ΟΜΙΛΙΑ ΗΛΙΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
''ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑ''
Ομιλία του Ηλία Σταύρου Δημητρόπουλου,
Στα Φιλολογικά βραδινά Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας
(Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019, Πάτρα)
Το θέμα που επέλεξα να αναπτύξω έχει πολλές πτυχές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Γι’ αυτό οφείλω εξ αρχής να τονίσω ότι επικεντρώνεται περισσότερο στην ιστορική
αναζήτηση της αφετηρίας των συμπαθών Ρομά και όχι τόσο στις κοινωνικές
διαστάσεις του.
Οι Ρομά της χώρας μας είναι Έλληνες πολίτες με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα. Μακριά λοιπόν από κάθε συνειρμό
ρατσιστικής μορφής.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για πάρα πολλά χρόνια οι Ρομά της Ελλάδος, αλλά και της σύγχρονης Ευρώπης, ζουν
στο περιθώριο ως μια ξεχωριστή κοινωνική ομάδα. Είναι άνθρωποι με τις δικές
τους κοινωνίες και πολιτισμικές καταβολές. Διακρίνονται από διαφορετική
νοοτροπία που τους αρέσει η φύση, ο ελεύθερος τρόπος ζωής. Πορεύονται με τις
δικές τους συνήθειες και έθιμα που τους οδηγούν σε ένα είδος απομόνωσης. Ποτέ
δεν εντάχθηκαν και αποτελούν την πλέον διακρατική μειονότητα στην Ευρώπη.
Και γεννιούνται τα αμείλικτα ερωτήματα.
Ποιοι είναι τελικά αυτοί οι άνθρωποι;
Ποια ιστορία κρύβουν στο ταξίδι τους μέσα στους αιώνες, σε όλες σχεδόν τις
Ηπείρους;
Είναι απορίας άξιον και συγχρόνως πρόκληση της ιστορίας το πώς οι άνθρωποι της
«φυλής των «νοικοκυραίων» παρουσιάζονται να μη διακατέχονται από το συναίσθημα
του «νόστου». Είναι ο μόνος λαός που ποτέ του δεν διεκδίκησε την επιστροφή στα
πατρώα εδάφη και διέγραψε από τη συλλογική του μνήμη ως και το ποια ήταν αυτή η
πατρίδα. Δεν κράτησε στις λαϊκές παραδόσεις του κάποιο έπος του, αλλά ούτε το
ελάχιστο δημοτικό τραγούδι που θα διηγούνταν το από πού, πότε και πώς συνέβη ο
ξεριζωμός του.
Ποτέ δεν πόνεσαν για τη χαμένη πατρίδα τους, ποτέ δεν θέλησαν να γυρίσουν σε
αυτήν, ποτέ δεν τη διεκδίκησαν ως πατρώα γη.
• Άραγε ποιες ειδικές συνθήκες οδήγησαν έναν λαό, με τις όποιες
παραφυάδες του, να ξεριζώσει κάθε θύμηση για την πατρίδα του ;
• Κρύβει κάποιο μυστικό η ταυτότητα των μετακινούμενων
«αστικών» νομάδων, που κατά καιρούς αποκαλούνταν Αθίγγανοι, Τσιγγάνοι, Γύφτοι
και επισήμως τώρα Ρομά ;
Το μόνο που διεκδίκησαν - μόλις το 1971 - ήταν να μην ονομάζονται πια με τα
διάφορα ονόματα που διάλεγαν οι άλλοι γι’ αυτούς, αλλά με εκείνο που οι ίδιοι
προτιμούσαν : ‘’Ρομά’’ ο λαός τους, και Ρομανί οι ίδιοι.
Το αίτημά τους έγινε δεκτό
τους διεθνείς οργανισμούς και με το πέρασμα στον 21Ο υιοθετήθηκε επίσημα να
τους αποκαλούμε Ρομά.
Η διεθνής ονομασία, που τους επιδόθηκε το 1979 στον ΟΗΕ, είναι ως «Διεθνή Ένωση
Ρομάνι». Πέρα από αυτή την ονομασία, οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούν κι άλλα
ονόματα γι’ αυτούς.
Η γλώσσα όλων των τσιγγάνων της γης είναι η Ρομανί, αν και υπάρχουν σοβαρές
διαφορές τσιγγάνων και γύφτων. Το Ρομανί ηχεί περίεργα οικείο σε όλες τις πάλαι
ποτέ κτήσεις των Ρωμαίων στα μέρη μας. Είναι, λοιπόν, ένα όνομα που
προσεταιρίστηκαν εκ των υστέρων, επειδή από τα μέρη αυτά πρωτοπάτησαν στην
Ευρώπη; Οι ίδιοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας αυτή την εκδοχή. Ρομά λένε,
σημαίνει στη γλώσσα τους «άνθρωπος» και μάλιστα «παντρεμένος», «νοικοκύρης».
Και αυτή την άποψη έρχονται και την ενισχύουν εξέχοντα μέλη του λαού αυτού,
όπως είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μπομπ Χόσκινς καθώς και ο δικός μας, ο δημοφιλής
Κώστας Χατζής. Όσον αφορά στο ερώτημα για το πώς προέκυψαν οι άλλοι
χαρακτηρισμοί, μπορούμε να φέρουμε για παράδειγμα το όνομα «Τσιγγάνοι», που
προέρχεται είτε από παραφθορά της λόγιας λέξης «αθίγγανοι» είτε από το τουρκικό
«τσιγκάν», που σημαίνει πάμπτωχος. Πολύ πιθανόν οι διάφοροι χαρακτηρισμοί που
τους συνοδεύουν να υποδηλούν, κατά ομιχλώδη τρόπο, τη χώρα καταγωγής τους. Με
τα σημερινά δεδομένα θα λέγαμε ότι ήταν οι τότε ‘’Λαθρομετανάστες του
Μεσαίωνα’’.
Η αναζήτηση της κοιτίδας τους
Ο πρώτος ευρωπαίος επιστήμονας που υποψιάστηκε ότι οι Γύφτοι δεν ήταν από την Αίγυπτο
αλλά από πιο μακρινά μέρη, ήταν ο καθηγητής του γερμανικού πανεπιστημίου Halle,
Γιόχαν Ρούντιγκερ, ο οποίος το 1782 δημοσίευσε άρθρο υπό τον τίτλο «Περί της
ινδικής γλώσσας και καταγωγής των Γύφτων», όπου συνέκρινε τη γραμματική δομή
της γλώσσας τους με εκείνες των ινδοάριων γλωσσών του Ινδουστάν (στο σημερινό
Πακιστάν). Από τότε έχουν δημοσιευθεί πάνω από 2.500 γλωσσολογικές εργασίες
πάνω στο θέμα. Το συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν όλες, ή σχεδόν όλες, είναι
ότι η κοιτίδα αυτού του λαού βρίσκεται στο σημερινό Ανατολικό Πακιστάν και στη
Δυτική Ινδία, στην κοιλάδα του Ινδού και στην περιοχή Μουλτάν του Πουντζάμπ
(Πενταποταμία).
Η παλαιότερη ονομασία τους στα αρχαία σανσκριτικά κείμενα αναφέρεται ως Ντομπά,
δηλαδή «μουσικοί από χαμηλή κάστα». Οι γλωσσολόγοι σημειώνουν το στοιχείο της
ιδιαιτερότητας της γλώσσας τους να μην έχει ουδέτερο γένος. Αυτή η
διαφοροποίησή τους από τη γλωσσική εξέλιξη των υπολοίπων κατοίκων της Ινδικής
χερσονήσου τοποθετεί την «απόσχιση» το αργότερο μεταξύ του 10ου -13ου μ.Χ. αιώνα.
Πρόκειται για τη χρονική περίοδο που οι Σελτζούκοι Τούρκοι εισέβαλαν στην
Περσική και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γλωσσολόγοι και ιστορικοί συμφωνούν ότι
η μετανάστευση του λαού των Τσιγγάνων πρέπει να έγινε σε τρία κύματα κατά την
ταραγμένη εκείνη περίοδο, με την τελευταία έξοδό τους προς το Βυζάντιο το πιο
πιθανό να έγινε στον 13ο αιώνα, όταν στις κτήσεις Τούρκων και Περσών εισέβαλαν
τα στίφη του Ταμερλάνου.
Το DNA (τους)
Το πιο πρόσφατο επιστημονικό πόρισμα για την προέλευσή τους δημοσιεύθηκε στις 16
Μαΐου 2012 στο περιοδικό «Nature» από μια διεθνή ομάδα εγκρίτων γενετιστών.
Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν συγκρίσεις των DNA των Ρομά της Ευρώπης με
αντιπροσωπευτικό δείγμα της τάξεως των 10.000 ατόμων από τις 214 φυλές της
Ινδίας και επαληθεύθηκε ότι πράγματι κατάγονται από τους Ντομπά της Ινδίας.
Οι Ντομπά - γνωστοί και ως Ντομ ή Νταλίτ- είναι παρίες-Αθίγγανοι, ακόμη και στη
σημερινή Ινδία. Εδώ γεννάται και το ερώτημα. Τί το ιδιαίτερο είχε ο
συγκεκριμένος λαός ώστε να τον «παρασύρουν μαζί τους» οι μετά τον Μέγα
Αλέξανδρο κατακτητές αυτής της τεράστιας χώρας; Η απάντηση αρχίζει να
ξεδιπλώνεται όταν ξεφυλλίσουμε τα αρχαιότερα κείμενα που αναφέρθηκαν γι’ αυτούς
στις χώρες που γειτνιάζουν με την κοιλάδα του Ινδού.
Επί της βασιλείας του Πέρση ηγεμόνα Μπαχράμ (420-438 μ.Χ.), ο Ινδός βασιλιάς
Σανγκούλ του πρόσφερε ως δώρο 10.000 οργανοπαίκτες από τη φυλή των Λούρι. Ο
Μπαχράμ τούς μοίρασε σπόρους και χωράφια για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Οι
Λούρι, όμως, έφαγαν τους σπόρους και ύστερα ζήτησαν από τον βασιλιά κι άλλους.
Τότε ο Μπαχράμ τούς έδιωξε αηδιασμένος στα πέρατα της γης. Αυτά αναφέρει, στη
«Βίβλο των Βασιλέων», ο πέρσης ποιητής Φερντοσί το 1011 μ.Χ. Τους Λούρι αυτούς
τους συναντάμε αμέσως μετά στα περίχωρα της Βαγδάτης, όπου οι Άραβες τους
αποκαλούν Τζατ. Η εκεί παρασιτική παρουσία τους καταλήγει σύντομα σε πολεμική
σύρραξη, με αποτέλεσμα να φθάσουν καταδιωγμένοι κάποτε στην Αίγυπτο. Πιθανόν
κάποιοι από αυτούς να έφθασαν και στα μέρη μας, οπότε έγιναν γνωστοί ως
Αιγύπτιοι - Γύφτοι. Φαίνεται όμως να ήταν απλώς το «πρώτο κύμα».
Το πέρασμα στην Ευρώπη
Εκεί γύρω στο 1001 μ.Χ., ένας τούρκος στρατηγός του αραβικού χαλιφάτου των
Αββασιδών, ο Μαχμούντ Γκαζνί (971-1030), είχε γίνει διοικητής του σημερινού
Αφγανιστάν και άρχισε αλλεπάλληλες επιδρομές στην κοιλάδα του Ινδού. Η πρώτη
επαρχία που προσέβαλε ήταν το Μουλτάν, η θεωρούμενη κοιτίδα των Τσιγγάνων. Τα
στρατιωτικά χρονικά της εποχής λένε ότι επέστρεψε με πολλές χιλιάδες αιχμαλώτων
που τους ενέταξε στον στρατό του. Μία μάλιστα πηγή αναφέρει ότι «είχε μαζί του
τέσσερα συντάγματα ‘’Τσικανίε’’, μαζί με τα γυναικόπαιδά τους». Τα πολυτάραχα
εκείνα χρόνια είναι οι αιώνες της αραβικής επέκτασης ως τον Καύκασο και την
Ινδία αλλά και της καθόδου των τουρκικών και μογγολικών ορδών από την
κεντροασιατική στέπα.
Οι Τσιγγάνοι της Περσίας ισχυρίζονται ότι τότε βρέθηκε η φυλή τους (Λομά)
μετεγκατεστημένη στην επαρχία Βασπουρακάν της Αρμενίας. Το 1021 ο ηγέτης της
επαρχίας ονόματι Σενεκερίμ Αρντζρούνι αντάλλαξε τη Βασπουρακάν με εδάφη στη
Σεβάστεια της βυζαντινής Κιλικίας, απέναντι από την Κύπρο. Να σημειωθεί ότι η
μετανάστευση αυτή συμπίπτει χρονολογικά με την πρώτη εμφάνιση Αθίγγανων στην
Κωνσταντινούπολη. Το αρμένικο Βασίλειο της Κιλικίας σύντομα καταλήφθηκε
διαδοχικά από Σελτζούκους Τούρκους, Σταυροφόρους και Μογγόλους. Επί δύο αιώνες
οι Τσιγγάνοι της Αρμενίας δεινοπάθησαν στα χέρια τους, μέχρι που το 1375 το
βασίλειο αυτό κατέρρευσε οριστικά και Αρμένιοι και Τσιγγάνοι κατέφυγαν με
γενοβέζικα πλοία στη σημερινή Μολδαβία, ιδρύοντας το βασίλειο της Βεσσαραβίας.
Δίπλα τους ήταν η σημερινή Ρουμανία, όπου οι Τσιγγάνοι βρήκαν ελεύθερη γη, αλλά
τελικά κατέληξαν σκλάβοι στους ντόπιους βοεβόδες.
Οι σφαγές του Ταμερλάνου
Μεγάλος αριθμός μελών της φυλής των Λομά κατέληξε επίσης στο σημερινό
Αζερμπαϊτζάν. Στο ‘’Βίο του Ταμερλάνου’’, που έγραψε ο Σύριος Αχμάντ ιμπν
Αραμπσάχ (1389-1450), διαβάζουμε για περίεργα περιστατικά που συνέβησαν στα
πρώτα χρόνια εξουσίας του αιμοβόρου αυτού στρατηλάτη, ειρήσθω εν παρόδω,
φέρεται ότι αυτός ο μουσουλμάνος Μογγόλος ότι εξαφάνισε στη συνέχεια 17 εκατομμύρια
ανθρώπους, ήτοι το 5% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού. Τρεις φορές, λέει,
ξεκίνησε ο στρατηγός για εκστρατεία, για να βρει και τις τρεις φορές τους
Τσιγγάνους να έχουν καταλάβει την πρωτεύουσά του. Τελικά κατέσφαξε τους
περισσοτέρους και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Το 1398, όμως, όταν ο
Ταμερλάνος εισέβαλε στο Μουλτάν της Ινδίας, βρήκε απέναντί του μια στρατιά από
Τζατ, ομόφυλους των Λομά. Επακολούθησε νέα μεγάλη σφαγή αυτών των «καταραμένων»
και ο ξεριζωμός όσων γλίτωσαν, μάλιστα, λίγο πριν από την τρομερή τελική μάχη
του Δελχί, ο ανελέητος Μογγόλος αποκεφάλισε μπροστά στον ινδό βασιλιά 100.000
αιχμαλώτους του! Το εσκεμμένο ή συμπτωματικό κυνηγητό των Λομά/Τζατ/Τσιγγάνων
από τις ορδές του Ταμερλάνου συνεχίστηκε όταν αυτός συγκρούστηκε με τους Σελτζούκους
Τούρκους. Έτσι μοιάζει τελείως λογικό το ότι η καταδιωκόμενη αυτή φυλή συνέχισε
να κινείται δυτικά, προς το Βυζάντιο και την Ευρώπη, ξεγράφοντας σταδιακά από
τη θύμησή της τον τόπο καταγωγής της και την προοπτική επιστροφής σ' αυτόν.
Η παρουσία των Ρομά στο Βυζάντιο
Εκεί γύρω στο 800 μ.Χ., γίνεται η πρώτη αναφορά στο Βυζάντιο του ονόματος
‘’Ατσίγγανο’’. Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια ενός λιμού η Αγία Αθανασία έδωσε
τροφή σε «ξένους που ονομάζονταν Ατσίγγανοι» κάπου στη Θράκη. Λίγο μετά, το 803
μ.Χ., ο Θεοφάνης ο Εξομολογητής έγραψε πως ο αυτοκράτορας Νικηφόρος βοηθήθηκε
από τους Ατσίγγανους στην καταστολή μιας εξέγερσης «μέσω της μαγικής τους
γνώσης». Και ύστερα, το 1054 μ.Χ., στο αγιορείτικο κείμενο «Η ζωή του Αγίου
Γεωργίου του Αναχωρητή» αναφέρεται πως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΧ ο
Μονομάχος απαλλάχθηκε από άγρια θηρία που κατασπάραζαν τα κοπάδια του με
δηλητηριασμένα δολώματα που έβαλαν οι Ατσίγγανοι. Με το όνομα όμως αυτό ήταν
γνωστή την ίδια εποχή μια μανιχαϊστική αίρεση περιβόητη για τις τελετές μαγείας
της. Υπάρχει το ενδεχόμενο να είχαν δώσει αυτό το όνομα και στους μελαψούς
ξένους λόγω της «παρόμοιας τέχνης»; Πάντως στο εξής οι βυζαντινοί λόγιοι τους
ανέφεραν ως Αθίγγανους (δηλαδή, αυτοί που δεν τους αγγίζεις), γεγονός που
παραπέμπει ευθέως στον ορισμό των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας των Ινδών.
Οι Δυτικοευρωπαίοι άρχισαν να κάνουν λόγο γι’ αυτούς αργότερα. Συγκεκριμένα το
1322 μ.Χ. ο Φραγκισκανός μοναχός Σίμων Σιμεώνις περιέγραψε «Ατσίγγανους» που
ζούσαν στην Κρήτη. Το 1350 ο Λουντόλφους Ζουντχάιμ τους ανέφερε ως
«Μαντιπόλους» (μάντεις περιφερόμενους από πόλη σε πόλη) που κατέληξαν σκλάβοι
στην Ήπειρο και κατέφυγαν στην Ενετική Κέρκυρα. Οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων
που μεταστάθμευαν στη Μεθώνη τους έβλεπαν εκεί να φτιάχνουν σπαθιά και υπέθεταν
ότι είχαν έρθει από την Αίγυπτο (Αιγύπτιοι - Γύφτοι - Gypsies). Άλλωστε και οι
ίδιοι φρόντιζαν να λένε στους Δυτικούς μια βολική ιστορία που τους έκανε
συμπαθείς :
«ήταν, λέει, μια φυλή καταραμένη από τον Θεό να περιπλανιέται επειδή είχε
απαρνηθεί τον Θεάνθρωπο Χριστό και τώρα ήταν κυνηγημένη από τους αλλόπιστους,
Άραβες και Τούρκους. Η ιστορία αυτή τους έδωσε «διαβατήριο» για τις χώρες των
χριστιανών, αλλά ίσως έτσι ξεκίνησε και η φημολογία ότι «οι Γύφτοι σκάρωσαν τα
καρφιά που σταύρωσαν τον Χριστό».
Στα χρόνια που η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαπλωνόταν στις χώρες που πριν ανήκαν
στους Βυζαντινούς, οι Ατσίγγανοι Αθίγγανοι / Γύφτοι / Ρομά προπορεύονταν ως
λαθρομετανάστες. Όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι τη Μολδοβλαχία, το 1410, κύματα
Τσιγγάνων μετατοπίστηκαν στη Βοημία. Ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος της Αγίας
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους εντυπωσιάστηκε τόσο από τα ταλέντα
τους, ως διασκεδαστών της αυλής, που τους εξέδωσε διαβατήρια για ελεύθερη
διέλευση προς όποια ευρωπαϊκή χώρα ήθελαν. Έτσι έγιναν γνωστοί στη Γαλλία ως
Βοημοί (και έτσι βγήκε ο όρος μποέμ) έφθασαν και στη Γερμανία, στην Ιταλία,
στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Έκτοτε οι Τσιγγάνοι εξαπλώθηκαν στη Βρετανία,
στη Σκανδιναβία, στη Ρωσία και στην Αμερική.
Η φυλετική διαστρωμάτωση των Τσιγγάνων
Γλωσσολογικά οι Τσιγγάνοι διαχωρίζονται σε τρεις κύριες φυλές: τους Ρομά, τους
Ντομά και τους Λομά. Οι Ρομά είναι η πολυπληθέστερη φυλή και περιλαμβάνει
αρκετά παρακλάδια, ήτοι: τους Καλντέρα, τους Καλντεράς και τους Κουρά-ρα, που
είναι κυρίως σιδηρουργοί, ξυλουργοί και καλαθοπλέκτες, αλλά και τους Λοβάρα,
που είναι εκτροφείς αλόγων. Τους συναντάμε στην Τουρκία, στα Βαλκάνια, στην
Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη. Επίσης στους Ρομά εντάσσονται οι Κάλε, που
ζουν κυρίως στη Νότια Γαλλία και στην Ιβηρική χερσόνησο με εξειδίκευση στο
τραγούδι, στο θέατρο και στον χορό φλαμένκο, ακόμη εντάσσονται και οι Σίντι,
που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στα σύνορα Γαλλίας – Γερμανίας (ιδιαίτερα στην
Αλσατία) και είναι εξειδικευμένοι στην ακροβασία και στις τέχνες του τσίρκου.
Τέλος, οι Ρομάνισελ, που απαντώνται κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ και
παραδοσιακά ήταν εκτροφείς αλόγων.
Οι τσιγγάνοι, που συναντώνται σε Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία, στην Αίγυπτο (οι
Γκάγκαροι), στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Τουρκία, ανήκουν γενικά στη φυλή των
Ντομά και εξειδικεύονται στα ακροβατικά και στην ταχυδακτυλουργία.
Αξιοπαρατήρητο είναι το ότι οι Ντομά της Αιγύπτου είναι στην πλειονότητά τους
χριστιανοί κόπτες.
Στην Αρμενία, στη Γεωργία και στο Ιράν συναντάται η τρίτη και πιο ολιγάριθμη
φυλή των Λομά, που εξειδικεύεται στην εκτροφή αλόγων. Συνολικά ο πληθυσμός τους
ανά τον κόσμο εκτιμάται στα 12 εκατομμύρια.
Οι «Κατσίβελοι» είναι Ρομά;
Στη Θράκη κυρίως, αλλά και σε μερικές άλλες περιοχές της Ελλάδας παραδοσιακά
αποκαλούν τους Ρομά «Κατσίβελους». Η προέλευση της λέξης είναι από τη λατινική
captivus (αιχμάλωτος, σκλάβος), που στα μεσαιωνικά λατινικά έγινε cattivello
(σκλαβωμένος, δύστυχος). Το πιθανότερο είναι πως οι λατινόφωνοι Βλάχοι έδωσαν
από οίκτο αυτό το προσωνύμιο στους ρακένδυτους Τσιγγάνους όταν τους
πρωτογνώρισαν. Ακόμη πιο πειστική είναι η ερμηνεία κατά την οποία οι Έλληνες
Βλάχοι που ως γνωστόν ανεβοκατέβαιναν στα Βαλκάνια για εμπορικές δοσοληψίες να
τους γνώρισαν ως σκλάβους και «σκλάβους» να τους απέδωσαν στα λατινικά.
Οι σχέσεις Τούρκων και Ρομά
Μπορεί οι παραδόσεις μας να λένε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν την «άστεγη
φυλή» άλλοτε ως σιδεράδες του στρατού τους, άλλοτε ως απαγωγείς παιδιών για τα
χαρέμια και άλλοτε ως κοινούς κατασκόπους, αλλά η μεταξύ τους σχέση δεν ήταν
ποτέ σχέση εμπιστοσύνης. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο δημώδες ανέκδοτο που
κυκλοφορεί από αιώνες στη γειτονική χώρα:
«Πηγαίνει μια μέρα ο Γύφτος στο τζαμί. Κατά τύχη βρίσκει θέση μόνο δίπλα στον
νταή του χωριού, τον Καρά Ρουστέμ. Οταν τελειώνει η λειτουργία και όλοι
στρέφουν το κεφάλι δεξιά - κατά πώς κάνει ο ιμάμης -, ο Γύφτος το στρέφει
αριστερά, προς τον Καρά Ρουστέμ. Βγαίνοντας από το τζαμί, κάποιος τον ρωτάει
γιατί γύρισε το κεφάλι ανάστροφα. Τότε εκείνος του απαντά: «Ο Αλλάχ συγχωρεί, αλλά
ο Καρά Ρουστέμ ποτέ!».
Γύφτοι και Γύφτοι σιδηρουργοί…
Μια άλλη, πράγματι εντυπωσιακή, εξήγηση για τον ξεριζωμό των Τσιγγάνων από την
Ινδία προέκυψε από μία έρευνα με αντικείμενο «Το μυστήριο του δαμασκηνού
σπαθιού». Το ατσάλι το ισχυρότατο αυτό κράμα σιδήρου και άνθρακα, το πρώτο
δείγμα που εντοπίστηκε ήταν ένα μαχαίρι που βρέθηκε στην Κύπρο, χρονολογούμενο
περί το 1.200 π.Χ. Στα σίγουρα, πάντως, τα σπαθιά από ατσάλι τα πρωτοσυναντάμε
ιστορικά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αριστοτέλης είχε εκφραστεί θετικά
για την αξία των μαχαιριδίων της Ανατολής και είναι γνωστό ότι ο Μέγας
Αλέξανδρος είχε διατάξει να κατάσχεται κάθε μεταλλείο και μεταλλουργείο που
βρισκόταν στα εδάφη που κατακτούσε. Όταν ο Ινδός βασιλιάς Πώρος συνθηκολόγησε
μαζί του, του χάρισε τριάντα λίβρες από το καλύτερο ινδικό ατσάλι και ένα
σπαθί. Είναι απορίας άξιον γιατί οι Μακεδόνες - και οι Ρωμαίοι που τους
διαδέχθηκαν - δεν επωφελήθηκαν από την τεχνογνωσία σφυρηλάτησης ομοίου ατσαλιού
στις χώρες που κατέκτησαν. Η εξήγηση των επιστημόνων μεταλλουργών ήταν ότι τα
χυτήρια των Ευρωπαίων, από την Αρχαιότητα ως και τον Μεσαίωνα, έφθαναν ως τους
1.200 βαθμούς Κελσίου και όχι στους 1.500 που χρειαζόταν αυτή η κατεργασία.
Ήταν άγνωστο πώς οι Ινδοί μεταλλουργοί τα κατάφερναν και σίγουρα κράτησαν καλά
το μυστικό τους. Το 1999 ήρθε μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη που έριξε φως στο
μυστήριο. Στα ερείπια της πόλης Γκιαούρ Καλά του Τουρκμενιστάν βρέθηκαν τρία
καμίνια του 1.000 μ.Χ., με πήλινο φούρνο, τροφοδοτούμενο με αέρα από κάτω, που
πράγματι μπορούσε να φθάσει τους 1.500 βαθμούς. Ο υπεύθυνος των ανασκαφών δρ.
Ντάφιντ Γκρίφιθς, του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου, δήλωσε ότι
πρόκειται για την πιο εξεζητημένη μεταλλουργική τεχνολογία που έχει ανασκαφεί
ποτέ. Η Γκιαούρ Καλά είναι η ελληνιστική πόλη, πρωτεύουσα της Βακτριανής,
Σογδιανής, Μαργιανής, η και μετέπειτα Σελεύκεια. Τώρα, το κατά πόσο οι
κατοπινοί κατακτητές της, υπήρξαν κοινωνοί του μυστικού του ατσαλιού δεν είναι
ιστορικά γνωστό. Πάντως, ως την πρόσφατη ιστορική εποχή η εθνική ημέρα των Τούρκων
περιελάμβανε το άναμμα ενός καμινιού, εις μνήμην της πηγής της δύναμής τους.
Στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης της Ινδίας σημειώθηκε και η πρώτη ερήμωση
των εκεί μεταλλείων σιδήρου. Οι εργάτες τους υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τον
τουρκικό στρατό και η φυλή-παρίας των μεταλλωρύχων της Χαϊντεραμπάντ
απογυμνώθηκε από όσους γνώριζαν το μυστικό κατεργασίας του ατσαλιού. Φαίνεται
λοιπόν πως αληθεύει παλαιά μας αντίληψη για τον «σιδερά γύφτο» που υπηρετούσε
τα οθωμανικά ασκέρια στα Βαλκάνια . Ενισχυτική άποψη για τέτοια σχέση δίνει η
λεπτομερής περιγραφή των σιδεράδων γύφτων της Μεθώνης από τον Arnold von Harff
το 1499: σημείωσε γεμάτος απορία ότι χύτευαν το σίδερο σε «χωνευτά καμίνια»,
σκαμμένα κάτω από τα πόδια τους, στο χώμα. Η διαμόρφωση αυτή λειτουργούσε σαν
χύτρα ταχύτητας που ανέβαζε πολύ υψηλά τη θερμοκρασία. Οι σημερινοί μερακλήδες
μεταλλουργοί που επιχειρούν να φτιάξουν ατσάλινα σπαθιά με την παραδοσιακή
«δαμασκηνή μέθοδο» καταφεύγουν ακριβώς στο ίδιο κόλπο. Σχετικά πρόσφατα έγινε
γνωστό ότι στα γειτονικά μας βόρεια Μακεδονία, πλέον, (πρώην Σκόπια)), μια φυλή
Τσιγγάνων λέγεται «Κοβάτσια», που στην ινδική διάλεκτο του Πουντζάμπ σημαίνει
«Σιδηρουργοί». Μια άλλη ονομάζεται «Μπαρουτσιέ», δηλαδή
«Πυριτιδοκατασκευαστές», και μια τρίτη «Τοπχανσά», δηλαδή «Χυτευτές κανονιών».
Είναι οι φυλές των Τουρκόγυφτων, που σύμφωνα με τη στρατιωτική ιστορία της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρείχαν τέτοιου είδους υπηρεσίες στον Σουλτάνο ως το
1912. Αν μη τι άλλο, στον τομέα των όπλων ο ξεριζωμένος αυτός λαός «μορφώθηκε»
περνώντας από τα σπαθιά στα κανόνια.
Γύρω από την κοινωνική Ζωή των Ρομά
Οι Ρομά ξεχωρίζουν εύκολα από τους υπόλοιπους ανθρώπους από ορισμένα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους, όπως : την άρνηση του δεσίματος με τη γη και γενικότερα
την ιδιοκτησία, την αγάπη τους για το ταξίδι, τη μουσική και το χορό. Έχουν το
δικό τους σύστημα διακυβέρνησης.
Κάθε κοινότητα έχει τον δικό της αντιπρόσωπο. Δεν έχει μεν καμιά νομική ισχύ,
ωστόσο τους αντιπροσωπεύει προς τα έξω (κρατικές ή δημοτικές αρχές). Ο αρχηγός
σημαίνει τον υπεύθυνο άντρα – αντιπρόσωπο που πρέπει, να είναι κάποιας ηλικίας,
σεβαστός, να έχει μεγάλη οικογένεια, οικονομική ευχέρεια, αλλά και ταλαντούχος
στις δουλειές. Να είναι επικοινωνιακός, με έντονη προσωπικότητα. Όλα αυτά μαζί
αποτελούν βασικές κριτήρια κοινής αποδοχής.
Στον τομέα της οικογένειας έχουν διαφορετικό σύστημα αξιών και κανόνων. Είναι
το αποτέλεσμα της ανάγκης από μια κοινωνία που τους διώχνει ή τους απορρίπτει.
Η οικογένεια είναι αυστηρά πατριαρχική και εμμένει σε αξίες, όπως η
οικογενειακή συνοχή, η πολυτεκνία και ο γάμος σε μικρή ηλικία. Κατά το παρελθόν
η κοινωνική διάρθρωση της ομάδας είχε μητριαρχικό χαρακτήρα. Μερικοί ερευνητές
ισχυρίζονται ότι αυτό το στοιχείο αποτελεί σοβαρή ένδειξη για την ινδική
καταγωγή της φυλής.
Τα λεγόμενα «κεράσματα» αφορούν το 3ήμερο γλέντι του γάμου και διαμορφώνονται
ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των οικογενειών του γαμπρού και της νύφης.
Αποκορύφωμα του γλεντιού είναι η πανηγυρική επίδειξη στους καλεσμένους, του
«σεντονιού», που είναι η απόδειξη της εντιμότητας της νύφης. Όσους ανθρώπους
εκτιμούν και σέβονται τους κάνουν κουμπάρους. Στον τομέα της τεχνολογίας και
των επιστημών, οι τσιγγάνικες μικροκοινωνίες ζουν κυριολεκτικά σε συνθήκες
τεχνολογικού και επιστημονικού αποκλεισμού. Ακόμη και η ενασχόληση μερικών
τσιγγάνων γυναικών με τη χαρτομαντεία καταλογίζεται στα αρνητικά τους.
Δύο από τα κλασικότερα έθιμα τους είναι : τα στολισμένα με κόκκινα πανιά
σπίτια, που σημαίνουν πως διαθέτουν παρθένα κόρη, ηλικίας από 13-17, έτοιμη για
παντρειά ή αλλιώς έτοιμη προς πώληση. Οι υποψήφιοι γαμπροί οφείλουν να είναι
αρκετά μεγαλύτεροι σε ηλικία από τη νύφη ενώ θα πρέπει να διαθέτουν καλή φήμη,
χρήματα και εξυπνάδα. Το δεύτερο είναι το κρέμασμα /έκθεση πλεξούδων σκόρδων
στους χώρους διαμονής, που έχει τη δική της σημασία, δηλαδή την αποτροπή της
βασκανίας (μάτιασμα).
Ένα από τα κύρια γνωρίσματά τους είναι η μουσική. Οι Έλληνες συνθέτες και
στιχουργοί, έχουν χρησιμοποιήσει τους όρους : τσιγγάνος, γυφτοπούλα, γυφτάκι,
τσιγγάνα-τουρκογύφτισσα. Από τα χαρακτηριστικά τους πήραν τα τσιγγάνικα μάτια,
το αράπικο κορμί, την ομορφιά του έρωτα, αποδίδοντας υπέροχα λαϊκά τραγούδια με
μεγάλη ευαισθησία.
Σήμερα, αλλά και στο παρελθόν, έχουν αναδειχθεί και έχουν γίνει διάσημοι στο
χώρο του λαϊκού τραγουδιού πολλοί έλληνες Ρομά. Από τα επαγγέλματα έχουν
υμνήσει: τη μάγισσα, τη χαρτοπαίκτρα κ.α. Οι τσιγγάνοι χρησιμοποιήθηκαν σε πάρα
πολλές περιπτώσεις σαν ιδανικοί εκτελεστές δημοτικών τραγουδιών με την σχεδόν
αποκλειστικά δική τους χρήση του κλαρίνου. Τα όργανα που αγαπούν είναι κυρίως το
κλαρίνο και τα κρουστά. Ως οργανοπαίκτες και τραγουδιστές, έχουν από αιώνες
τώρα μια διαχρονική παρουσία. Δεν διατήρησαν μόνο την ελληνική δημοτική
μουσική, αλλά έδωσαν τον δικό τους τόνο και χρώμα στη μουσική και τα τραγούδια
τους.. Για τη διάσωση, τη διάδοση καθώς και τη δημιουργία των δημοτικών
τραγουδιών η συμβουλή τους είναι τεράστια. Σε όλα τα χωριά και τα κεφαλοχώρια
της Ελλάδος στα γλέντια και τους γάμους στα πανηγύρια συμμετείχαν πρώτοι από
όλους οι γύφτοι και τσιγγάνοι ως μουσικοί της κομπανίας, βιολιτζήδες,
οργανοπαίκτες, μουσικάντηδες. Αυτοί έπαιζαν τα όργανα για να τραγουδήσει και να
χορέψει ο κόσμος.
Η Δέσποινα Μαζαράκη, ερευνώντας για την προέλευση του κλαρίνου στην Ελλάδα,
αποφαίνεται ότι το έφεραν οι τουρκόγυφτοι από την Τουρκία. Η ίδια συμπληρώνει
ότι στα παλιά τα χρόνια στους γάμους και στα γλέντια όταν λέγαμε ήρθαν τα
όργανα σήμαινε ότι ήρθαν οι γύφτοι.... Δεν θα μπορούσαν να λείψουν από ταινίες
και ντοκιμαντέρ. Αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό και έγιναν αρεστοί: «rom του
Μενέλαου Καραμαγγιώλη, οι τσιγγάνοι του Δημήτρη Ντούσα. Ταινίες λατέρνα φτώχεια
και φιλότιμο, λατέρνα φτώχεια και γαρίφαλο, έκαναν πολύ αγαπητούς του Ρομά στις
λαϊκές γειτονιές.
Εξάλλου κορυφαίες παγκόσμιες κινηματογραφικές ταινίες, έχουν υμνήσει την
ελεύθερη ζωή των Τσιγγάνων, όπως :
«Ο Καιρός των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα (1985). Ο Τσιγκάνος με τον Αλέ
Ντελόν, ‘’Οι Τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη του Εμίλ Λοτιάνου (Μολδαβική 1972),
‘’Το χωριό των Τσιγγάνων’’ κι άλλες.
Το Θέμα της Θρησκευτικής Πίστης
Όσον αφορά τη θρησκευτικότητα οι Ρομά έχουν τη δική τους ιδιότυπη σχέση με την
έννοια της θρησκείας. Υιοθετούν βέβαια την κυρίαρχη θρησκεία της χώρας στην
οποία ζουν και μάλιστα πιστεύουν βαθιά. Οι Έλληνες Ρομά τιμούν με κατάνυξη την
Παναγία, τον Ταξιάρχη (Αρχάγγελο) και τον Άγιο Γεώργιο (στη τσιγγάνικη γλώσσα,
το Εντερλέζι, που σηματοδοτεί και τη γιορτή της άνοιξης). Στη Θράκη οι
περισσότεροι είναι μουσουλμάνοι. Την ίδια στιγμή, οι θρησκευτικές τους
πεποιθήσεις έχουν ενσωματώσει στοιχεία από την ινδική καταγωγή τους. Κάποιοι
υιοθετούν παράλληλα ως σήμερα παγανιστικές θεωρίες και παραδόσεις της
μυστικιστικής Ανατολής. Αποδίδουν τιμές σε πάνινες κούκλες, διασώζουν
προφορικές ιστορίες για νεράιδες και φαντάσματα (τζατζίες). Και σε πολλούς
οικισμούς υπάρχουν επίσης Παλαιοημερολογίτες, αλλά και μικρές κοινότητες
Ευαγγελικών και Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Οι Έλληνες Ρομά παντρεύονται και βαφτίζονται, βέβαια, σύμφωνα με τα χριστιανικά
ορθόδοξα μυστήρια. Ορισμένες παραλλαγές υπάρχουν στις κηδείες, αν και δικά τους
ταφικά έθιμα συναντώνται επίσης στους μη Ρομά, όπως το σπάσιμο ενός πιάτου κατά
την έξοδο του νεκρού από το σπίτι («για να τρομάξει το κακό») ή την προτροπή
προς τον ιερέα να μην κοιτάξει πίσω κατά την πομπή προς το κοιμητήριο. Ειδικά ο
πληθυσμός των Φιτσίρα συνηθίζει να αποχαιρετά τους νεκρούς με βαριά ανατολίτικα
τραγούδια. Μέσα στο φέρετρο τοποθετούνται προσωπικά αντικείμενα του νεκρού,
μέχρι και κινητό τηλέφωνο, στο οποίο καλείται να «μιλήσει» με άτομα της
οικογένειας που βρίσκονται μακριά ή στη φυλακή.
Έγραψαν και είπαν Έλληνες λόγιοι για τους Ρομά
Ο πρώτος από τους Έλληνες λόγιους που ασχολήθηκε με τους Ρομά ήταν ο Δανιήλ
(Δημήτριος) Φιλιππίδης (περίπου 1750- 1832), που καταγόταν από τις Μηλιές του
Πηλίου. Ο Φιλιππίδης εξέδωσε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου ζούσε ήδη από το
1780, δύο εγχειρίδια, ένα ιστορικό και ένα γεωγραφικό για τις περιοχές αυτές.
Τα δύο αυτά έργα κυκλοφόρησαν το 1816 στη Λειψία.
Ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης από το Ζαγόρι της Ηπείρου δημοσίευσε στο
Παρίσι ανώνυμα μεταξύ 1820- 1821 μελέτη για τη γλώσσα και το θρήσκευμα των
Ρομά.
Για τη γλώσσα τους είχε γράψει και ο Πατρινός αξιωματούχος της Βλαχίας,
Διονύσιος Φωτεινός. Κορυφαίος μελετητής των Ρομά κατά τον 19ο αιώνα ήταν ο
Κωνσταντινουπολίτης γιατρός και λόγιος Αλέξανδρος Πασπάτης, ο οποίος το 1857
δημοσίευσε στο περιοδικό ''Πανδώρα'' τη μελέτη του ''Περί των Ατσιγγάνων και
της Γλώσσης Αυτών''.
Το 1861 η μελέτη αυτή εμπλουτισμένη και μεταφρασμένη στα αγγλικά δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό ''Journal of the American Oriental Society'', ενώ το 1871 κυκλοφόρησε
ως μονογραφία στα γαλλικά. Η ευρυμάθεια και η γλωσσομάθεια του Πασπάτη
προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στους Αθηναίους διανοούμενους της εποχής.
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα με τους Ρομά ασχολήθηκαν και οι Σταύρος Μερτζίδης
(γιατρός), Δ.Ε. Δανιήλογλου και ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Στα νεότερα χρόνια ο Κώστας Μπίρης το 1954 με το βιβλίο του «Ρομά και Γύφτοι-
Εθνογραφία και ιστορία των Τσιγγάνων» (Αθήνα 1954), ο Γεώργιος Έξαρχος με την
εισαγωγή του στο βιβλίο του Adriano Colocci «ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ
ΛΑΟΥ» και στις μέρες μας είχαμε σειρά δημοσιευμάτων του Μιχάλη Στούκα στην
εφημερίδα πρώτο ΘΕΜΑ (2018). Επίσης του Τάσου Καφαντάρη στην Εφημερίδα ΒΗΜΑ της
5 Ιουλίου 2014.
Πολλοί επώνυμοι συγγραφείς επηρεάστηκαν από τη ζωή των Ρομά και έγραψαν διάφορα
έργα και παραμύθια. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε την γυφτοπούλα, ο Γρυπάρης τη
Ζουχραέ, ο Δροσίνης το βοτάνι της αγάπης, ο Σκίπης τους τσιγγανόθεους.
Λογοτεχνικά έργα επηρεασμένα από τη γύφτικη και τσιγγάνικη ζωή τους έγραψαν ο
Βιζυηνός, ο Καρκαβίτσας, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Λουντέμης, ο Μάριος Χάκκας, ο
Μενέλαος Λουντέμης που αναφέρεται στην εκτέλεση πέντε γύφτων από τους Ναζί το
1944 στα Πετράλωνα και επί πλέον η Ελένη Σαραντίτη, η Μαρούλα Κλίαφα κι άλλοι.
Και βέβαια ο δωδεκάλογος του γύφτου του Κωστή Παλαμά, που πρόκειται για ένα
συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1907. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως
σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε
σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας
τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά. Ο προφητικός
είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899,
δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του ’97 . Σ’ αυτόν ο ποιητής, βαθιά
πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους.
Σε ορισμένα μέρη παρατηρήθηκαν κρούσματα που Έλληνες, μη Ρομά, επέδειξαν
εχθρικά αισθήματα προς τους γύφτικους πληθυσμούς. Απόρροια αυτής της
αντιπάθειας είναι και οι φράσεις :
Είδε ο γύφτος την γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του
«αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι, θα τρώγων και οι γύφτοι με τα κουτάλια
Ο γύφτος το δικό του κόσκινο παινεύει, καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι.
Ποιος είδε γύφτο γαλανό και γάτα μαυρομάτα, φέρεται σα γύφτος, τρώγοντας.
Θέλησε ο γύφτος να χορέψει και έσπασε το νταούλι.
Η διεθνής Κοινότητα για τους Ρομά
Το Συμβούλιο Ευρώπης ήταν ο πρώτος διεθνής οργανισμός, που ασχολήθηκε με το
ζήτημα των Ρομά το 1969 (σύσταση 563).
Οι διεθνείς οργανισμοί από τη δεκαετία του 1970 και μετά, παρουσίασαν μια
αξιόλογη κίνηση ιεραρχώντας ως προτεραιότητα τα θέματα της σχολικής
εκπαίδευσης. Συνέβαλαν για την πραγμάτωση και το συντονισμό των ενεργειών και
των δράσεων, που αναλαμβάνονται από τις κυβερνήσεις διάφορων χωρών. Ακολούθησαν
το 1977 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το 1984 η Ευρωπαϊκή Ένωση και το 1991 η
συνδιάσκεψη για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη. Ψηφίστηκαν κείμενα
και υιοθέτησαν πολιτικές στήριξης των Ρομά. Οι ρυθμίσεις αυτές και οι πολιτικές
εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, πάρθηκαν
αποφάσεις για συγκεκριμένες δράσεις υποστήριξης των Ρομά όπως : για το σεβασμό
των δικαιωμάτων τους, την επεξεργασία προγραμμάτων για τη βελτίωση της ζωής
τους, την δημιουργία δικτύου μεταξύ των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης στους
οποίους είναι εγκαταστημένοι Ρομά, τις προσκλήσεις για συμμετοχή εκπροσώπων των
οργανωμένων Ρομά στις διάφορες διασκέψεις, την παροχή οικονομικής βοήθειας, την
έγκριση μεγάλων χρηματικών ποσών για υλοποίηση δράσεων σχετικών με τη σχολική
εκπαίδευση των παιδιών τους και την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού.
Σήμερα, μετά από εκατοντάδες χρόνια αρνητικής αντιμετώπισης των Ρομά, από τους
μη Ρομά, αλλά και τους κρατικούς φορείς, η κατάσταση έχει βελτιωθεί αρκετά
(τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζουν τα επίσημα κρατικά
όργανα). Στο επίπεδο όμως του απλού μη Ρομά πολίτη η επιφυλακτική αντιμετώπιση
παραμένει, χωρίς όμως να έχει τα βίαια χαρακτηριστικά του παρελθόντος.
Ακόμη να σημειωθεί ότι η 8η Απριλίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα ων
Ρομά.
Η Ελληνική Πολιτεία για τους Ρομά
Μετά το 1922 χιλιάδες Ρομά ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα. Αυτοί
καταγράφηκαν ως ''αλλοδαποί, ακαθορίστου υπηκοότητας και αθιγγανικής
καταγωγής''.
Μετά από κάποια χρόνια μετακινήσεων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας δημιουργήθηκε
στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1932- 1935 η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση προσφύγων
Τσιγγάνων στην Αθήνα στα Πετράλωνα. Κάποιοι από αυτούς ίδρυσαν το 1939 τον
Πανελλήνιο Μορφωτικό Σύλλογο Ελλήνων Αθίγγανων που αποτελεί το πρώτο επίσημο
ιδρυθέν όργανο εκπροσώπησης Τσιγγάνων στην Ελλάδα.
Από το 1950 ως και το 1962 η κοινότητα των Τσιγγάνων της Αθήνας μετακόμισε
σχεδόν ολόκληρη από τα Πετράλωνα στην Αγία Βαρβάρα. Αργότερα δημιούργησαν
οικισμούς στο Μενίδι , Λιόσια και τον οικισμό Νέα Ζωή στον Ασπρόπυργο.
Για το νομικό καθεστώς των Ρομά εκδόθηκε το 1955 το Ν.Δ.3370/55 το οποίο
δημιούργησε το στοιχειώδες θεσμικό πλαίσιο για την αναγνώρισή τους ως γηγενείς
πολίτες της χώρας, μέχρι τότε οι Ρομά θεωρούνταν ανιθαγενείς και έφεραν ειδικό
δελτίο ταυτότητας του Τμήματος Αλλοδαπών, το οποίο ανανέωναν κάθε 2 χρόνια.
Στη αρχές της 10ετίας του 1970 επετράπη στους Ρομά να αποκτήσουν ελεύθερα την
ελληνική υπηκοότητα. Η πρώτη απόπειρα συγκρότησης ενός συνεκτικού πλαισίου
πολιτικής υποστήριξης για την κοινωνική ένταξη των Ρομά, παρατηρείται από τα
μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά.
Ακολούθησαν πολλά ευεργετικά θεσμικά μέτρα και στάδια για την ένταξη των Ρομά.
Η Ελληνική πολιτεία εναρμόνισε το εσωτερικό της δίκαιο με τις κοινοτικές
οδηγίες: Ν. 3304/2005, ΦΕΚ 16/Α περί της «αρχής της ίσης μεταχείρισης,
ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων,
αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» και επιχείρησε την
καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, μέσω της υλοποίησης
θετικών δράσεων κοινωνικής ένταξης.
Επαγγέλματα - Εργασία
• Όσον αφορά τα επαγγέλματα των Ρομά το 59,6% δήλωσαν ότι
απασχολούνται ως υπαίθριοι πωλητές και γυρολόγοι, το 13% ως εργάτες γης. Από το
59,6% των πωλητών και των γυρολόγων το 51,2% αναφέρει ότι εμπορεύεται ''είδη
ένδυσης- προικός'', το 19,2% ''οπωρολαχανικά'' και το 16% ''ηλεκτρονικά-
μικροπράγματα'' (ρολόγια, σακούλες, χαρτικά κλπ).
• Στις μέρες μας πολλοί Ρομά ασχολούνται ως ανακυκλωτές διαφόρων
υλικών. Δυστυχώς κάποιοι απ’ αυτούς επιδίδονται στο κυνήγι των μετάλλων,
παραβατικότητα με σοβαρές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο.
Πληθυσμιακά στοιχεία
Σίγουρα τα στατιστικά συμπεράσματα από διάφορες έρευνες που έγιναν για τους
Ρομά έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Κάποιες χρονολογούνται από τις δεκαετίες
του 1980 και του '90, κάποιες άλλες είναι μεταγενέστερες. Ας δούμε τα
σημαντικότερα στοιχεία :
• Το 27,1% των Ρομά έχει ένα ή δύο παιδιά, ενώ το 64,4% έχει από
τρία ως οκτώ παιδιά.
• Το 70% των Ρομά είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε κατοικίες, 22%
είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε καταυλισμούς, 5% θεωρούνται
''ημιεγκατεστημένοι'', δηλαδή περνούν τον χρόνο τους εξίσου σε δύο περιοχές,
ενώ οι ''διερχόμενοι νομάδες'' αυτοί δηλαδή που συνεχώς μετακινούνται είναι
περίπου το 3% των Ρομά.
• Οι περισσότεροι απ' όσους ζουν μόνιμα σε σπίτια διαθέτουν
τουαλέτα. Αντίθετα το ποσοστό των ημιεγκατεστημένων που διαθέτει τουαλέτα είναι
25%. Στους διαμένοντες σε καταυλισμούς το ποσοστό είναι 7,6%. Το 41% των μόνιμα
εγκατεστημένων διαθέτει λουτρό και το 38% πλυντήριο ρούχων. Στους ημιεγκατεστημένους
το ποσοστό είναι 16% και 10% αντίστοιχα.
Όμως οι Ρομά σε ποσοστό πάνω από 60% διαθέτουν αυτοκίνητο.
Εκπαίδευση
Στο θέμα της εκπαίδευσης των Ρομά τα πράγματα είναι τραγικά.
Πολύ μεγάλα ποσοστά είτε δεν έχουν φοιτήσει καθόλου στο σχολείο είτε φοίτησαν
και διέκοψαν, πριν καν ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους στη στοιχειώδη εκπαίδευση.
Σύμφωνα με έρευνα (Παπακωνσταντίνου, Βασιλειάδου, Παυλή-Κορρέ, 2010) το 69,7%
των ερωτηθέντων δεν είχαν πάει καθόλου σχολείο ή ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι.
Η σχολική φοίτηση των Ρομά επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η
μετακίνηση λόγω δουλειάς, τα οικονομικά προβλήματα, τα οποία τους αναγκάζουν να
αναζητήσουν εργασία ήδη από την εφηβική ή και την παιδική ηλικία, η απόσταση
από το σχολείο, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η έλλειψη κάποιας μόνιμης στέγης
κ.λπ.
Πολλά και πολυσύνθετα είναι τα προβλήματα που συνήθως συναντά ένας
Εκπαιδευτικός που διδάσκει Ρομά (Τσιγγάνους).
ΟΙ κατατρεγμοί των Ρομά
Ειρωνεία της τύχης θα λέγαμε, στη Βοημία που κάποτε τους έμπασε στην Ευρώπη
ψηφίστηκε το 1538 ο πρώτος νόμος περιστολής τους, για να ολοκληρωθεί το 1545 με
το διάταγμα των Αψβούργων που έλεγε ότι «όποιος σκοτώνει Γύφτο δεν διαπράττει
έγκλημα». Στα επόμενα 400 χρόνια οι Τσιγγάνοι έζησαν ουσιαστικά ως σκλάβοι -
τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Ρωσία -, για να κορυφωθεί ο ρατσισμός εναντίον
τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξοντώθηκαν περίπου
220.000 Τσιγγάνοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Το 1939, αποφασίστηκε όλοι οι Τσιγγάνοι που κατοικούσαν στη Γερμανία, να
εκτοπιστούν στην Πολωνία, την Αυστρία και την (τότε) Τσεχοσλοβακία (με σχετική
εντολή του Χίμλερ, Αύγουστος 1940).
Το 1941, αποφασίστηκε η οριστική λύση για το εβραϊκό ζήτημα και στο σχέδιο αυτό
συμπεριλήφθηκα και οι Τσιγγάνοι.
Τον Δεκέμβριο του 1942, ο Χίμλερ διέταξε όλοι οι Τσιγγάνοι με «μεικτό αίμα» να
σταλούν στο Άουσβιτς. Υπήρχαν ειδικά κρεματόρια και θάλαμοι αερίων για τους
Ρομά. Ορισμένες κατηγορίες (π.χ. όσοι είχαν παντρευτεί Άριες γυναίκες ή
υπηρετούσαν στον στρατό), δεν στάλθηκαν στο Άουσβιτς αλλά υποβλήθηκαν σε
«εκούσια» στείρωση.
Στο βιβλίο «οι Τσιγγάνοι» του Angus Fraser και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο ‘’Το
λησμονημένο Ολοκαύτωμα’’ γίνεται αναφορά για τους Έλληνες Ρομά «Οι Τσιγγάνοι
της Ελλάδας γλίτωσαν το Άουσβιτς το 1943, χάρη στις εκκλήσεις του Έλληνα
πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου (Δαμασκηνός)».
Ο Γιώργος Έξαρχος, στο βιβλίο του «Αυτοί Είναι οι Τσιγγάνοι», γράφει ότι το
23,47 % του τσιγγάνικου πληθυσμού της Ευρώπης, μαρτύρησε και θανατώθηκε στα
Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια.
Όσον αφορά το καθεστώς που επικρατούσε για τους Ρομά στις τέως κομμουνιστικές
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι πληροφορίες είναι αντιφατικές. Πάντως, στην
τότε Τσεχοσλοβακία, φέρεται ότι είχε εφαρμοστεί η στείρωση, μόλις γεννούσαν έναν
αριθμό παιδιών.
Ως επιμύθιο θα λέγαμε ότι λαοί που ξέχασαν ή δεν προάσπισαν την ιστορία τους
είτε εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο της ιστορίας, είτε, όπως στην προκειμένη
περίπτωση, ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Άρα μπορούμε να πούμε ότι η
σημερινή προσέγγιση έχει και διδακτικό χαρακτήρα.
Επίσης η Ευρώπη και γενικότερα η διεθνής κοινότητα πρέπει να λάβει πιο σοβαρά
και αποτελεσματικά μέτρα ένταξης στις κατά τόπους κοινωνίες των συμπαθών Ρομά,
με κλειδί το θέμα Σχολείο- εκπαίδευση, λαμβανομένου υπόψη τον υψηλό δείκτη
γεννητικότητας που παρουσιάζουν.
Βιβλιογραφία- Πηγές
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Κώστας Μπίρης, Ρομά και Γύφτοι- Εθνογραφία και ιστορία των Τσσιγγάνων, Αθήνα
1954
Οι Ρομά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, Εφημερίδα πρώτο ΘΕΜΑ 28/8/2018 (Μιχάλης
Στούκας)
Η ιστορία των Παντρεμένων, εφημερίδα το ΒΗΜΑ, 5/7/2014 (Τάσος Καφαντάρης)
Έρευνα (Παπακωνσταντίνου, Βασιλειάδου, Παυλή-Κορρέ) 2010
Διαδίκτυο