ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΥ



ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ  ΒΡΑΔΙΝΟ της 20ης Φεβρουαρίου 2017 ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΡΑΔΙΝΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ: "ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ:  ΑΚΟΜΗ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ"


Λίγα Βιογραφικά στοιχεία για τον Συγγραφέα:


Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003) αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δούλεψε για πολλά χρόνια στο υπουργείο Εργασίας, από όπου παραιτήθηκε το 1963.
Ως εκπρόσωπος της Ελλάδας και των Ηνωμένων Εθνών, ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αφρικής, για κοινωνικά θέματα. Εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1954 με τη συλλογή διηγημάτων ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 33 γλώσσες, σε 114 ξένες εκδόσεις. Για τη συλλογή διηγημάτων ΑΡΝΟΥΜΑΙ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, και για το μυθιστόρημά του ΤΟ ΛΑΘΟΣ με δύο λογοτεχνικά βραβεία: στην Ελλάδα, το Βραβείο των «12», και στη Γαλλία, το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας. 

Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας «Ευρωπάλια». Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ των Τμημάτων Φιλολογίας των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών και Ιωαννίνων, ενώ τα έργα του διδάσκονται στη δημοτική και τη μέση εκπαίδευση καθώς και σε πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης σε 40 πόλεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο. 

Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή παράσημα και διακρίσεις, όπως με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία, το Χρυσό Μετάλλιο Αξίας της πόλεως των Αθηνών, το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Εθνάρχου Μακαρίου Γ΄ κ.ά. Το 1989, η UNICEF Νέας Υόρκης τον ονόμασε πρώτο Έλληνα Πρεσβευτή Καλής Θέλησης για τα παιδιά του κόσμου. Το όνομά του έχουν πάρει σχολεία, δρόμοι και πνευματικά κέντρα. 


TA BIBΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
 ΑΡΝΟΥΜΑΙ 
ΤΟ ΛΑΘΟΣ
  ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ 



Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Χαίρομαι, που βρίσκομαι για μια ακόμη φορά ανάμεσά σας, ανάμεσα σε αυτή τη λογοτεχνική συντροφιά. Να είμαστε όλοι καλά και να ανταμώνουμε . Απόψε χαίρομαι ιδιαιτέρως, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να πω δυο λόγια για έναν μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη, μα κυρίως, έναν μεγάλο Έλληνα ευπατρίδη. Ο Αντώνης Σαμαράκης αγάπησε τον απλό άνθρωπο, τον βιοπαλαιστή, τον άνθρωπο της φύσης, τον άνθρωπο με τις αδυναμίες του και ιδιαιτέρως τα παιδιά. Ιδιαίτερη θέση μέσα στα έργα του έχουν όμως κι όσοι ενήλικες κρύβουν ένα μικρό παιδί μέσα τους, όσοι καμώνονται τους μεγάλους αλλά ζηλεύουν την παιδική απλότητα και αθωότητα. Αποφάσισα να παραφράσω τον τίτλο της πρώτης του συλλογής διηγημάτων «Ζητείται Ελπίς» και να ονοματίσω τη σημερινή εισήγηση « Ακόμα ζητείται ελπίς». Κι αυτό όχι για να εντυπωσιάσω αλλά για να υπογραμμίσω, στη ζοφερή εποχή που ζούμε, πως ακόμη ο άνθρωπος αδικεί το συνάνθρωπό του, ακόμη φθείρεται από τις πολιτικές και κοινωνικές αδικίες, ακόμη κινδυνεύει από τα πυρηνικά όπλα, ακόμα κρύβεται, εν τέλει, στη θέαση του ειδώλου του στον καθρέφτη της ζωής. Επικεντρώνει στο δικό του πρόσωπο και χάνει το βάθος στον καθρέφτη. Όμως η ελπίδα για έναν αληθινά καλύτερο, απλοϊκότερο κόσμο δεν πεθαίνει ποτέ. Είναι πανάρχαιο, φιλοσοφικό αίτημα και θα παραμείνει αέναο.

Αφιερώνω, λοιπόν, τη σημερινή εισήγηση στο όραμα του Σαμαράκη για ένα κόσμο δικαιοσύνης και αξιοπρεπούς ζωής. 

Θα προσπαθήσω να μην είμαι κουραστική με πολλές εξειδικευμένες λεπτομέρειες αλλά πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου θα ήθελα να σας διαβάσω το διήγημα του Αντ. Σαμαράκη «το ποτάμι». Κάθε φορά που το διαβάζω, έχω και διαφορετικά συναισθήματα. Θεωρώ, ότι είναι μεγάλο πλεονέκτημα για ένα συγγραφέα, να πλημμυρίζει ο αναγνώστης του με διάφορες σκέψεις και συναισθήματα σε κάθε ανάγνωση.


3


Η πεζογραφία της γενιάς του ’30 είναι αστική , εστιάζεται στο άστυ, στις μεγάλες πόλεις όπου η ζωή «νοθεύεται» μακριά από τις ρίζες της, ενώ η «γνήσια ζωή» συντηρείται στο χωριό, τις μικρές κοινότητες. Πρόκειται συνεπώς για τάση που, καθώς κοιτάζει προς τα πίσω, μπορεί να χρεωθεί, από εμάς τους άλλους, ως ‘συντηρητική’. 
Αντίθετα, τα κείμενα της εικοσαετίας 1945-1965 εικονίζουν καθαρά την αλλαγή. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη και του Βασίλη Βασιλικού, το Πέρα από το ανθρώπινο του Νίκου Αθανασιάδη, Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η έκφραση της ανθρωπιάς, της κατανόησης του ανθρώπου στην επικοινωνία του με τον πλαϊνό του, την οποία μας δίνουν η Γαλάτεια Σαράντη, και ο Δημήτρης Χατζής, τα κοινωνιστικά, τέλος, μυθιστορήματα του Κώστα Κοτζιά, είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούσαν να παρουσιασθούν πριν από το 1945. Γιατί; Γιατί, στα έργα αυτά διακρίνουμε το διαφορετικό, ό,τι θα ονομάζαμε μεταπολεμικό, αφηγηματικά και πεζογραφικά μορφοποιημένο. Μια ποιοτική διαφορά στην παρουσίαση της ζωής, στις σχέσεις των ανθρώπων, γίνεται εδώ αμέσως αντιληπτή. 
Στη νεοελληνική πεζογραφία της εικοσαετίας 1945-1965 εισάγονται για πρώτη φορά θέματα σύγχρονα, θέματα που προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν βασικά την εποχή όπου ζούμε: τα θέματα της μοναξιάς, της ενοχής, της αποξένωσης, της εξέγερσης, του παράλογου της ζωής. Για τον Σαμαράκη η λογοτεχνία είναι ένα πανίσχυρο όπλο. Η πνευματική εγρήγορση που επιτρέπει γίνεται ένα πανίσχυρο εφόδιο και η κοινωνική της αποστολή μπορεί να γίνει αρωγός στον αγώνα των απλών ανθρώπων ενάντια στην ανελευθερία και στις επιφανειακές σχέσεις.

Ο Σαμαράκης συμπάσχει με την κοινωνία στην οποία ζει, βλέπει τον πόνο και την οδύνη της, σπαράζει από τη βιωμένη ολόγυρά του αδικία, εξεγείρεται και μάχεται να κάνει τον άνθρωπο να δει το τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Έτσι το έργο του θα γίνει η επισήμανση της άγρυπνης, ουμανιστικής συνείδησης, μια διαρκώς ογκούμενη διαμαρτυρία σε ένα κόσμο όπου το τέλος της διάψευσης σηματοδοτεί την απαρχή της νέας, ελπιδοφόρας εποχής. Είναι ξεκάθαρο ότι στο αφηγηματικό σύμπαν του Αντώνη Σαμαράκη κυρίαρχοι είναι οι ήρωές του. Άνθρωποι απλοί, απόλυτα αναγνωρίσιμοι από όλους μας. Συχνά βρίσκονται μπροστά στο αναπότρεπτο αδιέξοδο και τότε μεταβάλλονται απροσδόκητα. 

Από την πλευρά του θέματος ο Σαμαράκης έταξε ευθύς εξ αρχής ορισμένους στόχους, και στα είκοσι χρόνια της πεζογραφικής σταδιοδρομίας του δεν απίστησε ποτέ σ’ αυτούς· ίσα-ίσα τους εμπλούτισε, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σήμερα σαν σταυροφόρος, που έχει πάρει όρκο να χτυπάει μέχρι τελευταίας πνοής του τους μισητούς εχθρούς του ανθρώπου και της ανθρωπιάς. Και είναι οι εχθροί αυτοί ο κάθε πόλεμος, ο πυρηνικός πόλεμος, ο ολοκληρωτισμός, η εκμηδένιση του αδύναμου μοναχικού ατόμου μέσα στους τερατικούς μηχανισμούς της εποχής μας. Από την πλευρά της τεχνικής βασίζεται απαρέγκλιτα σε κάποιο εύρημα ή συρροή ευρημάτων που εντυπωσιάζουν. Από την πλευρά του τρόπου με τον οποίο εκφράζει την αντίθεσή του σε όσα καταγγέλλει, προσφεύγει πάντα στη χειρονομία. Οι ήρωες των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του προβαίνουν σε κάποια χειρονομία: ξεριζώνουν ένα δέντρο, καταστρέφουν μια εφεύρεσή τους, φυγαδεύουν εκείνον που συλλάβανε, σκοτώνουν ένα παιδάκι που παίζει τον πόλεμο κ.ο.κ. Δεν είναι, λοιπόν, άστοχο αν ονομάσουμε τον Σαμαράκη πεζογράφο της κοινωνικής συνείδησης. Υπάρχει ελπίδα και ο συγγραφέας την αναζητά μέσα στην υποκρισία, στη βία, στην εκμετάλλευση, στην άρνηση του ανθρώπου να παραμείνει αδιάφορος απέναντι σε όλα αυτά. Κυρίως όμως υπάρχει μέσα στους νέους, στη νέα γενιά που θα σαρώσει με τη δυναμική της όλα όσα δημιούργησε ο παλαιότερος άνθρωπος. Και για να εκδηλώσει την εξανάστασή του ή για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου συχνά χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ. Όπλα από τα πιο αποτελεσματικά. Ο Σαμαράκης είναι, κατεξοχήν, ο συγγραφέας που έχει αφομοιώσει και εφαρμόσει κατά τον καλύτερο τρόπο την κινηματογραφική τεχνική. Οι ιστορίες του ξετυλίγονται μέσα από οπτικές εικόνες και ο πεζός λόγος συλλαμβάνεται ως μια σειρά από λήψεις, πλάνα, επεισόδια, όπου με επιδεξιότητα ελέγχονται το μοντάζ και ο χρόνος. 
Για έναν πεζογράφο, όμως, όπως ο Σαμαράκης, στον οποίο υπάρχει τόσο έντονο το αίσθημα της κοινωνικής συμμετοχής και της ευθύνης για τη  διαμόρφωση της σύγχρονής του ζωής, δεν θα ήταν άσκοπο να έχουμε πάντοτε κατά νου τα ιστορικά γεγονότα που εξελίσσονται στην Ελλάδα, αλλά και στον διεθνή χώρο, από το 1939 (ο Σαμαράκης συμπληρώνει τη χρονιά αυτή τα 20 χρόνια του) έως το 1954, που τυπώνει το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο και κάνει την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία. Θα πρέπει να υποθέσουμε πως όλα τούτα τα χρόνια διαποτίζεται από τις συνέπειες των γεγονότων και διαμορφώνει τη βιοθεωρία του, που δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί μέσα από συμβατικούς στίχους που βρίσκονται σε δυσαρμονία με το κλίμα του παραλογισμού των μεταπολεμικών χρόνων. Έτσι, οι άξονες γύρω από τους οποίους θα ξετυλίξει τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του είναι διαμετρικώς αντίθετοι από τη θεματολογία των ποιημάτων του: Η ανθρωπότητα, καθώς βγαίνει ρημαγμένη από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο· η εύθραυστη και συνεχώς απειλούμενη ειρήνη· ο φόβος μιας νέας, καταστροφικότερης σύρραξης· η αφύπνιση, αλλά και ο εφησυχασμός πολλών συνειδήσεων μπροστά στα προβλήματα της κοινωνικής ζωής· η κρατική εξουσία και οι σχέσεις της με τους πολίτες· η διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η κατανόηση του ανθρώπινου πόνου, μέσα στις αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής. 
Οι μοναχικοί άνθρωποι του κόσμου του Σαμαράκη προσπαθούν να δώσουν λύσεις ουσιαστικές (εξ ου και «χειρονομίες» ουσίας). Όταν όμως το αδιέξοδο (κοινωνικό, ψυχικό, ηθικό) είναι αδιαπέραστο, καταφεύγουν σε κάποια συμβολική «χειρονομία», λυτρωτική. Με τη συμβολική αυτή «χειρονομία» δεν υπερβαίνονται, φυσικά, τα αδιέξοδα, υποδηλώνεται ωστόσο με ενάργεια σε ποια εγρήγορση βρίσκεται η ηθική συνείδηση. Ο δημόσιος υπάλληλος, όταν πυροβολεί τον τοίχο, που σκοτώνει την όποια απόμεινε υγεία του άρρωστου νεαρού ατόμου, δε δίνει λύση, γιατί, βέβαια, οι τοίχοι δε σκοτώνονται. Ο άλλος δημόσιος υπάλληλος, που οι ψυχικές του αναστολές τον εμποδίζουν να πλησιάσει τους ανθρώπους, όταν ανοίγει την καρδιά του στον χιονάνθρωπο, είναι αυτονόητο ότι δεν αίρει πραγματικά το πρόβλημά του. Ο άνθρωπος που ξεριζώνει το δέντρο του, για να επαναπροσδιορίσει με τον τρόπο αυτό την ψυχική και ηθική του στάση απέναντι στο συγκλονιστικό γεγονός της Χιροσίμα, δεν αποτρέπει τις συνέπειες — τα γινόμενα ουκ απογίνονται. Με τη συμβολική, όμως, άρση των αδιεξόδων ακυρώνεται το όποιο ενδεχόμενο ηθικής αναξιότητας. Η πράξη καθίσταται ηθικό γεγονός από τη στιγμή που την πορεία της ορίζουν κρίσεις αξιολογικές, γιατί πάνω εκεί δοκιμάζεται η αντοχή του μοναχικού ανθρώπου. Με δεδομένο ότι από την πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη απουσιάζουν οι επικές σελίδες, κατανοούμε και γιατί απουσιάζουν οι «χειρονομίες» ομάδων. Κατά βάση η «χειρονομία» είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τον ήρωα από το μέσο άνθρωπο της κοινωνίας. Από και διά της «χειρονομίας» ο άνθρωπος αυτός παύει να είναι ο μέσος, κανονικός, καθημερινός άνθρωπος, που μέχρι τώρα βίωνε μια ζωή «εντελώς ευθεία».
Ο άνθρωπος του Σαμαράκη αγωνίζεται για την ελευθερία του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο (με τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την πίστη) να διατηρήσει τη διανοητική ισορροπία κα την ηθική ακεραιότητά του. Παράλληλα, πίσω από το κατακερματισμένο κοινωνικό σκηνικό, οι χαρακτήρες του διατηρούν μια εσωτερική πληρότητα, μια αίσθηση εσωτερικής αυτάρκειας, που αγωνίζεται μόνη —και για τούτο αδέσμευτη— εναντίον των κοινωνικών συμβάσεων και γενικότερα εναντίον του ανθρώπινου παραλογισμού.
Ζητείται ελπίς. Απεγνωσμένα. Και όποιος τη βρει, ας τη διοχετεύσει και στους υπόλοιπους. Ο Αντώνης Σαμαράκης, πάντως, αναζητούσε την ελπίδα από το 1954, οπότε και η συλλογή διηγημάτων του αυτοεκδόθηκε. Αποτελείται από 12 ιστορίες, οι περισσότερες των οποίων διακρίνονται από τέτοια εσωτερική ένταση, που φτάνουν στο βαθμό της συγκίνησης και της ψυχικής έκρηξης. Σαν να φωνάζει από μακριά μια φωνή: "Πού είναι η ελπίδα; Απαιτούμε δικαίωμα στην ελπίδα!" Τόπος εξέλιξης: η πόλη, το χωριό, ποτάμια, αυλές, σιδηροδρομικές γραμμές, στρατόπεδα. Ιστορίες διαφορετικές μα με έναν κοινό άξονα: το σπαραγμό για τη δικαίωση που δεν ήρθε ή για τη δικαίωση που όλοι εύχονται να έρθει.


Ιστορία πρώτη - Ξανθός ιππότης
 Ήρωας ένας δημόσιος υπάλληλος που έχει βαρεθεί από τη μονοτονία της ρουτίνας και έχει συμβιβαστεί με μια ανούσια καθημερινή ζωή, μέχρι που ανακαλύπτει τον κόσμο των παιδιών (ξανά). Αιτία το ομότιτλο περιοδικό, "Ο κόσμος των παιδιών", που βρίσκει μια μέρα σε μια άδεια θέση λεωφορείου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο ήρωας αλλάζει. Ο χαρακτήρας του μεταστρέφεται ή καλύτερα ανανεώνεται. Επιμελείται και πάλι τον εαυτό του, εργάζεται με κέφι και γεμίζει ευγένεια. Η υπενθύμιση ότι κάπου μέσα μας υπάρχει το παλιό παιδί που αφήσαμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, χτύπησε την πόρτα του ήρωα, κάνοντάς τον μάλιστα να στείλει και ο ίδιος στο περιοδικό ένα πεζοτράγουδο που είχε γράψει με το ψευδώνυμο "ο ξανθός ιππότης". Το ευαίσθητο πρόσωπο του συγγραφέα απέναντι στην παιδική ηλικία και αθωότητα φαίνεται ολοκάθαρα. Θα λέγαμε ότι αγγίζει τον παιδικό νου με περισσό λογοτεχνικό σεβασμό και με μια καρδιά που σπαρταρά ακόμη. 

Ιστορία δεύτερη - Η σαρξ
 Ήρωας ένας ιερέας μια βροχερή μέρα. Η συνοικία, όπου λειτουργούσε, φτωχική. Οι άνθρωποι φαινομενικά καλοκάγαθοι, ουσιαστικά συμφεροντολόγοι. Η ένταση ξεκινά και παράλληλα η πλοκή εστιάζει σε έναν ετοιμοθάνατο άνδρα, στον οποίο τρέχει ο εφημέριος τελευταία στιγμή, για να τον κοινωνήσει. Ο Σαμαράκης με άψογο χειρισμό του λόγου και με μία αριστοτεχνική περιγραφή της γύρω ατμόσφαιρας καταφέρνει να μεταδώσει ακόμη και το πιο δευτερεύον συναίσθημα στον αναγνώστη, ξυπνώντας του κάθε ένστικτο στοργής και συγκίνησης. Ο άνθρωπος πεθαίνει από την ασιτία. Ο παππάς με τη θεία Κοινωνία που του προσφέρει, τον εξαγνίζει από τις αμαρτίες, αλλά και από την πείνα, καθώς ο ασθενής ζητά συνεχώς κι άλλη μια κουταλιά της Μεταλαβιάς. Η σαρξ και η ψυχή του παλεύουν για το ποια απ' τις δύο θα σωθεί (πρώτη). Επίγεια κόλαση και μεταθανάτιος παράδεισος διεκδικούν την εξασθενημένη σάρκα που οι συνθήκες της εποχής διαμόρφωσαν. "Κι άλλο", "κι άλλο", φωνάζει επιτακτικά ο ετοιμοθάνατος στον ιερέα και εν τέλει δεν γνωρίζει κανείς τι πεινά περισσότερο: το σώμα που στερείται ή μια αιχμαλωτισμένη σ' εκείνο ψυχή που το εγκαταλείπει; Σήμερα; Τι πεινά περισσότερο;

Ιστορία τρίτη - Το ποτάμι
 Την ιστορία αυτή θα τη διαβάσω κατόπιν , φίλες και φίλοι.

Ιστορία τέταρτη - Ο τοίχος
 Ήρωας της ιστορίας ένας δημόσιος υπάλληλος. (Στις περισσότερες ιστορίες του, ο συγγραφέας αρέσκεται στο να τοποθετεί ως κεντρικό του χαρακτήρα δημόσιο υπάλληλο, αφού και ο ίδιος είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στο Υπουργείο Εργασίας.) Ο υπάλληλος αυτός είναι γείτονας με ένα άρρωστο παιδί και τη χήρα μητέρα του, στο οποίο οι γιατροί έχουν συστήσει καθαρό αέρα και ηρεμία, προς φύλαξη της υγείας του και του ψυχικού του κόσμου. Η γειτονιά διαβίωσης είναι βρόμικη και μελαγχολική. Όταν όμως η διπλανή πολυκατοικία γκρεμίζεται, ορθώνεται ένας μεγάλος  τοίχος από το νέο ιδιοκτήτη, που σκοπό του έχει να χτίσει ένα πανύψηλο και μεγάλο οικοδόμημα. Το φως λιγοστεύει και μαζί μ' αυτό και η ελπίδα να γίνει το παιδί καλά. Η όραση περιορίζεται, όπως και οι στιγμές απόδρασης απ΄ την πραγματικότητα. Σε τι μπορεί να βοηθήσει ένας τσιμεντένιος τοίχος; Περιθωριοποίηση λόγω αστικοποίησης, μοναξιά, μελαγχολία και άθλιες συνθήκες διαβίωσης κρατούν τον πρώτο ρόλο ως αφανείς πρωταγωνιστές σε αυτό το μικρό διήγημα του Σαμαράκη, στο οποίο για ακόμη μία φορά φαίνεται η μεγάλη του έγνοια για τα παιδιά. 

Ιστορία πέμπτη - Σ' ένα συνοριακό σταθμό
 Το μικρό αυτό διήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως "Ζητείται ελπίς Νο2", διότι έχει να κάνει με ένα λαθρεπιβάτη που ελπίζει απεγνωσμένα σε ένα καλύτερο αύριο. Στην αρχή πιστεύει πως μόνο αν εγκαταλείψει τον τόπο του, θα προκόψει στη ζωή του. Φόβος τον έχει κατακλύσει. Η φυγή τον έχει κυριεύσει. Ακόμη ένα σημείο που ο συγγραφέας καταφέρνει να ταυτίσει τη συγκίνηση με την παρακίνηση: Από τη μία, λυπάται που κάνει το βήμα και φεύγει κυνηγημένος από μια χώρα που τον έβλεπε από τη γέννησή του εχθρικά και από την άλλη, σ' αυτή του την κίνηση ωθείται από την κατάσταση, αναγκάζεται από τις συνθήκες. Καρδιά και μυαλό, κοινωνικό και πολιτικό διήγημα δίνουν τα χέρια μεταξύ τους. Η σύγκριση με την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα μοιάζει αναπόφευκτη: " Η ζωή έχει ξεφύγει από τα χέρια μου. Αλλιώς ξεκίνησα κι αλλιώς έφτασα ως εδώ. Είχα όνειρα κάποτε, πριν από χρόνια, σαν ήμουνα παιδί, νέος. Όνειρα για μια ζωή όμορφη, χωρίς συμβιβασμούς. Μα δεν τα κατάφερα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Το γιατί είναι άλλη ιστορία ", μας λέει ο φοβισμένος και απελπισμένος επιβάτης. Στο σταυροδρόμι των συνόρων, εκεί που τα όνειρα και η πραγματικότητα συναντιούνται, ο επιβάτης επιλέγει τη σιωπηλή υποταγή, φρονώντας ότι η ατομική του επανάσταση έχει φτάσει πια στα όριά της. Το μεγάλο βήμα δε θα γίνει. Έχει φτάσει κοντά στην πηγή χωρίς να πιει νερό. Το όνειρο πατά στα σύννεφα και εξαϋλώνεται, οδεύοντας να βρει κι άλλους συντρόφους του από χιλιάδες κόσμου που έμειναν και μένουν στο "κι αν...". Σε μια υπόθεση χωρίς απόδοση για να μιλήσουμε με φιλολογικούς όρους.

Ιστορία έκτη - Ο ήλιος έκαιγε πολύ
 Η εν λόγω ιστορία αποτελεί τρανό παράδειγμα του ύφους της κοινωνικής
 καταγγελίας και των προσωπικών ανησυχιών του συγγραφέα. Έχοντας περάσει δύσκολα χρόνια με παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο, έχοντας ο ίδιος συλληφθεί από τους ναζιστές την περίοδο της Κατοχής και έχοντας φτάσει ένα βήμα πριν τον θανατώσουν, γνωρίζει πολύ καλά να εκτιμά τη ζωή και να είναι ικανοποιημένος ακόμη και με τα λίγα. Έζησε σε εποχές που τα εργασιακά δικαιώματα έτρεμαν πάνω σε ένα σαθρό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Στο παρόν διήγημα ο ήρωας, ένας φτωχός πλην τίμιος άνεργος, που έχει επιζήσει από την Κατοχή και πλέον έχει ξεραθεί το στόμα του από την πείνα, επισκέπτεται ένα γραφείο εισαγωγών - εξαγωγών, για να αιτηθεί μια θέση στην εταιρία. Βάζει, λοιπόν, τα καλά του ρούχα, ξυρίζεται και κινεί για το γραφείο. Η αδιάφορη γραμματέας που επιδεικτικά τον αγνοεί, καθώς πνίγεται στη δουλειά, ειδοποιεί τον φουκαρά άνεργο υποψήφιο (ή υποψήφιο άνεργο, ό,τι προτιμάτε) πως η θέση δεν είναι πλέον διαθέσιμη. Η απογοήτευση φανερή. Η συγκρατημένη αισιοδοξία μετατρέπεται μεμιάς σε ασυγκράτητη απελπισία. Ο ήρωας φεύγει. Χαρακτηριστικό, εξάλλου, είναι το γεγονός ότι ο άνεργος άνδρας στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του,  με το που βλέπει το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη ενός μαγαζιού, ξεσπά σε γέλιο, ένα γέλιο αλληγορικό, γέλιο τρανταχτό στα σωθικά του, γέλιο ως μοναδική αντίδραση της στιγμής.  Μόνο μέσω αυτού θα μπορούσε να ξεσπάσει. Άλλη μια ευκαιρία χάθηκε, άλλη μια φορά ηττήθηκε. 

Ιστορία έβδομη - Μια νύχτα...
 Το πιο εσωτερικό από όλα τα διηγήματα της συλλογής. Μιλάει για τη μοναξιά και ουσιαστικά αποτελεί μια εξομολόγηση της μοναχικότητας από τον ήρωα προς τον αναγνώστη. Η αδήριτη ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας με το συνάνθρωπο και η απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης του (εξιδανικευμένου για τους τελειομανείς) έτερου ήμισυ αποτελούν τους άξονες της συγκινητικής αυτής μικρής ιστορίας. Η εργασία αποτελεί μέρος της ρουτίνας. Ο εργαζόμενος ξεχνά να ζήσει. Δεν μπορεί να θυμηθεί ότι ζει. Και όντας μόνος οι ανησυχίες του γίνονται ακόμη εντονότερες. " Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών μας δεν ήτανε τόσο κοντά η μία στην άλλη όσο είναι σήμερα, κι όμως ποτέ άλλοτε οι καρδιές μας δεν ήτανε τόσο μακριά η μία από την άλλη όσο είναι σήμερα ", μας λέει ο συγγραφέας διά σκέψεων του ήρωά του. Η μοναξιά είναι, κατ' αυτόν, πλέον, η μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου της μεγαλούπολης, ο οποίος απορροφάται από το
10


χαλασμό του πλήθους, από την ημιμάθεια της πλειοψηφίας. Στο διήγημα ο συγγραφέας ψιθυρίζει στον αναγνώστη: "Σώπασε. Δεν είσαι μόνος σου. Νιώθουν κι άλλοι σαν εσένα, όπως ελπίζουν κι άλλοι, αν όχι και περισσότερο, όπως εσύ."

Ιστορία όγδοη - Το ποδήλατο
 Η εναλλαγή των συναισθημάτων είναι ολόκληρη η ουσία της ζωής μας. Από τη χαρά στη λύπη. Από τη λύπη στο θυμό, από το θυμό στην ανακούφιση, από την ανακούφιση στην αγάπη, από την αγάπη στο μίσος και ούτω καθ' εξής. Η τύχη αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα ύπαρξής μας σ' αυτό τον τόπο. Τούτο το τελευταίο είναι το κεντρικό νόημα της παρούσας ιστορίας, που για θέμα της έχει την ανείπωτη ευτυχία ενός φτωχού και ορφανού από πατέρα παιδιού, που καταφέρνει μετά πολλών κόπων και βασάνων να αγοράσει ένα ποδήλατο. Ένα τόσο μικρό όνειρο ζωής, μα συνάμα και τόσο μεγάλο. Κάποια μάτια αρκεί να δουν ένα πρόσωπο και λάμπουν. Για κάποια άλλα, όμως, δεν φτάνει ολόκληρος ο ουρανός. Ο Σαμαράκης μάς διδάσκει ότι η ευτυχία βρίσκεται ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα της ζωής ή σε ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας, όπως στα μάτια της χαρούμενης οικογένειάς μας ή ακόμη και σε ένα καινούριο ποδήλατο. Εξ αντιδιαστολής μήνυμα του κειμένου δεν μπορεί να είναι άλλο παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού έχει ισοπεδώσει τα κίνητρα της προσωπικής μας ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που υπάρχει ανά πάσα στιγμή δίπλα μας, αλλά δεν την εκτιμούμε. Δεν κοπιάζουμε για αυτή. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους περισσότερους από μας, ο ήρωας λατρεύει από την πρώτη στιγμή το ποδήλατό του και το βλέπει σαν ανεκτίμητο θησαυρό. Ποιος είπε, όμως, ότι η μοίρα χαρίζεται στους αιώνια ή και στους στιγμιαία ευτυχισμένους;

Ιστορία ένατη - ...Και ώραν 7.15 μ.μ.
 Υποκρισία και εκμετάλλευση του ένδοξου παρελθόντος πρωτοστατούν σ' αυτό το φορτισμένο πολιτικό διήγημα του συγγραφέα. Ο ήρωας έχει προσκληθεί να μιλήσει σε μια εκδήλωση του Δήμου προς τιμήν των πεσόντων της Κατοχής. Ο ομιλητής, ενώ ξεκινά να διαβάζει τον ετοιμασμένο λόγο του στο βάθρο, ξαφνικά βλέπει τα αθώα μάτια ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού και συνειδητοποιεί ότι αυτά που ακούγονται και θα ακουστούν δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκρισίες και εθνικιστικοί κομπασμοί για ένα μεν πανάξιο παρελθόν, αλλά με λιγότερο άξιους συνεχιστές στο παρόν. Τετριμμένα λόγια που ακούγονται σχεδόν ίδια κάθε φορά σε παρόμοια πολιτιστική εκδήλωση. Όμως, πόσα από αυτά εννοούνται και πόσα αυτά στέκουν; Κάποτε κερδήθηκε η ελευθερία μας, αλλά κανείς δεν εξασφάλισε το μέλλον μας. Το παρόν μας παρασιτεί πάνω σε μία συνεχιζόμενη βουλημική φιέστα παρελθοντικών κατορθωμάτων. Το τέλος του διηγήματος είναι καθηλωτικό, με έναν ήρωα να φτάνει στα άκρα των ατομικών του αντοχών και των ηθικών του τύψεων.

Ιστορία δέκατη - Το σπίτι
 Μπορούν τα πράγματα να γίνουν αντικείμενα αγάπης; Μόνο αν συνοδεύονται από αναμνήσεις. Αυτός είναι ο πυρήνας της ιστορίας αυτής του συγγραφέα. Το πατρικό σπίτι του ήρωα, που είχε πουληθεί σε τρίτους, φτάνει επιτέλους ο καιρός να περάσει στα χέρια του. Η ατμόσφαιρα, οι μνήμες από τα παλιά, τα παιδικά χρόνια και οι ήχοι της γειτονιάς κάνουν τον αναγνώστη να πιάνει λίγη από τη σκόνη του σκεπασμένου με ένα σεντόνι πιάνου, να θυμηθεί κάποιους από τους στίχους της "Σονάτας του Σεληνόφωτος" του Ρίτσου και να αναπολήσει το αδίστακτο παρελθόν που φεύγει ανεπιστρεπτί. Όμως, τα χνάρια που αφήνει πίσω του είναι τόσο έντονα και παρηγορητικά, που υποκαθιστούν έστω και απατηλά την απουσία στιγμών, την απουσία ανθρώπων, την απουσία συναισθημάτων. Ο συγγραφέας υπήρξε σίγουρα ένα από τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν στις αλάνες κρυφτό και γρατζουνούσαν τα γόνατά τους στο κυνηγητό απ' τα πεσίματα. Μήπως όμως ήταν ο μοναδικός; Ο Σαμαράκης κλείνει το μάτι σε ένα παρελθόν που τείνει να ξεχαστεί και να αντικατασταθεί από τα καλώδια και τα γραφικά οθονών τελευταίας τεχνολογίας. Μπορεί κανείς, εντούτοις, να ξεχάσει το πρώτο χάδι καθησυχασμού του πατέρα του, όταν έκλαιγε στην πρώτη του πληγή; Μπορεί κανείς να εξορίσει τις γιορτινές μυρουδιές του καλοψημένου φαγητού της γιαγιάς του τα Χριστούγεννα και το Πάσχα; Αν όχι, τότε ο Σαμαράκης πέτυχε το στόχο του: να μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι όλοι μας παραμένουμε μεγάλα παιδιά, έχοντας βρει κάπου τυχαία το πρώτο παιχνίδι που μας έκαναν δώρο οι γονείς μας. Το "σπίτι" αποτελεί αφορμή για μια εσωτερική ενδοσκόπηση, αλλά παράλληλα και έναυσμα, για να γεμίσουμε με έμπνευση την υπόλοιπη ζωή μας.

Ιστορία ενδέκατη - Πολεμική ιστορία
 Τα αθώα θύματα του πολέμου είναι όλοι. Πολίτες και στρατιώτες. Ο πόλεμος αποτελεί καθαρά πολιτική έκφανση στρατηγικών (επεκτατικών) σχεδίων. Όμως τα περισσότερο αθώα θύματα είναι οι απόγονοι που δεν πρόλαβαν να γίνουν άνθρωποι: τα ίδια τα παιδιά. Τα παιδιά, που έχουν ένα κοντό μα και κοντινό παρελθόν, ένα σαθρό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον σε καιρό πολέμου. Στην ιστορία μας ένας στρατιώτης σώζει ένα παιδί, το οποίο βρίσκεται μέσα στο πεδίο βολής των δύο αντίπαλων στρατευμάτων. Τα κίνητρα ίσως δεν είναι και τόσο αγαθά, καθώς από τη σκέψη του στρατιώτη περνά αμέσως η παρασημοφόρησή του με μετάλλιο ανδρείας. Αφού μεταφέρει το παιδί σε ένα δωμάτιο σπιτιού, το αφήνει να ξεκουραστεί και στη συνέχεια το βλέπει να παίζει. Το παιχνίδι του δεν διαφέρει πολύ απ' την πραγματικότητα. Παίζει κι εκείνο πόλεμο. Νέοι βομβαρδισμοί ακούγονται και μόλις ο στρατιώτης βγαίνει έξω να δει τι συμβαίνει, τον ενημερώνουν ότι πρέπει να απομακρυνθεί, γιατί το κτήριο από λεπτό σε λεπτό θα γίνει στόχος επίθεσης και θα τιναχθεί στον αέρα. Ο στρατιώτης δεν προβαίνει στην απόλυτη θυσία. Δεν τρέχει για το παιδί. Ίσα που προλαβαίνει να σωθεί ο ίδιος. Φεύγει και αφήνει το παιδί πίσω μόνο του. Να παίζει∙ πόλεμο. Αυτό που κατάφερε τελικά ήταν να του δώσει μια παράταση ζωής.


Ιστορία δωδέκατη - Ζητείται ελπίς
 Πρόκειται για την αριστουργηματική κορωνίδα της συλλογής. Ο Σαμαράκης δίνει ρεσιτάλ επίκλησης στο συναίσθημα, αποδεικνύει το τεράστιο λογοτεχνικό του εκτόπισμα και συνοψίζει σε ένα άκρως συγκινητικό διήγημα την κοινωνική δυστυχία, τον πόλεμο, την μεταπολεμική ελπίδα και τη συνακόλουθη απογοήτευση, την κρίση αξιών. Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Σαμαράκης έχει συμμετάσχει στον πόλεμο, τον έχει ζήσει, έχει σωθεί τελευταία στιγμή απ' το εκτελεστικό απόσπασμα. Έχει ζήσει την εξαθλίωση του τόπου, την οικονομική ύφεση και την ηθική κρίση των πολιτών του. Ο ήρωας, λοιπόν, υπήρξε στρατιώτης και συγγραφέας. Μια μέρα σε ένα καφενείο αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες βλέποντας τα νέα και παρατηρώντας τη γέννηση κι άλλων πολέμων να ξεπηδά από τα πρωτοσέλιδά τους. Μέσα στην απογοήτευση αναρωτιέται για ποιο λόγο πολεμούσε όλο αυτόν τον καιρό. Πολεμούσε για ένα καλύτερο αύριο... Όταν, όμως, αυτό το αύριο έγινε χθες και πάλι τίποτα δεν είχε κατορθωθεί. Πάλι πόλεμοι, πάλι υποκριτικές εξαγγελίες. Τα ίδια και τα ίδια. Μόχθησε για το κάτι και κατάφερε το τίποτα. Μέχρι που, βλέποντας πώς εξελίχθηκε η  υπάρχουσα κατάσταση αποφάσισε να μην ελπίζει τίποτα πια, διότι δεν θα είχε άλλα ψυχικά αποθέματα. Σε μια θεσπέσια περιγραφή γράφει ότι " του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε τ ην αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: "Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα! ". Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένου ς. " Ο Σαμαράκης περιγράφει με έναν εντυπωσιακά αριστοτεχνικό τρόπο την πλήρη εσωτερική απογύμνωση. Δεν μπορεί άλλο να μείνει σιωπηλός και να μη βροντοφωνάξει ότι ζητείται ελπίς. 

Ο Αντώνης Σαμαράκης έγραψε αυτή τη συλλογή το 1954 και την εξέδωσε μόνος του, καθώς κανείς εκδότης δεν την ενέκρινε αρχικά. Ίσως επειδή θεώρησαν οτι δεν θα πουλούσε αρκετά. Η συλλογή έχει ανατυπωθεί 92 φορές και τα διαχρονικά της μηνύματα προκαλούν ένα ανατριχιαστικό, αναπόφευκτο δέος σε μια εποχή όπως η δική μας και σε μια χώρα όπως η δική μας.
Πριν αναγνώσω «το ποτάμι» θέλω κι εγώ να βροντοφωνάξω σήμερα: Αν ζητείται ακόμη ελπίς, πρέπει να ζητηθεί μέσα από ανθρώπινες σχέσεις εμπιστοσύνης και δικαιοσύνης. Σε μια καθημερινότητα βασισμένη στην ανακούφιση των διπλανών μας. Στην επαναφορά της πίστης στη φιλία, στην οικογένεια, στην ανθρωπιστική εκπαίδευση, στην αγαστή συνεργασία για το κοινό καλό, στον εθελοντισμό, στην αφοσίωσή μας στις ψυχικές και συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών. Στην υπογράμμιση ότι μόνο μέσα σε ένα κλίμα ειρήνης και συνεργασίας μπορεί να εξασφαλιστεί η επιβίωσή μας αφενός και η ευημερία, όποιας μορφής αφετέρου. Ανάγνωση του διηγήματος «το ποτάμι»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου