Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΤΟ
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Γιώργος Αμπατζής
«Αντί πολέμου ειρήνην ελώμεθα»
(Θουκ. Βιβλ. Δ΄κεφ. 20)
(Ας προτιμήσουμε την ειρήνη αντί του πολέμου )
«Όλβιος οστις της ιστορίης έσχε μάθησιν,
μήτε πολιτών επί πημοσύνην
μητ’εις αδίκους πράξεις ορμών»
(Ευριπίδης, αποσπ. 910)
(Ευτυχής είναι εκείνος που διδάχθηκε πώς να ερευνά την ιστορία,
χωρίς να επιδιώκει τη συμφορά των συμπολιτών του και χωρίς να επιδίδεται σε
άδικες πράξεις)
Ι. Εισαγωγή
Ο σκοπός αυτής της εργασίας δεν είναι η ανάλυση του ιστορικού έργου του
Θουκυδίδη, ο οποίος ασχολήθηκε με την περιγραφή των γεγονότων του
Πελοποννησιακού πολέμου ούτε η αξιολόγηση της επιστημονικής αξίας αυτού του
έργου. Ήδη πολλοί και άξιοι ιστορικοί επιστήμονες και αναλυτές των διεθνών
σχέσεων έχουν διερευνήσει αυτά τα ζητήματα από την εποχή του Διονύσιου του
Αλικαρνασσέως (1 ος αιώνας π.Χ.) έως και τις ημέρες μας. Ο σκοπός της μελέτης μας
επικεντρώνεται στο ερώτημα αν μέσα από τις περιγραφές των πολεμικών
συγκρούσεων τις οποίες μας έχει παραδώσει ο Θουκυδίδης μπορεί να αντληθεί
κάποιο συμπέρασμα για την μελλοντική πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας σε σχέση
με τον πόλεμο. Είναι η αδυσώπητη μοίρα της ανθρωπότητας να πορεύεται διαρκώς
μέσα σε πολεμικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις ή διαγράφεται κάποια ελπίδα
αυτές να ξεπεραστούν και να επικρατήσει η ειρήνη ανάμεσα στις διάφορες
κοινωνικές ομάδες, κράτη η έθνη; Και επίσης αν μπορεί να αντληθεί κάποιο μήνυμα
από το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη ως προς το ζήτημα αυτό. Παίρνει ο συγγραφέας
κάποια θέση ή αρκείται απλά στην παράθεση των ιστορικών γεγονότων που
εξελίχθηκαν κατά τον πόλεμο αυτό με το βλέμμα του αντικειμενικού μεν, αλλά
ψυχρού παρατηρητή;
Για να δοθεί απάντηση στα πάρα πάνω ερωτήματα που να έχει πειστικότητα
πιστεύουμε ότι πρέπει να διερευνηθούν τα ακόλουθα θεμελιώδη ζητήματα: 1)Ποιο
είναι το κίνητρο που ώθησε τον συγγραφέα να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της
ζωής του στην εξιστόρηση των πολεμικών αυτών συγκρούσεων; 2) Ποια αξία μπορεί
να έχουν για τη διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων στην σημερινή εποχή οι
αναλύσεις που έκανε και οι οποίες αφορούσαν γεγονότα που συνέβησαν πριν από
2.500 περίπου χρόνια; Αν δηλαδή οι αναλύσεις αυτές έχουν κάποιο χαρακτήρα
διαχρονικότητας και επικαιρότητας. 3)Αν η μέθοδος που χρησιμοποίησε για την
παρουσίαση και την ανάλυση των γεγονότων της εποχής του έχουν κάποια
επιστημονική βάση, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί το έργο του ως έργο ιστορικής
αναλυτικής μεθόδου για την προσέγγιση και την διαπίστωση της αντικειμενικής
αλήθειας, απαλλαγμένης από μυθολογικά στοιχεία και 4) Ο βαθμός της
διεισδυτικότητας και της οξυδέρκειας του συγγραφέα στην προσπάθειά του να
2
διερευνήσει τα πραγματικά αίτια του πολέμου και να τα διαχωρίσει από τις
φαινομενικές αφορμές που επικαλούνται οι αντίπαλες δυνάμεις των εμπολέμων.
Στο πρώτο ζήτημα την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Θουκυδίδης. Συγκεκριμένα
στο βιβλίο Α΄κεφ. 22 τονίζει ότι από την ιστορία του απέκλεισε τα μυθικά στοιχεία,
πράγμα που οδηγεί στο να την καθιστά ολιγότερο ευχάριστη στον ακροατή. Κι αυτό
το έκανε διότι, με την ακριβή και αντικειμενική εξιστόρηση των γεγονότων, θέλησε
να προσφέρει ωφέλιμο έργο σε όσους επιθυμούν να έχουν ακριβή αντίληψη των
γεγονότων τόσο εκείνων τα οποία έχουν συμβεί όσο και εκείνων που θα συμβούν
κατά παρόμοιο τρόπο σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση. Και συνεχίζει ο ίδιος ότι
την ιστορία του την έγραψε, προκειμένου αυτή να αποτελέσει παντοτινό απόκτημα
και όχι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα της στιγμής. («Κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή
αγώνισμα εις το παρά χρήμα ακούειν ξύγκειται»).
ΙΙ. Θουκυδίδης- ένας επίκαιρος αναλυτής των διεθνών σχέσεων
Το να προσπαθήσει κανείς να αντλήσει μηνύματα και οδηγίες για τη
διαμόρφωση των σύγχρονων διεθνών σχέσεων από έναν ιστορικό που έζησε 2.500
χρόνια περίπου πριν από σήμερα και ανέλυσε και έγραψε την ιστορία των πολεμικών
συγκρούσεων της εποχής του, αποτελεί ένα εγχείρημα που εμπεριέχει πολλούς
κινδύνους. Και αυτό διότι είναι λογικό οι διαπιστώσεις και οι αφορισμοί του
συγγραφέα εκείνων των γεγονότων να έχουν περιορισμένη χρονική εμβέλεια, η οποία
καθορίζεται αναγκαστικά από τις εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές,
τεχνολογικές και λοιπές συνθήκες που επικρατούσαν στην εποχή του σε σύγκριση με
αυτές που ισχύουν στη σημερινή εποχή. Τα συμπεράσματα λοιπόν αυτού του
ιστορικού μπορούν να έχουν εγκυρότητα και ισχύ για όσο χρόνο διατηρούνται αυτές
οι συνθήκες και χάνουν την επικαιρότητά τους όταν οι συνθήκες αυτές
τροποποιηθούν ή εξαφανιστούν. Το εντυπωσιακό όμως στην περίπτωση του
Θουκυδίδη είναι ότι, ενώ έχουμε μία αλματώδη μεταβολή των πάρα πάνω συνθηκών
που ίσχυαν κατά την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου σε σύγκριση με αυτές
που επικρατούν στη σημερινή εποχή, ο λόγος του εξακολουθεί να έχει επικαιρότητα
και μάλιστα μία δραματικά ζέουσα επικαιρότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η
διαχρονικότητα της αξίας του έργου του Θουκυδίδη ομολογείται από το σύνολο
σχεδόν των αναλυτών των διεθνών σχέσεων. Χαρακτηριστικά έχει γραφεί ότι «…..ο
Θουκυδίδης, όπως ο ίδιος είχε προβλέψει, έγραψε όχι μόνο την ιστορία του
Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και την ιστορία των Ναπολεόντιων πολέμων, του
Α΄Παγκοσμίου πολέμου, του Β΄Παγκοσμίου πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου 1
…..». Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η κριτική θεώρηση των δύο παγκοσμίων
πολέμων του περασμένου αιώνα με βάση τον πολιτικό στοχασμό του Θουκυδίδη μας
κάνει ολοφάνερη την ομοιότητά τους με τον Πελοποννησιακό, επειδή το κυρίαρχο
πνεύμα που διαποτίζει και τους τρεις είναι το πνεύμα της κατακτητικής πολιτικής,
δηλαδή της ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης. Επίσης αναλυτές και φιλόλογοι διεθνούς
κύρους, όπως η Jacquelin de Romilly και ο Peter Zagorin επισημαίνουν ότι η
αναλλοίωτη διαχρονική αξία του έργου του Θουκυδίδη οφείλεται σε συγκεκριμένες
επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού
επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες και την αλήθεια 2 . Αλλά και ο Βύρων
1 Αθ.Πλατιάς « Διεθνείς σχέσεις και στρατηγικές στον Θουκυδίδη» εκδ. Εστία, στ΄εκδοση, σελ. 16, ο
οποίος παραπέμπει σχετικά στον Louis J.Halle
2 Παν. Ήφαιστος «Θουκυδίδης και σύγχρονες διεθνείς σχέσεις» σε Ιστοσελίδα «Εκηβόλος», όπου και
οι σχετικές παραπομπές
3
Θεοδωρόπουλος, ένας από τους πλέον έμπειρους Έλληνες διπλωμάτες, χαρακτηρίζει
τον Θουκυδίδη ως τον πρώτο ιστορικό, με την σημερινή έννοια της λέξης. Ένας
σύγχρονος λοιπόν διπλωμάτης που θα διαβάσει το έργο του θα ανακαλύψει αλήθειες
και σοφίες οι οποίες αν και έχουν διατυπωθεί τον 5 ο αιώνα π.Χ., εξακολουθούν να
έχουν 2.400 χρόνια αργότερα μία επικαιρότητα που συναρπάζει και ένα βάθος που
προβληματίζει 3 . Και ο καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Βιέννης Albin Lesky τονίζει ότι ο Θουκυδίδης μας δείχνει τόσο
πολύ το αντίθετο της μεροληπτικής ιστοριογραφίας, ώστε για όλες τις εποχές μας
έδωσε το μέτρο να τον συγκρίνουμε με αυτόν 4 .
Οι διεθνείς αναλυτές τονίζουν ότι η μελέτη των έργων του Θουκυδίδη μας
παρέχει τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να αναλύσουμε σε βάθος και με
νηφαλιότητα την διεθνή πολιτική. Ο Θουκυδίδης μας βοηθάει να κατανοήσουμε την
λογική της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών στο διεθνές σύστημα και κυρίως
τη λογική του πολέμου και της ειρήνης. Αναμφίβολα μπορεί να χαρακτηρισθεί, εκτός
από μεγάλος ιστορικός, και ως ο «πατέρας» του κλάδου των διεθνών σχέσεων, όπως
τον έχει χαρακτηρίσει και ο Robert Gilpin. Ο Ηλίας Ηλιού υποστηρίζει ότι ο
Θουκυδίδης δημιούργησε πολιτική ιστορία, θεωρείται ο δημιουργός του πολιτικού
ρεαλισμού και η ιστορία που μας παρουσιάζει αντιπροσωπεύει μία από τις
τολμηρότερες κατακτήσεις της λογικής που παλεύει με το άγνωστο και το
ανακαλύπτει 5 .
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το πιο ισχυρό κράτος του πλανήτη, οι ΗΠΑ, έχει
στρέψει την προσοχή του στον Θουκυδίδη. Εδώ και μερικές δεκαετίες η ιστορία του
διδάσκεται στα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τις στρατιωτικές σχολές αυτής της
χώρας. Εξάλλου πολιτικοί του διαμετρήματος των υπουργών εξωτερικών George
Marshall και Henry Kissinger νιώθουν την ανάγκη να ανατρέξουν στον Θουκυδίδη
για να εξηγήσουν των πολιτική τους. Αλλά και αναλυτές των σύγχρονων διεθνών
σχέσεων όπως οι δομικοί πραγματιστές Kenneth Walz και Robert Gilpin, αντλούν
συμπεράσματα για τη σύγχρονη διεθνή πολιτική από το έργο του Θουκυδίδη 6 .
Από την πάρα πάνω ανάλυση καταδεικνύεται ότι ο Θουκυδίδης, ο πατέρας
αυτός του πολιτικού ρεαλισμού, διαδραματίζει έναν βασικό ρόλο στην τρέχουσα
ισορροπία των θεωριών της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Επομένως και οι αναλύσεις
του και τα μηνύματά του αποτελούν πολύτιμα διδάγματα για τις συνθήκες εκείνες
που διαμορφώνονται στη διεθνή πολιτική και οι οποίες δημιουργούν τις πολεμικές
συγκρούσεις, όπως και εκείνες που τις αποτρέπουν και οδηγούν στην ειρηνική
συμβίωση. Έτσι επαληθεύεται πλήρως ο στόχος του Θουκυδίδη, ο οποίος αναφέρεται
πάρα πάνω και εκφράζεται στο έργο του (Βιβλ. Α κεφ. 22) δηλαδή να βοηθήσει τον
πολιτικό του μέλλοντος να ασκεί σωστά το δύσκολο έργο του. Με αυτήν την έννοια
πίστευε ότι χάριζε στους πολιτικούς όλων των αιώνων ένα παντοτινής διάρκειας
χρήσιμο όργανο για την άσκηση ορθής πολιτικής, η οποία θα δημιουργήσει συνθήκες
τέτοιες που να αποτρέπουν τον πόλεμο και να στοχεύουν στην εγκαθίδρυση της
ειρήνης.
ΙΙΙ. Η μέθοδος του Θουκυδίδη
3 Βύρων Θεοδωρόπουλος «Θουκυδίδης Επίκαιρος», εκδ. Ι.Σίδερη, β΄εκδ. σελ. 12 και 16
4 Albin Lesky «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» εκδ. Αφοί Κυριακίδη, εκδ. 5 η σελ. 634.
5 Ηλία Ηλιού «Το μήνυμα του Θουκυδίδη» εκδ. Κέδρος, Β΄έκδοση, σελ. 32 και 76
6 Ευρεία ανάπτυξη αυτού του ζητήματος γίνεται από τους Αλ.Κέμο «Η επιρροή του Θουκυδίδη στον
σύγχρονο κόσμο» και Γ.Δημητράκο «Θουκυδίδης ο κορυφαίος πολιτικός στοχαστής και η διαχρονική
του επικαιρότητα» σε Ιστοσελίδα Εκηβόλος
4
Από την εισαγωγή ήδη του πρώτου βιβλίου του ο Θουκυδίδης μας
πληροφορεί ότι από τότε που εξερράγη ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε προβλέψει
ότι αυτός θα απέβαινε μεγάλος και περισσότερο αξιομνημόνευτος από κάθε
προηγούμενο πόλεμο. Και αυτό το συμπέρανε από το γεγονός ότι οι δύο αντίπαλες
δυνάμεις βρίσκονταν στην ακμή της στρατιωτικής τους δύναμης, ενώ σε αυτόν πήραν
μέρος όλοι σχεδόν οι Έλληνες τασσόμενοι είτε προς τη μία είτε προς την άλλη
πλευρά 7 . Δηλαδή για τον Θουκυδίδη ο πόλεμος αυτός ήταν ένας παγκόσμιος
πόλεμος, αφού η αρχαία Ελλάδα παρουσίαζε σε μικρογραφία έναν κόσμο πολιτικά
ανάλογο με τη νεώτερη Ευρώπη, ένας πόλεμος που κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια και
πρόσφερε ένα ιδεατό πρότυπο πολεμικής δράσης κρατών που τα συμφέροντά τους
αλληλοσυγκρούονταν και δέχονταν μόνο πρόσκαιρους διπλωματικούς συνδυασμούς 8
.
Εκείνο που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το έργο του Θουκυδίδη και που του
προσδίδει τη διαχρονική του αξία είναι η μέθοδος που ακολούθησε, προκειμένου να
διαπιστώσει την ιστορική αλήθεια. Τη μέθοδο αυτή περιγράφει ο ίδιος στο πρώτο
βιβλίο του (Κεφ. 22), όπου αναφέρει ότι έκρινε ως καθήκον του να γράψει τα
γεγονότα του πολέμου όχι παίρνοντας πληροφορίες από τον πρώτο τυχόντα ούτε
όπως αυτός τα φανταζόταν, αλλά αφού προηγουμένως τα υπέβαλε σε ακριβέστατο
έλεγχο. Αυτό ισχύει τόσο για εκείνα τα γεγονότα τα οποία από δική του αντίληψη και
ως αυτόπτης μάρτυς διαπίστωσε όσο και για όσα πληροφορήθηκε από άλλους.
Ομολογεί βέβαια ότι η εξακρίβωση της αλήθειας αυτών ήταν δύσκολο έργο, διότι οι
αυτόπτες μάρτυρες δεν εξέθεταν τα ίδια πράγματα κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά ο
καθένας τα εξιστορούσε ανάλογα με την ανάμνηση που είχε ή ακόμα και ανάλογα και
με τη συναισθηματική του στάση απέναντί τους. Και καταλήγει ο συγγραφέας με την
επισήμανση που αναφέρθηκε πάρα πάνω ότι ο αποκλεισμός του μυθώδους στοιχείου
από την αφήγησή του στόχευε στο να αφήσει στις μελλοντικές γενιές μία ωφέλιμη
παντοτινή παρακαταθήκη. Από το απόσπασμα αυτό αναδεικνύεται όχι μόνο ο
προσεκτικός ανιχνευτής της ροής των συγκεκριμένων γεγονότων, αλλά και ο
ιστοριογράφος που θέλει να μεταδώσει πολιτικές γνώσεις μόνιμης αξίας. Ο
Θουκυδίδης δεν σκέφτηκε ούτε να προσφέρει στους αναγνώστες του ασφάλεια σε
πολιτικές προγνώσεις ούτε να τους εφοδιάσει με ένα συνταγολόγιο, σύμφωνα με το
οποίο θα μπορούσαν να αποφασίζουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μέσα από την
ερευνητική του εργασία του αποκαλύφθηκε, όπως παρατηρεί ο Albin Lesky, η
κατανόηση ορισμένων νομοτελειών και δυνάμεων, τις οποίες το ερευνητικό μάτι
μπορεί να αναγνωρίσει πάντα στο βάθος των συχνά περίπλοκων και πολύμορφων
γεγονότων. Έτσι, αν τα γεγονότα εμφανίζονται στον επιφανειακό παρατηρητή
μπερδεμένα και η κάθε συγκεκριμένη κατάσταση είναι κάτι σχεδόν ανεπανάληπτο,
ωστόσο ο έμπειρος άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει μέσα σε αυτήν την κατάσταση
δυνάμεις που έχουν τα στοιχεία της μονιμότητας. Όποιος κατέχει τέτοιου είδους
γνώση έχει αποκτήσει και την ικανότητα σε κάθε μελλοντική περίπτωση να
διαφωτίζει συγκεκριμένες καταστάσεις, να εννοεί τα βασικά χαρακτηριστικά του
παιχνιδιού των δυνάμεων και από εκεί και πέρα, προβλέποντας το μέλλον, να παίρνει
τις αποφάσεις του.
Αυτή ακριβώς η γνώση, δηλαδή η γνώση της νομοτελειακής εξέλιξης των γεγονότων
της ιστορίας, αποτελεί και την πολύτιμη συνεισφορά του Θουκυδίδη. Αυτό είναι ένα
μήνυμα που απευθύνεται σε εκείνους που θέλουν να αποκτήσουν ξεκάθαρη
κατανόηση των γεγονότων που έγιναν ήδη και αυτών που πρόκειται να συμβούν και
7 Θουκ. Βιβλ. Α΄ κεφ. 23
8 Α.Κ.Καραδημητρίου Με αφετηρία την «Αρχαιολογία» του Θουκυδίδη στο κεφάλαιο «Ο Θουκυδίδης
και η ανθρώπινη φύση» εκδ. Κυρομάνος 2008
5
πάλι είτε ως επανάληψη των προηγουμένων είτε ως παρόμοια εξέλιξη αυτών. Γίνεται
έτσι ο ιστοριογράφος που θέλει να μεταδώσει πολιτιστικές γνώσεις μόνιμης αξίας και
αυτό το κατορθώνει τηρώντας μία αυστηρά επιστημονική στάση την οποία διακρίνει
η προσήλωση προς το αντικείμενο της έρευνάς του με τρόπο που θυμίζει την
πολυθρύλητη προσήλωση του Αρχιμήδη στους κύκλους του, αφού αναζητεί την
ανίχνευση της ιστορικής αλήθειας εξαντλώντας τα όρια της αντικειμενικότητας 9 .
Μαζί με την αντικειμενική αυτή εξιστόρηση των γεγονότων εισχωρεί και στη
βαθύτερη εξέταση αυτών, συνδέοντας με μαθηματική ακρίβεια το ατομικό προς το
καθολικό και το μερικό προς το γενικό. Ο Ηλίας Ηλιού παρατηρεί ότι 2.500 χρόνια
πριν από τον Μαρξ ο Θουκυδίδης διακρίνει τη σημασία του οικονομικού παράγοντα
στην ερμηνεία της ιστορίας, εφαρμόζοντας τη διαλεκτική μέθοδο και αναζητώντας,
αφηγούμενος τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την αλληλουχία των πραγματικών αιτίων
και των αποτελεσμάτων που αυτά επιφέρουν, χωρίς να αρκείται στην επιφανειακή
αντιμετώπιση των γεγονότων 10 . Έχει τονισθεί ότι ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε στην
υιοθέτηση των ερευνητικής του μεθόδου τόσο από τη διδασκαλία των σοφιστών όσο
και από το πνεύμα της σύγχρονής του επιστήμης και κυρίως από τον Ιπποκράτη. Ο
τελευταίος υιοθέτησε έναν καινούργιο τρόπο προβληματισμού στην αντιμετώπιση
της ασθένειας και με βάση τα φαινόμενα που παρατηρούνται στην επιφάνεια των
πραγμάτων ερευνά τις αιτίες οι οποίες δρουν στο βάθος τους. O Albin Lesky έχει
γράψει ότι, η ρήση του Αναξαγόρα «όψις αδήλων τα φαινόμενα» (από αυτά που
φαίνονται μπορούμε να δούμε αυτά που δεν φαίνονται), θα ταίριαζε να μπει σαν
προμετωπίδα στο έργο του Θουκυδίδη 11 .
Σημαντικά εξάλλου στοιχεία που δίνουν τη χροιά τους στη μέθοδο που ακολούθησε ο
Θουκυδίδης για την εξιστόρηση των γεγονότων που περιγράφει, αποτελούν η
«Αρχαιολογία», οι δημηγορίες και ο τρόπος που παρουσιάζει την αγριότητα των
πολεμικών επιχειρήσεων.
ΙV-α. Αρχαιολογία
Εκεί όπου καταδεικνύεται η εναγώνια προσπάθεια του ιστορικού αυτού ερευνητή για
την ανεύρεση της αλήθειας αλλά και η διερευνητική του ικανότητα για την ανάπλαση
των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν πριν από αυτόν και για τα οποία δεν έχει
άμεσες πηγές γνώσης, είναι το τμήμα του έργου του που περιέχεται στο πρώτο βιβλίο
του (Κεφ. 2-19), το αποκαλούμενο Αρχαιολογία. Στο τμήμα αυτό ο Θουκυδίδης
εξιστορεί τα γεγονότα που αναφέρονται σε προγενέστερες εποχές από την εμφάνιση
της Ελλάδας έως και τους Μηδικούς πολέμους. Η δυσκολία για τον Θουκυδίδη στην
περιγραφή αυτής της περιόδου είναι ότι, ενώ τα γεγονότα του Πελοποννησιακού
πολέμου εξελίσσονται στην εποχή που ο ίδιος έζησε και έγραψε, για τα γεγονότα που
περιγράφει στο κεφάλαιο αυτό δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες που να τα έζησαν
για να τα περιγράψουν. Για να αντλήσει λοιπόν τα συμπεράσματά του καταφεύγει
στις μόνες δυνατές πηγές που έχει στη διάθεσή του: Την επική ποίηση και την
παράδοση. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η κριτική ικανότητα και ο ορθολογισμός του
Θουκυδίδη, ο οποίος αφαιρεί από την επική ποίηση όλα τα στολίδια με τα οποία οι
ποιητές εκόσμησαν την πραγματικότητα και από την προφορική παράδοση όλα τα
μυθικά στοιχεία και προσπαθεί με οδηγό την ορθολογική σκέψη να ανεύρει τον
9 Albin Lesky οπ.παρ. σελ. 658-659, Π.Ξιφαράς «Θουκυδίδη Ιστορία του Πελοποννησιακού
Πολέμου» εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλου, Β΄εκδ. Εισαγωγή σελ. 21
10 Ηλίας Ηλιού οπ.παρ. σελ. 57 και 172-173
11 Albin Lesky οπ.παρ. σελ. 664
6
πυρήνα των γεγονότων, τα οποία ανασυνθέτει και διαμορφώνει έτσι μια πιθανή
απεικόνιση της κατάστασης.
Σε δύο σημεία αυτού του βιβλίου και συγκεκριμένα στα κεφάλαια 1 και 21
επισημαίνει ότι ο στόχος του είναι η αξιοποίηση των προαναφερόμενων πηγών, ώστε
να φτάσει σε πειστική απόδειξη («τεκμήριον») όπως την αποκαλεί ο ίδιος. Η έλλειψη
όμως αξιόπιστων και χειροπιαστών αποδείξεων για τα γεγονότα εκείνα δεν μπορεί να
οδηγήσει σε τέλεια βεβαιότητα ( στο «σαφές») αλλά ο στόχος πρέπει να αναζητηθεί
πιο βαθιά, ώστε να επιτευχθεί το «εύλογο» («εικός»). Το εύλογο αυτό προσδιορίζεται
με βάση την πιθανολόγηση και ανευρίσκεται σύμφωνα με τους λογικούς
συλλογισμούς της επιστημονικής ανάλυσης, έτσι ώστε να αναδειχθεί η εγγύτατη προς
την πραγματικότητα εκδοχή των γεγονότων τα οποία συνέβησαν κατά τις
παλαιότερες αυτές εποχές. Υποδειγματική στο σημείο αυτό είναι η παρουσίαση που
κάνει για τον Τρωϊκό Πόλεμο. Εδώ, χωρίς να δέχεται άκριτα τον Όμηρο σαν ιστορική
πηγή, προσπαθεί με τον αποκλεισμό όλων των καθαρά μυθικών στοιχείων των
αφηγήσεων να κερδίσει το μεγαλύτερο ποσοστό ιστορικών γνώσεων. Όπως
σημειώνει ο Lesky, ο Θουκυδίδης ως προς το ζήτημα αυτό φτάνει σε μία εξίσου
αβέβαιη περιοχή, όπως και εμείς οι σημερινοί και ο προβληματισμός του είναι και
δικός μας 12 . Είναι πολύ σημαντικό να τονισθεί ότι οι ανασκαφές που έγιναν τα
τελευταία χρόνια απέδειξαν ότι η μέθοδός του ήταν απολύτως ορθή και το κριτήριό
του αλάνθαστο, τουλάχιστον στα κεφαλαιώδη και τα γενικά ζητήματα 13 .
ΙV-β. Δημηγορίες
Θα ήταν παράλειψη αν σε μία παρουσίαση του έργου του Θουκυδίδη δεν
γινόταν αναφορά στις δημηγορίες του. Μέσα από αυτές αναδεικνύονται οι
λογοτεχνικές αρετές του έργου του τόσο ως προς τα εκφραστικά μέσα όσο και ως
προς τη δραματική σύνθεση. Όπως έχει χαρακτηριστικά γραφτεί, η όλη ιστορία του
Πελοποννησιακού πολέμου μοιάζει με τραγωδία, το κύριο πρόσωπο της οποίας είναι
η πόλη των Αθηνών που από περιπέτεια σε περιπέτεια φτάνει τελικά στην
καταστροφή. Γύρω και πάνω στο πρόσωπο της τραγικής αυτής ηρωίδας διαγράφονται
οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν την ιστορική αφήγηση. Είναι χαρακτήρες ζωντανοί,
ακριβείς και αληθινοί με κορυφαίο του δραματικού χορού τον Περικλή
συνοδευόμενο από τα πρόσωπα του Αλκιβιάδη, του Νικία, του Κλέωνα, του
Αρχίδαμου, του Σθενελαΐδα. Ελάχιστοι είναι οι δραματικοί συγγραφείς που
κατόρθωσαν να μας παρουσιάσουν χαρακτήρες με τόση πλαστική
παραστατικότητα 14 . Και είναι ακριβώς οι δημηγορίες που αναδεικνύουν τις αρετές
αυτές του συγγραφέα. Αυτές καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του έργου και ο
αριθμός τους φτάνει συνολικά τις σαράντα. Μέσα από αυτές ο συγγραφέας φέρνει
στο φως τις βαθύτερες αιτίες των γεγονότων και τα πραγματικά κίνητρα των
αντιπάλων. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης επισημαίνει ότι αυτές δεν αποτελούν μία κατά λέξη
απόδοση των όσων είπαν οι πολιτικοί ή οι πρέσβεις στην κάθε περίπτωση, αλλά ότι
τις έπλαθε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κάθε κατάστασης και όπως ταίριαζε να
μιλήσει κάθε ρήτορας, σύμφωνα με την κρίση του συγγραφέα. Οι δημηγορίες
αποτελούν τον καθρέπτη της θουκυδίδειας σκέψης για τους συσχετισμούς και τους
κανόνες που διέπουν την πορεία και την εξέλιξη της κοινωνικής συμβίωσης τόσο της
ειρηνικής όσο και των εντάσεων εκείνων που οδηγούν σε πολεμικές συγκρούσεις 15 .
12 Albin Lesky οπ.παρ. σελ. 638
13 Π. Ξιφαράς οπ.παρ. σελ. 15-16
14 Π.Ξιφαράς οπ.παρ. σελ. 22 σημ. 2
15 Α.Lesky οπ.παρ. σελ. 680
7
Όπως παρατηρεί ο Η.Ηλιού, οι λόγοι που εκφωνήθηκαν στην Σπάρτη και στην Αθήνα
πριν να αρχίσει ο πόλεμος προδιαγράφουν τον ανεπιτήδευτο κυνισμό στον οποίο
αργότερα θα περιπέσουν τόσο οι Σπαρτιάτες έφοροι όσο και οι Αθηναίοι δημαγωγοί.
Γι’αυτό το λόγο οι δημηγορίες δεν αποτελούν απλή διάνθιση του έργου του
Θουκυδίδη, αλλά συνιστούν οργανικά συστατικά στοιχεία αυτού και δείχνουν πως
λειτουργούσε η πολιτική σκέψη, αλλά και πώς στάλαζε στις ψυχές και στα πνεύματα
η ηθική φθορά που φέρνει μαζί του ο ολοκληρωτικός αυτός πόλεμος 16 .
Μία από τις σημαντικότερες αρετές των δημηγοριών είναι η άρτια διαλεκτική τους
συγκρότηση, όπου τα επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα της κάθε πλευράς
διασταυρώνονται σαν τα ξίφη δύο αντιμαχόμενων μονομάχων. Της πραγματικής
μάχης στον πόλεμο προηγείται η διαλεκτική μονομαχία στο πεδίο της νόησης, η μάχη
των εκατέρωθεν επιχειρημάτων που έχουν σαν υπόβαθρο τα αλληλοσυγκρουόμενα
συμφέροντα και βασίζονται στην πρόβλεψη των κινήσεων του αντιπάλου. Μέσα από
αυτή την αντιπαράθεση επιχειρημάτων ο συγγραφέας αποκαλύπτει τη σύνδεση των
γεγονότων προς τις γενικές και καθολικές αιτίες που τα διαμορφώνουν, με
αποτέλεσμα αυτά τα απολύτως περιορισμένα από χρονική άποψη γεγονότα, δηλαδή
τα εφήμερα γεγονότα, να αποκτούν ανώτερη σημασία, η οποία έχει διαχρονική
εμβέλεια και πανανθρώπινη αξία έτσι ώστε η έκβασή τους να μπορεί πλέον να
χρησιμοποιείται σαν πολύτιμο δίδαγμα όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των λόγων που εκφωνούν οι αντιπρόσωποι της
κάθε πλευράς στις πάρα κάτω περιπτώσεις της Μυτιλήνης, της πόλης των Πλαταιών
και των Μηλίων. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις το επιχείρημα που χρησιμοποιείται
από τους ισχυρούς έναντι των αδυνάτων είναι ότι το δίκαιο ισχύει μόνον μεταξύ των
ίσων, ενώ εκεί όπου δεν υπάρχει ισότητα ισχύος η συζήτηση για το δίκαιο ή για τη
δικαιοσύνη δεν έχει κανένα νόημα. Οι ρήτορες που εκπροσωπούν την ισχυρή πλευρά
προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ωμή συμπεριφορά τους έναντι των λιγότερο
ισχυρών αποστατών προβάλλοντας ως δίκαιο εκείνο το οποίο ταυτίζεται με το δικό
τους συμφέρον. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις η αντιπαράθεση των εκατέρωθεν
επιχειρημάτων δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα αλλά οδήγησε στην αιματηρή σφαγή
και στον εξανδραποδισμό των αδυνάτων. Στην περίπτωση της Μυτιλήνης (Βιβλ.
Γ΄Κεφ. 2-36) η Συνέλευση των Αθηνών παρασυρόμενη από την δημαγωγία του
Κλέωνα αποφασίζει να εκτελέσει όλους τους ενήλικες κατοίκους και να
υποδουλωθούν οι γυναίκες και τα παιδιά. Ο Διόδοτος προσπαθεί να αποτρέψει τους
Αθηναίους, επικαλούμενος όχι τον οίκτο ή την επιείκεια αλλά τη λογική και το
συμφέρον της Αθήνας. Μετά από μία περιπετειώδη συνεδρίαση η Συνέλευση των
Αθηνών ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή της και έτσι σώθηκε ο λαός της
Μυτιλήνης. Ήδη όμως είχαν σφαγιασθεί με βάση την πρώτη απόφαση 1000 περίπου
Μυτιληναίοι αποστάτες που είχαν μεταφερθεί στην Αθήνα. Η δεύτερη
χαρακτηριστική περίπτωση άκρατου κυνισμού και αγριότητας που περιγράφει ο
Θουκυδίδης είναι η εκτέλεση των πολιορκημένων από δυνάμεις των Λακεδαιμονίων
Πλαταιέων (Βιβλ. Γ΄Κεφ. 52-68). Οι τελευταίοι γνωρίζουν ότι θα εκτελεστούν και σε
μία συγκινητική δημηγορία τους απευθύνουν έκκληση στη λογική των
Λακεδαιμονίων, αλλά και στον σεβασμό που πρέπει να δείχνει ο αντίπαλος στου
αιχμαλώτους. Εκεί παρεμβαίνουν οι Θηβαίοι, εχθροί των Πλαταιέων από παλαιά, οι
οποίοι με ψευδοεπιχειρήματα παρακινούν τους Σπαρτιάτες να εκτελέσουν τους
αιχμαλώτους, πράγμα το οποίο και έγινε 17 .
16 Ηλίας Ηλιού οπ.παρ. σελ. 60
17 Κορνήλιος Καστοριάδης «Η ελληνική ιδιαιτερότητα» Τόμος Γ΄Θουκυδίδης-Σεμινάριο της
06/03/1985
8
Η πιο σημαντική δημηγορία είναι, κατά γενική ομολογία όλων των αναλυτών του
έργου του Θουκυδίδη, εκείνη που περιέχει το διάλογο μεταξύ των Αθηναίων και των
Μηλίων (Βιβλ. Ε΄Κεφ. 84-116). Ο διάλογος αυτός αποτελεί την επιτομή της
επιστημονικής έρευνας των διεθνών σχέσεων. Εδώ τίθενται όλα τα ζητήματα που
δημιουργούνται όταν έρχονται αντιμέτωπες η ανάγκη για εθνική ανεξαρτησία και η
αντιτιθέμενη σε αυτήν επιθυμία της υπέρτερης δύναμης να καταπνίξει την κυριαρχία
και την αυτοδιάθεση ενός λαού. Βρισκόμαστε στο έτος 416 π.Χ. όταν δηλαδή ίσχυε η
αποκαλούμενη Νικίειος Ειρήνη, οπότε η Αθηναίοι καταπλέουν με πολύ ισχυρή
στρατιωτική δύναμη στην Μήλο, η οποία αποτελείτο από 38 πλοία και 3.000 περίπου
οπλίτες και τοξότες, έχοντας σαν στόχο να εξαναγκάσουν τους Μηλίους να
εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να προσχωρήσουν στην Αθηναϊκή
Συμμαχία. Μέσα από την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων των δύο αντιμαχόμενων
πλευρών ο Θουκυδίδης μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε την αλαζονεία της
δύναμης που έδειξαν οι Αθηναίοι, αφού εγκατέλειψαν την συνετή πολιτική που είχε
υιοθετήσει ο Περικλής, ακολουθώντας πλέον συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από
επεκτατισμό, (υπερεξάπλωση) και αποτελεί κλασσικό δείγμα αμοραλισμού και
κυνισμού σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων. Οι Μήλιοι με σθένος επικαλούνται
αρχικά τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της ηθικής, υπενθυμίζοντας στους
Αθηναίους ότι η ισχύς είναι ένα αβέβαιο στοιχείο το οποίο μπορεί να ανατραπεί ανά
πάσα στιγμή, ότι η επιθετική πολιτική δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη
διεθνή ασφάλεια και ότι η συμπεριφορά που είναι εμποτισμένη με τη βία χωρίς να
συνοδεύεται από την επιείκεια θα συγκρούεται διαρκώς με μία εξίσου ισχυρή
δύναμη: Την επιθυμία των υπηκόων να απελευθερωθούν. Η απάντηση των Αθηναίων
στους πάρα πάνω ισχυρισμούς των Μηλίων αποτελεί δείγμα αδιάψευστο της ολοένα
αυξανόμενης ιμπεριαλιστικής διάθεσης της αθηναϊκής πολιτικής, η οποία όπως
προαναφέρθηκε, εγκαταλείπει πλέον τη σοφή συντηρητικότητα του πολεμικού
σχεδίου του Περικλή και χαρακτηρίζεται από την άπληστη επιθυμία για την
απόκτηση νέων κερδών. Οι Αθηναίοι απαντούν με ωμό κυνισμό, ισχυριζόμενοι ότι το
δίκαιο και η ηθική δεν έχουν καμία θέση στη διαπραγμάτευσή τους αφού τα δύο μέρη
δεν είναι ισοδύναμα. Στην περίπτωση αυτή που προαναφέρθηκε ισχύει ο κανόνας ότι
ο ισχυρός κάνει όλα όσα μπορεί και ο αδύναμος υποχωρεί και τα υπομένει. «Η
ανεξαρτησία σας, ισχυρίζονται οι Αθηναίοι, είναι χωρίς νόημα αφού αν δεν
παραδοθείτε θα σας καταστρέψουμε. Και είναι καλύτερο να είστε υπόδουλοι σε εμάς,
παρά να καταστραφείτε. Η έχθρα σας δεν μας φοβίζει και το μόνο πράγμα που
φοβόμαστε είναι μήπως διανοηθούν οι νησιώτες ότι μπορούν να είναι
ανεξάρτητοι…..». Τελικά ο διάλογος δεν κατέληξε σε συμφωνία, οι Αθηναίοι
καταλαμβάνουν το νησί, σκοτώνουν όλους τους Μηλίους, έφηβους και άνδρες,
αιχμαλωτίζουν τα γυναικόπαιδα που τα καθιστούν δούλους και στέλνουν επί τόπου
500 εποίκους, οι οποίοι κατοίκησαν πλέον στο νησί. Η τραγωδία των Μηλίων, όπως
μας την παρέδωσε ο Θουκυδίδης, έχει χαρακτηρισθεί ως η πιο εντυπωσιακή έκφραση
αμοραλισμού και σφαγής αθώων πολιτών που έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα στο
διεθνές σύστημα.
ΙV –γ . Η αγριότητα του πολέμου στην αφήγηση του Θουκυδίδη
Όσα κράτη επιχειρούν επιθετικούς, και συνήθως άδικους, πολέμους στην μακραίωνη
πορεία της ανθρώπινης ιστορικής διαδρομής προσπαθούν αφενός να δικαιολογήσουν
τις πολεμικές τους ενέργειες εναντίον του αμυνόμενου κράτους και αφετέρου να
ωραιοποιήσουν τα ολέθρια αποτελέσματα των πολεμικών ενεργειών τους. Αυτό το
τελευταίο επιδιώκουν να το επιτύχουν με την απόκρυψη των συνεπειών που έχει για
9
τους ανθρώπους, και μάλιστα τόσο για τους αμυνόμενους όσο και για τους
επιτιθέμενους, η εμπόλεμη σύρραξη.
Ένας από τους βασικούς λόγους αυτών των μεθοδεύσεων είναι ότι δεν θέλουν η
κοινή γνώμη της χώρας τους να έλθει αντιμέτωπη με την ωμή και άγρια
πραγματικότητα της καταστροφής του ανθρώπινου σώματος από τον αντίπαλο είτε
μέσω του σφαγιασμού είτε μέσω της πρόκλησης αιματηρών τραυματισμών.
Χαρακτηριστική περίπτωση από το πρόσφατο παρελθόν, για να μην αναφερθούμε σε
παλιότερες εποχές, είναι εκείνη του τρόπου παρουσίασης των πολεμικών
επιχειρήσεων στο Ιράκ από τα ΜΜΕ των ΗΠΑ. Για την παρουσίαση αυτή η έγκυρη
ισπανική εφημερίδα «EL PAIS» έγραψε σχετικά «Ένας αμερικανός πολίτης που
παρακολουθεί τον πόλεμο μόνο από την τηλεόραση μπορεί άνετα να φτάσει στο
συμπέρασμα ότι οι Ιρακινοί δεν υπάρχουν και ότι στις μάχες δεν χύνεται αίμα. Οι
εικόνες είναι πάντα “καθαρές” αφού έχουν λογοκριθεί με απόφαση των καναλιών.
Σχεδόν κανείς τηλεθεατής δεν είδε την εικόνα των αιχμαλώτων στο Ιράκ. Το
Πεντάγωνο ζήτησε από τα κανάλια να μην τις δείξουν και εκείνα υπάκουσαν. Οι
τρισδιάστατες παρουσιάσεις των βομβαρδισμών είναι τόσο ρεαλιστικές που ο
τηλεθεατής αισθάνεται σαν να παρευρίσκεται στην εκτόξευση των πυραύλων και να
παρακολουθεί την πορεία τους ,χωρίς ποτέ να δει την ίδια την έκρηξη της βόμβας. Η
τεχνολογία τελειώνει εκεί που αρχίζει το δράμα, για το οποίο τα αμερικανικά
τηλεοπτικά κανάλια διαθέτουν πάντα ένα φίλτρο. Από την εικόνα της προέλασης των
στρατευμάτων λείπουν οι άνθρωποι του Ιράκ, τα σπίτια τους και βέβαια οι αιματηρές
μάχες......».
Αλλά και ο γνωστός έλληνας εικαστικός Γιάννης Ψυχοπαίδης γράφει, μεταξύ των
άλλων, σχετικά με αυτό το θέμα: «….Στην Ανατολή βομβαρδισμένες πολιτείες,
συντρίμμια και ερείπια….. και ο μέσος καταναλωτής των εικόνων, ο τηλεθεατής, να
βρίσκεται κι αυτός σε μια αργή πορεία εξοικείωσης με την φρίκη, μαθαίνοντας να
συμβιώνει με το τραγικό μέσα από την οθόνη, σε έναν κόσμο έξω από αυτόν, άυλο,
σε αντίθεση με την «πραγματική» ζωή, που βιώνεται μέσα στο σαλόνι του,
προφυλαμένη στο ιδιωτικό του καταφύγιο 18 .
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την αφήγηση του Θουκυδίδη, ο οποίος δεν προσπαθεί
να αποκρύψει τις τραγικές συνέπειες του πολέμου πάνω στις ανθρώπινες υπάρξεις,
αλλά τις αναδεικνύει με τρόπο μάλιστα ρεαλιστικό και τραγικό. Τα γεγονότα του
Πελοποννησιακού πολέμου είχαν πράγματι ολέθριες συνέπειες για τους ανθρώπους
και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων και ο Θουκυδίδης επιλέγει έναν τρομακτικό
τρόπο να τα εξιστορήσει. Αυτό το πετυχαίνει όχι μόνο με την σχολαστική αναφορά
του μεγέθους των εκατέρωθεν απωλειών, αλλά και με την εξονυχιστική περιγραφή
των καταστροφών με αποκορύφωμα την περιγραφή του λοιμού που ενέσκηψε στην
Αθήνα (βιβλ. Β κεφ. 47), από τον οποίο προσβλήθηκε και ο ίδιος ο Θουκυδίδης, όπως
επίσης και του τέλους των Αθηναίων στη Σικελία.
Ως προς το ζήτημα αυτό ο καθηγητής Βασίλης Κάλφας έχει γράψει ότι η ιστορία του
Θουκυδίδη έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο τρομακτικά αναγνώσματα της
παγκόσμιας λογοτεχνίας 19 . Στο τρίτο βιβλίο (Κεφ.82) ο Θουκυδίδης προχωρεί στις
ακόλουθες δυο διαχρονικής αξίας διαπιστώσεις και παρατηρήσεις για την επίδραση
της βίας και του πολέμου πάνω στα ήθη των ανθρώπων και της κοινωνίας
γενικώτερα. Ότι ο πόλεμος γίνεται ”δάσκαλος της βίας”, αφού αφαιρεί σιγά-σιγά
από τους ανθρώπους την καθημερινή ευμάρεια και ότι επίσης η συγκρότηση των
κομμάτων (των φατριαστικών συνδέσμων κατά τη μετάφραση του Βενιζέλου) δεν
18 Γιάννης Ψυχοπαίδης «Άστατος καιρός» Μικρά κείμενα για την τέχνη εκδ. Κέδρος 2019
19 Β.Κάλφας «Ο Θουκυδίδης και η Αθηναϊκή Δημοκρατία» σε Ιστοσελίδα «Εκηβόλος»
10
γίνεται στην διάρκεια του πολέμου για την επιδίωξη της κοινής ωφέλειας και
σύμφωνα με τους κείμενους νόμους, αλλά προκειμένου να ικανοποιηθεί η πλεονεξία
με τη χρησιμοποίηση μέσων που είναι αντίθετα προς τις αρχές της έννομης τάξης.
Ακολούθως παρουσιάζει χαρακτηριστικές περιπτώσεις εξαγρίωσης των ανθρώπων
και έκρηξης των παθών, όπου οι αντίπαλοι προσπαθούν να προκαλέσουν το
μεγαλύτερο δυνατό κακό ο ένας στον άλλο. Πρέπει να επισημανθούν, εκτός από τον
εξανδραποδισμό των κατοίκων της Μήλου και τη σφαγή των Μυτιληναίων
αιχμαλώτων που αναφέρθηκαν πάρα πάνω, και τα ακόλουθα γεγονότα που μας
εξιστορεί ο Θουκυδίδης και τα οποία αποδεικνύουν την άποψή του ότι ο πόλεμος
είναι “δάσκαλος της βίας”. Στα Κερκυραϊκά (Βιβλ.Γ .Κεφ.84) αναφέρει ότι κατά την
εξέγερση που εκδηλώθηκε εκεί οι επαναστάτες, κινούμενοι από τυφλό πάθος και από
αισθήματα εκδίκησης εστράφησαν αρχικά κατά των αρχόντων προκειμένου να
πάρουν τις περιουσίες τους και στη συνέχεια επιτέθηκαν ο ένας εναντίον του άλλου,
παρά το γεγονός ότι ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και φέρονταν μεταξύ τους με
τρόπο “σκληρό” και “ανηλεή”, παρασυρόμενοι πλέον όχι από το πάθος της
πλεονεξίας, αλλά προπάντων από την ”ακολασία του πάθους”. Η ανθρώπινη φύση η
οποία τέθηκε υπεράνω των νόμων αισθανόταν χαρά για αυτήν την ανομία και τα
πάθη ήσαν ασυγκράτητα. Κατά την εμφύλια αυτή σύρραξη εκδηλώθηκαν αγριότητες
και σφαγές και η φρίκη που προκλήθηκε από αυτές, όπως μας την μεταφέρει ο
Θουκυδίδης, ήταν τέτοια ώστε δεν έμεινε κανενός είδους αγριότητα που να μην
εκδηλώθηκε από τους αντιμαχομένους. Στο βιβλίο Ζ, στο οποίο περιγράφεται η
εκστρατεία των Αθηναίων στην Σικελία, ο Θουκυδίδης μας παραδίδει πολλά
δείγματα θηριώδους και εγκληματικής συμπεριφοράς. Όταν ο Λακεδαιμόνιος
Γύλιππος καταλαμβάνει το φρούριο Λάβδαλο εφόνευσε όλους όσους συνέλαβε μέσα
σε αυτό(Κεφ.3). Οι ναύτες των Αθηναίων που είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στο
ακρωτήριο Πλημμύριο υπέφεραν από την έλλειψη νερού. Όταν λοιπόν έβγαιναν από
το ορμητήριό τους για να προμηθευτούν νερό, το οποίο βρισκόταν σε αρκετή
απόσταση, το εχθρικό ιππικό παραφύλαγε και τους σκότωνε(Κεφ.4). Σε μία φάση της
ναυτικής σύγκρουσης μεταξύ Αθηναίων και Συρακουσίων οι Αθηναίοι, οι οποίοι
κέρδισαν την ναυμαχία, βούλιαξαν έντεκα πλοία των Συρακουσίων , σκότωσαν το
μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων και τους υπόλοιπους τους αιχμαλώτισαν
(Κεφ.23). Αξίζει ακόμα να αναφερθεί και η τραγωδία την οποία υπέστησαν οι
κάτοικοι της Μυκαλησσού, μιας μικρής πόλης της Βοιωτίας, όταν οι μισθοφόροι των
Αθηναίων Θράκες κατέλαβαν την πόλη. Ο Θουκυδίδης γράφει κατά λέξη:
«….εσπεσόντες δε οι Θράκες εις την Μυκαλησσόν τας τε οικίας και τα ιερά
επόρθουν και τους ανθρώπους εφόνευον φειδόμενοι ούτε πρεσβυτέρας ούτε νεωτέρας
ηλικίας, αλλά πάντας εξής, ότω εντύχοιεν, και παίδας και γυναίκας κτείνοντες, και
προσέτι και υποζύγια και όσα άλλα έμψυχα ίδοιεν ………και επιπεσόντες
δικασκαλείω παίδων, όπερ μέγιστον ην αυτόθι και άρτι έτυχον οι παίδες
εσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας και ξυμφορά τη πόλει πάση ουδεμιάς ήσσων
μάλλον ετέρας αδόκητός τε επέπεσεν αύτη και δεινή. …..». («Οι Θράκες
εισορμήσαντες εις την Μυκαλησσόν, ήρχισαν λεηλατούντες τας οικίας και τους
ναούς και φονεύοντες τους κατοίκους. Δεν εφείδοντο ουδενός ούτε των γερόντων
ούτε των νεωτέρων αλλ΄έσφαζαν κατά σειράν πάντας όσους συνήντων και αυτά τα
γυναικόπαιδα και αυτά ακόμη τα υποζύγια και κάθε έμψυχον πράγμα που
έβλεπαν......Εισορμήσαντες οι εισβολείς μεταξύ άλλων και εντός ευρυχώρου
σχολείου, οι νεαροί μαθηταί του οποίου πρό μικρού μόλις είχαν εισέλθει εις αυτό,
κατέσφαξαν αυτούς μέχρις ενός....... ουδέποτε μεγαλυτέρα συμφορά επέπεσεν επί
ολοκλήρου πόλεως, ουδέποτε πλέον απροσδόκητος και τρομερά από
αυτήν....»(Βιβλ.Ζ Κεφ.29, μετάφραση Βενιζέλου).
11
V. Τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου
Όπως επισημαίνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο πόλεμος για τον Θουκυδίδη δεν είναι
μία «μοίρα», ένα είδος πεπρωμένου το οποίο με αμείλικτη αναγκαιότητα διέπει τις
κοινωνίες των ανθρώπων. Γι’αυτόν ο πόλεμος είναι ένα είδος ανορθολογισμού, που
υπάρχει μέσα στη φύση των ανθρώπινων πράξεων και εξολοθρεύει στην κυριολεξία
τις στοιχειώδεις βάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης 20 . «….. εν μεν γαρ ειρήνη και
αγαθοίς πράγμασι αι τε πόλεις και οι ιδιώται αμείνους τας γνώμας έχουσι δια το μη ες
ακουσίους ανάγκας πίπτειν ο δε πόλεμος υφελών την ευπορίαν του καθ’ημέραν
βίαιος διδάσκαλος και προς τα παρόντα τας οργάς των πολλών ομοιοί» (βιβλίο Γ,
κεφ. 82). («….σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι
άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν φοβερές ανάγκες. Όταν όμως έλθει ο
πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος
της βίας και ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους με τις καταστάσεις που αυτός
δημιουργεί»). Από το εν λόγω απόσπασμα καταφαίνεται αυτό που αναφέρθηκε και
πάρα πάνω, ότι δηλαδή ο Θουκυδίδης εμφορείται από το πνεύμα της Ιπποκράτειας
μεθοδολογίας. Όπως και ο Ιπποκράτης έτσι και αυτός πιστεύει ότι η αποτελεσματική
διάγνωση της κοινωνικής αυτής νόσου μπορεί να γίνει με την Ιπποκράτεια διαλεκτική
μέθοδο. Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια: α) Τη διάγνωση
κατ’αρχήν των αιτίων που προκάλεσαν τον πόλεμο, β) τη διερεύνηση σε βάθος αυτών
των αιτίων με σαφή διαχωρισμό τους από τις επιφανειακές αφορμές και γ) τον
εντοπισμό των στοιχείων εκείνων που δημιουργούν και διατηρούν τη νοσογόνα
κατάσταση τόσο στο ανθρώπινο όσο και στο κοινωνικό σώμα, έτσι ώστε να
επιτευχθεί και η αποτελεσματική θεραπεία. Και αυτό το κάνει ο Θουκυδίδης επειδή
δεν θέλει να προχωρήσει σε μία απλή καταγραφή πολεμικών γεγονότων, αλλά για να
προσφέρει στις μελλοντικές γενιές μια χρήσιμη διαλεκτική μέθοδο για την αποφυγή
των αιτίων που οδηγούν σε πολεμικές συγκρούσεις. Με αυτήν την έννοια το έργο του
Θουκυδίδη δεν είναι μια απλή αφήγηση, αλλά ταυτόχρονα και ένας οδηγός που
αναπαριστά με πλαστικότητα τη γενική συμπεριφορά των ανθρώπων και των
πολιτειών, όταν κινούνται μέσα στον κύκλο του πολέμου 21 . Και η προφητική ρήση
του συγγραφέα, ότι δηλαδή παραδίδει στην ανθρωπότητα έναν οδηγό που ισχύει για
πάντα (« ες αιεί») επιβεβαιώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο 2.500 χρόνια αργότερα
με τους δύο παγκοσμίους πολέμους του περασμένου αιώνα. Ο πολιτικός στοχασμός
του Θουκυδίδη βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του και στους δύο αυτούς πολέμους,
αφού το κυρίαρχο πνεύμα που τους διαποτίζει όλους είναι το πνεύμα της επεκτατικής
πολιτικής, δηλαδή το πνεύμα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού για την περίπτωση του
Πελοποννησιακού πολέμου, όπως το αποκαλεί η μεγάλη γαλλίδα ελληνίστρια
Jacquelin de Romilly. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον Θουκυδίδη στην ερμηνεία των
συνθηκών που οδηγούν στον πόλεμο είναι ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των αιτιών
του πολέμου και της αφορμής που δόθηκε για το ξέσπασμά του. Συγκεκριμένα η
άμεση αφορμή του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που
εκδηλώθηκε στο εσωτερικό της Επιδάμνου, το σημερινό Δυρράχιο, που ήταν αποικία
της Κέρκυρας. Στη σύρραξη που επακολούθησε ενεπλάκησαν αρχικά οι Κερκυραίοι
και οι Κορίνθιοι και η σπίθα αυτή φούντωσε και έγινε η καταστρεπτική φλόγα του
Πελοποννησιακού πολέμου, όταν στις πολεμικές συγκρούσεις ενεπλάκησαν οι δύο
μεγάλες δυνάμεις της εποχής η Αθηναϊκή Δημοκρατία και η Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης,
20 Κ.Καστοριάδης οπ.παρ., απόσπασμα σε Ιστοσελίδα Εκηβόλος
21 Η.Ηλιού οπ.παρ. σελ. 58
12
ξεπερνώντας τις επιφανειακές αυτές αφορμές, διεισδύει στο βάθος των γεγονότων και
μας παρουσιάζει τις πραγματικές αιτίες του πολέμου («την αληθεστάτην πρόφασιν»,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος), που είναι οι ακόλουθες: Στο βιβλίο Α΄Κεφ.
23 ο ιστορικός γράφει ότι «η πραγματική αιτία και η πιο ανομολόγητη είναι ότι οι
Αθηναίοι καθώς η δύναμή τους είχε αυξηθεί και ενέπνεαν φόβο στους
Λακεδαιμονίους, εξανάγκασαν τους τελευταίους να πάρουν τα όπλα». Η
«δημοκρατική και φιλελεύθερη» Αθήνα υποδουλώνει σιγά σιγά την Ελλάδα, επειδή
σαν θαλασσοκράτειρα είναι αναγκασμένη να έχει κάτω από τον έλεγχό της νησιά,
ισθμούς, πορθμούς και παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Από την άλλη μεριά η Σπάρτη
υποδύεται, επικαλούμενη αυτόν τον φόβο, τον ρόλο του «απελευθερωτή» των
Ελλήνων, ενώ ο πραγματικός σκοπός της είναι να νικήσει την Αθήνα προκειμένου να
μείνει μόνος και παντοδύναμος διαιτητής των ελληνικών πραγμάτων 22 . Εδώ
προβάλει ο Θουκυδίδης και την προβληματική του προληπτικού πολέμου, που
ισχύει από τα αρχαία χρόνια διαχρονικά έως και σήμερα. Διότι ο φόβος («το δέος»)
έναντι του αντιπάλου μπορεί να είναι βάσιμο ή μπορεί να είναι υπερβολικό και
αστήρικτο και να χρησιμοποιείται από τον επιτιθέμενο ως πρόφαση και μόνο για να
επιτύχει άλλους ιδιοτελείς στόχους 23 . Δεν χρειάζεται να επισημανθεί ότι όλοι σχεδόν
οι μεταγενέστεροι προληπτικοί πόλεμοι μέχρι τις ημέρες μας είχαν ως αιτιολογία
τέτοιους αστήρικτους και αβάσιμους φόβους έναντι των αντιπάλων.
Ο πολιτικός ρεαλιστής Θουκυδίδης μας προσφέρει ένα περαιτέρω στοιχείο το οποίο
αποτελεί και αυτό ένα βασικό αίτιο του πολέμου και αυτό είναι η ανατροπή της
ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ισχυρότερων κρατών, η οποία οδηγεί ακολούθως
και σε μια αποφασιστική ανατροπή της σταθερότητας του διακρατικού συστήματος.
Στον Θουκυδίδη πιστοποιείται ακριβώς ότι η αλλαγή στην κυριαρχία των κρατών ή
στον έλεγχο των διεθνών πολιτικών σχέσεων προκαλεί κοσμογονικές μεταβολές στο
διεθνές σύστημα 24 . Συναφής προς το ζήτημα αυτό είναι και η τάση της
αποκαλούμενης «υπερεξάπλωσης» των κρατών, η οποία οδηγεί και αυτή στην
ανατροπή ισορροπίας δυνάμεων. Κλασικό παράδειγμα αυτού του γεγονότος αποτελεί
το ότι η Αθήνα υπό την ηγεσία του Περικλή είχε περιορισμένες επιδιώξεις
επιζητώντας απλώς τη διατήρηση του status quo. Όμως αργότερα οι Αθηναίοι με την
προτροπή του Αλκιβιάδη υιοθέτησαν την πολιτική της υπερεξάπλωσης, οπότε και
επιχείρησαν τη Σικελική εκστρατεία. Ο στόχος αυτής της εκστρατείας ήταν να
κυριαρχήσουν σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και στη Δυτική Μεσόγειο. Βέβαια η
εκστρατεία αυτή κατέληξε σε ολοκληρωτική καταστροφή για τους Αθηναίους, αφού
το εκστρατευτικό τους σώμα εξολοθρεύτηκε εντελώς, πλην όμως ήταν και η αιτία
που οδήγησε στην ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Και αυτό διότι, όπως
προαναφέρθηκε, η αύξηση της ισχύος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας μέσω της
υπερεξάπλωσης είναι εκείνη η οποία δημιούργησε τον φόβο των Σπαρτιατών και
πυροδότησε την αντίδρασή τους και την τελική εμπλοκή τους στον πόλεμο εναντίον
των Αθηναίων. Ο Θουκυδίδης είχε πλήρη επίγνωση της σχέσης μεταξύ πολέμου και
πολιτικής. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή επιδόθηκαν σε έναν «παρεμποδιστικό πόλεμο»
επιδιώκοντας να ανατρέψουν υπέρ τους την κατάσταση που διαμορφωνόταν στις
διεθνείς σχέσεις, ένεκα της «υπερεξάπλωσης» των Αθηνών και από την οποία
επωφελείτο μέχρι τότε η Αθήνα.
Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο καταλήγει ο Θουκυδίδης είναι ότι ο πλέον
ασφαλής τρόπος για να κατοχυρωθεί η ειρήνη είναι η ισορροπία δυνάμεων,
συμπέρασμα το οποίο υιοθετούν και όλοι οι σύγχρονοι πολιτικοί ρεαλιστές.
22 Η.Ηλιού οπ.παρ. σελ. 59
23 Βύρων Θεοδωρόπουλος οπ.παρ. σελ. 96
24 Αλ.Κέμος οπ.παρ σε Ιστοσελίδα «Εκηβόλος»
13
Πρόκειται για την θεωρία της αποκαλούμενης άνισης ανάπτυξης που βασίζεται στον
«νόμο της δυναμικής στις διεθνείς σχέσεις», τον οποίο ανακάλυψε ο Θουκυδίδης και
με βάση τον οποίο μεταγενέστεροι αναλυτές, όπως ο Robert Gilping, προσδιόρισαν
τα αίτια των ηγεμονικών πολέμων, όπως του Τριαντακονταετούς Πολέμου (1618-
1648), των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα (1792-1815)
όπως επίσης και των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20 ου αιώνα 25 .
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι μπορεί να υποστηριχθεί με
βεβαιότητα ότι ο Θουκυδίδης μας έδωσε τις βάσεις του πολιτικού ρεαλισμού, δηλαδή
τους κανόνες εκείνους οι οποίοι διέπουν τις διεθνείς σχέσεις και ερμηνεύουν σε
βάθος τις αιτίες που οδηγούν στις αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις, κανόνες οι
οποίοι έχουν διαχρονική ισχύ και υιοθετούνται μέχρι σήμερα από τους αναλυτές των
διεθνών σχέσεων.
VI. Η θέση του Θουκυδίδη για τον πόλεμο και την ανθρώπινη φύση
Στο έργο του Θουκυδίδη ο όρος «ανθρώπινη φύση» αναφέρεται πολλές φορές και
κατά τον συγγραφέα αποτελεί το βαθύτερο «το κινούν» αίτιο των κοινωνικών
εξελίξεων και ιδιαίτερα των πολεμικών συγκρούσεων. Η πρώτη αναφορά γίνεται στο
πρώτο βιβλίο (Κεφ. 22) όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «…. Όσοι θελήσουν να
γνωρίσουν με ακρίβεια και αυτά που έγιναν και όσα, σύμφωνα με την ανθρώπινη
φύση, θα γίνουν πάλι στο μέλλον τα ίδια ή παραπλήσια θα μου είναι αρκετό αν
θεωρήσουν ωφέλιμα αυτά που γράφω….». Το δεύτερο απόσπασμα περιέχεται στα
Κερκυραϊκά (βιβλίο Γ΄ κεφ. 82) όπου με αφορμή τους εμφύλιους σπαραγμούς που
ενέσκυψαν σε πολλές πόλεις υποστηρίζει ότι οι συμφορές από τις συνέπειες του
πολέμου θα παρουσιάζονται πάντοτε εφόσον η ανθρώπινη φύση παραμένει
αμετάβλητη («…έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή ….»). Τα ερωτήματα που
προκύπτουν από αυτά τα αποσπάσματα είναι τα ακόλουθα: 1) Τι εννοεί ο Θουκυδίδης
όταν μιλάει για την ανθρώπινη φύση, ποιος είναι ο σημασιολογικός προσδιορισμός
της και ποια η έννοιά της τόσο από την άποψη της έκτασης όσο και του βάθους της
και 2) η ανθρώπινη αυτή φύση μπορεί να τροποποιηθεί κάτω από συγκεκριμένες
συνθήκες ή παραμένει αμετάβλητη;
Στο πρώτο ερώτημα ο συγγραφέας μας δίνει ευθέως την απάντηση και ορίζει ότι η
ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται έξω από τον
έλεγχο της λογικής και κυριαρχούνται από τα πάθη. Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 45
του τρίτου βιβλίου, όπου εξιστορείται η αποστασία των Μυτιληναίων από την
Αθηναϊκή Συμμαχία, ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του αθηναίου ρήτορα Διόδοτου
τα ακόλουθα λόγια: « Η φτώχεια με τις ανάγκες της φέρνει τόλμη, η εξουσία
προκαλεί πλεονεξία γεμάτη αλαζονεία και εγωπάθεια και τα ακατανίκητα πάθη που
εξουσιάζουν τον κάθε ένα παρασύρουν τους ανθρώπους σε κινδύνους….Όταν η
ανθρώπινη φύση σπρώχνεται από το πάθος να κάνει κάτι αυτό δεν μπορεί να
αποτραπεί ούτε με τη δύναμη του νόμου ούτε με την απειλή οποιασδήποτε
τιμωρίας…». Είναι σαφές ότι όταν ο Θουκυδίδης κάνει λόγο για την φύση του
ανθρώπου αναφέρεται στην ουσία στην ψυχή του, δηλαδή στα στοιχεία εκείνα που
απαρτίζουν τον χαρακτήρα του.
Πράγματι οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι κατανόησαν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι
η ίδια η φύση του, αφού αυτή αποτελεί την πρωταρχική αξία «το κράτιστον, το
μέγιστον και το δεινότερον αυτής της φύσης». Πρώτος ο Ηράκλειτος διακήρυξε ότι ο
χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του «ήθος ανθρώπων δαίμων». Ο Αξελός
25 Αθ.Πλατιάς οπ.παρ. σελ. 63
14
ερμηνεύει αυτή τη ρήση του Ηράκλειτου γράφοντας ότι το ήθος είναι η βαθειά φύση
του ανθρώπου και αποτελεί το «εν γίγνεσθαι» ήθος του 26 . Η γνώση λοιπόν της
αλήθειας για την ανθρώπινη ψυχή έχει μέγιστη σημασία για όλες τις διαστάσεις της
ζωής του 27 . Οι φιλόσοφο αυτοί αλλά και οι τραγικοί ποιητές διέγνωσαν ότι η ψυχή
αυτή του ανθρώπου απαρτίζεται από δύο στοιχεία: Το «υβριστικόν» και το «αγαθόν»
ήθος. Είναι ολοφάνερο ότι η πάρα πάνω αναφορά του Θουκυδίδη στη φύση του
ανθρώπου αφορά το υβριστικό μέρος της ψυχής του. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει
αυτό το μέρος της ανθρώπινης ψυχής ως «παρά τον λόγον μόριό της» 28 . Ο
Ηράκλειτος παρατηρεί ότι ο άνθρωπος, εκτός από το θεϊκό του στοιχείο είναι και
«κατά φύσιν άλογος» σε πολλές περιπτώσεις 29 . Και ο Πλάτωνας έχει παρατηρήσει
ότι ο ίππος, ο οποίος συμβολίζει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής είναι «ύβρεως και
αλαζονείας εταίρος» 30 . Εκτός λοιπόν από το υβριστικό αυτό μέρος υπάρχει και το
αγαθόν μέρος της ανθρώπινης φύσης, κυριότερα στοιχεία του οποίου είναι ο νους και
ο λόγος. Το βασικότερο γνώρισμα του λόγου κατά τον Πλάτωνα είναι η φρόνηση, η
οποία και είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευδαιμονία, που
αποτελεί και τον τελικό σκοπό του. Στις ίδιες διαπιστώσεις καταλήγουν και ο
Αριστοτέλης και ο Δημόκριτος 31 . Και ο μεγαλύτερος κατά την άποψή μας έλληνας
φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να
γνωρίζουν τον εαυτό τους και να είναι σώφρονες, φράση την οποία ο W.Jaeger έχει
χαρακτηρίσει ότι είναι η πιο μεγαλειώδης έκφραση της στροφής της φιλοσοφίας προς
τον άνθρωπο 32 .
Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή για το ποια είναι η θέση του
Θουκυδίδη ως προς τη δυνατότητα μεταβολής ή όχι της ανθρώπινης φύσης, είναι
αναγκαίο να διευρευνηθεί το πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής που αυτός έζησε,
δηλαδή για το ποια ήταν η θέση των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του ως προς
το ζήτημα αυτό. Ο Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε την εποχή της ακμής της Αθηναϊκής
Δημοκρατίας που ήταν και η κορυφαία στιγμή του ελληνικού διαφωτισμού, ήταν
γνώστης των σχετικών φιλοσοφικών απόψεων, αφού είχε μαθητεύσει σε φιλοσόφους
όπως ο Αναξαγόρας και ο Αντιφών. Εγνώριζε λοιπόν ότι το σύνολο σχεδόν των
φιλοσόφων της εποχής του υποστήριζαν την άποψη ότι η φύση του ανθρώπου μπορεί
να αλλάξει μέσω της ορθής διαπαιδαγώγησης. Από τα βάθη των αιώνων ο
Ηράκλειτος μας διδάσκει ότι στην ψυχή του ανθρώπου ενυπάρχει «Λόγος», δηλαδή
πνευματική δύναμη όπως επίσης και όλες οι προδιαθέσεις για να αναπτυχθούν
ακολούθως όλες οι βαθμίδες της πνευματικότητας (Απόσπασμα 115). Και ο
Δημόκριτος τονίζει ότι «η φύση και η διδασκαλία είναι κάτι παρόμοιο, διότι η
διδασκαλία αναδομεί τον άνθρωπο και με την αναδόμηση αυτή δημιουργεί φύση».
(Απόσπασμα B33/1). Ο Πλάτωνας εξάλλου όρισε την παιδεία ως «δύναμη
θεραπευτική της ψυχής» και ως παιδεία πρέπει να εννοηθεί η διαπαιδαγώγηση που
στοχεύει στην κατάκτηση της αρετής και όχι εκείνη που αποβλέπει στην απόκτηση
πλούτου ή δύναμης ή γνώσεων, χωρίς φρόνηση και δικαιοσύνη 33 . Με τη θέση αυτή
του Πλάτωνα συμφωνεί και ο Αριστοτέλης, ο οποίος αποφαίνεται ότι το τέλος, ο
σκοπός της παιδείας είναι η τελειοποίηση του ανθρώπου ώστε αυτός να γίνει το
26 Κ.Αξελός «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία» εκδ. Εξάντας 1976 σελ. 246 κ.επ.
27 Α. Μάρκος «Φύση και άνθρωπος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία», εκδ Leader Books σελ. 107,
με παραπομπές σε Πίνδαρο, Ευριπίδη και Σοφοκλή
28 Ηθικά Νικομάχεια 1102 α ΄ και 1102β΄
29 Ηράκλειτος αποσπ. 16
30 Πλατ. Φαίδρος 238 α΄ και 253 ε΄
31 Αριστ. Ηθ.Νικομάχεια 1163 Α, Δημόκριτος αποσπ. 2
32 Α.Μάρκος οπ.παρ. σελ. 106
33 Πλάτωνος Πολιτεία 937 Α
15
«βέλτιστον» των ζώων, αφού χωρίς τη διδασκαλία της αρετής είναι το «ανοσιώτερο»
και το «αγριότερο» 34 . Και οι πυθαγόρειοι τέλος υποστήριζαν ότι επειδή ο άνθρωπος
είναι υβριστικό ζώο και κατέχεται από ποικιλία ορμών, επιθυμιών και άλλων παθών,
έχει ανάγκη από τελειοποίηση και ψυχική ανόρθωση από τις οποίες θα προέλθει ο
σωφρονισμός και η τάξη στη ζωή του 35 .
Όλες οι πάρα πάνω φιλοσοφικές θέσεις που κυριαρχούσαν στην εποχή του δεν
άφησαν ανεπηρέαστο τον Θουκυδίδη, ο οποίος και ο ίδιος βίωσε με τραγικό τρόπο
τον Πελοποννησιακό πόλεμο σε όλες τις εκφάνσεις του όπως επίσης και τις τραγικές
συνέπειες των εμφυλίων σπαραγμών που εξελίχθηκαν μέσα στα πλαίσια αυτού του
πολέμου. Είναι ευδιάκριτο λοιπόν ότι επιχειρεί μέσα από το έργο του να μας δώσει
ένα μήνυμα. Και το μήνυμα αυτό είναι εμποτισμένο από τη διδασκαλία των
φιλοσόφων που αναφέρονται πάρα πάνω και των θέσεων που αυτοί υιοθέτησαν ως
προς τη δυνατότητα διάπλασης και αναμόρφωσης της ανθρώπινης φύσης, ώστε να
αναπτυχθεί το «αγαθόν» μέρος της και να περιορισθεί το «υβριστικόν» που αποτελεί
κατά τον Θουκυδίδη και το βαθύτερο αίτιο των πολεμικών συγκρούσεων, όπως
προαναφέρθηκε. Η θέση του αυτή καταδεικνύεται κατά την άποψή μας, από όσα
γράφει στο απόσπασμα που αναφέρεται πάρα πάνω και το οποίο περιέχεται στο τρίτο
βιβλίο κεφ. 82, σύμφωνα με το οποίο οι συμφορές του πολέμου θα εξακολουθήσουν
να παρουσιάζονται πάντοτε «….έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή…» δηλαδή
εφόσον η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια. Η προσέγγιση αυτής της φράσης με την
απλή γραμματική ερμηνευτική μέθοδο δηλώνει τη σαφή άποψη του Θουκυδίδη ότι
υπάρχει η δυνατότητα στο απώτερο μέλλον να μεταβληθούν αυτά τα «υβριστικά»
στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία οδηγούν στις πολεμικές συγκρούσεις και να
αντικατασταθούν από τα αγαθά στοιχεία και τη φρόνηση, ώστε να επιτευχθεί
ειρηνική συνύπαρξη. Ο πλέον έγκυρος σύγχρονος γνώστης και αναλυτής της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας, ο καθηγητής Ιωάννης Σταματάκος, αποδίδει στις λέξεις «έως
αν» την έννοια ενός γεγονότος ή συμβάντος που μπορεί να εμφανισθεί στο απώτερο
μέλλον, δηλαδή τους αποδίδει δυνητική έννοια. Και αυτό διότι ο συνδυασμός των
δύο αυτών λέξεων έχει χρονικοϋποθετικό χαρακτήρα και ανήκει στους λανθάνοντες
υποθετικούς λόγους 36 . Ο Θουκυδίδης είναι ένας άριστος γνώστης και χειριστής της
γλώσσας στην οποία έγραψε τα κείμενά του και η προσεκτική επιλογή της κάθε λέξης
που χρησιμοποίησε δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Το γεγονός εξάλλου ότι η
πολιτεία μπορεί να χαλιναγωγήσει την ανθρώπινη φύση ώστε να τη χρησιμοποιήσει
για το γενικό καλό, τονίζεται στο ίδιο το κείμενο όταν ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα
του Αθηναίου απεσταλμένου στη Σπάρτη, κατά τη δημηγορία του του έτους 432 π.Χ.,
επαίνους για τους συμπατριώτες του τους Αθηναίους, επειδή αυτοί ξεπέρασαν την
ανθρώπινη φύση τους, αφού υιοθέτησαν έναντι των συμμάχων τους ήπια
συμπεριφορά βασισμένη στη μετριοπάθεια και στο δίκαιο.
Αλλά και η τελολογική ερμηνευτική προσέγγιση του όλου έργου προσεπιβεβαιώνει
την πάρα πάνω θέση μας. Ο σκοπός δηλαδή για τον οποίο έγραψε το ιστορικό του
έργο ο Θουκυδίδης αλλά και ο τρόπος που το έγραψε φωτίζουν τη διαπίστωση αυτή.
Ο Θουκυδίδης δεν είναι ένας απλός ιστορικός που καταγράφει τα γεγονότα που
συνέβησαν στην εποχή του, αλλά και ένας διαχρονικός αναλυτής των διεθνών
σχέσεων όπως και ένας ιστορικός φιλόσοφος προικισμένος με εξαιρετική ικανότητα
διαλεκτικής σκέψης. Επομένως το έργο του είναι μια σοβαρή και αξιόπιστη
παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενεές για το πώς να χειριστούν τα πράγματα, ώστε
34 Αριστοτέλης Πολιτ. 1253 Α, 32-38
35 Ιάμβλιχος «Περί του Πυθαγορείου βίου» σελ. 174
36 Ι.Σταματάκος «Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης» εκδ. Π.Δημητράκου 1949 και
Π.Λαζαράκος «Ο υποταγμένος λόγος» αναλυτικό συντακτικό της αρχαίας ελληνικής, εκδ. Αθηνά 1989
16
να αποφύγουν τους εμπόλεμους σπαραγμούς. Μέσα από την αντικειμενική αφήγηση
των γεγονότων μας λέει ο ίδιος ότι επιχείρησε να παραδώσει ένα διδακτικό παντοτινό
απόκτημα και όχι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα της στιγμής. Γι’αυτό και προσπάθησε να
αναδείξει όλη την αγριότητα του πολέμου και τις συμφορές που αυτός συνεπάγεται
για τους ανθρώπους ώστε αυτοί να μην παρασύρονται σε πολεμικές αντιδικίες και να
προτιμούν την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους. Καταδεικνύει ότι οι
πραγματικές αιτίες του πολέμου είναι άλλες και πολύ βαθύτερες από τις αφορμές που
επικαλούνται οι διάφοροι πρέσβεις και απεσταλμένοι των αντιμαχόμενων
παρατάξεων. Αυτό το τελευταίο το πετυχαίνει μέσα από τις δημηγορίες, όπου η
ισχυρή πλευρά υποστηρίζει ολοφάνερα την ισχύ και τον επεκτατισμό σε βάρος του
δικαίου και της ηθικής, αδιαφορώντας για την ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία
των λιγότερο ισχυρών κρατών.
VII. Τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για την ανθρώπινη φύση και τον
πόλεμο
Εντελώς περιληπτικά, διότι μια πιο εκτεταμένη ανάλυση θα ξέφευγε από τα πλαίσια
και τον σκοπό αυτής της εργασίας, θα αναφερθούν οι απόψεις που διατυπώθηκαν με
βάση τη σύγχρονη επιστημονική έρευνα για το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης της
ανθρώπινης φύση με την επιθετικότητα και τον πόλεμο.
Από τον κλάδο της βιολογίας ο κύριος εκπρόσωπος των αποκαλουμένων
«ενστικτωδιστών» είναι ο K. Lorenz, γνωστός ερευνητής της συμπεριφοράς των
ζώων, ο οποίος υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα δεν είναι κατ’αρχήν μία αντίδραση
σε εξωτερικά ερεθίσματα αλλά μια «έμφυτη» εσωτερική διέγερση που διεκδικεί την
εκτόνωσή της όσο ακατάλληλο και αν είναι το εξωτερικό ερέθισμα 37 . Η άποψή του
όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, αφού ο ίδιος δέχεται ότι τα επιθετικά ένστικτα του
ανθρώπου έχουν την αρχική ρίζα τους στη ζωϊκή υπόσταση του είδους μας όπως αυτή
διαμορφώνεται κατά την εξέλιξή του, όμως τα ένστικτα αυτά δεν είναι τόσο
επικίνδυνα όσο «η συναισθηματική μας πίστη σε πολιτισμικές αξίες».
Κύριος εκπρόσωπος της κοινωνικής βιολογίας, ο οποίος υποστηρίζει την ίδια πάρα
πάνω άποψη είναι ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ E.Willson, ο
οποίος δέχεται ότι τα ανθρώπινα πλάσματα είναι εγγενώς επιθετικά. Και αυτό
καταφαίνεται κατά την άποψή του από το γεγονός ότι σε όλη την ανθρώπινη ιστορία
ο πόλεμος, που είναι η έκφραση της πιο οργανωμένης μορφής της επιθετικότητας,
υπήρξε ενδημικό φαινόμενο σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης από την εποχή
των τροφοσυλλεκτών κυνηγών μέχρι τα βιομηχανικά κράτη. Αλλά και ο επιστήμονας
αυτός δεν είναι απόλυτος στις απόψεις του, αφού στο βιβλίο του «Περί ανθρώπινης
φύσης» διευκρινίζει ότι όταν κάνει λόγο για «εγγενή επιθετικότητα» δεν εννοεί ότι
όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους το ορμέμφυτο της επιθετικότητας, αλλά ότι
ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση μία γενετικά λανθάνουσα επιθετικότητα η οποία
μπορεί να διαμορφωθεί κατάλληλα μέσα από την «κοινωνική μάθηση» 38 .
Εξάλλου στον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης S.Freud δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσει
τη γνώμη του πάνω σε αυτό το ζήτημα στις επιστολές που αντάλλαξε το έτος 1932 με
τον Α.Einstein. Στις επιστολές αυτές ο Freud υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος διαθέτει
ένα ενεργό ένστικτο μίσους και καταστροφικότητας, το οποίο είναι επιδεκτικό σε
τέτοιου είδους ερεθισμούς και ότι αυτό καταδεικνύεται από την ιστορική διαδρομή
του ανθρώπου, η οποία αποκαλύπτει μία ατέλειωτη σειρά συγκρούσεων μεταξύ των
37 Αναφέρεται από τον Erich From στο έργο του «Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας»
εκδ. Μπουκουμάνη 1977, Τόμος Α΄σελ. 45.
38 Τις πάρα πάνω απόψεις βλέπετε σε Howard Zinn « Διακηρύξεις ελευθερίας» εκδ. Εξάρχεια 2009
στο κεφάλαιο Βία και Ανθρώπινη Φύση
17
ανθρώπινων κοινωνιών. Ερμηνεύοντας τη θέση αυτή του Freud ο Erich From
υποστηρίζει ότι ο πρώτος δεν υιοθετεί την άποψη ότι η ανθρώπινη καταστροφικότητα
είναι η αιτία των πολέμων. Αυτή αποτελεί απλώς έναν βοηθητικό παράγοντα που
διευκολύνει την προθυμία των ανθρώπων να αρχίσουν τον πόλεμο αφού
προηγουμένως έχει αποφασίσει η κυβέρνησή τους να τον κηρύξει 39 .
Στις πάρα πάνω απόψεις ασκήθηκε κριτική, η οποία επικεντρώνεται στο γεγονός ότι
οι επιστήμονες που υποστηρίζουν την ύπαρξη εγγενούς επιθετικότητας στον άνθρωπο
δεν είναι σε θέση να προσκομίσουν αποδείξεις που να τεκμηριώνουν την άποψή τους,
οι οποίες αποδείξεις να στηρίζονται στην βιολογική επιστήμη ή στην επιστήμη της
ψυχολογίας. Η απουσία τέτοιας φύσεως αποδείξεων τους οδηγεί στο να κάνουν
αναγωγή στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπου και με αυτή την έννοια η
συλλογιστική τους δεν διαφέρει από τη συλλογιστική του απλού ανθρώπου, σύμφωνα
με την οποία το γεγονός ότι η βίαιη επιθετικότητα, επομένως και ο πόλεμος, έχει τις
ρίζες της στην ανθρώπινη φύση καταδεικνύεται από το ότι η ιστορία είναι γεμάτη από
πολέμους. Αυτή η συλλογιστική, που είναι ευρέως διαδεδομένη στη σύγχρονη σκέψη
και σε όλες τις τάξεις των ανθρώπων μορφωμένων και μη, δεν μπορεί να
υποστηριχθεί με πειστικότητα, αφού δεν στηρίζεται σε πορίσματα της γενετικής
επιστήμης, της ζωολογίας, της ανθρωπολογίας ή της ψυχολογίας. Παράλληλα όμως η
υιοθέτησή της οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια, διότι αποσπά την προσοχή μας από
τις μη βιολογικές ρίζες της βίας και του πολέμου 40 .
Στον αντίποδα των πάρα πάνω θεωριών βρίσκονται τα συμπεράσματα των
σύγχρονων ανθρωπολογικών ερευνών, σύμφωνα με τα οποία η επιθετικότητα του
ανθρώπου και ο πόλεμος δεν είναι εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Οι
ανθρωπολόγοι αυτοί που ερεύνησαν 30 πρωτόγονους πολιτισμούς διεπίστωσαν ότι
στις κοινωνίες αυτές οι εκδηλώσεις της επιθετικής συμπεριφοράς των μελών τους
ήταν κυμαινόμενη και εξαρτάτο στην κάθε περίπτωση από παράγοντες εξωτερικούς
που συνδέονταν με την ίδια τη δομή της κοινωνικής οργάνωσης και των αξιών που
κυριαρχούσαν σε κάθε κοινότητα 41 .
Τις απόψεις αυτές των ανθρωπολόγων υιοθετεί και ο κυριότερος σύγχρονος
εκφραστής της ουμανιστικής κοινωνικής ψυχολογίας ο Erich From, ο οποίος
υποστηρίζει, με αντίστοιχη επιστημονική τεκμηρίωση, ότι η κακοήθης επιθετικότητα
και ο πόλεμος δεν έχουν βιολογική βάση ούτε και είναι φυλογενετικά
προγραμματισμένες στη νευρολογική δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά
οφείλονται σε καθαρά εξωγενείς και συγκεκριμένα σε πολιτισμικές επιδράσεις.
Θεωρεί δε ότι το κυριότερο γνώρισμα της ανθρώπινης επιθετικότητας αυτής της
μορφής (της οργανικής επιθετικότητας όπως την αποκαλεί) είναι η απληστία, η οποία
αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα μη ενστικτώδη πάθη του ανθρώπου. Η απληστία,
κάτω από τις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού που ευλογεί την
ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας, ταυτίστηκε με το ατομικό
συμφέρον. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, όπου ατομικό συμφέρον και απληστία
ταυτίζονται, οδηγηθήκαμε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η απληστία είναι βαθιά
ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση και οι ενέργειες οι οποίες την εξυπηρετούν, μεταξύ
αυτών και οι κατακτητικοί πόλεμοι, αποτελούν και αυτοί έκφραση της ανθρώπινης
φύσης 42 .
39 Erich From οπ.παρ. σελ. 214
40 Αναλυτική παράθεση αυτών των απόψεων και της κριτικής τους βλέπετε σε Howard Zinn οπ.παρ.
41 Τα πορίσματα των ανθρωπολογικών αυτών ερευνών αναφέρονται από τον Erich From οπ.παρ. σελ.
253 κ.επ.
42 Erich From οπ.παρ. σελ. 309 κ.επ.
18
Αλλά και άλλοι ερευνητές στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας τονίζουν την
ανάγκη να απεξαρτηθεί η θεώρηση των πολεμικών συγκρούσεων από την δήθεν
εγγενή επιθετικότητα του ανθρώπου και να αναζητηθούν οι αιτίες στις συγκρούσεις
της κοινωνίας που δίνουν ζωή στις ατομικές ορμές 43 .
Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξε και η Διεθνής Διάσκεψη της Σεβίλλης που έγινε
την άνοιξη του 1986, στην οποία τονίζεται ότι «….η βιολογία δεν καταδικάζει την
ανθρωπότητα σε πόλεμο….» 44 .
Ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό στοιχείο το οποίο δικαιώνει τις απόψεις των αρχαίων
ελλήνων φιλοσόφων και τον Θουκυδίδη ως προς την πάρα πάνω θέση που αυτοί
υιοθετούν αποτελούν τα πορίσματα της σύγχρονης νευροεπιστήμης. Η πειραματική
επεξεργασία του ανθρώπινου εγκεφάλου απέδειξε ότι οι βιολογικά μεταδιδόμενες
πληροφορίες αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της δομής του, ενώ το μεγαλύτερο
μέρος του προέρχεται και προσδιορίζεται από επιγενετικά γεγονότα, δηλαδή από
επιδράσεις του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα οι γενετικές, δηλαδή οι βιολογικά
δοσμένες, πληροφορίες που διαθέτει ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέρχονται σε 10 5 ,
ενώ η δυνατότητα των νευρωνικών συνδέσεων φθάνει συνολικά τα 10 15 . Το τεράστιο
ενδιάμεσο μέγεθος του κενού αυτού έχει ως πηγή πληροφοριών αποκλειστικά τα
ερεθίσματα και τις επιδράσεις του περιβάλλοντος 45 .
Συμπερασματικά λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα, σύμφωνα με την ανάλυση
που προηγήθηκε, ότι στο έργο του Θουκυδίδη δεν εξιστορούνται μόνο γεγονότα που
συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά το έργο αυτό δείχνει, με τη λειτουργική του έννοια,
προς το μέλλον. Προς ένα σκοπό που δεν έχει ακόμα επιτευχθεί, αλλά αναζητείται.
Και ο σκοπός αυτός είναι η ειρηνική συμβίωση των λαών. Η γνώση που μας παρέχει
ο Θουκυδίδης για την λογική της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών στο διεθνές
σύστημα αλλά κυρίως για την λογική του πολέμου και της ειρήνης μπορεί να
αποτελέσει το θεμέλιο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
43 Α. Mitscherlich Ανακοίνωση στο 17 ο Συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης της Βιέννης,
1971. Αναφέρεται από τον Erich From οπ.παρ. σελ. 213 σημ. 22
44 Αναφέρεται από τον Howard Zinn οπ.παρ.
45 E.Kandel, J.Schwarz, T.Jessell «Νευροεπιστήμη και συμπεριφορά», πανεπιστημιακές εκδόσεις
Κρήτης 2006 σελ. 43. Για τις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου υπό την
επίδραση του περιβάλλοντος βλέπετε αναλυτικά Fransois Ansernet και Pierre Magistretti «Τα ίχνη της
εμπειρίας-νευρωνική πλαστικότητα». Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2016. Υπέρ της δυνατότητας
διαμόρφωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα εξτάσσονται και οι Erich From οπ.παρ. σελ. 342 και
Howard Zinn «Διακηρύξεις ελευθερίας» εκδ. Εξάρχεια 2009
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Κ.ΑΜΠΑΤΖΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Θ.Ε,Α, ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου