ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΛΑΒΙΚΟΣ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
(Εκσλαβισμός των κατοίκων ή αφομοίωση τού ξένου στοιχείου από το επικρατούν ελληνικό;)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΛΑΟΥ
 ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΗΝ  13η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Ακόμη και σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν τα σχετικά με το παρελθόν, την ιστορία και τις ρίζες μας. Όμως θα είναι εξαιρετικά άδικο, να χρεωθούν το γεγονός αυτής της άγνοιας, άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν από τους ερευνητές, για να μάθουν την αλήθεια, χωρίς προσμείξεις και περικοπές. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει, όταν κάποιος αποφασίζει να ασχοληθεί μόνος του με την ιστορία και να έρθει αντιμέτωπος με σκαιώδη ζητήματα, τα οποία είναι αναγκαίο να βάλει σε τάξη, για να εξάγει όσο το δυνατόν πιο ασφαλή συμπεράσματα. Έρχεται λοιπόν, ο ερευνητής, ακόμη κι αν φαινομενικά έχει αποκρυσταλλώσει την άποψή του, σε θέση αρκετά δύσκολη, όταν γύρω του ξεπροβάλουν νέα και αξιοπρόσεκτα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποσιωπά τίποτα, αλλά να ερευνά σε μεγαλύτερο βάθος, μεμονωμένα αλλά και συνολικά το κάθε τι, κι αναλόγως να το δέχεται ή να το απορρίπτει.
Όμως και η συλλογιστική του, η οποία οδηγεί στην υιοθέτηση ή την κατάρριψη μίας προγενέστερης άποψης, ενός εξεταζομένου στοιχείου, πρέπει να είναι εμφανής. Να εκτίθεται στο κοινό που θέλει να έχει και το ίδιο άποψη. Έτσι, πλέον είναι ο καθένας προσωπικά, σε θέση να δεχτεί μία ιστορική αλήθεια, εάν κατανοήσει το σκεπτικό τού ερευνητή, το οποίο οδηγεί σε αυτήν, ή ακόμη και να μην τη δεχτεί, εάν δεν πείθεται από τον τρόπο που κινήθηκε ο ερευνητής. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, ο άνθρωπος αποφασίζει να ερευνήσει μόνος και να βρεθεί κι εκείνος στον ωκεανό τής ιστορίας και τού μυθεύματος, με κουπί τις ιστορικές πηγές και πυξίδα την κρίση του, για να βρει την ακτή τής αλήθειας που είναι σε θέση να απαντήσει και να καταρρίψει κάθε ψευδή ή αλλοιωμένη θεωρία.
Μία τέτοια θεωρία, η οποία κατά καιρούς απεδείχθη σαθρή από πλήθος επιστημόνων, συνεχίζει όμως να έχει ακόμη και σήμερα θιασώτες, είναι εκείνη που προήλθε από το Γερμανό ερευνητή Jakob Philipp Falmerayer (Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ) . Σχετίζεται δε, η συγκεκριμένη πασίγνωστη θεωρία, με τον εποικισμό σλαβικών φυλών στην Πελοπόννησο και ιδιαιτέρως με την αφομοίωση και εξαφάνιση κάθε ελληνικού στοιχείου από αυτήν. Οποιοσδήποτε κληθεί να βγάλει συμπέρασμα αγόγγυστα, ίσως να μην καταφέρει ουσιαστικά να αποκτήσει ιδίαν άποψη, αλλά να πελαγοδρομήσει. Κανένας μας δε θα δεχθεί να αποποιηθεί την ελληνικότητά του, αλλά οι αντιρρήσεις μας κατά πόσο έχουν την ισχύ μίας δομημένης επιχειρηματολογίας;
Σίγουρα στη μακραίωνη ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σλαβικά και διάφορα άλλα φύλα ήρθαν σε επαφή με τους Βυζαντινούς. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, διότι είναι απολύτως φυσικό οι λαοί να έρχονται σε επαφή, είτε ειρηνικά είτε εμπόλεμα. Με αυτό τον τρόπο άλλωστε έγιναν πάμπολλες εδαφικές και εθνολογικές ανακατατάξεις για την ανθρωπότητα, μέσα στο πέρασμα τού χρόνου. Έτσι λοιπόν και οι Σλάβοι άρχισαν να συμπλέκονται με το Βυζάντιο. Παρακάτω θα εξηγήσουμε το πότε ακριβώς συνέβη αυτό, τον τρόπο αλλά και την υποτιθέμενη εξαφάνιση των γηγενών κατοίκων τού Μωρηά, λόγω τής σλαβικής κυριαρχίας.
Ας γνωρίσουμε όμως εν πρώτοις, την ιστορία των Σλάβων, συνοπτικά. Πρόκειται για ένα ινδοευρωπαϊκό φύλο προερχόμενο από την ανατολική Ευρώπη. Πιθανώς, η προγονική τους κοιτίδα να ήταν κοντά στο σημερινό Κίεβο. Δεχόμενοι εισροές από άλλα βορειοευρωπαϊκά φύλα, όπως οι Βίκινγκς, αλλά και ασιατικά όπως οι Ούννοι, άρχισαν να αυξάνονται και διασπείρωνται στις γύρω περιοχές. Κατ΄ αυτό τον τρόπο άρχισαν να διαιρούνται σε Βορείους Σλάβους, οι οποίοι εντοπίζονται στη Ρωσία κυρίως, σε Νοτίους, οι οποίοι είναι πιο γνωστοί σε μας καθώς βρίσκονται  στα Βαλκάνια, και σε Δυτικούς, όπως είναι οι Πολωνοί, Τσέχοι και Σλοβάκοι. Ήδη από τα τέλη τού 5ου αιώνος, κατείχαν περιοχές κοντά στη Βαλτική θάλασσα και κατευθύνονταν προς το νότο, όμως δε μαρτυρείται παρουσία τους κάτω από το Δούναβη πριν τον 6ο αι.. Οι αρχαϊκοί Ρώσοι όπως και οι αρχαϊκοί Βούλγαροι, δεν ανήκουν στα σλαβικά φύλα, αλλά πολλές φορές συγχέονται. Οι μεν Ρώσοι κατάγονται από την Σκανδιναβία, αν και εγκαθιστάμενοι σε περιοχές με πολλούς Σλάβους, η αλληλοαφομοίωση σίγουρα υπήρξε. Στην περίπτωση των ουννικής καταγωγής Βουλγάρων, η υποταγή των Σλάβων σε αυτούς, λειτούργησε καταλυτικά για τον ολοκληρωτικό εκσλαβισμό τους έως τον 10ο αι.. Άρα σήμερα δεν είναι σφάλμα να θεωρούμε τούς Ρώσους και τούς Βουλγάρους ως Σλάβους, όμως αναφερόμενοι στους προγόνους τους, την εποχή εκείνη, είναι ιστορικό ατόπημα να συγχέουμε την προέλευση των φυλών.
Ουσιαστικά, δεν υπάρχει περαιτέρω γνώση για τούς Σλάβους, πριν εισέλθουν στην βαλκανική χερσόνησο. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού αυτοκράτορος Ιουστίνου Α’ (518-527), άρχισαν να εμφανίζονται μεμονωμένα, στις επαρχίες νότια τού Δουνάβεως. Συστηματικές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, πραγματοποιούνται αφού οι Σλάβοι σε επαφή με τούς Βουλγάρους απέκτησαν δύναμη, και ίσως λόγω της πίεσης από αυτούς, άρχισαν να λεηλατούν τις συνοριακές περιοχές τους Κράτους. Μόνιμη εγκατάσταση στα Βαλκάνια άρχισαν να πραγματοποιούν στα μέσα του 6ου αι., όταν ο Ιουστινιανός συνάπτοντας ειρήνη με τους Αβάρους το 558, εκείνοι συμφώνησαν να σταματήσουν κάθε επιδρομή των Σλάβων υποτελών τους στην αυτοκρατορία. Όμως το 578 οι Άβαροι άρχισαν επιδρομές μαζύ με τούς Σλάβους και το 580-81 επετέθησαν στη βυζαντινή πόλη Σίρμιο κοντά στο σημερινό Βελιγράδι. Οι Βυζαντινοί όντας απασχολημένοι με τον αγώνα κατά των Περσών στην Ανατολή, άφησαν τούς Σλάβους να κατοικήσουν μόνιμα στη βόρεια Βαλκανική έως το τέλος τού 6ου αι.. Στις αρχές τού 7ου αι., άρχισαν ξανά οι λεηλασίες με κύριο στόχο τη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 626, όταν ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη, Άβαροι και Σλάβοι, κατευθύνθηκαν εναντίον τής Πόλεως, αλλά απέτυχαν να απειλήσουν σοβαρά την ηρεμία της. Έκτοτε, δεν προσπάθησαν ξανά να επιτεθούν στο Κράτος. Βέβαια, στα μέσα του 7ου αι., η παρουσία τους στο μεγαλύτερο μέρος τής Βαλκανικής χερσονήσου είχε πλέον γίνει συνεχής και μόνιμη.
Όσον αφορά τη φύση εκείνων των πρωτόγονων Σλάβων, είναι αξιοπαρατήρητη η χαλαρότητα τής κοινωνικής και πολιτικής τους οργάνωσης. Θεμέλιο τής κοινωνίας τους αποτελούσε η οικογένεια, μιας και από το σύνολο των οικογενειών, πήγαζε η συγκρότηση τής κάθε κοινότητας. Ο ιστορικός του 6ου αιώνος, Προκόπιος, προβάλει τη δημοκρατική συνείδηση τους. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που οι μικρές φυλές δεν έγιναν ένα συμπαγές έθνος. Έπειτα, η συνεχής υποταγή σε μη Σλάβους, φαίνεται σε πολλούς ιστορικούς ως ενδεικτική τής ηπιότητας των ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, τον έβδομο αιώνα, ένας Φράγκος ονόματι Σάμο, ένωσε τούς Δυτικούς Σλάβους των γερμανικών περιοχών σε ένα βασίλειο. Δύο αιώνες αργότερα σχηματίστηκαν το κράτος τής Μοραβίας και τα Δουκάτα τής Βοημίας και Πολωνίας, αλλά και αυτά με υποβοήθηση των Φράγκων. Στα Βαλκάνια συνέχιζε για καιρό να μην υπάρχει οργάνωση ανάμεσα τους, ούτως ώστε οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να τούς εκχριστιανίσουν και στη συνέχεια να τούς υποτάξουν. Οι πρώτοι που μετεστράφησαν  στον χριστιανισμό, ήσαν οι Μοραβοί το 863 και το παράδειγμά τους άρχισαν να ακολουθούν και τα υπόλοιπα σλαβικά φύλα.
Πολλές γνώμες έχουν διατυπωθεί σχετικά με την χρονική στιγμή κατά την οποία σλαβικά φύλα εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν πως στα μέσα του 8ου αι., βασιλεύοντος τού Κωνσταντίνου Ε’ τού Κοπρώνυμου, έχουμε την πρώτη εγκατάσταση στην περιοχή, άλλοι την τοποθετούν στα τέλη του 6ου αι. κι άλλοι στον 7ο αι.. Ξεκινώντας να μελετούμε την χρονολογική σειρά των γεγονότων, όπως αυτά αναφέρονται από τις ιστορικές πηγές, τούς αυτόπτες μάρτυρες και τα χρονικά τής εποχής, μπορούμε να κατανοήσουμε περισσότερα για τους σκοτεινούς εκείνους αιώνες.
Κύρια πηγή για την τοποθέτηση τού εποικισμού στον 6ο αι., είναι μία συνοδική επιστολή του πατριάρχη Νικολάου προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό, η οποία γράφτηκε στα τέλη του 11ου αι., και εξιστορεί πώς ο Απόστολος Ανδρέας κατέστρεψε θαυματουργικά τους Αβάρους οι οποίοι κατείχαν ολόκληρη την Πελοπόννησο επί διακόσια δέκα οκτώ έτη. Κανένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να επισκεφθεί την περιοχή, η οποία αποκόπηκε από τη ρωμαϊκή διοίκηση, όμως ο Άγιος μέσα σε μία μόλις ώρα τους αφάνισε. Αναφέρεται ακόμη ο πατριάρχης, σε κάποιο χρυσόβουλο που υπεγράφη από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο και με το οποίο προήχθη η εκκλησία των Πατρών σε μητρόπολη, λόγω τής ευγνωμοσύνης στον Άγ. Ανδρέα για τη βοήθειά του. Ο Νικηφόρος  βασίλευσε από το 802 έως το 811, άρα η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σλάβους έγινε μεταξύ του 584 και του 593. Από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, μαθαίνουμε πως για την πολιορκία της Πάτρας οι Σλάβοι είχαν την υποστήριξη των Σαρακηνών και ότι την ίδια εποχή ερημώθηκε η Ρόδος κι άλλα νησιά. Η επίθεση αυτή των Σαρακηνών έγινε το 807, άρα αν αφαιρέσουμε τα 218 έτη κατοχής μέχρι τη νίκη των Βυζαντινών, βρισκόμαστε στο έτος 589, κατά το οποίο τοποθετείται η εισβολή των Σλάβων.
Όσα όμως λέει ο πατριάρχης Νικόλαος, αναιρούνται εντελώς εξετάζοντας τα ένα προς ένα. Αν βασιστούμε στα λόγια του, τότε η Πελοπόννησος δεν κατακτήθηκε από Σλάβους αλλά από Αβάρους. Όμως καμμιά φυλή Αβάρων δεν έφτασε ποτέ μέχρι την Πελοπόννησο, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήσαν ποικίλες οι πηγές τής εποχής που θα ανέφεραν κάτι τέτοιο και μάλιστα εκτενώς. Εάν ακόμη θέσουμε ως έτος εισβολής το 589 που δέχεται και ο Φαλμεράυερ, ή έστω το μεσοδιάστημα από το 584- 593 που αναφέρει ο πατριάρχης Νικόλαος, τότε και πάλι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός πως τόσο οι Άβαροι όσο και οι Σλάβοι, την εποχή εκείνη δεν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη, νικήθηκαν άλλωστε από τους Βυζαντινούς και απωθήθηκαν πέρα από το Δούναβη, όπως αναφέρει και ο λεπτομερέστατος Edward Gibbon (Έντουαρντ Γκίμπον). Ολόκληρη η Πελοπόννησος δεν αποκόπηκε ποτέ από το Βυζαντινό Κράτος, ανήκε πάντοτε το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της στην Αυτοκρατορία, και καμμία πηγή δεν αναφέρει το αντίθετο, που αν συνέβη κάποτε, θα αποτελούσε κυριότατη αναφορά σε όλους ανεξαιρέτως τους ιστοριογράφους. Ωστόσο, και η εξαφάνιση των Σλάβων μετά την εξ ολοκλήρου επαναφορά της Πελοποννήσου στην Αυτοκρατορία, είναι λανθασμένη. Διότι πολλές φορές αργότερα υπήρξε αποστασία από εναπομείναντες Σλάβους, αναγκάζοντας τους αυτοκράτορες να στείλουν στρατεύματα προς συμμόρφωσιν.
Ας μη λησμονούμε πως οι Βυζαντινοί συγγραφείς πάντοτε διέκριναν τους Αβάρους από τους Σλάβους, ενώ ο Πορφυρογέννητος βεβαιώνει κατηγορηματικά, πως οι εχθροί που νικήθηκαν στην Πάτρα ήσαν Σλάβοι κι όχι Άβαροι. Οι Άβαροι δεν ήταν σλαβικό φύλο, έφτασαν στην Ευρώπη από τις ταταρικές ερήμους, υποδουλώνοντας μερικά σλαβικά φύλα, όπως ήσαν επί παραδείγματι οι Άντες και δημιουργώντας μία αχανή αυτοκρατορία. Ο Φαλμεράυερ εσφαλμένα τους τοποθετεί  επικεφαλής της κατάκτησης, ως αρχηγούς των Σλάβων, υποκύπτει όμως και σ’ ένα ακόμη λάθος. Δίνει στο τοπωνύμιο Αβαρίνο την ετυμολογική εξήγηση που το θέλει να προκύπτει από το όνομα των Αβάρων. Φαινομενικά θα μπορούσε να παραπλανήσει, όμως γνωρίζοντας πως η φυλή η οποία πήρε από τους Βυζαντινούς την ονομασία Άβαροι, -κατά την αρχαιοελληνική συνήθεια να εξελληνίζονται τα βαρβαρικά ονόματα-, ονομαζόταν  Ομπρί (Obri). Τουτέστιν δεν ονόμασαν οι Ομπρί την πόλη τους Αβαρίνο, αλλά οι Βυζαντινοί ονόμασαν την πόλη έτσι. Στ’ αλήθεια όμως, οι Βυζαντινοί συγγραφείς δε μεταχειρίζονται αυτό το όνομα. Παρά στα Χρονικά του Μωρέως, γίνεται λόγος για ονομασία της πόλεως Αβαρίνο από τους Φράγκους. Η ονομασία, τέλος, Άβαρα ή Αβαρίνο, απαντάται σε διάφορα μέρη τής Αυτοκρατορίας, όπου ουδέποτε εμφανίστηκαν οι Άβαροι. Προσωπικά, όσον αφορά τη λέξη Αβαρίνο, βρίσκω όντως μία δυτικότροπη χροιά, ιδίως στην κατάληξή της, χωρίς ωστόσο να είμαι γλωσσολόγος.
Στο γεγονός ότι οι Άβαροι και οι Σλάβοι κατατροπώθηκαν από τα βυζαντινά στρατεύματα πολύ μακρυά από την Πελοπόννησο, συμβάλουν οι γραπτές διηγήσεις δύο σπουδαίων συγγραφέων, οι οποίοι βρέθηκαν πολύ κοντά στα γεγονότα. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, έγραψε στις αρχές του 7ου αι. οκτώ βιβλία όπου εξιστορεί λεπτομερώς όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από το 582 έως το 602, δηλαδή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαυρικίου. Ο Θεοφάνης, ο οποίος έζησε στο δεύτερο μισό του 8ου και αρχές του 9ου αι., έγραψε στην Χρονογραφία του, συνοπτικά αλλά με σαφή χρονική αλληλουχία, όλα τα σημαντικά γεγονότα από τα χρόνια του Διοκλητιανού έως του Μιχαήλ, ήτοι την ιστορία 528 χρόνων. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς, αναφέρουν πως  Άβαροι και Σλάβοι έφτασαν μέχρι την Θράκη και στη συνέχεια εκδιώχθησαν. Τα ερωτήματα πού προκύπτουν εάν συμμεριστούμε την άποψη τού πατριάρχη και τού Φαλμεράυερ, είναι τα εξής: Γιατί στα 591, οι Άβαροι επιτίθενται στο Βυζάντιο από το Βελιγράδι και δε δημιουργούν ένα μέτωπο από την Πελοπόννησο που είχε υποτίθεται ήδη κατακτηθεί; Γιατί αναγκάζονται να κατακτήσουν ξανά τα περάσματα τού Αίμου, που θα έπρεπε να είναι ανοικτά για αυτούς εφ όσον είχαν ήδη κατακτηθεί; Γιατί ο χαγάνος των Αβάρων οπισθοχωρεί μπροστά στον βυζαντινό στρατό, τον οποίο ο Φαλμεράυερ θεωρεί άχρηστο; Γιατί το 591 οι Άβαροι δεν προχωρούν πέρα από την Θράκη; Γιατί ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος σε επιστολή του προς τον στρατηγό Πρίσκο, φανερώνει ότι το 591 οι Άβαροι κατείχαν μόνο τη Θράκη;
Η μαρτυρία του πατριάρχη Νικολάου, όπως διαφαίνεται από την αντιπαραβολή της με άλλα κείμενα κι από τις εν γένει ιστορικές μας γνώσεις, καταδικάζεται ως αναληθής. Πράγμα που θα δούμε και παρακάτω. Ο Φαλμεράυερ, ο οποίος στηρίζεται ολοκληρωτικά σε αυτήν, υποκύπτει σε μέγα επιστημονικό ατόπημα. Και τούτο, διότι αφ ενός ο Νικόλαος δεν είναι αξιόπιστη πηγή λόγω του τεράστιου χρονικού κενού ανάμεσα στα γεγονότα και την εποχή του, ένα κενό 5 ολόκληρων αιώνων, αφ ετέρου διότι δεν γράφει ιστορία, μελετώντας προσεκτικά και ελέγχοντας αυστηρά το κάθε τι, όπως για παράδειγμα ο Θεοφάνης και ο Σιμοκάττης. Η πιο σημαντική όμως διαφορά ανάμεσα στους ιστοριογράφους και τον πατριάρχη, είναι το κίνητρο που τους ωθεί στην καταγραφή των γεγονότων. Οι δύο τάσσονται υπέρ της ιστορικής αντικειμενικότητας και αλήθειας. Ο Νικόλαος όμως, δεν έχει σκοπό να γράψει ιστορία, αλλά να προβάλει την αξία της εκκλησίας των Πατρών, τον αποστολικό θρόνο, που πρέπει να αναδειχθεί, καθώς βάζει τον ίδιο τον Απόστολο Ανδρέα να σώζει την πόλη θαυματουργικά. Η υπερβολή των 218 ετών σλαβικής κατοχής, έρχεται να κορυφωθεί με τη μεγαλύτερη υπερβολή της σωτηρίας της πόλεως από τον Πρωτόκλητο, μέσα σε μία μόλις ώρα! Ο σκοπός τού πατριάρχη ήταν να αποδείξει στον παραλήπτη τής επιστολής του, Αλέξιο Κομνηνό, ότι η αναβάθμιση των μητροπόλεων είναι υψίστης σημασίας ζήτημα.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο σύγγραμμά του- απάντηση στην ανθελληνική θεωρία τού Φαλμεράυερ, λέει για το Νικόλαο, πως «θέλοντας να μεγαλοποιήσει το γεγονός της αναβάθμισης των μητροπόλεων, παρουσίασε από τη μια τον εχθρό που εξολοθρεύτηκε πολύ πιο φοβερό από ό, τι ήταν, κι από την άλλη τα αποτελέσματα τής ήττας του πολύ μεγαλύτερα επίσης. Μπέρδεψε έπειτα τούς Αβάρους, διότι δε γνώριζε ποιοι ακριβώς ήσαν οι εχθροί που νικήθηκαν στην Πάτρα το 807, ούτε πότε ήρθαν στην Πελοπόννησο. Ως πατριάρχης υπήρξε περισσότερο εξοικειωμένος με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, οπότε βρίσκοντας στην εκκλησιαστική ιστορία πως οι Άβαροι είχαν εισβάλει στην Πελοπόννησο  πριν διακόσια χρόνια, συμπέρανε ότι εκείνοι εξοντώθηκαν με τη βοήθεια του Απ. Ανδρέα.»
Να αναφερθούμε τώρα στο σημείο, που ο Νικόλαος χαρακτηριστικά αναφέρει, ότι δεν μπορούσε κανένας Βυζαντινός να πατήσει στην Αχαΐα για 218 χρόνια. Ο Θεοφάνης γράφει πως στα 783, η Ειρήνη η Αθηναία έστειλε στην Πελοπόννησο το στρατηγό Σταυράκιο με σπουδαία στρατιωτική δύναμη εναντίον των αποστατών Σλάβων. Εκείνος τους υπέταξε και έφερε αιχμαλώτους και λάφυρα στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε 24 χρόνια πριν τη μάχη της Πάτρας και την οριστική εκδίωξη τους στα 807. Άρα ούτε αυτή η αναφορά τού Νικολάου, μας βρίσκει σύμφωνους.
Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στο γεγονός πως ο Φαλμεράυερ, σε πολλά σημεία της μετάφρασης του, κάνει λάθη, συγχέει περιοχές ή ονόματα. Και γενικώς δίνει μία περιέργως αλλοιωμένη εικόνα πραγμάτων. Εν μέρει, προϊόν της άγνοιας και επιπόλαιας έρευνας του, ή ακόμη των επιδιώξεων του, θέλοντας να εξάγει το συμπέρασμα στο οποίο αρεσκόταν ο ίδιος και όχι την αλήθεια αυτή καθεαυτή. Σύμφωνα με τον Φαλμεράυερ, ο στρατηγός Σταυράκιος εισέβαλε στην Ελλάδα και επέπεσε στην Πελοπόννησο. Ο Θεοφάνης όμως αναφέρει ότι ο Σταυράκιος κατήλθε στην Ελλάδα και εισήλθε στην Πελοπόννησο. Ο Γερμανός ερευνητής, θέλει αλλάζοντας τη σημασία των ρημάτων, να ενισχύσει την άποψη ότι οι Σλάβοι είχαν διαμορφώσει ένα καθεστώς διοίκησης στην περιοχή, που δεν επέτρεπε στο βυζαντινό στρατό να εισέλθει χωρίς βία.
Παρ’ όλ’ αυτά να μην ξεχάσουμε να αναφερθούμε στο έργο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν, ειδικά στο κεφάλαιο μθ’ (49), όπου για άλλη μία φορά καταρρίπτονται όλα όσα λέει ο πατριάρχης Νικόλαος. Λέγοντας ο Πορφυρογέννητος ότι οι Σλάβοι σκέφτηκαν να αποστατήσουν, ευθύς αμέσως καταλαβαίνουμε ότι ήσαν φόρου υποτελείς και όχι κυρίαρχοι του τόπου. Εξακολουθεί ο αυτοκράτωρ, λέγοντας πως οι Σλάβοι κατέλαβαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών, άρα υπήρχαν ακόμη Έλληνες στην περιοχή και δεν είχαν εξαφανιστεί. Ήσαν μάλιστα αρκετοί ώστε να κατατροπώσουν τούς Σλάβους, εν τέλει. Τέλος, ο Πορφυρογέννητος λέγοντας ότι οι Σλάβοι επετέθησαν στην Πάτρα και ότι ο εκεί στρατηγός βρισκόταν στο κάστρο της Κορίνθου, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον η Πάτρα και η Κόρινθος δεν κυριεύτηκαν από Σλάβους και οι Έλληνες ήσαν ελεύθεροι να εισέρχονται εκεί.
Επί προσθέτως, ο Πορφυρογέννητος στηρίζεται σε μαρτυρία τού Ιεροκλή τού επονομαζόμενου Γραμματικού, ο οποίος έζησε μεταξύ 8ου κι 9ου αι.. Και ο οποίος έγραψε τον Συνέκδημο. Έναν κατάλογο δήλα δη, των πόλεων και επαρχιών που ανήκαν στη δικαιοδοσία τού Βυζαντίου. Ο Φαλμεράυερ κατηγορεί τον Ιεροκλή ως αναξιόπιστη πηγή, που δε μένει σε απλή καταγραφή, αλλά ‘’δίνει’’ στους Βυζαντινούς πόλεις που δεν τους ανήκουν, αλλάζοντας επί το αρχαιοπρεπέστερον τα σλαβικά τους ονόματα. Όμως, όπως διαπιστώνουμε μελετώντας τον Συνέκδημο, ο Ιεροκλής δίνει στις τοποθεσίες τα ονόματα που είχαν στην εποχή του, κι όχι τις αρχαίες τους ονομασίες.
Επιστρέφοντας τώρα στη μαρτυρία τού πατριάρχη Νικολάου, και προσπαθώντας να εξηγήσουμε πώς οδηγήθηκε σε αυτήν, καταλήγουμε σε μία πηγή από την οποία άντλησε το περιεχόμενο των γραπτών του. Αυτή είναι η εξάτομη Εκκλησιαστική Ιστορία τού Ευάγριου τού Σχολαστικού, έργο του τέλους του 6ου αι. Ο Ευάγριος τοποθετεί μια εισβολή Αβάρων στα 589. Όμως δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο μέρος όπου εισέβαλαν οι Άβαροι, ούτε βεβαίως μιλά για Πελοπόννησο, αλλά γενικολογεί γύρω από την αόριστη ονομασία ‘’Ελλάδα’’. Και το πράττει αυτό ο Ευάγριος, μιας και δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς τα γεγονότα, οπότε δεν μπορεί να τοποθετήσει την εισβολή για την οποία από κάπου πληροφορήθηκε, σε σαφές τοπικό πλαίσιο. Συνήθης τακτική των μεσαιωνικών συγγραφέων αυτή, που ίσως προκαλεί εντύπωση σήμερα. Όπως και η διεγερμένη φαντασία τους, που οδήγησε σε ποικίλες υπερβολικές διηγήσεις, μύθους και δοξασίες που πολλές απ’ αυτές κρατούν έως σήμερα. Πέραν τούτου, το μεγαλύτερο ελαφρυντικό που αναγνωρίζουμε στον Ευάγριο, έχει να κάνει με την απόσταση που τον χώριζε από το σημείο ενδιαφέροντος του, την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στην Κοίλη Συρία ο ιστοριογράφος μας, και για εκείνον, το όνομα Ελλάδα περιγράφει το ευρωπαϊκό τμήμα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μακρυνό και άγνωστο για την Ανατολή. Όπως και οι δυτικοί αναφέρουν την Ανατολή συγκεχυμένα, με το ίδιο σκεπτικό.
Άλλη πηγή τού Νικολάου ίσως είναι το Χρονικόν τής Μονεμβασίας, όπου δίνεται η πληροφορία ότι το δυτικό τμήμα τής Πελοποννήσου, βρισκόταν υπό σλαβική κατοχή  για διακόσια δεκαοκτώ έτη με ταυτόχρονη απομάκρυνση των αυτοχθόνων. Ωστόσο, ο συντάκτης τού Χρονικού, ο οποίος συν τοις άλλοις μάς είναι άγνωστος, στοχεύει στο να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος στη μητρόπολη Πατρών και έτσι αυτή να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της. Σε πολλά σημεία τής διήγησής του πέφτει σε λάθη, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δώσουμε ιστορική αξία στο κείμενό του, αλλά να μάς απασχολεί μόνο λογοτεχνικά, όπως και άλλα Χρονικά αγνώστων ή όχι συγγραφέων. Στα γραπτά των οποίων ο μύθος και η αλήθεια είναι αλληλένδετες έννοιες ˙ να σάς θυμίσω στο σημείο αυτό το Χρονικόν του Μωρέως.
Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα στοιχεία, συμπεραίνουμε πως αυτοί που νικήθηκαν στα 807 στην Πάτρα, δεν ήσαν Άβαροι, αλλά Σλάβοι. Οι Άβαροι ουδέποτε ήρθαν στην Πελοπόννησο, ενώ στα 589 δεν έγινε καμμία σλαβική εισβολή. Οι Σλάβοι  πριν το 807 ήσαν υποτελείς και ξεσηκώθηκαν. Μετά την εξέγερση και την ήττα τους δεν εκμηδενίστηκαν, αλλά συνέχισαν να προσπαθούν για την ανεξαρτησία τους, ως την πλήρη αφομοίωσή τους. Καλώς μέχρι εδώ. Όμως πότε ήρθαν εκείνοι οι πρώτοι Σλάβοι στην περιοχή; Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τοποθετεί τον εποικισμό κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου τού Κοπρώνυμου, όταν είχε ξεσπάσει μια επιδημία λοιμού. Η ασθένεια αυτή κατά τον Θεοφάνη, έπληξε τον ηπειρωτικό κορμό τής χώρας το έτος 764. Στοιχείο με το οποίο συμφωνεί ο Πορφυρογέννητος και το αποδέχονται με τη σειρά τους ο Άγγλος Gibbon και Ρώσος Καραμζίν (Николай Михайлович Карамзин). Με τη σειρά μας αποδεχόμαστε την άποψη αυτή, διότι είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, από σύγχρονες πηγές της εποχής, και από ιστοριογράφους με πίστη στην έρευνα της αλήθειας, όπως ο Πορφυρογέννητος. Ο ίδιος μάς διηγείται πότε ήρθαν για πρώτη φορά οι Σλάβοι, ποια φύλα εξ αυτών εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, με ποιον τρόπο, πώς διοικούνταν, ποιες σχέσεις είχαν μεταξύ τους και με τους Βυζαντινούς και πολλά άλλα στοιχεία, για να αποκτήσουμε συνολική εικόνα της περιόδου.
Έχοντας απαντήσει πια στο ερώτημα της χρονολογίας κατά την οποία ήρθαν οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, θα μιλήσουμε τώρα σχετικά με την έκταση και το είδος τής εποικιστικής κίνησης τους. Η φράση τού Πορφυρογέννητου είναι η εξής: «Σκλαβώθηκε όλη η χώρα τής Πελοποννήσου και έγινε βαρβαρική». Με γνώμονα αυτή τη φράση, ο Φαλμεράυερ θεωρεί ότι σκλαβώθηκε ολόκληρη η Πελοπόννησος κι έγινε βαρβαρική. Πώς όμως καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα εφ όσον ο αυτοκράτωρ – ιστοριογράφος δε λέει ολόκληρη η Πελοπόννησος; Μιλά απλώς για χώρα τής Πελοποννήσου. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ένα μέρος, ένα τμήμα ή κάτι άλλο χωροταξικό πάντως, μέσα στην ευρύτερη επικράτεια τής Πελοποννήσου. Η λέξη χώρα πήρε κατά καιρούς, ακόμη και σήμερα, διάφορες σημασίες. Από τον 10ο αι. σήμαινε την πόλη, πράγμα που συναντάμε ξανά σε σύγγραμμα του Πορφυρογέννητου, συγκεκριμένα στο Βίο τού Βασιλείου. Πολλάκις όμως σήμαινε και την ατείχιστη περιοχή, το ύπαιθρο, σε αντίθεση με την πόλη. Αυτή τη σημασία είχε από την αρχαιότητα έως το Μεσαίωνα και με αυτή χρησιμοποιείται στο απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Διότι όπως κι ο ίδιος ο Φαλμεράυερ παραδέχεται, πέφτοντας σε μία ακόμη αντίφαση, οι πόλεις και όσα μέρη είχαν τείχη δε σκλαβώθηκαν. Άρα μόνο το ύπαιθρο τής Πελοποννήσου έπεσε σε βαρβαρικά χέρια. Με ποιο τρόπο έγινε αυτό;
Ο Πορφυρογέννητος, αναφέροντας ότι όλο το μεταναστευτικό εκείνο κύμα πραγματοποιήθηκε εν μέσω θανατηφόρας επιδημίας λοιμού, μας δίνει αφορμή να σκεφτούμε λίγο παραπάνω. Οι Σλάβοι ήρθαν και αποίκισαν στα έρημα εξ αιτίας του λοιμού μέρη. Ο Πορφυρογέννητος, δίνει την πληροφορία ότι τα χωριά τους χτίστηκαν κοντά στα ελληνικά, άρα όχι μόνο υπήρχαν ελληνικά χωριά, αλλά οι Σλάβοι ήρθαν να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς να τα καταστρέψουν. Σε αυτό συμφωνούν τόσο ο Ζινκέισεν και ο Βαρθολομαίος Κοπιτάρος όσο και ο ίδιος ο Φαλμεράυερ. Πέραν τούτου, εάν ο εποικισμός εκείνος είχε γίνει με τη μορφή βίαιης εισβολής, τότε όλες ανεξαιρέτως οι πηγές θα το ανέφεραν λεπτομερώς. Οι Σλάβοι έποικοι με τη σειρά τους θα παρουσιάζονταν ως κατακτητές και όχι υποτελείς, οι οποίοι στη συνέχεια αποστατούν.
Για τις κατά καιρούς επιδρομές των Σλάβων, κανένας δε σιωπά. Ο ιστορικός Προκόπιος εξιστορεί τις επιδρομές στα χρόνια τού Ιουστινιανού, δήλα δη στον 6ο αι. οι οποίες υπήρξαν καταστροφικές. Κανένας όμως δεν αποδέχεται ότι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο βυζαντινό κράτος, πριν τα μέσα του 8ου αι.. Συνήθιζαν τα σλαβικά φύλα να επιτίθενται στα βορειοευρωπαϊκά σύνορα του Κράτους, να λεηλατούν και να αρπάζουν, επιστρέφοντας στη χώρα τους ή συγκρουόμενα με το βυζαντινό στρατό, να εξολοθρεύονται. Όλες τους οι επιθέσεις περιγράφονται από τον Προκόπιο, τον Αγαθία, τον Μένανδρο και το Σιμοκάττη, αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες των γεγονότων. Γενικότερα, έγιναν γνωστοί με το όνομα Σκλαβηνοί, Σκλάβοι, Σθλάβοι, ονομασίες συνώνυμες με τις λέξεις δούλος ή αιχμάλωτος  μιας και υποδουλώνονταν εύκολα, και ήσαν ήδη από την εποχή τού Ηράκλειου υποτελείς στον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος έφερε ιερείς να τούς βαπτίσουν και να τους διδάξουν το χριστιανισμό. Δεν είχαν την στρατιωτική οργάνωση των γερμανικών ή των ουραλοαλταϊκών φυλών, γι’ αυτό κατατροπώνονταν εύκολα.
Στο σημείο ετούτο, κάνοντας ένα άλμα στον δέκατο αιώνα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια εξίσου κατατοπιστική πραγματικότητα. Η Βενετία έχοντας πλέον αναπτυχθεί σε σημαντικό κέντρο εμπορίου και ναυτική βάση, συναλλάσσεται με τούς Σαρακηνούς, διεξάγοντας έντονο δουλεμπόριο. Τόσο από τη Δαλματία όσο και από τη βόρεια Βαλκανική, νεαροί Σλάβοι εξάγονται και πωλούνται στους Άραβες τής Βορείου Αφρικής και Αιγύπτου. Για πολλούς, αυτή είναι άλλη μία εκδοχή τής προέλευσης τού ονόματος Σλάβος από τον σκλάβο, που έφθανε με τα βενετικά πλοία στο μουσουλμανικό κόσμο προς πώληση. Αυτό το φαινόμενο που ανάγεται ακόμη και μέχρι τα τέλη τού 11ου αι., (οπότε στην Ευρώπη η δουλεία άρχισε να εκλείπει σταδιακά, λόγω της υποχώρησης τού φεουδαρχικού συστήματος εμπρός στην ανάπτυξη της εμπορικής κεφαλαιοκρατίας του ύστερου Μεσαίωνος) σημαίνει πολλά. Και ενδιαφέρει τη μελέτη μας, διότι αποδεικνύει όχι ότι η κυρίαρχη τάξη των δούλων αποτελείτο από Σλάβους, -καμμία σχέση, αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτο ολίσθημα-, αλλά ότι ακόμη και σε αυτή την εποχή, η κοιτίδα των Σλάβων δεν έπαψε να είναι η περιοχή τής Βόρειας Βαλκανικής χερσονήσου και όχι η Πελοπόννησος. 
Επιστρέφοντας τώρα στην κανονική ροή των γεγονότων όπως τα περιγράψαμε μέχρι εδώ, να τονίσουμε πως συχνά υπογράφονταν συμφωνίες μεταξύ Βυζαντίου και διαφόρων σλαβικών φυλών, αφού δεν αποτελούσαν ενιαίο, συμπαγές έθνος. Μέχρι τις αρχές του 7ου αι., τίποτα δεν τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την πλούσια γη τους, έτσι μόνο σε επιδρομές στόχευαν. Ας μην ξεχνάμε, πως δε θα μπορούσαν να προβούν σε γενικευμένη επίθεση, καθώς δεν είχαν στρατιωτική διοίκηση, αλλά βρίσκονταν ακαθοδήγητοι σε κάθε πολεμικό εγχείρημα. Κι αυτό, γιατί στην χώρα τους δε γνώριζαν το σίδερο, οπότε ασχολούνταν με τη μουσική, τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δεν είχαν καθορισμένη πολεμική οργάνωση. Τότε όμως, ήσαν οι Άβαροι αρχικά κι έπειτα οι Βούλγαροι, που επετέθησαν στα εδάφη των Σλάβων και τους υποδούλωσαν. Έτσι, εκείνα τα βόρεια φύλα κατέφυγαν για άσυλο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε συμφέρον να τους τοποθετήσει στις περιοχές που ερημώθηκαν λόγω του καταστροφικού λοιμού τού 767 όπως προείπαμε. Ο λοιμός εκείνος ήρθε στην Πελοπόννησο από τη Σικελία και την Καλαβρία, οπότε και οι Σλάβοι ήρθαν ως ανθρώπινο αντιστάθμισμα στην περιοχή.
Φυσικά, εάν οι ίδιοι οι Σλάβοι έρχονταν σαν κατακτητές, δε θα επέλεγαν σε καμμία περίπτωση να επιτεθούν ή ακόμη περισσότερο να ζήσουν στο Μωρηά που μαστιζόταν από τη φοβερή ασθένεια. Εάν ήθελαν έστω να επιτεθούν κάπου, θα κατευθύνονταν προς την Αργολίδα που είχε αποφύγει το κακό. Αλλά, ως γεωργοί που ήσαν, με τη θέλησή τους δε θα έφταναν στα απόμακρα όρη αλλά θα προτιμούσαν τις εύφορες πεδιάδες. Πώς λοιπόν να δεχτούμε ότι ήρθαν εισβάλοντας στη βυζαντινή επικράτεια; Μάλλον η ίδια η Αυτοκρατορία τους χρησιμοποίησε, για να επανδρώσει τις ακατοίκητες περιοχές και να τους απομακρύνει βεβαίως από τα βόρεια σύνορά της. Κάποιους λοιπόν έστειλε στην Ασία, στο θέμα τού Οψικίου και στη Βιθυνία, κι άλλους στο Μωρηά. Αυτό δεν έδειξε να ενοχλεί τους Σλάβους, καθώς ήσαν συνηθισμένοι στο ν’ αλλάζουν τόπο, ενώ τους έδινε ευκαιρίες για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, μακρυά από την αυστηρή κρατική εξουσία. Βέβαια, αυτό δε στάθηκε δυνατό, καθώς γνωρίζοντας εθνική διάσπαση, πολλές φορές οι επιμέρους ομάδες Σλάβων δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, ζούσαν και δρούσαν χωριστά. Δεν κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν ενιαία δύναμη, τόσο μεγάλη κιόλας, που να μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικό πλήγμα στην τεράστια Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή να ανάψει εσωτερικά μέτωπα σε διάφορες περιοχές, ούτως ώστε να τις αποκόψει από την κρατική διοίκηση, και να δημιουργήσει εστίες με σαφή εθνικό προσανατολισμό, που με τη σειρά τους να πιέσουν το Βυζάντιο για προνόμια ή γιατί όχι, για αυτομόληση από εκείνο.
Στο Μωρηά, μετά την ήττα τού 807, οι Σλάβοι, υπέστησαν πολλές οικονομικές κυρώσεις. Ήσαν στο εξής υποχρεωμένοι να συντηρούν τούς υπαλλήλους και απεσταλμένους τού Βυζαντινού Κράτους, πού διέρχονταν από την Πάτρα. Θεωρήθηκαν πάροικοι, και αφορίστηκαν στο μητροπολιτικό ναό. Η νίκη αποδόθηκε στη βοήθεια τού Αγίου Ανδρέα, στην εκκλησία τού οποίου παραχωρήθηκαν λάφυρα. Ο επίσκοπος τής πόλεως μάλιστα, ενώ ήταν μέχρι τότε βοηθός επίσκοπος της Κορίνθου, ανήχθη στη μητροπολιτική τάξη, προσδιοριζόμενος πλέον ως μητροπολίτης Αχαΐας. Θεωρήθηκε ανώτερος σε τιμή από τούς επισκόπους Μεθώνης, Λακεδαίμονος και Κορώνης
Οι μεταρρυθμίσεις τού Νικηφόρου Α’, συνετέλεσαν αποφασιστικά στην αφομοίωση τού πληθυσμού. Με εξαίρεση τις φυλές των Μηλιγγών και των Εζεριτών Σλάβων στην περιοχή τού Ταϋγέτου, που διατήρησαν την εθνική τους ιδιαιτερότητα ως την Τουρκοκρατία. Αυτοί, μετά την αποστασία και την ήττα τού 807, προτίμησαν να αποσυρθούν σε βραχώδη όρη και διατήρησαν για πολύ καιρό τα ήθη και τα έθιμά τους, χωρίς να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο ή από τα φραγκικά ήθη μετά την ίδρυση τού Πριγκηπάτου τού Μωρέως.
Όσον αφορά στον υποτιθέμενο εκσλαβισμό των γηγενών κατοίκων, δε συνίσταται εφ όσον οι Σλάβοι δεν ήρθαν ως κατακτητές, καταστροφείς και ιθύνοντες μίας νέας τάξης πραγμάτων. Άφησαν στην περιοχή μόνο τη συμβολή τους στη δημιουργία ονομάτων για βουνά, ποτάμια, χωριά και είδη αγροτικής χρήσης, που χρησιμοποιούνται ακόμη και  διακρίνονται σχετικώς εύκολα, λόγω της συνήθους καταλήξεως σε –τσα, -βα (π.χ. Καμενίτσα, Χαλανδρίτσα, Ζέρζοβα κλπ.). Κάθε άποψη σχετική με τον υποτιθέμενο εκσλαβισμό των κατοίκων τής περιοχής, εφ όσον δεν εγκαθιδρύθηκε οποιοδήποτε καθεστώς διοίκησης, και εφ όσον η χρήση τής ελληνικής γλώσσας στην Αχαΐα είναι αδιάλειπτη έως σήμερα, καταρρέει και εν μέρει εξυπηρετεί μόνο κάποιες ανθελληνικές στάσεις και όχι την ιστορική αλήθεια. Επιπροσθέτως, να τονίσουμε πώς ακόμη και κατά την Φραγκοκρατία ή την Τουρκοκρατία, όταν όντως οι εγχώριοι κάτοικοι υποδουλώθηκαν, δεν παρουσιάστηκαν αλλοιώσεις στην γλώσσα, την θρησκεία ή τις παραδόσεις. Όπως, τέλος, γνωρίζουμε σαφέστατα, οι Σλάβοι στα μέσα τού 9ο αι., εκχριστιανίστηκαν από τούς Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο και απέκτησαν γραφή, με τη χρήση τού κυριλλικού αλφαβήτου.





(Ας παρουσιάσουμε εν κατακλείδι, τα στάδια του Σλαβικού εποικισμού στην Βυζαντινή Πελοπόννησο, συνοπτικά)
Συνοπτική Παρουσίαση Σλαβικού εποικισμού στην Πελοπόννησο

·        Μέσα 8ου αι., σλαβικά φύλα έρχονται στην Πελοπόννησο
·        Εγκαθίστανται σε έρημα λόγω λοιμώδους ασθένειας, μέρη της υπαίθρου, κυρίως ορεινά
·        Έρχονται ειρηνικά, κατόπιν συμφωνιών, μην έχοντας επιλογή, λόγω τής κατάκτησης της χώρας τους από τους Αβάρους κι έπειτα από τους Βουλγάρους
·        Εξυπηρετούν την ανάγκη τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για επάνδρωση των έρημων τόπων, αλλά και για διασκορπισμό των Σλάβων στο εσωτερικό της με σκοπό την αφομοίωσή τους
·        Δεν έχουν οργανωμένη διοίκηση, ενώ οι κύριες ασχολίες τους είναι αγροτικές
·        Δεν εγκαθιδρύουν οποιοδήποτε καθεστώς διοίκησης
·        Αποστατούν στα 807, όμως ηττώνται και πλέον αρχίζουν να αφομοιώνονται σταδιακά
·        Οι φυλές των Εζεριτών και Μηλιγγών Σλάβων συνεχίζουν να διατηρούν την εθνική τους υπόσταση, ζώντας αποκομμένοι στα υψίπεδα του Ταϋγέτου μέχρι την Τουρκοκρατία
·        Διατηρούνται ακόμη σλαβικά τοπωνύμια όρεων, ποταμών, χωριών κ.λπ., σε πολλές περιοχές





ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θέλω στο σημείο αυτό, να ευχαριστήσω πρώτα από όλους τον πρόεδρο τής Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών, κ. Ιωάννη Αθανασόπουλο, ο οποίος με συμπεριέλαβε στον κύκλο των εκλεκτών ομιλητών που έχουν ομιλήσει σε αυτήν την ιστορική αίθουσα. Επίσης, τούς κ.κ. Στέφανο Σκαρπέλλο και Σπύρο Σκιαδαρέση, οι οποίοι ενθάρρυναν την προσπάθειά μου. Τέλος, όλους εσάς, που παραβρίσκεστε και με τιμάτε με την παρουσία σας. Εύχομαι σε όλους υγεία, μακροημέρευση, ειρήνη. Και το 2016 να είναι έτος φωτεινό και να φέρει ελπίδα για αλλαγή και στροφή στις ρίζες μας. Μια στροφή που πάντα έχει να μας διδάξει κάτι. Και ιδιαιτέρως μέσα από τη μελέτη τής ιστορίας μας, μπορούμε να σταθούμε πολύ πιο δυναμικά απέναντι στο μέλλον. Να στηριχθούμε σε αυτήν την ιστορία για να μη δειλιάσουμε ούτε στιγμή, ό, τι και αν έρχεται κατά πάνω μας. Ας δώσουμε λοιπόν σε αυτή την κληρονομιά που φέρουμε, την αξία που έχει. Ας μην τη λησμονούμε, ας μην την παραγκωνίζουμε, ας μην επιτρέπουμε την παραποίησή της.
Η σημερινή μου ομιλία, αφιερούται σε έναν σπουδαίο άνθρωπο, ιστορικό ερευνητή,  που πολλοί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Εγώ ως παιδί, έχω μνήμες από εκείνον, στην συγκεκριμένη μάλιστα αίθουσα, ενώ ήταν ήδη υπερήλικας, αλλά με πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό έως το τέλος. Αναφέρομαι στον ιστορικό ερευνητή της τοπικής μας ιστορίας, δικηγόρο των Πατρών, κ. Κωνσταντίνο Τριανταφύλλου. Αιωνία του η μνήμη!





Βιβλιογραφία (χρήσιμη για όποιον θέλει να γνωρίζει περισσότερα)

ΠΗΓΕΣ:
§        Agathiae Myrinaei Historiarum, libri 5, Corpus scriptorum historiae byzantinae,  Bonnae 1828.
§        Euagrius, Ecclesiastical History, εκδ. J. Bidez – L.Parmentier, The Ecclesiastical History of Euagrius with Scholia, Amsterdam 1964.
§        Θεοφάνης, Χρονογραφία, τ. Β’ - Γ’, εκδ. αρχιμ. Α. Κουστένης, Αθήνα 2010.
§        Hieroclis, Synecdemus: accedunt fragmenta apud Constantinum Porphyrogennetum servata et nomina urbium mutat, Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Lipsiae 1893.
§        Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος,  Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, τον Θεοστεφή και Πορφυρογέννητον Βασιλέα, PG 113, 157-422.
§        Μονεμβασίας Χρονικόν, εκδ. Ν. Βέης, Το περί τής κτίσεως τής Μονεμβασίας Χρονικόν, Αθήνα 1909.
§        Μορέως Χρονικόν, εκδ. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν τού Μορέως, Αθήνα 1940.
§        Nicholas Patriarch of Constantinople, Letters, Corpus fontium historiae Byzantinae, Washington 1973.
§        Προκόπιος Καισαρείας, Ιστορία των πολέμων, εκδ. Βυζαντινοί συγγραφείς (Νέα Σύνορα), Αθήνα 1996.
§        Theophylacti Simocattae historiarum, libri 8, Corpus scriptorum historiae byzantinae,  Bonnae 1843.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
§   Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α’- Η’, 1961.
§   Βακαλόπουλος Α., Καίρια θέματα στην ιστορία μας, 1990.
§   Βακαλόπουλος Α.,Ο χαρακτήρας των Ελλήνων. Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Αθήνα 2003.
§   Γιαννακόπουλος Κ., Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός και οι κόσμοι τού Βυζαντίου και τού Ισλάμ, (μτφρ. Π. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1993.
§   Gibbon Ed., The decline and fall of the Roman Empire, Encyclopaedia Britannica, Chicago 1952.
§   Zinkeisen J.W., Geschichte Griechenlands, Leipzig 1832.
§   Θανασουλόπουλος Κ., Τα τοπωνύμια τής Αχαΐας ως ιστορικές μνήμες τού μεσαιωνικού εποικισμού της, Πάτρα 2007.
§   Καραγιαννόπουλος Ι., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Β’ (565-1081), Θεσσαλονίκη 1993.
§   Карамзин Михайлович Николай, История государства Российского, εκδ. Κ. Παπουλίδης, Η Ιστορία της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας του Νικόλαου Καραμζίνου στα ελληνικά: μεταφραστικές και εκδοτικές προσεγγίσεις, Θεσσαλονίκη 2012.
§   Κορδώσης Μ., Η σλαβική εποίκηση στην Πελοπόννησο με βάση τα σλαβικά τοπωνύμια, 1981.
§   Κυριακίδης Σ., Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσσαλονίκη 1947.
§   National Geographic, Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11.
§   Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου Μ., Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα 1995.
§   Παπαρρηγόπουλος Κ., Περί του εποικισμού Σλάβων στην Πελοπόννησο - απάντηση στην ανθελληνική θεωρία του Φαλμεράυερ.
§   Πρακτικά Συνεδρίου Προς τιμήν και μνήμην των Αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, φωτιστών των Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1986.
§   Σωτηρίου Στ., Έλληνες και Σέρβοι, Αθήνα 1996.
§   Ταρνανίδης Ι. – Ευαγγέλου Η., Μεσαιωνική γραμματεία των Σλάβων, ιστορία και διαχρονική εξέλιξη, Θεσσαλονίκη 2013.
§   Fallmerayer J. F., Περί τῆς καταγωγῆς τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, (μτφρ. Κ. Ρωμανός), Ἀθήνα 1984.
§   Χριστοφιλοπούλου Α., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου