Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ
Η Τ Ο Υ
Δ Ι Γ Λ Ω Σ Σ Ο Υ Β Ι Β Λ Ι Ο Υ
Μαρίας Σπυροπούλου - Θεοδωρίδου (φιλολόγου)
«Ο Μαραθώνιος δρόμος της Ολυμπιάδας του 1896»
«The Marathon
race of the Olympiad of 1896»
Παρουσίαση:
Αγλαϊα Τσαρούχη (φιλόλογος)
Το συγγραφικό έργο της φιλολόγου κ. Μαρίας
Σπυροπούλου - Θεοδωρίδου δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ογκώδες, όσο
πολύπλευρο, και ποιοτικό ˙ έργο απαιτητικό αλλά και προσεγγίσιμο. Αναφέρεται σε
τομείς της φιλολογίας, όπως η γλώσσα και η διδασκαλία της, της λογοτεχνίας,
όπως οι εξαιρετικές εργασίες της για συγγραφείς και ποιητές όπως ο Παύλος
Μάτεσης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Οδ. Ελύτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Τάκης Σινόπουλος
κ.λπ., καθώς η εκτενής μελέτης της για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που έχει
εκδοθεί σε βιβλίο με τίτλο Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη μαγευτικές αφηγήσεις.
Τον τελευταίο καιρό έχει στρέψει το
ερευνητικό της ενδιαφέρον στην ιστορία και ιδιαίτερα στην ιστορία του τόπου που
ζει για πολλά χρόνια, δηλαδή το Μαρούσι. Τρανή απόδειξη του στενού δεσμού της
με αυτό τα δύο βιβλία που συνέγραψε, τα
οποία αναφέρονται στην ιστορία αυτής της πόλης, σε όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα
που έζησαν σ' αυτή, καθώς και στις δραστηριότητές τους. Από αυτές ασφαλώς δεν θα μπορούσε να
εξαιρεθεί ο αθλητισμός στον οποίο διακρίθηκε ο γνωστός σε όλους μας δρομέας,
πρώτος Ολυμπιονίκης Μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης, γέννημα και θρέμμα της πόλης του Μαρουσιού, η νίκη του οποίου υπήρξε
ένα συγκλονιστικό γεγονός για την Ελλάδα εκείνης της εποχής.
Το βιβλίο λοιπόν για το οποίο θα μιλήσουμε
σήμερα αφορά τον αθλητισμό, είναι το δεύτερο της σειράς αυτής και αποτελεί
συνέχεια και συμπλήρωμα του πρώτου. Είναι ένα βιβλίο εξειδικευμένο και όχι
γενικού ενδιαφέροντος, περιγραφικό αλλά και συναισθηματικό που επιδιώκει τη
γνώση, περισσότερο όμως τη συγκίνηση,
τον ενθουσιασμό, την εθνική υπερηφάνεια... Παράλληλα διατηρεί την αυτοτέλειά
του και διαβάζεται ανεξάρτητα από το πρώτο.
Όπως μαρτυρεί ο τίτλος του βιβλίου, το θέμα
του είναι ο Μαραθώνιος δρόμος αλλά και οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες
του 1896 στους οποίους εντάσσεται το αγώνισμα αυτό. Αναμενόμενη λοιπόν,
η λεπτομερής περιγραφή του αθλήματος αφενός, και η αναφορά στους πρώτους
σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες που τελέσθηκαν στην Αθήνα το 1896 αφετέρου. Τα
δύο γεγονότα που από τη φύση τους είναι στενά συνδεδεμένα, συμπλέκονται
αρμονικά και στο μέτρο και στην ένταση που αναλογεί στο καθένα μέσα σ' αυτήν τη
μελέτη, έτσι ώστε ν' αποφεύγονται οι επικαλύψεις και οι δυσάρεστες ασάφειες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που συμβάλλει
ιδιαίτερα στην ευκρίνεια και στην ευχερή κατανόηση των γραφομένων είναι η
επιτυχής διάταξη του περιεχομένου, χάρις στη σοφή κατάταξη της ύλης σε
ολιγοσέλιδα τμήματα με σύντομους αλλά περιεκτικούς τίτλους που γνωστοποιούν το
θέμα κάθε κομματιού. Σ' αυτή την επιτυχή ταξινόμηση του υλικού διαδραματίζει
καθοριστικό ρόλο η κρίση και η συνθετική ικανότητα του ερευνητή, πράγματα τα
οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και να αποδώσουμε στην συγγραφέα.
Επίσης, ένα άλλο από τα εμφανέστερα
γνωρίσματα αυτής της εργασίας είναι η πληρότητα. Μια ματιά στα περιεχόμενα του
βιβλίου επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Η συγγραφέας δεν περιορίζεται στα στενά
πλαίσια μιας περιγραφής του συγκεκριμένου Μαραθώνιου, αλλά με επιμονή,
φιλομάθεια και ερευνητικό πνεύμα περισυλλέγει στοιχεία και πληροφορίες
σημαντικές, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το γεγονός και φωτίζουν πλήρως
όλες τις πλευρές του θέματος. Έτσι, αρχίζοντας από τον Μαραθώνιο του 2012
(χρονολογία που ξεκίνησε η συγγραφή αυτού του βιβλίου) με ένα πέταγμα της
σκέψης προσγειώνεται στο 1896, έτος της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας, και
συγκεκριμένα σε εκείνη την Παρασκευή 29 Μαρτίου που πραγματοποιήθηκε ο θρυλικός
αυτός πρώτος Μαραθώνιος - κομμάτι εκείνης της Ολυμπιάδας - αγώνας με τη δική
του ιστορία και παράδοση. Προηγείται βέβαια της περιγραφής η αναβίωση των
αγώνων και η ανάθεση της πρώτης Ολυμπιάδας στην Ελλάδα καθώς και η περιγραφή
του γενικού κλίματος που επικρατούσε στη χώρα μας λόγω της δεινής οικονομικής
και κοινωνικής κατάστασης. Προστίθενται δε και τα οφέλη που θα αποκόμιζε ο
τόπος από τους αγώνες και προβάλλονται οι Έλληνες και οι ξένοι συντελεστές
αυτής της κίνησης.
Η φτωχή
Ελλάδα, ξεπερνώντας τον σκεπτικισμό και την πείσμονα αντίδραση κυβερνητικών παραγόντων όσον αφορά την
οικονομική δυνατότητα διοργάνωσης των αγώνων, αντίδραση ως ένα βαθμό πειστική,
αφού η Ελλάδα είχε πρόσφατα κηρύξει πτώχευση, υιοθετεί τελικά την πρόταση του
Δημήτριου Βικέλα. Είναι ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, φιλοτιμίας και γοήτρου οι
Ολυμπιακοί αγώνες να επανέλθουν στην κοιτίδα τους· ταυτόχρονα και άμυνα
αποτελεί το ιστορικό της αποθεματικό απέναντι στο ράπισμα της πρόσφατης
χρεωκοπίας, προβάλλοντας στην παγκόσμια κοινότητα τις διαχρονικές και
οικουμενικές αξίες των ελληνικών ιδεωδών. Επιπλέον, οι υπέρμαχοι της ιδέας
αντέτειναν ότι η Ελλάδα πολλαπλά οφέλη θα αποκόμιζε από την τέλεσή τους στην
Αθήνα, οικονομικά και άλλα χρήσιμα για το έθνος. Θα έπρεπε λοιπόν να γίνουν τα
αδύνατα δυνατά, ώστε το εθνικό όνειρο να γίνει πραγματικότητα, στο πλαίσιο
άλλωστε και μιας προσπάθειας εξευρωπαϊσμού της Ελληνικής κοινωνίας.
Αρκετοί υπήρξαν οι ιδιώτες χορηγοί που αποδέχτηκαν να αναλάβουν το
κόστος των αγώνων, κυρίως Έλληνες της
διασποράς, με κυριότερο εξ αυτών τον ηπειρώτη, εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ,
γνωστό από την ανέγερση του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Σχολής των
Ευελπίδων. Εθνική τιμή θεώρησε για τον εαυτόν του ο Αβέρωφ την ανταπόκρισή του
στην έκκληση της πατρίδας, μέσω επιστολής που ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ως
πρόεδρος του εν Αθήναις κεντρικού Συμβουλίου των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων και
ένθερμος υποστηρικτής της τέλεσής τους στην Αθήνα, του απηύθυνε στην
Αλεξάνδρεια όπου ζούσε, για την ανάληψη της ανακαίνισης του Παναθηναϊκού
Σταδίου, (Καλλιμάρμαρου) μετά την ανακατασκευή του από τον Ηρώδη τον Αττικό.
Ίσως ο Αβέρωφ αισθάνθηκε ευτυχέστερος αυτού, αφού από «... έρημο αγρό, τόπο
πλήρη λιθωμάτων, ακανθών και ακαθαρσιών συσσωρευμένων πανταχού, ουδέ σκελετό
καν, αλλ' όγκο άμορφο...» το μεταμόρφωσε και το επανέφερε κυριολεκτικά στη ζωή,
δαπανώντας το ιλιγγιώδες ποσό των 920.000 χρυσών δραχμών. «Το Παναθηναϊκό
Στάδιο έμελλε να υπάρξη το κύριον πεδίον των αγώνων, η εν Αθήναις Άλτις,
το κέντρον περί ό έμελλε να στραφή σύμπασα η πανήγυρις...».[1]
Τιμή και ευγνωμοσύνη αποδόθηκε στον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ, για
τον απαράμιλλο πατριωτισμό του με το στήσιμο του ανδριάντα του, έργο του
καθηγητή γλυπτικής του Πολυτεχνείου Γ. Βρούτου, από Πεντελικό μάρμαρο σε φυσικό μέγεθος, που κατασκευάστηκε
με δαπάνη του Ταμείου των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο ανδριάντας τοποθετήθηκε μπροστά
από το Στάδιο, και αποκαλύφθηκε σε μια ενθουσιώδη και θερμή τελετή, απόντος του
ιδίου λόγω ασθένειας, την 24η Μαρτίου 1896, την παραμονή της έναρξης των
αγώνων. Στην εκδήλωση πρωτοστάτησε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εκφωνώντας έναν
μεστό, ευγνώμονα λόγο.
Μετά την περιγραφή του πλαισίου του
Μαραθώνιου η συγγραφέας επανέρχεται στον βασικό άξονα του θέματος, δηλαδή στα
συμβάντα του πρώτου Μαραθώνιου, με λεπτομερή αναφορά στον οραματιστή του
αγωνίσματος Μισέλ Μπρεάλ ̇ στη σύνδεση του Μαραθώνιου με ιστορικά γεγονότα
καθώς και στους συμβολισμούς του.
Το άθλημα του Μαραθώνιου δρόμου είναι καινούργιο, φαντάζει συναρπαστικό
και ασκεί έλξη και γοητεία στους αθλητές που συμμετέχουν. Ο Γάλλος
εκπαιδευτικός, ελληνιστής φιλόλογος, ελληνολάτρης ρομαντικός Μισέλ Μπρεάλ,
φίλος και συνεργάτης του Ντε Κουμπερτέν, ως μέλος μιας από τις επιτροπές που
είχαν συσταθεί για να μελετήσουν ζητήματα που θα ανέκυπταν από την ανασύσταση
των αγώνων, είχε τη φαεινή ιδέα να θεσμοθετήσει για πρώτη φορά το νέο αυτό
άθλημα, τη δολιχοδρομία ως «Μαραθώνιο δρόμο», αγώνα που θα ξεκινούσε από τον
Μαραθώνα και θα κατέληγε στην Πνύκα, τον ιστορικό λοφίσκο απέναντι από την
Ακρόπολη, τόπο που στην αρχαιότητα φιλοξενούσε τις συνελεύσεις της Εκκλησίας
του Δήμου της Αθήνας, ακολουθώντας την διαδρομή του Φειδιππίδη. Πολλαπλός ο
συμβολισμός του νέου αθλήματος. Ένα νέο αθλητικό γεγονός στο πρόγραμμα των
πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων άμεσα συνδεδεμένο με την Ελληνική ιστορία!
Πρωτίστως θα απέδιδε τιμή στην Ελλάδα.
Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε καθοριστική για την ιστορία της Ευρώπης με
τον αγώνα του αρχαίου ελληνικού κόσμου να προασπίσει την ελευθερία των
ελληνικών πόλεων-κρατών, να αντισταθεί και να ανακόψει την ασιατική εισβολή υπό
τον Πέρση στρατηγό Δάτη, με τους 10.000 Αθηναίους του Μιλτιάδη και τους 1.000
Πλαταιείς. Χωρίς αυτή την αντίσταση, η ανθρωπότητα θα στερούνταν τον αρχαίο
πολιτισμό με τον πνευματικό πλούτο του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. που γεννήθηκε
στον ελλαδικό χώρο, και ιδιαίτερα στην πόλη των Αθηνών, πολιτισμό που στα
θεμέλιά του χτίστηκε και στηρίχτηκε ο ευρωπαϊκός. Επιπλέον, το νέο άθλημα θα
σηματοδοτούσε εναργέστερα τις αξίες του «ευ αγωνίζεσθαι» και της ευγενούς
άμιλλας των αγώνων της κλασικής αρχαιότητας, πνεύμα που ο Μπρεάλ θεωρούσε
απαραίτητο και στη σύγχρονη διοργάνωση.
Τέλος, η ευφυής πρωτοβουλία του θα είχε και παιδευτικό χαρακτήρα, αφού η
ανιδιοτελής πράξη του Φειδιππίδη, γνωστή ήδη στην Ευρώπη, αποτελούσε το σύμβολο
της υπέρτατης φιλοπατρίας και αυτοθυσίας για την πατρίδα. Δύσκολο και
πρωτόγνωρο το εγχείρημα της θεσμοθέτησης ενός τέτοιου αγωνίσματος, τόσο ώστε
ακόμη και η γλώσσα μας σήμερα υιοθετώντας τη λέξη «Μαραθώνιος» υπονοεί κάτι το
ιδιαίτερα κοπιαστικό και χρονοβόρο. Είναι αμφίβολο αν ο Μπρεάλ είχε επίγνωση
του μεγέθους της απόστασης αυτού του δρόμου.
Εύλογη η εθνική συλλογική προσδοκία λοιπόν, μετά από όσα προαναφέρθηκαν,
να είναι «Έλλην» ο νικητής. Η πραγμάτωση αυτού του εθνικού πόθου βάζει φτερά
στα πόδια των αθλητών μας. Αποκαλυπτικός των διάχυτων εθνικών συναισθημάτων και
ο Τύπος εκείνων των ημερών. «Ο μαραθώνιος δρόμος είχε καταστή εθνικόν ζήτημα
και επ' αυτού είχε καρφωθή και εμπηχθή η Ελληνική σημαία με το σπαρτιατικόν
θαρραλέον και ανδρικόν ρητόν ''Ή ταν η επί τας''!»[2]
Για άλλη μια φορά η κ. Σπυροπούλου μας
αποδεικνύει πόσο απαιτητική και τελειομανής είναι. Δεν αρκείται στις γλαφυρές
περιγραφές της και στην αδιαμφισβήτητη ικανότητά της να εμβαθύνει στα γεγονότα
και να στοχάζεται, συχνά συγκρίνει το παρελθόν με το παρόν, και επικαλείται το
συναίσθημα του Έλληνα αναγνώστη.
Ας γυρίσουμε νοερά 116 χρόνια πίσω για να απολαύσουμε, μέσα από την
περιγραφή του Άννινου, την πορεία εκείνου του θρυλικού αγώνα του Μαραθώνιου
δρόμου, που ο νικητής του Σπύρος Λούης έκανε την τότε φτωχή Ελλάδα να ριγήσει
από συγκίνηση και εθνική υπερηφάνεια, πράγμα που είχε τόση ανάγκη εκείνη την
εποχή, μιας και βρισκόταν στον απόηχο της οδυνηρής χρεωκοπίας του 1893 επί
Χαρίλαου Τρικούπη και της προσπάθειάς της να ορθοποδήσει. Τι όμορφο θα ήταν ένα
όνειρο που η αφήγησή του θα μιλούσε για μια παρόμοια εθνική επιτυχία σήμερα,
που θα ανόρθωνε τον συλλογικό ψυχισμό μας, θα αποκαθιστούσε το εθνικό μας
γόητρο παγκοσμίως και θα το τοποθετούσε στο βάθρο που πραγματικά του αξίζει!
Όπως ακριβώς συνέβη τότε με εκείνη την εθνική ανάταση όταν «...η αόρατος πτέρυξ
της Νίκης, η ψαύσασα τα ελληνικά μέτωπα εν τω Σταδίω, κατά τας ημέρας ταύτας,
απήλειψεν απ' αυτών της χρεωκοπίας το στίγμα».[3]
Η παράθεση αποσπασμάτων από γραπτά
κείμενα γνωστών συγγραφέων που ζωντανεύουν τα γεγονότα μάς συγκινεί και μας
μεταφέρει σ' εκείνη την εποχή, διεγείροντας έντονα συναισθήματα και
περιπλανήσεις της φαντασίας. Παράλληλα, λειτουργεί και ως αποδεικτικό στοιχείο
που ενισχύει την πειθώ των γραφομένων της και προσδίδει κύρος σε αυτά.
Έτσι, συμμετέχοντας και εμείς οι αναγνώστες
βιώνουμε την αγωνιώδη αναμονή για το αποτέλεσμα του αγώνα, η οποία αναμονή είχε
αρχίσει πολύ πριν από την διεξαγωγή του αθλήματος. Ακολουθεί η περιγραφή του
αγώνα από τον συγγραφέα, και αυτόπτη
μάρτυρα Μπάμπη Άννινο, η οποία είναι πράγματι συναρπαστική, όπως και η
περιγραφή της πολυπόθητης νίκης. Ωστόσο, ένα απόσπασμα του Τύπου από την
υποδοχή του νικητή Σπύρου Λούη στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου και τερμάτισε
πρώτος, θα μας δώσει το μέγεθος της αποθέωσης, τις αυθόρμητες εκδηλώσεις
θαυμασμού και λατρείας εκ μέρους των επισήμων και του λαού, καθώς και τη
λαμπρότητα της γιορτής.
«...κραυγαί μυριόστομοι αντήχησαν, πίλοι
εστροβιλίσθησαν εις τον αέρα...τα πρώτα δώρα προς τον νικητήν...μιά λευκή
περιστερά αγγελιοφόρος της νίκης φαιδρά επέταξε με την ελληνική σημαίαν εις
τους πόδας της...ζητωκραυγαί μετά λυγμών εξεπορεύοντο, οφθαλμοί εδάκρυσαν
[...]. Ένας Αμαρουσιώτης ανήλθεν εις την υψηλοτέραν κορυφήν τους Σταδίου, εις
το ακρόβαθρον του δεξιού αναλήμματος και ανέμενε με την ελληνικήν σημαίαν ανά
χείρας. Εις μάτην συνεσωρεύθησαν κάτωθεν
όλοι οι σκοποί και όλοι οι αξιωματικοί επόπται διατάσσοντες αυτόν να κατέλθη.
Εστάθη αδύναντον. Παρ' όλας τας απειλάς και παρ' όλας τας διαταγάς έμεινεν
προσηλωμένος εκεί εις την θέσιν του ακίνητος. Και αιφνιδίως ως παράφρων έρριψε
κραυγήν θριάμβου και ρίπτων τον πίλον του υψηλά ανύψωσε μικράν ελληνικήν
σημαίαν εις τας χείρας του κραυγάζων: ''Ενικήσαμεν!'' Την στιγμήν εκείνην όλοι
οι θεαταί οι εξηκοντακισχίλιοι υψώθησαν ως είς άνθρωπος εκ της θέσεώς των και
εστράφησαν προς την είσοδον. [...] Από του λόφου του Αρδηττού την στιγμήν καθ'
ήν ενεφανίσθη ο νικητής του Μαραθωνίου εις το Στάδιον θα εξετοξεύθησαν εις τον
αέρα τουλάχιστον χίλιοι πίλοι. Και επήλθε τοσαύτη συνώστισις, ώστε η ανθρωπομάζα
εκείνη η συμπαγής εκλονίσθη βιαίως ως να έσεισεν το ανθρωπόφυτον εκείνο δάσος
ισχυρός άνεμος. [...] πελώριος εφάνη εις τα λευκά του ενδύματα τρέχων ο
Αμαρουσιώτης Λούης με την ηλιοκαμμένην μορφήν και τότε ο Διάδοχος και όσοι ήσαν
εκεί εκ του επισήμου κόσμου, έθλιψαν την χείραν του και αυτόν κατησπάζοντο
[...] Ο Λούης εισήλθε ακμαιότατος».[4]
Η τόσο επιθυμητή νίκη του Σπύρου Λούη
δεν γιορτάστηκε μόνο στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Οι πανηγυρισμοί απλώθηκαν σ' όλη
την Ελλάδα, μα πιο πολύ στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Μαρούσι, όπου οι
συγχωριανοί του μαζί με τον δοξασμένο συντοπίτη τους έπιναν, χόρευαν και
τραγουδούσαν φθάνοντας σε σημείο παροξυσμού, χαράς και αισιοδοξίας. Αυτήν την
ενθουσιώδη ανταπόκριση περιγράφουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής που
καταγράφουν το πανηγυρικό κλίμα των ημερών και το ξέσπασμα της έξαλλης χαράς,
ευτυχίας και εθνικής υπερηφάνειας που κατέκλυσε τις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Κορυφαία γεγονότα των επινικίων θεωρήθηκαν η
μεγαλοπρεπής βραδινή λαμπαδηδρομία και το πρόγευμα που παρέθεσαν τα Ανάκτορα
προς τιμήν των Ολυμπιονικών.
Όπως
είναι γνωστό, το τέλος των αγώνων σφραγίζει η τελετή της απονομής επάθλων -
μεταλλίων. Υψηλό φρόνημα αλλά και συγκίνηση περιρρέει την ατμόσφαιρα. Τα έπαθλα
απλά και λιτά, ένας κλώνος κοτίνου, κι' ένα κλωνάρι δάφνης συνοδευόμενα από
ασημένιο ή χάλκινο μετάλλιο αντίστοιχα. Αναπόφευκτη η σύγκριση με τα μέγιστα
χρηματικά ποσά που λαμβάνουν οι σημερινοί Ολυμπιονίκες. Ενδιαφέρον είναι το
Κύπελλο του θεσμοθέτη του Μαραθωνίου δρόμου Μισέλ Μπρεάλ που προόριζε για τον
Σπύρο Λούη ̇ διαβάζουμε τα εξής:
Ο αθλοθέτης του Μαραθώνιου δρόμου Μισέλ Μπρεάλ, παρ' όλη την επιθυμία
του, δεν αξιώθηκε να παραδώσει ο ίδιος το Κύπελλο στον Σπύρο Λούη, τη φιάλη
όπως αποκαλούνταν τότε, που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και σχεδιάσει. Είχε την
πρόνοια ωστόσο, να το στείλει εγκαίρως στην Επιτροπή των αγώνων η οποία το
παρέδωσε σε κομψή δερμάτινη θήκη. Αξίζει όμως να αφιερώσουμε λίγα λόγια
περιγράφοντας το Κύπελλο του Μπρεάλ,
το εθνικό αυτό ανεκτίμητο κειμήλιο. Κατασκευασμένο από καθαρό ασήμι, φέρει στο
άνω μέρος του χαραγμένη την αφιέρωσή του μεταφρασμένη από τον Δημήτριο Βικέλα:
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896 ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΝ ΑΘΛΟΝ ΕΔΩΚΕ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΡΕΑΛ. Στο κάτω μέρος του
είναι διακοσμημένο με παράσταση που απεικονίζει υδρόβια φυτά και ιπτάμενα
πτηνά, συνδέοντάς το ευθέως ο Μπρεάλ με την χλωρίδα και την πανίδα της ελώδους
περιοχής του ιστορικού χώρου του Μαραθώνα.
Μετά τη στέψη και τη βράβευση του Λούη,
προσέρχεται και ο Δεύτερος Μαραθωνοδρόμος νικητής Χαρίλαος Βασιλάκος από τη
Λακωνία που έγινε ο νεώτερος Ολυμπιονίκης Μαραθωνοδρόμος σε ηλικία 20 ετών ˙
υπήρξε αθλητής στίβου με μακρά πορεία και μεταγενέστερα είναι εκείνος που
εισήγαγε τον αγώνα βάδην στην Ελλάδα. Η είσοδός του στο Καλλιμάρμαρο πυροδοτεί
νέα έκρηξη ενθουσιασμού.
Ο δεύτερος νικητής, δρομέας του
Μαραθωνίου Χαρίλαος Βασιλάκος, απόλαυσε και αυτός τιμές, (μετάλλιο, δίπλωμα,
στεφάνι) επευφημίες, ζητωκραυγές, συγχαρητήρια τηλεγραφήματα και δώρα σχεδόν
ισάξια με εκείνα του Σπύρου Λούη.
Η απλότητα και η λιτότητα των επάθλων ήταν
άρρηκτα συνδεδεμένη με το Ολυμπιακό πνεύμα, η απήχηση όμως που είχε στον κόσμο
ήταν τεράστια και η δόξα αιώνια. Μεγαλειώδης η εορτή της απονομής, συγκινητική
η λήξη που περατώνεται με μια φαντασμαγορική παρέλαση των Ολυμπιονικών στο
Παναθηναϊκό Στάδιο, καθώς αναφέρει η συγγραφέας.
Στην
πρώτη σειρά βαδίζει ο Λούης, ευρισκόμενος σε αμηχανία και σύγχυση, λόγω των
συνεχών επευφημιών, στέλνοντας ασπασμούς δεξιά και αριστερά με τα δυο του
χέρια, ενώ κάποιος από τους θεατές στην άκρη του στίβου του βάζει στα χέρια μια
μικρή Ελληνική σημαία· και ο Λούης κινεί τη σημαία θριαμβευτικά και υπερήφανα
μέχρι το τέλος της παρέλασης!
Την ιστορία των ιδεών και του
πολιτισμού δεν γράφουν μόνον οι ήρωες αλλά και οι ποιητές. Οι μεν πρώτοι
ενσαρκώνουν, υλοποιούν ιδέες με τρόπο θαυμαστό, οι δε δεύτεροι τις εξυμνούν και
τις διαδίδουν στους λαούς. Οι ήρωες αποτελούν το έναυσμα, την πηγή της
έμπνευσης, οι ποιητές επινοούν, και με τον γραπτό τους λόγο συμβάλλουν στην κατάκτηση
της αιωνιότητας, πράγμα που συνιστά την ουσία και τη δικαίωση της ζωής. Ένας
από αυτούς είναι ο Αργύρης Εφταλιώτης που υμνεί τον Σπύρο Λούη με το περίφημο
ποίημά του «Ωδή στον Σπύρο Λούη».
Συνήθως, μετά τα γεγονότα και τη
συναισθηματική τους έξαρση, ο ενθουσιασμός καταλαγιάζει και φθάνει η στιγμή του
απολογισμού ̇ αυτόν τον αναλαμβάνει η κ. Σπυροπούλου.
Ο απολογισμός της διοργάνωσης των πρώτων
σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας υπήρξε κάτι περισσότερο από θετικός.
Αναμφίβολα, τόσο η φιλοξενία και η διοργάνωση των Αγώνων από την Αθήνα όσο και
η νίκη του Έλληνα, κατά το εθνικό ζητούμενο, Σπύρου Λούη υπήρξαν συγκλονιστικά
γεγονότα για ολόκληρη την Ελλάδα του τέλους του 19ου αιώνα. Το ηθικό των
Ελλήνων αναπτερώθηκε, τα όνειρα απόκτησαν υπόσταση, ελπίδες για ένα καλύτερο
αύριο γεννήθηκαν, κλίμα αισιοδοξίας και εθνικής αυτοπεποίθησης διαχύθηκε
παντού, ένα κράτος πρόσφατα χρεωκοπημένο και στιγματισμένο ανορθώθηκε και
ανασύρθηκε από την αφάνεια....Η εμβληματική φράση και ευχή του βασιλιά Γεωργίου
Α' στο λόγο που εκφώνησε στη διάρκεια του γεύματος που παρέθεσε στα Ανάκτορα
«...η Ελλάς έσται το ειρηνικόν εντευκτήριον των Εθνών, το διαρκές και μόνιμον
πεδίον των Ολυμπιακών αγώνων» έθεσε για
πρώτη φορά τη διάσταση της διαχρονικότητας και οικουμενικότητας των ελληνικών
αξιών και ιδεωδών. Συνακόλουθα, κατά τον Τύπο εκείνων των ημερών «Το
Παναθηναϊκόν Στάδιον παρέστη ημίν τας ημέρας ταύτας ως θεότευκτος κολυμβήθρα,
αφ' ής ολόκληρος ο Ελληνικός λαός ανέδυ αποκτών νέαν ζωήν και περιβαλλόμενος
νέον, ως φωτός, ιμάτιον [...] τα ελληνικά πλήθη πανταχού μετέβαλον όψιν, φαιδρά
τις ζωηρότης διεχύθη επ' αυτά· το Ολυμπιακόν βάπτισμα τους απέδωκε την εις
εαυτά εμπιστοσύνην και νέαν αλκήν και ελπίδας και θάρρος».[5]
Το ηρωικό ιδεώδες που ενέπνευσε τον Σπύρο
Λούη και τον δεύτερο Ολυμπιονίκη συναθλητή Χαρίλαο Βασιλάκο έχει γαλουχήσει και
διαπλάσει πάμπολλες γενιές Ελλήνων, καθώς ανάγεται στις αρχές της ιστορίας μας,
τότε που οι άνθρωποι αγωνίζονταν κυρίως με τη δύναμη της ψυχής και του σώματος.
Αποτελούσε ύψιστο ιδανικό για τους νέους και εκφράστηκε με γενναίες πράξεις
στους πολέμους αλλά και με παλληκαριά και ανώτερο ήθος στον αθλητισμό.
Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε ως πρωταρχική ύλη που μεταλλάχθηκε σε τραγούδι,
ποίημα, ύμνο από τους ποιητές κάθε εποχής. Τύχη αγαθή για τους λογοτέχνες μας η
αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων που τους όρισε συνεχιστές μιας ένδοξης επικής
παράδοσης και δημιουργούς ασύγκριτων ποιητικών έργων, όπως η «Καλλιπάτειρα» του
Λορέντζου Μαβίλη, «Ο διθύραμβος του ρόδου» του Άγγελου Σικελιανού και το «Φως
της Ολυμπίας» του Τάκη Δόξα.
Στο σημείο αυτό θα περίμενε κανείς το
ευτυχές τέλος του βιβλίου. Κι' όμως όχι. Η συγγραφέας μας εξαντλεί το θέμα της
και από την ηθική του πλευρά, γιατί πιστεύει πως υπάρχει ακόμη ένα ζήτημα που
πρέπει να συζητηθεί, να γίνει αντικείμενο προβληματισμού από όλους μας και κατά
το δυνατόν προσπάθειας να επαναφέρουμε τα χαμένα ιδανικά του αρχαίου κόσμου
στην υλιστική εποχή μας. Τρανό παράδειγμα και προτροπή γι' αυτό, ο αθλητής,
πρώτος Ολυμπιονίκης Μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης, ο οποίος δεν ξεπέρασε μόνο τα
όρια του κατά τη διάρκεια του αγώνα αλλά και τις μυθικές σειρήνες που τον
καλούσαν προς τον ευδαιμονισμό και την καλοπέραση, δελεάζοντάς τον με πάμπολλα
δώρα και παραπλανητικές προσφορές. Κι' εκείνος με την απλότητα και το πρακτικό
πνεύμα του εργαζόμενου ανθρώπου, ζήτησε μία
άμαξα για να διευκολυνθεί στην ταπεινή εργασία του, δηλαδή τη μεταφορά
νερού από το Μαρούσι στην Αθήνα. Έτσι, αφόπλισε τους πάντες αλλά και δίδαξε
τους νέους την ευγενή άμιλλα συνταιριασμένη με την ανιδιοτέλεια.
Δυστυχώς, αυτό καθώς και άλλα εξαίρετα
πρότυπα ανιδιοτέλειας, που ξεκινούν από την αρχαιότητα και συνεχίζονται στις
νεώτερες Ολυμπιάδες δεν στάθηκαν ικανά να συγκρατήσουν τον αθλητισμό μακριά από
την οικονομία της ελεύθερης αγοράς και την εμπορευματοποίησή του στις
τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικός κανόνας της μη κερδοφόρας απασχόλησης
παραβιάστηκε από πολλούς αθλητές χωρίς δισταγμούς, χωρίς αιδώ. Την ίδια θλιβερή
μοίρα είχαν και άλλα υψηλά νοήματα και αρχές όπως η συμφιλίωση και η ειρήνη
μεταξύ των λαών, η ευγενής άμιλλα που σημαίνει θεμιτό συναγωνισμό, χωρίς χρήση
αναβολικών, η αλληλεγγύη, η πίστη στον άνθρωπο και άλλα πολλά. Εύλογα η
συγγραφέας φθάνοντας στο τέλος του βιβλίου ανατρέχει στην αρχή και μάλιστα στον
αρχαιολάτρη και οραματιστή βαρώνο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν που εμπνεύστηκε και
εργάστηκε για την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων και ο οποίος έγραψε
τα εξής:
«...ασμένως ευχαριστώ τους βοηθήσαντάς
μοι εις ευόδωσιν αυτού, τους πιστεύοντες μετ 'εμού ότι ο μεν αθλητισμός θα
εξέλθη εξ αυτού μέγας και εξηυγενισμένος, η δε νεολαία θα αντλήση εξ αυτού την
αγάπην της ειρήνης και το σέβας της ζωής».[6]
Δεν γνωρίζω αν όλες οι αξίες και τα ιδεώδη
χάθηκαν ανεπιστρεπτί, αλλά θα τελειώσω με τη σκέψη ότι ο κόσμος μας αλλάζει (τα
πάντα ρει), άρα υπάρχει ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου