"H ΓΝΩΜΗ' ΠΑΤΡΩΝ Κυριεκή 24η Ιανουαρίου 2021
Παρέα με την ποίηση
τότε και τώρα
από την Πάτρα
Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Μέλος του Κύκλου Ποιητών
Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ
‘’ Ένας υπέρμαχος της μοναξιάς και της απομόνωσης ‘’
Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη Ηλείας, δευτερότοκος και πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς—Αθηνών—Πελοποννήσου) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα και την Πάτρα.
Από τον Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι τον Ιούνιο του 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο, τόπο διαμονής της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι του 1940 οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα, διατηρώντας ωστόσο δεύτερη κατοικία στην Πάτρα στην οποία εγκαταστάθηκε ο Καχτίτσης. Τον Σεπτέμβριο 1940 γράφτηκε στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεταξύ Οκτωβρίου 1942 και Μαρτίου 1943, ορισμένοι συμμαθητές και φίλοι (Ν. Καχτίτσης, Ντ. Ηλιόπουλος, Λ. Μπαζός, Σπ. Στεφανόπουλος, Μαρία Στοφόρου - Μανωλάκου), όντας σε επικοινωνία με τον Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλείας (όπου εκδιδόταν το νεανικό και πατριωτικό περιοδικό «Οδυσσέας» από ομάδα νέων, μεταξύ των οποίων και ο Τάκης Σινόπουλος), αποφασίζουν την έκδοση, σε χειρόγραφη μορφή, ενός λογοτεχνικού πατριωτικού περιοδικού, της ‘’Μέλισσας’’
Στις 20 Δεκεμβρίου ετοιμάζεται ένα πρώτο σχεδίασμα. Ο Καχτίτσης καλλιγραφεί ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα, τα οποία κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. Η έκδοση αναστέλλεται ύστερα από ανώνυμες επιστολές «μὲ τὴν ἀπειλὴ πὼς ἂν τολμήσει νὰ ἐμφανισθεῖ τὸ ἀναρχικὸ ἔντυπο “θὰ καταγγελθεῖτε εἰς τὰς Ἀρχὰς Κατοχῆς ὡς ἀντιτιθέμενοι στὸ κρατοῦν καθεστώς”». Απογοητευμένα, τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής εντάσσονται στην ΕΠΟΝ. Ο Καχτίτσης διατηρεί στενές σχέσεις μαζί τους χωρίς ωστόσο να ενταχθεί ο ίδιος.
Λίγο πριν την απελευθέρωση της Πάτρας, στις 4 Οκτωβρίου 1944, συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον Λάκη Μπαζό, στενό του φίλο και μέλος της ΕΠΟΝ.
Θα μας πει ο ποιητής
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ
Μνήμες, μην έρχεστε!
Η μουσκεμένη
εχθρική γη μυρίζει
σαν το νιόσκαφτο μνήμα
του Κρίνου Κοριτσιού
της θύμησής μου.
Η σαλαμάνδρα
υφαίνει ντροπαλό
τραγούδι
κι εγώ μαζεύω
κόκκινα φύλλα,
έντομα κι άνθη του αγρού
για το λεύκωμά σου.
Ο Νίκος Καχτίτσης υπήρξε ένας άξιος λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς.
«Αυτός ο Νίκος Καχτίτσης, σαν τον Νεκρό Ταξιδιώτη του Παπαδιαμάντη, πλέει προς την Ελλάδα. Και είναι πιο πρακτικό και πιο πατριωτικό το να τονίσω, με εμπάθεια, πως αυτός ο Νίκος Καχτίτσης είναι κάποιος σπουδαιότατος Νεοελλην πεζογράφος». (Ηλίας Πετρόπουλος, 1972)
Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε ο ίδιος, λίγα-λίγα, σε κεφάλαια, μέσω ταχυδρομείου σε Έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1967 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη). Ήταν ένα τεύχος, λοιπόν, του πατρινού περιοδικού «Παράθυρο», το υπ' αριθμόν 4 από τις αρχές του '85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης και ποιητής Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ' ένα δρόμο της πόλης.
«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το 'θελε είτε δεν το 'θελε ενταφιάστηκε στο Α Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».
Το ονοματεπώνυμο «Νίκος Καχτίτσης» να πούμε πως δόθηκε όντως, κάποια στιγμή, σ' ένα δρόμο της Πάτρας, σ' ένα χαμένο αδιέξοδο στενό, κάπου στα Συχαινά Ο Καχτίτσης, που ήταν παράξενος άνθρωπος και ζουσε στη μοναξιά επικοινωνούσε με τους λιγοστούς φίλους του στην Ελλάδα μέσω αλληλογραφίας, δίχως, μάλιστα, τους περισσότερους απ' αυτούς, να καταφέρει να τους γνωρίσει και δια ζώσης.
Το 1972, ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος έκαναν μια προσπάθεια να φέρουν στο φως τα βιβλία και τις ιστορίες του ήδη πεθαμένου Καχτίτση μέσω του μικρού βιβλίου τους «Μνήμη Νίκου Καχτίτση» Το βιβλιαράκι ήταν καλαίσθητο, γιατί καλαίσθητα ήταν τα βιβλία και του τυπογράφου Καχτίτση,
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ο Κέδρος θα επιχειρούσε και την πρώτη κανονική επανέκδοση πεζών του Καχτίτση με τα «Ποιοι οι Φίλοι / Η Ομορφάσχημη / Το Ενύπνιο», που πέρασε όμως απαρατήρητη.
Ας δούμε την γραφεί του
ΧΑΜΕΝΟΣ
Δεν μπορώ πια να περάσω
μες’ από τούτη την αλέα του Χρόνου
δίχως τα κίτρινα μου γάντια
και τη μάσκα της αυστηρότητας.
Γιατί χιλιάδες φιλύποπτα μάτια
πίσω από τους θάμνους
με κατασκοπεύουν.
Όχι, δεν είναι τούτη
η εποχή μου.
Ωστόσο περιμένω μ’ ελπίδα
την ημέρα
που τα ηλιοτρόπια
κι οι μανόλιες
θ’ ανθίσουν για πάντα.
Τότε θα χρειαστεί να τιμωρήσω
το φίδι που φτύνει
το φαρμάκι του στη σάρκα μου.
*Από τη συλλογή
“Τρωτό σημείο” που γράφτηκε από τον ποιητή στα αγγλικά με τον τίτλο
“Vulnerable point”. Η συλλογή αυτή γράφτηκε το 1949, αλλά είδε το φως της
δημοσιότητας σε έκδοση του ίδιου του ποιητή στο Μόντρεαλ του Καναδά το 1968. Η
ελληνική μετάφραση έγινε από τον ποιητή Γιώργο Δανιήλ.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1945 εκδίδει στην Πάτρα με τον Λ. Μπαζό, πλαισιωμένος από τον κύκλο της Μέλισσας, τον ‘’Νέο Ρυθμό’’, όπου δημοσιεύει κείμενά του με διάφορα ψευδώνυμα. Η έκδοση αναστέλλεται μετά από δύο τεύχη και ενώ το τρίτο τεύχος ήταν έτοιμο, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε ἡ δημοσίευση νεκρολογίας για τον Γληνό σε συντηρητικούς κύκλους της Πάτρας, δεδομένου του τεταμένου πολιτικού κλίματος της εποχής (Δεκεμβριανά, Συμφωνία Βάρκιζας).
Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στη Γραμματεία της «Αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» και κατόπιν δίδαξε στο Παράρτημα Πατρών της Βρετανικής Ακαδημίας. Μας λέει ο ποιητής
Αδιέξοδο
Ο σωσίας μου
συλλέκτης μεσαιωνικών
κλειδιών
ζει κάπου αλλού,
στη Λιθουανία υποθέτω
ή πιθανόν στη
Σαμαρκάνδη.
Και δέ θ’ αυτοκτονήσει
πριν ανταμώσουμε και
πάλι
στο Εδιμβούργο.
Στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως. Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό ύστερα από τριάμισι χρόνια θητείας στις 21 Ιουλίου 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού.
Στις 24 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε αεροπορικώς από την Αθήνα —μέσω Παρισιού, Μπορντώ και Τύνιδας— για την Ντουάλα του Γαλλικού Καμερούν, όπου είχε προσληφθεί ως λογιστής στη βρετανική εταιρεία Paterson, Zochonis & Co Ltd. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1955.
Τον Ιούνιο του 1956 έλαβε πρόσκληση από τη Θ. Τσαπουλάρη να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Μετά από σύντομη διαμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου αναχώρησε από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο Ascania για το Μόντρεαλ. Στις 27 Οκτωβρίου νυμφεύτηκε τη Θ. Τσαπουλάρη στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στο Μόντρεαλ με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο.
Στο Μόντρεαλ θα βιοποριστεί με ποικίλες εργασίες: κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που θα αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων του. Στις 11 Ιανουαρίου 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.
‘
Ο άνθρωπος με το ψηλό καπέλο’
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία
ότι μια νύχτα καταθλιπτική
που θα πλανιέμαι ολομόναχος
σ’ έναν καταχνιασμένο δρόμο,
θα ξεπροβάλει κάποιο χέρι
απ’ το παράθυρο ενός μαύρου ταξί
και θα με πιστολίσει από μοιραίο
αναπόφευκτο λάθος.
Μα τέτοιο λάθος
θα’ ταν το πιο τέλειο
στη ζωή μου,
η τελευταία
κι εκλεκτότερη μου
εμπειρία.
Τυπωμένο από τον ίδιο τον Καχτίτση στο χειροκίνητο πιεστήριο στο υπόγειο του σπιτιού του στο Μόντρεαλ, το καλοκαίρι του 1968.
Με την κήρυξη του στρατιωτικού καθεστώτος, την 21η Απριλίου 1967, ακολουθώντας την στάση πολλών Ελλήνων συγγραφέων, ο Καχτίτσης παύει να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση στον κανόνα η υπό την εκδοτική επωνυμία «Λωτοφάγος» έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του Ήρωα της Γάνδης, η εκτύπωση του οποίου είχε ξεκινήσει στις αρχές του έτους στον Πύργο και διακόπηκε στα τέλη Απριλίου. Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις’’ Πρόκες’’ του Γ. Δανιήλ και πάλι υπό την εκδοτική επωνυμία του «Λωτοφάγου». Αμφότεροι τόμοι στοιχειοθετήθηκαν στα πιεστήρια όπου εκτυπωνόταν η ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα Το Ελληνοκαναδικό Βήμα.
Ας δούμε μια άλλη πλευρά της ποίησης του
Η
συμφωνία της ομίχλης
Μ’ αρέσει η φιλία
της ομίχλης
μ’ όλο που νιώθω
ένα υγρό φορτίο
αηδίας
στο λαιμό μου
όταν της κουβεντιάζω
Μα σαν αποτραβιέμαι
με σιωπηλά φευγαλέα βήματα
μες στα ερείπια,
τότε υποφέρω αληθινά
και μ’ αγωνία την περιμένω
να’ ρθει πάλι
με νέα οράματα
καινούρια μουσική.
Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία «Anthelion Press» στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο Ελληνοκαναδικό Βήμα στα οποία παίρνει σαφή θέση κατά της Δικτατορίας.
Στις 6 Απριλίου 1970 διαγιγνώσκεται στον Καχτίτση οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου φτάνει στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα όπου διαμένει σε συγγενείς του. Δύο ημέρες πριν πεθάνει εισήχθη στο Νοσοκομείο της Πάτρας όπου και εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970. Ενταφιάστηκε στις 26 Μαΐου το απόγευμα στον οικογενειακό τάφο σε μια πλαγιά του Α΄ Νεκροταφείου Πατρών, αλλιώς νεκροταφείου των Αγγέλων.
Κάπου γράφει
Αδράνεια
Ο μολυβένιος ουρανός
μου σφεντονίζει ένα τρελό
φεγγάρι
καταπρόσωπο,
κι η Γη
θρηνεί τα τέκνα της
που χάθηκαν
στα πορφυρά πεδία των μαχών.
Απόψε ο νους μου πάει
σ’ αυτούς που κάνουν το ταξίδι
Κορνουάλη – Σφαξ
Κι Αμβούργο – Άγνωστο.
Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα για ένα άνθρωπο που γνώρισα μέσα από τον λόγο του μπορώ να πω ότι
Τα πεζά, αλλά και τα λιγοστά ποιήματα του Καχτίτση διακατέχονται από μία διαρκή αγωνία και ένα άγχος που συνθλίβει τον άνθρωπο. Οι ήρωές του είναι παγιδευμένοι στις ενοχές που προκαλεί ένα μακρινό παρελθόν και αδυνατούν να απεμπλακούν από την κατάσταση αυτή. Ο αφηγηματικός κόσμος του Καχτίτση κυριαρχείται από την ενοχή. Στην αφηγηματική τεχνική συνδυάζει την παρωδία και την ανατροπή των κλασικών τεχνικών αφήγησης Το έργο του επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε, συνδέεται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.).