ΠΟΙΗΣΗ ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ…
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ
για εκείνη την αγάπη.
που βυθίστηκε στο πέλαγο των πρέπει…
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ
που ξέμεινε στα βάθη του βυθού μας,
με τα μολύβια τυλιγμένοι του πεζόβολου.
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ
που δεν βγήκε ποτέ στην επιφάνεια,
δεν αντίκρισε το γαλάζιο ουρανό μας.
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ,
που δεν ευδοκίμησε ποτέ….
άγουρη και μόνιμα εκτός εποχής.
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ,
που δεν πρόλαβε να επιβιώσει
στα λυσσασμένα κύματα του θέλω,
στα μουράγια της αναμονής,
στις ψαρόβαρκες των ελπίδων,
των απέλπιδων…
Για εκείνη την αγάπη του μιλώ
που σαν έβγαλε το πρώτο της φύτρο
τη μαράζωσε ο πάγος της αδιαφορίας .
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ
που δεν πρόλαβε να βγει στην εξώπορτα
κι έπεσε θύμα τροχαίου…
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ,
που το γράμμα της έμεινε ανεπίδοτο…
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ,
που ένα νούφαρο τόλμησε να πάρει,
κι η λίμνη την πήρε στην αγκαλιά της...
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ
που όταν τη θυμάμαι δακρύζει το σύννεφο..
Για εκείνη την αγάπη σου μιλώ,
που την πήρε η νύχτα κι έγινε άστρο
στο γαλαξία μας…
ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Είναι κάποιες στιγμές
που απουσιάζω
κι αφήνω τη σκιά μου
να κυκλοφορεί.
Είναι κάποιες στιγμές
που ακολουθώ μίαν απουσία
που με μάτωσε
και νάτανε μία ,
πάλι καλά.
Πολλές απουσίες, σημείωσα τελευταία.
Κάθε τόσο και μια αποχώρηση,
μια φυγή, ένα αντίο,
ένας ατέλειωτος κατάλογος,
ένα απουσιολόγιο
αποδράσεων.
Αγναντεύω
στο φρύδι του ορίζοντα,
περιμένοντας την επιστροφή,
μάταια όμως.
Εντός μου υπάρχει
ελπίδα επιστροφής ,
των σεσωσμένων.
Τους αποζητώ με τη θύμηση,
τους αναπλάθω με τη σκέψη,
τους μορφοποιώ με τους κυματισμούς
της θάλασσας,
τους ταξιδεύω με τους ανέμους
και περιμένω …
ΕΞΟΡΜΗΣΗ
Πρωινή εξόρμηση
με των χιλιομέτρων
τα μετρημένα δευτερόλεπτα,
υπήκοοι
της ροής του χρόνου
που κυλά ανελέητα.
Ξεπεράσαμε τις απώλειες,
τις παγίδες των αντιπάλων.
Σεργιανίσαμε στα ίχνη που άφησαν
οι οπλές των αλόγων,
στων Ιπποτών τα περάσματα.
Ξεσκονίσαμε τις εικόνες,
εμείς οι εικονοκλάστες,
μ’ ένα κλωνί βασιλικό
φιλοδωρήσαμε τους περαστικούς.
Η «Ψαροπούλα» μας είδε
και δεν μας αναγνώρισε
οι γλάροι καμώθηκαν
πως δεν μας είχαν δει ποτέ,
κάτι πλεούμενα
συνέχισαν αδιάφορα την πορεία τους
κι εμείς με θολά μάτια
κινήσαμε
για τη Φιλέρημο
ανηφορίζοντας
στο σταυρό της κορυφής…
ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Είναι κάποιες στιγμές
που απουσιάζω
κι αφήνω τη σκιά μου
να κυκλοφορεί.
Είναι κάποιες στιγμές
που ακολουθώ μίαν απουσία
που με μάτωσε
και νάτανε μία ,
πάλι καλά.
Πολλές απουσίες, σημείωσα τελευταία.
Κάθε τόσο και μια αποχώρηση,
μια φυγή, ένα αντίο,
ένας ατέλειωτος κατάλογος,
ένα απουσιολόγιο
αποδράσεων.
Αγναντεύω
στο φρύδι του ορίζοντα,
περιμένοντας την επιστροφή,
μάταια όμως.
Εντός μου υπάρχει
ελπίδα επιστροφής ,
των σεσωσμένων.
Τους αποζητώ με τη θύμηση,
τους αναπλάθω με τη σκέψη,
τους μορφοποιώ με τους κυματισμούς
της θάλασσας,
τους ταξιδεύω με τους ανέμους
και περιμένω …
ΕΞΟΡΜΗΣΗ
Πρωινή εξόρμηση
με των χιλιομέτρων
τα μετρημένα δευτερόλεπτα,
υπήκοοι
της ροής του χρόνου
που κυλά ανελέητα.
Ξεπεράσαμε τις απώλειες,
τις παγίδες των αντιπάλων.
Σεργιανίσαμε στα ίχνη που άφησαν
οι οπλές των αλόγων,
στων Ιπποτών τα περάσματα.
Ξεσκονίσαμε τις εικόνες,
εμείς οι εικονοκλάστες,
μ’ ένα κλωνί βασιλικό
φιλοδωρήσαμε τους περαστικούς.
Η «Ψαροπούλα» μας είδε
και δεν μας αναγνώρισε
οι γλάροι καμώθηκαν
πως δεν μας είχαν δει ποτέ,
κάτι πλεούμενα
συνέχισαν αδιάφορα την πορεία τους
κι εμείς με θολά μάτια
κινήσαμε
για τη Φιλέρημο
ανηφορίζοντας
στο σταυρό της κορυφής…
OIKONOMIA
Θέλω να εξοικονομήσω χρόνο
Αυτό άχρονου Δημιουργού.
Μετρώ τις ώρες, τις στιγμές
Τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
Κάνω οικονομία
Δίχως αποταμίευση
Με βεβαία την ανεπάρκεια.
Ανελέητος δυνάστης
Ο χρόνος,
Δεν αφήνει περιθώρια
Για όσα έχω κατά νου
Και θα’ θελα να πράξω.
Νοιώθω σπάταλος
Χαρίζοντας ατέλειωτες ώρες
Στον πάσχοντα
Που πονάει και πεινάει
Κι αντιστέκεται.
΄Ίσως με δικαιωθώ
γι’ αυτή μου τη σπατάλη.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Το σπίτι που στέγασε τον έρωτα
Δεν το ξανάδα.
΄Έκρυψε στους τοίχους του
ένοχα μυστικά
και δύο μερόνυχτα
αγωνίας.
Μας κράτησε ομήρους
μιας επαναστατημένης εφηβείας
που δεν ξαναγύρισε ποτέ!…
ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Είναι κάποιες στιγμές
που απουσιάζω
κι αφήνω τη σκιά μου
να κυκλοφορεί.
Είναι κάποιες στιγμές
που ακολουθώ μίαν απουσία
που με μάτωσε
και νάτανε μία ,
πάλι καλά.
Πολλές απουσίες, σημείωσα τελευταία.
Κάθε τόσο και μια αποχώρηση,
μια φυγή, ένα αντίο,
ένας ατέλειωτος κατάλογος,
ένα απουσιολόγιο
αποδράσεων.
Αγναντεύω
στο φρύδι του ορίζοντα,
περιμένοντας την επιστροφή,
μάταια όμως.
Εντός μου υπάρχει
ελπίδα επιστροφής ,
των σεσωσμένων.
Τους αποζητώ με τη θύμηση,
τους αναπλάθω με τη σκέψη,
τους μορφοποιώ με τους κυματισμούς
της θάλασσας,
τους ταξιδεύω με τους ανέμους
και περιμένω …
ΕΞΟΡΜΗΣΗ
Πρωινή εξόρμηση
με των χιλιομέτρων
τα μετρημένα δευτερόλεπτα,
υπήκοοι
της ροής του χρόνου
που κυλά ανελέητα.
Ξεπεράσαμε τις απώλειες,
τις παγίδες των αντιπάλων.
Σεργιανίσαμε στα ίχνη που άφησαν
οι οπλές των αλόγων,
στων Ιπποτών τα περάσματα.
Ξεσκονίσαμε τις εικόνες,
εμείς οι εικονοκλάστες,
μ’ ένα κλωνί βασιλικό
φιλοδωρήσαμε τους περαστικούς.
Η «Ψαροπούλα» μας είδε
και δεν μας αναγνώρισε
οι γλάροι καμώθηκαν
πως δεν μας είχαν δει ποτέ,
κάτι πλεούμενα
συνέχισαν αδιάφορα την πορεία τους
κι εμείς με θολά μάτια
κινήσαμε
για τη Φιλέρημο
ανηφορίζοντας
στο σταυρό της κορυφής…
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Δεν θυμάμαι τίποτα
ξεχάστηκαν τα πάντα
στη δύνη των καιρών
στα γυρίσματα των ανέμων.
Οι πληγές επουλώθηκαν
κι ούτε σημάδια έμειναν
να δηλώνουν το πέρασμά τους.
Οι νύχτες φωτίστηκαν
από το σέλας το βόρειο,
κι έγιναν ζωντανές
αναθυμήθηκαν τις πρώτες μέρες.
Απόψε κοιτάζω κατάματα το σήμερα
ξεδιπλώνω τα όνειρα μου
στους μεγάλους δρόμους
των ανθισμένων ηλίανθων,
και των καρπερών ελιών.
Βηματίζω τα μονοπάτια της μοναξιάς
αναπολώ τις στιγμές
της μεγάλης θυσίας
των αναίμακτων βωμών
των μεγάλων θυμάτων
των ιδανικών, των προσδοκιών,
των ξεχασμένων υποσχέσεων,
των οραμάτων που έμειναν οράματα…
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Στην άκρη της λίμνης σ’ αναζήτησα,
εκεί που πέθαιναν από δίψα
τα νούφαρα.
Αναζήτησα τα χείλη σου
και τα βρήκα
στους ανέμους
που σάρωναν τα πάντα.
Στα ερειπωμένα κάστρα
μια δόξα του παρελθόντος,
μια υποσημείωση
στην ιστορία των αιώνων.
ΑΠΝΟΙΑ
Στο ακρογιάλι
μιλούσαν τα κύματα
στον άνεμο,
τα γλαροπούλια
αντάλλασσαν φιλιά,
Ζήσαμε
την άπνοια του πέλαου
και ξεχαστήκαμε.
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ
Τι δεν θα έδινα,
αν μπορούσα
να ξαναδώ
εκείνη τη μελαγχολική ματιά
όπως εκείνο το βράδυ
που ανακαλύπταμε το φεγγάρι.
Να ξαναδώ
τη λάμψη της χαράς
που φώτισε τα μάτια σου
σαν βρήκες τη λύση στο σταυρόλεξο.
Αν μπορούσα
κρατώντας σου το χέρι
να σου δείξω
τα ρήγματα της εφηβείας
και τα σπαράγματα της νιότης.
Αν μπορούσα
μετρώντας τ’ άστρα
να ξημέρωνε μια νέα αυγή.
Αν μπορούσα
να δοκιμάσω την αμβροσία του χτες
με το νέκταρ του σήμερα,
θα λογιζόμαστε αθάνατοι…
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Σεληνόφως,
ψίθυροι στ΄ ακροθαλάσσι,
το κύμα, η αρμύρα
η μοίρα μας,
τ’ όνειρο πλεούμενο
στη σιγαλιά της νύχτας
έδειχνε το δρόμο.
Ένα χέρι
ζέσταινε ελπίδες,
μια καρδιά αποζητούσε
οξυγόνο,
μια πανσέληνο κυριαρχούσε
κι ένα απάνεμο λιμάνι,
κοιμόταν Αυγουστιάτικα…
ΕΙΡΗΝΙΚΟ
Έβαλε στον ώμο του,
μια αγκαλιά λουλούδια
κι είπε:
Είμαι στρατιώτης της Ειρήνης…
ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ
Τι να’ ναι εκείνο που με κάνει να καρτερώ ,
και να περιμένω;
Kάθε στιγμή αναμονής, ολόκληρος χρόνος
Η νοσταλγία; η αναπόληση; το όραμα;
Μια φιγούρα, που έμεινε ακίνητη στο χώρο
και το χρόνο;
Μαρμαρωμένη λες , ίδια στήλη άλατος.
Μια εφηβεία, ανολοκλήρωτη
που μας καλούσε στο χρέος;
Μια διαδρομή απραγματοποίητη;
Ένα ταξίδι, που έμεινε μισό;
Μια άνοιξη, που βιάστηκε να γίνει φθινόπωρο;
Μια εικόνα που τυπώθηκε σε λάθος χαρτί;
Ένα λουλούδι φυτεμένο στού φαραγγιού την πλαγιά ;
Ένα βραδινό καλοκαιρινό όνειρο;
Ένα μεθύσι παραλογισμού; μια ψυχοσώστρα ηρεμία;
Μια επανάσταση, που δεν αποτολμήσαμε ;
Ένας ήλιος που θερμαίνει αναμνήσεις;
στιγμές αναστημένες, που δοξολογούν;
Μια πανσέληνος, που αποζητήσαμε;
Oι στάλες της βροχής, που μας ράντισαν το πρόσωπο;
κάποια σύννεφα,
που έμειναν στοιβαγμένα στον ορίζοντα,
θημωνιές ενός πρώιμου θερισμού;
Αλήθεια τι είναι εκείνο που με κάνει να καρτερώ;
΄Eνα κενό που ζητάει την πλήρωση;
Η ένα καινό που γέμισε τα πάντα;
Είναι εκείνο που δεν ήρθε,
ή εκείνο που ήρθε κι έφυγε νωρίς;
Είναι εκείνο που θάρθει; η εκείνο που η μοίρα όρισε;
Είναι μια ουτοπία, μια χίμαιρα, ένα όνειρο φευγάτο;
Αναρωτιέμαι και μ’ απαντούν σιωπηλά
η ζωή σου, η θυσία σου,
το ταξίδι σου, χωρίς αποσκευές.
ΔΥΟ ΠΕΤΡΕΣ ΑΠ΄ ΤΗΝ ΗΛΙΔΑ
Δυο πέτρες
ανισοβαρείς
η μια δίπλα στην άλλη,
αρχιτεκτονικά σπαράγματα
της κοντινής Αρχαίας ΄Ηλιδας,
ξέμειναν
στον αυλόγυρο του πατρικού μου,
απομεινάρι κάποιου αρχοντικού
νεώτερης εποχής.
Αυτές οι πέτρες,
ανισοϋψείς όπως στέκουν
θυμίζουν τους γεννήτορες.
Κι εγώ τις ονομάτισα
για να μιλώ μαζί τους.
Τη μικρότερη
την είπα Αγγελική,
την πιο μεγάλη
Γιώργη.
Έτσι απλά
όπως απλά μίλαγα ,
στους γονείς μου.
ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
Δέχτηκες κατάστηθα
τη βροχή,
το χιόνι
τη φωτιά.
Στην πρωταυγή σου
αψήφησες το θάνατο,
Έκανες σκέπη σου
τα βουνά της Αλβανίας
και καταφυγή σου τα φαράγγια
της Χειμάρας
Έβαλες τη ζωή στο στόχαστρο
των Ιταλών φασιστών
στο κυνήγι της Λευτεριάς.
Μάζεψες
την πίκρα της ήττας
και την έκανες αγανάκτηση.
Μάζεψες σπυρί το σπυρί
ίδιο στρουθί τ’ ουρανού
Στα σταροχώραφα
να δώσεις ελπίδα στο αύριο.
Σκαρφάλωσες στις στέγες
και στων ελιών τα κλώνια
ν’ αγναντέψεις την Ειρήνη.
Ημέρεψες τη γη
και βλάστησαν αμπέλια
κι ελαιώνες.
Έγινες Γενάρχης,
Μύστης, οδηγός.
Μιλούν τα έργα των χειρών σου
σήμερα.
Και το αύριο ανατέλλει.
Στα βήματά σου ιχνηλατώ,
Κι’ αποθέτω φύλλα δάφνης
στο πέρασμά σου
μολπή,
δοξαστική κι ευχαριστήρια…
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Σαν το ελάφι
Που αναζητάει πηγή
Αποζητώ κι εγώ τη φωνή σου
Απ’ τα κύματα των ανέμων
Την πρωία, την μεσημβρία, το εσπέρας.
Φως ιλαρό
στις καρδιάς μας
την κλειδωμένη φυλακή
που απόμεινε ν΄ αποζητά
το δεσμοφύλακά της.
Τα κλειδιά, οι φωνές τα μύρια σύμβολα
Τα μάτια,
Τα χέρια που δείχνουν το βορρά
Ίδια πυξίδα
Για τη σωστή πορεία.
Οι πνοές που ενώνονται με τον άνεμο
ίδιο σουραύλι στα χέρια μας
τραγουδάμε τη μοίρα μας,
πειθαρχημένοι στο θείο ζυγό
της θυσίας
Στο βωμό της Αγάπης…
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ
Δεν ξεχνώ
Θυμάμαι κι ονειρεύομαι
Τους νεανικούς αναβαθμούς
Τα φτερουγίσματα.
Της καρδιάς και του νου
Τα σαλπίσματα των ιδεών
Και τ’άσματα των σειρήνων.
Δεν ξεχνώ,
Θυμάμαι τα ταξίδια
Στους χωμάτινους δρόμους
Στα πέλαγα της αμφισβήτησης
Με σχεδίες και πιρόγες
Με σφιγμένες γροθιές
Και τεντωμένους νευρώνες
Δεν ξεχνώ
τον αγώνα της νιότης
τον ανήφορο για το αύριο
τους έρωτες των λουλουδιών
τους ήχους των πελμάτων
τις ατέλειωτες νύχτες
των παραμυθιών.
Δεν ξεχνώ
θυμάμαι κι ονειρεύομαι
το κατώφλι του χτες
που το πέρασες με δάκρυα
ιδρώτα και αίμα.
Όρθωσες γιγάντιο ανάστημα
στους εξωνημένους
των χαμένων Παραδείσων.
Δεν ξεχνώ
τις έντονες στιγμές
που σημάδεψαν το πέρασμα τ’ ανέμου
τις νωπές πληγές
των καταιγίδων
που σήμαναν την Ανάσταση.
Δεν ξεχνώ
τη μορφή σου
Που διέγραψε τον ορίζοντα.
Έφευγες για τη δύση
Κι έδειχνες την ανατολή,
Κράτησες την πίκρα
Και μας άφησες τη χαρά.
Δεν ξεχνώ το μεγαλείο σου
Δεν ξεχνώ
Δεν θα ξεχάσω ποτέ…
Η ΓΡΑΦΙΔΑ ΜΟΥ
Τούτη η γραφίδα
Το έκτο δάχτυλο της δεξιάς μου
Σμιλεύει τη μορφή των στοχασμών
Ίδιο στιλέτο βυθίζεται
στης καρδιάς τα τρίσβαθα
Αναζητώντας τη γραφή την πρώτη
και συνάμα την έσχατη
στον κύκλο των λογισμών
των Ανοίξεων που παρέμειναν Άνοιξες
και κείνων των Φθινοπώρων
με τα κίτρινα φύλλα
τα κίτρινα λουλούδια
τα κίτρινα δένδρα
τα κίτρινα σύννεφα.
Μια γραφίδα από γρανίτη
που δεν λύγισε ποτέ.
ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ
Παιχνίδι ισορροπίας
στην κορυφή
ενός ισοσκελούς τριγώνου
στη βάση ενός μύθου
που μας μεθούσε
και μας απογείωνε.
Στο λυκαυγές της χιλιετίας
μάρτυρες σιωπής
στο θόρυβο του πλήθους
απομονωμένοι εκούσια
διασπαθίζουμε τις στιγμές
δίνοντας άφεση χρέους
στους αιώνες που πέρασαν.
Αρτιμελείς με τις σημαίες
ανεμίζουσες
και τα μάτια
στραμμένα στο υψίπεδα
αναζητούμε
τους κυνηγούς
των χαμένων ελπίδων
Μιας εικόνας
ταπεινοί προσκυνητές
εμείς οι εικονοκλάστες
προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε
τα μέλη των αγαλμάτων
που εμείς καταστρέψαμε
σπονδή στον αιώνα των μύθων…
ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗ
Μεταξύ ουρανού και γης
το τελευταίο σημάδι των εγκόσμιων
ένας σταθμός που αφήνεις ότι αγάπησες
για τα επέκεινα
τα επουράνια
τα ενδιαιτήματα των Αγγέλων
τα πετάγματα των δελφίνων
των συντρόφων τα μηνύματα
τις υποταγές της Θείας εντολής
«ο φιλών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ
ουκ εστίν μου άξιος».
Ένας οδοιπόρος των ξεχασμένων προσδοκιών.
Ένα εικονοστάσι, δοξολογία και αίνος
στη μνήμη όσων διάβηκαν
τα όρια του χρόνου του ατέρμονου.
Πετάξαμε τον πρώτο άνθρωπο
και φορέσαμε τον άϋλο μανδύα
του ισαπόστολου.
Ζητήσαμε την ειρήνη των ψυχών
και των σωμάτων.
Δοξάσαμε με εωθινά κι εσπερινούς
τη μεγίστη θεότητα
την πάντα νουν υπερέχουσα…
Ένας Σταθμός
Ένας σταθμός που δεν πέρασαν
ποτέ τα τραίνα
που δεν υπήρχε σταθμάρχης
και σήματα.
Ένας σταθμός και μια αφετηρία
για τον ορίζοντα του αύριο
που τον αφήναμε γεμάτο επιβάτες…
ΖΕΙΣ
Γράφεις
για ότι επιθυμείς
και δεν το’ χεις.
Όταν το ζεις
σιωπάς.
Γράφεις
μια λέξη
ή συνήθως
σιωπάς.
Δεν γράφεις
τίποτα
Ζεις…
Ένα Φθινόπωρο
Στα θολά τζάμια
και στις σταγόνες του Φθινοπώρου
κόλλησε η μορφή σου.
Έτσι σαν εικόνα
σ’ ερημοκλήσι
ικετεύοντας
για τη σωτηρία του κόσμου.
Δεν έζησε ακόμη
και περιμένει
μιαν Αυγή
μια μεσημβρία
το εσπέρας.
ΖΩ
Ζω στα μάτια σου τη θάλασσα
στη ματιά σου τον παράδεισο
στα μαλλιά σου τους αέρηδες
στην ψυχή σου την καταιγίδα
στην καρδιά σου τη γαλήνη.
Ζω το όνειρο
που με τα χέρια σου
χάρισες μόλις χθες
μια νύχτα των παλαιών ημερών…
ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΟΙΞΗ
Τι κι αν σε καρτερώ
στο κατώφλι της χίμαιρας
η ζωή αδυσώπητα μιλάει
για την απουσία.
Τι κι αν σε νοσταλγώ
στο ακρολίμνι της νύχτας
η σιωπή μου δίνει
την απάντηση.
Τι κι αν σε βλέπω
στα αιθέρια, να έρχεσαι
η εικόνα μου δίνει
την αίσθηση.
Τι κι αν σε ποθώ
στο κρασί, στο μεθύσι
και στη λύτρωση
είναι η μοίρα που μιλά
σαρκαστικά.
Τι κι αν σε ρωτώ
είναι η απάντηση,
βαθιά μεσ’ στην καρδιά
πως η Άνοιξη τούτη,
θα μείνει για πάντα…
ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ
ΠΑΝΟ ΝΙΚΟΛΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟ
Ω ! Καλλικέλαδο πουλί, μελίφθογγο αηδόνι,
που πας; γιατί δεν μας μιλάς; να φύγεις γιατί τρέχεις;
μήπως βόλι σε χτύπησε; όπως κι’ ένα τρυγόνι,
που κυνηγός το λάβωσε κι ελπίδες πια δεν έχεις;
Μη σε παγίδα σ’ έπιασαν; μη σε κλουβί σε κλείσανε;
μήπως η βαρυχειμωνιά σ’ αρρώστησε καλέ μου;
μη σ’ έδειρε ο άνεμος και τα φτερά μαδήσανε;
ή μήπως Θείος κεραυνός σε χτύπησε αδερφέ μου;
Εσύ που μας γαλήνευες και πάντα μας μεθούσες
με τη γλυκιά σου τη φωνή γιατί μας φεύγεις τώρα;
Εσύ που σ’ όλους έψελνες και μ’ όλους τραγουδούσες
σε χτύπησε κατάστηθα του μαύρου χάρου η ώρα;
Δεν σε πληγώσανε ποτέ, του κόσμου καταιγίδες
ούτε κι ο χάρος σ’ έδεσε με μαύρες αλυσίδες
Ο Μέγας Αρχιστράτηγος , σε διάλεξε και σ’ ηύρε
άκουσε μουσικούς ψαλμούς και ήρθε και σε πήρε.
Στου παραδείσου εκεί σιμά στους κήπους θα καθίσεις
με των αγγέλων τους χορούς, να ψέλνεις το «ωσαννά»
Το Μέγα Παντοκράτορα εκεί θε να υμνήσεις…
Ω! αδελφέ μου, η μνήμη σου να ζει παντοτινά…
(Κόροιβος 6-11-1963
ημέρα θανάτου του Πρωτοψάλτη
Πάνου Νικολουτσόπουλου, απαγγέλθηκε στη κηδεία του
την 7-11-1963)
ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ
Περάσαμε απ’ τη Νικόπολη,
Θαυμάσαμε το Μνημείο του Οκταβιανού
μας θύμιζε τη ναυμαχία του Ακτίου.
Είδαμε τα πλοία της Κλεοπάτρας
να αποχωρούν
και τον Αντώνιο να την ακολουθεί
να γλιτώσει την οργή του Αύγουστου.
Δρασκελίσαμε τις πύλες του Νεκρομαντείου
θελήσαμε να μυηθούμε
στην τελετή της Νέκυιας.
Αναζητήσαμε τις σκιές των προγόνων
από τον Ιεροφάντη Πλούτωνα.
Γυρίσαμε άπραγοι και
με αβέβαιο μέλλον
Είχαμε σκοτώσει τους Ιερείς
και είχαμε ξεριζώσει τις δάφνες.
Πάνω απ’ το Μαντείο έστεκε ο Αηγιάννης
νεώτερος προφήτης Εκείνου
που δέσποσε με το λόγο του
«μη μεριμνήσετε τι φάγετε και τι πίετε,»
«αγαπάτε αλλήλους»
«ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις»
Αυτός τα είπε ποιος τα άκουσε
και περισσότερο ποιος τα εφάρμοσε.
Εμείς τρέχαμε να προλάβουμε το σήμερα
Που ήδη έφυγε κι αυτό με την ανατολή της μέρας
Μετράμε πια σβησμένα κεριά.
Στον Αχέροντα με το βαρκάρη
Στα κουπιά και το τιμόνι σταθερό
Κόντρα στο ρεύμα πορευθήκαμε
Για την Αχερουσία
Μ’ ένα ασημένιο νόμισμα στα δόντια
Διόδια για την άλλη ζωή.
Ο περατάρης του Άδη μας διασκέδαζε το φόβο
Με ιστορίες κι ανέκδοτα.
Εμείς γαντζωμένοι στα πλευρά του πλεούμενου
Αναλογιζόμαστε τους αιώνες που πέρασαν
Από το πρώτο εκείνο πέρασμα στην Αχερουσία.
Κάποιος ερώτησε σε μια ανάπαυλα σιωπής
αν πλησιάζαμε στο τέρμα.
Τότε ήρθε η απάντηση:
Την Αχερουσία της αποξήραναν.
Ώστε γλιτώσαμε αναφώνησε κάποιος
Κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια…
Πόσο αλήθεια πιστεύαμε στους μύθους…
Η πραγματικότητα πάντα προσγειώνει!…