ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ "ΑΧΡΟΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ" ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟ



ΟΙ ΕΝΧΡΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΧΡΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
στην ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα
         

        Το θέμα απόψε είναι η τελευταία ποιητική συλλογή της Γαλάτειας Βέρρα «Άχρονα Πρόσωπα».
Ωστόσο, επειδή το έργο, η ποίηση ενός ποιητή είναι ενιαία, δηλαδή η τελευταία ποίηση έχει τις ρίζες στην προηγούμενη ποίηση, και η προηγούμενη ποίηση εκβάλλει, κατά κάποιον τρόπο, στην τελευταία χρονολογικά ποιητική δημιουργία, θα μιλήσω από λίγο και για τις τρεις συλλογές.

Α Το Ξεκίνημα

1.      Τελειώνοντας την ανάγνωση της πρώτης ποιητικής συλλογής, που έχει τίτλο «Η ευγένεια των ήχων» σταματώ στο τελευταίο ποίημα «Διττότητα». Ξαναδιαβάζω τους πρώτους στίχους:
       
                   «Ατενίζω έναν δίγνωμο ουρανό.
                   Διαθέσεις αλλάζει συνεχώς.
                   Δεν γνωρίζω αν ευμενής φανεί ή αναίτια δυσμενής.
                   Κάποτε αφέθηκα στην αγκαλιά του.
                   Χρυσό νερό έπλυνε τις ελπίδες μου.
                   Το στήθος μου γέμισε ήπια βροχή.
                   Τα βράδια έλαμπε ανάμεσα στα άστρα.
                   Γεμάτο φως με μανδύα χρυσοκέντητο, πλουμιστό.»
                                                                             «Διττότητα» (54)

          Μου κεντρίζει την περιέργεια ο 4ος στίχος:
                   «κάποτε αφέθηκα στην αγκαλιά του»
       
        Αυτό το «κάποτε» βέβαια αναφέρεται στην προηγούμενη ζωή της ποιήτριας και ασφαλώς στη μετεγραφή αυτής της ζωής στην ποίησή της.
        Η περιέργειά μου με ώθησε, λοιπόν να δω ποια πράγματα/ποιες καταστάσεις συνθέτουν αυτή την αίσθηση, να βρίσκεται δηλαδή κάποιος στην αγκαλιά του ουρανού.
        Έτσι πήρα να διαβάζω τα ποιήματα της συλλογής από την αρχή.

        Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι ότι κέντρο της ποίησης της Γαλάτειας είναι το εγώ με διάφορες μορφές και τρόπους. Τι χαρακτηρίζει αυτό το εγώ;


                «έβγαλα το καπέλο των συμφορών. Τίναξα
                ασυναίσθητα τα ρούχα της απογοήτευσης. []
                Ύστερα ακολούθησαν τα χρόνια της άφεσης.
                Τα χρόνια μιας χαράς ανεηλάτητης. Εκεί που
                τα συναισθήματα βρίσκουν χώρο και φιλοξε-
                νούνται στοργικά. Εκεί που οι γιοι και οι
                κόρες αναγνωρίζουν τον πατέρα.»
                                                                «Επαναπατρισμός» (10)
                                               
        Το όνειρο είναι μια άλλη όψη του εγώ.

         
          «Με το πρώτο πρωινό φως ξύπνησα. Άνοιξα
                τα μάτια στο όνειρο. Η φαντασία με οδήγησε
                σε μέρος ασφαλές»
                                                                «Δρόμος μετ΄εμποδίων» (12)
       
                                       
        Όπου η ποιήτρια αναφέρει το όνειρο, αυτό είναι της ημέρας, του φωτός, όχι της νύχτας, του ύπνου.
        Μέσα στο όνειρο αναπτύσσεται ο έρωτας, άλλο χαρακτηριστικό των ποιημάτων, είναι ένας έρωτας ιδανικός αλλά ημιτελής, ένχρονος.

       

                «Καθώς τακτοποιούσε κάποια έγγραφα, πρόσεξα των
                χεριών σου τις κινήσεις.
                Χέρια ευγενικά. Δάκτυλα μακρόστενα και λεπτά, σχε-
                δόν ασθενικά. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι σκληρά εί-
                χαν εργαστεί. Χέρια ειλικρινή, που δεν πρόδιδαν την
                παραμικρή ταραχή. Τα κάλυπτε ένα συναίσθημα διά-
                χυτο που μετουσιωνόταν σε τέχνη. Χέρια δειλά μα και
                αυθόρμητα μαζί, έτοιμα να υμνήσουν έναν έρωτα.
                Εσύ συνέχισες αμέριμνος την ταξινόμηση, μέχρι που
                σήμανε το κουδούνι. Τότε ένιωσα την επιθυμία να τ’
                αγγίξω, να τα φέρω πιο κοντά στον δικό μου κόσμο,
                μα ήταν ήδη αργά. Εσύ χανόσουν πια στο βάθος του
                διαδρόμου…
                                                                «Η μαγεία των χεριών» (39)

                                               
                «Στο ημίφως κάποιων σκέψεων σε ονειρεύτηκα. Έμοια-
                ζες ακέραιος, ντυμένος με το ένδυμα της πάλης. Στα
                μάτια σου το φως της αποκάλυψης. Στο γέλιο σου μια
                αδιόρατη ευγένεια. Ύστερα κάθισες γονατιστός ψελ-
                λίζοντας μια προσευχή. Στα χέρια σου τρεμόπαιζε η
                ελπίδα. Κι εγώ σαν προαιώνια πληγή στο στήθος σου,
                που προσπαθεί να κλείσει μάταια. Το ένιωσα στον πιο
                βαθύ αναστεναγμό σου, στη συντριβή που πρόδιδε το
                βλέμμα σου.
                Έπειτα γαλήνη, καθώς απομακρυνόσουν σιωπηλά χω-
                ρίς απαιτήσεις. Έμεινε μόνο μια αίσθηση πικρή, ημιτε-
                λής. Όπως η συνέχεια που επιζητεί το άγγιγμα. Όπως
                το φιλί που δόθηκε πρώιμα.
                                                                «Το ατελέσφορο» (18)
                                               
                «Το καλοκαίρι θεριεύει ο έρωτας, πρώτα τον νανουρίσει
                η άνοιξη. Στήνει τα δίχτυα του με τον αέρα, τα αρώματα, τις
                οσμές. Στη φαρέτρα του έχει πάντα τα βέλη της γοητείας, του
                τυχαίου, των χρωμάτων του δειλινού. Τα θύματα του αμέτρητα,
                βαδίζουν χωρίς σκέψη στο βωμό των έντονων συναισθημάτων. []
                Ποιος θνητός θα αντισταθεί; Ποιος θα υψώσει την ασπίδα για να
                προφυλαχθεί; Κανείς. Κανείς δεν θα ξεφύγει από αυτό που τόσο
                πολύ ποθεί. Καημένοι βροτοί. Και η μοίρα ακόμα σας εμπαίζει.
                                                                «Η τακτική του έρωτα» (28)

        Και η κριτική μετά από την εμπειρία του ένχρονου έρωτα:

                «Τραγούδια του έρωτα. Στις εκφρασμένες αρρυθμίες ψυχής» []
       
                «Τραγούδια του έρωτα. Πλοιάρια δίχως πλήρωμα» []

                «Κάποτε ψέλλισα κι εγώ τον σκοπό του έρωτα.
                Ήταν βαθύς, μελαγχολικός. Στοχαστικός και απόμακρος»
                                                                «Απόηχοι» (25)

        Και η τελική κρίση που σου δίνει την αίσθηση μιας ώριμης φιλοσοφικής σκέψης:

                «Αγκάλιασα το «μερικό» με την αίσθηση του «όλου»»
                                                                «Οσμή καιρών» 25
        Όμως εκείνο που κυριαρχεί είναι μια ζωή πλήρης.

                «Ακατάπαυστα αισθάνομαι, βιώνω, καρτερώ…»

όπως βέβαια φαίνεται απέξω.

                «Το αεράκι κάνει πιο εύπεπτη την πραγματικότητα»
                                                                «Όταν πάλλεται η ζωή» (19)

        Γιατί το στήριγμα έρχεται απέξω, απ’ το παρελθόν, την παράδοση.

                «Μάνα, φώτιζε το δρόμο μου –κράτα μου το χέρι-,
                φίλησέ μου το μέτωπο»
                                                                «Αφοσίωση» (37)

        Και στο ποίημα «Οδηγήτρια μνήμη» (13)

                «Κλείνεις αποφασιστικά την πόρτα της εμπειρίας.
                Κατευθύνεσαι στο γνωστό-άγνωστο με τις αποσκευές
                της ανάγκης. [] Χτίζεις το αύριο με ρυθμούς παράδοσης.

                Κάτι ξέχασες. Να ασπαστείς τους ουρανούς.
                Αυτοί σε αναγέννησαν».

        Νάτους πάλι τους ουρανούς. Μας ξαναγυρίζουν εκεί που αφήσαμε το τελευταίο ποίημα της συλλογής.

                «Κάποτε αφέθηκα στην αγκαλιά σου.[]

                Τώρα, στέκεσαι σιωπηλός με υπεροχή ανένοχη.
                Με βήμα καθοριστικό, απόλυτα συγκρατημένο.
                Σύννεφα πυκνά σκίασαν τον γλυκό του ορίζοντα.
                Αστραπές έλαμψαν στο ιερό του στερέωμα.
                Το πρόσωπο του αυστηρό.
                Φανερά ασημοκαπνισμένο.
                Έτρεξα να κρυφτώ.
                Να φύγω από την ακατάλυτη παρουσία του.
                Είναι αργά… τόσο βαθιά ριζωμένος στο είναι
                μου, τόσο βασανιστικά αναγκαίος…
                                                                «Η ευγένεια των ήχων» (54)

                 
2.      To «τώρα» μας οδηγεί στο κλίμα της 2ης συλλογής «Χρώματα αλήθειας».
          Και εδώ κυριαρχεί το εγώ αλλά έχουμε αλλαγή κλίματος. Τα όνειρα πλέον είναι πλανερά (87).

                «οι δαιμονικοί καιροί απομάκρυναν το όνειρο»
                                                                «Αιμάτινη ελπίδα» (57)

και αλλού ξεσπάει:

                «Πρέπει να βγω από την αιχμαλωσία.
                να αποτινάξω τον βάναυσο ζυγό
                των νόθων ονείρων»
                                                        «Όλα μπορούν να αλλάξουν» 69

Ο έρωτας έχει μικρότερη παρουσία:

                «Ο ερωτισμός αποσύρεται όλο και πιο αποφασιστικά.
                Οι σκηνές του πόθου οπισθοδρομούν»
                                                                «Βίωμα» (43)

Ο έρωτας είναι ασταθής, άνευρος, διστακτικός, ατελέσφορος. (58)

                «Το τραγούδι που ψέλλισα στο χρόνο λιγόστεψε. [] Κι αν
                σε κρατώ ευλαβικά στο νου, κι αν σε ανασταίνω
                μέσα από τις λέξεις, νιώθω μέσα μου βαθιά το
                απραγματοποίητο.»
                                                     «Αναφορά στο ζωντανό παρελθόν» (58)

Η πορεία της ζωής έχει αλλάξει. Ο έρωτας έχει αλλάξει όχι απλώς μορφή αλλά ουσία. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Προκαθορισμένη πορεία» (113)

                «Η κόρη που τόσο αγάπησες προτίμησε την οδυ-
                νηρή εξορία του νου. ’Εβαλε προσεκτικά τον κοι-
                νό βίο στο κουτί του χθες. Φαντάστηκες πως θα
                χτίσεις μέσα της ό,τι δεν έχτισαν αιώνες. Παιδιά
                με ζωηρές ιαχές, χαμόγελα, εικόνες τρυφερές.
                Μα αυτή έστρεψε αλλού της σκέψης τον ορίζο-
                ντα. Διάλεξε της καρδιάς τη σιωπή. Αγάπησε τα
                μη ορώμενα. Αφοσιώθηκε σε πόθους ιερούς. Εσύ
                πρέπει να βηματίσεις στα μέλλοντα. Μη στρέ-
                ψεις το βλέμμα στη φωτογραφία στων στιγμών.
                Δεν θα γυρίσει. Ο δρόμος της δεν έχει επιστροφή»

        Ανεξάρτητα από αυτό η εικόνα του άνδρα αρχίζει να αλλοιώνεται:

                «Η γραβάτα έδεσε πειστικά
                τον μετέωρο ανδρισμό.
                Υπογράμμισε αχνά την ορατή απορία.
                Το βλέμμα έδειξε ικανοποίηση.
                Ο καθρέφτης για μια ακόμη φορά
                έντυσε κομψά το ψέμα»
                                                                «Παραπλάνηση» (51)


        Ένα άλλο σημάδι της αλλαγής του κλίματος είναι η έντονη παρουσία του 3ου ενικού και πληθυντικού προσώπου. Αυτό σημαίνει στροφή στου εγώ στον έξω κόσμο.
Ακόμη και η πολιτική υφίσταται την αυστηρή κριτική της ποιήτριας σε δυο χαρακτηριστικά ποιήματα. Το «Ως πότε;» (16) και «Κρίσιμοι καιροί» (17). Αλλά και υπαινικτικά εκφράζεται για την πολιτική, όπως είναι πιο ταιριαστό για την ποίηση, όπως στο ποίημα «Η ανάγκη» (117)

                «Στις στέγες χαμηλών σπιτιών κρύβεται η Ανάγκη.
                Έρπει διαρκώς με το γλοιώδες σώμα της. Οι
                οφθαλμοί της προσηλωμένοι στο χώμα. Ποτέ δεν
                μειδιά. Ποτέ δεν ελπίζει. Χαίρεται με το φθαρτό
                της υλικό, όντας ανίκανη να απαλλαγεί από αυτό.
                        Ο ουρανός άγνωστη λέξη. Νεκρή. Κρατούμε-
                νη σε δεσμωτήρια σκονισμένων βιβλίων»



        Η απαλλαγή από το παρελθόν είναι εμφανής:

                «Έβγαλα επιτέλους τα γυαλιά. Δεν θα αντικρίζω
                πια μυωπικά τον κόσμο»
                                                                «Ωριμότητα» (79)





Β Η τελευταία συλλογή

        Η Τελευταία συλλογή έχει τίτλο «Άχρονα πρόσωπα» και περιλαμβάνει 120 ποιήματα.
        Καθώς διάβαζα για δεύτερη φορά αυτά τα ποιήματα ετοιμάζοντας αυτή την ομιλία δυο πράγματα τριγύριζαν στο μυαλό μου˙ ποια είναι η σχέση αυτής της συλλογής με τις δύο προηγούμενες και δεύτερο, τι σημαίνει ο τίτλος «Άχρονα πρόσωπα».

1       Τα καινούργια ποιήματα είναι όλα σε στίχους, ενώ στις προηγούμενες συλλογές. Αντίθετα το 3ο πρόσωπο (ενικό και πληθυντικό) έχει αυξημένη παρουσία.
Η κριτική είναι οξυδερκή. Διαβάζω τρία ποιήματα:

                «Ατυχής προορισμός» (51)

                «Περνούσε αρκετό χρόνο στο γραφείο του μελετώντας.
                Ήθελε σπουδαίος να γενεί.
                Γράμματα δεν έμαθε ποτέ.
                Δεν ανέγνωσε ψυχές.
                Δεν συλλάβισε το φως.»

                «Εικόνα ματαιότητας» (57)

                «Στην εικόνα του
                έχτισε μια ολόκληρη ζωή.
                Στη χάρτινη απεικόνιση
                της μορφής του.
                Πόσο βέβαια τα θεμέλια
                κλονίστηκαν.
                Πόσο ανεμπόδιστα το χαρτί   
                σκίστηκε.»

                «Το ένδυμα του καλοκαιριού» (35)

                «Φόρεσε το ένδυμα του καλοκαιριού.
                Τα χέρια του ώριμα φρούτα.
                Παραχώρησε για λίγο το βλέμμα
                στο φως. Δεν είχε χρόνο.
                Βιαζόταν να αγαπήσει.»
        Εδώ η ποιήτρια παρουσιάζει τον επιπόλαιο έρωτα.
Η παρουσία του έρωτα στη συλλογή αυτή είναι εντονότερη από την προηγούμενη. Υπάρχει ο ιδανικός έρωτας είτε ως παρελθόν, όπως στο ποίημα «Η κόρη» (34):

                «Η κόρη πάντα θα αγαπά το παλικάρι.
                Τον νέο της πρώιμης νιότης.
                Αυτόν που τη σεργιάνισε σε κήπους
                ανθηρούς με εύοσμες υποσχέσεις.
                Τι κι αν υπήρξε ο μεγάλος απών
                σε κάθε της βήμα…»

        είτε ως θεά του έρωτα από απόσταση, όπως στο ποίημα                  «Ένα ζευγάρι» (55):

                «Ένα ζευγάρι φανερά ερωτευμένο
                γευμάτιζε στο νοητό άκρο
                του απέραντου γαλάζιου.
                Χαιρόταν συγκρατημένα τη νεότητά τους.
                Κάποια στιγμή ο νέος άφησε τα ευγενικά του
                χείλη στον καρπό της.
                Τότε αυτή πήρε τη μορφή της πληρότητας.
                Όπως αρμόζει σε κάθε γυναίκα που
                ψηλαφεί την ευτυχία.»

        Γενικά όμως η αίσθηση που αφήνει ή άφησε ο έρωτας είναι του ανεκπλήρωτου, του ματαιωμένου.
        Ωστόσο μετά από τα πολλά αυτά φίλτρα ο έρωτας στο ποίημα           «Σε θυμάμαι» (87) ως παρουσία και ταυτόχρονα ως απουσία έχει αποκαθαρθεί, αποσταχθεί, είναι ισορροπημένος.


                «Σε θυμάμαι στον απόηχο των λέξεων.
                Στις κρύπτες μονάζουσας σκέψης.
                Στα πολύχρωμα φτερά άγνωστης πεταλούδας.
                Δραπετεύεις πάντοτε στη συνειδητή μου αναγκαιότητα.
                Χάνεσαι δε επιμελώς
                για να μένει
                το αποτύπωμα σου αλησμόνητο.»

2       Αυτή η συνείδηση της παρουσίας-απουσίας νομίζω ότι μας εισάγει κάπως στην έννοια του άχρονου ή καλύτερα στο χώρο του άχρονου.
Η λέξη υπάρχει μια φορά στη συλλογή αυτή (σελ. 42) υπάρχει όμως στην προηγούμενη 5 φορές. Εδώ μας διευκολύνει η χρήση της στο ποίημα «Χρόνος κυρίαρχος» (29) της συλλογής «Χρώματα αλήθειας».

                «[]Άχρονη δεν έγινα ακόμη.
                Φέρω επάνω μου το στίγμα των στιγμών.[]»

Αυτό ακριβώς είναι η ένδειξη του χρόνου. Θα αναζητήσουμε, λοιπόν, το «άχρονο» στην έξοδο από τις χρονικές στιγμές, στον εντοπισμό των άχρονων στιγμών.
        Αυτή είναι η αναζήτηση της ποιήτριας όπως φαίνεται   στο ποίημα «Εδώ» (68)               

                «Εδώ, σε αυτή τη ζωή σε αγάπησα.
                Στο μετρήσιμο χρόνο
                της εγκόσμιας βιοτής μου.
                Ξόδεψα όλες τις προμήθειες της γνώσης.
                Αγόρασα ουράνια τροφή.
                Έφυγα φλεγόμενη
                για να βρω πολιτεία νοητή.»

Η πιο απλή άχρονη στιγμή περιγράφεται στο ποίημα «Πού κατοικεί;» (12)

                «Πού κατοικεί αυτός ο νέος;
                Σε κάθε του χαμόγελο
                προβάλλει η άνοιξη.
                Στο άγγιγμα του
                αιχμαλωτίζει τη ζωή.»

Οι στιγμές του έρωτα είναι άχρονες:

                «Όταν τα μάτια συναινούν μυστικά
                όταν τα χείλη αφήνονται σε φλογερές ομολογίες
                όταν το χαμόγελο χαράζεται ανάγλυφα
                στα ακόρεστα χείλη

                τότε η επέλαση του έρωτα γίνεται
                μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια.»
                                                           «Το στιγμιότυπο του έρωτα» (84)

Η γενικευμένη ερωτική διάθεση ωθεί τον άνθρωπο έξω από το χρόνο.

                «Ποτέ μην αρνηθείς τον ασπασμό
                της φωτεινής ημέρας.
                Κρύβει τοπία νου. Ανέμους ζωής.
                Φωνές τέχνης.
                Στο φιλί αυτό να δίνεις σημασία.
                Δεν γνωρίζεις πως αν το αντιπαρέλθεις
                το πεπρωμένο δεν θα σ’ το δωρίσει ξανά;»
                                                                «Ποτέ μην αρνηθείς» (24)

Ο «ασπασμός της φωτεινής ημέρας» είναι άχρονος.
Τον ρόλο του φωτός στην υπέρβαση του χρόνου τον παρουσιάζει πολύ καλά το ποίημα «Όταν τη νύχτα ακολουθεί η μέρα» (50)

                «Μεσάνυχτα.
                Στον καναπέ απομεινάρια ενδυμάτων.
                Τα πάντα ησυχάζουν. Κι όμως
                ο χρόνος διαπερνά τις σιωπές.
                Τις κάνει να αφήνουν βαθύ αναστεναγμό.
                Τις ωθεί σε ιταμή αιτιολογία.
                Αυτό είναι το έργο του.
                Κρίνει δίχως ελαφρυντικά.
                Προσθέτει μεθοδικά κάθε παράπτωμα.
                Ακονίζει εξόχως τη λεπτή του μνήμη.

                Ξημερώνει.
                Το πρώτο φως διαλύει τις σκιές.
                Ο χρόνος φαντάζει κακόγουστη φάρσα.
                Όνειρο που διαλύεται με τις πρώτες αχτίδες.
                Άχρονα πρόσωπα γίνονται όταν αυτά ταυτίζονται˙

                Με διαπερνάς όπως το βέλος στον στόχο.
                Όπως η ρομφαία το ανυποψίαστο θύμα.
                Όπως η βροχή το στεγνό ένδυμα.
                Εισχωρείς αθόρυβα, μυστικά, απόλυτα.
                Θέλω να φωνάξω και γίνεσαι η φωνή.
                Θέλω να κλάψω και γίνεσαι το δάκρυ.»

Άλλα «άχρονα πρόσωπα» γίνονται όταν αυτά γεύονται τη στιγμή του «εξαίφνης». Όπως στο ποίημα «Για μια στιγμή» (56)

                «Για μια στιγμή
                η θέα από το παράθυρο μας έγινε διαφορετική.
                Φάνηκαν τα αγκαλιασμένα χαμόγελα των νέων
                η κίτρινη μελωδία των πουλιών
                τα ξεχασμένα νερά της λίμνης.»

Ή στο ποίημα «Συνάντηση» (77)

                «Τη συναντούσε πρώτη φορά.
                Στη θέα της σκίρτησε.
                Άνθισε ολόκληρος.
                Οι ώριμες στιγμές του έγιναν εφηβικές.

                Αμηχανία, νευρικότητα, ερωτική ανεπάρκεια.
                Λησμόνησε πως ήταν άνδρας με πυγμή.
                Κυρίαρχος αγάπης.
                Έμεινε ασάλευτος στα χέρια της.
                Αντικείμενο σιωπηλής παρατήρησης.»


        Την «άχρονη μορφή» όμως μπορούμε να την δούμε αν αντιστρέψουμε την «ένχρονη» κατάσταση.
Ο εγκλωβισμός στο χρόνο είναι ακριβώς το αντίθετο της άχρονης κατάστασης.


                «Το ρολόι χειρός είναι δώρο ακριβό.
                Δοσμένο από τον πατέρα.
                Έγινε αφορμή μέτρησης στιγμών.
                Αιτία αποτίμησης του χθες.
                Άγκυρα του απόρθητου παρόντος.

                Μόνο το μέλλον διέφυγε.
                Αυτό που ξέρει πάντοτε
                να αποδρά την ύστατη ώρα.»
                                                                «Ρολόι χειρός» (63)


Ο εγκλωβισμός επίσης στις έγνοιες και στη μοναξιά βυθίζει το πρόσωπο στο χρόνο μακριά από το άχρονο.

                «Μπήκε βιαστικός στο μετρό.
                Με τις τελευταίες αναλαμπές
                μιας απαιτητικής ημέρας.
                Παρατηρούσε μηχανικά τις στάσεις
                και τα πρόσωπα.
                Ξαφνικά ένιωσε την ανυπόφορη μοναξιά του πλήθους.
                Τις στοιβαγμένες ιστορίες αδιάφορων ανθρώπων.
                Τα απορροφημένα βλέμματα
                μιας τραυματικής ζωής.
                Κατέβηκε γοργά.
                Άλλωστε τι θα προσέφερε
                μια επιβράδυνση;»
                                                                «Στο μετρό» (28)

Και ένας τελευταίος εγκλωβισμός˙ ο εγκλωβισμός σε μια ψευδή, εικονική ζωή στερεί τα πρόσωπα από την έξοδο τους στο άχρονο, όπως το περιέγραψε στα ποιήματά της η Γαλάτεια.

                «Πάντοτε μας χώριζε ένας καθρέφτης.
                Διάφανος, ακριβής, πολυεπίπεδος.
                Όλη μας η ζωή μια αντανάκλαση.
                Το δάκρυ μας κρυστάλλινο.
                Δεν αντέχω πια το είδωλο σου να ασπάζομαι.
                Να προσκυνώ το άσαρκό σου σώμα.
                Να φιλώ τα εικονικά σου χείλη.»
                                                                «Ο καθρέφτης» (83)

        Έξοδος από τον εγκλωβισμό σε τέτοιες καταστάσεις προς το «άχρονο» μπορεί να οδηγήσει την ποιητική ευαισθησία στις του απρόσιτου, μια εμπειρία που τη διαισθάνεται ο αναγνώστης σε μερικά ποιήματα της Γαλάτειας.

                «Ποτέ δεν φανταζόμουν
                πως το φυσικό πλησίασμα
                θα οδηγούσε σε ανάγκες θείες.
                Πως θα παραχωρούσε ευγενικά τα πρωτεία.
                Πως θα αποτελούσε αφορμή για το απείρως απρόσιτο.
                Έφτασε η στιγμή που τα όπλα της κοσμικής γοητείας
                έγιναν ανίκανα να υπερασπιστούν τους οπαδούς τους.»
3.      Αλλά ας τελειώσουμε με κάτι απλό.
Ένα χαρακτηριστικό αρκετών ποιημάτων αυτής της συλλογής είναι η λιτότητα. Είναι μια ιδιότητα που δεν προσδιορίζεται με λόγια, αλλά δείχνεται.
Αυτό θα κάνω και εγώ τώρα˙ θα σας δείξω, λοιπόν, δύο λιτά ποιήματα διαβάζοντας τα:

                ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
       
                «Συναντηθήκαμε ανάμεσα
                σε κέδρα και χειμάρρους.
                Οι λέξεις πήραν το άρωμα του ξύλου.
                Ποτέ μου δεν αγάπησα περισσότερο.» (96)


                ΑΠΛΟΤΗΤΑ

                «Φάνταξαν πολλά τα λιγοστά
                καρύδια μες στις χούφτες σου.
                Δώρο ακριβό σε ροζιασμένα χέρια.
                Είναι ευλογία το απλό
                μεγάλο να το βλέπεις.»  (48)

        Πίσω από τις λέξεις των δύο αυτών ποιημάτων κρύβονται αφηγήσεις απέραντες˙ εδώ έχουμε τη συμπύκνωσή τους. Αυτή είναι η λειτουργία και η σημασία της ποίησης. Και η ευλογία της.
        Αυτή την ευλογία ευχόμαστε να την έχει πάντα και η Γαλάτεια.

       

                                Άρης Δρουκόπουλος
                                                                                         30/09/’14              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου