ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ: "Κι η πόλη νεκρή"

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ

 


«Κι η πόλη νεκρή»

             

Με αφορμή την ομιλία του Σωτήρη Νικολακόπουλου για τον ποιητή Περικλή Γιαννόπουλο, που έγινε την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023 στη ‘’Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς‘’, στα πλαίσια των καθιερωμένων φιλολογικών βραδινών, θα ήθελα να εκφράσω μια διαπίστωση σχετικά με την συγγένεια μεταξύ του ποιήματός

«Τραγουδιστής»– απόσπασμα- του Περικλή Γιαννοπούλου (Π.Γ.) Και του

ποιήματός   «Δρόμοι Παλιοί»  του Μανώλη Αναγνωστάκη (Μ.Α.).

       Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Ο τραγουδιστής (απόσπασμα)

Η πόλις είνε λευκή

Η πόλις είνε ωραία

Η πόλις είνε γεμάτη παλάτια

Παραδίσεια στολισμένα κάθονται γύρω της όλα τα βουνά,

νυμφικά λάμπουν τα μαρμαρένια της παλάτια.

Και ο ήλιος κατάχρυσος περιπατεί μόνος

εις τους έρημους της δρόμους και κλαίει.

Κατάκλεισται είνε όλαι αι θύραι,

κατάκλειστα είνε όλα τα παράθυρα,

η πόλις είνε νεκρά.

Η πόλις άλλοτε ήτο όλο ζωή και εώρταζε λαμπράς εορτάς

και ένα Κακόν Πνεύμα επέρασε και εμαρμάρωσε την χαράν.

Οι άνθρωποι είνε κλεισμένοι εις το σκότος,

αι ψυχαί δεμέναι εις σώματα νεκρά…….

 

Περικλής Γιαννόπουλος

 Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα

ατελείωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να

περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η

πόλη

νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε

κάθε γωνιά

Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα

χαμένο του

πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να

περπατώ κρατώντας

Ακόμη μια σπίθα τρεμόσβηστη στις

υγρές μου

παλάμες.

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε

κανένας με γνώριζε.

 

Μανώλης Αναγνωστάκης

 

Παρότι πολλές δεκαετίες μεσολαβούν ανάμεσα στη συγγραφή των δύο ποιημάτων,

είναι εμφανείς κάποιοι κοινοί τόποι, κάποιες στιχουργικές εμπνεύσεις μεταξύ των δύο

ποιημάτων και κατεπέκταση και των δύο ποιητών. Κλειδί της δικής μου έμπνευσης

για την ανάδειξη και αξιοποίηση της διαφαινόμενης συγγένειας, αποτέλεσε η κοινή,

και στους δύο φράση: ‘’Κι η πόλη είναι νεκρή‘’. Γύρω λοιπόν, απ’ αυτόν τον σημασιολογικό πυρήνα, ανοίγονται σαν ομόκεντροι κύκλοι οι σκέψεις των δύο

συγγραφέων. Και οι δύο μιλούν για μια πόλη η οποία κάποτε ήταν ‘‘λαμπερή και στολισμένη’’ (στον Π.Γ) ‘’αγαπημένη και νοσταλγική‘’ (στον Μ.Α, αντίστοιχα) που

όμως τώρα είναι νεκρή και για τους δύο. Βέβαια και οι δύο αναφέρονται με τη λέξη ‘’πόλη ‘’σε δύο χώρους ταυτόχρονα, στους οποίους η εσωτερικότητα του ανθρώπου το περίγραμμα των προβολών του εαυτού στο ΕΓΩ του, (πρώτος χώρος) βρίσκεται σε

μια ιδιότυπη αλληλοπεριχώρηση με την εξωτερικότητά του με τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνικής σφαίρας που συνέχει την πόλη (δεύτερος χώρος). Έτσι στον

Π.Γ. αρχικά η πόλη φαίνεται να ήταν μια καθαρή εξωτερικότητα, ένα αστικό περιβάλλον (στ. 1-5) που σιγά σιγά εξαϋλώνεται και μετατρέπεται σε περρίρεουσα

ατμόσφαιρα κι ύστερα σε ‘’πνεύμα ‘’ (στ. 12) που αφομοιώνεται από τις ψυχές των ανθρώπων. Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δε γίνεται σε μια χρονική ακολουθία (γραμμική), αλλά αφήνει ο ποιητής να εννοηθεί ότι ταυτόχρονα ακολουθείται και η αντίστροφη πορεία, σ’ έναν χρόνο βιωματικό ή καλύτερα «αβίωτο», όπου το πνεύμα (κακό πνεύμα) μεταμορφώνει-νεκρώνει τα ανθρώπινα σώματα κι αυτά με τη σειρά τους στερούν από την πόλη την γιορτινή και λαμπερή της φορεσιά. Έτσι δηλαδή ο εσωτερικός ψυχικός χώρος του ανθρώπου αναπνέει ήδη στον πνεύμονα της πόλης με το οξυγόνο που αφήνει να εισέρχεται και να εξέρχεται από τις ανοικτές θύρες της και τα ανοιχτά παράθυρά της (στ. 8-9).

Μια παρόμοια σύζευξη του εσωτερικού στο εξωτερικό και αντίστροφα,

παρατηρούμε και στον Μ.Α. Έτσι λοιπόν, μέσα στους δρόμους τους παλιούς της πόλης (εξωτερικότητα), σιγά-σιγά ο ποιητής ανταμώνει τους ίσκιους των σπιτιών,

κάτι δηλαδή σαν το αντίστοιχο ‘πνεύμα’ στον Π.Γ., και καταλήγει σε μια βιοψία της εσωτερικής αυτής κατάστασης (στ. 10-12). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ‘’οι ίσκιοι των σπιτιών‘’ κάτω από τους οποίους περπατάει ο Μ.Α., είναι οι αντίστοιχες ‘’κατάκλειστες θύρες και κατάκλειστα παράθυρα‘’ που στοιχειώνουν τις δυο πόλεις.

Προφανώς και οι δύο εκφράζουν το μη ον της ύπαρξης, την παραφυάδα του μηδενός που ταλανίζει τη σκέψη όταν συνειδητοποιεί τη συμμόρφωσή της με την κοινωνική

αδράνεια και το πολιτειακό εξοβελισμό. Και στον Μ.Α. βέβαια η χρονική πορεία είναι αμφίδρομη, εφόσον ο ποιητής στους τελευταίους στίχους ξαναρχίζει την

αντίστροφη πορεία, όπου η μοναξιά του (εσωτερ.) με τα εξωστρεφή χαρακτηριστικά της απομυζά τους δρόμους από τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και τους

μετατρέπει σε αδιέξοδους εσωτερικούς ‘’διεξόδους,‘’ που οδηγούν στο αναπότρεπτο όχι όμως και στο 0 (μηδέν)-κάτι που τον διαφοροποιεί από τον Καρυωτάκη-γιατί

αφήνει μια σπίθα τρεμόσβηστη στις παλάμες του (ελπίδα για επιστροφή στη ζωντανή πόλη).

 

Όσον αφορά το μορφολογικό επίπεδο, και τα δύο ποιήματα είναι σε ελεύθερο στίχο και κινούνται στα όρια του ρεαλισμού με το συμβολισμό. Επίσης και οι δύο

χρησιμοποιούν την τεχνική της αντίθεσης, καθώς και του παράδοξου και του οξύμωρου σχήματος. Ο Π.Γ. στους πρώτους (στ. 1-5) παρουσιάζει την πόλη λαμπερή

κ.τ.λ. ενώ αμέσως μετά στον 6 ο στίχο ‘’ο ήλιος μόνος, κλαίει στους έρημους δρόμους‘’. Αντίστοιχα, το ίδιο κάνει ο Μ.Α. στον πρώτο στίχο (αγάπησα / μίσησα).

Ακόμα και οι δύο χρησιμοποιούν τον δυϊσμό (πνεύμα-σώμα) σε μια κατάσταση προσωρινής διακριτότητας μεταξύ τους, γιατί και οι δύο αποσκοπούν στη συνένωση

αυτών των δύο, σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου η βραχύβια αυτή αντίθεση, θα αρθεί και θα μπολιαστεί με μετωνυμική αναβάθμιση. Για παράδειγμα ο Π.Γ. επιστρατεύει

τον δυϊσμό (άνθρωποι-ψυχές) για να του χρησιμεύσει ως όχημα πάνω στο οποίο θα συρθεί η πλοκή της σκέψης του για να σχηματίσει τη μετωνυμική τροποποίηση των

δυο όρων (ψυχής) σκότος και (άνθρωπος) σώμα νεκρό.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα νοηματικό σύστιχο στον νου του αναγνώστη που παίρνει το προτασιακό του ανάφορο στη φράση / διαπίστωση ‘‘το σκότος στην

ψυχή μετατρέπει τον άνθρωπο σε νεκρό σώμα‘’. Και όλα αυτά βέβαια σημαίνονται στη σημειολογική περιφέρεια της ‘’ΠΟΛΗΣ ‘’, η οποία μετατρέπεται στο σημαινόμενο μέσα στο οποίο ο ποιητής αφενός επιτρέπει την συνήχηση της εν λόγω αντίφασης στο εσωτερικό της, αφετέρου τη μετατρέπει στο σημαίνον, του προτάγματος για πολιτική κατακραυγή, που δεν μηδενίζει αλλά προτρέπει για

κινητοποίηση (εσωτερικής και εξωτερικής) τους πολίτες της πόλης αλλά και την πόλη των πολιτών.

 Άρα παρατηρούμε ότι ο Π.Γ. όπως και ο Μ.Α. αντιδρούν έντονα για την κατάσταση της εποχής τους και εκφράζουν με ρητό τρόπο την απογοήτευσή τους.

Μάλιστα πολλές φορές το ύφος και των δύο είναι ειρωνικό. Επιπλέον, και οι δύο μιλούν σε μια γλώσσα άμεση η οποία διακρίνεται από μια γνησιότητα των λέξεων χωρίς να ενδίδει σε φιλολογική επίδειξη. Αντ’ αυτού και οι δύο έχουν το δικό τους προσωπικό ύφος, το οποίο όμως επιστρατεύει με αποδεικτική ισχύ τη σκέψη τους

όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. ‘’Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι εις το σκότος και γι’ αυτό οι ψυχές τους δένονται σε νεκρά σώματα’’ γράφει εν προκειμένω ο Π.Γ.

Έτσι λοιπόν και οι δύο κατακρίνουν την μικροαστική ψυχολογία που κάνει την πόλη νεκρή, τα σώματα νεκρά με δεμένες τις ψυχές πάνω τους.

Στον Π.Γ. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στο σκότος, χαμένοι, ενώ στον Μ.Α. ο μικροαστισμός της πόλης δημιουργεί ένα ον ξεχασμένο και μοναχικό, κάθε γωνιά

της παρουσιάζεται αφιλόξενη και ανοίκεια κι εγκλωβίζει το άτομο σ’ ένα ημίφως το οποίο επιτρέπει μόλις να διαφαίνεται μια αχτίδα ελπίδας, η οποία όμως σε υγρές

παλάμες εξατμίζεται στον αιθέρα της πόλης-χωρίς να εξαλείφεται πλήρως – ίσα για να φωταγωγήσει αδρά τον εσωτερικό χώρο της ύπαρξης, εκεί που η πόλη χαρτογραφεί με ευκρίνεια την απουσία της.

Άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό στη στιχοποιία των δύο ποιητών, όπως αυτή διαφαίνεται στα εν λόγω ποιήματα, είναι και η χρήση της τεχνικής τις επανάληψης

λέξεων ή ακόμα και αποσπασμάτων.  Για παράδειγμα παρατηρούμε στον Π.Γ.,

Υ Ρ

Η πόλη είναι λευκή

Η πόλη είναι ωραία

Η πόλη είναι γεμάτη παλάτια

επαναλαμβάνεται ‘’Η πόλη είναι…‘’ τρεις φορές, προφανώς για να επιτονιστεί η ταυτοποίηση της πόλης με την πρότερη (ή ακόμα και με την εξειδανικευμένη μορφή

της). Ταυτόχρονα, όμως, λίγο πιο κάτω παρατηρούμε άλλη μια επανάληψη,

Κ Ρ

Κατάκλειστες είναι όλες οι θύρες

Κατάκλειστα είναι όλα τα παράθυρα

Εδώ επαναλαμβάνεται το Κ και το Ρ, ενώ προηγουμένως το Υ και το Ρ. Αυτές όμως οι δύο επαναλήψεις συνδέονται σημασιολογικά και συντακτικά με το ρήμα (είναι).

Μ’ αυτόν τον τρόπο ο ποιητής καταφέρνει με έξοχο τρόπο να σχηματίσει μια φράση ως αποτέλεσμα της σύζευξης των παραπάνω συντακτικών μερών της κάθε

επανάληψης. Η φράση λοιπόν που προκύπτει είναι η εξής:

Υ Ρ Κ

‘’Η πόλις είναι κατάκλειστη ‘’

Παίρνοντας δηλαδή το Υ της πρώτης επανάληψης (Η πόλις) και το Κ της δεύτερης

(κατάκλειστη) και διατηρώντας παράλληλα το ίδιο συνδετικό ρήμα (είναι) καταφέρνει να προπαρασκευάσει τον νοητικό χώρο, που θα καλύψει ο επόμενος στίχος με την τελεσίδικη έκφραση του:

‘’Η πόλις είναι νεκρή‘’

Ο λόγος, βέβαια, που δεν εκφράζει απευθείας αυτήν την απαισιόδοξη κρίση, είναι ακριβώς επειδή κατά βάθος θεωρεί ότι υπάρχει ελπίδα. Γι’ αυτό και τα

κατηγορούμενα των πρώτων στίχων (λευκή, ωραία, γεμάτη, παλάτια), μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχουν σε μια δυνητική κατάσταση, λάμπουν σαν μαργαριτάρια μες στο

σκοτάδι, και φυσικά καθιστούν την ‘’κλειστότητα ‘’ ένα ένδυμα, ένα πρόσκαιρο και ανάλαφρο πέπλο, πάνω στην πόλη που χρειάζεται μόνο τα ανοιχτά παράθυρα και τις

ανοιχτές πόρτες για να το ξεφορτωθεί.

 

Στον Μ.Α. αντίστοιχα παρατηρούμε μια επανάληψη στους τρεις τελευταίους

στίχους του ποιήματος.

 

‘’Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανένανε

Κι ούτε κανένας με γνώριζε‘’

 

Σ’ αυτή βέβαια την περίπτωση, το κέντρο βάρους της αποβλεπτικότητας της τεχνικής της επανάληψης, βρίσκεται στην εσωτερική οπτική του ποιητή.

Χρησιμοποιώντας την προσωπική αντωνυμία (εγώ) σε δύο πτώσεις, (πρώτα στην Ονομαστική εγώ δε γνώριζα κανένανε, και ύστερα στην Αιτιατική ούτε

κανένας με γνώριζε) ουσιαστικά εκφράζει αυτή την σύζευξη της εσωτερικής εποπτείας της μοναξιάς του ποιητή και της αντίστοιχης επιβεβαίωσης της απ’ έξω

δηλαδή από το περιβάλλον της πόλης. Με λίγα λόγια, στην πρώτη περίπτωση (με τη χρήση του «εγώ»), ο ποιητής προβάλλει στον εαυτό του το αποτύπωμα της

«εσωτερικής» του ευθύνης για την «εξωτερική» του απομόνωση, ενώ στην δεύτερη (με τη χρήση του «εμένα»), μεταφέρεται από τη θέση του ‘’πράττοντος

Υποκειμένου‘’ στη θέση του ‘’πάσχοντος Αντικειμένου‘’, δηλαδή του αξιοπαθούντος μοναχικού όντος. Παράλληλα έχουμε και μια διαστολή του αισθήματος ανοικειότητας (το οποίο τρέφεται από τη δική του ενεργό εσωστρέφεια), η οποία έχει ως αποτέλεσμα την συστολή της εξωστρέφειας της ύπαρξης του, προσδίδοντας μια

κινητικότητα στο ζεύγος (συσταλμένης ύπαρξης - διασταλμένης μοναξιάς) χρησιμοποιώντας το ρήμα ‘’και προχωρούσα…‘’. Με την επιλογή συγκεκριμένου

ρήματος, γίνεται διαυγής και η μη αναστρεψιμότητα αυτής της καταστάσης καθώς ο δρόμος, στον οποίο περπατάει ο ποιητής, σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας

χαώδης μονόδρομος μέσα στο σκοτάδι όπου η αίσθηση του μηδενός όλο και πλησιάζει εγγύτερα. Έτσι λοιπόν, ο ποιητής άλλοτε μεταφερόμενος στο παρελθόν της

πεζοπορίας του (με μνημονικές πτυχώσεις) κι άλλοτε οραματιζόμενος το μέλλον (με επιθυμητικές –αν και δυσοίωνες- προβολές), μένει μετέωρος πάνω στο 0 (μηδέν) της ύπαρξης και στο άπειρο της μοναξιάς. Αυτό το ιδιοστατικό καθεστώς της κινούμενης ακινησίας, είναι ενδεικτικό της υφής της απογοήτευσης του ποιητή, η οποία αφανίζει λίγο λίγο την υπαρξιακή αγωνία, της οποίας η ελπιδοφόρα δεξαμενή, δείχνει να εξαντλείται από το αδηφάγο μηδέν.

Στην πόλη του Μ.Α. λοιπόν, το μηδέν αυτό παίρνει τη μορφή της απουσίας:

Ούτε ένα πρόσωπο, ούτε μια φωνή δεν ακούγεται, παρά μόνο η νύχτα, η οποία άλλες

φορές μεταμορφώνεται σε ‘’ίσκιο σπιτιού‘’, άλλες πάλι σε ‘’ασημαντότητα της παρουσίας‘’ και άλλες σε πλεονασμό σημειωτικό, μέσω της απομόνωσης από την αίσθηση της ‘’μη αναγνωρισιμότητας‘’ η οποία δηλώνεται με πολλά σημεία ποικιλοτρόπως.

Έτσι και στα δύο ποιήματα παρατηρούμε μια απεδαφικοποίηση της αίσθησης

του εαυτού ως ‘’πολιτικώς ανήκειν σε μια περιοχή σε μια πόλη‘’ και τη μετέπειτα επανεδαφικοποίηση σε μια απουσία ύπαρξης, σ’ ένα μη ον, που φωλιάζει στην

αναγνώριση και στην παραδοχή της απελπισίας του, στο πλεόνασμα του κενού, που όμως είναι καταδικασμένο να υποφέρει απ’ την οντολογική του απουσία, όντας

ακόμη ενσώματο, έστω και αν πρόκειται για ‘’νεκρό σώμα‘’ στον Π.Γ. ή ‘’ασήμαντη

παρουσία‘’ στον Μ.Α..

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου