ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Αλεξάνδρας Κωστάκη*
(Βραβείο
Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού
Διηγήματος
της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού)
Τη στιγμή που το λεωφορείο έπαιρνε
επιδέξια την τελευταία στροφή για το χώρο αποβίβασης του ΚΤΕΛ, έριξα μια ματιά
στην τσάντα δίπλα μου. Χαμένη σε λαβύρινθο σκέψεων ανασηκώθηκα στο κάθισμά μου
για να ξεμουδιάσω λιγάκι, ζητώντας συγνώμη από τον αμίλητο δίπλα μου άνδρα,
που φάνηκε να ενοχλείται. Σ’ όλη τη
διαδρομή έγερνε σχεδόν ολόκληρος πάνω στο τζάμι, σαν να ’θελε να απολαύσει το καλοκαιρινό τοπίο. Σήκωσα γρήγορα από κάτω τη φωτογραφία ενός
ξανθού κοριτσιού, που μάλλον του είχε πέσει, και του την έδωσα χωρίς διάθεση
για κουβέντα. Ένα τυπικό ευχαριστώ δεν θα πρόσθετε κάτι στη ζωή μου. Ήταν ήδη
αρκετά περίπλοκη και η φυγή μου μπέρδευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Δεν είχα ιδέα τι με περίμενε. Μου το
θύμιζε ένας κόμπος στο στομάχι και μια πικρή γεύση στο
στόμα από ανάκατα συναισθήματα. Οι πόρτες του λεωφορείου άνοιξαν και η
βροντερή φωνή του οδηγού « φτάσαμε,
μπορείτε να κατεβείτε!» με προσγείωσε ακόμη πιο πολύ στην πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα ακριβώς; Όλα ήταν χυλός στο κεφάλι μου κι ένιωθα ανίκανη να τα διαχειριστώ προς το
παρόν. Έψαξα με σπουδή τα γυαλιά μου στο περιεχόμενο της τσάντας. Τα
φόρεσα, αν και ο απογευματινός ήλιος δεν έκαιγε. Για κάθε ενδεχόμενο είχα
πρόχειρα και τα χαρτομάντιλα στο
μπροστινό τσεπάκι. Ο διπλανός μου με προσπέρασε βιαστικός και οι κινήσεις του πρόδιδαν ένταση. Μετακινήθηκα στο πλάι
κάνοντάς του χώρο να βγει. Η μητέρα μου πετάχτηκε από το κάθισμά της δίπλα στα
εκδοτήρια, όταν με είδε να κατεβαίνω χωρίς βιασύνη. Η ματιά της με τύλιγε
ανήσυχη, όσο περίμενε να βγάλω τις βαλίτσες μου από το χώρο αποσκευών, με τις
οποίες μετέφερα τα μόνα πράγματα που θέλησα να κρατήσω μετά το διαζύγιο. Τα
υπόλοιπα, τα είχα μοιράσει σε φίλες. Η
θύμηση της Λίας, της κολλητής μου από τον εκδοτικό οίκο που δούλευα, ήρθε να με
γαληνέψει. Ήταν η μόνη που με στήριξε και τώρα μου έλειπε πολύ. Χωρίς άλλες αναβολές βρέθηκα απέναντι από τη
μητέρα μου και ρίχτηκα στην αγκαλιά της.
Τα λόγια της ακατάληπτα, πνιγμένα ανάμεσα σε φιλιά και στην φιλότιμη προσπάθειά
της να μείνει ασυγκίνητη. Σφίχτηκα πάνω της.
Δάκρυα έπνιξαν τα μάτια μου μέσα
από τα σκούρα γυαλιά…
Το πατρικό
μου δεν είχε αλλάξει πολύ τα χρόνια που
έλειπα. Μεταφέρθηκα απότομα στη ζωή του
τότε, λες κι ο χρόνος είχε κάνει ξαφνικό άλμα προς τα πίσω. Το ίδιο γρήγορα
επανήλθα. Δεν είχε νόημα. Δεν ήμουν η ίδια.
Με είχε αλλάξει η ζωή στην
πρωτεύουσα. Παλιά ερχόμουν αραιά και
πού, μα σαν γνώρισα το Θέμη και
παντρευτήκαμε δεν υπήρχε χρόνος. Η φροντίδα του σπιτιού, η υπεύθυνη δουλειά της
επιμελήτριας στον εκδοτικό, οι ώρες που χάνονταν άσκοπα στο πήγαινε- έλα λόγω
της κίνησης, γέμιζαν τις μέρες. Κάποιες
κοινές έξοδοι, συχνές στην αρχή, στη
νυχτερινή ζωή της πόλης, με τον καιρό μειώθηκαν, ώσπου κόπηκαν κι αυτές. Ο
Θέμης άρχισε να βγαίνει μόνος με τους φίλους του. Ήταν τότε που έκανα τη θεραπεία για να αποκτήσουμε
παιδί. Η τελευταία αποβολή, μαζί με τα αποθαρρυντικά λόγια του γιατρού, ήλθε να
μας στερήσει το όνειρο αυτό για πάντα, παρασέρνοντας και ό,τι όμορφο είχε απομείνει όρθιο στη
σχέση. Από κει και πέρα, οι συχνοί
καυγάδες, η παγωμάρα
και τελικά η ανακάλυψη της κρυφής σχέσης του Θέμη, έμοιαζαν με τυπικές
λεπτομέρειες μιας συμβίωσης με ημερομηνία λήξης.
Ο θάνατος
του πατέρα μου έκανε πιο ανούσια την παραμονή μου στην πόλη, ώσπου εδραιώθηκε
μέσα μου η επιθυμία της επιστροφής. Δυο μοναξιές- εγώ κι η μάνα μου- μαζί, ίσως ήταν καλύτερα. Εκείνη αποφεύγει να με
ρωτήσει για το διαζύγιο. Ξέρει πως όταν πάψω να πενθώ την περασμένη μου ζωή,
όταν θα τη θυμάμαι αδιάφορα, τότε θα της
τα πω. Τώρα σημασία έχει να ξεχάσω. Η
ζωή στη μικρή επαρχιακή πόλη μου
ταιριάζει περισσότερο, χωρίς το υπέρμετρο άγχος, τον συνωστισμό του ετερόκλητου
πλήθους, την αιθαλομίχλη. Οι φυσικές ομορφιές,
η θάλασσα που λατρεύω, οι
άνθρωποι που με ξέρουν από παιδί και το καλό σπιτικό φαγητό, μου κάνουν καλό. Ο
καθρέφτης, αδιάσειστος μάρτυς πως έχω ήδη αρχίσει να παίρνω το βάρος που έχασα,
ενώ οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια
έχουν μειωθεί αισθητά. Γρήγορα βρήκα νέα
δουλειά σε τοπικό τυπογραφείο, χάρη στη βοήθεια γνωστών, πράγμα που δεν μου
αφήνει περιθώριο να μελαγχολώ. Μόνο ένας αδιόρατος φόβος, ένα απροσδιόριστο
κράτημα, με κάνει να αποφεύγω ακόμη τις
παρέες. Δεν βιάζομαι, ξέρω πως δεν είμαι έτοιμη ακόμη. Μόλο που καθημερινά με βαραίνει η σιγουριά ότι δεν θα καταφέρω να
εμπιστευθώ ξανά άλλον στη ζωή μου. Δε
θέλω να πληγωθώ πάλι. Και το θέμα του
παιδιού πονάει ακόμη. Πονάει πολύ…
«Η θάλασσα
είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι
ένα θαυμαστικό», εγκωμιάζει ο αγαπημένος μου ποιητής το
υγρό γαλανό στοιχείο. Πόσο τον νιώθω! Είμαι τυχερή που το κολύμπι έχει γίνει καθημερινή μου
συνήθεια. Αν και οι πρώτες βροχές ανήγγειλαν
ήδη την έλευση του Φθινοπώρου, η σύνθεση των λουομένων θαμώνων της
μικρής παραλίας, πίσω από τους ευκάλυπτους, δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Ηλικιωμένοι
που το θαλασσινό νερό ευεργετεί την υγεία τους – με συνταγή γιατρού- και λίγοι γονείς με τα πιτσιρίκια τους, που
χαλάνε τον κόσμο με χαρούμενες τσιρίδες.
Στρωμένη η ακρογιαλιά απλωμένες πετσέτες, ομπρέλες για τον ήλιο, σκόρπια
σωσίβια και παιχνίδια για την άμμο, τρυφερά κορμάκια που φτιάχνουν κάστρα με λάσπη. Τόσο εύθραυστα, μα πόση
δύναμη, πόση απέραντη ευτυχία μπορούν να
χαρίσουν, πόση ελπίδα στον κόσμο!
Σκέπτομαι πως αν, για κάποιον άγνωστο
λόγο, θα ’πρεπε να στερηθώ την παρουσία
τους, κανείς δεν μπορούσε να μου
απαγορεύσει να τα θαυμάζω και να τ’ αγαπώ από μακριά. Κανείς!
Οι μέρες
περνάνε σαν νερό. Η αγάπη και διακριτικότητα της μάνας μου, η αφοσίωση στη
δουλειά μου και τα καλά λόγια
συγγενών και φίλων, μου απαλύνουν
σταδιακά την ψυχή κι επουλώνουν τις πληγές μου.
Είναι τα βράδια όμως, που σέρνονται ύπουλα οι θύμησες και άγνωστες
φωνές, γεμάτες μίσος, ματώνουν την ψυχή μου.
Οι άγριες μάχες με τους δαίμονές
μου, όλο και πυκνώνουν τελευταία. Ο
τελευταίος εφιάλτης ήταν ο πιο οδυνηρός των τελευταίων μηνών. Ήμουνα, λέει, στη συνηθισμένη μου κατάσταση
παρατεταμένης αγωνίας και φόβου, ενώ η φιγούρα του Θέμη με κοιτούσε με κακία, εκτοξεύοντας τις
γνωστές κατηγόριες για την κατάληξη
του γάμου μας. Με θεωρούσε υπεύθυνη, ως και για την
αποτυχημένη μου εγκυμοσύνη. Στο πλάι του, πιασμένη τρυφερά με χαμόγελο
χαιρεκακίας, μια νεαρή κοπέλα τέντωνε επιδεικτικά τη φουσκωμένη της κοιλιά.
Ο πόνος με δίπλωσε στα δυο. Ήθελα να φωνάξω, να υπερασπίσω τον εαυτό μου, μα ο
θυμός δεν άφηνε τις λέξεις να γλιστρήσουν. Τις ένιωθα να χάνονται στυφές κι αγκαθωτές στο βάθος του
λαιμού μου, να με γρατζουνάνε, να με πνίγουν. Ένιωθα αβοήθητη κι ανήμπορη να
ξεφύγω. Τα πόδια μου είχαν ακινητοποιηθεί. Την άλλη στιγμή, αλλόκοτη γυναικεία μορφή, πιο τρομακτική, έκανε μια γκεστ
εμφάνιση στο νουάρ σκηνικό, με άγρια
ουρλιαχτά που κατέληξαν σύντομα σε τρελό, ξέφρενο κύμα από γέλιο και κλάμα
μαζί. Ξύπνησα τρέμοντας, μούσκεμα στον
ιδρώτα, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω
πού βρισκόμουν. Προσπάθησα να ηρεμήσω, κάνοντας μια ανώφελη προσπάθεια να αποκωδικοποιήσω το όνειρό μου. Αυτή η μορφή είχε ξανάρθει
στον ύπνο μου άλλες δυο φορές, μα φαινόταν πιο ήσυχη κι αμίλητη σαν
θλιμμένη. Η τελευταία φορά ήταν τότε που έχασα το παιδί. Τι να σήμαινε
άραγε; Προπέτασμα ομίχλης σαν να έκρυψε τους διαδρόμους του νου για προστασία και δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Καλύτερα,
σκέφτηκα με ανακούφιση.
Όταν άνοιξα το παράθυρο
να πάρω αέρα, το σκοτάδι είχε αρχίσει να διαλύεται. Ξημέρωνε. Η μάνα μου
κοιμόταν ακόμα. Ήταν κρίμα να την ξυπνήσω άλλη μια φορά μέσα στη νύχτα. Ήταν δικός μου αυτός ο πόλεμος, κι έπρεπε
κάτι να βρω, να αποκρούσω τις αναίτιες επιθέσεις. Τίνος; Του παρελθόντος που γνώριζα,
του υποσυνειδήτου που κρατούσε τα χαρτιά του κλειστά, ή μήπως, ήταν νέο
προμήνυμα για μελλοντική καταιγίδα στη γεμάτη αναποδιές ζωή μου;
Τα ρούχα
για τη θάλασσα αντικατέστησαν αμέσως τις πιτζάμες του ύπνου, όπως κάθε φορά που
ήταν Κυριακή και δεν είχα δουλειά. Για να περάσει λίγο η ώρα ώσπου να φέξει για
τα καλά - πού ύπνος πια- άναψα το
πορτατίφ του κομοδίνου μου κι άνοιξα
απαλά το συρτάρι των αναμνήσεων. Εκείνο που φιλοξενούσε φωτογραφίες μου από
παιδί. Πάντα με χαλάρωνε μια απόδραση στο χρόνο, μέσα από φωτογραφίες των τρυφερών μου χρόνων. Τα
δάχτυλά μου άρχισαν να διαλέγουν με προσοχή. Το κορίτσι με τα κόκκινα σγουρά
μαλλιά και τις διάσπαρτες φακίδες, σ’
ένα πρόσωπο γλυκό σαν πετιμέζι -όπως έλεγε η μάνα μου- χαμογελούσε με
αγάπη. Κύμα νοσταλγίας με πλημμύρισε,
κι η επιθυμία να δω φωτογραφίες των
γονιών μου, ειδικά του πατέρα μου που έχασε πρόωρα την άνιση μάχη με την επάρατο, έγινε ανάγκη
επιτακτική. Μετά το θάνατό του, η μάνα
μου είχε καταχωνιάσει τις πιο πολλές, σ’ ένα κουτάκι στη ντουλάπα της, μαζί με
κάποια προσωπικά του αντικείμενα. Δεν άντεχε να τα βλέπει, πονούσε. Στα νύχια
πατώντας, μπήκα στο δωμάτιό της κι
έψαξα αθόρυβα στην ντουλάπα. Το βρήκα εύκολα. Πίσω στο δωμάτιό μου, χάιδεψα τρυφερά το ξανθό ξύλινο κουτί πριν το
ανοίξω. Άδειασα το περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι. Οικογενειακές φωτογραφίες,
όπου η κλεισούρα κι ο χρόνος είχαν
αφήσει τα σημάδια τους, σκόρπησαν τριγύρω. Προσωπικά αντικείμενα του πατέρα, οι
βέρες των γονιών μου συνοδευμένες από τη γαμήλια φωτογραφία και πολλές δικές
του, από τότε που γνωριστήκανε. Δεν μπορώ να σταματήσω τα δάκρυα να τρέχουν
ανυπότακτα. «Ώρα για ύπνο φακιδομυτούλα
μου!», ακούω να μου λέει, όπως παλιά. Μια αδέξια κίνηση να φέρω τα χαρτομάντιλα
κοντά μου, και το κουτί έπεσε και κατρακύλησε στο πάτωμα. Το σήκωσα με προσοχή. Ο βελούδινος πάτος του
είχε υποχωρήσει κι ένας φάκελος έκανε την εμφάνισή του. Τον άνοιξα με προσοχή.
Νέες φωτογραφίες, δικές μου από μωρό, που δεν είχα ξαναδεί. Χαμογέλασα
συγκινημένη. Κι ένα διπλωμένο γράμμα, που έμοιαζε με Δημόσιο έγγραφο. Διάβασα
τις πρώτες γραμμές: « Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών…» Πότε είχαν πάει Αθήνα οι δικοί μου; Δεν μου
ανέφεραν τίποτα ποτέ. Ήταν μια αίτηση
με τα ονόματα και τα στοιχεία τους. Δεν καταλάβαινα τίποτα. « Στις […] τελέσαμε ορθόδοξο Χριστιανικό γάμο
[…] να αποκτήσουμε τέκνα […]Παρά τις πολυετείς άκαρπες προσπάθειές μας, η
επιθυμία μας αυτή δεν κατέστη δυνατή.» Η
καρδιά μου άλλαξε χτύπο, ένιωθα το αίμα μου να παγώνει. Συνέχισα την ανάγνωση:
«Προς πραγμάτωση του σκοπού μας […] επιθυμούμε να υιοθετήσουμε από κοινού το
ανήλικο κοριτσάκι του …» Νόμιζα πως θα λιποθυμήσω. «… που τυγχάνει το φυσικό
τους τέκνο εκτός γάμου αναγνωρισμένο από τον πατέρα του και με τη συναίνεση της
μητρός…» Έβγαλα μια στριγκλιά όσο ο
ήλιος ξεμύτιζε σαν κλέφτης στο στερέωμα και σωριάστηκα αναίσθητη στα πόδια του
κρεβατιού.
Ο ήλιος
συνεχίζει ηγεμονικά την ανοδική του πορεία. Προχωρώ στο δρόμο με τους
ευκάλυπτους, που υψώνονται θαρρετοί με
τα σημάδια της παραλλαγής στους λυγερούς κορμούς τους. Τα τραχιά τους δάχτυλα
με τις αραιές λόγχες δείχνουν προς τη θάλασσα. Η πόλη ξεμακραίνει, χάνεται. Η
απολογητική φωνή της μάνας μου, παράξενο μίγμα ενοχής κι αγάπης, μου έρχεται
ξανά στο νου, για δευτερόλεπτα. Μετά
σιωπή. Εγκαταλείπω τη φαγωμένη άσφαλτο, στρίβω σαν κουρδισμένη κατά κει που δείχνουν
τα δέντρα. Γέρικα, τα πιο πολλά, πέταξαν
πέρα τις φλούδες το ρυτιδωμένο δέρμα, που μαρτυρούσε ξεδιάντροπα το χρόνο. Με λείους κορμούς, άνοιξαν κιόλας καινούρια λευκή σελίδα στη
ζωή. Κάθε μου βήμα πάνω στα πεσμένα
φύλλα αφήνει τρίξιμο γλυκό. Οι
σαγιονάρες χώνονται βαθιά στην άμμο, αφήνοντας τα χνάρια της πορείας μου.
Παραδίπλα, παρατημένα και μισοχαλασμένα κάστρα παιδιών, δείγματα δημιουργικής πνοής της
παραστρατημένης φαντασίας τους. Προχωρώ. Τα πέλματά μου ανακουφίζονται στο χάδι
του νερού. Ηδονική ανατριχίλα με
διαπερνά ολόκληρη. Το κορμί μου βυθίζεται και χάνεται. Αρνιέται, λες, τη συμβατική πραγματικότητα και ψάχνει,
έμβρυο πάλι, την επαφή με την αρχέγονη πηγή
ελπίζοντας στην αναγέννηση, στη μεταμόρφωση. Σε νέα ταυτότητα. Θέλω να παραμείνω στο νερό,
μα δεν αντέχουν τα πνευμόνια μου.
Βγαίνω κι ανασαίνω το ζεστό αέρα με λαιμαργία. Κοιτώ τριγύρω. Πού είναι
τα κομμάτια του παλιού μου εαυτού; Ένας γλάρος με περιγελά κάνοντας κύκλους από
πάνω μου. Ζηλεύω. Θέλω ένα κομμάτι από ουρανό, καταδικό μου. Κάτι αλαφραίνει
μέσα μου, κάτι σαν να γεννιέται… δεν
ξέρω. Ζαλισμένη, αφήνω πίσω τη θάλασσα
και περπατώ κατάκοπη στην άμμο. Δεν
είμαι μόνη. Ένα ξανθό αγγελούδι - πού το ’χω ξαναδεί;- επισκευάζει το χαλασμένο κάστρο του. Δυο
ζευγάρια μάτια καρφώνονται πάνω μου και μια αντρική φωνή ακούγεται ανήσυχη: «Είστε καλά;
Θέλετε λίγο νερό;» Αφήνομαι να
πιαστώ στο χέρι που απλώνεται, ενώ το δικό μου χαϊδεύει με ζέση μια χρυσαφένια
μπούκλα…
*ΒΙΟΦΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Αλεξάνδρα Κωστάκη
Γεννήθηκε
και διαμένει μόνιμα στην Πρέβεζα και συγκεκριμένα στον όρμο Βαθύ στη σκιά
του ευκαλύπτου αυτόπτη μάρτυρα της
αυτοχειρίας του θλιμμένου ποιητή Κώστα
Καρυωτάκη και λογοτεχνικού της μέντορα περί τα ποιητικά.
Υπηρέτησε την
Προσχολική Αγωγή και εκπαίδευση
για 27 χρόνια τα τρία τελευταία σαν υπεύθυνη Περιβαλλοντολογικής
Εκπαίδευσης Α/βαθμιας Εκπαίδευσης
Ν.Πρέβαζας.
Η πρώτη
παρουσία της στα γράμματα έγινε το 2014 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής της
συλλογής με τον τίτλο: «ΜΑΝΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΙ» από τις εκδόσεις: «Ποιείν».
Στο ίδιο
χρόνο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις :
«Άπειρος Χώρα» μια μελέτη της με τίτλο: « ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ και
υπότιτλο: Αγάπησα ένα ποιητή κι όχι ήρωα».
Συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά όπου
φιλοξενούνται ποιήματά της και άρθρα της
με το όνομα της, αλλά και στο διαδίκτυο με το ψευδώνυμο: «Μανόλια».
Το διήγημά της με τον τίτλο:
«Αναζητώντας Ταυτότητα» απέσπασε το
πρώτο βραβείο στον 6ο Πανελλήνιο
Διαγωνισμό που προκήρυξε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού.