«Ο
ΕYΡΩΠΑΙΟΣ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ»
(Κείμενο
ομιλίας του Προέδρου Εφετών επί τιμή,Γεωργίου Σπηλιωτοπουλου στα πλαίσια των
προγραμματισμένων κατά Δευτέρα ομιλιών των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας
Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος.
Δευτέρα 13η Νοεμβρίου 2017 στο Αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Πατρών).
Την
Κυριακή το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 οι Γεώργιος και
Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος του
Ναυπλίου δολοφόνησαν τον Κυβερνήτη της Ελευθερωμένης Ελλάδος Κόμη Ιωάννη
Καποδίστρια. Ο μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας και φίλος του Καποδίστρια Ελβετός
Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος έγραψε «ο ενάρετος ανήρ όστις εθυσίασε το παν δια
την πατρίδα του, απέθανε θύμα ιδιαιτέρας εκδικήσεως. Ο θάνατος του Κυβερνήτου
είναι συμφορά για την Ελλάδα. Είναι δυστύχημα ευρωπαϊκό. Ο κακούργος όστις εδολοφόνησε τον Καποδίστριαν,
εδολοφόνησε την πατρίδα του». Ο ίδιος όμως ο Καποδίστριας, έχοντας επίγνωση της
όλης κατάστασης στην Ελλάδα έγραψε προφητικά, λίγες ημέρες πριν την δολοφονία
του προς τον Εϋνάρδο «ας λέγουν και ας γράφουν ότι θέλουν. Θα έλθει όμως ο
καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι, σύμφωνα με όσα είπον ή έγγραφον περί των
πράξεών των αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Με αυτήν την πίστην
έζησα μέχρι τώρα και τώρα ευρισκόμενος εις την δύσιν της ζωής μου …. μου είναι
αδύνατον πλέον ν’ αλλάξω ….. θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως
φροντίζω περί του εαυτού μου και ας γίνη ότι γίνη». Και έγινε και ο Καποδίστριας πέρασε στην ιστορία. Μια ιστορία
όμως, που το έθνος άργησε πολύ να εγγράψει και να ανταποδώσει την οφειλόμενη
ευγνωμοσύνη του, σ’ αυτόν που κυριολεκτικά παρέλαβε χάος και έβαλε τις βάσεις
για σύγχρονο κράτος. Το τεράστιο εθνικό του έργο και την ανυπολόγιστη προσφορά
του προς την Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν το γνωρίζουμε σε βάθος και όπως γράφει
ο Κ. Δαφνής ο Καποδίστριας είναι «συγχρόνως ο μεγάλος γνωστός και ο μεγάλος
άγνωστος ενώ ο Κων/νος Τσάτσος έγραψε ότι εξακολουθεί ακόμα να αναδύεται από το
σκοτάδι μέσα από τα αδημοσίευτα αρχεία». Θα τολμούσα να πω ότι η ζωή και το
έργο του Καποδίστρια χωρίζεται σε δύο περιόδους: η μία από τη διπλωματική του
υπηρεσία στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας και η άλλη ως Κυβερνήτη της
Ελλάδος. Με την παρούσα εισήγηση όμως θα ασχοληθούμε, όπως είναι και ο τίτλος
της, με την πρώτη περίοδο δηλαδή την διπλωματική του.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1776 στην
Κέρκυρα. Ήταν το έκτο παιδί – από εννέα – του Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια και
της Διαμαντίνας το γένος Γονέμη. Οι γονείς του κατάγονταν από ευγενείς
οικογένειες και από τον Δούκα της Σαβοϊας Κάρολο Εμμανουήλ τοn Β΄, είχε λάβει τον τίτλο του κόμη και είχε
καταγραφεί στο Libro d’ oro της Κέρκυρας.
Ομοίως και η οικογένεια της μητέρας του ήταν γραμμένη στο Libro d’ oro και μάλιστα παλαιότερα από τον πατέρα του. Ο
πατέρας του ήταν από τους πιο αξιόλογους δικηγόρους της Κέρκυρας και έλαβε
μέρος σε όλα τα πολιτικά γεγονότα της Ιστορίας του νησιού. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μεγάλωσε σ’ ένα καθαρά
πατριαρχικό περιβάλλον με έντονη θρησκευτική αγωγή. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε
από τους δασκάλους του τόπου του ενώ σημαντική συμβολή στην κατήχησή του στην
ορθόδοξη πίστη έχει ο μοναχός Συμεών στη μονή Πλατυτέρας, στην οποία σύχναζε ο νεαρός Καποδίστριας. Οπωσδήποτε
διδάχθηκε μουσική αφού ο ίδιος έπαιζε
πιάνο και μάλιστα μεταξύ των ελαχίστων πραγμάτων που έφερε στην Ελλάδα ήταν και
το πιάνο του. Ο Δημήτριος Αρλιώτης φίλος
των παιδικών του χρόνων, περιγράφει τον νεαρό Καποδίστρια ως φύση εξαιρετικά
ευγενική και λεπτή, προικισμένο με σπάνια ψυχικά και σωματικά χαρίσματα, με
χαρακτήρα σοβαρό και ανδροπρεπή, παρά τη νεαρή ηλικία του, ευαίσθητο και θερμό
συμπαραστάτη στον κάθε ανθρώπινο πόνο. Αυτά τα χαρακτηριστικά διατήρησε ο
Καποδίστριας μέχρι το θάνατό του. Το
1794 δηλαδή σε ηλικία 18 ετών έφυγε για τη Βενετία για σπουδές στο
περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Εκεί σπούδασε ιατρική αλλά
παρακολουθούσε ως ακροατής, όπως
συνηθιζόταν τότε, και τις παραδόσεις στον κλάδο του leggisti δηλ. της νομικής επιστήμης. Πέρα όμως απ’ αυτά
είχε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τις
φιλολογικές και φιλοσοφικές επιστήμες. Στις 10 Ιουνίου 1797, δηλ. μετά από 2
έτη σπουδών, κάνοντας χρήση μιας διάταξης που σπάνια εφαρμοζόταν, έδωσε
επιτυχείς εξετάσεις ενώπιον ειδικής επιτροπής από οκτώ καθηγητές στο Collegio Veveto
και πήρε το δίπλωμά του. Τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Κέρκυρα και σε ηλικία
μόλις 21 ετών αποφάσισε ν’ ασκήσει την ιατρική επιστήμη, προκειμένου ν’ ανακουφίσει
την ανθρώπινη δυστυχία στο νησί του. Από τους πτωχούς ασθενείς που επισκεπτόταν
όχι μόνο δεν έπαιρνε χρήματα αλλά τους έδινε και τα αναγκαία χρήματα για τροφή
και φάρμακα. Ο Σπυρίδων Δε Bιάζης στο βιβλίο του «Ιωάννης Καποδίστριας ως
ιατρός και συγγραφεύς» αναφέρει ότι «Οι πάσχοντες πτωχοί τον εκάλουν παρήγορον
ιατρόν, ευεργέτην, πατέρα και η οξυδέρκεια περί την διάγνωσιν των ασθενειών η
αρίστη συμπεριφορά και υπομονή αμέσως ανύψωσαν αυτόν εις την περιωπήν του
εμβριθούς επιστήμονος και εξόχου
φιλανθρώπου». Παράλληλα με την άσκηση της ιατρικής ανέπτυξε έντονη επιστημονική
και φιλολογική δράση. Έτσι το 1802 με δικές του ενέργειες ιδρύθηκαν στην
Κέρκυρα η «Εταιρεία των Φίλων» με
φιλολογικό και πολιτισμικό σκοπό και ο
«Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος», του οποίου υπήρξε γενικός γραμματέας. Με τη
συνθήκη της Κωνσταντινούπολης μεταξύ της Ρωσίας και Τουρκίας του 1800 τα επτά
νησιά του Ιονίου αναγνωρίστηκαν αυτόνομο και ελεύθερο κράτος, υπό την
επικυριαρχία της Πόλης και την ονομασία «Επτάνησος Πολιτεία». Τη διακυβέρνηση
των νησιών ανέλαβαν με το σύνταγμα που τιτλοφορήθηκε «Βυζαντινό» οι πρόκριτοι.
Όμως, οι κάτοικοι των νησιών, μπολιασμένοι από τις δημοκρατικές αρχές των Γάλλων κατά τη
δίχρονη γαλλική κυριαρχία, αντέδρασαν. Ο νεαρός Ιωάννης Καποδίστριας μαζί με το
Ν. Σιγούρο πήγαν στις 9 Μαΐου 1801 στην Κεφαλονιά, προκειμένου να πείσουν τους
κατοίκους να εφαρμόσουν το σύνταγμα και να αποκατασταθεί η τάξη. Η αποστολή
αυτή θεωρείται η έναρξη της ανάμειξης του Καποδίστρια στην πολιτική και μάλιστα
η ομιλία του στους Κεφαλλονίτες θεωρείται ο πρώτος δημόσιος πολιτικός λόγος
του. Στη συνέχεια οι μεγάλες δυνάμεις λόγω και της αντίδρασης της Υψηλής Πύλης,
έστειλαν στα Επτάνησα τον Γεώργιο Μοτσενίγο, με ρωσική στρατιωτική δύναμη να
αποκαταστήσει την τάξη. Αυτός προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέων
γερουσιαστών. Η νέα Γερουσία ανέλαβε καθήκοντα την 1 Απριλίου 1803 και αμέσως
διόρισε ομόφωνα σαν γραμματέα του νεοσύστατου κράτους τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Μέσα στα καθήκοντά του ήταν και η διεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της
νεοσύστατης δημοκρατίας. Όπως λέει η Ελένη Κούκκου στο σχετικό βιβλίο της «στην
Κεφαλληνία πήρε το βάπτισμα του πολιτικού, στην Κέρκυρα έγινε ο διπλωμάτης και
ο νομοθέτης». Στις 24 Νοεμβρίου 1903 πέθανε ο Πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας
Σπύρος Θεοτόκης και ουσιαστικά την κυβέρνηση ανέλαβε ο Καποδίστριας. Εκτός από
τις άλλες τεράστιες ευθύνες του, κατόπιν εντολής της Ιόνιας Γερουσίας ανέλαβε
και την οργάνωση της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση και γενικότερα η παιδεία των Ελλήνων
ήταν ο μεγάλος καημός και στόχος του Καποδίστρια σ’ όλη την ζωή γιατί πίστευε
ότι μόνο με την Παιδεία μπορούσε να ελευθερωθεί και κυρίως να παραμείνει
ελεύθερο το ελληνικό έθνος. Τον Μάιο του 1807, εστάλη από την Ιόνιο Γερουσία
στη Λευκάδα προκειμένου να την οργανώσει στρατιωτικά για να αντέξει την
επιβουλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Αυτός αμέσως άρχισε την οργάνωση του
νησιού όταν στις 30 Ιουλίου 1807 έλαβε εντολή από την Γερουσία να σταματήσει
κάθε ενέργεια αφού με τη συνθήκη του Tilsit
της 8 Ιουλίου 1807, μεταξύ Ρώσων και Γάλλων η Ευρώπη μοιράστηκε στους δύο
ηγεμόνες και η δυτική και τα Ιόνια νησιά παραχωρήθηκαν στον Ναπολέοντα και η
ανατολική στον Τσάρο Αλέξανδρο. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να ακολουθήσει στη
Ρωσία τον Μοτσενίγο, που εγκατέλειψε τα Ιόνια και αρνήθηκε να υπηρετήσει τους
γάλλους, παρά τις δελεαστικές προτάσεις τους, ίσως λόγω αντιπάθειάς του προς
τον Ναπολέοντα. Τελικά στις 15/27 Μαΐου
1808 ο επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας κόμης Ρομαντζώφ, τον
καλούσε να υπηρετήσει στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας, απονέμοντας του παράσημο
και σημαντική χρηματική επιταγή.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι αν
ο Καποδίστριας παρέμενε στην Κέρκυρα θα εξελισσόταν σε έναν άριστο γιατρό με ευρύτερη επιστημονική εμβέλεια και ένας
ίσως τοπικός πολιτικός άρχοντας. Ποτέ όμως δεν θα αναδεικνυόταν, όπως γράφει
και ο Σπύρος Λουκάτος, σε μια από τις κυρίαρχες πολιτικο-διπλωματικές
προσωπικότητες των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα και συντελεστής,
στο βαθμό που του αναλογεί, της νέας στην Ευρώπη τάξης πραγμάτων, μετά την ήττα
του Μ. Ναπολέοντα στο Βατερλό. Στην Επτάνησο
πολιτεία ο νεαρός Καποδίστριας έθεσε τους άξονες της πολιτικο – κοινωνικής
φιλοσοφίας και ιδεολογίας του της πεφωτισμένης
δεσποτείας, σε συγκερασμό των οικογενειακών συντηρητικών και φιλορωσικών
αρχών και ιδεών, με τις νέες ζωτικές αρχές του γαλλικού και ελληνικού
διαφωτιστικού κινήματος και έτσι εξελίχθηκε σε πρόσωπο που επιβλήθηκε σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο και αργότερα στην ελευθερωμένη Ελλάδα, ως πρώτος
κυβερνήτης της πάσχισε να τη οργανώσει και λειτουργήσει κατά τα ευρωπαϊκά
πρότυπα. Η Επτάνησος πολιτεία, κατά τη λιγόχρονη ιστορική της υπόσταση οφείλει
πολλά στον Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση και λειτουργία της και μάλιστα
κατά τη συνταγματική και παιδευτική διάσταση. Αυτό που ίσως μπορεί να
καταλογιστεί στον Καποδίστρια είναι ότι ήδη από τους χρόνους αυτούς
διαμορφώθηκε σ’ αυτόν η πεποίθηση ότι η Ρωσία ήταν η μόνη υπερδύναμη στην οποία
έπρεπε να στραφεί ο υπόδουλος Ελληνισμός για την εθνική του απελευθέρωση και
αποκατάσταση. Γι’ αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, από τη θέση του Υπουργού
Εξωτερικών της Ρωσίας, πάντοτε προσπαθούσε, διακριτικά βέβαια, να πείσει τον
Τσάρο Αλέξανδρο να έλθει σε πόλεμο με τους Τούρκους, ελπίζοντας ότι σ’ αυτήν
την περίπτωση η ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδος θα είχε την πλήρη υποστήριξη της
Ρωσίας. Με βάση την πίστη του αυτή αρνήθηκε την προσφερθείσα σ’ αυτόν από τους
Γάλλους θέση στο Συμβούλιο Επικρατείας των Επτανήσων και αποδέχθηκε την
πρόσκληση της Ρωσίας.
Έτσι στα μέσα Ιουλίου 1808 αναχωρεί για
την Αγία Πετρούπολη, στην οποία φθάνει στο τέλος Ιανουαρίου 1809. Τώρα αρχίζει
η άλλη περίοδος της πολυκύμαντης ζωής του, όπου θα
ξεδιπλωθεί το ιδιαίτερο
ταλέντο του
στην διπλωματία και θα δοξασθεί στη τότε διεθνή πολιτική σκηνή και μέσω αυτού η υπόδουλος
Ελλάδα αφού ουδέποτε έπαυσε να ομολογεί, να διακηρύσσει και να υπερηφανεύεται για
την ελληνικότητά του, ενώ στον
Τσάρο κατέστησε σαφές ότι θα τον υπηρετούσε
πάντοτε έντιμα αλλά
πρώτα θα ήταν Έλληνας. Στις 20 Απριλίου 1809 διορίστηκε σύμβουλος
της Επικρατείας και υπηρέτησε στο τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων της Ρωσίας, με
3.000 ρούβλια στο μισθό. Η θέση αυτή δεν
ήταν αυτή που περίμενε, ενώ ο ίδιος ήθελε να διοριστεί σε μια από τις
ρωσικές πρεσβείες των μεγάλων ευρωπαϊκών
κρατών. Όμως ο Καποδίστριας γνώριζε να περιμένει. Στο διάστημα που ήταν στην
θέση αυτή εκτός από την εργασία του συνέχισε την προσπάθεια της προσωπικής του
επιμόρφωσης, διαβάζοντας συνεχώς και ακαταπαύστως από τα βιβλία της βιβλιοθήκης
του Ερμιτάζ και της βιβλιοθήκης της μητέρας του Τσάρου. Όπως αναφέρει σε
επιστολή του στον πατέρα του «έχω μεγάλη
τύχη γιατί έχω στη
διάθεσή μου πλούσιες
και λαμπρές βιβλιοθήκες». Στην Πετρούπολη, παρά την
περιορισμένη κοινωνική ζωή που έκανε, γνωρίστηκε με όλη, σχεδόν, την
αριστοκρατία της, που κατείχε θέσεις ισχυρές και πλούτο και που αργότερα θα
χρησιμοποιούσε για το ελληνικό ζήτημα. Μεταξύ αυτών ήταν και ελληνικές
οικογένειες και ιδιαίτερα συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας με την οικογένεια
Στούρτζα και ιδιαίτερα τους αδελφούς Αλέξανδρο και Ρωξάνδρα Στούρτζα, η οποία
αργότερα έγινε και κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας. Επίσης γνώρισε τον Τραπεζίτη
Ιωάννη Δομπόλη από την Ήπειρο, στον οποίο είχε αναπτύξει τις ιδέες του για την
ανάπτυξη της παιδείας στην υπόδουλη Ελλάδα και στον οποίο καλλιέργησε την ιδέα
ν’ αφιερώσει τη μεγάλη περιουσία του για την οργάνωση της εκπαίδευσης στην
Ελλάδα. Ο Δομπόλης στην από 4 Φεβρουαρίου 1849 διαθήκη του δηλαδή 17 χρόνια από
τον θάνατο του Καποδίστρια που συνέταξε στην Πετρούπολη γράφει «ότε το 1809
εγνώρισα το μακαρίτην κόμητα υπεσχέθηκαν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον
προς διάδοσιν της δημόσιας παιδεύσεως εν
Ελλάδι …. Προς τούτο δε προσπάθησα να αυξήσω τα κεφάλαιά μου ……… εις εκπλήρωσιν
της υποσχέσεώς μου προς αντίδρασιν εν Αθήναις Πανεπιστημίου ονομασθησομένου
Καποδιστριακού ως ταύτην ιδέαν
συλλαβόντα, αναγνωρίζων τον Καποδίστριαν
ως ιδρυτήν και κτίστην
του εαυτού ιδρύματος». Την 1
Αυγούστου 1811, επιτέλους ήλθε η είδηση του διορισμού του Καποδίστρια στη
ρωσική πρεσβεία της Βιέννης. Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βιέννη κόμης Stαckelberg τον
υποδέχθηκε ψυχρά πλην όμως πολύ γρήγορα γοητεύθηκε από την προσωπικότητα του
Καποδίστρια. Στην πρεσβεία αυτή έμεινε περίπου επτάμιση μήνες και στο διάστημα
αυτό φρόντισε να γνωριστεί με τους πιο αξιόλογους Έλληνες της Βιέννης και
ιδιαίτερα τον Άνθιμο Γαζή, που είχε ήδη αρχίσει την έκδοση του «Λογίου Ερμή».
Στις 20 Μαΐου 1812 έφθασε στο Βουκουρέστι και ανέλαβε καθήκοντα «αρχηγού και
διευθυντού της γραμματείας του
διπλωματικού τμήματος» του ναυάρχου Τσιτσαγκώφ. Από τη θέση αυτή ο Καποδίστριας
άρχισε να ξεδιπλώνει τις διπλωματικές του ικανότητες φρόντισε για την εφαρμογή μιας δύσκολης συνθήκης του Βουκουρεστίου, το Μάιο
του 1812, που είχε συνομολογηθεί μεταξύ Σέρβων, Βλάχων Μολδαβών με τον Τούρκο
αρχιστράτηγο και είχε την ευκαιρία για πρώτη φορά να έλθει σε επαφή με την
τουρκική διπλωματία και ν’ αποκτήσει τις πρώτες εμπειρίες του μ’ αυτή. Ο τσάρος
Αλέξανδρος αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του με διάταγμα της 8-11-1812 του
απένειμε το βαθμό του εν ενεργεία κρατικού συμβούλου ενώ τον παρασημοφόρησε δύο
φορές. Μετά τη μάχη της Λειψίας (Οκτώβριος 1813) ο Τσάρος Αλέξανδρος έφτασε τη
Φραγκφούρτη. Εκεί ζήτησε και είδε κατά μόνας τον Καποδίστρια στον οποίο ανέθεσε
την εμπιστευτική αποστολή να ασχοληθεί με την Ελβετία. Στις αρχές του 1814
παρατηρήθηκαν κινήσεις ανεξαρτητοποίησης της Ελβετίας υπό την επίδραση του
γαλλικού δημοκρατικού ανέμου. Ο Τσάρος του έδωσε σαφείς οδηγίες ότι έπρεπε να
επιτύχει την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας και να τη σώσει από
το γαλλικό δεσποτισμό, ενώ έπρεπε να συνεργάζεται με τον αυστριακό απεσταλμένο
του Φραγκίσκου. Εκεί κατόρθωσε να κατανικήσει την αντίδραση των αριστοκρατών και
να τους πείσει να συνεργαστούν και να συμπράξουν με τους δημοκράτες στη
συγκρότηση γενικής συνέλευσης που θα ρύθμιζε τα όρια και τα δικαιώματος της
ισοπολιτείας του κάθε καντονιού. Έτσι έφτιαξε το πολιτικό σύστημα της
Ελβετίας, το οποίο, με μικρές τροποποιήσεις, ισχύει μέχρι σήμερα και με το
οποίο κυβερνάται η χώρα αυτή, η οποία έχει πολλαπλώς αναγνωρίσει τη συμβολή του
Καποδίστρια και τον έχει τιμήσει. Η εξαιρετικά επιτυχημένη αποστολή του στο
ζήτημα της Ελβετίας έκανε τον Τσάρο να του υποσχεθεί πολύ υψηλότερη θέση. Στο
μεταξύ στην Ελβετία ο Καποδίστριας μελέτησε σε βάθος το εκπαιδευτικό της
σύστημα που εφάρμοζαν οι μεγάλοι Ελβετοί
παιδαγωγοί Pestalozzi και Fellenberg, έχοντας πάντα στο νου του την κατάσταση και τις
ανάγκες της πατρίδας του. Στις 31 Μαρτίου 1814, τα συμμαχικά στρατεύματα
εισήλθον στο Παρίσι, μετά την ήττα των Γάλλων. Ο ίδιος παρακάλεσε το Τσάρο να
πάει στο Παρίσι να παραστεί στο συνέδριο των Παρισίων στο οποίο θα κρινόταν και
η τύχη των Ιονίων Νήσων, που ήταν μέχρι τότε στη γαλλική κυριαρχία. Ο Τσάρος
συμφώνησε πλην όμως αυτή έφθασε αργά και το θέμα των Ιονίων Νήσων είχε ήδη
διευθετηθεί και αυτές είχαν παραχωρηθεί στην Αγγλία. Η πίκρα και η απογοήτευσή
του ήταν τόσο μεγάλη που δεν δίστασε να την εκφράσει στον Τσάρο, ο οποίος τον
συμπόνεσε και προσπάθησε να τον
παρηγορήσει ότι το θέμα θα διευθετείτο οριστικά στο συνέδριο της
Βιέννης. Ο Καποδίστριας όμως δεν είχε ψευδαισθήσεις ότι είχε χαθεί η ευκαιρία.
Οι εργασίες του περίφημου συνεδρίου της Βιέννης άρχισαν την 1 Νοεμβρίου 1814
και ο Καποδίστριας ήταν μέλος της ρωσικής διπλωματικής αποστολής και τελείωσαν
τυπικά με την υπογραφή των τελικών πράξεων στις 9 Ιουνίου 1815. Σημειώνεται ότι
ο αριθμός των ξένων που βρίσκονταν στη Βιέννη για το συνέδριο, σύμφωνα με
εφημερίδες της εποχής, ανέρχονταν σε 35.000 περίπου. Ήταν συγκεντρωμένες οι
μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ευρώπης
αυτοκράτορες, βασιλείς, πρίγκιπες, ηγεμόνες, μεγιστάνες του πλούτου και
διάσημα ονόματα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι στο συνέδριο
αυτό πιο πολύ χόρευαν παρά συνεδρίαζαν. Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να μείνει
ανεκμετάλλευτη από τον Καποδίστρια για την προώθηση του βαθέως σκοπού του. Έτσι
εύρισκε πάντα τον τρόπο να ανοίγει τη συζήτηση για την τραγική κατάσταση των
υπόδουλων Ελλήνων και να προκαλεί τη
συμπάθεια των ξένων προς τους Έλληνες. Πιστεύω πως εκεί ρίχτηκε ο σπόρος για
τον μετέπειτα εξελιχθέντα φιλελληνισμό των Ευρωπαίων. Παράλληλα έπεισε τον
Τσάρο να ιδρυθεί μια εταιρεία που σκοπό θα είχε να βοηθήσουν τους πτωχούς
Έλληνες νέους να σπουδάσουν. Έτσι δημιουργήθηκε η Εταιρεία Φίλων των Μουσών η Φιλόμουσος Εταιρεία, όπως έγινε
γνωστή στην Ελλάδα. Στην εταιρεία αυτή έγινε μάλιστα πρώτος συνδρομητής ο
Τσάρος και η Τσαρίνα δίδοντας χρηματικά ποσά και το παράδειγμά τους μιμήθηκαν
δεκάδες ευγενείς και υπουργοί του συνεδρίου. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της
Ρωξάνδρας Στούρτζα ο Καποδίστριας κατάφερε με διπλωματική ευγένεια να εισφέρει
για τους σκοπούς της εταιρείας ακόμα και τον πολύ γνωστό μας Μέτερνιχ, ο οποίος
έδωσε σημαντικό ποσό στον έρανο για την μόρφωση των ελληνοπαίδων. Φαινομενικώς
κύριος σκοπός της εταιρείας ήταν η διενέργεια εράνων για να σπουδάζουν νέοι
Έλληνες. Παράλληλα όμως μ’ αυτόν
βαθύτερος και απώτερος ήταν η σταδιακή προετοιμασία και διαφώτιση της
ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και η μυστική συνεργασία των Ελλήνων, με ανώδυνη
προκάλυψη για την αποτίναξη του
τουρκικού ζυγού. Ο οξυδερκής Μέτερνιχ διαισθάνθηκε ότι πίσω από τους
εκπαιδευτικούς σκοπούς κρύβονταν και πολιτικοί σκοποί, πλην όμως δεν μπορούσε
ν’ αντιδράσει στη γενική αυτή κινητοποίηση του φιλελληνισμού, χωρίς να
διατρέξει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για βαρβαρότητα, όπως γράφει η προαναφερόμενη
Ρωξάνδρα Στούρτζα. Παρ’ όλα αυτά ο Μέτερνιχ έδωσε εντολή να παρακολουθούν
μυστικά όλα τα μέλη της εταιρείας και ιδιαίτερα τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο
της Βιέννης, στο οποίο έλαμψε το άστρο του Καποδίστρια, μολονότι κατείχε χαμηλή
θέση στην ρωσική αντιπροσωπεία, λόγω και της σχεδόν καθημερινής επαφής του με
τον Τσάρο Αλέξανδρο. Προσπάθησε, πλην ματαίως, για πλήρη απελευθέρωση των
Ιονίων Νήσων. Στις πιέσεις του στον Τσάρο ήταν και ένα υπόμνημα που του το
υπέβαλε για την οργάνωση των Ιονίων Νήσων, που αποτελεί «ένα πρόσθετο
αδιάψευστο τεκμήριο για τη σημασία που έδινε στην παιδεία και όπως γράφει η
Ελένη Κούκου για τον Καποδίστρια η διάδοση της Παιδείας και η επανάκτηση της
εθνικής ελευθερίας αποτελούσαν ταυτόσημες έννοιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το
ένα τρίτο του υπομνήματος αυτού αναφέρεται στο σύστημα εκπαίδευσης που έπρεπε
να εφαρμοστεί στην Επτάνησο Πολιτεία. Όπως ο ίδιος εξηγεί «μανία του» για την
εκπαίδευση «εις ένα λαόν ευαίσθητον, πνευματώδη, προικισμένο δια ζωηράς
φαντασίας και πλούσιον εις ιστορικάς αναμνήσεις, αι περιοχαί της μορφώσεως και
της παιδείας είναι αι πηγαί εκ των
οποίων δύναται τις να αντλήσει τους τρόπους και τα της τελειοποιήσεώς του».
Μεταξύ των άλλων προτάσεων ήθελε πρώτον την ίδρυση ένα είδος Πανεπιστημίου στην Ιθάκη, ώστε οι γονείς να μη στέλνουν τα
παιδιά τους στα ξένα Πανεπιστήμια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις ενέργειές
του και τον επίμονο αγώνα του αναγνωρίστηκε η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα
της Ιονίου Πολιτείας. Εξάλλου αργότερα ο παραπάνω σκοπός του για ίδρυση ανώτατης
σχολής, πανεπιστημιακού επιπέδου, πραγματοποιήθηκε με την ίδρυση της Ιονίου
Ακαδημίας στην Κέρκυρα, με τη σημαντική συμβολή του φίλου του και φλογερού
φιλέλληνα Άγγλου λόρδου Φρειδερίκου Νόρθ, κόμητα του Γκίλφορντ.
Μετά τη λήξη των εργασιών του συνεδρίου
της Βιέννης, ο Αλέξανδρος ο οποίος έδειχνε αφειδώλευτα την εύνοιά του προς τον
Καποδίστρια του ζήτησε να τον ακολουθήσει σαν πληρεξούσιος υπουργός στο Γενικό
Επιτελείο του κατά τη διεξαγωγή των μαχών εναντίον του Ναπολέοντα. Μετά τη
συντριβή του Ναπολέοντα στο Βατερλό άρχισαν οι συζητήσεις για το μέλλον της
Γαλλίας. Ο Καποδίστριας, μολονότι ήταν παρών
ο Τσάρος Αλέξανδρος, ηγείτο της ρωσικής αντιπροσωπείας. Οι απόψεις του,
για μια συνθήκη που δεν θα τιμωρούσε αυστηρά τη νικημένη Γαλλία τελικά
επικράτησαν και έτσι δεν ευοδώθηκαν τα σχέδια της Πρωσσίας για διαμελισμό της
χώρας. Οι απόψεις αυτές και τελικά η επικράτησή τους δεν βοήθησαν ανυπολόγιστα
μόνο τη Γαλλία αλλά βοήθησαν και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή, αφού
αποφεύχθηκε το λάθος που έγινε με τη συνθήκη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για
τη Γερμανία. Εκεί στο συνέδριο του Παρισιού, επαναφέρθηκε το θέμα των Ιονίων
Νήσων και με τη συνθήκη της πέμπτης (5) Νοεμβρίου του 1815 η Επτάνησος
αποτέλεσε «ελεύθερον και ανεξάρτητον» κράτος με την επωνυμία «Ηνωμέναι
Πολιτείαι των Ιονίων Νήσων υπό την προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας». Η συνθήκη
αυτή δεν ήταν το ποθητό του Καποδίστρια αλλά ήταν ότι καλλίτερο μπορούσε να
επιτευχθεί για τα Ιόνια Νησιά την εποχή εκείνη. Εξάλλου έβλεπε τη δημιουργία
αυτού του μικρού κράτους ως πυρήνα για τη δημιουργία του μεγάλου ελεύθερου
ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επιστολή του, στις 22-11-1815,
προς την Ιόνιο Γερουσία, με την οποία
ανήγγειλε επίσημα την υπογραφή της συνθήκης του Παρισιού έγραφε ότι «εάν
υπάρχει ένα πράγμα, που μπορεί να ανακουφίσει τη μοίρα ενός ανθρώπου που ζει
μακριά από την πατρίδα του, είναι μονάχα η ευτυχία να κοπιάζει γι΄ αυτήν και η
ελπίδα του να γίνει άξιος της επιδοκιμασίας της». Μετά την υπογραφή της
συνθήκης την παραμονή της αναχώρησης του Τσάρου Αλεξάνδρου από το Παρίσι κάλεσε
τον Καποδίστρια στον οποίο αφού εξέφρασε την ευαρέσκειάν του για την μέχρι τότε πορείαν του, του ανακοίνωσε
ότι θα τον διόριζε υπουργό των Εξωτερικών και ότι ώφειλε να επιστρέψει, το συντομότερο δυνατό,
στην Πετρούπολη. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καποδίστριας, αφού τον ευχαρίστησε για
τη μεγάλη τιμή, τον παρακάλεσε να τον αφήσει στη θέση του στην Ελβετία διότι
από τη νέα του θέση και λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν ΄Ελληνας θα δημιουργούνται
υποψίες στις Κυβερνήσεις της Αγγλίας και άλλων χωρών αναφορικά με την Ελλάδα,
ενώ ακόμα θα δημιουργούσε και
μεγαλύτερες προσδοκίες στους συμπατριώτες του Έλληνες για βοήθεια προς
απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, Ο Τσάρος, του απάντησε ότι γνώριζε την
αγάπη του για την πατρίδα του και όλες τις άλλες ενστάσεις του αλλά επέμενε ότι
έπρεπε να δεχθεί τη θέση, γιατί εκτός των άλλων οι Έλληνες θα είχαν ένα
συνήγορο κοντά του.
Έτσι στις 28 Νοεμβρίου 1815 αναχώρησε από
το Παρίσι και έμεινε για λίγο διάστημα στην αγαπημένη του Ελβετία, όπου
ασχολήθηκε και έδωσε οδηγίες για την πρόοδο των Ελλήνων υπογράφων της
Φιλομούσου Εταιρείας. Στη συνέχεια πέρασε στη Βιέννη όπου συναντήθηκε με τον επιστήθιο φίλο του Αλέξανδρο Στούρτζα, στον
οποίο ζήτησε να τον συντροφεύσει στην Πετρούπολη, φθάνοντας εκεί στις αρχές
Ιανουαρίου 1816. Στην Αγία Πετρούπολη, τον περίμενε δύσκολη και περίπλοκη
εργασία. Η οργάνωση του Υπουργείου Εξωτερικών και η χάραξη και διεύθυνση της
εξωτερικής πολιτικής μιας τέτοιας χώρας
απαιτούσαν μεγάλη σοβαρότητα και πολύ και επίπονη εργασία. Όμως εργαζόμενος
σκληρά σε συνδυασμό με τις χαρισματικές του ικανότητες ανταποκρίθηκε πλήρως στα
καθήκοντά του με αποτέλεσμα να έχει την απεριόριστη εύνοια του Τσάρου, ο οποίος
τον Ιανουάριο του 1816 του απέδωσε το βαθμό του μυστικού συμβούλου που
αντιστοιχεί στον 3ο βαθμό στη Ρωσική Ιεραρχία. Το στήθος του γεμίζει
από παράσημα όχι μόνο ρωσικά αλλά και των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κρατών. Στο
διάστημα αυτό ήλθε σε επαφή με όλους τους Έλληνες στη Ρωσία πλούσιους και φτωχούς, οι
τελευταίοι δε συχνά κατέφευγαν σ’ αυτόν για βοήθεια και όπως λέει ο Π.
Ενεπεκίδης «αξιόλογο ποσό από την
μισθοδοσία του έδινε για τις ανάγκες των συμπατριωτών του στη Μόσχα και
αλλού…». Στη Μαριανούπολη υπήρχε σημαντική ελληνική παροικία που κόντευε να
εκρωσισθεί. Κατάφερε, με εισήγησή του,
να παραχωρηθούν σ’ αυτούς αξιόλογα προνόμια. Οι εκεί Έλληνες, έστειλαν επιτροπή
στην Πετρούπολη, να ευχαριστήσει τον Καποδίστρια και να του δώσουν ως δώρο
χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε την παραλαβή του και επειδή αυτοί το
θεώρησαν προσβολή, τους είπε έτσι ομιλούν την ελληνική. Σε αρνητική απάντηση
συμφώνησε να παραλάβει τα χρήματα και αυτά να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να
προσληφθούν δάσκαλοι για να τους μάθουν την ελληνική μητρική τους γλώσσα. Στις
αρχές του 1817, για πρώτη φορά έγινε προσπάθεια μύησής του στην Φιλική
Εταιρεία. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε την συμμετοχή του όταν ήλθε σε επαφή με
κάποιον νεαρό φιλικό ονόματι Γαλάτη από την Ιθάκη, ο οποίος του είπε ότι ήταν
εξουσιοδοτημένος να του ζητήσει να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε και ενημέρωσε σχετικά
τον Τσάρο. Λέγεται ότι η μυστική αστυνομία του Τσάρου, συνέλαβε αργότερα
τον Γαλάτη και του απέσπασε όλες τις πληροφορίες του για την φιλική εταιρεία.
Είναι προφανές ότι ήταν λάθος της
ηγεσίας της φιλικής εταιρείας η ανάθεση της αποστολής αυτής στον Γαλάτη. Αργότερα
στις αρχές του 1820 ο Καποδίστριας, συναντήθηκε με τον Ξάνθο και
πάλι αρνήθηκε να αναλάβει την αρχηγία. Πιστεύω ότι βασική αιτία της άρνησής του
ήταν η πεποίθησή του ότι αφενός μεν μπορούσε να βοηθήσει την πατρίδα πολύ
περισσότερο από τη θέση που κατείχε αφετέρου ότι οποιαδήποτε επαναστατική
κίνηση την εποχή εκείνη ήταν καταδικασμένη λόγω του πολιτικού κλίματος που
επικρατούσε στην Ευρώπη έναντι των εθνικιστικών κινημάτων, που άγγιζε όλες τις
τότε μεγάλες δυνάμεις, και το οποίο πολύ καλά γνώριζε από τη θέση του Υπουργού
Εξωτερικών της Ρωσίας. Είναι αλήθεια όμως ότι τα επαναστατικά και
απελευθερωτικά κινήματα στηρίζονται στην «αποκοπή» και δεν περιμένουν τις
κατάλληλες πολιτικές συνθήκες, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν έρχονται. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι και άλλοι γνωστοί Έλληνες της εποχής εκείνης π.χ. Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος, Αδαμάντιος Κοραής κλπ δεν μετείχαν στην φιλική εταιρεία
πιστεύοντας ότι το έθνος δεν ήταν ώριμο για μια τέτοια πράξη και ότι η παιδεία
έπρεπε να προηγηθεί της Επανάστασης, το οποίο, πιστεύω, και ο Καποδίστριας
πρέσβευε, πέραν των προαναφερομένων λόγων. Πιστεύω ότι είναι λάθος η άποψη ότι
ο Καποδίστριας ήταν κατά της Φιλικής Εταιρείας και τούτο το στηρίζω στο ότι
αφενός ο αδελφός του Βιάρος ήταν μέλος της από το έτος 1819 και είναι γνωστός ο
δεσμός της οικογένειας αυτής, αφετέρου η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας δε θα
προσέφερε την αρχηγεία της οργάνωσης σ’ αυτόν, έναν αντίπαλο ή διώκτη της
εταιρείας.
Το Σεπτέμβριο του 1818 οργανώθηκε στην
πόλη Αίξ Λα Σαπέλ, το σημερινό ΄Ααχεν συνέδριο των τότε Μ. Δυνάμεων (Ρωσίας,
Αγγλίας, Αυστρίας και Πρωσίας). Σκοπός του συνεδρίου ήταν να συζητήσουν το θέμα
των μικροτέρων κρατών, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, να συζητήσουν για την
αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από τη Γαλλία και τη μείωση των οικονομικών
απαιτήσεων των νικητών. Στο συνέδριο αυτό ο Καποδίστριας δεν ανέδειξε μόνο την
διπλωματική του ιδιοφυία, η οποία είχε αναγνωριστεί σε προηγούμενα συνέδρια,
αλλά πρόβαλε τις δικές του ιδέες για μια νέα Ευρώπη που στηρίζονταν στις
φιλελεύθερες αρχές του διαφωτισμού. Αυτός υποστήριξε ότι η Ευρώπη έπρεπε να
προστατευθεί από τη χρήση βίας και τις επεκτατικές πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων. Για να γίνει
αυτό έπρεπε να δημιουργηθεί μία διευρυμένη συμμαχία, η οποία θα ήταν
συνυπεύθυνη για την εξωτερική και εσωτερική ειρήνη όλων των κρατών της Ευρώπης.
Δηλαδή στην τετραπλή συμμαχία έπρεπε να
ενταχθούν όλα τα κράτη της Ευρώπης. Επίσης πρότεινε τη θέσπιση συνταγματικών
θεσμών για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το αιτιολογικό ότι τα
συντάγματα θα παρείχαν στους λαούς συνολική σταθερότητα, θα περιόριζαν το
δεσποτισμό και θα καθόριζαν τα νόμιμα κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων.
Υποστήριξε τη δημιουργία εθνικών κρατών με συνταγματικές κυβερνήσεις. Οι
απόψεις αυτές του Καποδίστρια είναι σαφές ότι ήταν η πρώτη προσπάθεια για τη
δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν ήταν καθόλου θεωρητικής κατεύθυνσης, αφού αυτός
όχι μόνο τις υποστήριζε και προέβαλε από τη θέση του ως Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας αλλά τις υπέβαλε στο
συνέδριο. Οι προτάσεις αυτές δείχνουν το ευρύ πνεύμα που είχε ο Καποδίστριας.
Εμείς και όλη η Ευρώπη οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πρώτος αυτός συνέλαβε την
ανάγκη «συσπείρωσης όλων των κρατών γύρω από μια κοινή πατρίδα την Ευρώπη». Και
είναι αλήθεια πως πίσω από τις προτάσεις αυτές κρυβόταν και ο διακαής πόθος του
για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Στο συνέδριο αυτό ο Καποδίστριας αγωνίστηκε
με πάθος για την επικράτηση των παραπάνω προτάσεών του, πλην όμως η Αυστρία με
τον Μέτερνιχ συμμαχώντας με τους Άγγλους και έχοντας τη διστακτικότητα του
Τσάρου Αλέξανδρου κατάφεραν να τις
απορρίψουν. Ίσως εάν είχαν επικρατήσει οι απόψεις αυτές η Ευρώπη να είχε
αποφύγει τους δύο μεγάλους πολέμους του περασμένου αιώνα. Στο άλλο θέμα όμως
του συνεδρίου δηλ. της Γαλλίας, οι απόψεις του Καποδίστρια επικράτησαν με
αποτέλεσμα να αποσυρθεί ο στρατός κατοχής από το γαλλικό έδαφος και να μειωθούν
σημαντικά οι οικονομικές υποχρεώσεις – αποζημιώσεις που της είχαν επιβληθεί και
να ενταχθεί πάλι η Γαλλία ως ισότιμο μέλος στην τετραπλή Συμμαχία. Ο Γάλλος
διπλωμάτης κόμης Μολέτ έγγραφε ότι «εάν η Γαλλία είναι ακόμα Γαλλία, το οφείλει
κυριολεκτικά σε δύο ανθρώπους, που τα ονόματά τους δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει:
τον Τσάρο Αλέξανδρο και κυρίως τον Υπουργό Εξωτερικών Καποδίστριαν…». Ακόμα ο
βασιλιάς Λουδοβίκος ο ΙΗ (18ος) θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη
του στον Καποδίστρια του πρόσφερε μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο αυτός
αρνήθηκε και ζήτησε αντ’ αυτού να δοθεί από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν
εις διπλούν στη βιβλιοθήκη των Παρισίων
για τη δημιουργία βιβλιοθήκης στην Ελλάδα. Στο ίδιο συνέδριο του Ααχέν ο
Καποδίστριας έκανε μια ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή, πρόταση για τη
βελτίωση των συνθηκών ζωής των Μαύρων
και την κατάργηση του δουλεμπορίου στις ακτές της Αφρικής. Και είναι αλήθεια
ότι ο Καποδίστριας είχε κάνει προτάσεις για το θέμα αυτό και στο συνέδριο της
Βιέννης, που απορρίφθηκαν αμέσως. Για την αντιμετώπιση του θέματος πρότεινε να
δημιουργηθεί ένας ειδικός οργανισμός που θα είχε την επωνυμία «L΄ institution Africaine». Ο
οργανισμός αυτός θα διευθυνόταν από δικό του ανώτατο συμβούλιο και θα διέθετε
δικαστική εξουσία και δική του στρατιωτική δύναμη. Δυστυχώς οι άλλες μεγάλες
δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία που είχε σημαντικά κέρδη από το εμπόριο των
μαύρων τις απέρριψαν. Έπρεπε να περάσουν 67 ολόκληρα χρόνια για να συμφωνήσουν
όλοι στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο του Βερολίνου (1884 – 1885) ότι η πιο
αποτελεσματική λύση για την καταπολέμηση του δουλεμπορίου θα ήταν η ίδρυση της
«Association Internationale Africaine»
με βασική δομή, αυτήν που είχε προτείνει ο Καποδίστριας.
Μετά το συνέδριο ο Τσάρος του έδωσε άδεια
4 μηνών προκειμένου να ξεκουραστεί και επισκεφθεί τους γονείς του στην Κέρκυρα.
Εκεί έφθασε στα τέλη Μαρτίου και παρά τη
μεγάλη του χαρά για την επιστροφή στην πατρίδα του και στην οικογένειά
του (ο πατέρας του ζούσε ακόμη) δοκίμασε μεγάλη πίκρα όταν πληροφορήθηκε τη
συμπεριφορά των Άγγλων στα Ιόνια Νησιά. Ίσως ένοιωθε και ενοχές αφού αυτός
προσπάθησε να τεθούν τα νησιά υπό αγγλική κυριαρχία θεωρώντας ότι ήταν
καλλίτερη από την τουρκική. Εκεί συναντήθηκε και με οπλαρχηγούς από την
ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε
και ιδιαίτερες προφορικές συνομιλίες οι
οποίες ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν, πλην όμως ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος
σε μελέτη, που δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του, αναφέρει κάποιες λεπτομέρειες.
Και είναι αλήθεια ότι την εποχή αυτή (1819) ο Καποδίστριας έγραψε και έστειλε
εγκύκλιο επιστολή, στην οποία δήλωνε αντίθετος σε οποιαδήποτε επαναστατική
ενέργεια των Ελλήνων. Αντικειμενικός
στόχος της επιστολής ήταν η εξουδετέρωση των υπονοιών σε βάρος του, για ενθάρρυνση
και συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά τη συνάντησή
του με τους οπλαρχηγούς τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το
επόμενο έτος (1820) και ενώ η επιστολή είχε γίνει γνωστή σε όλους, ο Ξάνθος,
πρόσφερε την αρχηγεία της Φιλικής Εταιρείας στον Καποδίστρια. Ο τελευταίος,
αφού παρήλθε ο χρόνος της αδείας του, εγκατέλειψε την Κέρκυρα στην οποία δεν θα
επέστρεφε ποτέ εν ζωή και έφθασε περί τα μέσα Οκτωβρίου 1819 στην Πετρούπολη.
Στο υπουργείο, ύστερα από απουσία 10 μηνών, τον περίμεναν δύσκολα προβλήματα,
που επιδεινώθηκαν από τη ραγδαία εξέλιξη πολλών γεγονότων της Ευρώπης, από τις
πρώτες ημέρες του 1820. Επαναστατικός άνεμος άρχισε να πνέει από τη μια άκρη
της Ευρώπης ως την άλλη. Την 1 Ιανουαρίου κηρύχθηκε η επανάσταση στην Ισπανία,
στις 13 Φεβρουαρίου δολοφονήθηκε στο Παρίσι ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου,
γιός του Καρόλου του Ι, ταραχές θα σημειωθούν στις παραδοσιακές Ηγεμονίες και
τον Ιούλιο θα επαναστατήσει η Νεάπολη. Τα επαναστατικά αυτά γεγονότα θορύβησαν
τον Τσάρο και τους άλλους αυτοκράτορες που πίστεψαν ότι υπήρχε ένα επαναστατικό
διευθυντήριο, που θα άπλωνε τα πλοκάμια του σ’ όλη την Ευρώπη και θα
διακινδύνευε η εξουσία τους.
Έτσι από το φθινόπωρο του 1820 μέχρι το
τέλος της άνοιξης του 1821, ξεκίνησαν δύο συνέδρια στις πόλεις Τροπέου και
Λαϊμπαχ (σημερινή Λουμπιάνα) για να
αντιμετωπίσουν την εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από τις
προαναφερόμενες επαναστάσεις και ειδικότερα της Νεάπολης, που συνδεόταν με την
Αυστρία με ιδιαίτερη συνθήκη και στο Πεδεμόντιο. Η Αυστρία δια του Μέτερνιχ
ζητούσε τη λήψη άμεσων και κατασταλτικών μέτρων κατά των επαναστατών. Αντίθετα
ο Καποδίστριας, χωρίς να επικροτεί τις επαναστάσεις, είχε τη γνώμη ότι έπρεπε
να αντιμετωπίζονται με σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Μονάχα η παροχή κοινωνικών
μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να διατηρήσει την τάξη και την ησυχία ανάμεσα στους
λαούς. «Οι συνετοί θεσμοί με τους νόμους που εγγυώνται, μαζί με την ύπαρξη μιας
ισχυρής και απαραίτητης εξουσίας, τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα των
λαών» θα σταματήσουν τις επαναστάσεις, έγγραψε στον Ρισελιέ, κατά την διάρκεια του συνεδρίου του
Τροπέου. Η καινούργια τάξη πραγμάτων που ο Καποδίστριας ονειρευόταν για την
Ευρώπη, για να είναι βιώσιμη, έπρεπε να προβλέπει απαραίτητα την παραχώρηση
συντάγματος και συνταγματικών ελευθεριών. Και είναι αλήθεια ότι οι απόψεις του
γύρω από τις συνταγματικές ελευθερίες είναι λίγο θολές και δεν είναι ταυτόσημες με τις κρατούσες
σήμερα, αλλά δε θα πρέπει να ξεχνάμε την τότε εποχή του 19ου αιώνα
και το κλίμα που επικρατούσε. Ο Καποδίστριας βαθειά επηρεασμένος από τα δοκίμια
των φιλοσόφων Μ. Montaigne
(Μισέλ Μονταίν) και Μοντεσκιέ τα δύο βιβλία των οποίων ήταν τα πιο
πολυδιαβασμένα απ’ αυτόν, πίστευε ότι οι βαθιές κοινωνικώς τομές και μεταβολές
που είχε επιφέρει η γαλλική επανάσταση ήταν μια πραγματικότητα και θα ήταν λάθος των πολιτικών και διπλωματών να
συνεχίζουν να την αγνοούν. O Καποδίστριας
μπορεί να μην ήταν ένας ριζοσπάστης δημοκράτης διακήρυττε όμως ότι «ο
διαφωτισμός και ο πολιτισμός προϋποθέτουν τη θεμελίωση του κυβερνητικού
καθεστώτος επάνω στη διατήρηση των ηθών και των εθίμων των λαών και τη δύναμη
του νόμου» όπως έγραφε στον Στάϊν. Το συνέδριο του Λάϊμπαχ άρχισε στις 12
Ιανουαρίου 1821, ο Καποδίστριας για το θέμα της επαναστατημένης Νεάπολης,
πρότεινε την αλλαγή του κυβερνητικού συστήματος αυτής, προκειμένου να
σταματήσει η επανάσταση. Αντίθετα ο Μέτερνιχ πρότεινε τη βίαιη καταστολή.
Τελικά οι αυτοκράτορες φοβούμενοι τη δική τους εξουσία, αποφάσισαν υπέρ της άποψης του Μέτερνιχ. Ο τελευταίος,
γνωρίζοντας τον παθολογικό φόβο του Τσάρου Αλέξανδρου, για τις επαναστάσεις όχι
μόνο κατάφερε να τον πείσει για τις προτάσεις του αλλά να δημιουργήσει και ένα
μικρό ρήγμα στις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε με τον Καποδίστρια, για το
οποίο, δικαίως, θριαμβολογούσε, μιας και όλα
αυτά τα συνέδρια κατέληγαν και σε προσωπικές μονομαχίες των δύο μεγάλων
ανδρών της πολιτικής και της διπλωματίας, δηλ. του Καποδίστρια και του
Μέτερνιχ. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του Λάϊμπαχ και μάλιστα στις αρχές Μαρτίου 1821 έφθασαν δύο επιστολές του
Υψηλάντη, προς τον Τσάρο και τον Καποδίστρια που τους γνώριζε την επανάσταση
στην Μολδοβλαχία και ζητούσε την στήριξή τους. Ο Τσάρος ταράχθηκε σφοδρά, και
ζήτησε από τον Καποδίστρια να συντάξει επιστολή που να αποκηρύσσει τις ενέργειες του Υψηλάντη. Ο Καποδίστριας
έδειξε για μια ακόμη φορά τη διπλωματική του ευφυΐα και με το κείμενό του, στο
οποίο απερίφραστα καταδικαζόταν η ενέργεια του Υψηλάντου, κατόρθωσε να
διαστείλει τελείως σαν εντελώς ανεξάρτητο το γεγονός του Υψηλάντη από τη
γενικότερη υπόθεση της Ελλάδος και την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, με
αποτέλεσμα οι συμμαχικές δυνάμεις να αποφασίσουν μόνο τη βίαιη καταστολή της
επανάστασης της Νεάπολης. Ο ευφυής αυτός χειρισμός του Καποδίστρια, σύμφωνα με
την Ελένη Κούκου, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προσφορές του στον αγώνα των Ελλήνων, γιατί είναι εύκολο να
κατανοήσει κανείς ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα
της Ελληνικής Επανάστασης εάν οι μεγάλες δυνάμεις έπαιρναν την ίδια
απόφαση όπως με την επανάσταση της Νεάπολης. Ίσως αυτή να είναι και η τελευταία
μεγάλη προσφορά του από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας. Τα συνέδρια
του Τροπέου και του Λάϊμπαχ είναι η αρχή του τέλους της διπλωματικής και
πολιτικής σταδιοδρομίας του Καποδίστρια στην υπηρεσία του Τσάρου.
Μετά το κίνημα του Υψηλάντη και την έκρηξη
της Ελληνικής Επανάστασης, και τη διαβρωτική επίδραση του φιλότουρκου Μέτερχνιχ στον Τσάρο κατά την διάρκεια των
συνεδρίων, η συνέχιση της παραμονής του Καποδίστρια στο Υπ. Εξωτερικών έγινε
προβληματική. Όταν επέστρεψαν στην Πετρούπολη, ο Καποδίστριας προσπαθούσε να
πείσει τον Τσάρο να επιτεθεί στην Τουρκία. Παρά τα σοβαρά επιχειρήματα του
Καποδίστρια, δεν κάμφθηκαν οι
παθολογικές φοβίες του Αλέξανδρου για τα επαναστατικά κινήματα και για μια
πολεμική δράση κατά της Υψηλής Πύλης.
Έτσι η στάση αυτή του Τσάρου απέναντι στον αγώνα των Ελλήνων άρχισε να προβληματίζει τον Καποδίστρια, στο αν έπρεπε
να παραμείνει στη θέση του. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι όταν ο Τσάρος
του πρόσφερε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών ο Καποδίστριας του ξεκαθάρισε ότι
ποτέ δεν θα στρεφόταν κατά της πατρίδας του. ΄Ετσι τώρα άρχισε ο προβληματισμός
του και όπως έγγραφε στον μητροπολίτη Ιγνάτιο ότι «μένω εις την θέση μου και
θέλω μείνει ον όσω θέλω ελπίζει να τους
είμαι ωφέλιμος (στους Έλληνες). Οποίαν ημέραν ιδω ότι τα χρέη του υπουργήματός μου είναι
ασυμβίβαστα με τα χρέη τα οποία με απαιτεί η πατρίς, πιστεύσατέ με, ότι δεν
θέλω αναβολές ουδε ποσώς να ακολουθήσω τον δρόμον, τον οποίον πρέπει ν’ ακολουθήσει
πας τίμιος άνθρωπος». Ο δρόμος αυτός δεν άργησε. Ο Τσάρος δεν άκουσε την
πρόταση του Καποδίστρια να διορίσει πρεσβευτές της Ρωσίας στο Λονδίνο και τη
Βιέννη, δύο διπλωμάτες της δικής του επιρροής. Πέραν τούτου σιωπηρώς του
αφήρεσε την αρμοδιότητα επί των θεμάτων της Ανατολής, ενώ έδωσε οδηγίες
στον νέο πρεσβευτή του στη Βιέννη και
τον εξουσιοδοτούσε να διεξαγάγη αυτός (Μέτερνιχ) τις διαπραγματεύσεις με την
Τουρκία και για λογαριασμό της Ρωσίας. Ο θρίαμβος του Μέτερνιχ ήταν ολοκληρωτικός.
Επιτέλους είχε νικήσει κατά κράτος τον με- γάλο αντίπαλό του. Σε αναφορά του
στον αυτοκράτορα Φραγκίσκο του έγγραφε ότι «η σημερινή ρωσική κυβέρνηση
κατέστρεψε με μιας το μεγάλο έργο του μεγάλου
Πέτρου και όλων των διαδόχων του και της μεγάλης Αικατερίνης. Προσφέραμε
στην Τουρκία υπηρεσίες, που ίσως ποτέ δεν θα είναι σε θέση να τις εκτιμήσει και
να τις εκμεταλλευτεί». Κάθε μέρα που περνούσε η συνεργασία με τον Τσάρο γινόταν
όλο και πιο δύσκολη. Ο Καποδίστριας ζήτησε ιδιαίτερη ακρόαση από τον Τσάρο. Ο
τελευταίος μαντεύοντας ότι αυτή θα σηματοδοτούσε το τέλος της συνεργασίας τους
καθυστερούσε την αποδοχή της. Τελικά τον Ιούνιο του 1822 έγινε η ακρόαση που
διήρκεσε περισσότερο από δύο ώρες. Δεν υπήρξε συνάντηση των διαφορών τους και ο
Καποδίστριας του είπε ότι «λυπάται διότι η συνείδησής του δεν του επιτρέπει να
δει τα πράγματα αλλιώς, και έχοντας βαθειά επίγνωση για τις συνέπειες της
απαιτήσεώς του και ως «έτοιμος από καιρό» έκοψε εκείνος την ταινία που τον
ένωνε με μια πρωτοφανή δόξα, σε μια θέση περίλαμπρη με μια άλλη μοναδική. Και
όπως χαρακτηριστικά έγγραφε ο Δ. Ζακυνθινός «ότε αδήριτος έφθασεν η στιγμή της
μεγάλης ηθικής κρίσεως, εσίγησαν όλαι αι
άλλαι φωναί εμπρός εις την φωνήν της πατρίδας». Ο Τσάρος του έδωσε άδεια έξι
μηνών για λόγους υγείας, η οποία στη συνέχεια έγινε αορίστου χρόνου και
ουσιαστικά οριστικό. Ο Καποδίστριας έφυγε από την Πετρούπολη στην οποία επέστρεψε για τελευταία φορά το
1827, να προσκυνήσει στον τάφο του Αλέξανδρου και να υποβάλλει επισήμως την
παραίτησή του στο νέο Τσάρο πριν αρχίσει το τραγικότερο και τελευταίο μέρος της
ζωής του. Ο Καποδίστριας εγκατέλειψε την Πετρούπολη στις 19 Αυγούστου 1822 και
αφού πέρασε από διάφορες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης εγκαταστάθηκε στη Γενεύη
της Ελβετίας. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα μέχρι το 1827 που ήλθε στην Ελλάδα
ως Κυβερνήτης, προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει την Ελλάδα χρησιμοποιώντας
τις διπλωματικές και μη γνωριμίες του. Ταυτόχρονα κινητοποιούσε όλους τους πλούσιους
Έλληνες στο Εξωτερικό αλλά και τους φίλους του να βοηθήσουν οικονομικά τη Χώρα.
Ο ίδιος ζούσε εξαιρετικά λιτά προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για τον
αγώνα της Ελλάδος. Κανονικά, εφόσον διατηρούσε ακόμα τον τίτλο του Υπουργού
Εξωτερικών της Ρωσίας, αυτός που είχε τιμηθεί με τόσα μετάλλια απ’ όλους τους τότε βασιλείς και
αυτοκράτορες έπρεπε να εγκατασταθεί σ’ ένα μέγαρο ανάλογο με τη θέση του.
Αυτός, για λόγους οικονομίας αποφάσισε και νοίκιασε δύο φτωχά δωμάτια σ’ένα
μέτριο σπίτι στην οδό Δημαρχείου 10 της Γενεύης, στο οποίο πλήρωνε 30 φράγκα το
μήνα και κράτησε κοντά του μόνο ένα βοηθό, για τις ανάγκες του σπιτιού.
Κανόνισε δε να μη ξοδεύει περισσότερο από 180 φράγκα το μήνα και για τους δυο
τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον απόγονο του Ευνάρδου καθηγητή
΄Ολιβερ Ριβερατίν ο ετήσιος μισθός του ισοδυναμούσε με περισσότερο από 700.000
φράγκα, ενώ για τις προσωπικές του ανάγκες δεν ξόδευε περισσότερα από 2.500
φράγκα ετησίως. Τα υπόλοιπα χρήματα τα διέθετε για τις ανάγκες του αγώνα. Και
θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι για λόγους οικονομίας δεν επέτρεψε στον αδελφό
του Βιάρο να τον επισκεφθεί στην Ελβετία, γράφοντάς του ότι «το ταξίδι σου από
την Κέρκυρα στην Ελβετία, θα μου στοιχίσει όσα θα ξοδέψεις στην Κέρκυρα μέσα σε
δύο χρόνια». Και όσοι έχουν μελετήσει τον Καποδίστρια γνωρίζουν το δεσμό του με
τους αδελφούς του Βιάρο και Αυγουστίνο, για τους οποίους αργότερα, ως
Κυβερνήτης της Ελλάδος, κατηγορήθηκε, ίσως όχι αδίκως. Ο Καποδίστριας ήταν
πραγματικά μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Διέθετε πολιτική οξύνοια, διπλωματική
διορατικότητα, ψυχική ευγένεια, εσωτερική καλλιέργεια, βαθειά και ανυστερόβουλη
αγάπη για την πατρίδα του, με μοναδικό και άσβεστο πάθος την απελευθέρωσή της.
Ένοιωθε υπερήφανος για την ελληνική
καταγωγή του και είχε συνείδηση του χρέους του στην υπεράσπιση της σκλαβωμένης
πατρίδας του. Αποτελεί φαινόμενο ανθρώπου που οι προσωπικές φιλοδοξίες και
επιδιώξεις του ήταν πάντοτε συναρτημένες με το εθνικό συμφέρον και την προκοπή
της πατρίδας και ποτέ το δικό του ατομικό ή κομματικό, όπως θα λέγαμε σήμερα,
συμφέρον. Καμιά τιμή και καμιά εκτυφλωτική λάμψη της πανευρωπαϊκής δόξας δεν
στάθηκε ικανή να αλλοιώσει την ψυχή του. Δεν τον τράβηξε ποτέ ο τρόπος της ζωής
της αριστοκρατίας και των ευγενών. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γράφει «ήταν εφάμιλλος του Σωκράτη κατά την ηθικήν, του
Θεμιστοκλέους κατά το φιλόπατρι, του Αριστείδου κατά τη δικαιοσύνη, άλλος
Κόρδος κατά την αυταπάρνηση, άνθρωπος
του Πλουτάρχου μ’ όλας τας αρετάς». Θα τελειώσω με τη ρήσει για τον Καποδίστρια
του μεγάλου πολιτικού αντίπαλου του Μέτερνιχ, ο οποίος σε επιστολή του στη
Δωροθέα Lieven έγγραψε «ο
μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος και
τέτοιος είναι ο Καποδίστριας».