Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ1


Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ 
ΚΑΙ  Η  ΠΑΤΡΑ  ΣΤΑ  ΜΕΣΑ  ΤΟΥ  19ΟΥ ΑΙΩΝΑ1
Τα πρώτα παιδικά χρόνια του ποιητή στην πρωτεύουσα της Αχαΐας
                                                                      


του Πρωτοπρεσβυτέρου
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Κ. ΠΡΙΓΚΙΠΑΚΗ, Δρος Θ.
Καθηγητή του Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
       
     1. Ως γνωστό, η Πάτρα διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε τον 19ο αι. σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές πόλεις της Ελλάδος. Tο πρώτο μισό του αιώνα αυτού και μάλιστα κατά την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1860, η πόλη καταλαμβάνει τη θέση του κύριου εξαγωγικού κέντρου του Nέου Eλληνικού Βασιλείου2. Γι’ αυτό και στις συνειδήσεις των κατοίκων της, συνιστούσε κατ’ εξοχήν χώρο εμπορίου, ώστε να ανιχνεύεται σε όλους τους τομείς του βίου της ραγδαία εναλλαγή των γεγονότων, πράγμα που την κατέστησε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πόλη, η οποία στρέφεται προς τη θάλασσα, που είναι και το μοναδικό της όριο αλλά και ο κύριος οικονομικός της πνεύμονας, με το σχεδιασμό και την ανάπτυξη της «κάτω Πόλεως».
         Η «κάτω Χώρα», όπως ονομάζει τη νέα αυτή περιοχή ο Παλαμάς, σχεδιάστηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνεται στον οικονομικό ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει η Πάτρα ως εμπορικό εξαγωγικό κέντρο, ουσιαστικά δηλαδή ως χώρος οικονομικής δραστηριότητας με βάση το εμπόριο και τις ανταλλαγές, με πολλές επίσης κατοικίες στις οποίες θα εγκαθίσταντο συνήθως οι νέοι εύποροι κάτοικοί της. Έτσι, κατά την περίοδο των μέσων του 19ου αι. δεν αλλάζει μόνο το τοπίο της, αλλά μεταβάλλεται ουσιαστικά και η κοινωνία της πόλεως, οδηγούμενη προς την αστικοποίηση σε όλα τα επίπεδα, κάτι που παρατηρείται κυρίως και κατ’ εξοχήν στην «κάτω Πόλη»3, όπου μετανάστευσαν, εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν ήδη από τις αρχές του 19ου αι. οι προερχόμενοι από το Μεσολόγγι Παλαμάδες, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του μεγάλου μας ποιητή, Μιχαήλ.
       Οι κάτοικοι των Πατρών το 19ο αι. και ιδίως εκείνοι της «κάτω Πόλεως», εκτός από τους γηγενείς, είναι οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες, γι’ αυτό και αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. οι νέοι πληθυσμοί που εγκαθίστανται αποτελούν και τον κύριο δημογραφικό της τροφοδότη, ώστε, ενώ το 1828, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, ο πληθυσμός της να είναι – περίπου – 4.000 κάτοικοι, το 1853 να αριθμεί 19.499 κατοίκους, ενώ το 1896 ο πληθυσμός της να υπολογίζεται σε 36.000 κατοίκους. Το 1859 μάλιστα που γεννήθηκε ο Παλαμάς στην Πάτρα, ο πληθυσμός της ήταν, σύμφωνα με την τότε απογραφή, 20.000 χιλιάδες κάτοικοι, ενώ εκείνη τη χρονιά γεννήθηκαν στην πόλη 135 αγόρια, ένα από τα οποία ήταν και ο μεγάλος ποιητής.    
        2. Μετανάστες στην Πάτρα, προερχόμενοι από την Ρούμελη και μάλιστα από το Μεσολόγγι4, υπήρξαν και οι συγγενείς του ποιητή Παλαμάδες, σύμφωνα με τον Κ. Τριανταφύλλου,  οι οποίοι συναντώνται στην πόλη ήδη από τις αρχές του 19ου αι. και ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο σταφίδας, καθώς και με την προσφορά οικονομικών και νομικών υπηρεσιών ως ασφαλιστικοί πράκτορες, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και δικαστές.  Ο επιφανέστερος των Παλαμάδων των  Πατρών κατά το 19ο αι. υπήρξε, νομίζουμε, ο πατέρας του ποιητή, Μιχαήλ Παλαμάς. Ο Μιχαήλ γεννήθηκε το 1814 στο Μεσολόγγι, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εντάχθηκε στο δικαστικό σώμα, ανερχόμενος μέχρι και το βαθμό του Πρωτοδίκη Πατρών. Σύναψε γάμο με την Πηνελόπη, το γένος Κωνσταντίνου Πεταλά, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840, με την οποία απέκτησε τρείς γιούς, τον Χρήστο το 1849, τον Κωστή το 1859, και τον Νικόλαο το 1861.
    3. Εξαιτίας της υψηλής θέσης που κατείχε ο Μιχαήλ Παλαμάς στο δικαστικό σώμα αλλά και στην κοινωνία των Πατρών, εγκαταστάθηκαν μετά το γάμο του με την Πηνελόπη Πεταλά αρχικά σε ενοικιαζόμενη οικία της «κάτω Πόλεως», κοντά ίσως στην μετέπειτα μόνιμη κατοικία τους στην οδό Κορίνθου, όπου επρόκειτο να εγκατασταθούν μόνιμα από το 18575. Στην κάτω Πόλη το 19ο αι. οι πλέον σημαντικές οδοί ήταν οι Κορίνθου, Ερμού, Μαιζώνος, Αγίου Νικολάου, Αγίου Ανδρέου και Όθωνος - Αμαλίας, ενώ όσον αφορά ειδικότερα στην οδό Κορίνθου, αυτή αποτελούσε τον κύριο οδικό άξονα εισόδου - εξόδου, που έτεμνε εγκάρσια και κατά μήκος ολόκληρη την «κάτω Πόλη». Η οικογένεια του Μιχαήλ Παλαμά συνεπώς, επέλεξε να ζήσει στην καρδιά της νέας και αναπτυσσόμενης περιοχής των Πατρών και μάλιστα στην κεντρικότερη από τις οδούς της σε ιδιόκτητη, πολυτελή για την εποχή, διώροφη οικία. Όπως θυμάται ο ποιητής, «το σπίτι μας πατρικό δίπατο. Στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια. Σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, ανίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία», καθώς ακολουθήθηκε στην ανοικοδόμηση ο κυρίαρχος ρυθμός στον οποίο κτίζονταν συνήθως οι οικίες της «κάτω Πόλεως».
      Η οικία των Παλαμάδων στην οδό Κορίνθου, την οποία αποκαλεί ο ποιητής «πατρικό άγιο σπίτι» και την αισθάνεται ως τη «φωλιά του» και ως τη  «γάστρα του», ξεχώριζε από όλες τις υπόλοιπες εκείνη την εποχή, αφού όπως τονίζει ο αδελφός του Χρήστος, «το σπίτι … κατ’ εκείνην την εποχήν είχεν ασημότερα κοντά του και ολόγυρά του γειτονικά σπίτια και ήτο … εσφηνωμένον μεταξύ δύο άλλων πολύ παλαιοτέρων και ασημοτέρων από αυτό». Γι’ αυτό και ο μικρός Κωστής θυμάται και αναφέρει πως υπήρχε, «κολλητά με το σπίτι μας έν’ άλλο σπιτάκι μ’ ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ’ ένα φούρνο κάτου. Ο φούρναρης κράζονταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ’ ένα μαραγκό. Εδώ θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο. Και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε από μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι - συνεχίζει - και κάποιον άλλον αντικρύ. Δεν ξέρω τι και ποιος να ήταν».
    4. Στην ιδιόκτητη οικία της οδού Κορίνθου η οικογένεια του Μιχαήλ Παλαμά εγκαταστάθηκε το φθινόπωρο του 1857, όπου έπειτα από δεκαπέντε μήνες γεννήθηκε ο δευτερότοκος Κωστής, στις 13 Ιανουαρίου 1859, ημέρα Τετάρτη στις 2 μμ και το 1861 το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο  Νικόλαος. Ο δευτερότοκος Κωστής, έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του Κωνσταντίνου Πεταλά, όμως φαίνεται ότι από πολύ νωρίς αντιμετώπισε προβλήματα στην ανάπτυξη της ομιλίας του, παρουσιάζοντας «βραδυτάτην λειτουργίαν της γλώσσης και της ομιλίας». Γι’ αυτό και, όπως σημειώνει ο ίδιος, «Μου λένε πως άργησα να μιλήσω. Άναρθρα και με νοήματα συγκοινωνούσα για καιρό με τους δικούς μου». Ωστόσο, η φροντίδα και η θαλπωρή που του πρόσφερε η μητέρα του, η «ζέστα της μητέρας» του όπως την αποκαλεί, τον βοήθησαν αποφασιστικά να ξεπεράσει εντελώς το πρόβλημα, καθώς «πέταξε - όπως αναφέρει - με μιας η γλώσσα μου και με όλη της τη ζωηράδα», και μάλιστα παρουσίασε, σύμφωνα με τον αδελφό του, «ταχυτάτην … ανάπτυξιν και εκδήλωσιν εκτάκτου νοημοσύνης».
Τα αδέλφια Χρήστος (14 ετών) και Κωστής Παλαμάς (4 ετών) στην Πάτρα το 1863
      5. Ο ποιητής δεν παραλείπει να αναφερθεί, έστω και αμυδρά, στη σύντομη σχολική του ζωή στην Πάτρα στο ιδιωτικό σχολείο του Δημητρίου Πορφυρόπουλου, για το οποίο θυμάται πως «ήτανε σιμά στο σπίτι», αλλά και πως «ο δάσκαλός του ήταν ένας ψηλός καλοθρεμμένος άνθρωπος και σάμπως και με καλή καρδιά και μ’ ευγενικά φερσίματα». Από τη σχολική του ζωή θυμάται επίσης την οδυνηρή εμπειρία που δοκίμασε από την αγενή συμπεριφορά ενός συμμαθητή του, αλλά και πως, επειδή έκανε κάποια σοβαρή αταξία στο σπίτι γιατί ήταν ζωηρό παιδί, η μητέρα του, «θα την έχασε την υπομονή της …, και κάτι θα μήνυσε του δασκάλου για μένα». Ο δάσκαλός του Πορφυρόπουλος, προκειμένου να τον συνετίσει, ζήτησε την επομένη από τους συμμαθητές του στην αίθουσα να κάνουν ησυχία και είπε: «- Παιδιά μου, ξέρετε πως έχουμ’ εδώ μαζί μας ένα παιδάκι. το παιδάκι τούτο είναι στο σχολείο εδώ μέσα ένας άγγελος. Μα στο σπίτι του μέσα το παιδάκι αυτό είναι δαίμονας. Ποιο είναι τούτο το παιδάκι; Και όλοι γυρίσανε και κοίταξαν εμένα», παρατηρεί ο ποιητής, ώστε να νοιώσει μεγάλη ντροπή. Το ότι ήταν ζωηρό παιδί ο Κωστής το δηλώνει και ο ίδιος, αναφερόμενος στην αντίδραση του πατέρα του σε μια του αταξία στην οικία τους.         
       6. Η οικογένεια του ποιητή ήταν εξαρχής στενότατα συνδεδεμένη με το εκκλησιαστικό περιβάλλον των Πατρών6 και τους γονείς του διέκρινε βαθιά ευσέβεια και στενός σύνδεσμος με την λειτουργική ατμόσφαιρα της πόλεως. Γι’ αυτό και φαίνεται πως η παρουσία τους ήταν συχνότατη στο ναό της Ευαγγελίστριας, του Αγίου Ανδρέου, και της Παντανάσσης, δηλαδή στους τρείς επιβλητικούς ναούς που ανοικοδομήθηκαν εκείνη την περίοδο στην κάτω Πόλη7. Την ζωντανή σχέση της οικογένειάς του με το εκκλησιαστικό περιβάλλον της πόλεως, μαρτυρεί μάλιστα ο ίδιος ο Παλαμάς σ’ ένα ποίημά του, όπου κάνει λόγο για το εκκλησιαστικό ήθος των γονέων του, καθώς θυμάται πως ο πατέρας του τον επήγαινε … / την Κυριακή στην Εκκλησιά· /(….), αλλά και τα βράδια τον κοίμιζε η μητέρα /με τ’ όνομα της Παναγιάς.
  7. Ο ποιητής, αναπολεί επίσης με νοσταλγία και το παιχνίδι στα πρώιμα χρόνια του.  Συνήθεις τόποι παιχνιδιού των παιδιών Χρήστου και Κωστή ήταν το «περιβόλι της βασίλισσας», δηλαδή η σημερινή πλατεία Όλγας, και ιδίως το περιβολάκι, ο κήπος στην πίσω πλευρά  της οικίας τους. Την πλατεία Όλγας, αποκαλεί ο Παλαμάς «περιβόλι της Αμαλίας. Έτσι λέγονταν - παρατηρεί - με τ’ όνομα της πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι», από την οποία θυμάται  «μονάχα τα δεντρολίβανα. πυκνά συμπλέγματ’ αραδιαστά, μαυρολογούσανε μπροστά του». Ο Χώρος της πλατείας του φάνταζε έτσι «σαν ένα ισκιωμένο δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο. δεν ξέρω αν κάπου μέσα εκεί ανάβρυζε κανένα σιντριβάνι. σα να μου έρχεται στο νου τέτοιο κάτι». Ο κύριος και πλέον ασφαλής χώρος όμως για το παιχνίδι των παιδιών και, ιδιαιτέρως του μεγαλύτερου Χρήστου, ήταν ο μικρός κήπος, το περιβολάκι, στην πίσω πλευρά της οικίας, ο οποίος παρείχε αναψυχή, όπως αναφέρθηκε, σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, συνδεδεμένη περισσότερο με τον μικρό αυτό οικογενειακό κήπο στη θύμηση του ποιητή υπήρξε η μικρή Φωτεινή, η οποία αποτέλεσε γι’ αυτόν «αγάπη κι αυτή, σαν όλες μου τις αγάπες, ιδεατή και από ένα κάποιο μάκρεμα, πάντα με του ονείρου τον παραδαρμό παρά με το σπαρτάρισμα της απολαβής».
     8. Στην πατρική οικία της οδού Κορίνθου τα παιδιά φαίνεται πως είχαν κοινό υπνοδωμάτιο και μάλιστα ως τόπο κατάκλισης το πάτωμα, ιδίως τα καλοκαίρια, σε «μιαν απλόχωρη στρωματαριά, έτοιμη να μας δεχτή για ύπνο …». Μια καλοκαιριάτικη νύχτα μάλιστα που ήταν ανοιχτό το παράθυρο, έγινε εκεί η πρώτη γνωριμία του μικρού Κωστή με το φεγγάρι και δέχτηκε την πρώτη επίσκεψη της ποίησης. Στην πατρική του οικία ήρθε επίσης σε επαφή και με την ιδέα της τρέλας, απέκτησε δηλαδή την εμπειρία των «χτυπημένων», στα πρόσωπα του γείτονά τους Μπελαγγάμπα που ήταν πράγματι τρελός, αλλά και της θειας Βγενούλας, αδελφής της γιαγιάς του Αλτάνης, που ήταν «μουρλή». Οι χτυπημένοι για τον Παλαμά, είναι «οι δυστυχισμένοι και οι ακριβοί που μέλλονταν - όπως σημειώνει - μπροστά μου να σταθούν, από τα πρώτα μου τα χρόνια έως τα τωρινά, και να διαβούν. Και άλλοι να με διασκεδάσουν, άλλοι να με ανησυχήσουν, άλλοι να με βασανίσουν, άλλοι να μ’ αγαπήσουν».  
        9. Ο μικρός Κωστής θυμάται ακόμη και τους τόπους περιπάτου και αναψυχής της οικογένειάς του, που ήταν τα Ψηλαλώνια, ο Μώλος και το μοναστήρι του Γεροκομιού. Όπως τονίζει, «της Πάτρας εκείνης δεν έχω στο νου μου άλλες μεριές, μονάχα το Γεροκομειό, το εξοχικό το μοναστήρι που μονάζουν εκεί πολύ περισσότερο από καλόγερους οι χαροκόποι της χώρας και τα κοσμικά τα πανηγύρια. Μα το θυμούμαι πιο πολύ σαν όνομα παρά σαν τόπο. Και τα Ψηλαλώνια. ο κεντρικός πλατύς τετράγωνος περίπατος που αντίκρυζες από τα ύψη του το ηλιοβασίλεμα, θαρρώ, σε όλη του τη δόξα. Και ζωηρότερα πάντα, κ’ ύστερα και μαζί με το περιβόλι που σας είπα, το μώλο. Το μώλο με τη θάλασσα την άγρια, την πολύβοη, την ακοίμητη. Και το φανάρι του μώλου στην άκρη».  
     Η ταυτότητα  και το κέντρο της ζωής της  πόλης των Πατρών το 19ο αι. εντοπίζεται στο Μώλο, στο λιμάνι της. Γι’ αυτό και σε ελαιογραφία του 18608, εποχή κατά την οποία συχνάζει ο ποιητής με την οικογένειά του εκεί, δεν αποτυπώνεται τόσο η πόλη, όσο το λιμάνι της ως το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο του αστικού της τοπίου με ιδιαίτερη σημασία, καθώς  ο γνωστός ως «Μώλος» έχει ήδη μεγαλώσει, η λιμενική υποδομή έχει βελτιωθεί, ώστε να μπορεί να ελλιμενιστεί και το μεγάλο ατμόπλοιο που εικονίζεται στον πίνακα, αλλά και υπάρχει στην άκρη του ο περίφημος φάρος ή το «φανάρι», όπως τον ονομάζει. Έτσι, τραγουδά, απευθυνόμενος στην πατρίδα του την Πάτρα για να εξυμνήσει τη θάλασσά της πως :
… ένα μονάχα βάσταξα ολοζώντανο, /
και σα να τό χῃ για ψυχή της η ψυχή μου.
Κι’ αυτό είν’ η θάλασσα, είν’ η θάλασσα! /
Όλο βογγάει και δέρνεται και σκούζει  και όλο
χυμάει και δέρνει ανήμερα νυχτόημερα /
στα βράχια σου, στους φράχτες σου, το μώλο.
Η θάλασσά σου, η θάλασσα! /
Και με τ’ Απρίλη τα λουλούδια,
και με του Γενναριού τα φουρτουνιάσματα /
όμοια στον ίδιο το σκοπό τα τραγουδά,
και σαν εμένα, τάγρια τα τραγούδια. /
       Στο  «Μώλο», αλλά και στο Κάστρο επίσης θα αφιερώσει αργότερα στην «Ασάλευτη ζωή», τους πρώτους στίχους από το πρώτο του σονέτο από τον κύκλο «Πατρίδες», όπου αναφέρεται στην γενέτειρά του, ως εξής :
Όπου βογκάει το πολυκάραβο λιμάνι /
απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’ η χώρα,/
και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνητα /
πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ αμπέλια την πλουτίζουν τώρα, /
το κάστρο της φορεί, παλαιικό στεφάνι, /
δίψα του ξένου, Φράγκου, Τούρκου, /
από την ώρα που το διπλοθεμέλιωσαν οι Βενετσάνοι.
       Συνήθης τόπος αναψυχής και περιπάτου για την οικογένεια του Παλαμά ήταν επίσης τα Ψηλαλώνια στην «άνω Πόλη», όπως και για τους περισσότερους κατοίκους των Πατρών. Φαίνεται μάλιστα πως η πλατεία άρεσε πολύ στους Παλαμάδες, καθώς ήταν ευρύχωρη και διέθετε θέα απεριόριστη. Γι’ αυτό και όπως τραγουδεί και πάλι για την πλατεία :
Μηδὲ κι απ’ τα ψηλά τ’ Αλώνια σου /
τα ξάγναντα περίγυρα, χαρά στα μάτια,/
χιονοκορφὲς γραμμένες, [υπονοώντας το Παναχαϊκό]
ἡλιογέρματα,/
 νησιά, καράβια, σύγνεφ’, ἄϋλα πλάτια!
[εννοώντας το λιμάνι και τα νησιά, ιδίως μάλιστα τη Ζάκυνθο].
     Πολύ συχνά ωστόσο η οικογένεια Παλαμά ανηφόριζε και στο Γηροκομειό, το μεγάλο και Μοναστήρι στις παρυφές της πόλεως9. Περισσότερο, όπως ισχυρίζεται ο ποιητής, για αναψυχή και γλέντι και λιγότερο για να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ωστόσο, το ένα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το άλλο, καθώς φαίνεται ότι κατά τις επισκέψεις τους υπήρχε συνδυασμός συμμετοχής στις ιερές ακολουθίες και παράλληλα ψυχαγωγία στην εξοχή πέριξ της μονής, αφού ξεκινούσαν συνήθως πολύ νωρίς το πρωί ώστε να φτάσουν έγκαιρα για τον εκκλησιασμό. Στο μοναστήρι, με το οποίο διατηρούσαν παλαιό και στενό οικογενειακό σύνδεσμο και άλλοι Παλαμάδες των Πατρών, φαίνεται ότι απολάμβαναν την στοργή και τη φιλοξενία των μοναχών, γι’ αυτό και ο ποιητής αναφέρεται στο καλοπρόσδεχτο, / το κοσμικό … μοναστήρι, του οποίου ‒ τραγούδι ήταν ο όρθρος του, / κι ο εσπερινός του πανηγύρι. Από εκεί μάλιστα είχαν την ευκαιρία κατά τις επισκέψεις τους να απολαύσουν τη όμορφη θέα της πόλης και ιδίως του κάμπου, πιθανότατα της Περιβόλας, γι’ αυτό και τραγουδά :
Μηδέ κι απ’ τον καρπό σου τον ολάκριβο /
μεστός  και πλουτισμένος ο δικός σου ο κάμπος·
‒ στο φέγγος της αυγής πως μαυρογυάλιζε /
και στου βραδιού πως μοσχοβόλαγε το θάμπος!
  10.   Ο ποιητής δεν παραλείπει όμως να μεταφέρει και κάποια σκόρπια στιγμιότυπα από την οικογενειακή τους ζωή, αναφερόμενος αρχικά στη γιορτή του πατέρα του στις 8 Νοεμβρίου, εξαιτίας της οποίας εκείνη την ημέρα «σάμπως έλαμπε το σπίτι κι η εμπατή ολάνοιχτη και καλοπλυμένη η σκάλα», αφού, όπως σημειώνει «κόσμο καρτερούσαμε στο σπίτι μας». Επίσης, κάποτε ανέμεναν με το υπηρετικό προσωπικό τους γονείς του, δηλαδή «να γυρίσουν ο αφέντης και η κυρά, ο πατέρας και η μητέρα, από ένα γάμο που είχαν πάει καλεσμένοι» και όπως συμπληρώνει, «με χαρά τους αγνατεύαμε, καλοσυγυρισμένο ταίρι, να γυρίζουν». Ο μικρός Κωστής παρουσιάζεται να θαυμάζει τους γονείς του και να τους επαινεί, θεωρώντας τους ταιριαστό ζευγάρι, και έχοντας αμυδρή, αλλά οπωσδήποτε πολύ θετική εικόνα για τα πρόσωπά τους, κυρίως από διηγήσεις τρίτων. Έτσι, αναφέρει πως «προκομμένη μου την είπαν τη μητέρα μου, σφιχτοχέρη τον πατέρα μου», ενώ από μια φωτογραφία που βρήκε αργότερα προσπαθεί να τους ψυχογραφήσει.
     11. Το 1864, επτά χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην μόνιμη πια οικία τους, και ενώ η ζωή τους κυλούσε ευτυχισμένα και ομαλά, ένα τραγικό γεγονός ήρθε να αναστατώσει την οικογενειακή τους γαλήνη. Η δικαστική σταδιοδρομία του πενηντάχρονου πατέρα τους, που βρισκόταν τότε στο απόγειό της, τερματίστηκε ξαφνικά, αναπάντεχα και για άγνωστο λόγο, αλλά με ολέθριες συνέπειες και για τους δύο γονείς του. Ενώ ο ποιητής αναφέρει ότι ο πατέρας του απολύθηκε γιατί το αξίωμά του δεν ήταν «ισόβιο», στον τύπο της εποχής παρουσιάζεται ως αιτία της απομάκρυνσής του ότι έπασχε από «χρόνιον νόσημα», αλλά και διατυπώνεται η πιθανή εικασία ότι απολύθηκε για πολιτικούς λόγους, εφόσον δεν ίσχυε ακόμη η μονιμότητα των δημόσιων λειτουργών. Ο τερματισμός της δικαστικής σταδιοδρομίας του Μιχαήλ Παλαμά και η οικονομική αβεβαιότητα της έναρξης ενός ελεύθερου επαγγέλματος που θα τη συνόδευε ή και τα οικονομικά προβλήματα που ακολούθησαν λόγω της επιβαρύνσεως της υγείας του, συνέτειναν πιθανότατα στον σοβαρό κλονισμό και της υγείας της συζύγου του Πηνελόπης, αλλά και στην επιβάρυνση της ίσως ήδη κλονισμένης δικής του υγείας. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν άσκησε ενεργά τη δικηγορία στην πόλη μέχρι και το θάνατό του, δηλαδή για έναν χρόνο περίπου από την απόλυσή του μέχρι το θάνατό του.
      12. Στα τέλη του 1864, την επομένη των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου, πέθανε η μητέρα του και ακολούθησε ο πατέρας του, σαράντα ημέρες περίπου αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου του 1865. Καθώς η μητέρα τους βρισκόταν στις τελευταίες της στιγμές, τα παιδιά θα έπρεπε να περάσουν να την αποχαιρετήσουν, κάτι που διηγείται σπαρακτικά με την ποίησή του το 1882 ο Κωστής, ως εξής : 
Όταν η δόλια η μάνα μου τον κόσμο παραιτούσε,
μ’ επήγαν κι εγονάτισα, μικρό πουλί, μπροστά της,
την τελευταία της πνοή ο Χάρος ερουφούσε,
κι έμενε μόνο θλιβερή, σαν κάτι να ζητούσε, η υστερνή ματιά της.
Να σβήσει δεν την άφηνε σα φως από καντήλι,
προτού τής έβρει μια φωλιά να μοιάζει τη φωλιά της.
σ’ άλλη καντήλα ήθελε το φως της να το στείλει,
και ήρθε μες στα μάτια μου και πάλι ν’ ανατείλει, η υστερνή ματιά της.
Και από τότε ό,τι θωρώ,  και σ’ ό,τι σταματήσω
το κουρασμένο βήμα μου,  πικρής ζωής διαβάτης,
σα μάνα θα τ’ αγκαλιασθώ και θα το αγαπήσω,
γιατ’ είναι μες στα μάτια μου, όσο να ξεψυχήσω, η υστερνή ματιά της.
       Η υστερινή  ματιά της μητέρας του σημάδεψε ανεξίτηλα το μελλοντικό ποιητή, αφού έπειτα από λίγο πέθανε κι εκείνος θα έπρεπε να απομακρυνθεί από την οικία για να μη ζήσει το οικτρό θέαμα. Μετά την κήδευση της μητέρας, σημειώνει πως «βρέθηκα πάλι στο σπίτι μας. Με πήγαν ίσα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έμενε από καιρό κρεββατωμένος. Άρρωστος. Καλά καλά δεν ξέρω ποια η αρρώστια του. Κάποια πληγή, αγάλια αγάλια, του ρουφούσε το κορμί. Θυμούμαι πως μ’ αγκάλιασε και με φίλησε. Τίποτε άλλο. Δεν τον ξανάειδα. Σ’ αυτό το μεταξύ πως πέρασα τις σαράντα μέρες δε θυμούμαι. Ξαναβρέθηκα έξω από το σπίτι σε κάποιο άλλο φιλικό σπίτι. Σε άλλο δρόμο. Μακριά. Το σπίτι του γιατρού, του κουμπάρου».
    13. Ο Μιχαήλ και η Πηνελόπη Παλαμά κηδεύθηκαν πιθανότατα από τον παλαιό σήμερα ναό του Αγίου Ανδρέου και ενταφιάστηκαν στο διπλανό παλιό επίσης κοιμητήριο της πόλεως. Σύμφωνα με τον ποιητή, μάλιστα, μετά και από τη δεύτερη κηδεία, αυτή του πατέρα του, «σα γύρισα στο σπίτι, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα. Μόνο η μεγαλόκορμη και μεγαλόπρεπη γιαγιά, η Αλτάνη. Μόνο η Κωνσταντίνα. Μόνο η συνηθισμένη και απ’ όλους προσπάθεια να μου κρύψουν το δυστύχημα. ‘Η μητέρα και ο πατέρας πάνε σε ταξίδι’ μου λέγανε. ‘Θα γυρίσουν και θα μας φέρουν χίλια καλά’. Μάντευα εγώ, σκέτα νέτα, μ’ όλη μου τη μικροσύνη, πως ο πατέρας και η μητέρα είχαν κάμει για καλά και για πάντα το ταξίδι το αγύριστο. Μα έδειχνα πως πίστευα τα λόγια τους. Και δεν έλεγα τίποτε. … Πόσο καιρό βάσταξε η ζωή μου στ’ ορφανεμένο σπίτι; Σωστά δεν ξέρω. Ξέρω πως το σπίτι κ’ ύστερα από την καταστροφή ζούσε από τη φροντίδα της γιαγιάς μου, από τα τρεξίματα και τα παιχνίδια των παιδιών».
    14. Μικρό διάστημα μετά το θάνατο των γονέων του, «ξένοι ταξιδιώτες από μια χώρα μακρινή μπήκανε στο σπίτι. Ξένοι δεν ήταν. Ήταν οι συγγενείς. Η αδερφή της μητέρας με τον άντρα της αποκαταστημένο στο Τριέστι και με τα παιδιά της τα τρία», ήρθαν με σκοπό να πάρουν τον μικρό τους αδελφό. Η αγαπημένη τους πατρική οικία, η ζεστή τους φωλιά, άδειαζε σιγά - σιγά και, όπως αναφέρει πάλι ο ποιητής, «ένα βράδι μας εκατέβασαν προς την ακρογιαλιά. Γρίκησα για στερνή φορά στον κυματόδαρτο μώλο το βουητό και το μούγκρισμα της ακοίμητης θάλασσας. Ένα καΐκι περίμενε. Η γιαγιά, ο θείος, η θεία, μας έμπασαν στο αμπάρι του καϊκιού. Έτοιμη μια στρωματσάδα φαρδιά πλατιά για ύπνο. Από το πρώτο μου ταξίδι δε θυμούμαι τίποτε. Ξέρω πως ξημερωθήκαμε ο μεγαλύτερος αδερφός μου κ’ εγώ στο Μεσολόγγι με τους οδηγητάδες μας. Ο τρίτος αδερφός ήτανε για το Τριέστι». Και αυτό διότι την κηδεμονία τους είχε αναλάβει πλέον με δικαστική απόφαση ως επίτροπος ο θείος τους - αδελφός του πατέρα τους - Δημήτριος Παλαμάς, με παρεπίτροπο την γιαγιά τους, από την μητέρα τους, Αλτάνη. Ο Δημήτριος πήρε κοντά του τον Χρήστο και τον Κωστή στο Μεσολόγγι και εκ μέρους της γιαγιάς του Αλτάνης, ανέλαβε η θεία τους και αδελφή της μητέρας τους, τον μικρό Νικόλαο, ο οποίος μεγάλωσε κοντά στην οικογένεια Καρούσου στην Τεργέστη.
         Έτσι, ο ποιητής ξεριζωμένος, εγκαταλείποντας  την Πάτρα, αποχαιρέτησε με θλίψη  την πατρική τους οικία, ως εξής :
Έχετε γεια, σπιτάκι με την πρόσοψη την κολονάτη την καμαρωτή, από των γονέων μου τους ίσκιους πια στοιχειωμένο για πάντα σπίτι!
 Έχετε γεια περιβολάκι, που προς εσένα από την πίσω του όψη κοίταζε το σπίτι μας, κ’ εσύ, φεγγάρι, κάθε φορά που σε καλέση η μνήμη μου, μπροστά μου φέγγεις, ίδιο πάντα μάγεμα!
      Με τον τρόπο αυτό, όπως έγραψε ο Ψυχάρης, η «μοίρα ανάγκασε τον Παλαμά ν’ αφίση την πόλη που γεννήθηκε σε πολύ τρυφερήν ηλικία, ώστε από τη ζωή του στην Πάτρα να μη μείνουν στη μνήμη του παρά μονάχα οι γνωστές μισοσβυσμένες εκείνες εικόνες». Εκτός όμως από τις σκόρπιες και νοσταλγικές αναμνήσεις, ο ποιητής δεν έπαψε να διατηρεί σε όλη του τη ζωή και τις πικρές εκείνες θύμησες από τη γενέτειρά του, συνδεδεμένες με το θάνατο των γονέων του και την απώλεια της πατρικής οικίας το 1880, πράγμα που με λυρικό σπαραγμό τραγουδεί, απευθυνόμενος στην Πάτρα, πως δεν τον αφήνει ποτέ ασυγκίνητο «μηδέ και το παλιό ταραχνιασμένο [σου] /παρατημένο κι απ’ το Χάρο κοιμητήρι», αφού είναι «χαμένα εκεί τα κόκκαλα / τάγια μιας μάννας κ’ ενός κύρη». Όπως μάλιστα αναφέρει, απευθυνόμενος στους γονείς του, «ευλογημένοι να είστε. Τίποτε δε σώζεται από τα μνήματά σας εκεί στο κοιμητήρι που σας θάψανε. Τα μνήματά σας τα κρατώ εγώ μέσα μου κι ας είναι αραχνιασμένα κι άνανθα και χωρίς τίποτε χαραγμένο επάνω τους». Μέσα του ωστόσο κράτησε σε όλη του τη ζωή και την αγαπημένη του Πάτρα, αφού η βάση του, «το σπίτι που γεννήθηκε - εκεί - κι ας το πατούν οι ξένοι / στοιχειό είναι και τον προσκαλεί· ψυχή, και τον προσμένει./ Το σπίτι που γεννήθηκε, ίδιο στην ίδια στράτα/
στα μάτια του όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα./
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·/
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και τον προσμένει ακόμα
». Γι’ αυτό και όπως τραγουδά στην πόλη του, στο «χώμά της φυτρώσαν και μαράθηκαν / τα πρώτά του ταξέχαστα τα χρόνια, για πρώτη και στερνή φορά στο χώμά της, / τα όσα για αυτήν κρατά στη θύμησή του, κι ας είναι σαν πατρίδα του, / και σαν πηγή του», παρόλο που δεν κατάφερε να την ξαναδεί και να ξαναζήσει εκεί ποτέ ξανά μέχρι το θάνατό του.


Ο Παλαμάς σε ηλικία δέκα ετών περίπου, λίγο μετά που έφυγε από την Πάτρα , στο Μεσολόγγι το 1869

1 Ομιλία στη Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών στις 15 Μαΐου 2019.
2 Ν. Μπακουνάκης, Πάτρα 1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα, Αθήνα : Καστανιώτης, 19952. Χ.Α. Μούλιας, Το λιμάνι της σταφίδας. Πάτρα 1828-1900, Πάτρα : Περί Τεχνών, 2000. Ν. Μπακουνάκης, «Η Πάτρα τον 19ο αιώνα. Χώρος, Κοινωνία, Οικονομία», στο Σκλαβενίτη Τ.Ε.-Στάικου, Κ.Σ., (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 246 -287. Ε. Γατοπούλου, «Πολεοδομία - Υποδομή της πόλης. Αρχιτεκτονική - Μνημεία (Ι9ος-20ός αιώνας)», στο Τ.Ε. Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 288-317. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/ (05-05-2019).
3 Χ.Α. Μούλιας, «Εκπαίδευση, λόγιοι, ιδέες», στο Τ.Ε. Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, σ. 358-377. Λ. Σωτηρόπουλος, «Η Πάτρα τον 19ο και 20ο αιώνα. Οικονομική ζωή και παροικίες», στο Σ.Α. Σκαρτσή (επιμ.), Η Πολιτισμική Φυσιογνωμία της Πάτρας. Εβδομάδα Γραμμάτων και Τεχνών Πάτρας, Πάτρα: Πανεπιστημίου Πατρών, 1997, σ. 177-195. Α. Αλεξανδροπούλου, Κοινωνία, Οικονομία και Εκπαίδευση. Η αχαϊκή νεολαία (1863-1913), τ. Ι - ΙΙ, (Διδ. Διατριβή), Κέρκυρα 2009. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/ (05-05-2019). Ν.Φ. Τόμπρος «Πατραϊκός Τύπος (1862-1915). Χαρακτηριστικά, ιδεολογία, πολιτικοί προσανατολισμοί», στο Λ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο 29-31 Μαΐου 2009. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 2010, σ. 113 -131.
4 Φ. Μιχαλόπουλος, «Κωστής Παλαμάς», Νέα Εστία 34/397 (1943), σ. 126-138 [Μέρος Πρώτο : Οι Πρόγονοι, Μισολόγγι (1859 - 1878)]. Κ***, «Ο Παλαμάς και η Πάτρα», Αχαϊκά 16 (1943), σ. 2 - 11. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λέξικόν των Πατρών. Ιστορία της Επαρχίας Πατρών από της Αρχαιότητος έως σήμερον κατά Αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν, Πάτραι 19982. Κ. Σαρδελής, Ο ασάλευτος ταξιδιώτης. Τα παιδικά χρόνια του Κωστή Παλαμά, Αθήνα : Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998. Χ.Α. Μούλιας,  «Οι Παλαμάδες των Πατρών», Αχαϊκά/Ν.Σ 14 (2009), σ. 42 -49 και Το δόντι [Κωστής Παλαμάς. 60 χρόνια από το θάνατό του] 1 (2003), σ. 9 -11. Κ.Σ. Κώνστας, «Γενεαλογικά των Παλαμάδων. Στοιχεία από το αρχείο του ποιητού», στο Ε.Ν. Μόσχου - Κ. Σαρδελή (επιμ.), Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003), Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003, σ. 9-16.

5 Κ. Παλαμάς, «Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου», στο Κωστή Παλαμά,  Άπαντα, τ. 4, Αθήνα : Γκοβόστης, χ.χρ., σ. 295 εξ. Χρ. Παλαμάς, «Ένα σπήτι των Πατρών», στο Ε.Ν. Μόσχου - Κ. Σαρδελή (επιμ.), Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003), Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003, σ. 45-52. Επίσης Αχαϊκά[Ν.Σ] 14 (2009), σ. 11-23 με τίτλο «Ένα σπίτι των Πατρών». Κ. Ακταίος, «Το σπίτι πού γεννήθηκε»,  Αχαϊκά 16 (1943), σ. 44 -46. Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λέξικόν των Πατρών. Ιστορία της Επαρχίας Πατρών από της Αρχαιότητος έως σήμερον κατά Αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν, Πάτραι 19982. Φ. Δημητρόπουλος, «Βιώματα και αναμνήσεις του Κωστή Παλαμά από την Πάτρα του 19ου αιώνα», Αχαϊκά[Ν.Σ] 14 (2009), σ. 195-212.

6 Ι.Φ. Αθανασόπουλος, Ο Θρησκευτικός Βίος των Πατρών κατά τον ΙΘ΄ και Κ΄ αι., Πάτραι 2006. π. Ε.Κ. Πριγκιπάκης, «O Εκκλησιαστικός Βίος στην  Επισκοπή Αχαΐας το έτος 1836. Μια έκθεση του επισκόπου Μελετίου (Γημαράκη) προς την  Ιερά Σύνοδο», Ηλειακή Πρωτοχρονιά/ Ηλειακό Πανόραμα  17 (2017), σ. 370-384. π. Ε.Κ. Πριγκιπάκης, «Η Ορθόδοξη Παράδοση στην ποίηση του Κωστή Παλαμά», O Εκκλησιολόγος  598 / 26-01-2019, σ. 10-11 και 599 / 02-02-2019, σ. 10. Επίσης στο http://anastasiosk.blogspot.com/2019/02/blog-post_71.html. π. Ε.Κ. Πριγκιπάκης, «Θρησκεία και Ελληνικότητα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά», στο http://etaireialogotexnon.blogspot.com/2019/02/blog-post_12.html.
7 Ι. Σιδερόπουλος, Ιεροί Ναοί των Πατρών, (Πάτρα) : Ι.Μ. Πατρών, 2010. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/ (05-05-2019).

8 Ι. Βιγγοπούλου, «Patrae, Patrasso, Patras ... Μια πόλη από την Ιστορία στις μικρό - ιστορίες. Οι αφηγήσεις των ταξιδιωτών (16ος - αρχές 20ού αιώνα)», στο Τ.Ε. Σκλαβενίτη - Κ.Σ. Στάικου, (επιμ.), Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα : Κότινος, 2005, σ. 212-245. A.Γ. Μουτζάλη, «Μεταβολές του αστικού τοπίου στην Πάτρα του 19ου αιώνα», στο www.archaiologia.gr/blog/2016/02/01/μεταβολές-του-αστικού-τοπίου-στην-πάτ/ (05-05-2019).

9 Κ.Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορία της Βυζαντινής Μονής Γηροκομείου Πατρών, Πάτραι 1954. π. Ε. Πριγκιπάκης - Ν. Βογιατζής - Ι. Καβαλλάρη, (επιμ.), Τα Μοναστήρια της Αχαΐας. Τουριστικός Οδηγός/Monasteries of Achaia. Tοurist Guide, Πάτρα /Patras 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου