σας γέννησε
δεν θάρθη.
Αύρες είστε
διαβατάρικες-
την αιώνια
πολυτάραχη,
σαν και πρώτα, θα
τη δέρνη
κάθε ανεμική.
Τι κι αν είστε
σεις αθάνατοι;
Τη ζωή την
ολοζώντανη
μια φορά
τήνε ζήσατε σαν
πλάσματα
με τ' ακέρια σας
κορμιά
στης μακαρισμένης
της πατρίδας σας
τον αέρα και τον
ήλιο•
άλλος αέρας τώρα
κι άλλος ήλιος
για σας πια• και
ποτέ πια
δεν θα ξαναζείστε
τη ζωή σας
ξωτικά!» (83-84).
Έτσι ο ποιητής
παστρικά και ντόμπρα ξοφλεί με τα παλιά, που οι αρχαιοκάπηλοι θέλουν να τα
κρατούν χαλινάρι και αγκωνάρια ασήκωτα σε βλάβη της σημερινής μας ζωής κι
αποστολής:
«Μα η Ελλάδα, μια
και αγύριστη
πάει, και να την
κλαίς!
Κι όποιος δούλος
σας θα γίνη
και σας πάρη
καταπόδι,
ή ένας μόνος, ή
όλο γένος,
θα σβυστή με σας!
(84-85)
Η νεκρή προσήλωση
στα παλιά οδηγεί στο χαμό ολόκληρου του έθνους, όπως τόφερε στο γκρεμό και στα
1897-1898.
Ο ποιητής
καταδικάζει αλύπητα όλη τη νεοελληνική ύστερ' από το 1821 εξέλιξη, που θέλησε
το λαό δούλο των περασμένων, για να εξυπηρετηθούν έτσι όλα τ' αντιλαϊκά
πλουτοκρατικά συμφέροντα και εμπόδισε τη λαϊκή πρόοδο και ανόρθωση.
Κι όπως είδαμε κι
αλλού, ο ποιητής δεν σταματά στην άρνηση. Δεν τον ικανοποιεί μονάχα το
γκρέμισμα. Στον τόπο αυτουνού που χαλά, μας δίνει μια καινούργια θέση, όπου
ξεκαθαρίζει την ανάγκη της ζωντανής δημιουργίας, επεξεργασίας, αναπροσαρμογής
και κατανόησης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς• έτσι που να μη μας σταθεί
εμπόδιο στο δρόμο μας, μα ενισχυτής και βοηθός. Απ' την κληρονομιά αυτή πρέπει
να πάρουμε αυτό που και σήμερα μέσα στις σύγχρονες συνθήκες διατηρεί κάποιαν
αξία, νόημα, σημασία, μικρή είτε μεγάλη. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί
νάναι το κύριο και βασικό, μα μονάχα το δευτερεύον και βοηθητικό στο τωρινό μας
ξετύλιγμα:
«Και μονάχα όποιος
μαζύ σας
δεν θα χάση τον
εαυτό του
και θα κόψη μόνο
απ' τα άνθια σας
για να στεφάνωση
τα μαλλιά του
-μόνο εκείνος εδώ
κάτου
στολισμένος θα
τραβήξη σα γαμπρός,
θα τραβήξη
στολισμένος με τη χάρη σας,
θα τραβήξη
εμπρός!» (85)
Απ' την πλούσια
και κολοσιαία αρχαιοελληνική κληρονομιά (όπως κι απ' όλη την κληρονομιά του
παλιού πολιτισμού, πού-ναι ο πρόδρομος κι ο φυσικός πατέρας όλης της κατοπινής
πανανθρώπινης εξέλιξης και δημιουργίας), πρέπει να πάρουμε εκείνο, που στέκει
επιστημονικά και βοηθάει στο παραπέρα ξεσήκωμα μας. Όλα τάλλα θέλουνε —
φυλάγοντας τα, βέβαια, σαν αρχαιολογικό θησαυρό και σαν κομμάτι άσβυστο της
ιστορίας της ανθρωπότητας — ξεκαθάρισμα και αποστράτευση από τη σημερινή ενεργό
λαϊκή-κοινωνική δράση. Πόσο όμορφα το ξεκαθαρίζει αυτό ο ποιητής:
«Οι Αθάνατοι κι οι
Ωραίοι θα βοηθήσετε
των Εθνών τη
στράτα,
μα οι Αθάνατοι κ'
οι Ωραίοι δεν θα δώστε
πόδια στα έθνη και
φτερά και νειάτα'
πόδια και φτερά
είναι των εθνών,
τα^'τερά, τα πόδια
και τα νειάτα•
οι Αθάνατοι κ' οι
Ωραίοι θα βοηθήσετε
των Εθνών τη
στράτα,
σαν τ' αστέρι
πώχει σβυστεί
μα ορφανό το φως
του ακόμα περπατάει
μέσ' στ' απέραντα
κι αχνοφωτάει
τον ακούραστο
νυχτοταξιδευτή...
Δεν φοβάμαι εγω
από Τούρκο,
και τ' αρπάγια δεν
με πιάνουν
της σκλαβιάς
ούτ' η Ελλάδα σας
θαμπώνει με,
το λιβάνι δε με
μέθυσε
καμιάς δόξας
περασμένης
και λατρείας
καμιάς.
Κάνα πάπυρο κι αν
εύρω,
τόνε καίω για να
πετύχω
ζέστα ή φως
……………….
Είτε μουσική είτε
λάμψη
είστ" ενός
χαμένου διάβα,
μια πνοή•
ω φαντάσματα
πεντάμορφα
είμ' ο ακέραιος,
είμ' η αλήθεια,
είμ' εγώ τα δυο τ'
αχώριστα•
σάρκα και ψυχή!»
(86-87).
Πόσο θετικός και
γερός προβάλλει εδώ ο ποιητής, που μ' όλες του τις δυνάμεις διακηρύχνει την
προσήλωση του στη σημερινή αποστολή του λαού, στα σημερινά ανθρώπινα ιδανικά,
στη ζωντανή πραγματικότητα που καίει τον πάπυρο για ν' αποχτήσει ζέστα και φως
και που διαλαλεί στα πέρατα την πίστη του στα δυο τ' αχώριστα, τη σάρκα και την
ψυχή, π ο ύ-ναι η αλήθεια! Και πόσο μικροί φαίνονται όλοι εκείνοι, εχθροί και
«φίλοι», που μ' όλα τα μέσα βάλθηκαν να τόνε παραμορφώσουν για να μας τον
παρουσιάσουνε δούλο σε ψεύτικα ιδανικά, που τόσο αυτός πολεμά και τσακίζει.
Όμως ο ποιητής, πολύ περισσότερο απ' την αρχαιοελληνική κληρονομιά δε μπορεί ν'
αγνοήσει το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που για πιο αντιδραστική εκδήλωση του είχε
τη φαναριώτικη παπαδοκρατία. Το Βυζάντιο μας δίνει την εικόνα της πιο
ολοκληρωτικής, θα μπορούσε να πει κανείς, κατάπτωσης πούχε να μας επιδείξει η
ιστορία. Και όμως, αυτούς που ούτε τον εαυτό τους δε μπόρεσαν να σώσουν, θέλουν
να μας τους παρουσιάσουν σαν τους πρωτεργάτες της Αναγέννησης και σαν
παράδειγμα, που εμείς σήμερα πρέπει ν' ακολουθήσουμε και να συνεχίσουμε. Αν
πιστέψουμε σ' αυτό, τότε πρέπει μονάχα τη μοίρα μας να κλαίμε. Ο βυζαντινός
φαναριωτισμός κατάστρεψε όσα μπόρεσε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί
βρισκόταν σε βασική αντίθεση μ' αυτόν και ήρθε και σ' ανοιχτή σύγκρουση μαζί
του. Με τους μισθοφόρους του έπνιγε κ' εξόντωνε τα εκατομμύρια των αγροτών της
αυτοκρατορίας και έφτασε, χάρις στην εσωτερική αναπότρεπτη σαπίλα και
αποσύνθεση του, στην πιο εξευτελιστική κατάπτωση. Ώστε αυτουνού το παράδειγμα
πρέπει ν' ακολουθήσουμε; Και όμως τίποτε το καλύτερο δεν έχει να μας υποδείξει
ο πλουτοκρατικός νεοελληνικός σωβινισμός και οι θεωρητικές κορυφές του!
Την κατάντια του
Βυζάντιου στις παραμονές της άλωσης, μας τη ζωγραφίζει ανυπέρβλητα ο ποιητής
(Λόγος πρώτος: Ο Ερχομός):
«Και ήταν οι
καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες
ξενυχτούσε,
και τα χέρια της
δεμένα τα κρατούσε,
και καρτέραγ' ένα
μακελάρη.
……….. Και
καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη» (35-36)
Την κατάρρευση του
Βυζαντίου την προκάλεσαν οι ίδιοι οι άρχοντες του. Και ο ποιητής γι" αυτό
δε θέλει ν' αφήσει αξεκαθάριστο το ζήτημα της σημασίας για μας τους νεοέλληνες
της βυζαντινής κληρονομιάς, χριστιανικής και μη, που στα χέρια των
πατριδοκάπηλων είναι το δεύτερο γερό ατού για την εξαπάτηση και υποδούλωση
σήμερα του λαού. Αρνιέται και σ' αυτή το δικαίωμα της ζωής γιατί στέκει έξω από
τη σημερινή καινούργια ζωή, το δικαίωμα να καθορίζονται απ' αυτήν και να
εξαρτώνται απ' αυτήν οι σημερινοί μας δρόμοι (Λόγος έκτος: Γύρω σε μια φωτιά):
Έλληνες
χριστανομάχοι
και πολύθεοι,
στερνολείψανα
διαλεχτά και
μετρημένα,
και του Ναζωραίου
εσείς πιστοί,
πλήθια από το ράσο
οδηγημένα,
κράχτε, φωτοκαύτε
κι αφορίστε,
όλοι ειδωλολάτρες
είστε!
Και κανείς σας και
κανείς,
και σοφίας κι αν
είναι θάμα και τιμής,
απ" τον ήλιο
της ζωής δεν τηνε παίρνει
την αχτίδα που το
φως του φέρνει. (94)
Και αποχτούνε
επικαιρότητα τα λόγια του ποιητή στον καλόγερο (την παπαδοκρατία), που
φαντάστηκε πως με τη φωτιά θα μπορούσε να εξοντώσει την αλήθεια, που σκόρπαγε
και διάλυε τα ζοφερά σκοτάδια του:
Άναβε φωτιές,
καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα
χαμένα καις•
απ' τη στάχτη της
φωτιάς σου
της Ιδέας ο
χρυσοαητός
τις φτερούγες του
τεντώνει πιο πλατειές
προς τα ύψη, προς
το φως. (95)
Δεν τον ικανοποιεί
όμως τον ποιητή ούτε ο εθνικός (πολυθεϊστής) φιλόσοφος:
Κ' εσύ πλάθε και
ξανάπλαθε, φιλόσοφε,
την πολύθεη τη
λατρεία,
πάρε απ' τους
αρχαίους τα ονόματα,
πάρε απ' τους
Χαλδαίους τα μυστήρια
όλα σου τα
πλάσματα, του κάκου!
Και το χτίσμα σου
δεν είναι παρά μνήμα,
κι ας είναι άσπρο
και μεγάλο και σεμνό.
Κι ότι απάνω του
αργοσιέται
σάμπως να είναι
ζωντανό,
ο ίσκιος είναι
δέντρου ή βρυκολάκου. (95-96)
Η σκέψη του
Γύφτου-ποιητή και πάλι ξεπροβάλλει λαμπικαρισμένη και καθάρια. Τοποθετεί δίπλα
το φιλόσοφο και τον καλόγερο εκπρόσωπο του βυζαντινού μεσαίωνα. Δεν τους
παρουσιάζει σαν φίλους, μα σαν οχτρούς, όπως και είναι στην πραγματικότητα.
Όμως ούτε ο ένας κάνει, ούτε ο άλλος. Αν τους τοποθετεί κοντά - κοντά,
υπογραμμίζοντας τις αντιθέσεις τους, είναι για να τους κρίνει καλύτερα. Και η
κρίση του καταδικάζει κι αποτελειώνει και τους δυο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος,
ούτε και οι δυο μαζί, δε μπορούν να σταθούν σα ζωντανά σύμβολα και κοινωνικά
κίνητρα στο νεοελληνικό ξετύλιγμα, όπως μας τους επέβαλε και θέλει να τους
διατηρήσει η πλουτοκρατική αντίδραση, που, φυσικά, δεν καταλαβαίνει το
τερατώδικο της προσπάθειας της να εμφανίσει σαν ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο
το αρχαιοελληνικό θαύμα και το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που αποτέλεσε, την
απόλυτη άρνηση και ακατανοησία του πρώτου. Φυσικά, από μια τέτοια «παρά φύση»
ένωση δεν μπορούσε παρά να ξεπροβάλει το νεοελληνικό αστοτσιφλικάδικο
ιδεολογικό και πνευματικό τερατούργημα:
Κάποιο αχνάρι κι
αν ξανοίξης, ω καλόγερε,
που θυμίζει σου το
διάβα κάποιου Ολύμπιου,
, κάποιον ήχο, σαν
από Σειρήνα,
κι αν ακούσης,
φοβερίζεις με την κόλαση*
και στ' αρχαία
χαλάσματα κι αν ίσως
κρίνα ανθίσουν,
ξερριζώνεις τα κ' εκείνα (96)
Μα και συ
χριστιανομάχε αντάρτη,
τι αγωνίζεσαι με
πείσμα να γυρίσης
την αγύριστη
πασίχάρη λατρεία,
και καταφρονάς τα
πάντα γύρω σου .
καί'με αρχαίους
ρυθμούς υμνολογάς
τους θεούς σου και
με απόκρυφα βιβλία;
Αγωνίζεσαι του
κάκου. Άλλοι καιροί
κι άλλη γνώμη σ'
άλλη γλώσσα μ' άλλα ονόματα, (97)
Και οι δυο στέκουν
έξω απο την πραγματικότητα μας, γι' αυτό και η κάθε δραστηριότητα που
απευθύνεται στο ξαναζωντά-νεμα του παλιού και περασμένου δεν εκπροσωπεί παρά
μονάχα την αντίδραση και την πισωδρόμηση. Για τον ποιητή όμως, με την άρνηση
αυτών και των δυο, δε δημιουργείται αδιέξοδο. Βλέπει και δείχνει το σωστό
δρόμο, βασισμένο στη ζωή:
Θάρθει μέρα, και
θα δώστε τα χέρια σας,
Εθνικοί και
Γαλιλαίοι, ανοιχτομάτες,
ποτισμένοι το
βοτάνι της ζωής
τα φαντάσματα θα
δείτε σαν φαντάσματα
και θ' απλώσετε τα
χέρια, απ' όσα ζουν
να κρατήσετε και
σεις! (97)
Βλέπουμε πόσο
καθαρά δημιουργεί ο ποιητής την καινούργια θέση των αλληλοσυγκρουόμενων παλιών.
Αρνείται και τα δυο και στη θέση τους τοποθετεί κάτι καινούργιο, ζωντανό. Οι
«ανοιχτομάτες» λαϊκές μάζες συμφιλιώνονται, διώχνουν τα φαντάσματα και
ποτίζονται από το βοτάνι της ζωής. Έτσι θα μεγαλουργήσουν. Κι έτσι θα
γκρεμοτσακίσουν και το αντιδραστικό αντιλαϊκό κατασκεύασμα που λέγει ότι η
«μοίρα των Ελλήνων (ποιών Ελλήνων;) τόχει πάντα ν' αλληλοτρώγονται, ν'
αλληλοσπαράζουνται και να χάνουνται». Η αλήθεια είναι ότι τον αλληλοσπαραγμό
αυτόν πάντα, και πριν και τώρα, σ' όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, που
τους δίνουν τόνομα «Ελληνικοί», απ' την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τόνε
δημιούργησε και τον έθρεψε η αχορτασιά των λογής-λογής αφεντάδων-εκμεταλλευτών
και ότι μονάχα πάνω σε μια λαϊκή αντιπλουτο-κρατική βάση μπορούν οι Εθνικοί και
οι Γαλιλαίοι, δηλαδή ο λαός, να δώσουν τα χέρια και να δημιουργήσουν
αδελφωμένα.
Ο ποιητής ξέρει
πού υπάρχουν οι «ανοιχτομάτες» δημιουργοί των καινούργιων. Ξέρει πού να τους
βρει:
Κ' ηύρα στα
θρακιώτικα βουνά
κι ηύρα στις
κορφές της Ήπειρος
κι έθρεψα την
πείνα μου τη λάμια
κι ηύρα σαν
πρωτάρη ένα λαό,
και κυλούσε απ'
τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά
ποτάμια.
Δεν τα ξαίρει τα
βιβλία, και είν' ακράταγος,
και τ' αγάλματα
δεν έχει των πολύθων,
στα ταμπούρια
τάχει τα σκολειά,
κι έχει γνώμη, κι
έχει δύναμη και θέλει•
τα λεβέντικα
τραγούδια του τα ζη
κι ο ίδιος είναι
σαν αγάλματα θεϊκά (98-99)
Σ' αυτό το λαό,
που δημιούργησε το 1821 και που τα παιδιά του «θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου
ταίρια», πρώτ' απ' όλα σ' αυτόν έχει εμπιστοσύνη ο ποιητής και τον
αντιπαραθέτει στους μεγαλόσχημους κοτζαμπάσηδες και φαναριώτες εκμεταλλευτές
του
Και τους τρέμουνε
των κάμπων οι κιοτήδες,
και με ονόματα
τους κράζουν πονηρά
κλέφτες κι
απελάτες και προδότες,
τους μισούν οι
βασιλιάδες, κι όλοι οι τύραννοι,
κ' είναι, μέσα
στους σκυφτούς, τα παληκάρια,
κ' είναι, μέσ'
στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.
…………
Ό,τι πολεμάτε για
ν' αδράξετε
μ' ενός άδειου
λόγου ορμή,
το ζητάνε αυτοί με
τ' άρματα στα χέρια,
και δε σκύβουνε
γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,
κ' είναι σαν
πατέρες των παιδιών
. που θα πλάσουνε
βασίλεια, του ήλιου ταίρια. (99)
Μέσα στο λαό αυτό
ο ποιητής ξεχωρίζει τις φατρίες των αφεντάδων που θα τους σαρώσει ο βουνίσιος,
ο ζωντανός λαϊκός σίφουνας:
Πολεμάτε, θα
περάσετε γοργά,
ζωντανόνεκροι,
πόλύθεοι, χριστιανοί,
των ειδώλίίν ω
προσκυνητάδες,
από σπάρτα
ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα
θα φυσήξουν οι
βουνίσιες οι πνοές
και θα σβύσουν οι
ευκολόσβυστες λαμπάδες (99-100)
------------------------------
Ως εδώ η ανάλυση
του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» αποβλέπει στο ν' αποδείξει με ατράνταχη
πειστικότητα —γι' αυτό και κάνουμε κατάχρηση από παραθέσεις του κειμένου— ότι ο
ποιητής και με τα δυο του πόδια στέκεται στέρεα στο χώμα της σημερινής ζωντανής
πραγματικότητας, ότι αρνιέται και χτυπά αλύπητα τα φαντάσματα του παρελθόντος
κι ότι πιστεύει βαθιά κ' αδιάσειστα πως το εργαζόμενο έθνος, μονάχα όταν
στηριχθεί στις ίδιες του δυνάμεις και στα πραγματικά συγκεκριμένα και ζωντανά
δεδομένα της τωρινής του εξέλιξης, θα μπορέσει να τραβήξει μπροστά και να
πλάσει «βασίλεια, του ήλιου ταίρια». Όλα όσα του αντιστέκουνται στο πέρασμα του
αυτό, ο ποιητής τα γκρεμίζει και χτυπά αμείλιχτα την κάθε αντίδραση και
πισωδρόμηση. Για να γενικέψουμε το συμπέρασμα μας αυτό και για να το
επεκτείνουμε στο σύνολο των φιλοσοφικών και κοινωνικοϊστορικών πεποιθήσεων και
κατευθύνσεων του ποιητή, όπως τουλάχιστον αναπτύσσονται στο «Δωδεκάλογο του
Γύφτου», θα επιμείνουμε λίγο ακόμα στο σημείο αυτό. Με κάνενα τρόπο δε θέλει ο
ποιητής να ξεκολλήσει απ' το χώμα της ζωντανής πραγματικότητας. Βρίσκει πολλούς
τρόπους να το διακηρύξει αυτό (Λόγος όγδοος: Προφητικός):
Και θαρθή μια
μέρα, μαύρη μέρα
κ' η ψυχή σου, ω
πολιτεία,
θα κατασταλάξη
πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη
γη,
στου ήλιου τη
χαρά, στ' Απρίλη τον αέρα (138)
Το
δημιουργικό-μαγικό βιολί του, το παίρνει κι αυτό απ' τη γη, γιατί φυτρώνει απ'
αυτή και απ' αυτή παίρνει τη δύναμη του (Λόγος ένατος: Το Βιολί):
κάτι αγναντεύω
κατά γης, μισοθαμένο μέσ' στο χώμα, και που ξμύτιζε απ' το χώμα, σκύβω και
βρίσκω ένα βιολί, (145)
Όλα όσα χτίζει και
δημιουργεί, όλα τα στηρίζει στο ίδιο ακατάλυτο θεμέλιο (Λόγος ενδέκατος: Το
παραμύθι του αδάκρυτου):
Στης καλής μου τα
σπλάχνα σαλεύει
μιας χιλιόζωης ο
σπόρος ζωής.
Είμαι η σάλπιγγα
εγώ μιας ανάστασης,
κ' είμαι η σκάλα
που αρχίζει από τη γης. (181)
Απ' την ίδια πηγή
αντλεί ο ποιητής όλη τη δύναμη του (Λόγος δωδέκατος: Κόσμος):
Μέσ' στης Γης τα
σπλάχνα οι ρίζες μας
τον αδρό χυμό τον
παίρνουν
ίσια ολόισ' απ' τα
μαστάρια
της Μητέρας Γης,
και φέρνουν
ίσια προς εμάς τα
λόγια της-
κι όσα θα σου
πούμε εμείς
είναι μοίρα κ'
ιστορία
και παράδοση της
γης. (185)
Και μονάχα στη γη
και στη φύση μπορεί να σταθεί μια (σύμφωνα πάντα με τον ποιητή-Γύφτο)
πραγματική κι αληθινή κι επιστημονική δημιουργία. Όποιος της γκρεμίζει τον
ψεύτικο «Όλυμπο» των-.αρχαίων θεών και φωνάζει «Γιούχα Όλυμποι απ' αχνούς!» και
στη θέση του υψώνει το δεύτερο Όλυμπο (τη Φύση) και τρίτον Όλυμπο (την
Επιστήμη) και από το ταίριασμα, τον αρραβώνα αυτόν «της καρδιάς σου και του νου
σου» (της Επιστήμης), «με τα πάντα της ζωής» (της Φύσης) θα βρεις, άνθρωπε, την
αλήθεια. Με μιαν υπέροχη διαύγεια και ακατανίκητη δύναμη στερεώνει εδώ ο
ποιητής το μοναδικό δυνατό βάθρο για μια πανανθρώπινη πρόοδο και μεγαλουργία
για τη ζωή, πούναι το μόνο «όνειρο»:
Κι έμαθε της γης
το μάθημα,
κι έσβυσε ο παλιός
καϋμός.
Όλυμπου δεύτερου
πλάστης
έγινε και
λειτουργός.
Μια είν' η Φύση,
με όσα ονόματα!
Πάει του πρώτου
Όλυμπου η νειότη-
με το δεύτερο πιο
απάνου,
πιο αξεχώριστη η
θεότη.
……
Πέρα, απάνου από
τα όνειρα
το βιολί σου μας
τραβά-
με τη μάνα Γη μας
δένουν
βαθιά οι ρίζες
μας, βαθιά.
Και παράτησε τα
ονείρατα,
γύρε, βάλε αυτί
στη Φύση,
παραμάντεμα το
ρόδο,
Σίβυλλα το
κυπαρίσσι!
Σκληρά χτύπα την
τη χίμαιρα,
τ' όνειρο είν' η
ζωή•
στο βιολί σου ας
αρμονίσει
την αλήθεια η
μουσική.
Πού είν* η
αλήθεια; μην πλανάν εσέ
βαθιονόητα λόγια
τάχα•
την πηγή της δεν
την βρίσκεις
μέσα σου, Άνθρωπε,
μονάχα.
Θα τη βρης παντού
στο ταίριασμα
—ω αρραβώνας
λυτρωτής—
της καρδιάς σου
και του νου σου
με τα πάντα της
ζωής.
Ύψωσες τον τρίτο
εσύ Όλυμπο,
βάλε εκεί την
επιστήμη,
μόνη υπάρχει,
αγέλαστη είναι!
Ποιο χαμόγελο,
ποιο ασήμι,
ποιο χρυσάφι σαν
την όψη της;
Γιούχα Όλυμπε απ'
αχνούς (186-188)
---
Συνοψίζοντας εδώ
τη μέχρι τώρα ανάλυση, μπορούμε δίχως κανένα δισταγμό να καταλήξουμε στο πρώτο
μας βασικό συμπέρασμα σχετικά με την παλαμική δημιουργία. Όπως μας εμφανίζεται
απ' το πιο ολοκληρωμένο, και το πιο θεμελιακό έργο του, το «Δωδεκάλογο του
Γύφτου», φιλοσοφία του Παλαμά, νυστέρι που ανατομεί και εξετάζει την ιστορία
και την κοινωνία, είναι η υλιστική αντίληψη, ο υλισμός. Βασίζεται αποκλειστικά
και μόνο στα δεδομένα που του δίνει η αντικειμενική πραγματικότητα, αποκρούει
κάθε στοιχείο υπερφυσικό, που στέκεται έξω από την πραγματικότητα, κάθε
ιδεαλισμό. Βάζει τη φύση πάνω απ' όλα, σαν αρχή για όλα και δέχεται τη
διαλεχτική ενότητα της ύλης και του πνεύματος.
«Είμ' εγώ τα δυο
τ' αχώριστα,
σάρκα και ψυχή»!
(87)
«Μια είν' η φύση
μ' όσα ονόματα»! (186)
Την αλήθεια
άνθρωπε:
«Θα τη βρης παντού
στο ταίριασμα
της καρδιάς σου
και του νου σου
με τα πάντα της
ζωής». (188)
Η υλιστική
κοσμοθεωρία του Παλαμά, έτσι όπως ξεπηδάει καθαρή και ξάστερη απ' το
«Δωδεκάλογο του Γύφτου», δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Έτσι μονάχα μπορούμε
να εξηγήσουμε και τη δύναμη του έργου του αυτού. Βέβαια το έργο του Παλαμά, που
αναλύσαμε εδώ, δεν είναι δοκίμιο φιλοσοφικό μα ποίημα. Ούτε ο Παλαμάς είναι
φιλόσοφος τόσο, όσο είναι ποιητής. Γι* αυτό και δε μπορούμε να ζητάμε εδώ απ'
αυτόν ολοκληρωμένη και με πλέρια συνέπεια υλιστική κοσμοαντίληψη. Ακόμα θα
μπορούσε κανένας να ξεχωρίσει και να τονίσει έναν αυθορμητισμό και μια
ακατασταλασιά στο φιλοσοφικό νόημα του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». Αυτό όμως δε
μας εμποδίζει διόλου να δούμε ποιο είναι βασικά το φιλοσοφικό του σύστημα, να
καθορίσουμε τη φιλοσοφική του συνείδηση με τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει.
Και η τέτια αποκατάσταση —είναι η κυριολεξία— του Παλαμά, τουλάχιστον όπως μας
εμφανίζεται απ' το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», έχει τεράστια κοινωνική σημασία,
γιατί εξοπλίζει το λαό στους αγώνες του και κάνει τον Παλαμά, το μεγαλύτερο
σύγχρονο ποιητή μας, όχι στυλοβάτη της αντίδρασης, μα σύμμαχο του εργαζόμενου
έθνους, που με το έργο του δείχνει το δρόμο της απολύτρωσης από την ιδεολογική
δουλεία στην αρχαιοκαπηλεία, τα βυζαντινά σκοτάδια και το μεγαλοϊδεάτικο
σωβινισμό που αποτελεί βασικό συστατικό στο όλο έργο της πλουτοκρατικής
οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής υποδούλωσης του και του εθνικού
εξευτελισμού του. Με το έργο του αυτό ο Παλαμάς αποχτάει υψηλούς τίτλους
λαϊκότητας, που τίποτα δε μπορεί να σβήσει είτε να λερώσει.
---
Δεύτερο βασικό
χαρακτηριστικό της παλαμικής δημιουργίας, όπως ξεφανερώνεται στο «Δωδεκάλογο
του Γύφτου», που αναλύουμε εδώ, είναι ότι ο ποιητής δε δένεται πουθενά, όλα τα
βλέπει στην κίνηση τους, στο γέννημα τους, στο ωρίμασμά τους και το χαμό τους,
πάντα στο παλιό βλέπει το σπόρο του καινούργιου, τίποτε δεν είναι ικανό να τόνε
κρατήσει προσηλωμένο μοιρολατρικά στο παρελθόν, στο θάνατο και στο χαμό βλέπει
την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Στο ξετύλιγμα της φύσης και της κοινωνίας δε
δέχεται φραγμούς, γιατί ξέρει πως κάθε εμπόδιο, όσο στερεό και καλοφτιαγμένο κι
αν είναι, στο τέλος θα παραμεριστεί και θα γκρεμιστεί, για να παραχωρήσει τη
θέση του στις καινούργιες δυνάμεις, που ξεπροβάλλουν και καταχτούν με την ορμή
τους το δικαίωμα και τη θέση τους στη ζωή. Η μεθοδολογία του Παλαμά στο
«Δωδεκάλογο του Γύφτου» είναι διαλεχτική. Υλιστική βάση και διαλεχτική μέθοδο,
αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του ποιητή, που του επιτρέπει τόσο σταθερά και
θαραλέα να ξεκαθαρίζει επιστημονικά το παρελθόν, να νιώθει βαθιά το παρόν και
να καθορίζει τους μελλοντικούς δρόμους της λαϊκής εξέλιξης. Αυτό κάνει τον
Παλαμά του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» ένα από τα πιο φωτισμένα μυαλά του τόπου
μας και όχι μονάχα «ποιητή του πάθους», ρομαντικό κ.λπ., όπως τόνε θέλει η
κριτική της αντίδρασης, που με όλα τα μέσα πάει να σκεπάσει και να κρύψει την
κοινωνική και φιλοσοφική πλευρά του έργου του, που είναι και η πιο σημαντική
και η πιο πολύτιμη για το λαό. Στην ανάλυση του δεύτερου αυτού βασικού
χαρακτηριστικού θα προχωρήσουμε τώρα, εξακολουθώντας να κάνουμε «κατάχρηση»
παραθέσεων και καταφεύγοντας και σε επαναλήψεις ακόμα, όταν χρειάζεται.
Ο ποιητής τραβά
λεύτερα στο δρόμο του και τον προορισμό του. (Λόγος Πρώτος: Ο ερχομός):
Ούτε σπίτια, ούτε
καλύβια
δε σου πόδισαν
ποτέ,
δε σου κάρφωσαν το
δρόμο
τον παντοτινό, τον
ανεμπόδιστο, (39)
Τίποτα, πουθενά
δεν τον κρατά καρφωμένο και ταξιδεύει σ' ένα ατέλειωτο πέλαγο, τη Φύση:
Και δεν είναι ο
Γύφτος του σπιτιού ραγιάς,
και το σπίτι έχει
φτερούγια σαν εμάς,
και το σπίτι
ακολουθάει,
και είν' αυτό
πιστό,
στον αφέντη, όχι
εκείνος προς αυτό...
Κ' εγώ λέω σ' εσάς
ανάμεσα,
στους ξεχωριστούς
ξεχωριστός:
ούτε σπίτια, ούτε
καλύβια, ούτε τσαντήρια•
στο μεγάλο
αφεντοπάλατο της πλάσης
μια μονάκριβη
σκεπή μου° ο ουρανός! (40)
Καθαρά ξεχωρίζει ο
ποιητής έναν από τους βασικούς νόμους της εξέλιξης στη φύση και την κοινωνία,
το νόμο της ενότητας των αντιθέσεων, που από τη σύγκρουση τους αποκαταστιέται
κάθε φορά και πάλι η ενότητα τους σε μια ανώτερη βαθμίδα και με διαφορετικό
τώρα περιεχόμενο:
Κ' έτσι στα
πανάλαφρα,
στα πανύψηλα έτσι
εγώ ήμουν,
μέσα στους
ξεχωριστούς
ο ξεχωριστός εγώ
ήμουν,
όλα μέσα μου τα
νειάτα
κι όλα τα γεράματα
και τους σπόρους
και τις μήτρες
κλειώντας
αξεχώριστα! (41)
Τον ίδιο νόμο τόνε
ξεχωρίζει ο ποιητής με άλλα λόγια και σε διαφορετικά μέρη:
«Μέσ' στο νέο
κορμί μου ολάσβυστη
η παντοτινή ψυχή
μου ανάβει» (44)
….
Είμ' εγώ τα δυο τ'
αχώριστα,
σάρκα και ψυχή!
(87)
Και σ' άλλο μέρος
λέει ο ποιητής στον άνθρωπο, όπως το ξανάδαμε πιο πάνω, ότι την Αλήθεια:
Θα τη βρης παντού
στο ταίριασμα
—ω αρραβώνας
λυτρωτής!—
της καρδιάς σου
και του νου σου
με τα πάντα της
ζωής. (188)
Είναι λοιπόν
ολοφάνερο ότι ο ποιητής παραδέχεται την ενότητα αυτή των αντιθέσεων (σάρκας και
ψυχής, πνεύματος και ύλης), ότι η παντοτινή ψυχή του (η ύλη) αναδημιουργιέται
πάντα κατά ένα καινούργιο τρόπο, και ότι η ενότητα αυτή δίνει κάθε φορά την
αλήθεια, που καταχτά ο άνθρωπος με τους ποικιλόμορφους αγώνες του.
Η αδιάκοπη αυτή
κίνηση —πάλη φύσης και κοινωνίας— γεννάει πάντα (Λόγος τρίτος: Αγάπη):
τ'αψεγάδιαστα
παιδιά,
που όμοια τους θα
σπείρουν κι άλλα,
κι ότι γύρω τους
αχνό,
άρρωστο, άσκημο,
θα ρέψη
στον αφανισμό
(61-62)
Και στην κίνηση
αυτή ο Γύφτος-ποιητής δε δέχεται κανένα φραγμό (Λόγος τέταρτος: Ο θάνατος των
θεών):
Τέλους κανενός,
καμμιάς αρχής
τη δική μου γνώμη
φράχτης δεν ορίζει... (68)
Ο κόσμος είναι όλο
κίνηση, πάλη, ζωή, που δε σταματά ποτέ και δεν αναγνωρίζει καμιά απόλυτη και
αμετάβλητη αξία. Αυτό που πάλιωσε κ' έχασε την επαφή του με την ολοένα
μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, αυτό είναι καταδικασμένο στο χαμό και μαζί του ο
καθένας που συνδέει την τύχη του μ' αυτό (Λόγος πέμπτος: Ο θάνατος των
Αρχαίων):
«Θα περάσετε από
πάνου
απ' τη θάλασσα του
κόσμου
σαν πνοή
μαλακώτατου μαΐστρου,
που το πλάθει ως
ναι το κύμα
κάνοντας το μιας
παρθένας
λυγερή κορμί.
Μα στη θάλασσα του
κόσμου,
κ' ύστερ' από σας,
και πάντα,
σαν εχτές
και σαν τώρα, θα
ξεσπάνε,
θα φιλιούνται, και
θα μάχονται
κι άλλοι χίλιοι
ανέμοι, χίλιες
. μπόρες και
χιονιές.
Μα στη θάλασσα του
κόσμου
ξανά ο Μάης που
σας γέννησε
δε θαρθή.
Αύρες είστε
διαβατάρικες•
την αιώνια
πολυτάραχη,
σαν και πρώτα, θα
τη δέρνη
κάθε ανεμική.
Τι κι αν είστε
εσείς αθάνατοι;
Τη ζωή την
ολοζώντανη
μια φορά
την εζήσατε σαν
πλάσματα
με τ' ακέρια σας
κορμιά
στης μακαρισμένης
της πατρίδας σας
τον αέρα και τον
ήλιο•
άλλος αέρας τώρα
κι άλλος ήλιος
για σας πια• και
ποτέ πια
δε θα ξαναζείστε
τη ζωή σας, ξωτικά!
Και καρδιές και
πολιτείες
από σας
ξανανθισμένες
και σκυφτές
μπρος σε σας κ'
ελληνολάτρισσες,
και ίσκιοι μιας
Ελλάδας και είδωλα
μα η Ελλάδα μια,
κι αγύριστη-
πάει, και να την
κλαις!
Κι όποιος δούλος
σας θα γίνη
και σας πάρη
καταπόδι,
ή ένας μόνος, ή
όλο γένος,
θα σβυστή με σας.
Και μονάχα όποιος
μαζύ σας
δε θα χάση τον
εαυτό του
και θα κόψη μόνο
απ' τα άνθια σας
για να στεφάνωση
τα μαλλιά του,—
μόνο εκείνος εδώ
κάτου
στολισμένος θα
τραβήξη σα γαμπρός,
θα τραβήξη,
στολισμένος με τη χάρη σας
θα τραβήξη εμπρός!
Μάθε• η προκοπή
δεν είναι για τους δούλους,
κι όσο θένε οι
δούλοι αφέντη ας έχουν τα
ον αφέντη κάθε
πλούτου κι ομορφιάς
μάθε• η προκοπή
για τους ελεύτερους,
για μας!
Σαν κ' εμάς τους
γύφτους θα διαβήτε,
σπέρνοντας το
σπόρο των ελεύτερων,
και την καταφρόνια
της σκλαβιάς,
όποιας, μ' όποιον
όνομα σκλαβιάς•
κι έτσι κι από σας
θα νάρθη ο κόσμος
πιο κοντά σε μας.
(83-85)
Είναι δύσκολο να
φανταστεί κανείς, ότι θα μπορέσει μέσα σε άλλους έτσι καλοδουλεμένους στίχους
να βρει εκφρασμένη με τέτια καθαρότητα και δύναμη μια από τις πιο θεμελιακές
αλήθειες που κυβερνάν και κινάν τον κόσμο. «Τα πάντα ρει», αυτή τη βασική
αλήθεια του Ηράκλειτου την ξεδιπλώνει πλέρια ο ποιητής. Και το πιο ανώτερο
δημιούργημα της ανθρωπότητας είναι συνδεμένο και εξαρτημένο από την εποχή και
τις συνθήκες που το γέννησαν, ωσότου έρθει η στιγμή να συγκρουσθεί με τη
μεταβαλλόμενη γύρω του πραγματικότητα και να χάσει την επικαιρότητα του, δηλαδή
τη δύναμη του. Τότε πια, χωρίς να χάσει τη θέση του και την αξία του, πρέπει να
παραχωρήσει τη σειρά του στο καινούργιο που γεννιέται μέσα στο παλιό και
αναπτύσσεται μέσα στις καινούργιες συνθήκες. Μπορεί νάσαι: «ο Αθάνατος κι ο
Ωραίος», μα «στη θάλασσα του κόσμου», που η σύγκρουση των αντιθέσεων την κινά
μπροστά, γεννώντας πάντα το καινούργιο, ζωντανό και βιώσιμο στον κόσμο όπου
«πάντα σαν εχτές και σαν τώρα, ξ ε σ π ά ν ε, φ ι λ ι ο ύ ν τ α ι κ α ι μ ά χ ω
ν τ α ι χίλιοι άνεμοι, χίλιες μπόρες και χιονιές», αυτού «ο Μάης που σας
γέννησε δε θα ξαναρθή». Τώρα έχουμε καινούργιο αέρα και καινούργιο ήλιο.
«Ξωτικό, τη ζωή σου την ολοζώντανη την έζησες σαν πλάσμα μονάχα μια φορά και
ποτέ πια δε θα την ξάναζήσεις». Η αρχαία Ελλάδα «μια κι αγύριστη και να την
κλαις». Και μονάχα εκείνος που δε θα γίνει δούλος σου, μα θα χωνέψει
δημιουργικά τις αλήθειες σου, μονάχα αυτός θα τραβήξει μπροστά. Κάθε άλλος,
είτε άτομο είναι είτε ολόκληρο έθνος, αν κάνουν τ' αντίθετο και δεθούν μαζί
σου, θα χαθούν. Γιατί η προκοπή δεν είναι για τους ανίκανους να δημιουργήσουν
κάτι το καινούργιο και το ανώτερο, δεν είναι για κείνους που καταφεύγουν πάντα
κάτω από τη σκέπη των περασμένων και φωτίζονται από το φως τους. Κι εσύ,
Αθάνατε κι Ωραίε, χτυπώντας τη σκλαβιά όπου τήνε βρεις, σπέρνε πάντα το σπόρο
της Λευτεριάς για να φέρνεις έτσι τον κόσμο πιο κοντά σε μας. Μονάχα μια τέτια
αποστολή μπορεί και σήμερα νάχει αξία, νόημα και ευγένεια.
Στους πιο πάνω
στίχους ο Παλαμάς ξεκαθαρίζει ένα από τα πρωταρχικά νεοελληνικά ζητήματα και
δίνει καθάρια προσταγή στο εργαζόμενο έθνος, το μόνο που μπορεί να την ακούσει,
να τη δεχτεί και να την πραγματοποιήσει. Από το παλιό πάρε αυτό που σε ωφελεί
και σου χρειάζεται —και δεν είναι αυτό ούτε μικρό ούτε ασήμαντο. Μα η ζωή σου
και το μέλλον σου εξαρτιούνται από το καινούργιο, που θα δημιουργήσεις εσύ. Αν
γίνεις δούλος του νεκρού παρελθόντος, θα σβηστείς κι εσύ. Πατώντας στέρια το
χώμα που σε γέννησε και υπολογίζοντας πρώτ' απ' όλα στη δουλιά σου και στα
βάσιμα, ζωντανά και θετικά στοιχεία που διαθέτεις, τράβα θαρραλέα μπροστά, τσακίζοντας
αποφασιστικά κι αδίσταχτα όλους όσοι θέλουν να σε αλυσοδέσουν με τα παλιά,
γιατί το συμφέρον τους είναι να σε κρατούν στις προλήψεις και στα σκοτάδια για
να σε έχουν υποχείριο και δούλο τους. Γενικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής
αντίδρασης και πισωδρόμησης σ' όλους τους περασμένους και τους σημερινούς
κοινωνικούς σχηματισμούς και με οποιαδήποτε μορφή κι αν παρουσιαστήκανε, είναι
η ανικανότητα τους να δόσουνε κάτι το καινούργιο και το ανώτερο, να ξεσηκώσουν
το λαό και την κοινωνία σε μια πιο ψηλή βαθμίδα υλικού και πνευματικού
πολιτισμού. Πάντα για λάβαρο της η αντίδραση σηκώνει παλιά και ξεθωριασμένα
ιδανικά, την υποταγή και την επιστροφή στο παρελθόν, γιατί μονάχα έτσι μπορεί
να συνεχίσει την εγκληματική δράση της. Γι* αυτό, το διαλεχτικό κοινωνικό
ξε-τύλιγμα, που βασίζεται πάνω στο νόμο ότι το παλιό γεννάει το καινούργιο, μα
μονάχα ο χαμός του παλιού ελευθερώνει το δρόμο για το ξεπέταγμα και το άνδρωμα
του καινούργιου, απαιτεί πάντα τη συντριβή της αντίδρασης αυτής για να
ελευθερωθεί ο δρόμος της πορείας προς τα μπρος. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούμε
να πούμε, ότι σ' αυτό το πρόβλημα κλείνεται η πιο μεγάλη αξία της παλαμικής
δημιουργίας, όπως φανερώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».
**
Θα μπορούσαμε να
αρκεστούμε στα πιο πάνω, που εξαντλούν και στερεώνουν πέρα για πέρα τη θέση,
ότι το διαλεχτικό όπλο κρατάει στα χέρια του ο Γύφτος όταν προχωρεί στις
ιστορικές του αναλύσεις και διαπιστώσεις. Μα ο ποιητής στο έργο του μας
αποκαλύπτει και άλλες πλευρές της διαλεχτικής του μεθόδου, που πρέπει να
προσέξουμε για να μπορέσουμε έτσι να ολοκληρώσουμε και να καθορίσουμε όσο
χωράει περισσότερο την εικόνα μας.
Μέσα στο χαμό και
την καταστροφή ο Παλαμάς πάντα βλέπει το σπόρο για ένα καινούργιο αναπότρεπτο
ξεκίνημα. Ο καλόγερος θέλησε το καινούργιο αυτό να το ξολοθρέψει με τη φωτιά
(βλ. λ.χ. όλη τη σκοτεινιά του Μεσαίωνα) για να διατηρήσει τα παλιά. Όμως το
γέννημα, το μέστωμα, το θρίαμβο του καινούργιου, που χαλά το παλιό, καμιά
δύναμη δε μπορεί να σταματήσει, γι* αυτό και ο ποιητής φωνάζει του καλόγερου:
κάψε, κάψε, στα
χαμένα καις•
απ' τη στάχτη της
φωτιάς σου
της Ιδέας ο
χρυσαετός
τις φτερούγες του
τεντώνει τις πλατειές
προς τα ύψη, προς
το φως. (95)
Στον καθένα που
επιχειρεί παρόμοιο έργο, η ίδια φωνή απαντά:
Αγωνίζεσαι του
κάκου. "Αλλοι καιροί
κι άλλη γνώμη σ' άλλη
γλώσσα μ' άλλα ονόματα, (97)
Χωρίς κανένα
δισταγμό ο ποιητής διακηρύχνει την πίστη του και την αλληλεγγύη του με τους
χαλαστές-δημιουργούς:
Κι έτσι απάρνητής
με το περίγελο,
κι έτσι χαλαστής
με τη βλαστήμια,
κι έτσι ενός
θειαφότοπου μια λάβα,
το δροσό μιας
πίστης νοιώθω μέσα μου,
κι ονειρεύτηκα να
ζήσω στο πλευρό της. (100)
Η δημιουργικότητα
του ποιητή, ζωντανή και πλούσια, κινιέται μέσα σε μιαν άμεση επαφή με το
παρελθόν και το μέλλον, δεν ξεχωρίζεται σε κάτι το στατικό και το μεταφυσικό,
μα βρίσκεται πάντα σε δράση, μέσα της κλείνει και την άρνηση του παρελθόντος
που τήνε γέννησε και το γέννημα του μέλλοντος που θα τήνε καταστρέψει κι αυτήν,
που η ίδια τώρα είναι πραγματικότητα, τη ζωή. Πουθενά δεν καρφώνεται, πάντα
προχωρεί μπροστά, γιατί αυτό θα πει ζωή και δημιουργία, πέφτει χαμηλά και
ταπεινώνεται, μα πάντα ξανασηκώνεται και τραβά προς τους μεγάλους δρόμους
(Λόγος Έβδομος: Το πανηγύρι της Κακάβας):
Μέσα μου ο θυμός
είναι σαν όρνιο,
και σα θάλασσα
είναι ο λογισμός•
δεν κρατιέται μέσα
μου ένας κόσμος
, απ' των
περασμένων τα όνειρα
κι από του
μελλούμενου τα οράματα
μεστός κόσμος
μυστικός. (114)
..
δουλέψτε τον ξανά
τον κόσμο στη φωτιά,
και τα καλά του
ξανανθίστε και τα κρίματα,
χτυπώντας τον, με
το σφυρί και με το αμόνι,
..
Ποιος είσαι που
μας σπρώχνεις προς το κάρφωμα
που ανάξιους θα
μας έκανε να πίνουμε,
καθώς τώρα τον
πίνουμε, τον ήλιο;
Η κούπα μας
κρατιέται πάντα ολόγιομη
κι αν έχουμε
πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί
που φτάνει και του
ήλιου το βασίλειο (115-116)
…
Μας ταπείνωσαν
όλες οι ταπείνωσες•
με την απόφαση την
ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους
τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες
οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε
τη ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά στα
ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους (117-118)
Και δεν
παραδέχεται ο ποιητής κανένα άλλο νόμο έξω από το νόμο της αιώνιας κίνησης και
προόδου:
Ο Νόμος, όταν απ'
τη γνώμη του σοφού
δε δίνεται σαν
κάτι τι θεόσταλτο,
στράγγουλιστής και
πνίχτης είν' ο νόμος•
πνοή του νόμου που
τα πάντα κυβερνά,
μέσα μας είν' εμάς
ο νόμος αητομάτης•
Νόμος εμάς,
νυχτοήμερα και πάντα, ο δρόμος. (116)
Παραπέρα ο ποιητής
γίνεται πιο συγκεκριμένος και μιλά για το νεοελληνικό δρόμο: τόνε τρώει ο
εθνικός καημός, με το εθνικό κατάντημα, τους τόσους εξευτελισμούς και την τόση
κατάπτωση. Μα το στέριο πλάσιμο της ζωντανής πραγματικότητας και η ζωντανή
διαλεχτική ανάλυση των γεγονότων του επιτρέπουν να κρατά το σφυγμό του εθνικού
νεοελληνικού ξετυλίγματος, και να τόνε προσδιορίζει σωστά. Δεν τόνε τρομάζει το
πέσιμο, όσο μεγάλο κι αν είναι, γιατί το πέσιμο αυτό κλείνει μέσα το
αντιθεσιακό πέρασμα σε μια καινούργια άνοδο και ξεκίνημα. Η ποσοτική ολοκλήρωση
της κατάπτωσης διαλεχτικά φέρνει σε μια ποιοτική μεταβολή, πούναι και το
ξεκίνημα για την καινούργια ανόρθωση. Του ποιητή δεν του μένει γι' αυτό καμιά
αμφιβολία γιατί βλέπει καθαρά το ιστορικό ξετύλιγμα και έτσι βρίσκει όλη τη
χρειαζούμενη διαύγεια για να μας μεταδόσει με θαυμάσιους στίχους όλο τον παλμό
της ατράνταχτης πεποίθησης του στο μέλλον του εργαζόμενου έθνους (Λόγος
Έβδομος: Το Πανηγύρι της Κακαβάς):
Κι αν πέσαμε σε
πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό
κατρακυλήσαμε
που πιο βαθύ
καμμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των
καιρών το πλήρωμα
όμοια βαθύ έν'
ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη
ουρανοφόρα (119)
(Λόγος Όγδοος:
Προφητικός):
Και θ' ακούσεις τη
φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθής της
αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά
κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψης σαν τη
χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το
γυναικείο, σαν το κύμα
και μη έχοντας πιο
κάτω άλλο σκαλί,
να κατρακυλήσης
πιο βαθιά,
στου Κακού τη
σκάλα,—
για τ' ανέβασμα
ξανά που σε καλεί
θα αισθανθής να
σου φυτρώνουν, ω χαρά!
τα φτερά, τα φτερά
τα πρωτινά σου τα μεγάλα! (140)
Η οξύτητα και η
δύναμη της διαλεχτικής σκέψης του ποιητή —που δεν είναι αυθαίρετο δικό του
δημιούργημα, μα αντανακλά μονάχα το πραγματικό ξετύλιγμα στη φύση και στην
κοινωνία— είναι στ' αλήθεια εξαιρετική. Για να μην αφήσει κα-μιάν αμφιβολία για
τη σχέση του παλιού με το καινούργιο, που τώρα ζει και που η αντίδραση θέλει να
το εξοντώσει για χάρη του παλιού, ξεδιαλύνει ακόμα πιο πολύ τη σκέψη του. Η
αποστολή του παλιού τέλειωσε. Θα καεί στην ίδια τη δική του φωτιά, όπου μέχρι
τότε έκαιγε τους εχθρούς του και στη θέση του θα ξεπηδήσει το καινούργιο, που
αν και θρεμμένο με το γάλα του παλιού, όμως του είναι ξένο κι εχθρικό, γιατί
ενώ η αποστολή του παλιού στένεψε στο να διατηρεί το παλιό και τα φαντάσματα,
στο διάβα του καινούργιου ξεπηδά παντού η ζωή και καινούργια δημιουργία. Αυτό ο
προφήτης γύφτος το διαλαλεί δυνατά και καθαρά (Λόγος Όγδοος: Προφητικός):
Μέσ' στις
παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θάρθη
κι η ώρα,
και θα πέσης, κι
από σέν' απάνω η Φήμη
το στερνό το
σάλπισμα της θα σαλπίση,
σε βοριά κι
ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου,
το χτίσμα σου συντρίμμι,
θάρθη κι η ώρα•
εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι
ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του
ήλιου• γέρνεις• όμως
το πρωί για σε δε
θα γυρίση. (136)
……..
………
Στη χυτή σου τη
φωτιά, ω! τι μοίρα!
καιρούς κι αιώνες
έκαιες τον οχτρό σου.
Στη χυτή σου τη
φωτιά, ω! τι μοίρα-
μόνη σου θα πέσης
να καής,
τρισαπελισμένη της
ζωής.
….
……
Και το πέσιμο σου
θα βροντήξη
κ' ένα μοιρολόι
σου θα ουρλιάση,
και το μοιρολόι
σου θα το πνίξη
από πάνω σου
αλλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια
πλάση, μια γεννήτρα
θα φούντωση απ' τα
χαλάσματα σου
κάθε δύναμης και
χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά
της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη
με σε και ξένη
κι ας την έχεις με
το γάλα σου ποτίσει
την πατάει τη
στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε
αναβρύζει και μια βρύση (137-137)
Η σύγκρουση των
αντιθέσεων, ο αγώνας και η πάλη στη φύση και στην κοινωνία, να ποια είναι η
δύναμη που κινά προς τα μπρος. Μέσα στην πάλη δημιουργιέται «το ωραίο και το
μεγάλο» και πατέρας του είναι ο νικητής της πάλης αυτής. Και ο ποιητής αυτό «το
ωραίο και το μεγάλο», δεν το βγάζει από τη φαντασία του, μα το δημιουργεί
συνθέτοντας το απ' όλα τα προτερήματα της φυλής του. Κομμάτι αξεχώριστο του
έθνους του, ο ποιητής με τους αγώνες του, τους καταστρεφτικούς μα και τους
δημιουργικούς ταυτόχρονα, εκφράζει στο τραγούδι του την ψυχή του λαού του. Ο
ποιητής πλαταίνει την αποτελεσματικότητα του διαλεχτικού όπλου πρώτα - πρώτα
γιατί υπογραμμίζει μια καινούργια πλευρά του όπλου αυτού, ότι το πά-λαιμα, ο
αγώνας στη φύση και στην κοινωνία, δίνει τη ζωή και την κίνηση, την πρόοδο στη
φύση και στην κοινωνία. Δεύτερο, γιατί δε στηρίζει τη σύνθεση του μονόπλευρα κ'
ελαττωματικά, μα τη στερεώνει πάνω στο ολόπλευρο ξεδιάλεγμα του αντικειμένου
που μελετά και εξετάζει, λογαριάζοντας και τις θετικές και τις αρνητικές
πλευρές του, και τις φανερές και τις κρυφές, κι εκείνες που σήμερα προβάλλουν
χτυπητά στην πρώτη γραμμή και τις άλλες που σήμερα φαίνονται δευτερεύουσες και
που αύριο θα προωθηθούν στη γραμμή της υπεροχής και της δράσης. Και τρίτο, τη
δημιουργία του την κρατά πάντα ζωντανή γιατί δεν τη βγάζει αυθαίρετα από τη
φαντασία του, μα την ανακαλύπτει στη ζωή, τους αγώνες, τα τραγούδια της φυλής
του (Λόγος Ένατος: Το Βιολί):
Γιατί κι ο κόσμος
ο βαθύς
γεννιέται πάντα
απόνο πάλαιμα
σα δοξορισμού με
μια. χορδή
κι ότ' είν' ωραίο
κι ότι μεγάλο
στέκει εδώ πέρα,
μέσα στη λύσσα
ενός πολέμου
δουλεύεται, κι
έχει πατέρα το νικητή.
Ήρθαν οι γύφτοι οι
μουσικοί,
φώλιασαν όλοι στην
ψυχή μου•
και καθώς κόβεις
από δω
και καθώς κόβεις
από κει
τη χλόη, το φύλλο,
τον ανθό
και ταιριαστά κι
απ' όλα πλέκεις
μέγα σφιχτόδετο
στεφάνι,
δόξα της τέχνης
του ανθοπλέχτη,
έτσι από τους γύρω
μου τους ήχους
κι απ' τα
τραγούδια της φυλής
έπλεξ' απάνου στο
βιολί μου
τη μοουική μου,
και σαν εμένα
άλλος κανείς.
(Κι ο βιολιτζής
εγώ σκυμμένος
έπαιζα κ' έπαιζα,
το χέρι
με το δοξάρι
αρματωμένο
περνούσε κι έκαιε
και πετούσε
κι έδερνε σύντριβε
κι ανάσταινε
κι έπλαθε κι
έφεγγε, και βλάσταινε
μέσ' στην
τετράδιπλη χορδή
τ' άυλο ακέρια
εκεί η ψυχή μου.
κι ήταν ακέρια
εκεί η φυλή•
και κελαϊδούσε το
βιολί"). (146-148)
Η προσήλωση όμως
και το δέσιμο του ποιητή στο γένος του ποτέ δεν είναι κοντόφθαλμη και
σωβινιστικά διεστραμμένη. Οι ορίζοντες του ποιητή ξεπερνάν και σπάνε τα στενά
εθνικιστικά δεσμά. Δεν τους χωράει ούτε η αγκαλιά της φυλής του, όσο μεγάλη και
νάναι. Αποβλέπει σε κάτι πιο μεγάλο. Απ' τη ζωή ανυψώνεται και περνάει σε κάτι
ανώτερο, σ' όλη την πλάση, χωρίς να λογαριάζει τις θυσίες που αυτό χρειάζεται•
Και για να πετύχει αρχίζει μεταμορφώνοντας πρώτ' απ* όλα τον εαυτό του και
δημιουργώντας τους ανώτερους ανθρώπους, τους αδάκρυτους, που μια μέρα, ύστερ'
από κοινωνικούς σεισμούς και ραγίσματα, θα κρατήσουν την πλάση-κοινωνία (Λόγος
Ενδέκατος: Το παραμύθι του αδάκρυτου):
—Των αδάκρυτων
πάμε, καλή μου,
κάτου εκεί τη φυλή
να γεννήσουμε
που θ' αλλάξη την
πλάση.
/■ Για να φτάσω
στην άφταση γέννα
την καρδιά μου την
έκαμα πέτρα,
την ψυχή κοιμητήρι,
το νου σαΐτα, τη
θέληση λάμια
, κι όλα τάφαγα
εγώ πρωταρχίζοντας
από μάννα και κόρη
(180)
……
………
Είμ' εγώ
πατριάρχης του Γένους
που άσμιχτο,
ανέγγιχτο, πάντολμο, ξένο
πάει, περνάει και
δε μένει,
κι απαράλλαχτο
πάντα φαντάζει,
και του κόσμου
μεγάλο κάποιο άλλαμα,
σα νυχτέρι
υφαντής, αργοϋφαίνει
……
……..
Μέσ' στους γύρους
των κύκλων τα πάντα
φεύγουν, έρχοντ'
αλλάζουν, είν' ίδια•
και μια μέρα θα
φτάση
ραγισμού και
σεισμού για τα πάντα,
και, ω παιδιά μου,
εσείς μόνο θα μένετε
ορθοί στύλοι
κρατώντας την πλάση! (182)
Μα ο ποιητής
προχωρεί πιο πολύ: κι απ' την πλάση-κοινωνία, περνά σ' όλη τη φύση και βλέπει
και σ’ αυτή τους νόμους του αδιάκοπου διαλεχτικού ξετυλίγματος, της ατέλειωτης
δια-λεχτικής αναμόρφωσης κι ανάπλασης (Λόγος δωδέκατος: Κόσμος):
Στους αιώνες των
αιώνων φλόγα η Γη κι ολογυρνά.
Κάτου απ' τους
δυσκολοξήγητους
κι ολοσιδερένιους
Νόμους
η Γη τρέχει με τις
ώρες,
μέσ' στους
κύκλους, μέσ' στους δρόμους,
και χορεύει τον
αστέρινο
το χορό
στοχαστική,
και γνωρίζει αυτή
πως ήρθα
και που πάει το
ξέρει αυτή.
Κι έγινε, και
τράνεψε, και ζη,
και μπορεί και να
πεθάνη,
μα ποτέ δε θα
πετύχη
μιας ανάπαψης
λιμάνι.
Γιατί πάντα από
μια Δύναμη
θ' ανασταίνεται η
ζωή.
Στρατολάτισσα και
πάντα
στον αιώνιο δρόμο
η Γη!
Ζούσε η Γη πολύ
πριν ζήσουμε,
πριν τα πλάτια της
μεστώση
τούτη η ζήση εδώ
που ζούμε,
τούτη η φύση,
τούτη η γνώση.
Πολέμησαν άγριο
πόλεμο,
στον πρωτόγονο
καιρό,
στο άπλαστο απαλό
κορμί της
η φωτιά και το
νερό.
Και χωρήσαν κι
ειρηνέψανε
τα πολέμια τα
στοιχεία,
κι έλαμψε η χαρά
του Κόσμου
κι ο σκοπός: εσύ,
Αρμονία.
Και στην άχανη της
θάλασσας
μήτρα
πρωτοσπαραταράς,
σπόρε της ζωής•
πατέρα,
που μας έσπειρες
κι εμάς!
Κι όταν
πρωτοχάραξε δασά
του δρυμού κι η
πρασινάδα,
πήρε ο κόσμος μια
πασίχαρη,
μια αφάνταστη
ωμορφάδα.
Κι όταν ο άνθρωπος
ανάτειλε,
και σαν ένοιωσε κι
ο νους,
μες στη γη ένας
άλλος ήλιος
θάμπωσε τους
ουρανούς.
Κι όπως ύστερ' απ'
το πάλαιμα
τα στοιχεία κι από
τα μίση,
σα ν' αλλάξανε,
και γίναν
στεριές, πέλαα,
λόγος, χτίση,
έτσι κ' ύστερα στ'
ανθρώπινα,
και στ'ανθρώπου
την ψυχή
θάρθη να ριζώση
ειρήνη
και γαλήνη θ'
απλωθεί
Και θα ζήση ο
λόγος, τ' άλογα,
κι άνθρωποι κι
αγρίμια, η πλάση,
σαν τ' αγνά και
σαν τα ωραία
δέντρα στα μεγάλα
δάση.
Μ' εμάς πρώτος τη
μελλόμενη
μοίρα υπέρτατη
στερνή,
Γύφτε, ζήσε την
απάνου
στο προφητικό
βιολί! (188-190)
Κάναμε και πάλι
κατάχρηση από παραθέσεις και σχετικό παράπονο θα είναι δικαιολογημένο. Όμως,
όπως τονίστηκε και πιο πάνω, αυτό το κάνει αναγκαίο και αναπότρεπτο ο σκοπός
που επιδιώκουμε. Ο Παλαμάς κακοποιήθηκε από πολλές πλευρές. Και η αποκατάσταση
του η πραγματική πρέπει να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στα δικά του έργα,
στα δικά του λόγια. Αυτό κάνει υποχρεωτικές τις μακριές παραθέσεις. Και είναι
ολοφάνερο, πως ύστερ' από την τελευταία πιο πάνω παράθεση όπου ο ποιητής, μ'
έναν άφθαστο ποιητικό οίστρο, μας δίνει τόσο ατράνταχτο επιστημονικό θεμελίωμα
της δημιουργίας και του ξετυλίγματος της Γης, της Φύσης και της Κοινωνίας, θα
δυσκολευτεί πολύ κι ο πιο κακόπιστος κριτικός ν' αρνηθεί τα δύο ασάλευτα βράχια
της παλαμικής κοσμοθεωρίας, όπως ξεδιπλώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», τον
υλισμό σα φιλοσοφία και τη διαλεχτική σαν τη μέθοδο της γνωσεολο-γίας του.
(Στερνός λόγος: Σε μια γυναίκα): «Και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή — μαζί
και η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η ψυχή» (194).
Αυτή η σφραγίδα κυριαρχεί
σ' ολόκληρο το έργο του που κρίνεται εδώ.
Έτσι φτάσαμε στο
δεύτερο βασικό συμπέρασμα: Ο Παλαμάς αρνιέται τη στατική, τη μεταφυσική. Την
κοινωνία και τη φύση τη βλέπει δυναμικά, διαλεχτικά, σαν ένα αδιάκοπο και
αντιφατικό, όχι πάντα ομαλό μα κάποτε κι αλματώδικο και τις περισσότερες φορές
όχι ισόγραμμο, ξετύλιγμα από το κατώτερο στ' ανώτερο. Βλέπει ότι για να
δημιουργηθεί το καινούργιο, το ανώτερο, το καλύτερο, πρέπει να γκρεμιστεί το
παλιό. Και δε διστάζει διόλου. Αρνιέται να υποτάξει το παρόν, το σημερινό
ζωντανό Έθνος στο παρελθόν, στα πεθαμένα παλιά.
Αυτή η
μεθοδολογία, που τόσο ξάστερα ξεπροβάλλει στο έργο του, όπως τ' αναλύσαμε μέχρι
τώρα, δείχνει αδιάψευστα ότι ο Παλαμάς είναι διαλεχτικός. Η Φύση, η Ζωή, η
Κοινωνία, όλα τραβάν μπροστά με αλληλοσύγκρουση, ζιγκ-ζαγκ και σκαμπανεβάσματα,
μα με τελικό αποτέλεσμα πάντοτε την κατάχτηση μιας ανώτερης βαθμίδας από τον
πολιτισμό μας. Αυτή είναι η διαλεχτική του Παλαμά, που δεν είναι επινόηση δική
του, μα που υπάρχει στη φύση και την κοινωνία, ανεξάρτητα από τη θέληση του
ποιητή και που αυτός δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τήνε παρατηρήσει και να τη
μελετήσει μέσα στα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα και να εξοπλίσει, έστω και με
τη μορφή των στίχων, τον εργαζόμενο λαό με το θαυμάσιο αυτό όπλο για τους μεγάλους
και σκληρούς αγώνες του.
Περνάμε στο
τελευταίο μέρος της ανάλυσης μας. Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της παλαμικής
δημιουργίας στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» είναι το γεγονός, ότι ο Παλαμάς, παρ'
όλες τις διαστρεβλωτικές διαβεβαιώσεις της αντιδραστικής κριτικής, δεν μένει
προσηλωμένος και δεμένος στο σωβινισμό της πλουτοκρατικής πατρίδας, ξεφεύγει
από τ' αγκαλιάσματα της, ξεπερνά τα στενά σύνορα της κι οραματίζεται,
προφητεύει κι επιδιώκει κάτι το πιο πλατύ, το ανώτερο, το πανανθρώπινο. Και το
πιο σπουδαίο ακόμα είναι, ότι ο ποιητής αισθάνεται και ξεχωρίζει τις κοινωνικές
εκείνες δυνάμεις που προορίζονται ιστορικά να πραγματοποιήσουν τούτο το έργο.
Αυτό για την Ελλάδα του 1900, όπου έλειπε το συνειδητό και ξεκαθαρισμένο, τόσο
το λαοκράτικό-δημοκρατικό, όσο και το προλεταριακό κίνημα, αυτό για την εποχή,
που μόλις αυθόρμητα και αξεκαθάρι-στα ακόμα άρχισε να εμφανίζεται στο προκήνιο
των κοινωνικών αγώνων, η εργατική τάξη, με τις λίγες ακόμα τότε σκόρπιες και
αδύνατες οργανώσεις της, είναι πάρα πολύ και μας παρουσιάζει τον Παλαμά με μια
καινούργια μορφή, σαν κοινωνικό πρωτοπόρο και λαϊκό αγωνιστή.
Βέβαια η
αμφιβολία, ένα παράπονο γιατί δεν καταλαβαίνει κανείς και δεν τον ακολουθάει μ'
ενθουσιασμό η μάζα και ένας νιτσεϊσμός, ένας αυθόρμητος αναρχισμός, ξεχύνεται μέσ'
στη ψυχή του και φανερώνουν τις ταλαντεύσεις και το ακαταστάλαχτό του.
Αυτό φανερώνεται
όχι μια φορά (Λόγος δεύτερος: Δουλευτής):
(Και όταν ήρθαν
και με σκόλασαν
με τους οικοδόμους
οικοδόμο,
και όταν μου είπαν
«Γύφτο τραβά, δρόμο!»
Κι όταν τράβηξ'
ασυντρόφιαστος
το δικό μου δρόμο
πάλι,
γνώρισα μια θλίψη
μέσα μου
θλίψη, ασώπαστη,
μεγάλη!) (57-58)
Σάμπως ν*
απογοητεύεται ο ποιητής και όταν άλλο περιμένει από τη δουλιά του κι άλλο του
δίνει:
Είμαι ο δουλευτής
Χαλκιάς
που άλλα θέλησε
και που άλλα
κατορθώνει. (48)
…..
Είτε όταν νιώθει
τον εαυτό του μόνον:
…….
Και μια μέρα μόνος
βρέθηκα,
έξω από το βούισμα
του κόσμου•
σε μιας λίμνης
άκρη, εγώ. ασυντρόφευτος,
μόνος, εγώ κι ο
εαυτό μου• (53)
Ο ποιητής εκφράζει
το παράπονο του όταν βλέπει πως η «λειτουργία» δεν καταλαβαίνει το κήρυγμα του
(Λόγος έβδομος: Το πανηγύρι της Κακαβάς):
Και κάτι τι σαν να
αιστανθήκαν,
και τίποτα δεν
κατάλαβαν, (120)
Και όχι μονάχα δεν
καταλαβαίνουν το κήρυγμα του, μα και τον αποδοκιμάζουν, πρώτ' απ' όλα φυσικά
εκείνοι πούχουν βασικό συμφέρον να πνίξουν ένα καινούργιο λάλημα (Λόγος ένατος:
Το Βιολί):
…..
Μα σαν άκουσαν από
μένα
στ' όργανο το
προφητικό
τα νέα παιξίματ'
ανθισμένα,
ανταριαστήκανε κι
ανάψαν
από έναν άσβυστο
θυμό! (147)
……..
Κι ο ένας του
άλλου τέτοια κράζαν:
…..
«Ποιος πονηρός με
χέρι ακάθαρτο,
ξυπνώντας το
βιολί, μιλεί,
κι όσα κυττάμε δεν
τα βλέπει,
κι όσα κρατάμε δεν
κρατεί,
κι όπου χαρές και
πανηγύρια
μπροστά μας
βρίσκεται ο βραχνάς,
κι είναι του
γένους μας προδότης
κι είναι της χάρης
μας φονιάς; (148)
……..
Ακόμα κι η
απομόνωση όπου νιώθει πολλές φορές τον εαυτό του, τόνε σπρώχνει στην αναρχική
άρνηση και τότε διακηρύχνει (Λόγος τέταρτος: Ο θάνατος των θεών):
Τέλους κανενός,
καμμιάς αρχής
τη δική μου γνώμη
φράχτης
δεν ορίζει• είμαι
του Τίποτε
πανελεύτερος ο
κράχτης (68)
Κι αλλού:
Είμ' εγώ ο
προφήτης, είμ' εγώ,
κι ήρθα για να
διαλαλήσω
βασιλιά Θεό το
Τίποτε•
στον αιώνα μας
εμπρός και πίσω. (71)
Οι τέτιες όμως
εκδηλώσεις του ποιητή είναι τυχαίες και ξεκάρφωτες, ξεφεύγουν απ' το πραγματικό
και βαθύτερο νόημα του έργου του. Συνέρχεται γρήγορα μόλις παρασυρθεί και
ξαναβρίσκει αμέσως την πίστη και την αισιοδοξία του. Πιστεύει αλύγιστα ότι
(Λόγος έκτος: Γύρω σε μια φωτιά):
από σπάρτα
ευωδιαστές κι από αγριοθύμαρα
θα φυσήξουν οι
βουνίσιες οι πνοές,
και θα σβήσουν οι
ευκολόσβυστες λαμπάδες (100)
Ο ίδιος τονίζει:
κι ονειρεύτηκα να
ζήσω στο πλευρό τους•
μα ως κι αυτοί μου
κράξαν: «Γύφτε, τράβα»! (100)
Τώρα όμως αυτό δεν
τον αποθαρρύνει, ούτε τόνε σταματά στο δρόμο που χάραξε και προχωρεί, κάποιο
χάλασμα είτε μια αποτυχία:
Ας μ' έδιωξαν.
Τους δοξάζω. Εγώ είμαι
γλώσσα της ωραίας
αλήθειας,
δε με σέρνει
εκδίκηση λαοπλάνο-
και για τούτο
σήμερα μπροστά σας
έτσι με γροικάτε
να χτυπώ
μιαν αργή και σα
νεκρώσιμη καμπάνα! (100)
Κι αλλού (Λόγος
δεύτερος: Δουλευτής):
Κι όταν είδε να
ξεφεύγουν ένας-ένας
όλοι όσοι
σταθήκανε και πρόσμεναν,
απ' αδέλφια κι από
αλλόφυλους χορός
πίσω, πλάι μου και
μπροστά μου
κάτι καλοπρόσδεχτο
απ' τη μαστοριά μου,
κι όταν πάλι κι
όταν είδα εγώ πως ήμουν
τάκαρπο δεντρί,
μήτε τόβαλα
κατάκαρδα,
μήτε το
παινεύτηκα•
νέα στο νου μου
φύτρωσε βουλή•
το σφυρί πετώ, και
στο καμίνι
σβύνω τη φωτιά•
κι άδραξα το
γύφτικο ζουρνά
και παντού μ'
άκουσαν, και μ' αγνάντεψαν
τόποι και λαοί
λαλητή. (49-50).
Οι ταλαντεύσεις κι
οι αμφιβολίες του ποιητή, που σημείωσε πιο πάνω, αποτελούν γνώρισμα της
τελευταίας γραμμής και αξίας του έργου του. Και δεν τον εμποδίζουν διόλου να
μας παρουσιάζει, με την ίδια δύναμη και καθαρότητα, με τα δυο άλλα και το τρίτο
βασικό χαρακτηριστικό του «Δωδεκάλογου του Γύφτου»: το παναθρώπινο, το
διεθνιστικό φτερούγισμα και την πίστη του στο λαό, στο εργαζόμενο έθνος, που
αυτό φέρνει στις πλάτες του την πραγματοποίηση του καινούργιου και του μεγάλου
έργου. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Παλαμάς πιστεύει στο εργαζόμενο
έθνος και στην αποστολή του και ακόμα πιστεύει ότι για να δημιουργηθεί ένας
ανώτερος πολιτισμός θά-πρεπε να σπάσουμε τα εθνικιστικά δεσμά κι ολόπλευρη η
ανθρωπότητα να ενωθεί σε μια ενιαία κι ευγενικιά προσπάθεια για το ανώτερο και
το ωραίο (Λόγος πρώτος: Ο Ερχομός):
Και σαν να ήταν
όλο σε λαούς
λογισμών, καϋμών
και πόθων
αυτοκράτορας ο
νους μου
για κορώνα του
φορώντας
την κορώνα όλης
της πλάσης. (39)
Έτσι φαντάζεται
τον εαυτό του και δεν μπορεί να τόνε ξεχωρίσει απ' ολόκληρη την πλάση. Στον
άνθρωπο της δουλιάς, στον παραγωγό, της σκέψης και του χεριού, που ενώνει τις
προσπάθειες των ομοίων του και που ξέρει πρώτα απ' όλα να πειθαρχεί τον εαυτό
του, βλέπει ο ποιητής το στυλοβάτη «του μεγάλου έργου του συντροφικού» (Λόγος
δεύτερος: Δουλευτής):
Δείξε εσύ πως
πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της
βουλής σου, της ψυχής σου•
γίνε δουλευτής.
Σβύσε κάθε σου
ξεχώρισμα,
ριχ' το δαχτυλίδι
σου αρραβώνα
μέσα στο κανάλι
του λαού•
ένας γίνε απ' τους
στύλους τους αμέτρητους
του μεγάλου έργου
του συντροφικού. (44)
Ο ίδιος ο ποιητής,
που νιώθει τον εαυτό του κομμάτι του λαού (δεν είναι τυχαίο τ' όνομα του Γύφτου
που παίρνει, γιατί γύφτος δε σημαίνει μονάχα τσιγγάνος, μα μέσα στην εργατιά
γύφτοι λέγονται οι σιδεράδες και οι μηχανουργοί, δηλαδή οι πιο βιομήχανοι
εργάτες), δίνει τον αρραβώνα του και παίρνει ενεργό μέρος «στο μεγάλο έργο το
συντροφικό» περνώντας απ' τη μια δουλιά στην άλλη:
Κι έγινα χαλκιάς
(45)
.........
και είναι πλάστης
στο σφυρί (46)
............
Και ύστερα με
είδαν οικοδόμο (55)
Η δουλιά αυτή του
εργάτη-δημιουργού, ενθουσιάζει τον ποιητή. Είναι αυτοί που θα χτίσουν το μεγάλο
παλάτι του:
Ποιος λαός χτιστών
ακούραστος,
και ποια πλάση
δουλευτάδων,
των βουνών, ω
ζήλοφτόνιασμα
και ω καμάρι των
πεδιάδων,
στο δικό μου
αφεντοπρόσταγμα
θα χυθή για να σε
υψώση
μ' έναν
κοσμοπλάστη έρωτα
και μιαν
υπερτέλεια γνώση; (57)
Η πίστη του ποιητή
στο έργο του δουλευτή και το σπάσιμο της σκλαβιάς είναι ακλόνητη και
γκρεμίζοντας μπροστά του για μιαν ακόμα φορά τα παλιά, τ' αχρείαστα, τα σάπια
του τα στρώνει για να περάσει τοποθετώντας αυτόν τον δουλευτή, άρχοντα του
κόσμου (Λόγος τρίτος: Αγάπη):
Ω φωλιές! Ω
αηδόνια! Πάνε
τάμοιαστα και τα
πεζά
πέτρα ακύλιστη
σκεπάζει
πεθαμένη τη
Σκλαβιά
….
Κι ο άνθρωπος ο
βαρυομοίρης
ο ιδροκόπος
δουλευτής
ο άπλερος που
παραδέρνει
δούλος ή
βασανιστής,
και ή βασανιστής ή
δούλος
αμολόητα και
σκληρά
μύριους τύραννους
γροικάει
μεσ' τα σωθικά,
κι ο άνθρωπος ο
βαρυομοίρης
θα υψωθή
θριαμβευτής
σε μια γη πλατειά
προφήτης
μιας πλατύτερης
ψυχής.
Δε γνωρίζω από
θρησκείες,
μήτε σκύβω σε
θεούς,
γνωριμία μου εσύ
και πίστη!
Πήρα αράδα τους
ναούς,
γύμνωσα το
εικονοστάσι
βέβηλα και το
βωμό, λείψαν' άγια, τίμια ξύλα
κάθε πρόσφορο
ιερό,
δισκοπότητα,
λαμπάδες όλα τ’ άγια της καρδιάς, όλα στάρριξα σαν άνθια, για να τα πατάς!
(62-63)
(Λόγος δέκατος;
Αναστάσιμος):
Κι ο άνθρωπος ο βαρυομοίρης
να! υψωμένος
νικητής
σε μια γη πλατειά,
προφήτης
μιας πλατύτερης
ψυχής.
…….
Κι όσα φέρνει η
Δύση, ο Νότος,
η Ανατολή, ο
Βοριάς,
μπρος στα πόδια
σου τα ρίχνω
για να τα πατάς.
(163)
Πόσο επιθυμεί ο
ποιητής την ανάσταση, το ξεσήκωμα από τα πεθαμένα παλιά, και πόσο λαχταρά η
ψυχή του ένα λυτρωμό πανανθρώπινο, δίχως τοπικά σύνορα και φραγμούς (Λόγος
τέταρτος: Ο θάνατος των θεών):
Ω ναοί, προφήτες,
είδωλα,
είδωλα, προφήτες,
ναοί! (69).
[Είχα φτάσει ως
εδώ, οπότε μας ξαναπήραν τα βιβλία, μαζί και το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και
έτσι αναγκαστικά η δουλιά μου σταματάει μέχρι «νεωτέρας διαταγής». (12 Μάρτη
1937)].
*******
Τελειώσαμε με την
κριτική ανάλυση του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». Είναι καιρός να διατυπωθούν τα
τελικά μας συμπεράσματα. Ποιο το κοινωνικό πρόσταγμα (γιατί αυτό είναι το
βασικό που μας ενδιαφέρει) που ο Παλαμάς από τις σελίδες του «Δωδεκάλογου»
απευθύνει προς τον ελληνικό λαό γενικά, προς την ελληνική νεολαία και την
ελληνική διανόηση ύστερα;
1— Ύστερα από την
καταστροφή του 1897-98 τη στρατιωτική και οικονομική, που έδειξε όλη τη
χρεοκοπία της αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, ο Παλαμάς, που ένιωσε πολύ βαθιά το
χτύπημα εκείνο, έκανε με τον τρόπο του μια επανεξέταση των μέχρι τότε
παραδεγμένων αξιών και θέλησε να σαλπίσει ένα καινούργιο κήρυγμα. Θέλησε να
δείξει ένα καινούργιο δρόμο στο εργαζόμενο έθνος, δρόμο που αρνιέται και
καταδικάζει όλη την παλιά μούχλα και σαπίλα και κατάπτωση και που καλεί σ' ένα
νέο αναφτέριασμα, ένα καινούργιο ξεκίνημα θεμελιωμένο αποκλειστικά στις
καινούργιες και ζωντανές εθνικές λαϊκές δυνάμεις. Σ' αυτόν τον σκοπό αφιέρωσε ο
ποιητής το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Και το «κοινωνικό πρόσταγμα», που δίνεται
από τις γραμμές του, μπορεί να συνοψιστεί σε τούτα δω:
Το νεοελληνικό
έθνος για να προοδεύσει και να διεκδικήσει την πρωτεύουσα θέση.μέσα στην
εκπολιτιστική άμιλλα των λαών, πρέπει αποκλειστικά και μόνο να στηριχτεί και να
υπολογίσει στις σημερινές ζωντανές και δημιουργικές λαϊκές δυνάμεις του, να
βασιστεί με όλο του το βάρος στη σημερινή πραγματικότητα. Η εθνικο-κοινωνική
του πολιτική δεν πρέπει να τρέφεται από ουτοπιστικές θεωρίες («Μεγάλη Ιδέα»
κ.λπ.) και χιμαιρικά όνειρα, που καταστροφές μονάχα μπορούν να μαζέψουν και να
εκτροχιάσουν το λαό και τη χώρα από τον πραγματικό προορισμό τους.
2.— Η
προγονοπληξία, η προσήλωση και το δέσιμο στο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό
παρελθόν, η ανεπιστημονική συσχέτιση του νεοελληνικού έθνους προς τους δύο
παλιούς αυτούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όλα αυτά μονάχα να παρεμποδίσουν
μπορούν τη σημερινή μας πρόοδο και ανάπτυξη. Αυτό φυσικά σε καρίιά περίπτωση
δεν αποκλείει, μα τ' αντίθετο επιβάλλει, τη δημιουργική επεξεργασία και
«χώνεψη» της πλούσιας κληρονομιάς του παρελθόντος αυτού. Με το νεκρό παρελθόν
δεν μπορεί να ζήσει κανένας. Το σταμάτημα, το δέσιμο, είναι θάνατος για τα
άτομα και τα έθνη.
Η αδιάκοπη πορεία
προς τα εμπρός, η ακούραστη ανανέωση και αναπροσαρμογή, αυτή είναι η ζωή,
βασικός νόμος της κοινωνίας και της φύσης. Το μέλλον και η ευημερία του λαού
βρίσκονται μπροστά και όχι πίσω. Με την απόλυτη άρνηση της προγονοπληξίας και
αρχαιοκαπηλείας ο Παλαμάς, κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο, διακηρύχνει την
ολοκληρωτική προσήλωση και πίστη του στη σημερινή αποστολή, στα σημερινά
«πεπρωμένα» και στη δυναμικότητα του εργαζόμενου έθνους.
3.— Ο άνθρωπος δεν
πρέπει να περιορίζει τους κοινωνικούς του ορίζοντες στα σύνορα της στενής του
πατρίδας, δεν πρέπει να υποτάσσεται στον πλουτοκρατικό εθνικισμό, μα ν'
αποβλέπει και να εργάζεται, εξυψώνοντας πρώτ' απ' όλα το δικό τουέθνος, προς
την πανανθρώπινη συνεργασία και συναδέλφωση, προς έναν ανώτερο πολιτισμό.
4.— Το έργο αυτό
μπορούν και θα το εκτελέσουν οι δουλευτές και οι νέοι, δηλαδή οι ζωντανές
παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και μαζί η καινούργια γενιά.
Τέτιο είναι το
«κοινωνικό πρόσταγμα» του ποιητή, που το στηρίζει πάνω σ' ένα γρανιτένιο βάθρο,
μια βαθιά υλιστική και διαλεχτική κοσμοαντίληψη, άσχετα αν ο Παλαμάς την τέτια
του κοσμοαντίληψη, που ξεπηδάει ζωντανή και αυθόρμητη, θα μπορούσε κανείς να
πει, από το «Δωδεκάλογο», δεν την ολοκληρώνει και δεν την ονομάζει με το
πραγματικό της όνομα, δεν τη δουλεύει με συνέπεια και μέχρι το τέλος, πράγμα
όμως που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει μέσα στις συνθήκες της τοτινής Ελλάδας.
Δίπλα όμως σ' αυτό πρέπει ν' αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο ποιητής, παρά το
ότι χρησιμοποιεί έμμετρο λόγο — με τέχνη, φυσικά, μεστωμένη, μεγάλη και δυνατή,
που εμείς δεν μπορούμε να κρίνουμε — όμως πουθενά δεν του κάνει υποχώρηση, όταν
αναπτύσσει καθαρά και γερά τη φιλοσοφική του σκέψη (σελ. 24 του «Δωδεκάλογου»).
Στην ουσία ένας δυνατός ρεαλισμός κυριαρχεί σ' όλο το «Δωδεκάλογο».
Αυτό το παλαμικό
«κοινωνικό πρόσταγμα» αποτελεί την πιο έντονη καταδίκη όλης της
αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, που ρήμαξε, ξεπούλησε, εξευτέλισε το έθνος και την
Ελλάδα για να καλοπεράσουν και να δημιουργήσουν εκατομμύρια οι ντόπιοι και
ξένοι πλουτοκράτες. Το «κοινωνικό πρόσταγμα» του Παλαμά, όπως διατυπώνεται στο
«Δωδεκάλογο του Γύφτου» διατηρεί και σήμερα όλη του την αξία. Μπορούμε να
πούμε, ότι η επικαιρότητα του είναι σήμερα πιο μεγάλη από κάθε άλλη φορά. Μετά
το 1897-1898 ήρθε το 1909-1910 (επανάσταση στο Γουδί), οι βαλκανικοί πόλεμοι
και ο παγκόσμιος πόλεμος με τη συνθήκη των Σεβρών. Ο Παλαμάς παρασύρθηκε από
τις φανταστικές ουτοπίες, που τόσο θαυμάσια είχε ξετινάξει και ξεσκεπάσει. Ο
Ανταίος άφησε ν' αποσπασθεί από τη μάνα Γη, από το έδαφος της πραγματικότητας
και τότε ο Ηρακλής του σωβινισμού μπόρεσε να τόνε πνίξει. Ο Παλαμάς έπεσε στο
θανάσιμο αμάρτημα, που τόσο είχε καυτηριάσει: άφησε τον εαυτό του να χάσει την
επαφή με τη ζωή, το φως, τον ήλιο, τη γη, την πραγματικότητα.
Μα παρ' όλα αυτά,
τούτο το «πέσιμο», που μας φανέρωσε έναν Παλαμά της κατάπτωσης, δεν είναι
στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του ποιητή. Για το λαό ο αληθινός Παλαμάς
παραμένει, πρώτ' απ' όλα, ο Παλαμάς του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», όπου μας
έδοσε και το καλύτερο απ' όσα θα μπορούσε να δώσει.
Σήμερα, στα στερνά
του, ο ποιητής, στους στενά δικούς του, ομολογεί και αναγνωρίζει τα
«παραστρατήματα του». Μετα-νοιώνει ίσως γιατί δε μπόρεσε να συνεχίσει και να
ολοκληρώσει αυτό που άρχισε με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» αν και η αλήθεια είναι,
πως τόσο απότομη στροφή του επέβαλε ο εξευτελισμός του 1897-1898, ώστε όταν
τελείωσε το «Δωδεκάλογο» και τον ξαναδιάβασε και τότε του φάνηκε, όπως
αναγνωρίζει ο ίδιος ο ποιητής στην αρχή του προλόγου του, σαν κάτι το ξένο, σαν
όχι δικό του παιδί. Οι στερνές του αυτές αμφιβολίες μας δείχνουν ακόμα πιο-καλά
τον Παλαμά τον αληθινό.
Απ' το έργο του θα
παραμείνει αυτό που φώτισε το δρόμο σ' ένα λυτρωτικό λαϊκό φούντωμα. Ο Παλαμάς,
ο ακούραστος καταλύτης καιγκρεμιστής των αντιδραστικών συμβόλων, ο ανώτερος οραματιστής
του καλύτερου μέλλοντος για το λαό και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο Παλαμάς
αυτός θα παραμείνει αναφαίρετο χτήμα •του εργαζόμενου έθνους. Σ' αυτό ανήκει κι
αυτό ξέρει να τιμά και ν' ανταμείβει τους φίλους του. Αυτόν τον Παλαμά πρέπει
να τόνε διαφυλάξουμε, να τον επεξεργαστούμε δημιουργικά, να τον προφυλάξουμε
απ' όλες τις προσπάθειες της αντιδραστικής βεβήλωσης και της μεγαλοϊδεάτι-κης
εθνικιστικής διαστρέβλωσης. Το σωστό θάτανε, μια και καταπιαστήκαμε με τον
Παλαμά, να μην περιοριστούμε μονάχα στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» μα να
επεχταθούμε και σ' ολόκληρο το έργο του και την κάθε λογής κριτική που του
έγινε. Λόγοι καθαρά «τεχνικοί» κάνουν αδύνατο ένα τέτιο πράγμα. Μα ούτε και ο
βασικός σκοπός μας ήτανε αυτός. Η επιδίωξη μας ήταν τούτη δω: κάνοντας την
ανάλυση του «Δωδεκάλο-γου», ξαναφανερώνοντας έναν Παλαμά, που μέχρι σήμερα η
πολυπρόσωπη αντίδραση — επίσημη κι ανεπίσημη — πάσχισε να τόνε κρατήσει στα
σκοτάδια, μακριά από τον πολύ κόσμο, θελήσαμε να βάλουμε κάτω, σαν προσπάθεια
μελέτης κι ανάλυσης μερικά από τα βασικά και θεμελιακά προβλήματα της
δημιουργίας και της πορείας του νεοελληνικού έθνους μέχριτις μέρες μας και τις
σχέσεις του προς την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Η επικαιρότητα και η
ζωντανή σημασία των προβλημάτων αυτών για τη σημερινή ύπαρξη και εξέλιξη του
λαού και του τόπου μας, δεν μπορούν ν' αμφισβητηθούν.
Ένα ψεύτικο
οικοδόμημα, που τόσες καταστροφές και θυσίες κόστισε, πρέπει να γκρεμιστεί, για
ν' αποκατασταθεί στα δικαιώματα της η αλήθεια και το πραγματικό συμφέρον του
ελληνικού λαού.
Η επιστημονική
ιστορική σκέψη στον τόπο μας αδράνησε πολύν καιρό. Η καθυστέρηση της είναι
τρομαχτική. Δεν πρέπει να χάνει ούτε μια ώρα. Έχει να πραγματοποιήσει κολοσιαία
στ' αλήθεια, δουλιά, δουλιά υπεύθυνη, που τη βαραίνει περισσότερο από την ιστορική
σκέψη οποιουδήποτε άλλου τόπου, γιατί εμείς παρουσιαζόμαστε σαν οι πιο άμεσοι
και ζωντανοί κληρονόμοι της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής κληρονομιάς. Πρέπει
ανοιχτά και με ακαταμάχητη επιστημονική πειστικότητα και δύναμη να
ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας απέναντι της, χωρίς να υποδουλωθούμε σ' αυτήν, χωρίς
να χάσουμε την ανεξαρτησία της σημερινής εξέλιξης μας, που στηρίζεται, πρέπει
να στηρίζεται, πάνω στις σημερινές ζωντανές λαϊκές δυνάμεις, αποκρούοντας όσα
άχρηστα καίβλαβερά περικλείνειη κληρονομιά αυτή, διατηρώντας όμως τόσο τα
άμεσης χρήσης και σύγχρονης ωφελιμότητας μέρη της, όσο και την ιστορική στο
σύνολο της αξία της.
Ξεχωριστά, στην
πηγαία και πρώτόβουλη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, που δυστυχώς ακόμα
βρίσκεται στα σπάργανα της, πέφτει το δύοκολο, μα επιταχτικό καθήκον τόσο της
κριτικής επεξεργασίας και αναίρεσης του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού ιδεαλισμού
(Αριστοτέλης - Πλάτων), που παρέχει και σήμερα το φιλοσοφικό βάθρο στη
νεοελληνική αντίδραση, όσο και της ερεύνησης, ταχτοποίησης και πλατιάς και
ολόπλευρης εκλαΐκευσης της αρχαιοελληνικής υλιστικής φιλοσοφίας (Ηράκλειτος -
Δημόκριτος κ.λπ.), απ' όπου κρατάει τις ρίζες της η μοναδική επιστημονική και
ατράνταχτη σύγχρονη κοσμοθεωρία — ο διαλεχτικός υλισμός, η προλεταριακή
φιλοσοφία της πανανθρώπινης απολύτρωσης από κάθε εκμετάλλευση και της
σοσιαλιστικής δημιουργίας και ανάπλασης της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Όσο «κολοσιαίο»
και αν φαίνεται το έργο αυτό, ούτε ανυπέρβλητο, ούτε απραγματοποίητο είναι,
πρώτ' απ’ όλα γιατί είναι υποχρεωτικό και ανανάβλητο.
Μονάχα
ξεκαθαρίζοντας, από τη δική της πλευρά, γόνιμα και δημιουργικά, το παρελθόν και
τις κάθε λογής κληρονομιές του, θα μπορέσει η νεοελληνική διανόηση να καθορίσει
επιστημονικά τους σημερινούς δρόμους του νεοελληνικού ξετυλίγματος, να φωτίσει
δυνατά τη μελλοντική προοπτική και πορεία του, με λίγα λόγια μόνο έτσι θα
σταθεί στο ύψος της, θα πάψει να σέρνεται και να πιθηκίζει, θα δώσει δικά της
πρωτότυπα δημιουργήματα, θα εκπληρώσει ακέρια το καθήκον της απέναντι στο
εργαζόμενο έθνος.
Το παρόν και το μέλλον
του κάθε λαού το αποφασίζει πρώτ' απ' όλα η ζωντάνια και η θέληση του, που 'ναι
ικανές να σαρώσουν κάθε αντιδραστικό εμπόδιο. Πριν λίγα χρόνια βλέποντας προς
την τότε Οθωμανική αυτοκρατορία κάναμε σα να βλέπαμε εκατό χρόνια πίσω στην
ευρωπαϊκή κοινωνική εξέλιξη. Η σημερινή κεμαλική Τουρκία, μέσα σε λίγα χρόνια,
ξεπήδησε την καθυστέρηση της και, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το παραδεχτούμε,
η αλήθεια είναι πως μας ξεπέρασε. Τα παλιά δεσμά της σουλτανοκρατίας, των
μπέηδων, των διομολογήσεων, του φε-ρετζέ και τόσα άλλα, σπάσανε και άφησαν
οπωσδήποτε ανοιχτό για ορισμένο χρόνο το δρόμο στο μεγάλο τούρκικο κοινωνικό
αναφτέριασμα. Φυσικά δε βάζουμε στον ελληνικό λαό παράδειγμα για μίμηση τη
νεότερη Τουρκία. Και αυτό ανάμεσα στ' άλλα, γιατί έχουμε την ατράνταχτη πίστη
και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις
δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και πιο ολοκληρωμένο
κοινωνικό πήδημα.
Στη χώρα μας έχουν
ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες για αποφασιστικές μεταβολές, που,
συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια λαϊκή Ελλάδα, πλούσια,
δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη. Στο έργο αυτό και η νεοελληνική διανόηση
θα πρέπει να κάνει το καθήκον της, ακολουθώντας το δρόμο, που ο Παλαμάς της
έδειξε από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου».
20 Γενάρη — 15
Μάρτη 1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου