Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

΄ Ένα από τα καλύτερα ποιήματα που οι πιστοί απολαμβάνουν στη διάρκεια των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος είναι και το ποίημα της Υμνογράφου Κασσιανής της Μοναχής που ψάλλετε το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης.
Είναι το γνωστό ποίημα που αρχίζει ως εξής : «Κύριε οι εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή…»
Eνα κείμενο που συγκινεί και ικανοποιεί νοηματικά και συναισθηματική αλλά και ψυχαγωγικά , όταν αποδίδετε με επιτυχία.
Αρκετοί νεοέλληνες ποιητές επεχείρησαν με επιτυχία να αποδώσουν με στίχους στη σύγχρονη γλώσσα το ποίημα αυτό.
Θα παραθέσουμε μερικές από τις επιτυχημένες αποδόσεις στην νεοελληνική ποίηση.

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
(Σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)


Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά. θολά, βαριά τα κρίματα μου.
Μα ,Κύριε, πως η Θεότη Σου μιλά
Μες στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ’ η εντάφια γη
Από την δροσαυγή λουλούδια πήρα
Κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
Με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Ερωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
Τα δάκρυα μου.

Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με, Εσύ που δέχθηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτω οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντα Σου πόδια, βασιλιά
Μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
Και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
Θα στα σφουγγίσω.

Τα’ άκουσε η Εύα μες στο αποσπερνό
Της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
Κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ
Σώσε, έλεος ,κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός,
τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητο Σου το έλεος ,ο Θεός!
΄Αβυσσο η κρίση.

Μια ακόμη επιτυχημένη απόδοση είναι του Στέλιου Σπεράντσα με τον τίτλο:
KAΣΣΙΑΝΗ

Κύριε τα κρίματά μου, ξέρω, είναι πολλά.
Μα ως τόσο εγώ, πριν σ’ ενταφιάσουν, Θεέ μου, πήρα,
πήρα και σούφερα το δάκρυο που κυλά
Και της λατρείας μου ηλιoστάλαχτα τα μύρα.

Το ξέρω αλίμονο με ζώνει σκοτεινή
μια νύχτα κι έμειν’ η ζωή μου άχαρη, άδεια.
Ακολασίας με σέρνει ο οίστρος και πονεί,
πονεί η ψυχή μου μες στ’ αφέγγαρα σκοτάδια.

Συ, που απ’ του πέλαου τα νερά κι απ’ τις αυγές
τις δροσοστάλες ανυψώνει σύννεφα σου
δέξου μου, δέξου των δακρύων τις πηγές
και της καρδιάς μου το αναστέναγμα αφουγκράσου.

Γονατιστή θα σου γεμίσω με φιλιά
τα’ άχραντα πόδια, η συντριβή μου είναι μεγάλη
και με της κεφαλής μου πάλι τα μαλλιά
η αμαρτωλή θα σ’ τά σκουπίσω αγάλι-αγάλι.

Τα πόδια σου όταν η Εύα τα’ άκουσεν αργά,
στη σιγαλιά ν’ αντιχτυπούν του παραδείσου,
σαν ξαφνιασμένο ελάφι κρύφτηκε γοργά
μην αντικρίσει, Βασιλιά μου τη μορφή σου.

Τα κρίματά μου, Ψυχοσώστα, είναι πολλά
κι άδηλη η κρίση σου βαθιά. Τάχα ποια νάναι;
Ταπεινωμένη όμως στα δάκρυα τα θολά
σώσε με κι άμετρη συμπόνια κι έλεος κάνε..

Μια άλλη απόδοση του ύμνου είναι εκείνη του Βασίλη Κραψίτη την οποία και παραθέτουμε.

ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Κύριε, σαν ένιωσα τη θεία δύναμή σου
γυναίκα εγώ αμαρτωλή, στο βούρκο κυλισμένη
σα μυροφόρος έρχομαι σ’ Εσέ μετανοιωμένη
με μύρα να ράνω κλαίουσα, το άγιο κορμί σου.

Αλίμονο ! πως έζησα στα σκότη βουτηγμένη
σκλάβα σε τόσο δυνατό οίστρο ακολασίας;
Ασέληνος και ζοφερός έρως της αμαρτίας
φώλιασε μέσα, ωιμέ, σε μια αποδιωγμένη.

Εσύ που κάνεις σύννεφα το ύδωρ της θαλάσσης
δέξου ποτάμια δάκρυα, μετάνοιας ικεσίας
κάμψου σε όσα υπέφερα, Εσύ που γι’ αμαρτίας
άλλων, πολλά υπέφερες, τον κόσμο ν’ αγκαλιάσεις.

Τα άχραντα τα πόδια Σου Χριστέ μου θα φιλήσω
Αυτά, που στον Παράδεισο, η Εύα εφοβήθη
σαν τα’ άκουσε το δειλινό .Με των μαλλιών τα πλήθη
της κεφαλής μου, κλαίουσα, τα πόδια θα σφουγγίσω.

Τα κρίματα μου άπειρα. Και ποιος θα εξιχνιάσει
τα πλήθη των κριμάτων μου της σκοτεινής μου ζήσης;
Μη λησμονήσεις και σ’ εμέ το έλεος να χύσεις
Εσύ που άμετρο σκορπάς το έλεος στην πλάση.

Παραθέτουμε και μια τελευταία απόδοση από τον Μιχαήλ Πετρίδη.
Με τον τίτλο:

ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Κύριε, σαν άλικο κρασί η ηδονή
Την ήπια σε βαθιά ποτήρια στάλα-στάλα.
Κριμάτισα με το κορμί και την ψυχή
κι είναι τα κρίματα μου πλήθια και μεγάλα.

Μεσ’ σε τριζάτες αγκαλιές παλικαριών
του πόθου μου να σβήσω τη φωτιά ζητούσα
μα από τα σφρίγη των ωραίων τους κορμιών
όχι δροσιά ,μα φλόγα πάντα νέα αντλούσα.

Της σάρκας τη λαχτάρα, αφέγγαρη νυχτιά,
Μεσ’ στα σκοτάδια την ψυχή μου είχε κλεισμένη
στην αμαρτία δεν εύρισκα χαράς σταλιά
κι απ’ την τρυφή γυρνούσα πάντα πικραμένη.

Κύριε μες στης ντροπής την άναστρη νυχτιά,
μες στης απόγνωσης το πέλαο, που με πνίγει,
παρθένος ήλιος της αγάπης σου η ματιά
με τη θερμή φωτοχαρά της με τυλίγει.

Το πάθος μου προς τη λαλιά σου ξεψυχάει.
τους πόνους μου κοιμίσει η άγια σου γαλήνη.
Και τα τρισκόταδα του νου μου τα σκορπάει
το φως που από την όψη σου η ματιά μου πίνει.

Ω Κύριε, δέξου στο άχραντό σου το κορμί
μύρα ακριβά, σμιχτά με δάκρυα μου, να χύσω
κι άφησε ,ευλαβικά από πάνω σου σκυφτή
να γείρω με την κόμη μου να τα σφογγίσω.

Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου