ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ-ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΗΝ 4η ΜΑΡΤΙΟΥ 2.019
Αποσπάσματα από το έργον του Νικολάου Δημητρακοπούλου
«Πολεμικά απομνημονεύματα Νικολάου Δημητρακοπούλου»
Η μεταφορά από την αρχαΐζουσα γλώσσα του εκ 395
σελίδων πρωτοτύπου στην καθομιλουμένη έγινε από την φιλόλογο ποιήτρια –
λογοτέχνη Ευγενία Αρβανίτη Παλαιολόγου.
Νικόλαος Δημητρακόπουλος
Μια
διαπρεπής φυσιογνωμία που έλαμψε σαν αστέρι πρώτου μεγέθους καταγόμενος από την
Καρύταινα. Γεννήθηκε στην Καρύταινα στις 28/1/1864 και είναι Νομοδιδάσκαλος του
Έθνους.
Το
1888 πήρε το πτυχίο της Νομικής. Έκανε διατριβή με τίτλο «Περί του εξ αδιαθέτου
κληρονομικού δικαιώματος των τέκνων» και για την διατριβή του αυτή έγινε
διδάκτωρ.
Ήτανε
βαθύς γνώστης του Ρωμαϊκού δικαίου και τρεις φορές του προτάθηκε να γίνει
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην
έδρα του Ρωμαϊκού δικαίου αλλά και τις τρεις αρνήθηκε. Στις 12 Ιουλίου 1959
έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ανδριάντα παρουσία του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης
Κων. Καλλία, ο οποίος σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Δημητρακόπουλου είπε
: « Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος υπήρξεν ο οξυνούστερος και πολυμερέστερος των
Ελλήνων νομομαθών, ο χαλκέντερος ερευνητής, ο προικισμένος με θετικισμόν αλλά
και με πλούσιαν δημιουργικήν φαντασίαν, ο καλλιεπής και ακριβολόγος συγγραφέυς,
ο βαθύς στοχαστής, ο μύστης της κλασσικής φιλολογίας, ο διαπρεπέστερος των
δικηγόρων της Ελλάδος, ο συνεπής πολιτικός, ο ευφραδής δικανικός και πολιτικός
ρήτωρ, ο ασυμβίβαστος ιδεολόγος, ο ασκητής που ήσκησεν ως άνθρωπος την αρετήν,
ο πιστός Χριστιανός, αλλά υπέρ πάσαν άλλην ικανότητα, ιδιότητα και επίδοσιν, ο
ασύγκριτος υπουργός της Δικαιοσύνης, ο Ανορθωτής της Δικαστικής Λειτουργίας εν
Ελλάδι».
Ύστερα
από τη διεθνή κατάσταση που επικρατούσε την απελπιστική οικονομική κρίση, λόγω
διεθνών συγκυριών στην οποία βρέθηκε η χώρα μας, φτάσαμε και στα χειρότερα. Στον
πόλεμο του 1897 ο Θεοδ. Δεληγιάννης που ήλθε στην εξουσία μετά τον Χαρίλαο
Τρικούπη έβαλε την Ελλάδα στον ατυχή αυτό πόλεμο.
Ο
Δημητρακόπουλος επιστρατεύτηκε σε ηλικία 33 χρόνων για να υπηρετήσει τον
Ελληνοτουρκικό πόλεμο στον οποίο πήγε και συμμετείχε με πολύ ενθουσιασμό. Όμως
απογοητεύτηκε από την αταξία και τις ελλείψεις που υπήρχαν στο στράτευμα. Την
πικρία του, τις αντιδράσεις του, τις εντυπώσεις του κατέγραψε στα «Πολεμικά
Απομνημονεύματα» που φιλοξενήθηκαν στην εφημερίδα των Αθηνών «Καιροί» από τις
11 Δεκεμβρίου 1897 μέχρι 6 Μαρτίου 1898 «Στα πύρινα εκείνα άρθρα του καυτηρίαζε
τους υπεύθυνους της εποχής εκείνης ακόμη και τον τότε διάδοχο του θρόνου. Γι’
αυτό διώχτηκε ποινικά. Ομίλησε για αίσχη του Διαδόχου ακατονόμαστα «……Αίσχη!
Αίσχη! Ακατονόμαστα. Τα διηγούνται όλοι οι εκ Λαρίσης ελθόντες. Πόλεμος στα
σύνορα εγίνετο και εκρίνετο η τύχη του Ελληνισμού, το δε επιτελείον του
Διαδόχου, είχε εκστρατεύσει κατά των Αγγλίδων Νοσοκόμων, αίτινες είχον έρθει
εις την χώραν μας προς εξυπηρέτησιν του Ελληνικού αγώνος …….
Και την Μεγάλην Παρασκευήν, τα όργια
δεν διεκόπησαν αλλ’ εθάλποντο υπό της αδιαφορίας ή της ανοχής του Διαδόχου,
όστις δεν έκρινεν άξιον κόπου να επισκεφθή τους τραυματίας εν τω Νοσοκομείω και
να εμφυσήσει αυτοίς πνεύμα υπομονής και εγκαρτερήσεως …»
Από τη Λάρισα πήγε στα Φάρσαλα.
Και γράφει ο Δημητρακόπουλος :
«Κατέφυγεν εκεί η Α.Υ , ήσυχος και αμέριμνος, ωσεί επανήρχετο εκ διασκεδαστικού
περιπάτου. Ουδέν νέφος εσκίαζε το πρόσωπόν του, ουδεμία οδύνη ετάραττε την
ψυχήν του. Ερωτηθείς αν ενήστευε κατά την ημέραν εκείνη – ήτο ως ενθυμείσαι
Μέγα Σάββατον – έδωσε εντολήν εις παρασκευήν πασχαλινού γεύματος και ούτως
ευωχήθη προς μεγίστην έκπληξιν των ξενιζόντων …..»
Αίτια της ήττας του 1897
1) Έλλειψη οργάνωσης και σχεδίου.
Προσκλητήρια ουδέποτε έγιναν και
στους στρατώνες που ανοίχτηκαν αργότερα ουδείς παρευρίσκετο. Οι στρατιώτες δεν
εγνώριζαν τους αξιωματικούς τους και αυτοί ουδέποτε έβλεπαν εκείνους. Ο
διοικητής είχε μεταφέρει το κρεβάτι του στο γραφείο του τάγματος, αλλ’ από τους
στρατιώτες ουδείς τον μιμήθηκε. Διακόσιοι μόλις άντρες φορώντας ακόμα την
πολιτική ενδυμασία εμφανίζονταν εκ περιτροπής στην πλατεία των παραπηγμάτων
μάλλον χάριν περιπάτου και χάριν συγκέντρωσης ηλιακών ακτινών παρά από
στρατιωτική υποχρέωση. (Στο ξεκίνημα)
Ανιχνευτές, προπομποί, κεφαλή και
κορμός της φάλαγγας δεν διακρίνονταν καθόλου. Όλα ήταν ανακατεμένα, αυτοσχέδια
δε διαιρέθηκαν σε δυο ομάδες και βάδιζαν η μια πίσω από την άλλη σε απόσταση
150 περίπου βημάτων. Ολόκληρο δε το υπόλοιπο τάγμα ακολούθησε ως κύριο σώμα
άνευ κεφαλής (από την Λαμία στο Δομοκό)
2) Αταξία και σύγχυση.
«Αλλά η αταξία ήταν μηδέν σε σχέση με
τη σύγχυση που ακολούθησε. Μετά από λίγο καμιά απόσταση δεν τηρήθηκε, η
λεγόμενη εμπροσθοφυλακή αναμίχτηκε με το κύριο σώμα, καθένας δε βάδιζε όπως
ήθελε και προηγήθηκαν εκείνοι των οποίων τα πόδια άντεχαν περισσότερο στην
πεζοπορία»
Αταξία και στην αποχώρηση
«Αξιωματικοί και πολίτες των διαφόρων
σωμάτων και όπλων αναμίχθηκαν βαδίζοντας άλλοι μεν από τον κύριο δρόμο, άλλοι
από τας παρόδους, άλλοι δια μέσου των λόφων και των δασών, τα οποία διασκέλιζαν σαν κυνηγημένα ελάφια, Που
πηγαίναμε ουδείς εγνώριζε. Ουδεμία διαταγή υπήρχε ή τουλάχιστον δεν έφθασε κάτι
τέτοιο μέχρι τους κατώτερους αξιωματικούς» (επί το Δομοκό).
«Είχαμε βαδίσει περίπου μια ώρα όταν
παρατηρήθηκε ότι πίσω από εμάς ακολουθούσαν λίγα στρατεύματα, διαδόθηκε δε ότι
εδόθη διαταγή από το Διάδοχο να επιστρέψει ο στρατός στις θέσεις του. Την
προηγούμενη ήσυχη και κανονική πορεία διαδέχτηκε τότε η αταξία και ο θόρυβος,
δημιουργήθηκε δε αληθινό πανδαιμόνιο. Τάγματα στρατού που προηγήθηκαν στη
υποχώρηση, είχαν ήδη εφθάσει πριν από την Λαμία, ενώ εξάλλου πολλοί στρατιώτες
μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες εξακολουθούσαν να βαδίζουν προς την ίδια κατεύθηνση.
Αξιωματικοι φωνάζοντας, βρίζοντας χειρονομώντας προσπαθούσαν να τους ανακόψουν
αλλ’ ακόμα και αξιωματικοί άλλοι έφευγαν τρεπόμενοι σε φυγή στην ομαλή κατηφόρα
του δρόμου.
-
Πίσω
βρε πίσω …. Κερατάδες, ακούγονταν αξιωματικοί να φωνάζουν προς τους οπλίτες.
Πού πάτε, βρε άτιμοι, όλοι πίσω στα σώματα σας.
-
Να
κυρ λοχαγέ όλοι φεύγουν ! Τι να κάμω! Να και αξιωματικοί………..
3) Ένα ακόμα αίτιο ήταν και η αδιαφορία
για το στρατό του Διαδόχου που ήταν επικεφαλής του στρατού.
«Αλλά ο δικός μας στρατός, γράφει ο
Δημητρακόπουλος, δεν ευτύχησε να ακούσει ή να δει τον αρχηγό του να εμφανίζεται
στις τάξεις του, να ενθαρρύνει αυτούς που έδειχναν δειλία, να εμψυχώνει όσους
περνούν κακουχίες και χάνουν την υπομονή τους, επαινώντας, στηλιτεύοντας,
απειλώντας, εμπνέοντας την πίστη και την ελπίδα και ενισχύοντας το φρόνημα. Και
το παράδειγμα του αρχηγού μιμήθηκαν σχεδόν όλοι οι υπαρχηγοί και οι σωματάρχες
κι έτσι έμειναν να εκμεταλλεύονται τη μόνη δύναμη του ελληνικού στρατού.
Αφήνουμε τους θεολόγους να ελλείψουν
από θρησκευτική άποψη το γεγονός ότι ο διάδοχος και το επιτελείο του έτρωγαν κρέας
και περνούσαν με πολυτελή ευμάρεια κατά τις ημέρες της εβδομάδας των παθών και
μάλιστα τη Μεγάλη Παρασκευή. Αλλά ιδιαίτερα η πολιτική άποψη αυτό ήταν ασυγχώρητο
έγκλημα. Σκεφτείτε δε ποια ψυχολογική επιρροή άσκησε στο φρόνημα του
πεινασμένου και ταλαιπωρημένου
στρατεύματος που αντιθέτως με ευσέβεια τήρησε τη νηστεία και τις παραδόσεις
του.»
4) Επίσης υπήρχαν βασικές ελλείψεις στον εξοπλισμό του στρατού
«Στρατώνες δεν υπήρχαν, από τους οπλίτες δε οι περισσότεροι διέμεναν κατ’
οίκον, μερικοί δε διανυκτέρευαν στα παντοπωλεία και στα καπηλεία της πόλης ή
στην ύπαιθρο με ζωηρές διαμαρτυρίες για την κατάσταση αυτή.»
«Ήμουν έτοιμος για όλα, γράφει ο
Δημητρακόπουλος, όταν άκουσε τη φωνή του λοχαγού μου βαριά – «δοκίμασε το
παγούρι δεκανέα! Κοίταξε μήπως τρέχει!» Δεν είχα φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να
μοιραστούν παγούρια τελείως άχρηστα, αλλά όταν συμπλήρωσα αυτό με νερό από την
παρακείμενη βρύση, παρατήρησα με έκπληξη ότι έτρεχε από παντού. Κανείς δεν είχε
λάβει χλαίνη, πανωφόρια, δε ποδήρη και ράσα και άλλα ρούχα εγχώριας, κατασκευής, που αναπλήρωναν σύμφωνα με υπουργική άδεια την έλλειψη του μανδύα,
παρίσταναν ποικίλο το ντύσιμο των αντρών και αφαιρούσαν μεγάλο μέρος της
στρατιωτικής σοβαρότητας. Κλινοσκεπάσματα δεν είχαν ακόμα δοθεί, αυτά
μοιράστηκαν αργότερα στο ατμόπλοιο. Έλειψε δε τελείως εκτός από την πλήρη
στρατιωτική πανοπλία και αυτός ο σάκος οπότε οι άνδρες τα μεν λίγα ρούχα που
είχαν μαζί τους φύλαγαν στην ιματιοδόχη, για τα φυσίγγια δε σχεδόν όλοι είχαν
με προσωπική τους δαπάνη δερμάτινες θήκες που περιέβαλαν διαγώνια τον κορμό του
σώματος.
5)Ελλιπής σίτιση
«Ουδέποτε παρεσκευάσθη συσσίτιο και
ψωμί σπανιότατα μοιράσθηκε. Πολλοί των χωρικών, ιδίως εφέδρων, αφού εξάντλησαν
τα μικρά τους εφόδια, αισθάνθηκαν στο εξής τα τσιμπήματα της πείνας, την οποία
καθιστούσεν ακόμα περισσότερο οδυνηρή το γεγονός ότι περνούσαν τις μεγάλες
μέρες της Ανάστασης του Σωτήρος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες υπήρξαν κάποιοι
από τους ποιο τολμηρούς οι οποίοι αφού
έφαγαν στο Πανδοχείο, έφυγαν παραπέμποντας τον ξενοδόχο στο Βασιλιά για την
πληρωμή του αντίτιμου.» (στο Δομοκό)
«Περιμέναμε εν τούτοις από ώρα σε ώρα
να μας σταλεί νωπό ψωμί ή διπυρίτης από το Δομοκό. Αλλά πέρασε το μεσημέρι, ο
μεταγωγικός ουλαμός δεν είχε ακόμα φανεί και την πείνα των στρατιωτών μεγάλωνε
η συνειδητοποίηση της έλλειψης τροφής, οδυνηρή δε την καθιστούσε η ραγδαία
βροχή που άρχισε να πέφτει την ώρα εκείνη»
«Έτσι υπήρξαν τάγματα, λέει ο
συγγραφέας, κάνοντας μια γενικότερη αποτίμηση
- στα οποία μέχρι την λήξη της επιστράτευσης, δεν προσφέρθηκε συσσίτιο,
οι δε άνδρες και καθ’ όλο το πολύ μικρό διάστημα μετά την ανακωχή έπαιρναν σε
χρήματα το στρατιωτικό μισθωτήριο και μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες έφτιαχναν το
φαγητό τους εδώ και εκεί στο στρατόπεδο σαν τους τσιγγάνους.»
6) Δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης και δυσμενείς καιρικές συνθήκες
«Οι στρατιώτες διαιρεμένοι σε ομάδες
έστηναν πρόχειρες καλύβες χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό, λόγω της έλλειψης
κλαδιών δέντρων, πασσάλους από τους ξερότοιχους των κήπων και απ’ οτιδήποτε
ξερό χόρτο που αφαιρούνταν από την στέγη των κοτετσών του χωριού. Κάτω από αυτά
διανυκτέρευαν ομαδικά, ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταίνονται περισσότερο
και να μοιράζονται τα κλινοσκεπάσματα. Αλλά οι καλύβες δεν μπορούσαν καθόλου να
αντισταθούν στην βροχή, όσες φορές αυτή ήταν δυνατή. Περισσότερο δε από μια
φορά συνέβη η βροχή να επαναφέρει στο πίσω μέρος ότι συγχρόνως από μπροστά
συγκρατούσε η αναμμένη φωτιά».
7) Ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής.
Οι στερήσεις και οι κακουχίες όμως
ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την σοβαρή πληγή της ψείρας. Στο Δομοκό έκανε
αυτή την πρώτη της εμφάνιση στο τάγμα μας, αλλά στους Βελησσιώτες έγινε η πιο
αφόρητη πληγή εναντίον της οποίας κάθε προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη.
Κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο κάποιο σκεύασμα από υδράργυρο με το οποίο πολλοί άλειβαν
το σώμα τους. Αλλά ο φόβος της δηλητηρίασης του σώματος από αυτή τη μέθοδο δεν
ήταν τελείως ανύπαρκτος. Δραστικότερο φάρμακο αποδείχθηκε το να σκοτώνουν τις
ψείρες, πράγμα που σιγά σιγά συνήθισαν όλοι αξιωματικοί και οπλίτες. Όσον αφορά
την καταδίωξη αυτή, ένας απόστρατος αξιωματικός συμβούλεψε την χρήση καθαρού
μαντηλιού το οποίο τοποθετώντας στον λαιμό, προσέλκυε τα ενοχλητικά ζωύφια.
Ήταν το λεγόμενο «παραγάδι των ψειρών» που επινοήθηκε από την συνήθεια που
έχουν αυτές να προτιμούνε τα καθαρά ρούχα.
«Στις αρχές Ιουνίου ανακαλύφθηκε ότι
ολόκληρη η οικογένεια του πρόσφυγα Παρμ. Γελουμένου, που προσβλήθηκε από
ευλογιά, είχε καταφύγει στη θέση «Σπηλιάς βράχος» πάνω από το χωριό Κωσταλέξη.
Ο γιατρός του τάγματος, αφού πήγε και εξέτασε επί τόπου τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της νόσου,
συνέστησε την απομόνωση της οικογένειας και την λήψη αυστηρών υγειονομικών
μέτρων, τα οποία μπήκαν όλα σε εφαρμογή. Φρουρά στρατιωτική μιας ολόκληρης
ενωματίας υπό ένα λοχία φύλακα καθημερινά φύλαγε τις διάφορες διόδους και έκανε
αδύνατη την επικοινωνία της δύστυχης οικογένειας, εφ’ όσον υπήρχε κίνδυνος να
προσβληθεί το στρατόπεδο από την επάρατη νόσο. Τροφή έδινε σε αυτή το δικό μας
τάγμα κατά διαταγή του υπουργείου, ένας δε στρατιώτης, ο οποίος άλλοτε είχε
προσβληθεί από την ασθένεια αυτή έφερνε καθημερινά τα τρόφιμα και το νερό στους
πάσχοντας, ενώ οι γιατροί του τάγματος τους παρείχαν τη φιλάνθρωπη συνδρομή της
επιστήμης τους. Ήταν ο μόνος του οποίου τη διάβαση είχαν διαταγή να επιτρέψουν
οι σκοποί!
8) Η πτοημένη ψυχολογία του στρατού – έλλειψη ψυχραιμίας
«Η ψυχολογική κατάσταση έκρυθμη και η
ταραγμένη φαντασία ήταν πρόσφορες στο να δημιουργούνται κάθε είδους φαντασιώσεις
που εύκολα έδιναν σάρκα και οστά σε σκιές και από ελάχιστη αφορμή εύρισκαν
φαντάσματα εχθρικής καταδίωξης. Οι ξηρολιθιές των κήπων εθεωρούντο φάλαγγες
τούρκικου στρατού, τα κοπάδια των βοδιών εχθρικές στρατιές και κάθε σχέδών θέση
υποψιάζονταν ότι υπόκειτο σε κίνδυνο κύκλωσης. Τέτοιες κωμικές εκδηλώσεις της
επικρατούσας ψυχολογικής υπερευαισθησίας θα διαπιστώσουμε και σε άλλα επεισόδια
που προέκυψαν από την ίδια αιτία.
«Ξαφνικά γύρω στις δέκα τη νύχτα, ενώ
έμενα μαζεμένος κοντά στους σκοπούς φορώντας κλινοσκεπάσματα σαν μανδύα μέσα
στο όρυγμα του προχώματος, ο σκοπός Κρανάκης φώναξε με τόνο μυστήριο και ανήσυχο:
Κυρ δεκανέα! κυρ δεκανέα! Για έλα εδώ κάτι συμβαίνει. Έβγαλα γρήγορα το σεντόνι
και κατευθύνθηκα προς τον σκοπό.
- Να, μου λέει, στο δρόμο είδα ένα
φως, δηλαδή φωτίζεται όλος. Δεν καταλαβαίνω τι είναι εκεί, μάλιστα στην άκρη
κάτι είναι, φαίνεται ένας καβαλάρης που στέκει. Βλέπετε;
Έβλεπα ότι μου έλεγε ο σκοπός αλλά
τίποτα περισσότερο δεν μπορούσα να καταλάβω. Περίμενα εκεί για αρκετή ώρα αλλά
δεν παρατήρησα κάποια κίνηση και πήγα πάλι στην προηγούμενη θέση μου. Δεν είχε
περάσει μισή ώρα κι ο φρουρός πάλι με κάλεσε και μου ανακοίνωσε ότι ο δρόμος
πάλι φωτίστηκε! Και τρίτη φορά επαναλήφθηκε το πείραμα από το διάδοχο σκοπό,
ούτως ώστε περάσαμε όλη τη νύχτα κάτω από τέτοιες περίπου συνθήκες. Γύρω στις
τέσσερις το πρωί σταγόνες βροχής έκαναν την πρώτη επίσκεψη στα σεντόνια μας. Θα
εκπλαγεί σίγουρα ο αναγνώστης μαθαίνοντας ότι η ταινία που τη νύχτα φάνηκε υπό τόσο
μυστηριώδη τρόπο σαν οδός Φαρσάλου, ήταν απλά μια καπνοδόχος στους πρόποδες του
λόφου ενός σπιτιού. Κάποια κηλίδα δε σ’ αυτή είχε θεωρηθεί από το σκοπό ως
ακίνητος ιππέας. Την επομένη άλλη είδηση έφτασε για να επισφραγίσει τη φοβερή
κωμωδία που ζούσαμε. Τηλεγράφημα του 5ου Συντάγματος από το αρχηγείο,
που διαβιβάστηκε δια μέσο του δικού μας διοικητή, γνωστοποιούσε προς την Α.Υ
ότι τα τούρκικα στρατεύματα που κατευθύνονταν προς Καρδίτσα, για τα οποία
ειδοποιήθηκαν την προηγούμενη ημέρα και στα οποία οφείλονταν η κωμικοτραγική
ολονυχτία, ήταν αθωότατα βόδια. Και ο συγγραφέας αναφωνεί : «όπου το
απροσδόκητο ενούται προς το γελοίο»
9) Πανικός
Η επομένη 25 Απριλίου είχε και αυτή
τις εκπλήξεις της και τις κωμικές σκηνές που σε τίποτα δεν υστερούσαν από αυτές
της προηγούμενης ημέρας. Ήταν περίπου μεσημέρι οι αξιωματικοί αφού γευμάτισαν
νωρίς αναπαύονταν μέσα στο φυλάκιο, εγώ δε έβλεπα ένα στρατιώτη της διμοιρίας
μου να αφαιρεί τα φτερά μιας κότας σφαγμένης και προορισμένης να τονώσει τις
από τον πυρετό κλονισμένες δυνάμεις μου. Ξαφνικά ο ίδιος υποδεκανέας Δ. Γαλένης,
ο ακούσιος ίσως ήρωας της χθεσινής καθόδου, ξεπροβάλλει έντρομος και με κομμένη
την ανάσα – Τούρκοι, Τούρκοι, μου λέει και τρέχει προς το φυλάκιο. – Μωρέ,
στάσου, χριστιανέ! Πού είναι; Πού πας; - Πάω να πάρω το όπλο μου! Και δείχνει
προς την πόλη,, δε βλέπεις εκεί τι γίνεται! Σήμανε γενική συγκέντρωση! Η πόλη
είναι ανάστατη. Οι Τούρκοι έρχονται από κει, από τον Αλμυρό!
Όντως κυκλοφόρησε είδηση ότι ο εχθρός
κατέλαβε τον Αλμυρό, εξακολούθησε την καταδίωξη από την δεξιά πτέρυγα και με
πολυάριθμο τμήμα απειλούσε να κυκλώσει τα δικά μας στρατεύματα. Ύστερα από
πολλές ημέρες έμαθα την αθώα αιτία όλης αυτής της παραζάλης και του πανικού.
Κάποιος στρατιώτης του πρώτου
Συντάγματος ονόματι Ματζώρος, παρατήρησε σε μαγάλη απόσταση μεγάλο κοπάδι
βοδιών που συνόδευαν το στράτευμα που εγκατέλειπε την πόλη και το θεώρησε ως
τούρκικο στρατό που επιτίθεται και ακαριαία ανακοίνωσε την είδηση στους
συναδέλφους του.
10) Αταξία και στην υποχώρηση
Γενικά (η έλλειψη ενέργειας,
ενότητας, διαταγών και ψυχραιμίας κάθε αξιωματικού ή οπλίτη, η παντελής άγνοια
του εδάφους) χαρακτήρισαν τις υπαναχωρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων και
επέφεραν την σύγχυση και την αταξία. Ένας αξιωματικός έδινε παράγγελμα «επί
τροχάδην», ενώ άλλος δεκανέας «σημειωτόν». Η αποσύνθεση είχε συντελεστή με
αποτέλεσμα λόχοι να περιπλανώνται ερήμην, άλλοι να τρέπονται σε φυγή και άλλοι
με περίσσια καθυστέρηση να δηλώνουν επανακατάταξη. Γύρω στις 4 το πρωί της 12ης
Μαίου αναχωρήσαμε με το λόχο μου από το χωριό Κομποτάδες και ενώ οδεύαμε προς
Θερμοπύλες, λάβαμε διαταγή να καταλάβουμε για επισταθμία το χωριό Κωσταλέξι.
Το Κωσταλέξι πήρε το όνομα του
σύμφωνα με τον θρύλο ως εξής : Στη θέση Πλακοπαναγιά, ένα περίπου χιλιόμετρο
βορειοανατολικά του Κωσταλέξι υπήρχε κάποτε άλλο χωριό, του οποίου η παράδοση
δε διέσωσε το όνομα. Κατά την εβδομάδα των παθών του Σωτήρος, ο ιερέας του
χωριού οδήγησε την θυγατέρα του στην εκκλησία για να κοινωνήσει των αχράντων
μυστηρίων. Αλλά η θέα της κοπέλας που ήταν πανέμορφη και περιβεβλημένη το
εορτάσιμο φόρεμα της, έβαλε το γέρο πατέρα της σε χυδαίο πειρασμό και ο
λειτουργός του Υψίστου, αφού αθέτησε στο σύνολο τους τις εντολές του
δωδεκάλογου, έπεσε σε ανοσιούργημα που εξύβριζε την ιερότητα των δεσμών του
αίματος. Το στυγερό έγκλημα τιμωρήθηκε τάχιστα και το χωριό καταστράφηκε
ολόκληρο αφού εξαφανίστηκε κάτω από τους υπερμεγέθους όγκους βράχου που
αποσπάστηκε από το υπέρ κείμενο όρος. Από την καταστροφή αυτή δυο μόνο κάτοικοι
σώθηκαν, εκ των οποίων ο ένας ονομάζονταν Κώστας και ο άλλος Αλέξης. Αυτοί οι
δύο έγιναν οικιστές του νέου χωριού κι από αυτούς το χωριό ονομάστηκε
Κωσταλέξι.
Αμέσως μετά την υποχώρηση των
ελληνικών στρατευμάτων από τα Φάρσαλα, εγκαταλείφθηκε το χωριό αυτό από τους
κατοίκους, όταν δε πήγαμε εκεί, το βρήκαμε έρημο. Αλλά παρά τα συναισθήματα της
θλίψης και της μελαγχολίας τα οποία ενέπνεε στον στρατιώτη η θέα του
ερειπωμένου χωριού, δεν άργησε να ακολουθήσει καθολική διαταγή από τους
στρατιώτες. Οι κότες η μια μετά την άλλη αρπάχτηκαν, τα γουρούνια σφάχτηκαν,
ακόμα και οι πόρτες των σπιτιών παραβιάστηκαν, κρασί, ούζο, όσπρια, καπνός,
λάδι και άλλα είδη τροφίμων λεηλατήθηκαν από τους στρατιώτες υπό την αδιαφορία
και την ανοχή των αξιωματικών. Οι ατυχείς κάτοικοι θέλοντας να αποφύγουν την
φωτιά και το σίδερο του Τούρκου, ουδέποτε βέβαια πίστευαν ότι ο ελληνικός
στρατός θα προλάβαινε εν μέρει το έργο των ορδών του Χαμίτ»
11) Μέθοδος «εξάτμισης»!
Άλλοι ανάμεσα στους οποίους και
δικηγόροι, ηπιότεροι στις απαιτήσεις αλλά στον ίδιο πάντα σκοπό αποβλέποντες
αποσπάστηκαν για ανύπαρκτη γραφική υπηρεσία στο γραφείο του Υπουργείου των
στρατιωτικών, άλλοι στο Αρχηγείο ή στο Στρατοδικείο και τα γραφεία, τα οποία
παραγέμιζαν έφεδρους και μεταβλήθηκαν σε ταξιαρχίες. Τέλος δυο έφεδροι δεκανείς
κατόρθωσαν και με τηλεφωνική εντολή του υπουργού των στρατιωτικών, αποσπάστηκαν
στο 13ο ευζωνικό τάγμα, παραμένοντας δε εκεί έγινε αυτό τι τάγμα το
κοινό δοχείο, στο οποίο συνέρρεαν αποσπασμένοι ή προσκολλημένοι όσοι με
οποιοδήποτε πρόσχημα παρέμεναν μακριά από το στρατόπεδο. Για το λόγω αυτό έφτασε
η δύναμη αυτού σε πολλές χιλιάδες άντρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ούτε τα
ρούχα του στρατιώτη φόρεσαν. Ανεξάρτητα από τις μεθόδους αυτές που παρέλυσαν το
στράτευμα και στο ίδιο το τάγμα δημιουργήθηκε πηγή από την οποία διέρρεαν σε
απραξία οι στρατιωτικές δυνάμεις του τόπου. Γραφείς στο τάγμα, γραφείς στους
λόχους, υπηρέτες αξιωματικών, γραφείς και υπηρέτες στην διαχείριση, οδηγοί
μουλαριών και άλλοι απασχολούμενοι σε άλλες υπηρεσίες, αποτελούσαν σώμα του
οποίου το μισό αν όχι το 1/3 μπορούσε να
είναι αρκετό για την εκτέλεση των υπηρεσιών. Και υπήρχε πολύς συνωστισμός και προθυμία
μέχρι εξευτελισμού για την ανάληψη αυτής της αρμοδιότητας. Έτσι η θέση του
οδηγού πουλαριών είχε γίνει ξαφνικά περιζήτητη και με έρωτα ατένιζαν προς αυτή
άνθρωποι κάθε άλλο κατάλληλοι για την υπηρεσία αυτή. Και στον αγώνα της
κατάληψης των θέσεων αυτών πρωτοστατούσαν δυστυχώς οι αστοί, οι ανεπτυγμένοι
κάποιες φορές και επιστήμονες προς αποφυγή των πρακτικών βαρών. Μετά την
υπογραφή της ανακωχής άρχισαν να χορηγούνται στους έφεδρους άδειες σύμφωνα με
υπουργική διαταγή. Το μέτρο πήρε ραγδαία έκταση. Είχαν τότε ιδρυθεί στην Αθήνα
πρακτορεία προμήθειας αδειών, χρηματικό σε αντάλλαγμα που ποίκιλε στο μέγεθος
ανάλογα με τις περιστάσεις ή με κομματικό αντιστάθμισμα, μπορούσε χωρίς κόπο να
εφοδιάσει τον καθένα με φύλλο άδειας ή διαφορετικά να εξασφαλίσει σε αυτόν τη
μακρά παραμονή του εκτός του στρατοπέδου με κάποια από τις γνωστές μεθόδους που
είχαν αναγάγει σε σύστημα οι εδώ στρατιωτικές αρχές και οι διευθυντές των
διαφόρων πρακτορείων. Η ευκολία και η επιπολαιότητα αν μη τι άλλο, με την οποία
εχορηγούντο οι παρατάσεις έδωσε τροφή στις παρατάσεις των αδειών, οι
προμηθευτές κατέλυσαν τους διαδρόμους και τους προθάλαμους του υπουργείου, το
οποίο αναγκάστηκε να απαγορεύσει αυστηρά την προς αυτό υποβολή αιτήσεων! Το
ευκολότερο μέσο της παράτασης των αδειών ήταν η λεγόμενη μέθοδος του ιατρού.
Αφενός μεν αυτή η τακτική, αφετέρου
δε η ανυπομονησία της απόλυσης, ανάγκασε πολλούς από τους εφέδρους, επειδή δεν
μπορούσαν διαφορετικά να πάρουν άδεια, να εγκαταλείψουν αυθαίρετα τις τάξεις
τους και να κηρρύσονται λιποτάκτες. Έτσι οι λιποταξίες που έγιναν μετά την
ανακωχή και μετά την έναρξη της παροχής των αδειών, ανήλθαν περίπου σε 10.000.
Μπροστά σε τέτοια παραλυσία και αποσύνθεση, όσοι επέστρεφαν στις τάξεις τους
μετά από ολιγοήμερη υπέρβαση της αδειάς τους, θεωρούντο ήρωες του καθήκοντος
και ουδόλως ετιμωρούντο!
Η ισχύς του βασιλικού διατάγματος με
το οποίο παρέμεναν οι φρουροί του στρατού, είχε μια ευτυχή εξαίρεση. Απολλύοντο
μόνο όσοι είχαν 4 παιδιά, εκ των οποίων το ένα απόκτησαν κατά τη διάρκεια της
επιστράτευσης. Τότε ανταλλάσσονταν διάλογοι πλήρεις ευτράπελης ευθυμίας από
τους οποίους ένας απόμεινε εντονότερα στη μνήμη μου. – Αχ, ρε παιδιά! Έλεγε με
θαυμαστό θεατρικό τρόπο, ο Κοκολέκης, χτίστης κλιβάνων αλλά εφιέστατος
στρατιώτης του 4ου λόχου. Δεν ξέρετε τι έπαθα! Έλαβα γράμμα από την
γυναίκα μου και μου γράφει ότι είναι τριών μηνών.
– Άι, κι έπειτα,, ρωτάει συνάδελφος του
απορώντας, κακό είν’ αυτό;
- κακό λέει; Αμ’ εγώ λείπω πέντε από
το χωρίο μου!
Το άγγελμα της απόλυσης ενόψει της
επικείμενης ειρήνης έφθασε στους λόχους την 27 Αυγούστου. Παρατηρήθηκε
πανδαιμόνιο κίνησης σε όλες τις κατευθύνσεις και τους δρόμους του μικρού
χωριού, εκδήλωσεις χαρά και ανακούφισης. Έβλεπες μέσα στην ατμόσφαιρα έκρηξη.
Τα κυλικεία του στρατοπέδου πολιορκήθηκαν, ακολούθησαν άφθονες σπονδές και οι
φιάλες οινοπνευματωδών ποτών άδειαζαν στην στιγμή.
«Το δειλινό της 28ης
Αυγούστου, αναχώρησε στην Λαμία όπου διανυκτέρευσε και το πρωί της επομένης
κατέβηκα στην Αγία Μαρίνα, όπου επιβιβάστηκα στην «Μικρή Ζατούνα» του
Παντολέοντος που θα απέπλεε για Πειραιά εκείνο το βράδυ.
Έκλεινε πια η σπουδαία αυτή παρένθεση
της ζωής μου και ενώ έπλεα επιστρέφοντας στην ιδιωτική μου ζωή, οι σκέψεις ις
οποίες δεν μπορεί κανείς να αποφύγει σε τέτοιες περιστάσεις κυρίευσαν τον νου
μου. Αναμέτρησα με ένα βλέμμα ολόκληρη την τραγική κωμωδία και ως προς την
πλοκή και ως προς την λύση της.
Θυμήθηκα την παραμονή της έκρηξης του
πολέμου και αγνοώ ποια συναισθήματα γέμισαν την ψυχή μου. Αναπόλησα τον άγιο
υπέρ του πολέμου ενθουσιασμό του έθνους, τις πλήρεις πατριωτισμού διακηρύξεις
των διαφόρων σωματείων, τα πρώτα ψηφίσματα των επαρχιακών συλλαλητηρίων, τα
ενθουσιώδη κηρύγματα της εθνικής εταιρείας, τις πρόθυμες θυσίες σε αίμα και
χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού ακόμα
και των αλλοδαπών.
Τα προς τον βασιλιά μας συγχαρητήρια
τηλεγραφήματα των διαφόρων ηγεμονικών υψηλοτήτων, την ελπιδοφόρο φωνή του Αθηναϊκού
τύπου, τις πολεμικές ιαχές της βουλής και των οδών της πρωτεύουσας και του
βασιλιά τις γεμάτες φιλόπατρι θάρρος δηλώσεις προς τους υπερευαίσθητους
υπηκόους».
«Πώς επέπρωτο να διευθυνθή το πυρ
εκείνο και πού είμαρτο να καταλήξη! Σώοι ήδη το σώμα αλλ’ ηκρωτηριασμένοι το
ήθος και το φρόνημα, συντετριμμένοι την ψυχήν και τεταπεινομένοι την εθνικήν
φιλοτιμίαν, σπάταλοι κληρονόμοι βαρυτίμου πατρικής δόξης, κατελείπομεν τας
ορδάς του Χαμίτ εν Φθιώτιδι και επανερχόμεθα ίνα συνεχίσωμεν εργασίας
καταστραφείσας και ανεγείρωμεν ηρειπωμένα ιδιωτικά συμφέροντα. Εις την
καταστροφήν του πολίτου είχεν ήδη επακολουθήσει του ατόμου η πανωλεθρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου