Ευλογία ή κατάρα; Η Ελλάδα θα είναι χωρίς 'Ελληνες το 2081!


Ευλογία ή κατάρα; Η Ελλάδα θα είναι χωρίς 'Ελληνες το 2081!
Οι κάτοικοι της Νορβηγίας αγαπούν την ορεινή και αρκτική χώρα τους και έχουν το εθνικό σύνθημα  <Alt for Norge> (Όλα για τη Νορβηγία)
Οι Ελληνες ποιό εθνικό σύνθημα έχουν πλέον;;;



O εκλεκτός δημοσιογράφος κ. Δημήτρης Στεργίου με συγκλονιστικά ντοκουμέντα και με μια γνωσιακή βουτιά στην Ιστορία εξηγεί στο άρθρο που ακολουθεί γιατί η Ελλάδα θα μείνει χωρίς Έλληνες το 2081! Δηλαδή σε 60 χρόνια από σήμερα…Για τον αρθρογράφο αυτό είναι μια οδυνηρή διαπίστωση.
Για μας εδώ στο Κουρδιστό Πορτοκάλι θα μπορούσε να είναι και η ευχάριστη είδηση της ημέρας: Ενας τέτοιος λαός νεοΕλλήνων (ή μήπως πάντα τέτοιοι ήμασταν;) κατσιαπλιάδων γιατί θα πρέπει να έχει διαφορετική τύχη;

Η Ελλάς θα είναι χωρίς Ελληνες το 2081

Αυξάνονται και πληθύνονται συνεχώς τα εφιαλτικά αίτια (δημογραφικό, οικονομική κρίση, ηθική κατάπτωση, καταπάτηση θεσμών, ποδοπάτηση ιερών συμβόλων, κυριαρχία ολέθριων ιδεοληψιών ) που οδήγησαν ολόκληρα έθνη και αυτοκρατορίες σε κατάρρευση και που για τη σημερινή Ελλάδα προδιαγράφουν όχι μόνο ένα «ουκ άμεινον αύριον», αλλά και εντελώς καταστροφικό

Γράφει ο Δημήτρης Στεργίου
Την του Χριστού Ανάστασιν θεασάμενοι με ύμνους, οβελίες, ευχές και αγαλλίαση, σκέφθηκα ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ευχόμαστε και να επιδιώξουμε όλοι οι Έλληνες την του Έθνους Ανάτασιν και την της χώρας Ανάστασιν.
Διότι «το αύριον ουκ έσσεται άμεινον». Αντιθέτως, «έσσεται» εφιαλτικόν, εξαιτίας των τεράτων και σημείων που κυριαρχούν κυρίως τα τελευταία χρόνια και που ολοένα κορυφώνονται μετά το 2010 και ιδιαιτέρως μετά το 2015, δηλαδή κατά την άγρια μνημονιακή περίοδο, η οποία και θα συνεχισθεί έως το … 2061, όταν προβλέπεται (τονίζουμε: απλώς προβλέπεται) ότι θα συρρικνωθεί κάπως το δημόσιο χρέος!!!

Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν μιλάω ούτε «προοδευτικά», ούτε «συντηρητικά», ούτε «σοσιαλιστικά», ούτε «φιλελεύθερα», ούτε «κομμουνιστικά», ούτε «νεοφιλελεύθερα», ούτε «εθνικιστικά» ούτε «φασιστικά, ούτε «ρατσιστικά» και ότι δεν βάλλω τον λίθον εναντίον κανενός, καθότι δεν είμαι αναμάρτητος. Απλώς, προσπαθώ να κρατώ σφιχτά και να τιμώ τη μόνη ιερή ταμπέλα «Ελλάς».

Επίσης, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι όλα αυτά τα οποία θα προσπαθήσω να συμπυκνώσω σε όσο το δυνατό σύντομα νοήματα δεν αποτελούν δικές μου προβλέψεις, αλλά προβολές συμπτωμάτων, παθημάτων, αιτίων, αιτιατών και προβλημάτων, τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση αυτοκρατοριών και την εξαφάνιση εθνών.
Αυτές οι προβολές αποκαλύπτουν τα ίδια σημερινά συμπτώματα και αίτια στην Ελλάδα, τα οποία, κατά δική μου εκτίμηση, η οποία περιέχεται στο υπό έκδοσιν νέο βιβλίο μου, θα αναγκάσει τη χώρα μας να πει «τετέλεσται» το 2081!.

Και καθώς η Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών τελείωσε με την Ανάσταση του Κυρίου, ίσως να με χαρακτηρίσετε ως απαισιόδοξο αν επισημάνω ότι για τη χώρα μας η «Εβδομάδα» αυτή θα έχει μια μεγάλη εφιαλτική διάρκεια και μάλιστα χωρίς ανάταση ή Ανάσταση, καθώς τα ολέθρια συμπτώματα συνεχώς αυξάνονται και πληθύνονται, αφού οι Έλληνες «πριονίζουν» αφρόνως το κλαρί όπου καθόμαστε!

Σε επίρρωση αυτής της μελαγχολικής διαπίστωσης υπενθυμίζω τις επισημάνσεις και τις προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει δια ζώσης μάλιστα στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ο Ιωσήφ Βρυέννιος, μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τη Μεγάλη Παρασκευή
(14 Απριλίου) του 1419), δηλαδή πριν από ακριβώς 1600 χρόνια ή πριν από 35 περίπου χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως .

Τότε, στο λόγο που εξεφώνησε στο Παλάτι παρουσίασε όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, ηθικά προβλήματα, τα οποία είναι ακριβώς τα ίδια με τα σημερινά και τα οποία, ως αίτια, οδήγησαν στην άλωση.

Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν».
Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν».

Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι».
Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι».
Συγχρόνως με τη γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.

Επίσης, ανέφερε ότι την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτες, χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου.
Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη ομοιάζει, όπως τόνισε, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθεί.

Επεσήμανε ακόμα ότι ερημώνονται οι πόλεις, ότι αφανίζονται οι χώρες, ότι καίγονται οι Εκκλησίες, ότι βεβηλώνονται τα άγια και ότι δίδονται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα»…
Στη συνέχεια, ο Βρυέννιος παρουσίασε και τα πολλά πνευματικά και ηθικά αίτια, τα οποία κι αυτά θυμίζουν σημερινά!. Τυχαία;

Τί σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν ούτε λίγοι Έλληνες με βάση τα σενάρια για την εξέλιξη του πληθυσμού και την εφιαλτική επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος.

Ο δείκτης γονιμότητας συνεχώς κατρακυλάει, αφού ήδη είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ ο δείκτης διατήρησης του έθνους είναι πάνω από 2,3 παιδιά ανά γυναίκα. Από πρόσφατες σημαντικές μελέτες και έρευνες προκύπτει ότι, με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας, από το 1935 και μέχρι το 1975, δεν αναπληρώθηκε καμία ελληνική γενιά. Από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική, αλλά απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μεταπολεμικά δεν υπήρξε “baby boom” στην Ελλάδα, όπως συνέβη σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.

Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σε αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά οκτώ χρόνια για τους άντρες και κατά 10 χρόνια για τις γυναίκες.
Δηλαδή, η Ελλάς γηράσκει βαθμιαία. Και ό,τι γηράσκει αποθνήσκει στη συνέχεια. Κι αυτή την εξαφάνιση δια του θανάτου όσον ούπω των Ελλήνων γερόντων επεσήμανε στους Ευρωπαίους πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Αλέξης Τσίπρας ως λύση του …. κοινωνικοασφαλιστικού προβλήματος!!!
Επίσης, από στοιχεία προκύπτει ότι ο συντελεστής γεννητικότητας (αριθμός γεννήσεων ανά 1000 κατοίκους) που ήταν το 1950 στο 18,37 έπεσε το 1990 στο 10,03 (και σήμερα σχεδόν στον … πάτο!), ενώ ο ακαθάριστος συντελεστής θνησιμότητας αυξήθηκε την ίδια περίοδο από το 7,24 στο 9,16 λόγω της βαθμιαίας γήρανσης του πληθυσμού παρά τη μείωση της θνησιμότητας σε κάθε ηλικία.

Επίσης, η αναλογία των γυναικών που έχουν ένα μόνο παιδί αυξάνεται στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Από 41,5% το 1970 έφθασε το 1987 στο 45,4% και σήμερα αυξάνεται ιλιγγιωδώς! Η αναλογία των γυναικών που έχουν δύο παιδιά παραμένει σχεδόν αμετάβλητη γύρω στο 33-39%, ενώ αντιθέτως μειώνεται η αναλογία των γυναικών με τρία παιδιά από 13.39% σε 12% και των γυναικών με τέσσερα και άνω από 7,1% σε 4,8%.
Για να ανακοπεί η μείωση των γεννήσεων και για να εξασφαλισθεί η ανανέωση του πληθυσμού και η επιβίωση του Ελληνισμού πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία και να τεθεί ως στόχος το τρίτο παιδί.

Οι κυριότερες διαπιστώσεις της μελέτης είναι οι ακόλουθες: Ο δείκτης γεννήσεων μέσος αριθμός τέκνων ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, από το 1950-1980 διατηρήθηκε στο 2,2, που ήταν ένας δείκτης πάρα πολύ ικανοποιητικός, όταν ληφθεί υπ’ όψη ότι ο δείκτης ανανέωσης των γενεών είναι 2,4 ή 2,3.
Στην συνέχεια, το 1990 όμως ο δείκτης έπεσε επικίνδυνα στο 1,4 με αποτέλεσμα η φυσική αύξηση του πληθυσμού στην δεκαετία του ’80 να σημειώσει δραματική μείωση και να φθάσει στο 1%, ενώ πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν 12-13%.
Το 1951 η αναλογία των ηλικιωμένων ατόμων στη χώρα μας (άνω των 65 ετών) ήταν 6,5% και το 1984 (τελευταίο έτος αναφοράς της μελέτης) ανήλθε στο 13,3%, ενώ η αναλογία των υπερηλίκων (άνω των 75 ετών) από 2,1% ανήλθε στο 5,4%.

Στον μεγαλύτερο ασφαλιστικό οργανισμό, το ΙΚΑ, η αναλογία συνταξιούχων-ασφαλισμένων είναι σήμερα 1:2,5, ενώ θα έπρεπε βάσει των διεθνών δεδομένων να είναι 1:4,5 για την ομαλή οικονομική πορεία των οργανισμών. Στο δημόσιο η αναλογία αυτή είναι 1:1.

Η διάρκεια της προσδοκώμενης ζωής στη χώρα μας από 63,4 έτη το 1950 ανήλθε σε 72,5 το 1985 για τους άνδρες και σε 77,6 για τις γυναίκες. Ο δυσμενής όμως αυτός συσχετισμός των ηλικιών επέφερε και θα επιφέρει όχι μόνο μεγάλες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες αλλά και εθνικές σε χώρες, όπως η Ελλάς, τονιζόταν, εύστοχα, σε άλλη μελέτη. Εννοείται ότι όλα αυτά τα δυσμενή στοιχεία σήμερα έχουν εξελιχθεί σε εφιαλτικά, με τη χώρα μας να βαδίζει πια προς τον αφανισμό!
Πριονίζομεν αφρόνως το κλαρί όπου καθόμαστε!
Πέρα από την εφιαλτική συρρίκνωση του νεανικού πληθυσμού, οι Έλληνες τα τελευταία 80 περίπου χρόνια δίνουν την εντύπωση ότι, αφρόνως, πριονίζουν το κλαρί όπου κάθονται, δηλαδή δεν αγαπούν τη χώρα τους. Διότι, δεν μπορεί να δικαιολογηθούν αλλιώς οι επιθέσεις ή κακοποιήσεις θεσμών, οι οποίοι, όπως λέει ο Σωκράτης, κρατούν όρθια μια πολιτεία. «Δεν μπορεί να σταθεί όρθια μια πολιτεία, τονίζει, όταν ποδοπατούνται οι θεσμοί», οι πυλώνες της. Και πράγματι ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια δεν έχει μείνει τίποτε σχεδόν όρθιο.

-Συνεχώς καταπατείται το Σύνταγμα με τη μη εφαρμογή βασικών διατάξεών του.

-Απαξιώνεται η Βουλή με τη μετατροπή της σε … «γκαζόζα»!

-Χτυπιέται η Δικαιοσύνη με τις γνωστές επιθέσεις των κυβερνήσεων σε αποφάσεις που δεν είναι αρεστές σε εκείνες και που αυξάνουν το κομματικό κόστος!

-Καταστρέφεται η παιδεία με την άλωση της γλώσσας και τη θεοποίηση της ανορθογραφίας και της λεξιπενίας μετά την επίμονη πρόταση για εισαγωγή της φωνητικής γραμματικής και του … λατινικού αλφάβητου, την οποία προωθούσαν μεθοδικά πριν από 140 χρόνια ο Γληνός και άλλοι αριστερομαξιστές της εκπαιδευτικής «πρωτοπορίας»! Έτσι, επαληθεύεται και η προφητεία του αποστόλου Παύλου στην Β΄ Επιστολή προς Τιμόθεον , η οποία έχει ως εξής: «Θα υπάρξει καιρός που δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά κατά τις δικές τους επιθυμίες θα μαζέψουν για τους εαυτούς τους σωρό από δασκάλους, επειδή θα αισθάνονται φαγούρα στα αυτιά, και αφενός θα αποστρέψουν την ακοή τους από την αλήθεια, αφετέρου θα εκτραπούν προς τους μύθους».

-Αποθεώνεται η ισοπέδωση και θεοποιείται η ήσσων προσπάθεια με τη μη αξιολόγηση, με την κατάργηση της βαθμολόγησης, της ατιμωρησίας του «σκασιαρχείου» και, κυρίως, με τη «ετυμηγορία» ότι η «η αριστεία είναι ρετσινιά» και ο Όμηρος, με το «αιέν αριστεύειν…» που τη «δίδασκε» στυγνός «καπιταλιστής» και «αντιδραστικός» στην εισαγωγή του «σοσιαλιστικού ιδεώδους στα σχολεία, που είναι σύμμαχος με τον «μαθητή κουμπούρα»!!!

-Κατάργηση της μακραίωνος ιστορίας της Ελλάδος με την προώθηση συνεχώς της «μη εθνοκεντρικής θεώρησής της» ή την επιβολή της εθνομηδενιστικής θεωρίας με το χαρακτηρισμό σημαντικών εθνικών γεγονότων ως «μύθων» (Ελληνική Επανάσταση του 1821, «Κρυφό Σχολειό», «Χορός του Ζαλόγγου», Έπος το ’40 και άλλα) ή τον χαρακτηρισμό των Μακεδονομάχων ως «Τζιχαντιστών», των ηρώων του 1821 ως … «Κατσαπλιάδων», των Βλάχων ως μεσελλήνων (αυτοί που έδωσαν όλο το αίμα και όλο το πουγκί τους για την Ελλάδα!) και άλλα.

-Καταπατούνται σύμβολα, ιερά και παραδόσεις, όπως για παράδειγμα, η σημαία, που θεωρείται «πανί»!

-Δεν υπάρχει πια πίστη των Ελλήνων προς την πατρίδα και σε θεσμούς. Αν δεν είχε αυτή την πίστη, δεν θα έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τη γνωστή, ηχηρότατη, φράση: «Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω».
Αν δεν είχε την πίστη αυτή ο βασικός πρωταγωνιστής του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1844 Γιάννης Μακρυγιάννης, καθώς πολιορκούνταν, δεν θα συνέτασσε τη διαθήκη του επικαλούμενος την πατρίδα και τον Θεό και κρατώντας τη σημαία!
Αν δεν είχε την πίστη αυτή δεν θα έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Οι Έλληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον» (Βλαχογιάννη, Ανθολογία, σελίδα 219).

Αν δεν είχαν αυτή την πίστη δεν θα ορκίζονταν οι Φιλικοί «ενώπιον του αληθινού Θεού..». Ο Μακρυγιάννης κατέδειξε τη λατρεία του προς την πατρίδα με τα ακόλουθα λόγια: «Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να΄ χω στραβός θανά είμαι»  ή  «Πατρίδα, πατρίδα ήσουνε άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν». Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πληγωμένος θανάσιμα είπε τα τελευταία λόγια για την πατρίδα: «Εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα» (Βλαχογιάννη, Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», τ. Α, σελίδα 318).

-Οι δεσμώτες βιωματικών επιθυμιών και ιδεοληψιών δεν θέλουν να γνωρίζουν την αλήθεια. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώση υμάς», αναφέρει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο». Δηλαδή, η αλήθεια προκαλεί φαγούρα και έτσι καταφεύγουν στους μύθους.
Το είπε άλλωστε και ο «σύντροφος» Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν: «Η αλήθεια είναι μια μικροαστική εμμονή», ενώ ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έλεγε ότι «πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».

Έτσι (λυπάμαι που το λέω) δεν συμμερίζομαι τη λανθάνουσα αισιοδοξία του δικού μας εθνικού ποιητή, του Κωστή Παλαμά που υπάρχει στο “Προφητικό” του, στον “Δωδεκάλογο του γύφτου” . Είναι οι στίχοι που γράφτηκαν ύστερα από τον πόνο και τη ντροπή του 1897.
Η πίστη στα πεπρωμένα της φυλής μας, ποτέ δεν του’ λειψε. Σαν προφήτης της Γραφής προφητεύει ολάκερο το ζοφερό δρόμο της, αλλά και τη δραματική της κάθαρση και τελείωση:

“Και θα φύγης κι από το σάπιο το κορμί,
ω ψυχή, παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ρθη το κορμί μια σπιθαμή
μέσ` στη γη να την κάμη μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί της Αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μια αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω ψυχή παραδομένη από το κρίμα!

Και θ` ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψεις σαν την χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο, το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσει, πιο βαθειά στου κακού τη σκάλα,
για τ` ανέβασμα ξανά, που σε καλεί,
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!,
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!”.

Όπως διαπιστώνετε, ο Παλαμάς τελικά είναι αισιόδοξος ότι στο τέλος η χώρα θα σωθεί, θα αναγεννηθεί, θα φυτρώσουν τα φτερά τα μεγάλα. Ίσως, την αισιοδοξία αυτή ο Παλαμάς στήριζε σε παραδοχές, σε αξίες, σε θεσμούς και ιδανικά, τα οποία σήμερα όλα σχεδόν ποδοπατούνται και σε ένα φύλακα άγγελο, που δεν έχουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι ιδιώτες, τα έθνη, όπως υποστήριζε ο Μέγας Βασίλειος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα υπάρχει πίστη σ΄ αυτόν, θα επιζητείς αυτόν, θα επικαλεσθείς αυτόν…

Και κλείνω το σημείωμα αυτό με τα παρηγορητικά λόγια που διασώζονται στον «Θεόκριτο ( 4.41): Θαρσείν χρη (φίλε Βάττε, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον» (=Αγαπητέ Βάττε, το αύριο ίσως θα είναι καλύτερο), με τα οποία προσπαθούν ο ένας να παρηγορήσει τον άλλο, το Βάττο, για τον καημό του. Έχει επικρατήσει αυτή η ρήση να λέγεται συχνά για παρηγοριά, όταν η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη, σαν κήρυγμα αισιοδοξίας.

Δεν συμμερίζομαι ούτε την αισιοδοξία του Θεοκρίτου, διότι, όπως ανέφερα ήδη, οι Έλληνες δεν αγαπούν την Ελλάδα, όπως, για παράδειγμα, οι Νορβηγοί (alt for Norge) τη Νορβηγία, οι Γερμανοί τη Γερμανία, οι Ούγγροι την Ουγγαρία, η Γάλλοι τη Γαλλία και άλλοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι όμως για να «ναρκώσουν» μας «διδάσκουν», βεβαίως, βεβαίως, τον περιβόητο … «πολυπολιτισμό» ή καταγγέλλουν τους άλλους ως … ρατσιστές.
Αναφέρω, για παράδειγμα, βορειοευρωπαϊκές χώρες που είναι πρωταθλήτριες σε οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική ευημερία και ποιότητα ζωής, μολονότι δεν έχουν κανένα από τα πάμπολλα συγκριτικά … πλεονεκτήματα της Ελλάδος και η Ελλάδα δεν έχει κανένα από τα πάμπολλα συγκριτικά … μειονεκτήματά τους.
Είναι η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ελβετία, από τις οποίες οι δύο με Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία!
Οι κάτοικοι της Νορβηγίας αγαπούν την ορεινή και αρκτική χώρα τους και έχουν το εθνικό σύνθημα: Alt for Norge (Όλα για τη Νορβηγία) και εθνικό ύμνο: Για, βι ελσκέρ ντέτε λάντετ («Ναι αγαπάμε αυτή τη χώρα»).
Η Σουηδία είναι (κρατήστε, παρακαλώ, σημείωση με έντονα γράμματα!) … φιλελεύθερη μεν, με ισχυρό κοινωνικό κράτος δε και έχει ως εθνικό σύνθημα: För Sverige i tiden (Για τη Σουηδία με τον καιρό).
Η Ελβετία, ορεινή και χιονοσκεπής , έχει αναπτυγμένο εμπόριο, βιομηχανία και τουρισμό και εθνικό σύνθημα: Unus pro omnibus, omnes pro uno ((Ένας για όλους, όλοι για έναν).
Εμείς, οι Έλληνες, ποιο σύνθημα έχουμε; Μάλλον το παραλλαγμένο ομηρικό «αμύνεσθαι ή επιτίθεσθαι περί … πάρτης» ή « Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» ή «θεσμός είναι ο λαός» και άλλα …

ΝΙΚΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ Ο Ελληνολάτρης – Ο Φυσιολάτρης


ΝΙΚΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ο Ελληνολάτρης – Ο Φυσιολάτρης

του Ανδρέα Μπούτσικα
Η γνωστή λαϊκή παροιμία «Φτωχός Άγιος δόξα δεν έχει» βρίσκει δικαίωση σίγουρα στην περίπτωση του τόσο αγαπητού σ’ αυτούς που τον γνώρισαν από κοντά, αλλά και τόσο συμπαθούς στα μέλη της Πατραϊκής κοινωνίας που είτε είχαν κάποια επαφή μαζί του ή απλώς είχαν γι’ αυτόν πληροφορικά ακούσματα, τον Νίκο Σκληρό. Προσωπικά πιστεύω πως ο Νίκος Σκληρός υπήρξε ο άγιος της φύσης ή και αν θέλετε της φυσιολατρίας, ο ιεραπόστολος της παράδοσης, ο αληθινός ελληνολάτρης.
Προχωρώντας στην παρουσίασή του βεβαιώ πως δεν πρόκειται καθόλου να εξωραΐσω τη ζωή και τη δράση του. Και τούτο, όχι μόνον γιατί έτσι θα μολύνει την αγνότητά του, αλλά και γιατί ούτε ο ίδιος ήθελε να μιλούν επαινετικά γι’ αυτόν.
Ήταν απλός, ήρεμος, ευγενικός, γαλήνιος, απόλυτα αγνός, ως ψυχή και σώμα, όπως η ίδια η φύση την οποία λάτρευε καθώς στην αγκαλιά της ζούσε τον Παράδεισό του, όπως ο Δημιουργός επιθυμεί να ζουν τα δημιουργήματά του με πρώτο τον άνθρωπο. Δυστυχώς όμως αυτός ξεστράτισε και με την πονηριά του Εωσφόρου άφησε την αλήθεια και τον Παράδεισο για ν’ αναζητήσει το ψέμα και την κόλαση. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τον σημερινό άνθρωπο ο οποίος με το ξεγέλασμα του τεχνικού πολιτισμού (σύγχρονος Εωσφόρος) άφησε τον Παράδεισο της φύσης (για να μην πούμε το χειρότερο, πως την καταστρέφει) για να ριχθεί στην Κόλαση των καυσαερίων, των φυτοφαρμάκων, των αποβλήτων, των μεταλλαγμένων και τη νόθευση της παράδοσης.
Ο Ν. Σκ. δεν ακολούθησε ποτέ αυτό το δρόμο. Η φύση του αγνή, όπως η θεϊκή δημιουργία, ενισχυμένη και από τη γνώση της επαγγελματικής του ενασχόλησης, αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει το κοινό ρεύμα και παρέμεινε πιστή στον αληθινό Παράδεισο. Αγωνιζόταν και απολάμβανε την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος όχι μόνον τις ώρες της επαγγελματικής του εργασίας, αλλά και τις άλλες ελεύθερες ώρες, όσες φυσικά του περίσσευαν, αφού δεν ενδιαφερόταν μόνον για τη φύση, αλλά και για τους συνανθρώπους του και μάλιστα με πνευματικό αγώνα γράφοντας και ξαναγράφοντας, πασχίζοντας κυριολεκτικά για τη σωστή και σωτήρια ενημέρωσή τους με το απλό σε σχήμα και εμφάνιση, αλλά σημαντικό σε περιεχόμενο έντυπό του
– περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ- ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».

Ο Ν. Σ. μπορεί να γεννήθηκε στη Λευκάδα (η Κοντάραινα το χωριό του) αλλά δεν ανήκει μόνον σ’ αυτή ή την Αχαΐα και ιδιαίτερα την Πάτρα, όπου κύρια έδρασε, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, την οποία σεργιάνισε – σε κάθε γωνιά και σκαρφάλωσε σε όλα τα βουνά της, με τον ίδιο πάντα σκοπό και επιθυμία. Να την κάνει γη της επαγγελίας, να σταματήσει τον κατήφορο της «Ιστορικής Παρακμής», όπως έλεγε. Πάσχιζε για τις πολυάνθρωπες πόλεις και την «προγραμματισμένη» όπως πίστευε και κήρυττε ερήμωση της υπαίθρου εξαιτίας του πολιτισμένου και εξευρωπαϊσμένου αστικού κράτους που σιγά – σιγά με το ξερίζωμα των χωριών και την αστικοποίησή τους θα έφερνε την ερήμωση με επακόλουθο το θάνατο του Έθνους. Μόνιμο σλόγκαν του: «Η σωτηρία της Ελλάδος είναι η επιστροφή στην ύπαιθρο, στη φύση με πλήρη αυτοδιοίκηση οικογένειας και χωριού, μέσα από την αθάνατη αγροτική κοινωνία».
Ο Νίκος Σκληρός ήταν ένας σύγχρονος «ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ», που αλώνισε την Ελλάδα κηρύσσοντας την επιστροφή στη φύση, την επιστροφή στην ομορφιά και τη μαγεία του γήινου Παραδείσου, που με τόση γενναιοδωρία μας χάρισε ο Πλάστης, την αξία της οποίας εμείς οι εξαρτημένοι από τον τεχνικό πολιτισμό αναγνωρίζουμε μόνο όταν βγαίνουμε έξω από τα τείχη της πόλης και βρισκόμαστε, έστω και για λίγο στην αγκαλιά του με την ομολογία μας: «Αχ! Τι όμορφα που είναι στην εξοχή!!! Η αφηνιασμένη άλλωστε, κατά τις γνωστές περιόδους, έξοδος των εκατομμυρίων φυλακισμένων εντός των τειχών των μεγαλουπόλεων, κατοίκων, το αποδεικνύει.
Ανήσυχος και αγωνιώδης απόστολος και μαχητής στάθηκε πάντα όρθιος, ασυμβίβαστος και φλογερός υπερασπιστής των ιδεών του σε όποιο μετερίζι κι αν βρέθηκε. Στην Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή της Λάρισας, στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, στην Επιμελητεία του επικοισμού Ιωαννίνων, στην Επιμελητεία του Φυτοπαθολογικού Σταθμού Βόλου, στη Γεωργική Υπηρεσία των επαρχιών Αιγιαλείας, Καλαβρύτων και Πατρών, ως προϊστάμενος, ως Δ/ντής του Γεωργικού Σχολείου Πατρών, ως καθηγητής Γεωπονικών στο Ανώτερο εκκλησιαστικό Φροντιστήριο και την Παιδαγωγική Ακαδημία Πατρών, ως Πρόεδρος του συλλόγου «Το Δημοτικό Τραγούδι», ως πανελλήνιος τέλος κήρυκας και απόστολος της Επικράτειας. Μιλούσε σε συνάξεις, σ’ εκκλησίες, στα πανηγύρια, ακόμα και στα καφενεία,
με κέντρο την ελληνική παράδοση, τα έθιμα, την ελληνική ζωή και οικογένεια, και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού.
Ένας απόστολος που δεν αρκέστηκε στο κήρυγμα, αλλά προχώρησε στην πράξη με συγγραφές, επιστολές, έγγραφες παρεμβάσεις, άρθρα, μελέτες, περιοδικά κτλ. Διερωτόμεθα, τι άλλο θα μπορούσε να κάμει!
Είχα τη μεγάλη τιμή της φιλίας του και η αγάπη και η εκτίμησή του στο πρόσωπό μου αποτελεί γλυκύτατη ανάμνηση. Η απουσία του μου είναι, και νομίζω σε όλους όσους τον γνώρισαν αισθητή, αλλά και χωρίς υπερβολή, για την πατρίδα, μια εθνική πνευματική πληγή. Πάντα μειλίχιος, με τον καλό λόγο στα χείλη, και την ευγενική παρακίνηση να τον ακολουθήσουμε. Πάντα καλοσυνάτος, ποτέ θυμώδης, είρων ή χλευαστικά επικριτικός. Θα μένει νοσταλγικά στη μνήμη μου το χαμογελαστό προσκλητήριό του μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική συρτή φωνή του.
—Έλα μαζί μου να γνωρίσεις την αληθινή ζωή. Γράψου στον πεζοπορικό! Φύγε από τα χνώτα της αστικής ασφυξίας.
Με εμείς νεότεροι και με διάθεση για κοσμική παρουσία, παρά την αναγνώρισή και την παραδοχή των απόψεών του, διστάζαμε, μένοντας πιο πίσω, ενώ τώρα συλλογιόμαστε βαθιά το μέγεθος της αλήθειας των λόγων του. Αυτός όμως δεν προσκυνούσε! Έλεγε πάντα και με πάθος τις πικρές αλήθειες παντού! Ακόμα και στην εξουσία, κάτι που τον ανάγκασε να παραιτηθεί από το Υπουργείο Γεωργίας και να ιδιωτεύσει. «Ελεύθερος πολίτης πλέον, έλεγε, μπορώ ν’ ασχοληθώ τώρα με όλες τις επιστήμες, δηλαδή τα πρακτικά τους αποτελέσματα για το έθνος.
Ο Ν. Σ. ήταν ένας μεγάλος Έλληνας και το πάθος του ήταν η Ελλάδα στηριγμένη στη γνήσια χριστιανική και ελληνική παράδοση και ιστορία της. Ο λόγος αυτός ήταν και η αιτία της συμμετοχής του σε κάθε πατριωτική και πνευματική εκδήλωση, είτε ως ακροατής, είτε ως ομιλητής, αδιαφορώντας αν πολλοί τον χαρακτήριζαν ιδεαλιστή και φιλοαγρότη που κυνηγούσε χίμαιρες και αυταπάτες. Αυτός ήταν ένας αϊτός που είχε κλείσει στην ψυχή του Ελλάδα και πετώντας από κορυφή σε κορυφή αγκάλιαζε με τις φτερούγες της μεγάλης του αγάπης για τη φύση, ολόκληρο τον κόσμο της υπαίθρου παίρνοντας δύναμη με τη μετάγγιση που καθημερινά έκανε στον εαυτό του από τον ολοκάθαρο αέρα των βουνών, το άρωμα της ανθισμένης ελληνικής
γης, την αγνή ζωή των χωρικών, τις προαιώνιες παραδόσεις και τα έθιμα του λαού μας.
Ρομαντικό, ονειροπόλο και ιδεαλιστική τον είπαν άλλοι, που σκόπευε στο άπιαστο, στο χωρίς επιστροφή. Αλήθεια, πόσο μακριά από τις δικές του αλήθειες βρίσκονταν! Γιατί ο Ν. Σ. δεν ήταν θεωρητικός! Ήταν ερευνητής, εφαρμοστής γεωπόνος, που είχε ζήσει την ελληνική ύπαιθρο από κάθε της πλευρά και γνώριζε το λαό όσο λίγοι.
Είχε σχέδια στηριγμένα στην πραγματικότητα από τις δικές του εμπειρίες, παρατηρήσεις και μελέτες. Είχε ασχοληθεί με πάθος σ’ αυτή, όπως έλεγε διαμαρτυρόμενος, γιατί κάποτε – κάποτε κάποιοι θεωρητικοί αερολόγοι καρεκλοκένταυροι γραφειοκράτες χλεύαζαν τις ιδέες του ως ανεφάρμοστες, δηλαδή τα πρακτικά τους αποτελέσματα και τις συνέπειές τους για το Έθνος. Αυτός γνώριζε καλά τι ήταν εφαρμόσιμο αποδοτικό και μη. Η φωνή έβγαινε με λαχτάρα επί -20- είκοσι ολόκληρα χρόνια από το μικρό και σεμνό περιοδικό του, για το οποίο ξόδευε από το ισχνό του βαλάντιο. Ποιος όμως διάβαζε τα κείμενά του; Ποιος άκουγε τη φωνή του; Φυσικά κανένας από εκείνους τους δήθεν ηγέτες της διοίκησης που ήσαν και οι αίτιοι της παραίτησής του.
Και να ! Οι προφητείες του βγήκαν αληθινές και σήμερα όλοι μας ανήσυχοι από τις διοξίνες και τις τρελές αγελάδες, από το μολυσμένο, λόγω υπεδάφους, νερό που πίνουμε και τον δηλητηριασμένο, λόγω καυσαερίων και βιομηχανιών, αέρα που ανασαίνουμε, από το δηλητηριασμένο από την αλόγιστη λίπανση και τα φυτοφάρμακα υπέδαφος, από την απλησίαστη και επικίνδυνη, λόγω βαρέων μετάλλων και βακτηριδίων και από τα βιομηχανικά απόβλητα, θάλασσα, που ούτε να βουτήξουμε τα πόδια μας δεν τολμάμε, τρέχουμε πανικόβλητοι στα ίσως αληθινά βιολογικά προϊόντα, περιχαρέστατοι μάλιστα αν κάποιος συγγενής ή φίλος από την ύπαιθρο, μας δωρίσει λίγα κιλά καθαρή πατάτα, μια μπουκάλα φυσικό κρασί ή λίγα αράντιστα φρούτα και λαχανικά! Τρομοκρατημένοι προσπαθούμε να σωθούμε (αλίμονο στους απογόνους) σπέρνοντας μαϊντανό και ντομάτες σε γλάστρες, ενώ κάνοντας τραπέζι σε φίλους σπεύδουμε να τονίσουμε με καμάρι πως το κοτόπουλο ή το κρέας που τους σερβίρουμε το φέραμε από φιλικό σπίτι στο χωριό όπως και το ψωμί!
Ποιο χωριό όμως; Αυτό για το οποίο αγωνιζόταν ο Ν. Σκληρός! Ο άνθρωπος έγινε ένας σύγχρονος Τάνταλος που δεν τολμά ν’ αγγίξει τ’ αγαθά του καλού Θεού, αφού ο ίδιος τα έχει μεταβάλει σε δηλητηριασμένα βέλη κατά της ίδιας της ύπαρξής του.
Κλείστηκε σαν το ζούδι στις πολυκατοικίες – σφηκοφωλιές, που δεν μπορεί να κοιμηθεί από τους ήχους της τηλεόρασης, των C. D. και τις κουβέντες τού κατά ένα τοίχο γείτονα, που το παιδί του αντί για την αυλή και την αλάνα κυλιέται στο φραγμένο μπαλκόνι, ενώ ο πονεμένος σύνοικος κλαίει συνοδεία ελληνικών ή ξένων ασμάτων κάποιου γείτονα που ούτε τον γνωρίζει.
Όλα αυτά προφήτευε και για όλα αυτά μιλούσαν τα κηρύγματα του Ν. Σ., που αγωνιζόταν με πάθος για να προλάβει τις τσιμεντουπόλεις και τόνιζε πως η σωτηρία μας είναι η επιστροφή στη φύση την οποία πρέπει να προφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Μάταια όμως! Τα τότε ειρωνικά χαμόγελα σε βάρος του έγιναν σημερινή αγωνία και κλάμα δικό μας.
Κάτι ανάλογο και για την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Εκείνος είχε λατρεία στις αυθεντικές ελληνικές παραδόσεις και τα έθιμα, διαμαρτυρόμενος για τις ξενόφερτες συνήθειες που αλλοτριώνουν την γνησιότητα του λαού μας και μάλιστα της νεολαίας.
Κάποιοι χλεύαζαν και πάλι, όταν μιλούσε για τα ελληνικά ήθη και τη Δημοτική μουσική. Όμως πόσοι νεολαίοι μας ακούν σήμερα δημοτικά τραγούδια και πόσοι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί τα περιλαμβάνουν στα προγράμματά τους; Κάποιες μόνον ελάχιστες εξαιρέσεις.
Εκείνος, αληθινός έλληνας αγωνιούσε για την παράδοση και ήταν ο στοχαστής, ο ανατόμος της σύγχρονης κοινωνικής και εθνικής ζωής, ο φιλόσοφος, ο ρέκτης των γραμμάτων και της τέχνης, όπως τον αποκαλούσε γνωστός δημοσιογράφος. Συμβούλευε, προειδο-ποιούσε, ενημέρωνε! Εκείνοι όμως που έπρεπε να τον προσέξουν σφύριζαν αδιάφορα.
Η ζωή μας όμως των τελευταίων ιδιαίτερα χρόνων, απέδειξε πόσο τραγικό ήταν το σφύριγμα αυτό και πόσο μεγάλο ήταν το δικό του δίκιο. Κάποιοι που τον κατάλαβαν αναγνώρισαν τον αγώνα του και τον τίμησαν με διακρίσεις όπως, η Ακαδημία Αθηνών, ο Πατριάρχης Κων/λεως, ο Αγροτικός Σύλλογος Αχαΐας, ο Φιλοδασικός Σύλλογος, ο Φυσιολατρικός Σύνδεσμος και η Αχαϊκή Εταιρία μελετών, -
ενώ πολύ επιτυχημένα του απενεμήθη ο τίτλος του ιεραποστόλου από τον Μητροπολίτη Φλώρινας.
Όμως ο Ν. Σ. δεν επιζητούσε για τη δράση του διακρίσεις και επαίνους. Επιζητούσε την καθάρεια, σωστή και ανθρώπινη ζωή του λαού, όπως καθάρεια, σωστή και ωφέλιμη ήταν η δική του ψυχή και ζωή.
Υπήρξε ένας αγνός αγωνιστής που άσπρισαν τα μαλλιά του στον αγώνα για το «καλύτερο του ελληνισμού», ένας ελληνολάτρης που ως την τελευταία ημέρα που πέταξε στους ουρανούς, σε ηλικία -91-ετών (1908- 1999), χωρίς ούτε μια ημέρα ν’ αρρωστήσει, πάσχιζε για το καλό της πατρίδας και του λαού της.
Πίσω του άφησε ένας μεγάλο έργο και μια τεράστια προσφορά.
Μεγάλος και μοναδικός θησαυρός του τα χιλιάδες βιβλία του. Δύο φορτηγά, κατά την ομολογία των φίλων του, γέμισαν, όταν μένοντας εγκαταλελειμμένα, μετά το θάνατο και της γυναίκας του, τα πήραν μάλλον για χαρτόμαζα. Ένας ολόκληρος πνευματικός θησαυρός που χάθηκε ίσως από αδιαφορία η οποία βαραίνει νομίζω όλους μας, Λευκάδιους και Πατρινούς.
Το γεγονός αυτό, μαζί με τον δικό του ενταφιασμό στο χώμα της αγαπημένης του Λευκάδας, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, ήταν το τέλος μιας φλογερής ιδανικής εντιμότητας και φιλοπατρίας.
Η μετριότητά μου πήρε ένα μεγάλο ρίσκο. Προσπάθησε την παρουσίαση ενός σύγχρονου τίμιου και γνήσιου αγωνιστή και μεγάλου Έλληνα, που οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε, τον αγαπήσαμε, αλλά δυστυχώς κάπου τον αγνοήσαμε και που σήμερα (δεν ήταν άλλωστε δυνατόν να γίνει διαφορετικά) δεν είναι ανάμεσά μας. Είμαι βέβαιος όμως πως συχνά θα τον αναζητούμε.
Είναι αλήθεια πως ο κάθε λόγος μου δεν έχει ίχνος υπερβολής. Δεν κρύβει ίχνος κολακευτικής υστεροφημίας. Ποιος άλλωστε να κολακέψει ποιόν! Ο Ν. Σ. ήταν και θα είναι η αλήθεια. Πώς μπορείς λοιπόν να κολακεύεις την αλήθεια; Το αγαθό πνεύμα του ας μου συγχωρήσει την αδυναμία να παρουσιάσω αυτήν την αλήθεια με καλύτερο ύφος και λόγο.
Θέλησα να τον παρουσιάσω όπως ακριβώς τον γνώρισα. Απλόν, ήμερον, μειλίχιο, ευγενικό, καλόκαρδο, καταδεκτικό, σεμνόν και ανθρώπινο ως χαρακτήρα και μαζί αγνό αλλά δυναμικό, θαρραλέο και υπομονετικό, οραματιστή και προφητικό, ανιδιοτελή και ωφέλιμο, -117-
άνθρωπο και επιστήμονα, παλαιστή και αγωνιστή, πατριώτη και Έλληνα, που αγάπησε με πάθος τη γη, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα λιβάδια, τα βουνά, τις πηγές, τη φύση, τη ζωή και τον Δημιουργό της.
Στ’ αλήθεια, τούτη η παρουσίαση που ίσως έχει και τη μορφή σεμνού μνημοσύνου είναι κάτι που πιστεύω πως θα έπρεπε να έχει γίνει με άλλο τρόπο και με πρωτοβουλία άλλων φορέων Λευκάδας και Πάτρας, οι οποίοι όμως όταν στην Εταιρία Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος έγινε προ καιρού κάποια σεμνή εκδήλωση προς τιμήν του, απουσίασαν εντελώς, αν και ο Ν. Σ. τις δύο αυτές πόλεις τις αγάπησε με ιδιαίτερο τρόπο.
Ο Ν. Σ. έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα. Στη δική μας μνήμη θα μένει όμως ως μεγάλος μάχιμος σταυροφόρος για τη σωτηρία της ελληνικής γης και της γνήσιας ελληνικής παράδοσης, και που τίμησε στο απόλυτο τη ζωή και τους τόπους όπου έζησε. Υποχρέωση όλων να τον τιμούμε όπως του πρέπει, γιατί υπήρξε ένας αγνός αγωνιστής, για τη σωτηρία της πατρίδας και την καλή ζωή του λαού της.
Πάντα θα είναι ο αγαπημένος φτωχός άγιος της ελληνικής γης.

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΖΑΡΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΙΣΤΟ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΒOΤΣΗ


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ

                                                                                   Βασίλη Λάζαρη Ιστορικού




Η εισήγησή μου αναφέρεται στον  Δημήτριο Βότση, ο οποίος δίκαια θεωρείται ως ο σημαντικότερος δημοτικός άρχοντας ,που γνώρισε ποτέ η Πάτρα. Στο Δημαρχιακό αξίωμα ανέβηκε για πρώτη φορά κερδίζοντας τις δημοτικές εκλογές της 5ης του Σεπτέμβρη του 1899 και αφήνοντας δεύτερον σε μια πεισματική αναμέτρηση τον Θάνο Κανακάρη  ,ο οποίος, όπως και ο Γεώργιος Ρούφος και ο Περικλής Καλαμογδάρτης και άλλοι προγενέστεροί του, εξέφραζε σε τοπικό επίπεδο τον χρεοκοπημένο φεουδαρχικό κόσμο και την ομάδα  εκείνη των μεγαλοαστών, που είχε συμβιβαστεί μαζί του.
Ο πατριάρχης της πατραϊκής δημοσιογραφίας  Κωνσταντίνος Φιλόπουλος είχε επανειλημμένα  ασχοληθεί στην εφημερίδα του «Φορολογούμενος» με την αναγκαιότητα της απαλλαγής  της τοπικής δημαρχίας από την κυριαρχία του φθαρμένου παλαιοκομματισμού,δε3δομένου ότι σύμφωνα με την άποψή του η δημοτική αρχή γενικά αποτελούσε βασική πηγή της λαϊκής εξουσίας και πρωτογενή εστία ελευθερίας. Τόνιζε μάλιστα ο Φιλόπουλος στη μαχητική αρθρογραφία του, ότι δυστυχώς η εν λόγω αρχή εκφραζόταν μέχρι τότε στην Ελλάδα ως συνεταιρισμός  ενός ανδρός με επιρροή ή με όνομα προς κάποιο όμιλο ανθρώπων, οι οποίοι θα βοηθούσαν να σκαλώσει στη δημαρχιακή πολυθρόνα με συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ο όμιλος αυτός, σύμφωνα πάντα με τον Φιλόπουλο, θα απειλούσε, θα υποσχόταν, θα ραδιουργούσε, θα μιλούσε  για δημοτικές ελευθερίες, για την αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης και για τα απαράγραπτα δικαιώματα των ανθρώπων της εργασίας. Όταν όμως θα κέρδιζε την δημαρχία ο εκλεκτός του, τότε θα καρπωνόταν τα υλικότερα δημοτικά οφέλη και στους φίλους του θα πρόσφερε ύποπτες προμήθειες και διορισμούς.
Ο Βότσης απετέλεσε την άρνηση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης των τοπικών δημοτικών πραγμάτων, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές του αντιλήψεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαπνεόμενες από ρηξικέλευθα οράματα.
Είχε γεννηθεί το 1847 στο Τσιβδί, υπήρξε δε γιος του Αθανασίου Βότση από τους πρώτους οικιστές της Πάτρας, με ρίζες από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Σε ηλικία 22 ετών εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις τάξεις των πατρινών δικηγόρων ως πρώτη του δε αξιόλογη πολιτική πράξη θεωρείται η συμμετοχή του σε ομάδα 52 συναδέλφων του, οι οποίοι είχαν καταδικάσει  τους περιβόητους «στηλίτες» του Βούλγαρη με κοινή δήλωση τους στον τοπικό τύπο.
Όταν ο Βότσης ανέλαβε τα δημαρχιακά του καθήκοντα, διαπίστωσε ότι οι προκάτοχοί του από το 1870 και δώθε είχαν αφήσει  στο Δήμο πολλά ανεξόφλητα χρέη. Το γεγονός τούτο του δημιούργησε πολλά προβλήματα, τελικά όμως  κατόρθωσε να εξοφλήσει όλα τα παλιά κινητά χρέη του Δημαρχείου πληρώνοντας συνολικά 1.350.000 δραχμές, ενώ ελάττωσε παράλληλα το πάγιο δημοτικό χρέος κατά ένα εκατομμύριο και πλέον.
Ο Βότσης παρέμεινε δήμαρχος 15 χρόνια, από το 1899 μέχρι το 1914,οπότε αντικαταστάθηκε στο αξίωμά του από τον Δημήτριο Ανδρικόπουλο - Μπουκαούρη. Οι συμπολίτες του έτρεφαν απέναντί του ιδιαίτερη εκτίμηση, τούτο όμως δεν υπήρξε αρκετό, για να αντισταθμίσει τον δυσμενή αντίκτυπο, που είχε προκαλέσει η καταφανής απροθυμία του να γίνει φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια εποχή, κατά την οποία κυριαρχούσε απόλυτα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα ο μεγάλος εκείνος άνδρας. ΄Έτσι ,έχασε στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1914,παρά το ξεχωριστό έργο ,που είχε επιτελέσει.
Ο Βότσης διακρινόταν γενικά για τις συντηρητικές του αντιλήψεις γύρω από συγκεκριμένα πολιτική και κοινωνικά θέματα. Ήταν ,για παράδειγμα, αντίθετος στην καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας  για τους εργαζομένους-οι αντικειμενικές όμως συνθήκες τον είχαν τελικά υποχρεώσει να μην αντιδράσει  στην εφαρμογή των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων, αλλά αντίθετα, να ζητήσει την επέκταση της ισχύος τους και στην Πάτρα, «καίτοι» όπως αναφέρεται  στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου, «εφρόνει, ότι το ζήτημα της Κυριακής αργίας θα απέβαινεν επιβλαβές εις την εμπορικήν κίνησιν της πόλεως»(1)
Ο συντηρητισμός του Βότση καταφαίνεται σε ένα πλήθος καταγραφών των εν λόγω  πρακτικών ,όπου μεταξύ άλλων αναλώνεται σε αφειδώλευτους επαίνους για την Εθνική Τράπεζα, η οποία, όπως έγραφε παλιότερα η έγκυρη πατραϊκή εφημερίδα «Φορολογούμενος»,δεν  είχε ποτέ υψωθεί σε σφαίρα της μπακαλικής κερδοσκοπίας(2),αλλά όπως υποστήριζε ο Βότσης, αποτελούσε το ευεργετικώτερον εν Ελλάδι πιστωτικόν ίδρυμα».Στους σπίνους του πατρινού δημάρχου περιλαμβανόταν, όπως ήταν φυσικό και ο Στέφανος Στρέιτ, διοικητής της εν λόγω Τράπεζας και γνήσιος εκφραστής των απόψεων του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου-εξ αιτίας όχι της ανάγκης κάποιας τυπικής προς αυτόν φιλοφρόνησης αλλά της απόλυτης σύμπτωσης των απόψεων  των δύο αυτών ανδρών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων(3).
Ο συντηρητισμός του Βότση υπήρξε περισσότερο φανερός στη στάση του απέναντι στα Ανάκτορα. Είχε προετοιμάσει μεγάλη υποδοχή στον Γεώργιο Α΄, όταν εκείνος το Μάη του 1907 είχε έλθει από την Κέρκυρα στην Πάτρα  προκειμένου να παραδώσει σε λαμπρή τελετή την πολεμική σημαία στο 12ο Σύνταγμα. Του είχε επίσης οργανώσει την ίδια υποδοχή, όταν εκείνος επισκέφθηκε και πάλι την αχαϊκή πρωτεύουσα τον επόμενο χρόνο, ενώ τον διάδοχο Κωνσταντίνο τον είχε παρουσιάσει ως τον κυριότερο συντελεστή των νικών του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και είχε προτείνει σε ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου να δοθεί το όνομα του στην πλατεία Τριών Συμμάχων.
Στην εν λόγω συνεδρίαση δεν είχε παραλείψει βέβαια, προφανώς για λόγους τακτικής, να επαινέσει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντάς τον «πρωτεργάτην                                        της αναστάσεως του Γένους, ελευθερωτήν του αλυτρώτου ελληνισμού και υπέροχον αληθώς διάνοιαν»  και ζητώντας παράλληλα να μετονομασθεί σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου η οδός Ερμού.
Δεν αντέκρουσε όμως τον πολιτικό του φίλο και δημοτικό σύμβουλο Κανέλλο Κανελλόπουλο, πατέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ,όταν αυτός, διατυπώνοντας αντιρρήσεις σχετικά με την μετονομασία του κεντρικού εκείνου δρόμου της πόλης ,ανέφερε στην ίδια συνεδρίαση, ότι έπρεπε το  δημοτικό συμβούλιο να περιορισθεί «εις την αποστολήν προς τον κύριον πρωθυπουργόν ενός θερμού συγχαρητηρίου τηλεγραφήματος και να αναβάλη άλλην απόφασιν, αφού το πολιτικόν και διπλωματικόν μέρος του εθνικού ζητήματος δεν είχε τελειώσει ώστε ακόμη και δεν ηξεύρομεν, μη τυχόν ευρεθώμεν ,προτού φθάσωμεν εις το τέλος ενώπιον βαράθρου»(4)
Οι βαλκανικοί πόλεμοι ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις του δημοτικού συμβουλίου οδήγησαν σε ευτυχείς λύσεις για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικός και διπλωματικό πεδίο. Είχαν  όμως παράλληλα δημιουργήσει και αρκετά οικονομικά προβλήματα σε πολλές  πατραϊκές οικογένειες, για  τις οποίες εν τούτοις μεριμνώντας ανυστερόβουλα ο Βότσης, είχε ζητήσει από το δημοτικό συμβούλιο την οικονομική ενίσχυση των εν λόγω οικογενειών, είχε εξασφαλίσει σχετική πίστωση  45.000 δραχμών και είχε εκφράσει την πεποίθηση, ότι «θα εισέφερον τον οβολόν των χάριν της ιερότητος του σκοπού και οι πλούσιοι πατρείς και τα εκκλησιαστικά συμβούλια  των πατραϊκών ναών, οι οποίοι οικονομικώς ευημέρουν»(5).
Ο συντηρητισμός της πολιτικής σκέψης του Βότση ίσως δεν του είχε επιτρέψει να συλλάβει σε όλη την έκταση της τη σημασία των συγκλονιστικών γεγονότων που διαδραματίσθηκαν στη διάρκεια της δημαρχίας του στην Ελλάδα και γενικότερα στη Βαλκανική. Φαίνεται ,ότι ο Βότσης δεν είχε ιδιαίτερα χαρίσματα πολιτικού, ενώ η εντιμότητά του δεν του επέτρεπε να απεμπολήσει της μέχρι τότε πολιτικές απόψεις του, όπως είχε συμβεί με αρκετά «λαμόγια» εκείνης της εποχής, που δεν είχαν δυσκολευτεί να εγκαταλείψουν τις παλιότερες πολιτικές θέσεις τους και να ασπασθούν τον βενιζελισμό, που τον αντιμετώπιζαν ως αναγκαία προϋπόθεση, για να διατηρηθούν ως σαπρόφυτα κάτω από τη σκιά του θριαμβεύοντος τότε κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο Βενιζέλος είχε επιχειρήσει απαρχής να πλήξει τον Βότση, όχι ασφαλώς για προσωπικούς λόγους. Επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για καθαρά πολιτική ενέργειά του, ου προφανώς αποσκοπούσε στον παραμερισμό με την σπίλωση ενός τιμίου, δραστήριου και επομένως ισχυρού συντηρητικού πολιτικού αντιπάλου,  οποίος είχε κερδίσει με την ψήφο του λαού την ιδιότητα του πρώτου πολίτη σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της χώρας.
Ο πατραϊκός τύπος, που ήταν ταγμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στο πλευρό του Βενιζέλου, υπερασπίστηκε τότε τον Βότση-η τοπική εφημερίδα «Καυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» είχε κατηγορήσει μάλιστα τον κρητικό πολιτικό ,ότι «προσεπάθει να δημιουργήσει  όχι μόνο εντός της Βουλής αλλά και δια των δημάρχων κόμμα(επιχειρών και δι’ αυτών) να χρίει και να μυρώνει βουλευτάς» (6) Η ίδια εφημερίδα σε προηγούμενο δημοσίευμα της είχε εξάλλου, τονίσει, ότι «ο κύριος Βενιζέλος, ωθών την πολιτικήν του εμπάθειαν μέχρις ακρότητος, είχε διατάξει τον γενικόν έλεγχον όλης της δωδεκαετούς διαχειρίσεως του κυρίου Βότση, διά να ανεύρη καταχρήσεις και σφετερισμούς»-και στη συνέχεια είχε σημειώσει ότι «εκ των πεντακοσίων δημάρχων του κράτους (ο κύριος πρωθυπουργός) μόνον τον δήμαρχον Πατρέων και τινας άλλους  του νομού  είχε θέσει υπό τα βέλη του»(7).
Ο Βότσης δεν ήξερε, αλλά και ούτε ήθελε να μάθει να ελίσσεται μέσα  στους σκοτεινούς δαιδάλους της αστικής πολιτικής πρακτικής εκείνης της εποχής—υπήρξε όμως πολύ καλός διαχειριστής αυστηρά προσδιοριζόμενων αντικειμένων, και στην προκειμένη περίπτωση των δημαρχιακών, και παράλληλα  έντιμος άνθρωπος και ειλικρινής φίλος των πατρινών.
Έτσι ο  δραστήριος αυτός δήμαρχος, επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη λειτουργία των 39 δημοτικών σχολείων της περιοχής, ξοδεύοντας γι’αυτό το σκοπό κατά μέσο όρο 170.000 δραχμές το χρόνο, ενώ το 1911 αγόρασε με 121.240 δραχμές  από το Ράλλη Μακρυγιάννη ,γόνο μεγαλεμπόρων, το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο και ξόδεψε άλλες 13.497 δραχμές για τον εσωτερικό και εξωτερικό του διάκοσμο. Στις 18 του Σεπτέμβρη του 1910 εξ’ άλλου, άνοιξε την Δημοτική Βιβλιοθήκη που ιδρύθηκε με πυρήνα τους 5.000 τόμους της βιβλιοθήκης της Βιοτεχνικής Εταιρείας και απετέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπως είχε αναφέρει μιλώντας στα εγκαίνιά της ,ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Ο Βότσης κατέστησε με 48.858 δραχμές τον δήμο ιδιοκτήτη μεγάλων οικοπέδων κοντά στα Καντριάνικα, όπου το 1912 κτίσθηκαν οι στρατώνες που θεωρούνταν εντελώς απαραίτητοι για την πόλη. Με 74.000 δραχμές ,εξάλλου, ανακαίνισε το Δημοτικό Νοσοκομείο και ταυτόχρονα έκτισε και εξόπλισε το θεραπευτήριο μεταδοτικών νοσημάτων, ξοδεύοντας 29.000 δραχμές. Εγκατέστησε επίσης  το     Πτωχοκομείο σε νέο οικοδόμημα, κατασκευασμένο με έκτακτη συνδρομή 15.000 δραχμών, ενώ το 1903,αποκοπώντας,στην προστασία της δημοσίας  υγείας, ανήγειρε  σφαγεία με δαπάνη 212.000 δραχμών. Ένα χρόνο ενωρίτερα εγκαινίασε  τον τροχιόδρομο και την ίδια περίπου εποχή με το ποσό των 400.000 δραχμών διοχέτευσε το νερό των πηγών του Βελβιτσίου στην πόλη από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Με 72.000 δραχμές εξάλλου έκτισε νέα δεξαμενή, διπλασίας από την παλιά χωρητικότητας, με 82.000 δραχμές ανακαίνισε το εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης, τοποθετώντας σωλήνες μεγάλου διαμετρήματος και με 7.000 δραχμές κατασκεύασε μικρά υδραγωγεία στα γύρω από την Πάτρα χωριά.
Ο Βότσης ενδιαφέρθηκε παράλληλα για την ανάπτυξη του εγχωρίου εμπορίου, φροντίζοντας για την κατάργηση του νόμου που επέβαλλε δημοτικό φόρο στα εισαγόμενα στο δήμο ώνια και εμπορεύματα, τα προοριζόμενα για τοπική κατανάλωση η τα προσωρινά αποθηκευμένα-ενός νόμου, που, όπως λέγονταν τότε είχε διώξει από την πόλη το εμπόριο. Κατόρθωσε επίσης αναφορικά με τα λιμενικά έργα ,να λύσει συμβιβαστικά τη διαφορά της λιμενικής επιτροπής με τον περιλάλητο Μανιάκ, που πήρε τελικά για την εξόφληση των αξιώσεών του μόλις ένα εκατομμύριο δραχμών αντί των δέκα εκατομμυρίων ,που ζητούσε.
Ο Βότσης είχε φιλοδοξήσει να φωταγωγήσει με ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρη την Πάτρα, ανυπέρβλητες όμως αντικειμενικές δυσκολίες δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει το συγκεκριμένο αυτό σχέδιό του. Κατόρθωσε ωστόσο την ηλεκτρική φωταγώγηση της πλατείας Γεωργίου και ενός μέρους της οδού Μαιζώνος το Πάσχα του 1907-γεγονός ,που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους πατρινούς και ειδικά στους επιχειρηματικούς κύκλους της περιοχής.
Ο Βότσης εργάσθηκε επίσης για την ενίσχυση της τοπικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας και ανέπτυξε δραστηριότητες  για τη λειτουργία μιας μόνιμης έκθεσης βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων στην Πάτρα. Έτσι μαζί με τον ιστορικό εμπορικό σύλλογο «Ερμής» και την ιδρυμένη από το 1895 τοπική «Βιοτεχνική Εταιρεία» ενίσχυσε οικονομικά από τα αποθεματικά του πατραϊκού δήμου το θεμελίωμα αυτής της ιδιαίτερα σημαντικής για την εγχώρια αστική τάξη έκθεσης που άνοιξε τις πύλες της  την 1η του Μάη του 1900,χωρίς ωστόσο να προκαλέσει ιδιαίτερη συγκίνηση στην πλειοψηφία των πατρινών εμπόρων.
Ο Βότσης αντέδρασε έντονα, όταν τον Οκτώβρη του 1909 υποβλήθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούνταν ουσιαστικά το λιμάνι της Πάτρας ως μεταναστευτικό και οριζόταν ως μοναδικό στην προκειμένη περίπτωση εκείνο του Πειραιά.
Στην Αχαϊκή πρωτεύουσα είχαν πραγματοποιηθεί ογκώδεις και θορυβώδεις διαδηλώσεις, που σε μια περίπτωση κορυφώθηκαν με καταστροφές και λεηλασίες-ενώ ο ίδιος ο Βότσης(αντίθετος από ιδιοσυγκρασία αλλά και επηρεασμένος από την μεγαλοαστική πολιτική του θέση απέναντι στις αχειραγώγητες λαϊκές εξάρσεις, που αρεσκόταν να τις χαρακτηρίζει «οχλοκρατικές» περιορίσθηκε ,με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού συμβουλίου ,να στείλει στον πρωθυπουργό και στον πρόεδρο της Βουλής τηλεγράφημα, στο οποίο διατυπωνόταν  «η εντονότατη διαμαρτυρία του Σώματος κατά του εν λόγω μέτρου, ολεθριωτάτου δια την πρόοδον των Πατρών»(8).
Το νομοσχέδιο για την μετανάστευση, παρά τις διαμαρτυρίες του Βότση και τα συλλαλητήρια, έγινε τελικά νόμος(προς επιβεβαίωση του φιλισταϊσμού, που κρύβεται πίσω από τις αστικοδημοκρατικές διακηρύξεις για τον  σεβασμό της λαϊκής θέλησης) το λιμάνι ωστόσο της Πάτρας, λόγω της διατήρησης των σχετικών αντικειμενικών και ακαταπολέμητων συνεπώς συνθηκών παρέμεινε τελικά μεταναστευτικό. Μέσα στην πόλη μάλιστα το 1910 λειτουργούσαν και πρόκοβαν πέντε πρακτορεία μεταναστεύσεων, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες τους δυστυχείς μετανάστες του ευρύτερου πελοποννησιακού χώρου, πιεσμένους από την ανεπάρκεια του αγροτικού κλήρου αλλά κυρίως από την ανεργία η οποία αποτελούσε συνέπεια κατά βάση της σταφιδικής κρίσης που καταβασάνιζε εκείνη την εποχή τη χώρα.
Με το όνομα του Βότση είναι δεμένη και η υπόθεση του κτισίματος του νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, για την ανέγερση του οποίου είχε εισηγηθεί στην Εθνοσυνέλευση όταν ήταν βουλευτής Αχαΐας, ειδικό νομοσχέδιο το οποίο αργότερα έγινε νόμος του κράτους. Ο δραστήριος αυτός δήμαρχος είχε προκαλέσει διαγωνισμό για την εκπόνηση σχεδιαγράμματος του ναού και είχε στη συνέχεια κατορθώσει για την εξοικονόμηση των  απαραιτήτων πόρων, την επιβολή ελαχίστου φόρου 30 λεπτών κατά χιλιόλιτρο πάνω στο εξαγόμενο από το λιμάνι της Πάτρας σταφιδόκαρπο.
Τα κεφάλαια του ναού στην Εθνική Τράπεζα; Έφτασαν τότε τις 488.000 δραχμές ενώ το 1918 είχαν αγγίξει με τους τόκους το ένα εκατομμύριο, εκτός των 250.000 οι οποίες είχαν ήδη δαπανηθεί για την οικοδόμηση της εν λόγω εκκλησίας.
Το πλήθος των φροντίδων του Βότση  για το κτίσιμο του νέου ναού του Αγίου Ανδρέου δεν πρόδιδε ωστόσο την ύπαρξη άριστων σχέσεων ανάμεσα στον πρώτο πολίτη της Πάτρας και στην τοπική επίσημη εκκλησία, της οποίας προκαθήμενος ήταν τότε ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, παλιός καλόγηρος της μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας και κατόπιν μαθητής του «αιρετικού» Αποστόλου Μακράκη. Το 1884 ωστόσο ο Ιερόθεος επανήλθε πλησίστιος στην ορθοδοξία και «απετάξατο» τον δασκαλό του, κληρονόμησε όμως από την έξαλλη διδαχή του το μένος κατά των μασόνων, τους οποίους, όπως είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη του θεωρούσε τόσο ισχυρούς «ώστε να δύνανται ούτοι και τον λαόν να προκαλέσωσι και την ιεραρχίαν να εκμηδενησωσι».» Όπως τόνιζε μάλιστα στην  ιδία συνέντευξη του, «η έλλειψης στοιχειώδους από μέρους των μασόνων   ευπρεπείας και η συναδελφότης των μετ’ ανδρών μετεχόντων εις την διοίκησιν του κράτους τους έκαναν να μη λογαριάζουν ένα ιεράρχη, εκπληρούντα το καθήκον του, και να σπεύδουν, όπως προκαλέσωσιν εις τα φανερά πάλην μαζί του».(9).

ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ


ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ   ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ


                       Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη
                       Επίτ.Δικηγόρου
                       Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

Σε στιγμές που είχαμε συνηθίσει την ανελλιπή παρουσία του στα κατά Δευτέρα Φιλολογικά Βραδινά της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη μας ανησύχησε η απουσία του και νοιώσαμε την ανάγκη να επικοινωνήσουμε μαζί του προ του Πάσχα.
Στο τηλέφωνο βρήκαμε  την αγαπημένη του  και συμπαθέστατη σύντροφό του Αικατερίνη που μας πληροφόρησε ότι τον τελευταίο καιρό ο αγαπητός μας Βασίλης είχε  περιορίσει τις εξόδους του και είχε κλειστεί στην κατοικία του εξ αιτίας μικροπροβλημάτων της υγείας του . Ευχηθήκαμε  τότε  την πλήρη και ολοσχερή αποκατάσταση της υγείας του.
Μόλις προ ολίγων λεπτών της ώρας που γράφεται αυτό το κείμενο πληροφορηθήκαμε , πώς ο αγαπητός μας Βασίλης Λάζαρης  ο εξαίρετος  πνευματικός άνθρωπος, ο ιστορικός συγγραφέας και χιουμορίστας   πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο αείμνηστος Βασίλης Λάζαρης υπήρξε ένας πολυγραφότατος  ιστορικός  συγγραφέας.
Μνημειώδες είναι το έργο του με  τον  τίτλο: «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας 1950-1974» αποτελούμενο από πέντε πολυσέλιδους τόμους των  Αχαϊκών Εκδόσεων(τέσσερες τόμοι και ένας τόμος των  εκδόσεων  «Διαπολιτισμός» ενώ εξ ίσου σημαντικά είναι και τα ιστορικά του έργα: «Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941-1944» η μεταφορά στη δημοτική της Ιστορίας της Πόλεως των Πατρών  του Στέφανου Θωμόπουλου κ.α.
Η απώλεια του Βασίλη Λάζαρη στέρησε την πόλη μας και την τοπική μας ιστορία από ένα γνήσιο και ειλικρινή εργάτη.
Μόνο από την παράθεση του ως σήμερα  πνευματικού του μόχθου μπορούμε να συνάγουμε πόσα θα μπορούσε να μας προσφέρει ακόμη  το σπινθηροβόλο πνεύμα του και η γλαφυρή και αντικειμενική πένα του.
 Νοιώθουμε αδήριτη  την ανάγκη  να παρουσιάσουμε ένα σύντομο πλην  περιεκτικό βιογραφικό και βιβλιογραφικό  σημείωμα έτσι ώστε να αναδειχθεί  και να γίνει ευρύτερα γνωστή  η συνολική προσφορά του στα γράμματα.

Ο Βασίλης Κ. Λάζαρης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1930, από πατέρα Λευκαδίτη και Γορτύνια (από τη Βυτίνα) μητέρα.
Ο πατέρας του Κώστας Λάζαρης,  είχε διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Λευκαδίων της  Πάτρας  κατά την περίοδο των ετών 1965-66.
          Από τα μαθητικά θρανία   ο Βασίλης έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα.
          Η ευφυΐα  και η φιλομάθειά  του  αυξάνονταν  στις γυμνασιακές τάξεις και η  λαμπρή πνευματική του άνοδος οικοδομήθηκε σταθερά με τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών    και  κορυφώθηκε με την τριαντάχρονη  προσφορά  του στην Εκπαίδευση.
Ολόρθος στάθηκε και περήφανος περπάτησε κι όταν
 η χούντα των συνταγματαρχών τον απόλυσε από τη θέση του, για τα δημοκρατικά του φρονήματα, και τον άφησε έξω απ’ τη Δημόσια Εκπαίδευση ολόκληρη την εφταετία.
Κατά την μεταπολίτευση ασχολήθηκε έντονα με τον συνδικαλισμό. Από το 1983 μέχρι το 1990 χρημάτισε Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας.
Υπήρξε  τακτικός συνεργάτης σε εφημερίδες και περιοδικά πάνω σε ιστορικά, αισθητικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά θέματα.
Η φιλοσοφία, η αισθητική, η κοινωνιολογία  και περισσότερο η ιστορία, υπήρξαν   οι αγαπημένες του ενασχολήσεις.
          Το 1983 έφερε στη δημοσιότητα το πρώτο
 του γραπτό έργο – μελέτημα από τις εκδόσεις : Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 1983 με τίτλο: «Τέχνης Σημεία»
Ακολούθησαν: 
-  «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας» Τόμοι 4.από τις Αχαϊκές Εκδόσεις. Πάτρα 1986-1990, και ένας ακόμη τόμος Πέμπτος κατά σειρά από τις εκδόσεις: «Διαπολιτισμός».
          -«Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα  1996.
¨        -«Παναγιώτης Συνοδινός».  Αχαϊκές Εκδόσεις. Πάτρα 2000.
-«Καποδιστριακή Πάτρα». Εκδόσεις Περί τεχνών. Πάτρα 2002
-«Ο Λαός και η νεολαία της Πάτρας στον αγώνα κατά της χούντας». Πάτρα 2003
-«Ιστορία του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής». Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ερμής». Πάτρα 2003
-«Ημερολόγια 2005-2012» Εκδόσεις: Δημοτικής Κίνησης «Πάτρα Μπροστά». Πάτρα 2005-2012
-«Ο εμφύλιος πόλεμος στην Αχαΐα». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2006.
-«Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941-1944» Εκδόσεις: «Διαπολιτισμός». Πάτρα 2014.
Επιμέλεια, εισαγωγή και σημειώσεις στις εκδόσεις:
Iστορία της πόλεως των Πατρών» του Στέφανου Θωμόπουλου,
 σε τέταρτη έκδοση και σε
 δυο τόμους.
«Aχαϊκές Εκδόσεις». Πάτρα 1998-1999.,
          - «Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας του Ευγένιου Βούλγαρη». Εκδόσεις: «Στάχυς». Αθήνα 2001.
-«Μακρόνησος, ιστορικός τόπος». Τόμοι 3 Εκδόσεις:  «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2003-2006.
-«Πολιτικά Κείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη-Φαλέζ». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2005
-«Σωζόμενα Πρακτικά του Πατραϊκού Δημοτικού Συμβουλίου» τόμοι 3 1836-1951 Εκδόσεις: Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών. Πάτρα 2006-2008.
-«Το λιμάνι της Πάτρας στο γύρισμα του 19ου  αιώνα με τη βάση τα αρχεία Μανιάκ». Έκδοση: Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών. Πάτρα 2006
-«Δοκίμιο περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας, του Βολταίρου». Εκδόσεις: Πουκαμισάς. Αθήνα 2008
-«Κείμενα για το Νίκο Μπελογιάννη». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα 2010.
 Η πνευματική του, όμως, δραστηριότητα δεν περιορίζονταν  στις παραπάνω σημαντικές  εργασίες του, καθώς είχε  πραγματοποιήσει πληθώρα διαλέξεων στα Φιλολογικά Βραδινά της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη αλλά και  προσκαλεσμένος στα βήματα διαφόρων πολιτιστικών φορέων και επιστημονικών συνεδρίων.
Εκατοντάδες είναι  οι δημοσιεύσεις του σε εφημερίδες  και περιοδικά, στα οποία  υπήρξε  τακτικός συνεργάτης.

          Ο Βασίλης Κ.Λάζαρης ήταν  παντρεμένος με την Αικατερίνη Αθανασοπούλου,  με την οποία έχει αποκτήσει  δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Αγγελική στους οποίους και εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια τόσο από τη φιλική και συγγραφική σχέση όσο και ως προέδρου της Εταιρείας Λογοτεχνών της οποίας ο αγαπητός Βασίλης Λάζαρης  υπήρξε επίλεκτο τακτικό μέλος.
Βασίλη αγαπητέ φίλε Καλό ταξίδι. Κέρδισες με το έργο σου την Αιωνιότητα.