ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΟΝ.ΚΑΝΔΥΛΑΣ: ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ



ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

(Κείμενο ομιλίας του Ιατρού και Λογοτέχνη Ιωάννη Κάνδυλα που  δόθηκε στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδυνών της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος στη Στέγη Γραμμάτων "ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ"και με τη συνεργασία της 5ης Μαϊου 2025)

                                           



      Πάμε κι εμείς τούτο το όμορφο δειλινό του Μάη , πάμε κι εμείς κατά του Αλφειού και της ΄Αλτης τα περάσματα, κατά κει που η σκέψη παραδίνεται αφοπλιστικά στη μαγεία ενός ιδιότυπου Ολυμπιακού Μεγαλείου (Εικ.1). 

                                       



΄Ενας άλλος κόσμος εδώ, όπου  η σιωπή παύει να είναι άφωνη, αφαιρετική. Αντίθετα, από κάθε γλυπτό δημιούργημα, αναδίνεται παλμός μυστηριακός που κινητοποιεί  αναπλαστικά σκέψη και καρδιά.  Και, εγώ, γειτονάκι της Αρχαίας Ολυμπίας, μεγάλωσα με το όραμά της  που απλώνεται πάνω σ’   ολόκληρη την Ηλειακή μου τη  γη.  

      Και, σας ομολογώ πως.  στα χρόνια της ωριμότητας, πιστός ακόλουθος   του Ολυμπιακού Πνεύματος, βάλθηκα να ξετυλίγω ολόκληρο το νήμα της  ζωής  μου, όλο και ποιο πίσω, όλο και ενωρίτερα, ώσπου σταμάτησα στα χρόνια της εφηβείας. Και, εκεί, βρέθηκα πάνω στους στίχους του Καβάφη:  «Με τόσες περιπέτειες, με τόσες γνώσεις, ήδη εκατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν» . Το κατάλαβα, το κατάλαβα και , με της Ιθάκης τις περιπέτειες, διδάχτηκα  και εγώ πως, σε τούτον εδώ τον κόσμο, υπάρχει και μία άλλη ποιότητα ζωής, εκείνη της αγωνιστικής καταξίωσης… Όπου,  τίποτε δεν χαρίζεται, όλα τα αληθινά τιμήματα κερδίζονται με ιδρώτα και μόχθο.  Και, αν έχουμε  αγωνιστική προδιάθεση,  ασφαλώς, μέσα στη λαχανιασμένη αναπνοή του Ολυμπιακού αγωνιστή, θα αντικρύσουμε  μία μεθυστική αθλητική φυσιογνωμία  πάνω σε σώμα  φωτεινά νεανικό.  Και, είναι τούτο το φως τόσο δυνατό που φωτίζει ολόσωμη και ελκυστική  την απείραχτη  Αλήθεια. 

     Και, με τούτη την Ολυμπιακή μου τη φόρμα,   χάριν αυτής της  όμορφης συνάντησης μαζί σας, για μια ακόμη φορά,   επισκέφτηκα ψυχολογικά το χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου







(Εικ. 2) Και…να:  Ηδη,  ο αρχαίος Έλληνας αθλητής, διαβαίνει το κατώφλι της  πύλης του Σταδίου, ταχύπαλμος και ταχυπνοϊκός, λόγω της αγωνίας για μία πολυπόθητη νίκη.   Μα την Αλήθεια, εκείνες τις στιγμές, θα ήθελα να προλάβω εκείνο τον αθλητή σ’ αυτήν εδώ την πύλη και να του ψιθυρίσω φιλικά:   « Ησύχασε … Προχώρα με όλα τα εφόδια του Ολυμπιακού πνεύματος που σου δίδαξε η μακροχρόνια αθλητική σου η  εμπειρία.  Και… στοχάσου  πως ο στίβος δεν είναι τόπος σφαγής . Είναι πρότυπο της καθημερινής μας ζωής, όπου, ο κάθε τίμιος αγωνιστής, παλεύει, μοχθεί  και  τολμάει, όπως εσύ, αλλά ποτέ δεν κάνει πίσω.  ΄Αντε , το στάδιο σε περιμένει ολάνοιχτο… Και ο Ολυμπιακός Δίας μαζί σου… Καλή επιτυχία…

       Όμως, τώρα, πρέπει να   επιστρέψω στο Ολυμπιακό μου το πόστο, (Εικ. 3):







΄Ενα ανάγλυφο Ολυμπιακό παλικάρι της νιότης, με κορμί αθλητικά καταπονημένο, όπου, φαίνεται πως μόλις βγήκε ηττημένο από το Στάδιο. Κινήσεις ολότελα αυτοματικές, κεφαλή με κλίση στο στήθος ενώ στο πρόσωπο και στα κλειστά τα μάτια είναι καταφανής μία αβάσταχτη θλίψη.  Και,   σχεδόν αυτοματικά, βάλθηκα να σκηνοθετήσω μία φανταστική μεν, όμως ρεαλιστική παράσταση από τη ζωή αυτού του παλικαριού: Λοιπόν, τον φαντάστηκα  ν’ αγκαλιάζει με πονόψυχη στοργή τον κορμό της ελιάς  ωσάν να της ψιθύριζε: «Σ’ αγάπησα, σε πόθησα παράφορα, μ’ όλη μου τη ζωή. Κι  έχασα το στεφάνι σου από τα όνειρά μου, την τελευταία στιγμή. Παρ’ όλ’ αυτά, θα σ’  αγαπώ παντοτινά και, για τον πόνο της ήττας, θα αλείφωμαι βαλσαμικά με το δικό σου το λάδι…»  ΄ Και άλλα και άλλα…ώσπου, στο σκηνικό,  παρουσιάστηκε πανέμορφη, θηλυκή φιγούρα, που, ελαφρά δακρυσμένη, τον ζύγωνε, όλο τον ζύγωνε και , τελικά, ρίχτηκε στην αγκαλιά του.  Και, τον φιλούσε, τον φιλούσε αδιάκοπα, πάνω στα δακρυσμένα του τα μάτια, στο  κάθιδρο πρόσωπο, στο στήθος παντού…   Κι ήταν εκείνο το  συναπάντημα  μία ελκυστική εικόνα της παρήγορης ανακούφισης…  Δώρο πραγματικά θεϊκό,  που, πέρα από κάθε  ωμή , ίσως, μηχανιστική αναμέτρηση, ανοίγει διάπλατα την καρδιά μας , γεμάτη από αγαπητική συμπαράσταση , γονεϊκή, φιλική, αδελφική, ερωτική… 

        Και, αφήνοντας εκείνη τη φανταστική μου  σκηνοθεσία του νεαρού ηττημένου αθλητή,   διατήρησα στο λογισμό μου ένα πέρασμα μέσα από την αθλητική του διαδρομή:  Όπου, η καθημερινή, πολύμοχθη  επιδίωξη για κάθε στόχο μας,  συμβαδίζει με την ματαίωση, την ακύρωση. ΄Και, αυτό, είναι το μότο του Ολυμπιακού αγωνιστή: «ευτυχών μεν μέτριος ίσθι, δυστυχών δε φρόνιμος»  Και τούτο το πολύτιμο αρχαίο γνωμικό, αυτόματα ενεργοποιεί λογισμό και  ορμή ενθαρρυντική: «δική σου η ζωή,  προσπάθησε πάλι» «τάχ’ αύριον έσετ’ άμεινον» (αύριο θα είναι καλύτερα). Ναι:  Δύναμή μου ,θάρρος μου και  αισιοδοξία μου.  Όπως ακριβώς το νωθρό νεροκύλισμα του αγαπημένου μου γείτονα, του Αλφειού: Ποτέ δεν έκαμε πίσω, ποτέ δεν δείλιασε σε στενά, σχεδόν απαγορευτικά περάσματα της κοίτης του, αντίθετα προχωρεί, ελίσσεται,  άλλοτε άνετα, άλλοτε στενωτικά, μα προχωρεί. Με μοναδικό, ασίγαστο πόθο, να ριχτεί στην αγκαλιά μιάς αχόρταγα φιλήδονης θάλασσας.  Τέλος πάντων,  με τα πιό πάνω Ολυμπιακά μου εφόδια,   είπα να ξανοιχτώ σε μία ολοκάθαρη διαστρωμάτωση  της εποχής μας:    ΄Οπου,.  σιγά-σιγά, το αλλόφυλο, ξενικό  παραλήρημα  εισέβαλε και στη Χώρα μας και παραμόρφωσε ασύστολα ολόκληρη τη  φιλήσυχη τη ζωή μας,  και, μαζί της την ατίμητη ηδονή της τιμιότητας. Και, στη θέση της τελευταίας, σήμερα διατίθενται άφθονα  φτηνά ηδονικά υποκατάστατα   «της μιάς βραδιάς»  προσιτά στον κάθε λαίμαργο τυχοδιώκτη.  Και, δυστυχώς, τούτη η κακότεχνη απομίμηση της γνήσιας ηδονής δεν ξέφυγε και από το σύγχρονο Διεθνές Ολυμπιακό Στάδιο. ΄Οπου, κάποιοι  αθλητές, είναι αδύνατο να πλαγιάσουν στον αθλητικό χώρο χωρίς ερωτικό συμπλήρωμα. Μωρέ τι μας λες; Τόσοι και τόσοι ήρωες, πολεμικοί, θρησκευτικοί , ακόμη και άντρες εξόριστοι ή εγκλεισμένοι σε τόπους καταναγκασμού πώς την έβγαλαν καθαρή και μονάχα εσύ αδυνατείς να κοιμηθείς μόλις λίγα 24ωρα χωρίς ηδονικό μεθύσι;   Κρίμα στο μπόϊ σου το ακατέργαστο,  ποτέ όμως αθλητικό ή, περισσότερο, Ολυμπιακό … Και… μην τολμήσεις να ζυγώσεις της Ολυμπίας το άβατο, εκεί θα σηκωθεί βοριάς κι ανεμοστρόβιλος  και θα σε πνίξει ο Αλφειός… 

     «Laboremus» , «ας εργαζώμεθα» όπως είπε ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Και, τούτο το  πολύτιμο φυλαχτό  φύλαξέ το στην καρδιά σου  νεαρέ μου αγωνιστή της σύγχρονης δύσβατης ζωής μας και μέσα σ’ αυτό  φύλαξε  όνειρα , οράματα, προσδοκίες που τόσο φιλότιμα περιβάλλουν κάθε νεανικό σου στοχασμό….  Και στοχάσου, πως η Ολυμπιακή ιδεολογία ποτέ δεν ζυγώνει τη  φυγόπονη  στείρα  «ραστώνη»  της καφετέριας ή τα ολονύχτια μεθοκοπήματα   μιάς  εκτροχιασμένης   νεολαίας με δάνεια ανεξόφλητα απ’ των γονιών τα πενιχρά αποθέματα…Κι όλα αυτά  ως ανταπόκριση σε κάλπικες απομιμήσεις μιάς κακόφατσης  «παγκοσμιοποίησης»… Αντίθετα, ο φιλότιμος νεαρός ονειρευτής μοχθεί  και ιδρώνει χωρίς ιδιοτέλεια, στα Ολυμπιακά τα εργατοχώραφα…

       «Είμαστε άντρες εμείς…»  όπως έγραψε ο συμπατριώτης και συνάδελφός μου γείτονας του Αλφειού, ο Καρκαβίτσας. Και ποτέ δεν θα ταπεινώσουμε τον Ολυμπιακό εαυτό μας  με ατέλειωτες ώρες ικετευτικής επαιτείας  πάνω στα σκαλάκια πολιτικών  καταλυμάτων για ένα κομμάτι άνοστο ψωμί διορισμού.  Πολύ περισσότερο, αν ο διορισμός αυτός, εκτοπίζει υποψήφιο με υψηλές εργατικές επιδόσεις ή, ακόμη, με αναπηρική δυσπραγία. Ο πραγματικός άντρας, με φόρμα ηρωικού περιπατητή,  ανοίγει πολλά μονοπάτια μέσα στους  ακανθόβατους φραγμούς δύσβατων δασών και προχωράει, προχωράει  για ν’αντικρύσει του ήλιου το πολυπόθητο φως…   Και, κάτω από τούτο το φως, αν θέλεις, νεαρέ μου οραματιστή της Ολυμπιακής άθλησης,  πάνω στο νεανικό σου στο στήθος,  ως σύμβολο της ατίμητης Ελληνικής καταγωγής σου, αποτύπωσε ένα στεφάνι ελιάς,  αιώνιο σύμβολο των πολύτιμων ιδανικών σου… Και, εκείνο το στεφάνι  θα λέει πολλά: Ότι, και περήφανοι ΄Ελληνες  είμαστε και  μοναδικοί επιδέξιοι   χειριστές του Ολυμπιακού Μεγαλείου.  

     Και, εγώ, ταπεινός Ολυμπιακός ξωμάχος, στάθηκα με αμηχανία ανάμεσα σε τούτο το αχαλίνωτο το  ξέσπασμα όπου ο ορθός λόγος παραμορφώνεται σχιζοφρενικά (Εικ. 4). Και, δεν σας το κρύβω: με τις  σκέψεις αυτές με πήρε ο  φόβος μιάς εγκατάλειψης, μιάς Ολυμπιακής ορφάνιας και, σε τούτες τις στιγμές  αποζητάω στήριγμα και  ικετεύω τον  Ολυμπιακό μου το λογισμό:   « Μείνε κοντά μου, μην με αφήσεις μόνο κι αβοήθητο σε τούτη την ηδονική παραζάλη, όπου, όχι σπάνια, συμβαδίζει με το έγκλημα,  έτοιμο να πυροδοτήσει  και τη δική μου τη ζωή, ακούραστη ξωμάχισσα στα χωράφια της Ολυμπιακής εργατιάς…. Φώτισε το δρόμο μου με τη δάδα του Ολυμπιακού δρομέα  και … χάρισέ μου ατόφια την Ελπίδα μιάς παλινόρθωσης στην ματωμένη τη Χώρα μας.. Και κάμε γλυκύτατο βάλσαμο την ψυχή μου και πότισε μ’ αυτό το μικρό το παιδάκι που κλαίει  ασταμάτητα στην έρημη αυλή  καθώς περιμένει μάνα και πατέρα που δεν θα γυρίσουν ποτέ…» 

(Εικ. 5)

Οι πόθοι μας ξεκίνησαν  κάποιαν αυγή

Και στο δρόμο τους  κατακόπηκαν…

 

Και, μαζί τους κατακόπηκαν όλα τα στοιχεία του Ολυμπιακού στοχασμού: αγάπες συγγενικές, όνειρα, προοπτικές,  όλα κατακόπηκαν   ματαιωτικά…  Και… τι απόμεινε;   Μία αχαλίνωτη ηδονική πολυμορφία της φτήνιας,  όχι σπάνια,  τραυματικά ματωμένη, γυναικοκτονικά  μαχαιρωμένη , αυτοκτονικά  ερημωμένη, ναρκωτικά φαρμακωμένη…..   Και τότε  ήταν που το μωράκι των ολίγων μηνών, πετάχτηκε στου Στρυμόνα τα παγωμένα νερά ή στον κάδο των σκουπιδιών ή και δηλητηριάστηκε από την ίδια του την  κακορίζικη τη μάνα… Και, τότε ακριβώς, το αγοράκι της Κρήτης  κατακάηκε, ματώθηκε, ξυλοφορτώθηκε ανελέητα από παράνομο δεσμό ηδονικής αποχαλίνωσης….  Και άλλα και άλλα, σε όλους γνωστά…     (ενός λεπτού  ΣΙΓΗ: Στρυμόνας , Τζωρτζίνα, Μαλένα, Ίριδα, Παναγωτάκης της Αμαλιάδας, μαρτυρικός ΄Αγγελος της Κρήτης…) .   Αλλά και στη γειτονιά της εφηβείας τα πράγματα δεν υπήρξαν καλύτερα.    Και εγώ, ταπεινός δουλευτής στα Ολυμπιακά αγροκτήματα, πάντα διατηρώ στην καρδιά μου το Γιακουμάκη της Γαλακτοκομικής , την Τοπαλούδη από τη Ρόδο, τον Καμπανό  από τη Θεσσαλονίκη και τόσους  άλλους… θύματα ενός ανόητου bulling και οπαδισμού  … Αλλά  πόσους να χωρέσει τούτη η καρδιά καθώς, σχεδόν κάθε ημέρα, κατακόβονται γονείς, γυναίκες ανυπεράσπιστες, νεαροί ανυποψίαστοι και παιδάκια της κούνιας…                                     Μα την Αλήθεια, με τις σκέψεις αυτές, αισθάνθηκα το Οξυγόνο      που ανάσαινα, να γίνεται όλο και λιγώτερο αποτελεσματικό, σχεδόν ασφυκτικό…     Και,  με  αγωνία  δυσπνοϊκή,  γαντζώθηκα  πάνω στην μοναδική παραστάτισσα της ζωής μου, στην τριλογία  του ωραίου, του μεγάλου, του αληθινού,  μοναδικό μου στήριγμα  σε τέτοιες δύσκολες στιγμές.   Και, πάντα σε εναγώνια αναζήτηση  ελεύθερου Οξυγόνου, κατηφόρισα, κατηφόρισα προς το Νότο, όπου, ούτε τραίνα συγκρούονται, ούτε οι ενοχές μπαζώνονται ,ούτε πολιτικές απάτες λαδώνονται … Και ο δρόμος μου μ’ έβγαλε  σε μικρή εργατική πολίχνη, λίγο πριν από το πέρασμα της ολυμπιακής φλόγας  που, στα χέρια του Ολυμπιακού του δρομέα,  αδελφώνεται αρμονικά με το κλαδί της ελιάς (Εικ.6) .   Και, στο αντίκρισμα  του δρομέα μου, παρεκτόπισα από την σκέψη μου όλες τις παραπάνω απαισιόδοξες εμπειρίες.     Και, τότε,  αυτοματικά, βυθίστηκα  σε ονειρικούς στοχασμούς, πού, τελικά, με οδήγησαν δίπλα στη φλόγα. Και πίστεψα πως έτρεχα δίπλα στο δρομέα,  αφουγκραζόμουν τους παλμούς της καρδιάς του, και, μαζί του, ανάσαινα αναπνοή λαχανιασμένη. Και, για να πω την αλήθεια, θα είχα καλύτερη έμπνευση δίπλα στο κορίτσι…. Τέλος πάντων, έτρεχα, έτρεχα με πόθο ασυγκράτητο  να ξανοιχτώ σε ελεύθερο Ορίζοντα , ν’ ανασάνω επί τέλους Οξυγόνο, πολύ οξυγόνο  ,ελεύθερο κι ολοκάθαρο, όπως η σκέψη του Λαού μας….    Και, με τούτη την αχαλίνωτη ορμή, πάντα με το λεβέντη το δρομέα μου,  άφοβος κι ελεύθερος, παρεκτόπισα – μπάντα! –σπείρες μικροπολιτικές, δημοσκοπικούς λαχειοπώλες,  χάρτινες  Κυβερνητικές   υποσχέσεις  και φούστες και παντελόνια και εσώρουχα από τα έδρανα της Βουλής…. Και ήταν τούτη μου η εξόρμηση μία ανεπανάληπτη μέθη, με κατακόκκινο σπιθάτο κρασί από γάμο στην Κανά  κι ας παν στην ευχή βάσανα αγχωτικά , αγωνίες και πόνοι  τούτης της εφιαλτικής εποχής μας….    Τελικά, από τούτο το ονειρικό μου το φτεροκόπημα μ’ έβγαλε η αγχωτική καθημερινή πραγματικότητα:  Κι όταν ο λογισμός μου επέστρεψε στη καθημερινή ρουτίνα της πολίχνης,  ο δρομέας μου  είχε ήδη εξαφανιστεί στα βάθη του Ορίζοντα, με το ατίμητο αγωνιστικό του το μήνυμα, βαθιά φυλαγμένο στην καρδιά του,  όπως του το εμπιστεύτηκε η ιέρεια της σεμνής Ολυμπιακής τελετής…  Και, εγώ, θύμα  μιάς στενόκαρδης αναπνοής,   ξαναγύρισα στο τυποποιημένο , λιγοστό οξυγόνο  της Κοινωνικής μου ζωής,  και εκείνο,  αιχμάλωτο στα Capital Controls  Mόσχας και Ουάσιγκτον, όχι όμως λιγώτερο και σε εκείνα του Ματιού και των Τεμπών… 

    

¨Όπως και αν συμβαίνει, ύστερα από τούτη την ονειρική συντροφιά με το δρομέα, θα συνεχίσω το δρόμο του Νοτιά, εκεί, στο κατάλυμά μου το Ολυμπιακό… Και, σε πείσμα της όποιας καταπίεσης,  ποτέ δεν θα δειλιάσω απέναντι σε τούτο το παγκόσμιο   πολεμικό  παραλήρημα,  και  πάντα θα υψώνω κραυγή απειλητική, απέναντι σε κάθε ξενόφερτη  κακόβουλη   απειλή: «Μακριά από τούτη την αρχαιολογική μου κληρονομιά, μη ζυγώσετε την Ολυμπιακή μου τη γη, που μου την εμπιστεύτηκαν Αιώνες και γενιές…  ΄Ένα κορμί μου απομένει και τούτο, γράφτε το καλά,  αν χρειαστεί, θα το θυσιάσω, αμυνόμενος εκεί, στην είσοδο του Σταδίου…»  Και, εκεί, άγρυπνος κι ασάλευτος,   θα  φυλάω σκοπιά  όπως  ακριβώς ο φρουρός στο  Σταθμό της Κατερίνης, έστω, και χωρίς το «τραίνο που φεύγει στις οχτώ», αφού εκείνο συντρίφτηκε από την ολιγωρία των Τεμπών... Κι ό,τι ’ναι νάρθει ’θε να να ’ρθεί….  Εκεί, στο πόστο μου, μέχρι να  κλείσω τα μάτια.  Κι όταν σβηστεί το φως των ματιών μου,  ασφαλώς, κάποιοι άλλοι φρουροί  θα πάρουν  τη θέση μου, μακάρι κάποια δικά σας, δικά μας παλικάρια….  

 

          Κάπου εδώ, θεωρώ πως ήρθε η ώρα να αφήσω  τούτο το  τιμητικό μου το πόστο. Και, πιστέψτε με, αγαπητοί μου  ακροατές,  δεν είμαι καθόλου εγωιστής, και τίποτε από όλα τα  πιο επάνω προσωπικά μου βιώματα δεν προτίθεμαι να κρατήσω για τον εαυτό μου. Αντίθετα, ολάνοιχτη θ’ αφήσω την καρδιά μου , γεμάτη από κάθε αγωνιστικό μήνυμα αυτής της διάλεξης και,  όποιος θέλει,  μπορεί να πάρει μαζί του όποια στοιχεία επιθυμεί.  ΄Οσο για σένα, νεαρέ μου οραματιστή της όποιας όμορφης κατάκτησης στον αγώνα σου, δώσε πίστη στο Ολυμπιακό το πρότυπο,  πολύτιμο στήριγμα σε μία ολοκάθαρη , αμόλυντη Συνείδηση. Και είναι τούτη η Συνείδηση  που, κάθε καινούργια  αυγή, ανατέλλει ολοφώτεινη, μαζί με του ήλιου το φως, και μας δίνει κουράγιο και δύναμη στη μέρα που ακολουθεί,  μακριά από κάθε  απειλή, φόβο , ή ενοχή.. Και… τη νύχτα… κάθε νύχτα, κατάκοπη από τον άγιο μόχθο της ημέρας, παραδίνεται  ηδονικά στην αγκάλη του πιο γλυκοφίλητου ύπνου… 

   Και, μόνο μια στιγμή, πριν σηκώσω το φερμουάρ τούτης της διάλεξης, ένα όμορφο τετράστιχο του ποιητή Ι. Πολέμη χαρισμένο σε όλους εσάς:

 

 «Μη φοβηθείς αυτόν που εστήριξε

την πίστη επάνω στην ελπίδα.

Τον είδα στη ζωή να μάχεται

μα πάντ’ ανίκητον τον είδα» 


                              Ι. Κάνδυλας