ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ Δημήτρη Νικολόπουλου : «ΤΑ XAIΡΕΤΗΜΑΤΑ ΑΠ΄ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ!..» Πάτρα 2016

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

 Δημήτρη Νικολόπουλου : «ΤΑ  XAIΡΕΤΗΜΑΤΑ ΑΠ΄ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ!..»  Πάτρα 2016

 


Σημείωμα Λεωνίδα Γ.Μαργαρίτη   Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

 

 


 

Έχει   αρκετό καιρό που κυκλοφόρησε  το δεύτερο κατά σειρά έργο του συμπολίτη Εκπαιδευτικού και Συγγραφέα Δημήτρη-Δήμου Νικολόπουλου με τον τίτλο :

 «ΤΑ ΧΑΙΡΕΤΗΜΑΤΑ ΑΠ΄ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ», το οποίo    έφτασε  πρόσφατα στα χέρια μας με μία λίαν  τιμητική αφιέρωση.

 


Ο Δήμος Νικολόπουλος όπως τον γνωρίζουμε και τον φωνάζουμε  στους κύκλους μας είναι από τους παλιούς αρίστους εκπαιδευτικούς που λάμπρυναν την παιδεία και μόρφωσαν εκατοντάδες νεοέλληνες της κυρίως  υπαίθρου  χώρας.

Ξεκίνησε  την οδοιπορία του   από το χωριό του Πλάτανος Αιγιαλείας  όπου μετά  το Δημοτικό, ακολούθησαν  σπουδές του  στο Γυμνάσιο Ακράτας  οι  οποίες συνεχίσθηκαν και περατώθηκαν  στο Γυμνάσιο  Παγκρατίου Αθηνών.

 Ακολούθως  ο Δήμος , σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία από την οποία απεφοίτησε με βαθμό άριστα.

 Μετά  την ολοκλήρωση των σπουδών του  σταδιοδρόμησε ως παιδαγωγός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση  και προσέφερε τις υπηρεσίες του από καίριες θέσεις και τίμησε επάξια το εκπαιδευτικό  του  έργο.

Ως παιδαγωγός υπηρέτησε αρχικά σε διάφορα απομακρυσμένα σχολεία της χώρας στις περιοχές Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας Αχαΐας και στα Δημοτικά Σχολεία 9ο και 2ο(Στρούμπειο) της πόλεως των Πατρών.

 Επιπροσθέτως εργάσθηκε για μια επταετία

στην Τριάντειο Επαγγελματική και Βιομηχανική σχολή Πατρών, όπου παρέσχε φροντιστηριακή διδασκαλία.

          Υπηρέτησε επί εξαετία ως Διευθυντής Γραφείου της Γ΄ Εκπαιδευτικής Περιφερείας Πατρών και του Γραφείου της Στ΄Ανωτερας Εκπαιδευτικής Περιφερείας Δημ. Εκπαίδευσης και ως αιρετός Σύμβουλος της Ανώτερης Εκπαιδευτικής Περιφερείας Δημοτικής Εκπαιδεύσεως.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσω  τις απόψεις του αείμνηστου Διευθυντού-της ψυχής της Τριαντείου  Σχολής Δημήτρη Μαργαρίτη που περιλαμβάνεται  σε  έκθεση για την πιστοποίηση , το ήθος και την προσφορά στη Σχολή του Εκπαιδευτικού Δήμου Νικολόπουλου.

 Σημειώνει  μεταξύ των άλλων και τα εξής: «….Εν τη εκτελέσει της ανατεθείσης αυτώ ανωτέρω υπηρεσίας και εν τη αρμοδιότητί μου ελέγχου και εποπτείας των σπουδών και των εκπαιδευτικών διατάξεων διαπίστωσα ανενδοιάστως και εξ αντικειμένου, ότι κέκτηται αρίστην θεωρητικήν επιστημονικήν καταρτισιν, αρτιωτάτην διδακτικήν ικανότητα και μεθοδικότητα γενικωτέραν εγκυκλοπαιδικήν συγκρότησιν, εξαίρετον ήθος και ευσυνειδησίαν υποχρεώσεών του, παρασχεθείσης έτη περαιτέρω αυτοβούλως πάσης πολλαπλής συμμετοχής και δράσεώς του εις γενικότερα έργα της σχολικής δραστηριότητος, εξ ων μεγίστη η συμβολή του προς ευόδωσιν των κοινωφελών σκοπών της καθ’ ημάς Σχολής»

Ο Δήμος Νικολόπουλος τόσο κατά τη διάρκεια των διδακτικών του υποχρεώσεων όσο και μετά την συνταξιοδότηση του   υπήρξε ένας σεμνός και  ένας ενεργός πολίτης  αλλά κι  ένας καταξιωμένος συγγραφέας, δεν παρέμεινε ποτέ  απλός θεατής  της ελληνικής πραγματικότητας.

Υπήρξε ένας δυναμικός άνθρωπος που δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος με ότι έκανε ο ίδιος αλλά και  το κοινωνικό σύνολο.

 Η έγνοια  για τη σωστή εκπαίδευση  των  παιδιών δεν υπολείπονταν  από την έγνοια των ζητημάτων που απασχολούσε το σύνολο της κοινωνίας μας.

Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον του για τα κοινά και για την τακτοποίηση των κακώς κειμένων  τον έκαναν να  συνεργάζεται δημοσιεύοντας  επίκαιρα άρθρα του και εργασίες  του στις τοπικές ημερήσιες, εβδομαδιαίες ακόμη και μηνιαίες εφημερίδες.

Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί  στο παρελθόν στις εφημερίδες   «ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ» «ΗΜΕΡΑ» «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» και  «Η ΓΝΩΜΗ»  των Πατρών,  «ΣΤΥΞ» «ΕΡΕΥΝΑ» και «ΧΕΛΜΟΣ» της Αιγιάλειας  αλλά και στα περιοδικά «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΌ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΌ ΒΗΜΑ» «ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΑΤΡΏΝ», «ΑΧΑΪΚΑ» και «ΕΨΙΛΟΝ» καθώς και  της Εφημερίδας  των  Αθηνών «Ελευθεροτυπία».

Πρέπει να σημειώσουμε επίσης πως ο Δήμος Νικολόπουλος  αμέσως μετά την κυκλοφορία του δευτέρου βιβλίου του, εκλέχτηκε  τακτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος μετά από εισήγηση του προέδρου της και με παμψηφεί απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, αφού εκτιμήθηκε τόσο η ποσότητα αλλά κυρίως η ποιότητα του έργου του  και κυρίως το ήθος του συγγραφέα.

Μετά την συνταξιοδότησή του μας προσέφερε τρεις συνολικά εκδόσεις βιβλίων του.

Το πρώτο φέρει τον τίτλο: «Μνήμες, στοχασμοί ,αναπολήσεις» και εκτίνεται σε 448 σελίδες.

Το δεύτερο φέρει τον τίτλο: «Τα χαιρετήματα από τον τόπο μας» και εκτίνεται σε 200 σελίδες το οποίο και παρουσιάζουμε με το σημερινό μας σημείωμα.

          Και το τρίτο   βιβλίο με  τίτλο : «Τα δημοσιεύματα, της αειθαλούς έγνοιας» το οποίο εκτίνεται σε 140 σελίδες.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στο βιβλίο έχουν συγκεντρωθεί κείμενα και άρθρα του συγγραφέα που έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.

 

          Ο συγγραφέας με πλούσιο λεξιλόγιο και πλούτο σοβαρών σκέψεων εκθέτει τις απόψεις του οι οποίες αποτελούν προϊόντα μελέτης αλλά και ορθής κρίσεως ζητημάτων που ενδιαφέρουν και απασχολούν τόσο ατομικά όσο και το σύνολο της κοινωνίας μας.

Τα κείμενά του τα διακρίνει  θάρρος και ειλικρίνεια που απαιτούν οι περιστάσεις να πραγματεύεται ζητήματα και θέματα που μας πληγώνουν και ζητούν λύσεις.

          Ένας συνειδητός πολίτης και μάλιστα της πνευματικής συγκρότησης του συγγραφέα δεν μπορεί να μένει απαθής σε όσα απαράδεκτα συμβαίνουν στις μέρες μας και γι’ αυτό βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση συναγερμού.

Ο συγγραφέας όπως θα διαπιστώσει και ο αναγνώστης του βιβλίου δεν είναι μονοδιάστατος στα θέματα που τον απασχολούν και δεν νοιάζεται αποκλειστικά για ζητήματα παιδείας αλλά καταπιάνεται με όλα τα ζητήματα της σημερινής  καθημερινότητας.

Η συνεχής εγρήγορση  του συγγραφέα μεταφράζεται σε κείμενα στα οποία ευθαρσώς και χωρίς φοβίες και αναστολές παραθέτει στα κείμενα του.

 Ακόμη και το γεγονός ότι συγκέντρωσε τα κατά καιρούς δημοσιεύματα του σ’ αυτό το βιβλίο, αποτελεί μια επί πλέον απόδειξη πως τον ενδιαφέρει, οι απόψεις του, απόψεις βγαλμένες από την πείρα χρόνων και γνώσης, να μεταδοθούν σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, αφού πολλοί σήμερα δεν ενδιαφέρονται από αμέλεια αλλά και  βιασύνη να μη διαβάσουν τα κείμενα του συγγραφέα.

Εδώ με άνεση χρόνου  μπορούν να γίνουν μέτοχοι των ιδεών, των σκέψεων και των επιχειρημάτων του συγγραφέα και έτσι να διαμορφώσουν σταθερή και βάσιμη άποψη για ζητήματα του καιρού μας, που εάν αδιαφορήσουμε για την επίλυσή τους, η αδιαφορία μας θα δημιουργήσει  πελώρια κύματα και θα μας καταπιεί.

          Ο φίλος συγγραφέας Δήμος Νικολόπουλος με το βιβλίο του αυτό πρέπει να νοιώθει ανάλαφρος αφού έβγαλε τις δικές του ευθύνες όσο και το φόρτο της υποχρέωσης κάθε πνευματικού ανθρώπου να ρίχνει φως  από το πληθωρικό δικό του στους δρόμους και τα μονοπάτια  των συνανθρώπων μας που δεν μπόρεσαν, ή  οι συνθήκες δεν τους επέτρεψαν να αποκτήσουν γνώσεις επαρκείς     για την καθημερινή πορεία τους στη ζωή.

Η μεγαλύτερη ικανοποίηση των πνευματικών ανθρώπων είναι όταν γίνονται πρωτοπόροι και  φάροι φωτεινοί για το φωτισμό των συνανθρώπων για μια πετυχημένη κι ευτυχισμένη πορεία.

Κι ο Δήμος Νικολόπουλος προς αυτή την κατεύθυνση στρέφει το μέχρι σήμερα  δημοσιευμένο με τα βιβλία του έργο του.

Κι εμείς από τη σκοπιά μας θαυμάζουμε τη λαμπρή και φωτεινή πορεία του και από αυτή τη θέση του απευθύνουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια.. Μπράβο αγαπητέ φίλε  συνοδοιπόρε Δήμο…

 

ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ : Ο ποιητής της αέναης αντάμωσης

 

                                               ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ :

                                                    Ο ποιητής της αέναης αντάμωσης 

 

 

 

 


 

 

                                                            Σημείωμα του Γιάννη Βαρούχα.

 

                                                                                   

 

Διαβάζοντας τον συγκεντρωτικό τόμο, που αποτελείται από πέντε ποιητικές συλλογές και φέρει τον τίτλο «Ποιήματα 1990 – 2013», του ποιητή Γιάννη Παπαναστασόπουλου (Γ.Π.), διαπιστώνει κανείς την αδημονούσα ανάγκη του να συνομιλήσει για τα βαθιά υπαρξιακά θέματα που φλερτάρουν έντονα με την εγγενή, στην ανθρώπινη συνείδηση, τάση μορφοποίησης, εξορθολογισμού και χειραγώγησής τους. Ζητήματα όπως αυτά του επέκεινα του θανάτου, της υπέρβασης της χρονικότητας και του αξιακά δομημένου υπαρξιακού προσανατολισμού συγκροτούν το υφάδι στο οποίο εξυφαίνεται ο διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του. Σε αυτό το ιδιαίτερο διυποκειμενικό καθεστώς διαλόγου, ο ποιητής ανταμώνει και αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό ως έναν άλλο. Θα λέγαμε δηλαδή, ότι η συνείδησή του προβαίνει σε μια ενδοβολή. Μέσα στο ενσώματο εγώ του ποιητή συνυπάρχουν ταυτόχρονα δύο υπαρκτικές τροπικότητες. Απ’ τη μια, η εαυτότητα ως εμμένεια σ’ αυτό που είναι, δηλαδή ως ταυτότητα και απ’ την άλλη η αντεστραμμένη μορφή της η ετερότητα, ως δηλαδή αυτό που θα ‘πρεπε να είναι σύμφωνα με τα μάτια του άλλου, διαθλώντας πάντα, την υπερβατική της οντοποιημένης εαυτότητάς του, οπτική. Το ρόλο λοιπόν, του εσωτερικού άλλου, τον ενσαρκώνει πότε η φωνή του γονιών του:

 

Αναπάντεχα βρέθηκα στην αυλή με τον πατέρα:

Να με ρωτάει κάτω απ’ τον ευκάλυπό μας, στο σπίτι:

Γιάννη! Τα ’χεις τα περιβόλια;

Κι απ’ το φουρνάρικο άκουσα της μάνας τη φωνή:

Οι τριανταφυλλιές στον τάφο μας διψάνε;

εμείς δεν μπορούμε από κει κάτω να τις ποτίζουμε.

·            Γιε μου, Γιαννάκη, νερό λίγο νερό!

 

άλλοτε πάλι, η φωνή της ίδιας του της συνείδησης:

 

Στον ύπνο μου άκουσα μια φωνή

Να με ρωτάει: «Έχεις παιδιά;»

Αυθόρμητα της είπα: «Έχω δύο»

Και πάλι με ρώτησε: «Άλλα παιδιά

Δεν έχεις;». Τότε κατάλαβα ποια 

ήταν και γιατί με ρωτάει. Έχω 

και τα ποιήματα, της είπα.

 

και άλλοτε ο ίδιος ο θάνατος:

 

Όταν θα με κατεβάζουν στον τάφο, 

οι δικοί μου θα με αποχαιρετούν

με κλάματα, με ψαλμούς και με σβώλους

ραντίζοντάς με. 

 

Εγώ κάτω από το καπάκι του φέρετρου

θα ξεκαρδιστώ στα γέλια. 

 

Αυτή η αυτοστοχαστική διαδικασία, στην οποία ενδίδει το ανήσυχο πνεύμα του Γ.Π. δεν ολοκληρώνεται στο φαινομενικό ΤΩΡΑ της ύπαρξης, αλλά συμπληρώνεται από μια αντιστροφή της αποβλεπτικότητας της συνείδησής του και μεταβαίνει σε ένα υπερ-χωροχρονικό επίπεδο, όπου η σκέψη του από αυτοστοχαστική μετατρέπεται πλέον σε αναστοχαστική, μόλις ο ποιητής εισέλθει στο κατώφλι της Νεκροπολιτείας.

 

Με την κάθοδό μας στο χώμα, γινόμαστε, 

εν ριπή οφθαλμού, πολίτες της νεκροπολιτείας˙

μέλη της αταξικής κοινωνίας.

 

Στη Νεκροπολιτεία, ο προϋπάρχον γραμμικός και αδιανόητα τυποποιημένος χρόνος, υπερβαίνει την θετικιστική μορφή συγκρότησής του, που τον συρρικνώνει, και ελευθερώνεται, ανασυστένεται και αποκαθηλώνεται από την ανάγκη διαιρετότητάς του σε παρελθόν, παρόν, μέλλον. Πλέον, υφίσταται ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο υπάρχον, που γεννά το ίδιο την ύπαρξή του. 

 

Κοιτάζω το ρολόι μου.

Ποτέ, όμως, δεν σκέφτηκα

τους ωροδείχτες και τους λεπτοδείχτες˙

δείχτες του χαμένου χρόνου˙

ούτε τους χτύπους του ρολογιού˙

μετρητές του χαμένου χρόνου. 

Κατά τ’ άλλα κοιτάζω το ρολόι μου.

Τους δείχτες της πορείας μου για να ‘βρω. 

 

Κι αλλού γράφει:

/…/ Καταγραφόμαστε στους ετοιμομελλοθανάτους.

 

Από δω προκύπτει και το νεκροζώντανο καθεστώς ύπαρξης των πολιτών της Νεκροπολιτείας, που ουσιώνεται απ’ τον τρόπο παρουσίας των γονιών του, αφενός ως μεταφυσικές – ηθικές οντότητες και αφετέρου ως η ίδια η εσωτερική φωνή του συγγραφέα, που αντηχεί μέσα του όχι ως ένα αναμνησιακό γεγονός, αλλά ως ένα συγκροτητικό ΠΑΡΟΝ.

 

/…/ Ο χρόνος νοερή σύλληψη της ζωής˙

νοητό της έμβρυο.

Η σκιά της˙ η ντυμασιά της. 

Πάντα φιδοσέρνεται κοντά της. 

 

Ένα άλλο στοιχείο, που διαφαίνεται στους στίχους του Γ.Π. είναι μια ασυγκράτητα ισχυρή δυσπιστία και καχυποψία απέναντι σ’ αυτό το ισοπεδωτικό και ανυπόφορα απανθρωποποιημένο τεχνοκρατικό ισχύον, που πολλοί αρέσκονται και το ονομάζουν «εξέλιξη». 

 

/…/ Χάθηκαν οι παραδοσιακές ταβέρνες

με τα ξύλινα τραπέζια και τις ψάθινες καρέκλες˙

/…/ Οι δίσκοι βινυλίου χάθηκαν τη θέση τους πήραν

η τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα CD και άλλα.

/…/ Σαν την επιδημία, 

όπως κενό μας ρούφηξε ζωές

τ’ αλλόθρησκο καινοφανές. 

 

Αντ’ αυτού, αντιστέκεται σ’ αυτήν την αδηφάγο τάση ψηφιοποίησης των πάντων, μ’ ένα πολύ επίκαιρο ποίημα «Το Φύλλο»:

 

Αν ένα χαρτί στα πόδια σου βρεθεί

μην το πατήσεις και το τραυματίσεις

ούτε να το κλωτσήσεις.

 

Σήκωσέ το με στοργή˙

όπως ένα πεσμένο παιδί.

Διάβασέ το˙

Το πεταμένο κάτι έχει να σου πει χαρτί.

 

Εδώ διαφαίνεται η σημαίνουσα αξία, που έχει για τον ποιητή η ρωγμή, το ανείπωτο, το ανεπαρκές εξηγημένο, το οποίο πρέπει πριν πεταχτεί, ψύχραιμα να εποπτευθεί για να μην εκπέσει σε πρώτη ύλη συγκρότησης της κατηγόρησής του ως απορριπτέου και ιστορικά αποτελειωμένου. Υπάρχει τώρα όσο ποτέ, μας λέει ο ποιητής, η ανάγκη για απαναπροσδιορισμό και αναδόμηση των αναγνωστικών μας μηχανισμών, οι οποίοι δυστυχώς έχουν ξεθωριάσει, έχοντας αντικαταστήσει τη διαλεκτικότητα της σχέσης τους με το ΕΙΝΑΙ της αυτοσυνειδησίας, με έναν νέο τρόπο μονομερούς τροφοδότησης πληροφοριών προερχόμενης από διάφορες οθόνες. Μαζί με το χαρτί, κατά τον ποιητή, χάνεται και η ιδιοσυστασία του ΛΑΘΟΥΣ, το οποίο συνιστά από μόνο του ένα ενέργημα ξέχωρο από τη διόρθωσή του. Το μήνυμα του Γ.Π. είναι να μην βιαζόμαστε να σβήνουμε τα λάθη μας, αλλά να τα προστατεύουμε και να τα φροντίζουμε ως έμβρυα, που όταν ωριμάσουν, ίσως τελικά να ήταν και σωστά. 

   Ένα ακόμη στοιχείο που είναι διάχυτο στην ποίηση του Γ.Π. είναι η χρησιμοποίηση λέξεων, που σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν ως σημαίνοντα, αφήνοντας όμως μια ηχηρή απουσία ως σημαινόμενα. 

   

Στοιχειωμένη βατουκλιά, τρυγόνες αζευγάρωτες, 

λιγώθηκε ο τζίτζικας, ματοτσίνορα των 

Βασκαμμένων, Στημόνι η βροχή, πηγαδόπετρες. 

 

   Μας καλεί λοιπόν, να καλλιεργήσουμε όλοι μαζί το έδαφος όπου θα αναστηθούν οι λέξεις με τη μητρική τους σημασία και θα διώξουν από πάνω τους τη νοηματική ρηχότητα και την πενιχρή εικονικότητα, που τόσο βίαια τους έχει προσάψει το μοντέρνο ομιλούν υποκείμενο. Η γλώσσα, μόνο, μπορεί να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια αποτροπής της αποσημασιολογοποιούσας εξέλιξης, που με τόσο γρήγορο ρυθμό μας οδηγεί η τεχνοκρατική προοπτική της σκέψης. Μόνο αν αποκαταστήσουμε τη βαθιά σχέση του ομιλιακού ενεργήματος με το περιεχόμενο των εκφερόμενων λέξεων, θα έχουμε τη δυνατότητα να ανασύρουμε την ομορφιά του Λόγου, άρα και της ζωής απ’ την κρυπτότητά της. 

   Κλείνοντας, θα ‘θελα να αναφερθώ και στην τελευταία συλλογή του συγκεντρωτικού τόμου, που τιτλοφορείται με το ομώνυμο είδος ποιημάτων «ΧΑΪ ΚΟΥ». Εδώ ο ποιητής αναμετράται με την αποφευχθείσα, μέχρι τώρα, τάση του για συμμόρφωση της γραφής του σ’ έναν έμμετρο στίχο. Και βγαίνει νικητής σ’ αυτήν την πρόκληση, που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, καθώς καταφέρνει να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις του, να τους αποστάξει τη σημασιολογική τους ουσία και κατόπιν, να τις κατανείμει ισόποσα και ισόμορφα, σ’ έναν συγκεκριμένο μορφολογικό τύπο ποιητικής γραφής. Θυμίζουμε ότι τα ΧΑΪ ΚΟΥ πρωτοεμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα στην Ιαπωνία και σημαίνουν «σύντομο επίγραμμα». Αυτό λοιπόν το «σύντομο επίγραμμα» αποτελείται από τρεις στίχους. Ο πρώτος στίχος συντίθεται από πέντε συλλαβές, ο δεύτερος από εφτά και ο τρίτος από πέντε ξανά. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η πρόκληση. Σ’ αυτό το αυστηρό καλούπι, ο ποιητής πρέπει να σπείρει τις σκέψεις του, χωρίς να οδηγηθεί σε έλλειμμα ή πλεόνασμα ποιητικότητας. Η ισορροπία αυτή, είναι που δίνει μια συνοχή καθώς και μια νοηματική πληρότητα στο ποίημα. 

 

Ποτέ μη σκίζεις

ένα χαρτί˙ πονάει

κι ακούς το κλάμα

 

Μια ολόκληρη

ζωή για τη σιωπή

προπονούμαστε.

 

Το χέρι όπλο˙

το δάχτυλο σκανδάλη˙

ο λόγος σφαίρα.

 

Τα ποιήματα 

διαβατάρικα πουλιά

και τριγυρνάνε. 

 

*Το κείμενο διαβάστηκε την 4/11/2015 στο χώρο του Πνευματικού και Πολιτιστικού Κέντρου Σταφιδόκαμπου, του Δήμου Ανδραβίδας – Κυλλήνης, το οποίο διοργάνωσε ποιητική βραδιά προς τιμή  του ποιητή Δρ. Γιάννη Παπαναστασόπουλου.