ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Π.ΛΑΜΠΡΗ: Γιώργος Κοτζιούλας, ένας Ηπειρώτης δημιουργός

 

Γιώργος Κοτζιούλας, ένας Ηπειρώτης δημιουργός

 

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη


https://users.sch.gr/panlampri/
 

 

    Φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας!

 

    Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη που στα σημερινά Φιλολογικά Βραδινά θα μιλήσω γι’ έναν ξεχωριστό Ηπειρώτη δημιουργό, τον Γιώργο Κοτζιούλα, που γεννήθηκε το 1909 στο χωριό Πλατανούσσα Ιωαννίνων, το οποίο απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από το δικό μου, τη Ροδαυγή Άρτας.

    Με το έργο του έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν, ειδικότερα, όταν έγραψα μελέτη με τον τίτλο «Κ. Α. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ - Δυο φίλιες πνευματικές μορφές του Ξηροβουνίου», η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε ένα από τα κεφάλαια ευρύτερης βιογραφικής μελέτης μου με τον τίτλο, «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής», και δημοσιεύτηκε το 2011. Επίσης, το 2018, σε μια ημερίδα, η οποία εστίαζε στο δημοτικό τραγούδι της περιοχής των Τζουμέρκων, παρουσίασα την έκδοση της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων, που είχε ως τίτλο «Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα» (έκδ. ΙΛΕΤ, Αθήνα 2016), ενώ, το καλοκαίρι που μας πέρασε, μίλησα για τη ζωή και το έργο του στο Φεστιβάλ Αραχθείου Θεάτρου στο Παλαιοχώρι Σκούπας Άρτας, που αυτή τη χρονιά  ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του. Εκεί, την πρώτη μέρα, εκτός από ομιλίες που αφορούσαν σ’ αυτόν, ανέβηκε και παράσταση από τον θίασο «Λαμπιόνι» της Θεσσαλονίκης, σε δικό του θεατρικό έργο, με τον τίτλο «Το πρόστιμο του δασικού». Κατόπιν τούτων και αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα του έργου του, είπα να μιλήσω γι’ αυτόν και στο φιλότεχνο κοινό της Πάτρας, εδώ, στη φιλόξενη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς» και τα, επίσης, φιλόξενα Φιλολογικά Βραδινά κι ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσα την εισήγησή μου.   

 

 Το ξεκίνημα  

    Ο συντοπίτης μου ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός, Γιώργος Κοτζιούλας, λοιπόν, μπορεί να έγραφε σ’ ένα ποίημά του, (Αμνημόνευτοι - ΧΙΙΙ, 5.3.1951), «Το θείο Απόλλωνα λοιπόν παρακαλώ / μ’ ένα κλωνάρι από τις δάφνες πόχει αφήκει / να τον αξίωνε σαν έπαθλο για νίκη.», εκφράζοντας την ελπίδα πως ο Απόλλωνας θα είχε κρατήσει κι ένα στεφάνι δόξας για κείνον, αλλά, ίσως, να μη φανταζόταν πως θα αναγνωριζόταν στο βαθμό που αναγνωρίζεται το έργο του, αφού, εκτός από εκδηλώσεις σαν και την παρούσα, έχουν δημοσιευτεί μελέτες, και όχι μόνο, που αφορούν σ’ αυτό. 

   Απόψε, με σεβασμό στη μνήμη του, θα συνομιλήσουμε στο βαθμό που ο χρόνος το επιτρέπει, με τη ζωή και το έργο του. Πόσο μάλλον, που αυτός, με την αφετηρία και την εξέλιξή του συνοψίζει, με τις όποιες αναλογίες, τη ζωή πολλών Ηπειρωτών, ασχέτως αν διακρίθηκαν, όπως εκείνος, στον χώρο των γραμμάτων, οι οποίοι, γεννημένοι στην ορεινή πατρίδα, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά της αναζητώντας καινούργιους πνευματικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς ορίζοντες. 

   Όπως γι’ αυτούς, έτσι και για τον Κοτζιούλα δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, διότι άφηναν πίσω τους έναν δύσκολο, αλλά οικείο τρόπο ζωής, για να ξανοιχτούν στο άγνωστο. Ο ίδιος, όντας «παιδί φανατικό για γράμματα» (Κ. Π. Καβάφης, Νέοι της Σιδώνος, 400 π.Χ.) , αφού τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο χωριό του, στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο στο Καλέντζι Ιωαννίνων και στο Γυμνάσιο στην Άρτα. Όλα όσα βίωσε στην προσπάθειά του να σπουδάσει, αλλά και εξ αιτίας της αγάπης του για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή, τα αφηγείται ρεαλιστικά, με ιδιότυπη νοσταλγία, συχνά με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά χωρίς διάθεση διεκτραγώδησης, στο έργο του, «Από μικρός στα γράμματα», και γράφει, ανάμεσα σ’ άλλα, για τον πρώτο του ξενιτεμό: «Πόσο μας κακοφάνηκε όταν πρωτοφύγαμε απ’ το χωριό, απ’ το μαχαλά μας, εγώ κι ο Νάκος της Λένως, ο συμμαθητής μου! […] 

   Από μέρες μας σύνταζαν οι μανάδες μας για το ταξίδι, που τόσο ποθούσαμε και που τόσο μας πίκραινε τώρα. Μας είχαν έτοιμα καινούρια τσουράπια και μάλλινες φανέλες, να μην κρυώνουμε. Μας είχαν πλύνει τα σκουτάκια μας, δυο αλλαξιές, να μην ψειριάσουμε στα ξένα. Μας ετοίμασαν κι από ένα καλύτερο, πιο σοβαρό σακούλι, όχι σαν εκείνα τα παιδιάτικα τσατσούλια με τον άσπρο σταυρό και τα κεντίδια απ’ την όξω μεριά. Κι είχαν φυλάξει για την ύστερη ώρα, να μας στουπώσουν στον τορβά, να μας βάλουν στη χούφτα, για να τα ’χουμε στο δρόμο και να ξεχνάμε τον καημό μας, δώρα φτωχικά, βλογημένα, από κείνα που έδινε το χώμα, τα κλαριά μας: ψημένες πατάτες, διαλεχτές καρύδες, μυρουδάτο κυδώνι, κοκκινόφλουδο ρόϊδο -γλυκό ή κρασάτο-, σύκα λιασμένα και καμιά συκομαΐδα. Μας είχαν εξαιρετικά εκείνη την ημέρα για πρωινό και το φαΐ που αγαπούν ξέχωρα τα χωριατόπουλα: τηγανισμένα αυγά -και μαζί μ’ αυτά, στο καπάκι, γάλα «κορφή», αβάρετο ακόμα. Όλα τα καλούδια βρέθηκαν για μας κείνο το πρωί μα εμάς δε μας κατέβαιναν οι χαψιές απ’ το λαιμό, δεν έφτανε το φαΐ στην καρδιά μας (όπως λέγαμε ακόμα, μαζί με τους άλλους, την κοιλιά). Μας έρχονταν κάτι σα λιγούρα, ένας κόμπος μας είχε πιάσει το λαρύγγι. (Γ. Κοτζιούλας, Από μικρός στα γράμματα, Ξενιτεμένος στα Κατσανοχώρια, Μέρος 5ο)

    Σημαντική γι’ αυτόν ήταν η μετάβασή του στην Άρτα, όπου συνέχισε τη φοίτησή του με ζήλο, αλλά και με αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στους συμμαθητές του, αφού εκείνοι πρόφεραν τέλεια τα γαλλικά, που ήταν κι η αδυναμία του, και σημείωνε εμφατικά: «Τι προφορά που είχαν αυτά τ’ Αρτινόπουλα και τι διάβασμα και τι φιγούρα και τι αέρα! Εμείς καθόμασταν στην άκρη ζαρωμένοι με τα φτωχά μας ντρίλια και τα ξεβαμμένα καπέλα, σα να ντρεπόμασταν, θαρρείς, που υπάρχουμε στον κόσμο.» (Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση καί πολεμική, Μιά βιογραφία τοῦ Γιώργου Κοτζιούλα, σ. 32) 

    Παρόλα αυτά, εκείνος αρίστευσε κι, όταν αποφοίτησε, η φήμη για το πόσο καλός μαθητής ήταν τον ακολουθούσε, καθώς οι καθηγητές του τον έφερναν ως παράδειγμα προς μίμηση (Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 62)· στην Άρτα μάλιστα, ευρισκόμενος σ’ ένα ενθαρρυντικό παιδαγωγικό περιβάλλον, είχε την ευκαιρία να διαβάσει βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και να κάνει τις πρώτες ποιητικές δοκιμές του. 

    Και η χαρά του ήταν άμετρη, όταν είδε τυπωμένο το πρώτο ποίημά του:  

    […] Και τότε… Θεέ μου! Τι ήταν αυτό; Στις τόσες του Φλεβάρη, σωτήριον έτος 1924, δημοσίευαν το ποίημά μου:

Φεγγάρι μου χλωμό και λυπημένο…

    Ήταν η πρώτη μου φορά που έβλεπα τυπωμένο τ’ όνομά μου. Κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σαν τότε με το «άριστα» του ενδεικτικού. Ακούς εκεί να μου το βάλουν αμέσως! Και να μη μου διορθώσουν ούτε μια λέξη! Τι καλοί άνθρωποι! Και τι σπουδαία εφημερίδα. «Ηπειρωτική Ηχώ» σου λέει ο άλλος, δεν είναι παίξε γέλασε. Κι αυτός εδώ -κοιτάξτε άνθρωποι, ανοίξτε τα φωτερά σας!- αυτός εδώ είμαι εγώ ολόκληρος, κι ας μη με ξέρει κανένας, κι ας μη μαντεύει κανένας ακόμα πως το άστρινο όνομά μου, το λαμπρό, είμαι ’γώ ο φτωχούλης, ο παραπεταμένος, που το χειμώνα μού τρέχει τ’ αυτί… 

    …και το φεγγάρι ταξιδεύει στα ουράνια, μα εγώ δεν είμαι πια χλωμός και λυπημένος, είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος του κόσμου, το  παράμορφο  αρχοντόπουλο της φαντασίας…» (Από μικρός στα γράμματα, Τ’ όνομά μας τυπωμένο, Μέρος 8ο)

 

Στην Αθήνα

    Το 1926 κίνησε για την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του την Ήπειρο και ό,τι αυτή σηματοδοτούσε. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και το πτυχίο, λόγω των βιοποριστικών αναγκών, το πήρε το 1938. Για να εξασφαλίζει τα προς το ζην, εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ η επίπονη εργασία και η ανέχεια καταπόνησαν τον οργανισμό του, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση, η οποία τον ταλάνισε ως το τέλος του βίου του. Απόηχος όλων αυτών είναι και το ποίημά του «Αυτοβιογραφία» (Η δεύτερη ζωή, 1938, Άπαντα Α') που στην πρώτη του στροφή γράφει: «Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη / που χάραξα, όλη μου η γραμμή. / Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι, / μου ’λειψε εδώ και το ψωμί.» 

    Παρά τις δυσκολίες, η πρωτεύουσα τού άνοιξε νέους πνευματικούς δρόμους, καθώς, εκτός από τις σπουδές του στη Φιλοσοφική, γνωρίζεται με ανθρώπους των γραμμάτων, γράφει ποιήματα, πεζά, κριτικές και μεταφράσεις, ενώ κερδίζει την εκτίμηση και την αναγνώριση ομοτέχνων του. Ουσιαστικά, αυτή την περίοδο, εξελίσσεται, ωριμάζει ως δημιουργός και παράγει αξιόλογο έργο. 

 

Επιστροφή στο χωριό και συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση

   Το 1942 επέστρεψε στη γενέτειρά του και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ηπείρου, του οποίου διετέλεσε διευθυντής από το 1943 ως το 1945. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ίδρυσε θεατρικό θίασο, τη «Λαϊκή Σκηνή», με τον οποίο έκανε περιοδείες. Η τριετία αυτή, αποτελεί κομβική περίοδο στη ζωή του, καθώς, όπως σημειώνει η μελετήτρια του έργου του, Αθηνά Βογιατζόγλου, «τέμνει στά δύο τό διάστημα τῆς παραμονῆς του στήν Ἀττική καί τοῦ προσφέρει τήν εὐκαιρία νά συνδυάσει, γιά μοναδική φορά, τήν ποίηση μέ τήν ποιητική καί πολιτική πράξη.» (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 17) Επίσης, «Οι ενοχές, επειδή είχε εγκαταλείψει το χωριό για χάρη των πνευματικών σειρήνων της πρωτεύουσας απαλύνθηκαν. Η εύθραυστη αυτοπεποίθησή του τονώθηκε, ο φιλάσθενος γραφιάς, που δεν είχε μπορέσει να συμμετάσχει στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, διεκδικούσε τώρα δάφνες ηρωισμού.» (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 161)

    Και πράγματι αποκόμισε, αλλά οι δάφνες ήταν κυρίως πνευματικές και όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες τις απολάμβανε. Αυτά τα χρόνια, χωρίς να εγκαταλείψει την ποίηση, επιδόθηκε με ζήλο στη συγγραφή θεατρικών έργων, όπως απαιτούσε η ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών. 

   Όντας ένας απ’ αυτούς, γνώριζε πώς θα προσεγγίσει τον ψυχισμό τους και θα κεντρίσει το ενδιαφέρον τους. Εκτός από τη συγγραφική του ικανότητα, διέθετε σπουδαίο γνωστικό υπόβαθρο, ενώ οι μνήμες του από τη ζωή στο χωριό τον είχαν εφοδιάσει με τον πλούτο της ζωής των φτωχών, η οποία δεν στερείται από αυθόρμητα θεατρικά θα έλεγε κανείς σκηνικά, που μέρος της ζωής είναι, όπως, για παράδειγμα, τα νυχτέρια, τα ξεφλουδίσματα, οι πάσης φύσεως κοινωνικές τελετές και τόσα άλλα, τα οποία του πρόσφεραν πρωτογενές υλικό, για να χτίσει ως γραφιάς τις ιστορίες του.

    Πολύ περισσότερο, που το θέατρο, ως λαϊκός παιδαγωγός από την ίδρυσή του, του έδινε τη χαρά να εκφράζεται, να κοινωνεί ιδέες, να εισπράττει αποδοχή, την οποία, δεδομένων των συνθηκών, ήταν πιο δύσκολο να την έχει στην πρωτεύουσα. Η έμφυτη σατιρική του διάθεση, οι ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, καθώς και η ζωντανή, ρέουσα γραφή του, έδωσαν στα θεατρικά κείμενά του όλα όσα ήταν αναγκαία, για να προσφέρουν διδαχή, προπαγανδίζοντας την ιδεολογία του ΕΑΜ, αλλά και άφθονο γέλιο στους θεατές. Και, όταν η διδαχή γίνεται με ευχάριστο τρόπο, είναι πιο αποτελεσματική. Πόσο μάλλον, που οι θεατές, βλέποντας επί σκηνής όσα γύρω τους λάβαιναν χώρα, τα αναγνώριζαν και τα αφομοίωναν πιο εύκολα. 

   Ο Γιώργος Κοτζιούλας, όντας αγνός ιδεολόγος, ένιωθε χαρά και ικανοποίηση με τα κείμενά του που τα έβλεπε να ζωντανεύουν στη σκηνή· στο μεταξύ, οι θεατές απολάμβαναν τις θεατρικές παραστάσεις, καθώς συνιστούσαν ευχάριστο διάλειμμα στην, όχι εύκολη, καθημερινότητά τους, ενώ ο ίδιος ήταν σχεδόν βέβαιος πως απ’ όλα τα δυσάρεστα εκείνων των ημερών, κάτι καλό θα γεννιόταν για τον τόπο. Μάλιστα, «[…] δεν διστάζει να σατιρίσει για τα ήθη τους ακόμα και τούς υπεύθυνους του απελευθερωτικού αγώνα. Η απόκλισή του από την κανονική προπαγανδιστική γραμμή στο μονόπρακτο «Ο υπεύθυνος» επισημαίνεται από τον Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος χρησιμοποιεί το ρεαλιστικό αυτό κείμενο ως τεκμήριο ενός φαινομένου που ελάχιστα έχει, όπως γράφει, συζητηθεί: του έντονου, ενίοτε, χάσματος ανάμεσα στις παραδοσιακές προσδοκίες της αγροτικής κοινωνίας και τον μεταρρυθμιστικό ζήλο των αξιωματούχων του ΕΑΜ.» (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 177)  

 

Και πάλι στην Αθήνα – Το τέλος

    Το 1945 γύρισε στην Αθήνα. Η επιστροφή αυτή τον φέρνει σε μια γνώριμη πραγματικότητα, αλλά όχι απόλυτα. Και τούτο, διότι όσα είχε ζήσει στα βουνά είχαν μεν τονώσει την αυτοεκτίμησή του, αλλά πλέον νιώθει μιας μορφής ενοχή που εγκατέλειψε τον αγώνα, στη διάρκεια του οποίου παρήγαγε πλούσιο συγγραφικό - αντιστασιακό έργο, και επέστρεψε στην όποια ασφάλεια της πρωτεύουσας, αλλά ταυτόχρονα στον δύσκολο βιοπορισμό και, φυσικά, στη μελέτη και στη συγγραφή, στην οποία αφοσιώνεται με πάθος παράγοντας πλήθος κειμένων. 

   Ο λόγος του, μαχητικός και ασυμβίβαστος, απευθυνόμενος στους πολλούς, αλλά πάντα μπολιασμένος με τη λαλιά της Ηπείρου, συγκινεί με τον πλούτο και τη δομή του, ενώ συνάδει με την αντίθεσή του στον «στριμμένο», όπως τον αποκαλεί, λόγο των μοντερνιστών.  

   Του αρέσει να πηγαίνει στην Πάρνηθα και την Πεντέλη, ν’ αναπνέει τον καθαρό αέρα τους, να μεταφέρεται νοερά στα βουνά της γενέτειρας και να δυναμώνει σωματικά και κυρίως ψυχικά· εκεί, διαμένει σε χώρους φίλων, όπως για παράδειγμα στην καλύβα του Τσακίρη, και γράφει σχεδόν ασταμάτητα, ενώ κατεβαίνει πού και πού στην Αθήνα για τις υποθέσεις του. Τα σπίτια, στα οποία διέμενε στην πρωτεύουσα, συνήθως, στερούνταν τα στοιχειώδη· γράφει σ’ έναν φίλο του, για κάποιο απ’ αυτά πως ήταν «ένα είδος χάνι κοντά στον Υμηττό, σ’ ένα μέρος σχεδόν ακατοίκητο, χωρίς τραπέζι, καρέκλα, φως, ούτε καμινέτο»! (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 208) Πώς να δημιουργήσει σ’ αυτές τις συνθήκες και πώς να μην επιδεινώνεται η εύθραυστη υγεία του; Κι όμως! 

   Στις αληθινά ευτυχισμένες μέρες της ζωής του αυτή την περίοδο ανήκουν ο γάμος του με την Εμορφία Κηπουρού, που για χάρη της σύνθεσε αρκετά ποιήματα, καθώς και η απόκτηση του μοναχογιού τους, Κωνσταντίνου. Βέβαια, όταν οι βιοποριστικές ανάγκες σε πιέζουν απαιτητικά, ο χρόνος, έστω και για απόλαυση των μικροχαρών της ζωής, μειώνεται. Πόσο μάλλον, όταν νιώθεις πως δεν αφιερώνεις τον χρόνο που ο μέσα κόσμος σου απαιτεί για τη δημιουργία. 

   Και μαζί μ’ αυτά, όταν δημοσιεύτηκε, με έξοδα του ίδιου, η ποιητική συλλογή «Φυγή στη φύση» (1952), στην οποία, εκτός από άλλα, ο ποιητής «ανανεώνει την παράδοση της νεοελληνικής ειδυλλιακής ποίησης» (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 283) και «εξευγενίζει, θα έλεγε κανείς, πράγματα που οι άνθρωποι της πόλης θα θεωρούσαν υποτιμητικά, […]» (Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 282), απογοητεύτηκε, ακόμα και από τους πρώην συντρόφους του -δεν ήταν η πρώτη φορά- με τη συγγραφέα Λιλίκα Νάκου να αναφέρει σχετικά: «Ο Γιώργος Κοτζιούλας παρεξηγήθηκε μαζί με όλο του έργο. Το χειρότερο είναι ότι παρεξηγήθηκε και από την παράταξή του την ίδια. Είχε εκδώσει ένα φυλλάδιο με ποιήματα με τον τίτλο «Φυγή στη φύση». Περιέχει πολλά από τα ωραιότερα ποιήματα που έχει γράψει. Δείχνουν την αληθινή υφή της ψυχής του. Την αγάπη του στη φύση ως το πιο φτωχό χορταράκι του βουνού.

    ˗ Όχι! Λέγανε οι στενοκέφαλοι της παράταξής του. Ένας κομμουνιστής δεν έχει δικαίωμα να βάλει τίτλο «Φυγή στη φύση»! (Λιλίκα Νάκου, Οι παραγκωνισμένοι, σ. 35, Δωρικός, Αθήνα 1989, 2η έκδοση)

   Φίλες και φίλοι! Στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι γνωρίζει ο καθένας από σας για τον δημιουργό, ο οποίος κίνησε από τα χώματά του και διέγραψε μια ενδιαφέρουσα, αλλά γεμάτη δυσκολίες πορεία ως την ημέρα του θανάτου του, στις 29 Αυγούστου 1956. Πάντως, ο Γιώργος Κοτζιούλας, δεν ήταν απλά ένας αριστερός διανοούμενος -αν τον δούμε έτσι θα μικρύνουμε την αξία της παρακαταθήκης του-, ήταν κάτι περισσότερο, καθώς υπηρέτησε με συνέπεια τις αρχές του εν γένει κι αυτό το έπραξε με θάρρος, καρτερία και εντιμότητα και κατάφερε την όποια εν ζωή αναγνώριση σ’ ένα όχι και τόσο φιλόξενο περιβάλλον. Άλλωστε, πόσων δημιουργών δεν αναγνωρίστηκε το έργο μετά θάνατον; Πολλών, και δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε στον χρόνο, για να το διαπιστώσουμε, αφού κι η εποχή μας διαθέτει παραδείγματα, αρκεί να θέλουμε να τα δούμε.

    Εμείς, όμως, είμαστε οι τυχεροί, διότι έχουμε το έργο τους, το οποίο οφείλουμε να μελετούμε χωρίς προκατάληψη, αλλά με αληθινό ενδιαφέρον, έχοντας κατά νουν πως ο κάθε δημιουργός είναι γέννημα της εποχής του, μ’ αυτή διαλέγεται, αγωνίες και οράματά της αποτυπώνει στο έργο του, κι εμείς που το μελετούμε προσπαθούμε, στο μέτρο του δυνατού, να το κατανοήσουμε, να το ερμηνεύσουμε και να το μεταλαμπαδεύσουμε, αν τα καταφέρουμε, στις επόμενες γενιές. Και στην περίπτωση του Γιώργου Κοτζιούλα το ίδιο οφείλουμε να πράξουμε και στο έργο του να δούμε τη συνάφεια που αυτό έχει με τον βίο του και με την εποχή του· να δούμε, όμως, και πώς αυτό συνομιλεί με μας και τον σύγχρονο κόσμο. 

   Φίλες και φίλοι, θα σας αφήσω μ’ ένα ποίημα που έγραψα για κείνον, με αφορμή την ομιλία μου για την έκδοση της ΙΛΕΤ, «Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα», το 2018, και περιέχεται στην ποιητική συλλογή μου, «ΣΤΑΘΜΟΙ… στον χρόνο» (2019): 

 

Η ασίγαστη φωτιά (Στον Γ. Κοτζιούλα) 

 

Όταν η ασίγαστη φωτιά

της δημιουργίας και της γνώσης

τον μέσα κόσμο πυρπολεί,

δρόμο έναν μόνο έχεις·

αυτόν που, ίσως, μέσω του Καυκάσου,

στον Όλυμπο οδηγεί.

 

Αυτό τον δρόμο διέδραμες,

Γιώργο Κοτζιούλα,

κινώντας απέδω μ’ ένα τσόλι

και λείποντάς σου εκεί και το ψωμί!

 

Αλλά ο δρόμος είναι δρόμος,

σε ξέφωτα ή σε σκότη οδηγεί.

Όμως, για δες, εσύ φέγγεις ακόμη

και το έργο σου θα φέγγει ες αεί!

 

   Σας ευχαριστώ πολύ! 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου