Ιωάννα Παπαγεωργίου
Η Ιωάννα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στο χωριό Βράσταμα Πολυγύρου Χαλκιδικής
Από το 2003 διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Βρίσκεται στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας με γνωστικό αντικείμενο «Θεατρολογία – Ευρωπαϊκό και Νεοελληνικό Θέατρο».
Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά της στρέφονται γύρω από το ευρωπαϊκό θέατρο του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, τις σχέσεις του νεοελληνικού με το ευρωπαϊκό θέατρο, τον βεντετισμό, το βουλεβάρτο, το λαϊκό παραδοσιακό θέατρο, το θέατρο σκιών και τις σπουδές φύλου στο θέατρο.
Ευανθία Ε. Στιβανάκη. Σμύρνη, οδός Μνήμης, Νίκας, Αθήνα 2022
Βιβλιοπαρουσίαση, Πάτρα, 4 Δεκεμβρίου 2023, 7 μ.μ. στη Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς (σπίτι του Κωστή Παλαμά, οδός Κορίνθου 241 Πάτρα)
Ιωάννα Παπαγεωργίου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Πατρών
Η δική παρουσίασή μου θα επικεντρωθεί όχι τόσο στο περιεχόμενο αυτό καθ’ αυτό του έργου αλλά στη δομή, δηλαδή στα μέσα που μετατρέπουν μια αφήγηση σε αισθητικό γεγονός.
Το έργο Σμύρνη, οδός Μνήμης γράφτηκε από μια απόγονο Μικρασιατών προσφύγων, μεγαλωμένη στα Προσφυγικά της Πάτρας, ανάμεσα στις οδούς Μνήμης της συνοικίας (εξ ου και ο τίτλος). Παραστάθηκε τον Μάρτιο του 2013 στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων από τη Θεατρική Ομάδα Πύργου και εκδόθηκε εννέα χρόνια αργότερα, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το έργο χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις και κάθε πράξη αποτελείται από 6 έως 10 σκηνές. Η δραματική αφήγηση αποδίδεται κυρίως με μονολόγους ή διαλόγους που πλαισιώνονται από υπαινικτικές κινήσεις, αλλά κάποτε η λεκτική αφήγηση μετατρέπεται σε πραγματική σκηνική δράση.
Δραματοποιούνται διάφορα είδη του γραμματειακού λόγου: (1) Επεισόδια από το αφήγημα-νουβέλα Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Μικρασιάτη ζωγράφου και συγγραφέα Στρατή Δούκα (1895-1983). Η νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1929, αλλά γνώρισε διάφορες ανασκευές από τον συγγραφέα της. (2) Μαρτυρίες-ντοκουμέντα τριών Μικρασιατισσών προσφύγων που είχαν συμπεριληφθεί στον Λ΄ τόμο Έξοδος, μία έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. (3) Μαρτυρίες άλλων γυναικών προσφύγων στη συγγραφέα και (4) ανταποκρίσεις του δημοσιογράφου και γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Ernest Hemingway, ο οποίος, κάτι που δεν γνώριζα, υπήρξε μάρτυρας της μικρασιατικής περιπέτειας ως απεσταλμένος καναδικής εφημερίδας.
Εκτός των γραπτών τεκμηρίων η συγγραφέας αναπαριστά συμπλέγματα γλυπτών. Στην αρχή του έργου παριστάνεται μια Pieta, δηλαδή, το σύμπλεγμα της θρηνούσας Παναγίας που κρατά τον Ιησού Χριστό, μόνο που εδώ η Παναγία κρατά έναν πληγωμένο στρατιώτη αντί για τον Χριστό. Στην αρχή της τρίτης πράξης, επίσης, ζωντανεύει το γλυπτό των τριών Χαρίτων με τρεις όμορφες νεαρές Σμυρναίες να αναδύονται τρομοκρατημένες από την επέλαση των Τσετών και, ως σε ένα νέο Ζάλογγο, να πέφτουν σε ένα πηγάδι για να γλυτώσουν. Επίσης αξιοποιούνται γνωστά σμυρναίικα τραγούδια, και κάποτε η μνήμη ανατρέχει και στη μυθολογία, με τις τρεις Χάριτες αλλά και με τα κοστούμια των γυναικών που παραπέμπουν στην Αμαζόνα Σμύρνα ή τη νύμφη Σμύρνα. Η εικόνα του Ζαλόγγου επανέρχεται προς το τέλος της τρίτης πράξης, όπου μια ομάδα γυναικών προτιμούν να πέσουν με τα παιδιά τους στη θάλασσα των Πετρωτών, παρά να γίνουν έρμαια των βρώμικων ορέξεων των Τσετών που τις καταδιώκουν.
Είναι ένα πολυπρόσωπο έργο: απαιτεί 8 άνδρες και 12 γυναίκες. Στις γυναίκες προεξάρχει η αρχιτραγουδίστρια, δηλαδή απαιτείται μια γυναίκα-ηθοποιός με φωνητικό ταλέντο. Πρέπει να προστεθεί το πρόσωπο του Ernest Hemingway, ο οποίος εμφανίζεται τρεις φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης για να περιγράψει τα ιστορικά συμφραζόμενα των γεγονότων που δραματοποιούνται και ιδιαίτερα την ανάλγητη στάση των μεγάλων δυνάμεων, που όχι μόνο επέτρεψαν στους Νεότουρκους να ξεκληρίσουν τόσους Έλληνες και Αρμένιους, αλλά ούτε καν πρόσφεραν χείρα βοηθείας σε όσους και όσες καταδίωκαν οι Τσέτες και ο τακτικός τουρκικός στρατός και τους ανάγκαζαν να πέφτουν στη θάλασσα για να μην καούν ή σκοτωθούν.
Η σκηνογραφία του έργου είναι ουδέτερη και αποτελείται από μακρόστενα κιβώτια που αξιοποιούνται ως αντικείμενα φροντιστηρίου, ή αποθήκες αντικειμένων, αλλά λειτουργούν και ως κερκίδες όπου κάθονται οι ηθοποιοί. Στο βάθος της σκηνής υπάρχουν τρεις μεγάλες κερδίδες. Η συγγραφέας αξιοποιεί την τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω, κατά την οποία οι ηθοποιοί άλλοτε υποκρίνονται και άλλοτε γίνονται θεατές της δράσης που παριστάνεται μπροστά τους, συνεισφέροντας με ήχους και άλλους τρόπους.
Η σκηνογραφία και η αφήγηση συμπληρώνονται με ιστορικά βίντεο-ντοκουμέντα που προβάλλουν σκηνές από τη Σμύρνη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως οι σκηνές στην προβλήτα της Σμύρνης.
Τα κοστούμια είναι απλά λευκά για τις γυναίκες, πιο κοντά στην ενδυμασία της αστικής τάξης της εποχής, ενώ των ανδρών δηλώνουν αμυδρά την ιδιότητά τους.
Ας δούμε τώρα πώς δομείται η ίδια η παράσταση. Να σημειώσουμε ότι η συγγραφέας δραματοποιεί τα γεγονότα χωρίς να τα αναγάγει στη σφαίρα της φαντασίας, αν και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου συνδυάζει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα.
Η Α΄ πράξη ξεκινά με το ζωντάνεμα του συμπλέγματος της Pieta και την αρχική αφήγηση του Hemingway, που μας τοποθετεί στον χωροχρόνο της δράσης [ως Πρόλογος αρχαίας τραγωδίας]. Στη συνέχεια έχουμε την πάροδο του χορού, δηλαδή όλων των ηθοποιών που είναι ταυτόχρονα χορός αλλά και δρώντα πρόσωπα. Από τη δεύτερη σκηνή ξεκινά η διάρθρωση των δύο κύριων παράλληλων ιστοριών του έργου: του Νικόλα, δηλαδή του στρατιώτη του αφηγήματος του Στρατή Δούκα και της Μυρσίνης από τις γυναικείες μαρτυρίες. Στην πρώτη ιστορία περιγράφεται η οδύσσεια του Μικρασιάτη στρατιώτη που, μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, συλλαμβάνεται από τον τουρκικό στρατό και μαζί με άλλους αιχμάλωτους στρατιώτες αναγκάζεται σε μια εξοντωτική πορεία προς τα ενδότερα της Ιωνίας, χωρίς φαγητό και νερό. Στην πορεία αυτή μένουν πίσω οι πιο αδύναμοι. Οι επιβιώσαντες αιχμάλωτοι δίνονται σε Τούρκους να εκτελούν διάφορες αγγαρείες. Ο Νικόλας συναντά έναν ακόμα αιχμάλωτο τον Αναστάση, αναπτύσσεται μεταξύ τους στενή φιλία και μαζί δραπετεύουν και ζουν σε σπηλιές, ενώ στη συνέχεια επιβιώνουν παριστάνοντας τους Τούρκους και δουλεύοντας σε αγροκτήματα. Στο τέλος, μετά από έναν χρόνο ταλαιπωριών, κατορθώνουν να επιστρέψουν στη Σμύρνη, ο καθένας χωριστά, και τελικά να φύγουν για την Ελλάδα.
Η δεύτερη ιστορία, αυτή της Μυρσίνης, είναι επίσης μια ιστορία ψευδούς «τουρκέματος». Η Μυρσίνη, ορφανεμένη από την οικογένειά της, με άλλες συμπατριώτισσες που είχαν καταφύγει στο ίδιο μέσο για να επιβιώσουν της σφαγής, φτάνουν με πολλές ταλαιπωρίες στη Σμύρνη και επιστρέφουν στην Ελλάδα με ανταλλαγή πληθυσμών.
Η ανάπτυξη της αφήγησης ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη δομή του αφηγήματος του Δούκα: (1) σύλληψη και απόδραση (2) «τούρκεμα» και (3) διαφυγή και λύτρωση (αν λύτρωση μπορεί να θεωρηθεί η έναρξη της νέας οδύσσειας των προσφύγων στην Ελλάδα).
Η πρώτη και η δεύτερη πράξη, μετά από τη γενική περιγραφή της κατάστασης, εστιάζουν τον φακό στις περιπέτειες των δύο αυτών προσώπων, χωρίς ποτέ να υποβιβάζεται η περιγραφή της συλλογικής εμπειρίας. Στην πρώτη πράξη αναπτύσσεται η προϊστορία των προσώπων και οι συνθήκες αιχμαλωσίας τους, ενώ στη δεύτερη τα γεγονότα που οδηγούν στο ‘τούρκεμά’ τους. Η Μυρσίνη βρίσκει καταφύγιο σε μια οικογένεια που τη σέβεται και συναντά μια άλλη Ελληνίδα που έχει παντρευτεί Τούρκο για να σωθεί, τη Σουλτάνα. Θα γίνουν συνοδοιπόροι στις μετέπειτα περιπέτειες.
Η τρίτη πράξη διευρύνει την αφήγηση περιλαμβάνοντας τις ιστορίες άλλων γυναικών μέχρι τη διαφυγή τους. Τα πρόσωπα του χορού που μέχρι τότε έμεναν χωρίς ταυτότητα γίνονται πλέον συγκεκριμένα άτομα με τις δικές τους λίγο-πολύ κοινές εμπειρίες ορφανέματος, αιχμαλωσίας και διαφυγής. Είναι η Άννα, η Φωτεινή, η Βιολέττα, η Αρμένισσα, η Φιλιώ, η Μόρφω με το νεκρό από τις κακουχίες παιδί, η Κλειώ, μια Γυναίκα που υιοθετεί ένα παρατημένο μωρό κ.ά. Ο φακός τώρα διευρύνεται για να περιγράψει τη συλλογική εμπειρία της εθνικής καταστροφής, κυρίως μέσα από τα μάτια των γυναικών. Οι ατομικές εμπειρίες της Μυρσίνης και του Νικόλα μικραίνουν κάπως για να χωρέσουν στο σύνολο των προσφύγων.
Ενώ η τρίτη πράξη θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως «Διαφυγή», η τέταρτη πράξη μπορεί να πάρει τον τίτλο «λύτρωση» και «προσφυγιά στην Ελλάδα». Ακολουθώντας την τεχνική της επαναφοράς (φλας μπακ), η πράξη αρχίζει με την προετοιμασία του γάμου της Δέσποινας με τον Αναστάση στην Αττάλεια που είχε διακοπεί από τη διαταγή για φυγή. Η πράξη κλείνει με την ολοκλήρωση του γάμου τους στο Κατάκολο Ηλείας.
Κατά τη διάρκεια της πράξης αυτής, ο Νικόλας και οι γυναίκες-αφηγήτριες φτάνουν στο λιμάνι της Σμύρνης και με διάφορους τρόπους διαφεύγουν προς την Ελλάδα. Ο Αναστάσης θα συναντήσει ξανά τον φίλο του Νικόλα στο λιμάνι της Μυτιλήνης και, αργότερα στο Κατάκολο, την αρραβωνιαστικιά του Δέσποινα, που την είχε χάσει. Με χίλιες δυσκολίες, οι πρόσφυγες εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Το έργο κλείνει με ένα μήνυμα αγάπης. Ο Νικόλας διαβάζει στο κοινό το γράμμα που στέλνει στον Τούρκο που του είχε δώσει δουλειά. Υπόσχεται στο παλιό αφεντικό του ότι θα τον θυμάται.
Το έργο αυτό ολοκληρώνεται αισθητικά μόνο πάνω στη σκηνή. Η αναπαράσταση στη φαντασία του αναγνώστη και της αναγνώστριας, της μουσικής υπόκρουσης, των μονωδιών και των πολυφωνικών τραγουδιών, των βιντεοπροβολών και των κινήσεων των ηθοποιών ή των στάσεών τους, ιδίως όταν αναπαριστούν γνωστά γλυπτά, δεν μπορεί ποτέ να συναγωνιστεί τη λυρική και εικονοπλαστική δύναμη της ίδιας της παράστασης.
Αποσπάσματα των σκηνικών οδηγιών της αρχής, σ. 11 και σελ. 15.
Πώς μπορούν όλα αυτά να γίνουν θέατρο του νου...
Με τη δραματοποίηση όλων αυτών των τραυματικών γεγονότων που κατατρύχουν την ελληνική συλλογική μνήμη, η συγγραφέας Ευανθία Στιβανάκη καταφέρνει όχι μονάχα να συντηρήσει αυτή τη μνήμη, αλλά και να τη μετατρέψει σε μια συνολική αισθητική εμπειρία (εικόνας, λόγου, μέλους και κίνησης), μια εμπειρία που ανατροφοδοτεί τη μνήμη μειώνοντας τον τρόμο των ίδιων των γεγονότων και ταυτόχρονα προκαλώντας τον αναστοχασμό / προβληματισμό για το έγκλημα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου