ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ
# Εμβαπτισμένος στα νερά της ποίησης #
"ΓΝΩΜΗ" ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 29η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020
Παρέα με την ποίηση
τότε και τώρα
από την Πάτρα...
Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Μέλος του Κύκλου Ποιητών
Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Ο Σπύρος Λ. Βρεττός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1960 Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Πάτρα. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, μία ανθολογία ποιημάτων του, μία συλλογή διηγημάτων και τρία βιβλία με δοκίμια και μελέτες. Οι 5 πρώτες ποιητικές συλλογές του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά. Ανθολογία ποιημάτων του εκδόθηκε στην Ιταλία το 2005. Η μελέτη του ‘’Κώστας Καρυωτάκης’’, το ‘’εγκώμιο της φυγής’’, συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα για το βραβείο δοκιμίου του περιοδικού Διαβάζω. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην ενότητα ποιημάτων «Μήδεια» βασίστηκε η παράσταση χοροθεάτρου «Μήδεια από την αρχή», της Μάρως Γαλάνη.
Ας μελετήσουμε τον Ποιητή Σπύρο Βρεττο μέσα από τον ποιητικό λόγο
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1995 Μ.Χ. (αποσπ.)
Συνέβη τότε και αυτό:
ενώ κάτω από το τραπέζι,
στων παπουτσιών τις λάσπες
και στα κολλημένα χόρτα,
παραμόνευε ο ίλιγγος μιας άγριας
μάλλον ιστορίας,
επάνω απ' το τραπέζι
αγκάλιασε με το αριστερό του το ψωμί
και με το δεξί το έκοψε βαθιά,
φθάνοντας και στο ψίχουλο του ύπνου.
Όμως την ώρα που έβγαινε από το όνειρο
βγήκε στο χώμα χιόνι.
"Για έλα εδώ", του φώναξε
ζητιάνα παγωμένη η Ιστορία.
"Τέτοια σου υπαγόρευα,
πώς κόβουν το ψωμί σε μάθαινα
όλη τη νύχτα;"
Και του αρπάζει το ψωμί
ως και το ψίχουλο του ύπνου.
Και τότε αυτός:
"Ήταν χειμώνας ξαφνικός.
Λάσπες στα πόδια μου και κολλημένα χόρτα.
Κατέβαινα από σχισμένα κράτη".
Οδηγός και Δάσκαλος ο πατέρας του επίσης ποιητής Λάμπρος Βρεττός, τον εμβαπτίζει στα νερά της ποίησης και παίρνει το χρίσμα του, πριν καν τον ανακαλύψουν οι άλλοι Ποια ουτοπία ίσως κυνηγά και ποια «Ερωτήματα Ψυχής» προσπαθεί ν’ απαντήσει στο χρόνο ως άλλος Σίσυφος, κουβαλώντας το φορτίο μέχρι τον ανήφορο και πάλι ξεκινώντας κάθε φορά λες απ’ το μηδέν, παραδόξως αντλώντας ηδονή από τούτο το μαρτύριο-θυσία εφ’ όρου ζωής, που μοιάζει να του το υποδεικνύει μια σχεδόν Αρχετυπική Αθωότητα; Είναι η ίδια που τον οδηγεί μέσα από τη γραφή να ανασυστήσει το σύμπαν εντός, γκρεμίζοντας και χτίζοντας ανελλιπώς, σε μια προσπάθεια να πλησιάσει όσο περισσότερο το φως.
Σκέφτομαι πως ο ποιητής Σπύρος Βρεττος πρέπει σχεδόν καθημερινά να «βιώνει την ποίηση» και να λαμβάνει εκ νέου ζωή πάλι και πάλι από τη «μήτρα» της ποίησής του, που με πόνο γεννά τη σοφία του κόσμου.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ
Στέγνωσέ με λοιπόν απ’ τον υδρόβιο ύπνο
και ας πάρουν τα όνειρα μου φως
κι ας καούν,
τώρα που πάει στο μωβ ο ουρανός
και πέφτει επάνω μου σαν τρούλος
να με σκεπάσει τον θεόρατο.
Βάλε με σε κάτι λοιπόν
απ το πολύ που υπάρχει
ετσι, με λίγα δένδρα
κι ίσα που να φυσάει ο αέρας,
γιατί εγώ θα ήθελα να φύγω
από τον ύπνο
και να μην είμαι πια
σα να ξύπνησα τώρα.
Ιερός τόπος η ψυχή. Και τα Ερωτήματά του, συνομιλία με τον Θεό. Ευλαβικός προσκυνητής σ’ εκκλησιά, περνά το κατώφλι που θα συναντήσω τη φεγγοβόλα σκέψη του δημιουργού «Στις παραθαλάσσιες πεδιάδες «, που εκτιμώ γνωρίζοντας τον ελάχιστα, και διαβάζοντας μόνο τρία βιβλία νιώθοντας τη «Θεία κοινωνία της ποίησής» του, με τις λέξεις του
Και ωχ μου εμένα
που δεν μπόρεσα να σε ζεστάνω,
και ποιο πολύ αλλοίμονο
που τα καλά σου λόγια
θα ναι με κλάματα
Μα περιμένω το φως
αλλιώς να σε αγαπήσω,
και να μην είναι νύχτα
επάνω μας υστερική
και τα μαλλιά μας φίδια
που δεν συνέρχονται από νάρκη.
Διαβάζω, μελετώ, σημειώνω στο νου και την καρδιά, επανέρχομαι, δίνω τις δικές μου απαντήσεις και ως αναγνώστης που κάνει διάλογο με τον Αναζητητή της Αλήθειας κι ύστερα μονολογώ με τον εαυτό μου, θέτω τα δικά μου αντίστοιχα ή άλλα ερωτήματα που προκύπτουν, σαν να γίνεται εδώ μια λαμπαδηδρομία ψυχών που η νίκη ανήκει σε όλους και γιορτάζεται απ’ όλους, με την ποίηση να ’ναι ο Μέγας Εξαγνιστής. Παρακολουθώ τις λέξεις, τους απευθύνω το λόγο, ζητώ από τις ίδιες, ερήμην του ποιητή, διευκρινίσεις.
Κάποιες το κάνουν με περισσή ευκολία. Άλλες είναι πιο δύσκολες στο πλησίασμά τους, πιο εσωστρεφείς και ενίοτε περισσότερο θλιμμένες ή στοχαστικές, αλλά και οι μεν και οι δε «ερωτοτροπούν» και είναι εξίσου αξιαγάπητες και συντροφικές,
Ως άποικος τώρα εσύ
που βαρέθηκες πια τις μέσα χώρες,
από έρημη άμμος
σε ακτή τώρα συντάσσεσαι
Και ομοιοκατάληκτα πουλιά
ζητάς να σε κοιμίσουν.
Όμως, κάτι κινείται πίσω σου σπασμωδικά
σαν συρφετός
δεν είναι ωκεανός
δεν είναι φως,
ούτε και κάποιο σύνορο
που πάλι αλλάζει θέση.
Είναι που κατεβαίνει ο συρφετός
με τους σπασμούς
και τους τριγμούς
ως άλλη απάντηση του ήχου
στους γλυκανασασμους σου.
Είναι που ξαναβρήκε ο ήχος λάρυγγα
και βήχει.
Ποιήματα, για όσα δεν βγήκαν στο φως, ριζώματα και ξεριζώματα ψυχής, να σου δίνει την αίσθηση –σχεδόν να σε πείθει– πως το δικό του μελάνι έχει τη μαγική δύναμη να αναγεννά την ψυχή απ’ τις στάχτες της. όπως ο φοίνικας που αφού παραδοθεί στις φλόγες της ίδιας του της φωτιάς βάζει ζωή στο θάνατο και στήνεται όρθιος απ’ την αρχή.
Συνδιαλλάχθηκα με το βιβλίο του Σπύρου Βρεττου. Ποίηση που ο ήχος της άλλοτε μοιάζει με κείνον ενός λυπημένου, μοναχικού βιολιού που αγρυπνά στις επάλξεις του κόσμου κι άλλοτε θυμίζει μια μπάντα που ανυπομονεί να παίξει τις πρώτες της νότες.
Η πανσπερμία του Έρωτα, της ηθελημένης πορείας, της ψυχικής απεραντοσύνης, της καθαρότητας των επιλογών, το έναυσμα της ψυχικής ωραιότητας, τα δωρίσματα της ζωής, -που ημερώνουν τον άνθρωπο-, τα φιλέματα της εγκαρδιότητας των προσφιλών ατόμων, η φωνητική διάθλαση της ποίησης και το ωριμασμένο και αισθητικό τέλος του ποιήματος, είναι οι κρίκοι δημιουργίας-έμπνευσης και δοκιμασίας αυτής της ποίησης του Σπύρου Βρεττού, που κεντρώνει την Ύπαρξη, με την αίσθηση της συνέχειας, της απλότητας, και της αμεσότητας του λόγου.
Γιατί με έστειλες να σε βρω; της λέει
γιατί δεν ήξερα εάν υπάρχω, του απαντάει.
Αυτά ήταν τα λόγια τους
εκείνο το πρωί.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή
αυτός γυρνούσε ιδρωμένος
σαν νερό και δίχως σάρκα.
Όλα του φύγανε
του πέφτανε στους δρόμους ψάχνοντας,
και ούτε στιγμή δεν ρώτησε
-τον εαυτόν του δηλαδή-
γιατί να ψάχνει να τη βρει
αφού αυτή εκεί βρισκόταν,
αυτή του έδωσε την εντολή,
«άντε» του είπε «να με βρεις,
ψάξε καλά στα μέρη
που περάσανε σαν χρόνια».
Κι αυτός γιατί να ψάχνει να την βρει
αφού το ήξερε πως δεν υπήρχε,
όχι αυτή
αλλά αυτός.
Περπάτησα και θα περπατήσω ξανά ανάμεσα στις λέξεις του. Σκόνταψα, έτρεξα, περιπλανήθηκα. Κι όπως μια στιγμή στάθηκα λίγο να πάρω ανάσα, σχεδόν σαν οπτασία είδα μπροστά μου έναν άνθρωπο να περπατά ώρες διψασμένος στον ήλιο, με τα πόδια του να βουλιάζουν στην άμμο του χρόνου, βαθιά όπως οργώνει το άροτρο, και να επανέρχονται. Τον ένιωσα να κλαίει τον αιώνιο ξεριζωμό, αναζητώντας ασφάλεια επί ματαίω. Το βλέμμα του μελαγχολικό. Κι εκεί, πάνω στο δάκρυ των ματιών, μου φάνηκε πως αναγνώρισα ό,τι ο ίδιος είχε ίσως αναγνωρίσει. Έναν τόπο. Το σπίτι του. Και τότε και με αφορμή τούτη την… «ταραχοποιό, καρποφορούσα και ανθοφόρα ποίηση», συνειδητοποίησα ότι… ποιητής είναι αυτός που κουβαλά στην ψυχή του μια ολοζώντανη εικόνα της νεκρής φύσης.
Στο τραπέζι αυτό
όχι κυδώνια και ρόδια.
- τα ρόδια είναι κάρβουνα
και τα κυδώνια αηδόνια-
εδώ αρμόζουνε φωτογραφίες είπες,
να χάσκει μέσα τους
το γεγονός τους,
όπως, ας πούμε,
φωτογραφία με ένα ανθρώπινο τσαμπί
που σε ψηλή κρέμεται περιστρεφόμενη σκάλα
μ’ όλα τα μάτια να κοιτάζουν στον Πατραϊκό
-πριν κλείσει η θάλασσα μοιραία λίμνη-
κι ύστερα λαθραία μες στα φορτηγά
σε ρόγες να μαδιέται.
Μια τέτοια λοιπόν φύση νεκρή
και όχι κυδώνια και ρόδια.
-στάχτες γίναν τα κάρβουνα
και τα αηδόνια χιόνια-.
Όμως το ξέρω, είπες, καλά
ότι δεν πρόκειται –ως είναι φυσικό-
τη φύση του τραπεζιού μου να αλλάξω.
Κοντεύουν αλώστε Χριστούγεννα
και μου’ ναι απαραίτητο- ως είναι πάλι φυσικό-
κυδώνια
αηδόνια
χιόνια
αλλά και στάχτες
κάρβουνα
και ρόδια.
Ο δρόμος της ποίησης – πάντα - θα γεμίζει ή θα αδειάζει την πραγματικότητα, στην υφέρπουσα κατάσταση της κοινωνικής αντιστροφής των γεγονότων ή της πνευματικής και ρεαλιστικής ισορροπίας των πραγμάτων, στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι ή της εμπνευστικής και μετέωρης -κάποτε-σύλληψης -μεταφοράς και αποκωδικοποίησης, όσων εμπειριών μπόρεσε ο δημιουργός να καταχωρήσει σε στίχους”
Επειδή δεν υπάρχουν δένδρα
γι’ αυτό και φυσά
Σχολείο που τρίζει
Σπάζει η λέξη στον πίνακα την κιμωλία.
Μάτια λέει στον μαθητή
Και αυτός της γράφει ματγια μου.
Υπαγορεύει ροδισ στα παιδιά
Και εκείνα το δαγκώνουν με την φλούδα
Ενεργός πολίτης, ο ποιητής, με στόχους κοινωνικούς, που εμπεριέχουν τη δύναμη της ανθρωπιάς, της συμπόρευσης, της καλοσύνης, της αναμονής και της παρηγοριάς. Η αγαπητική διάθεση του Σπύρου Βρεττου παίρνει ευρύτερες διαστάσεις, προς κάθε τι που αγγίζει την ψυχή του ανθρώπου. Στοιχεία της ποίησής του, η ακούραστη διάθεση της επικοινωνίας, το απλό ύφος, η ελπίδα που κρέμεται στην απόφαση και φυσικά το μέλλον της χώρας μας, οι άκαιροι χειρισμοί στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που αφορούν την παιδεία, τη φύση και τον πολιτισμό.
Ο ποιητής Σπύρος Βρεττος πάντα θα έχει ένα στίχο, ένα ποίημα, ένα χαμόγελο παρηγοριάς, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ως ενεργός πολίτης, στην Πατραϊκή κοινωνία, επιθυμεί και προσδοκά η ποίηση να έχει πάντα καλοτάξιδες τις αντένες της επικοινωνίας της με τα ανθρώπινα, και το περίσσευμα της ανθρώπινης αίσθησης και της αγάπης, να πρωτοπορεί στη ζωή, μακριά από τις κραυγές της μοναξιάς και της ουτοπίας. Η ποίηση είναι ζωή, γεννά την επικοινωνία και ανοίγει πάντα διαύλους χαράς, δράσης και μεγαλοσύνης.
Εύχομαι ολόψυχα στον ποιητή δημιουργό Σπύρο Βρεττο τα δημιούργημα του να έχουν μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζουν σαν ταξιδιάρικα πουλιά μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου