Γράφει ο Φώτης Δημητρόπουλος
Φιλόλογος
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Λ. ΒΡΕΤΤΟΥ “ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΑΘΗΝΑ;”
Δεν θα μπορούσε ο Λάμπρος Βρεττός, ο δάσκαλος που δεν περιορίστηκε
στους τοίχους και στα θρανία της σχολικής αίθουσας να μην αξιοποιήσει μία
προσωπική εμπειρία του, μία αληθινή οικογενειακή τραγωδία των χρόνων του
αδελφοκτόνου εμφυλίου, καταγράφοντάς την λεπτομερειακά ως ιστορικός και
παραδίδοντάς την στα λογοτεχνικά θησαυρίσματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως
λογοτέχνης καταγόμενος από το νησί του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Και την καταγράφει υπερβαίνοντας τις
ολέθριες διαχωριστικές γραμμές του μίσους αφού διεκτραγωδεί “μία βαθιά
ανθρώπινη ιστορία” στο βιβλίο του “Που
είναι τα παιδιά μας Αθηνά;” [...!] (εκδ. “το Δόντι” - Πάτρα 2016), θέτοντας στο
επίκεντρο την ανθρώπινη ζωή και το σεβασμό στους νεκρούς και παραμερίζοντας
ιδεολογίες επιδιώξεις και στρατηγική των αντιμαχόμενων.
Και είναι τόσο ρεαλιστικά γραμμένο αυτό το πραγματικό γεγονός και με
τέτοια συναισθηματική φόρτιση δοσμένο που ξεφεύγει τα όρια της
απομνημονευματογραφικής και ημερολογιακής γραφής και αποκτά ατόφια λογοτεχνική
χροιά με πλούσιο γλαφυρό λόγο και βαθύ λυρισμό ανταποκρινόμενο στα συναισθήματα
από τα οποία εμπνέεται και τα οποία αποπνέει. Γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε
μυθιστόρημα, ψυχογραφικό πεζογράφημα, νουβέλα, διήγημα, ιστορικό αφήγημα κτλ.
Όμως εδώ πρόκειται για μία αληθινή, πραγματική ιστορία, που έζησε ο συγγραφέας.
Και είτε πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός δραματοποιημένο είτε για ένα δράμα
ιστοριοποιημένο, το σίγουρο είναι ότι ο Λάμπρος Βρεττός έντυσε με το φως του
λόγου το δράμα, μία βαθιά ανθρώπινη οικογενειακή ιστορία, ένα από τις δεκάδες
χιλιάδες γεγονός των παράπλευρων απωλειών της μεγάλης τραγωδίας της
μετακατοχικής αδελφοσφαγής.
Και ασφαλώς η λογοτεχνική απόδοση των συμβάντων -που θα ήταν σε θέση ο
Λ. Βρεττός να έχει κωδικοποιήσει σύμφωνα με τις ακαδημαϊκές ή δοκιμιακές
προδιαγραφές της ιστοριογραφίας· γιατί μας έχει παρουσιάσει αντίστοιχα έργα
του- δεν σημαίνει ότι το κείμενο του συγγραφέα δεν αποτελεί μία τομή στο
ιστορικό γίγνεσθαι της περιόδου εκείνης, ένα ιστορικό δεδομένο από τα οποία
βγαίνουν πολλά συμπεράσματα. Ίσα-ίσα που η λογοτεχνία φωτίζει περισσότερο την
ιστορία και ιδιαίτερα την αθέατη πλευρά της, όπως στα Αριστοτελικά “καθ’ έκαστα”
που διαπραγματεύεται ο Λ. Βρεττός.
Ο Βρεττός μάλιστα δε στέκεται ως απλός θεωρός με το ενδιαφέρον του
ιστορικού μπροστά σε παραστάσεις του οικογενειακού του δράματος αλλά
κινητοποιεί το θυμικό του, συναισθάνεται τα γεγονότα ως το σύμπαν που
καθρεφτίζει ολόκληρο τον ιστορικό κόσμο. Αφοσιώνεται σ’ ένα σκοπό ενσυνείδητα
γιατί ωθείται από υψηλές ηθικές
εσωτερικές δυνάμεις. Εκπληρώνει το
χρέος του ως ήρωας της δικής του ιστορίας και το καταγράφει ο ίδιος ως
συγγραφέας.
Και η καταγραφή παίρνει τη μορφή ενός κειμένου που mutatis
mutandis θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
τραγωδία. Η ειδοποιός βέβαια διαφορά με τον Αριστοτελικό ορισμό Έστιν ουν
τραγωδία μίμησις πράξεως…” έγκειται στο γεγονός ότι εδώ δεν έχουμε
μίμηση πράξεως αλλά την ίδια την πράξη.
Ο Βρεττός δεν είναι ο συγγραφέας, ο
ηθοποιός που μιμείται, αλλά ο ίδιος ο ήρωας που ενεργεί ως το κεντρικό τραγικό
πρόσωπο.
Πάντως το κείμενο, όχι μόνο λόγω της
τραγικότητας της όλης υφής και πλοκής του, ανταποκρίνεται σε αρκετές από
τις Αριστοτελικές προϋποθέσεις και θα μπορούσε να μεταπλαστεί σε τραγωδία επί σκηνής. Γιατί διαθέτει πρωτίστως τα
γνωστά ως «κατά ποιον» μέρη της τραγωδίας, δηλαδή τον «μύθον», το «ήθος», την διάνοια», την «όψιν», τη «λέξιν» και το «μέλος» όσο κι αν
φαίνεται υπερβολικό ή περίεργο.
Η «όψις», η σκηνογραφία, οι χώροι που εξελίσσονται τα γεγονότα είναι
κυρίως δύο: η εγγύς η περιοχή της πόλης της Λευκάδας -Τσουκαλάδες, Φρύνι, Γύρα
με εξέχοντα το λόφο της Παναγίας της Φανερωμένης της πολιούχου και προστάτδας
του νησιού -προς την οποία μάλιστα απευθύνονται παρακλήσεις όπως στον «από
μηχανής θεόν»- αφενός και αφετέρου οι χώροι των νεκροταφείων στην Ήπειρο όπου
κείνται οι νεκροί -γνωστοί και άγνωστοι- των πεσόντων σε μάχες του εμφυλίου
στην περιοχή εκείνη. Ο συγγραφέας περιγράφει θαυμάσια την οπτική αντίθεση
-contraste- των δύο τοπίων και αποτυπώνει ως έμπειρος κινηματογραφιστής τις
κινήσεις και τις δράσεις των προσώπων με τρόπο ρεαλιστικό και φυσικό και
αναδεικνύοντα την ένταση, την αγωνία και τα βιώματά της κάθε στιγμής που
απαιτεί ο μύθος και το ήθος του δράματος.
Οι «λέξις» και το «μέλος», το λεκτικό δηλαδή και η μουσική μάλλον
ταυτίζονται. Το λεξιλόγιο του Βρεττού, η κάθε του φράση, οι ρέουσες περιγραφές,
τα διαλογικά μέρη, όλα με κομψοέπεια αλλά και πειστικότητα διατυπωμένα
αποτελούν ένα σύνολο τόσο νευρώδους και ζωηρού όσο και ανθηρού και γλαφυρού
λόγου. Και νομίζω ότι θα μου συγχωρηθεί η καταχρηστική (με αγαθή πρόθεση
βέβαια) ταύτιση λέξης και μέλους όταν ο αναγνώστης θα διαβάσει μεγαλόφωνα
-απαγγέλοντας- ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου· γιατί θα
διαπιστώσει ότι η μουσικότητα είναι συνυφασμένη με το λεκτικό και το ύφος -το
ποιητικότατο- του συγγραφέα.
Ο «μύθος» του έργου δηλαδή υπόθεση εμφαίνει και τη «διάνοια» δηλαδή τις
ιδέες του. Ο τρελός πόλεμος στέλνει στον Αδη αθώες ψυχές. Σκοτώνονται άδικα,
παιδιά και αδέλφια. Η μάνα ερμηνεύοντας κακά σημάδια το προαισθάνεται. Ο
συγγραφέας παρεμβάλλει ένα ποίημά του «Το μοιραίο γράμμα» ως μουσικοποιητικό
ιντερμέντζο στην αφήγησή του που παρουσιάζει αφαιρετικά την υπόθεση του α’
μέρους. Και ύστερα αρχίζει η συγκλονιστική περιπέτεια της αναζήτησης των οστών
για την ταφή τους στα χώματα του όμορφου νησιού της Αγίας Μαύρας. Κάπου η
κατευθυντήρια ιδέα του συγγραφέα ως ήρωα συναντιέται μ’ εκείνη της “Αντιγόνης”
του Σοφοκλέους, που είναι και πανελλήνια
και ιερή. Ο σεβασμός στο νεκρό σώμα. Το χρέος της ταφής. Με μία κουστωδία
οικογενειακή που πήγαινε στο κεφαλάρι για το πλύσιμο, τον καθαρμό, των ρούχων
αρχίζει το έργο· ο συγγραφέας τότε ήταν έφηβος. Και μετά μισό αιώνα ο ώριμος
συγγραφέας ακολουθεί τη διαδρομή του καθαρμού των οστών του αδελφού του από τα
βουνά του Γράμμου στον οικογενειακό τάφο. Καθαρμός την αρχή, καθαρμός και στο
τέλος· ή καλύτερα «κάθαρση» από την «ύβρη» του πολέμου.
Γιατί αυτό ακριβώς δείχνει το “ήθος” του κεντρικού ήρωα του ίδιου του
συγγραφέα. Η πορεία προς την κάθαρση είναι η εκπλήρωση του χρέους· η ανεύρεση,
η μετακομιδή και η ταφή των οστών του αδικοχαμένου αδελφού. Ο Βρεττός είναι το
τραγικό πρόσωπο. Οι πρώτες νεανικές εντυπώσεις είναι οδυνηρές. Το τραγικό
απλώνεται μέσα στο γυμνασιόπαιδο που κρατάει ανοιχτά τα παράθυρα της ψυχής του.
Εμποτίζει ολόκληρη την ύπαρξή του, έγινε η υποθεση της ζωής του, ουσιαστική και
πρώτη·έγινε μοίρα του. Μάλιστα τον κυριεύει εξουσιαστικά και όχι μόνο
επιφανειακά γιατί δεν αρκείται στα μοιρολόγια, τα δάκρυα και τα μνημόσυνα χωρίς
την ταφή του νεκρού αδελφού. Η τραγικότητα σε βάθος και πλάτος γιατί
επιχειρείται για πενήντα δυο ολόκληρα χρόνια το αδύνατο. Κερδίζει όμως ο
Λ.Βρεττός την αίγλη της αναζήτησης.
Στην πρώτη προσπάθεια συντρίβεται, σωριάζεται αλλά συνεχίζει. Η
ανεύρεση του νεκρού εξαδέλφου του, του δίνει δύναμη και ελπίδα. Πιστεύει ως ον
ελεύθερο ότι μπορεί να αντιπαλέψει την εξωτερική αναγκαιότητα γιατί κινείται
από μοναδικές εσωτερικές ηθικές δυνάμεις. Το Έργο του έχει απεκδυθεί το υλικό
βιολογικό άνθρωπο και έχει ενδυθεί τον πνευματικό-ηθικό προκειμένου να αποδώσει
την πρέπουσα ιερή τιμή της ταφής στα υλικά οστά του αδελφού του και να
ολοκληρωθεί η πνευματική ηθική κάθαρση.
Γι’ αυτό τολμά να έρθει αντιμέτωπος με το χρόνο, τη γραφειοκρατία, τις
ανυπέρβλητες δυσκολίες και την ψυχοφθόρα απογοήτευση που του αντιπαραθέτει ο
έξω κόσμος. Αυτή όμως η συναίσθηση της τραγικότητάς του τον καθιστά ρωμαλέο· ο
δικός του πόνος τον υψώνει γιατί ο πόνος έχει το δικό του μεγαλείο: εξωραΐζει
και εξυψώνει.
Και ενώ εμείς τον παρακολουθούμε να υποφέρει,
χαιρόμαστε συμπάσχοντες με την “κάθαρση του τοιούτου παθήματος”·
αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά και τη λαμπρότητα της κάθαρσης και την επιζητούμε
και εμείς γιατί δεν είμαστε ξένοι· η μοίρα του Λ. Βρεττού εγγίζει όλους μας.
Κάπου συναντιέται και με τη δική μας μοίρα. Σκύβουμε στο πεπρωμένο του με πόνο
και νιώθουμε τη δράση του να είναι και δική μας. Μαθαίνουμε να έχουμε την
επίγνωση του θανάτου όσο τρομακτικό και αν είναι. Τον αποδεχόμαστε. Ποιος
ξέρει;Μπορεί να ψάχνουμε και εμείς για κάποια κόκκαλα (7.975 σκορπισμένοι
νεκροί στρατιώτες βρίσκονται μόνο στα βουνά της Ηπείρου από τον πόλεμο του
‘40!). Και δεν έχει σημασία ποιάς πλευράς του εμφυλίου ή της κατοχής. Και αν
όχι, ο Λ Βρεττός μας βοηθάει να κατανοήσουμε το στίχο από τον “Ύμνο” του
Δ.Σολωμού “...απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά ...”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου