ΕΝΑΣ ΠΑΠΑΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΣΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΗΣ
ΒΟΣΤΙΤΣΑΣ
ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ
ΠΑΠΑΣ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ
ΜΕ ΤΗ ΘΥΣΙΑ
ΣΤΟΥ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Η ΑΡΧΗ
ΒΟΣΤΙΤΣΑ 26-30 Ιανουαρίου 1821
Θα σας
μεταφέρω τα όσα γράφει για τον Μπουρλοτριερη των ψυχών του αγώνα της Επανάστασης ο γραμματικός του
Γέρου του Μοριά ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ο γνωστός ως Φωτάκος στα
απομνημονεύματα του:
«Αναχωρήσας λοιπόν από την Κωνσταντινούπολιν ο
Παπα-Φλέσας μετέβη εις το Αιβαλί εκεί δε επήρεν από τους αδελφούς της εταιρείας
πυρίτιδα και μόλυβδον ,εφόρτωσε εν πλοίον και έφτασεν εις Υδρας και Σπέτσες.και
απεβιβάσθη εις την Πελοποννησον……». Για ενημέρωση,
συντονισμό και καθορισμό ημερομηνίας έναρξης του αγώνα ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Ιάσιο απέστειλε στην Πελοπόννησο τον Παπαφλέσσα περί τον Οκτώβριο του
1820, αφού τον εφοδίασε με νομιμοποιητικά έγγραφα της
Ανώτατης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας με
σχετική εξουσιοδότηση, οδηγίες και
γράμματα προς τους προκρίτους και
στρατιωτικούς της Πελοποννήσου.
Ο Παπαφλέσσας με την εντολή αυτή έφυγε από το Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί περί
τον Δεκέμβριο του 1820 πήγε στις Σπέτσες κι από εκεί στην Ύδρα και το Άργος.
Πριν προχωρήσει στο εσωτερικό της Πελοποννήσου συνέταξε και
απέστειλε στους προκρίτους επιστολές
στις οποίες περιλαμβάνονταν εννέα ερωτήματα, αναφερόμενα στο
ζήτημα της Επανάστασης και τους ζητούσε να διατυπώσουν εγγράφως την
γνώμη και τις απόψεις τους και πώς τις απόψεις τους αυτές θα τις έστελνε εκεί που είχε διαταχθεί.
Αυτή η ενέργεια θεωρήθηκε από τους
προκρίτους ότι αποτελούσε απόπειρα εκμαίευσης της συγκατάθεσής τους για την άμεση έναρξη της Επαναστάσεως και μάλιστα
χωρίς προηγούμενη συζήτηση και χωρίς ανταλλαγή απόψεων επί ενός τόσο σημαντικού
και ουσιώδους εθνικού θέματος.
Προφανώς αυτή η κίνηση του Παπαφλέσσα, ήταν και η αιτία για να αποφασίσουν οι πρόκριτοι της
Πελοποννήσου να συνέλθουν για να
συσκεφθούν και να αποφασίσουν ποια
γραμμή θα έπρεπε να ακολουθήσουν.
Μέχρι να λάβει όμως τις απαντήσεις των προκρίτων και αρχιερέων ο Παπαφλέσσας δεν
κάθεται ανενεργός, κατηχεί και
συνεγείρει τους πάντες με στόχο
την άμεση έναρξη της επανάστασης.
Οι ενέργειες αυτές δημιούργησαν αντιδράσεις των προκρίτων και των ιεραρχών, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από φρόνηση,
προνοητικότητα και κυρίως συντηρητισμό .
Ο Παπαφλέσσας βέβαια, φλογερός
κήρυκας της Επανάστασης, δεν σταματάει
να διαδίδει στα μέλη της Φιλικής
Εταιρείας πως όλα είναι έτοιμα για την εξέγερση, ότι υπάρχουν διαθέσιμα σημαντικά
ποσά χρημάτων για τον αγώνα, καθώς και αξιόμαχος στόλος και μ’ αυτά τα λόγια
ενθάρρυνε και τους πλέον αναποφάσιστους και έπειθε τους πλέον δύσπιστους.
Στα απομνημονεύματά του ο Μητροπολίτης
Γερμανός γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«…Εν ω δε οι Πρόκριτοι της
Πελοποννήσου ενησχολούντο να θεραπεύσωσι τινάς καταχρήσεις, αίτινες επροξένουν
υπόνοιαν εις την Διοίκησιν ,και εσκέπτοντο περί της συλλογής των συνεισφορών,
έφθασεν εις την νήσον των Σπετσών Γρηγόριος τις, Δικαίος λεγόμενος, και εκείθεν
μετέβη εις την Πελοπόννησον συνεπιφέρων γράμματα από μέρους του Αλεξάνδρου Υψηλάντη
προς τους Πελοποννησίους, διαλαμβάνοντα, ότι η μηχανή είναι έτοιμη, και ότι
ουδενός άλλου δείται, ή του κινήσαντος αυτήν μοχλού, και ότι μία ισχυρά δύναμις
είναι σύμμαχος και ότι να είναι οι
πάντες έτοιμοι και εντός ολίγου θέλει φθάσει και ο ίδιος εκεί και εν ενί λόγω
να ακούσωσι και να πιστεύσωσιν όσα ήθελε τους ειπεί ο Δικαίος, ως άνθρωπος
φιλαλήθης. Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου
βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον, ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και
εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν
του Έθνους, δια να πλουτίσει εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν ότι είναι τα πάντα
έτοιμα, πράττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα ταμεία,
εφόδια πολεμικά, και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα εναποκείμενα εις διαφόρους
τόπους, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας από μέρους της Ρωσίας προς βοήθεια
των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς οπλισμένα και εφοδιασμένα και άλλα τοιαύτα
παίγνια της φαντασίας, τα οποία οι μεν φρόνιμοι και πείραν έχοντες των
πραγμάτων εις ουδέν ελογίζοντο, οι δε άπειροι νομίζοντες τα τοιαύτα πλάσματα ως
αληθή, επί τη βάσει του συστατικού οπού επέφερεν από μέρους του Υψηλάντη,
κατήντησαν εις αχαλίνωτον ενθουσιασμόν, ώστε άρχισαν να κοινολογώσι το πράγμα
αναφανδόν εις πολλούς και να καταγράφωσι στρατιώτας και να κάμνουν τοιαύτα
κινήματα, ώστε η Διοίκησις έλαβε πολλά διδόμενα να βεβαιώσει τας υπονοίας της
περί του σκοπού των Ελλήνων».
Οι Πρόκριτοι λοιπόν συνεννοήθηκαν
με επιστολές και αποφάσισαν να γίνει μια συνέλευση για συσκεφθούν επί του
πρακτέου.
Τελικά στις 26 Ιανουαρίου έλαβε
χώρα στο Αίγιο μυστική σύναξη των Φιλικών προκρίτων και Αρχιερέων της
βορειοδυτικής Πελοποννήσου..
Στην επιλογή
της πόλεως του Αιγίου ως τόπου
συνελεύσεως των προκρίτων και
Ιεραρχών συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες, κύριος των οποίων ήταν η μη παρουσία
τουρκικών αρχών, αφού η συγκέντρωση τόσων πολλών ατόμων θα δημιουργούσε υποψίες
.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν
εκ μέρους των συνέδρων προφυλάξεις. Οι συνεδριάσεις εγένοντο κάθε φορά και σε
διαφορετικό χώρο. Εκτός από το αρχοντικό
του Ανδρέα Λόντου που αναφέρει ο Φραντζής πως έγινε η πρώτη συνεδρίαση,
συνεδριάσεις έγιναν ακόμη στην εντός της
πόλεως του Αιγίου Μονή του Αγίου Γεωργίου, και
στα αρχοντικά Παναγιώτη
Δεσποτόπουλου, Αγγελή Μελετοπούλου, και
Λέοντος Μεσηνέζη.
Οι συνεδριάσεις πραγματοποιούντο κατά τη διάρκεια της νύχτας
και μετά τη λήξη τους οι σύνεδροι
αποχωρούσαν πάντοτε μεμονωμένα.
Η ημερομηνία της Συνέλευσης είναι
η 26η Ιανουαρίου 1821, και είναι
ιστορικά εξακριβωμένη. .
Η διάρκεια των εργασιών της Συνέλευσης ήταν πενθήμερος, άρχισε στις 26 Ιανουαρίου και
τελείωσε στις 30 Ιανουαρίου 1821.
Στον κατάλογο Δεσποτόπουλου
περιλαμβάνονται οι Π. Π. Γερμανός, ο αρχιδιάκονός του Θεόφιλος, ο
Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Κερνίτσης Προκόπιος, ο
Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Γερμανός Ρέγκλης ή Μπόχαλης και ο Ιερόθεος, επίσημο πρόσωπο της μονής, ο
Ηγούμενος των Ταξιαρχών, ο Ηγούμενος της Αγίας Λαύρας, ο Ανδρέας Λόντος, ο
Κωνσταντίνος Ιωάννου, ο Άγγελος Μελετόπουλος, ο Λέων Μεσσηνέζης, ο Παναγιώτης
Δεσποτόπουλος, ο Σπυρίδων Χαραλάμπης, ο Μιχαήλ Θεοδώρου, ο Αλέξιος Ιγγλέσης , ο
Γεώργιος Ευσταθίου, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Σωτήριος
Θεοχαρόπουλος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.
Στη σύσκεψη της Βοστίτσας εκλήθη ο
απεσταλμένος της Ανωτάτης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, ο θρυλικός
Παπαφλέσσας, ο οποίος ήταν ήδη στο Αίγιο έχοντας κάτω από το ράσο του την
κουμπούρα του, αποφασισμένος να πουλήσει ακριβά το τομάρι του, συνοδευόμενος
από επτά ένόπλους μεταξύ των οποίων και
ο αδελφός του Νικήτας..
Η εμφάνιση του Παπαφλέσσα και
μάλιστα με τη συνοδεία ενόπλων ανησύχησε περισσότερο τους προκρίτους της Αχαΐας
και τους υποχρέωσε να έχουν οπωσδήποτε την συνάντηση που προγραμμάτισαν μαζί
του.
Σκέφθηκαν να παρουσιάσουν στο
Βοεβόδα της Βοστίτσας πως υπήρχε
μια διαφορά για αμφισβήτηση
συνόρων κτημάτων, στο Αίγιο των Μοναστηριών Μεγάλου Σπηλαίου και Ταξιαρχών.
Ο Χριστιανουπόλεως για να
δικαιολογήσει το ταξίδι του παρουσίασε στο Βοεβόδα της περιοχής του
ένα παλαιό φιρμάνι που όριζε την τακτοποίηση της πωλήσεως ενός μετοχιού,
από συμβούλιο επισκόπων
και προκρίτων.
Στην έναρξη της συνεδριάσεως , ο
Παπαφλέσσας εκλήθη ως αντιπρόσωπος του Γενικού Επιτρόπου Αλέξανδρου Υψηλάντη να
αναπτύξει την υπόθεση. Ο Παπαφλέσσας με ευφράδεια και πειστική
επιχειρηματολογία, με πάθος και με παράφορο ενθουσιασμό μίλησε για τον αγώνα,
παρουσίασε έτοιμη την Επανάσταση επί τη βάσει ασφαλούς σχεδίου καλώς οργανωμένη
και ενισχυμένη από μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, είχε όμως συναίσθηση πως εκείνη τη
στιγμή έδινε την κρισιμότερη μάχη για τη λευτεριά της σκλαβωμένης πατρίδας του,
έδινε τη μάχη με το δύσπιστο και αντιδραστικό
αρχοντολόι. Ομιλούσε για λογαριασμό της Εταιρείας και κατ’ εξουσιοδότηση
του αρχηγού, ως επίσημος εκπρόσωπος της Αρχής. Για να γίνει περισσότερο
πειστικός, τους έδειξε επιστολή με τις οδηγίες του Υψηλάντη για την
Επανάσταση του Μοριά, όπου έγραφε: «ότι
η μηχανή (επανάσταση) είναι έτοιμη, ότι τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά ο
μοχλός που θα την κινήσει και ότι μία ισχυρά Δύναμις είναι σύμμαχος και ότι
είναι οι πάντες έτοιμοι και σε λίγο θα φθάσει και ο ίδιος εκεί». Τους είπε
ακόμη ότι η Ρωσική αυλή γνωρίζει την Εταιρεία και ότι έχει εφοδιασμένο με όλα
τα αναγκαία τον Υψηλάντη.
Η συνεδρίαση διακόπηκε την πρώτη ημέρα και τέσσαρες πρόκριτοι και οι αρχιερείς πήγανε την επομένη το πρωί μέχρι τη θέση Ροδιά και
προσποιούνταν ότι κοίταζαν τα μετόχια.
Η Συνέλευση συνεχίστηκε και έγιναν
συνολικώς πέντε συνεδριάσεις.
Στην πρώτη, όπως αναφέραμε ο
Παπαφλέσσας παρουσίασε τις απόψεις του και τις έγγραφες οδηγίες του Υψηλάντη,
στη δεύτερη συνεδρίαση έγινε συζήτηση και διατυπώθηκαν σκέψεις γύρω από τις
προτάσεις, σκέψεις κι απόψεις του
Παπαφλέσσα, τις οποίες οι περισσότεροι
σύνεδροι τις βρήκαν «μωράς και απελπισμένας ως μη εχούσας κανενός είδους βάσιν
και θεμελιώδεις αποδείξεις», όπως σημειώνει στο έργο του ο Αμβρόσιος Φραντζής.
Στην Τρίτη συνεδρίαση η Συνέλευση
ασχολήθηκε και επεξεργάσθηκε τα όσα περιελάμβαναν τα έγγραφα του Υψηλάντη, τα
οποία είχαν βεβαίως πολύ πατριωτισμό, αλλά δεν ανέφεραν βάσιμα πράγματα που να
αφορούν τα της επαναστάσεως, το οποίο κατά την πλειοψηφία των συνέδρων ήταν
πολύ αδύνατο επιχείρημα παραβαλλόμενο με την κατάσταση και την αδυναμία των
Ελλήνων.
Στην συνεδρίαση αυτή ο Παπαφλέσσας όχι μόνο
ενεθάρρυνε τους συνέδρους με πολυειδείς υποσχέσεις που αφορούσαν την Ρωσική
Αυλή αλλά προσπαθούσε ακόμη να αποδείξει ότι και σε κοντινό χώρο, όπως τα νησιά
Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, είναι οι πάντες έτοιμοι με τα πλοία σε ετοιμότητα για την
έναρξη της καταστροφής του Οθωμανικού στόλου, πασχίζοντας ακόμη να φυτέψει στις
καρδιές των συνέδρων, ότι όσα αναφέρει στις επιστολές του ο Υψηλάντης, είναι
οδηγίες και επιθυμία του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου του
Α΄.
Πάνω σ’ αυτά που είπε ο Παπαφλέσσας
πρώτος πήρε τον λόγο ο Ανδρέας Ζαΐμης
και είπε: «πως όλα όσα είπε ο
Δικαίος είναι άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και σχεδόν
μπιρμπάντικα και αν λάβουμε αυτά ως σωστά, αναμφιβόλως παίρνουμε το έθνος στο
λαιμό μας και θα επισύρουμε στα κεφάλια μας το αιώνιο ανάθεμα, επειδή καμιάς
λογής θετικότητα υπέρ του ελπιζομένου ισχυρού και υψηλού έργου δεν υπάρχει».
Μετά από την τοποθέτηση αυτή του
Ζαΐμη τα περισσότερα μέλη της
Συνελεύσεως συμφώνησαν μαζί του και είπαν πως βέβαια χάνεται το έθνος μας,
καθότι τα πάντα είναι όλως διόλου ανέτοιμα.
Ακολούθως το λόγο έλαβε ο Π. Π. Γερμανός, ο οποίος
έθεσε στον Παπαφλέσσα τα εξής ερωτήματα:
1. Είναι σύμφωνο όλον το έθνος και θ’ ανταποκριθεί εις τον
αγώνα;
2. Ποίαι είναι αι αναπόφευκται
ανάγκαι εις το έργον τούτο; Πόσα εξ αυτών έχομεν, πόσα λείπουν και από πού θα
προμηθευθώμεν εκείνα που λείπουν;
3. Ποία είναι η στρατιωτική
δύναμις του έθνους και αν αρκεί δι’ αυτόν τον σκοπόν;
4. Με ποίον τρόπον πρέπει ν’
αρχίσωμεν και πότε;
5. Εάν συμφέρει να γίνει προσβολή
από όλα τα μέρη ή αλληλοδιαδόχως και πόθεν ν’
αρχίσωμεν;
6. Έχομεν καμίαν ξένην δύναμιν που
να μας συντρέχη εις αυτό το έργον και κατά ποίον τρόπον θα μας συνδράμη, αν το υπόσχεται και εάν
είναι βάσιμος η υπόσχεσις;
7. Εάν αντιδράση εναντίον μας
καμία ευρωπαϊκή δύναμις, τι θα κάμωμεν;
8. Ποίοι είναι εκείνοι που μας
οδηγούν, ευρισκόμενοι εις το εξωτερικόν;
9. Συμφέρει να κατέλθουν εις τον
κοινό αγώνα οι εις την Ευρώπην ευρισκόμενοι ομογενείς και μάλιστα οι
μορφωμένοι;
10. Εάν δεν ημπορούμεν ν’ αποκοιμίσωμεν
την τουρκικήν διοίκησιν, τι θα κάμωμεν;
11. Αν πριν αρχίση ο αγών,
ανακαλύψη τας ενεργείας μας η εξουσία, πώς θ’ αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν;
Ο Παπαφλέσσας δεν απάντησε με
ευκολία στα ερωτήματα αυτά στα οποία απαιτείτο συγκεκριμένη και σαφής απάντηση.
Φάνηκε πως δεν τα περίμενε. Αλλά δεν του έλειπε η ετοιμότητα ούτε και η ευκολία
να μιλάει για πράγματα ανύπαρκτα. Στη διάρκεια της μακράς προπαγάνδας του και
των περιοδειών του για να παρασύρει τους σκλαβωμένους Έλληνες είχε συνηθίσει να
λέει και υπερβολές.
Για την Αρχή της Εταιρείας δεν απάντησε
συγκεκριμένα. ΄Αν έλεγε σ’ αυτούς τους ανθρώπους που είχαν την ψυχολογία των
αριστοκρατών, ότι μερικοί έμποροι και υπάλληλοι ίδρυσαν την Εταιρεία και ανέθεσαν την αρχηγία στον Υψηλάντη που
προσπαθούσε να κάνει στρατό με τους ενθουσιώδεις εθελοντές της Οδησσού και με
όσους Έλληνες βρέθηκαν κατά τύχη στη Μολδοβλαχία, θα θεωρούσαν ότι εστερείτο σοβαρότητας η υπόθεση και θα χάνονταν όλα.
Είπε λοιπόν ο Παπαφλέσσας ακόμη,
ότι πολύ σύντομα η Ρωσία θα κηρύξει τον
πόλεμο κατά της Τουρκίας, ότι θέληση του Αυτοκράτορα είναι να αρχίσει η
Επανάσταση, ότι θα προκληθεί σοβαρός
αντιπερισπασμός από την εισβολή του
Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, και ότι ο κατά του Αλή πασά πόλεμος απασχολεί μεγάλο
μέρος τούρκικου στρατού.
Όσο για τα εφόδια, βεβαίωσε τους
συνέδρους ότι ήδη εστάλησαν στην Ύδρα
έτοιμα να χρησιμοποιηθούν τρεις χιλιάδες τουφέκια, τριακόσια βαρέλια μπαρούτι,
τριακόσια ξίφη και εξακόσιες χιλιάδες
μετρητά και πως θα φθάσουν εντός ολίγου
και τα προορισμένα για την Πελοπόννησο.
Οι σύνεδροι όταν άκουσαν αυτές τις
απαντήσεις και πληροφορίες του Παπαφλέσσα τις θεώρησαν σκόπιμες υπερβολές. Ο
Παπαφλέσσας θέλησε να απαντήσει στις διάφορες αντιρρήσεις που εκφράσθηκαν αλλά
δεν τον άφηνε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Αμβρόσιος
Φραντζής στην Ιστορία του ο Γερμανός άρχισε να λέει φανερά νευριασμένος: Πού
πολεμοφόδια; πού όπλα; πού χρήματα πολυάριθμα; πού στόλος εφοδιασμένος; οποίον
αρχηγόν έχομεν δια ν’ αντιπαλαίση το τρομερώτατον θηρίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
εις περίστασιν μιας εποχής και στιγμής απελπισίας ; οι λαοί μας είναι όχι μόνον
άπειροι της οπλοφορίας, αλλά και άοπλοι, δυστυχείς επομένως, και ανίκανοι να
προοδεύσουν εις τοιούτον έργον δια το οποίον φέρουν επί του τραχήλου των
τοσούτων αιώνων Οθωμανικόν ζυγόν, και επομένως πολλά ολίγοι είναι εκείνοι
οίτινες έχουν οπωσούν την πείραν του πολεμείν, αλλά το περισσότερον πλήθος των
λαών δεν γνωρίζει καν πώς γεμίζονται τα όπλα, πολλώ μάλλον και να πολεμήση το
Οθωμανικόν θηρίον. ας φέρωμεν αδελφοί ενώπιόν μας μίαν στιγμήν την
καταστροφήν της Πελοποννήσου τω 1769 μ’ όλον ότι τότε εφάνη και στόλος Ρωσικός,
όστις ήταν δείγμα τουλάχιστον ότι έλαβεν ενοχήν η Ρωσική Αυτοκρατορία αλλ’ εις
την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητος έχομεν, δια να πιστεύσωμεν όσα
λέγει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;
Ο Παπαφλέσσας κραύγαζε για να
καλύπτει τις φωνές του. Αμέσως μετά
άρχισε η λογομαχία μεταξύ του Γερμανού και του Παπαφλέσσα, και ο
Γερμανός φώναξε προς τον Παπαφλέσσα :
-Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος.
Βέβαια ο Παπαφλέσσας δεν ήταν από τους ανθρώπους που υποχωρούν, και απάντησε ότι εάν δεν
συμφωνήσουν στις προτάσεις του έχει εντολή από την Αρχή της Εταιρείας να
μισθώσει χίλιους Πισινοχωρίτες και Σαμπαζιώτες και άλλους τόσους Μανιάτες και
να κηρύξει την Επανάσταση. Και πρόσθεσε:
-Και όποιον πιάσουν οι Τούρκοι
χωρίς όπλα ας τον σκοτώσουν.
Όλοι ταράχθηκαν. Γνώριζαν με ποιόν
είχαν να κάνουν. Ένα κίνημα εντελώς μεμονωμένο όπως αυτό το οποίο απειλούσε ο Παπαφλέσσας θα ήταν η
τελειωτική καταστροφή.
Όταν άκουσαν τους λόγους του
Γερμανού και τον αντίλογο του Παπαφλέσσα οι πρόκριτοι, απευθύνθηκαν στον
Παπαφλέσσα σύμφωνα με όσα περιγράφει στην ιστορία του ο Φραντζής και του είπαν:
-Γρηγόριε, Γρηγόριε όλας τας
προτάσεις σου τας ακούσαμε και αφού σκεφθήκαμε σοβαρότερα, θεωρούμε πως όσα
είπες περί του μεγάλου τούτου έργου είναι όλα μηδαμινώτατα και σαθρά. Όλοι οι
λόγοι σου και οι προτάσεις σου είναι ως αποτελέσματα απελπισμένα και έχεις υποχρέωση από όλους εμάς και από το πολυπαθές Έθνος μας να
περιορισθείς μέχρι να λάβουμε περί αυτού του έργου θετικές πληροφορίες πως
πρόκειται δηλαδή να προοδεύσει για να μην αποτύχουμε, καθώς δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι θα αποτύχουμε εάν
βαδίσουμε χωρίς σκέψη και φρόνηση και τότε θα αφανισθεί το δυστυχές έθνος.
Εμείς δεν ξεχνάμε ότι έχουμε προστάτη
την θεία βοήθεια αλλά βλέποντας το
πράγμα με ανθρώπινα μέτρα επόμενο είναι να προσέξουμε και να σκεφθούμε φρόνημα,
κι αργότερα να βαδίσουμε την οδό του Υψηλού και Ισχυρού τούτου έργου, αλλά όχι
με κλειστά μάτια, καθότι δεν γνωρίζουμε αν ολόκληρο το έθνος είναι σύμφωνο γι’
αυτό. Αγνοούμε επίσης πως θα δούνε το κίνημα αυτό οι λοιπές Ευρωπαϊκές
δυνάμεις και κατά κύριο λόγο οι γειτονικές και τέλος πάντων πρέπει να
γνωρίζουμε αν αληθεύει ότι θα μας βοηθήσει
η Ρωσία και ποιος τρόπος είναι ο προσφορότερος σ’ αυτή.
Όταν ο Παπαφλέσσας άκουσε τα όσα
είπαν οι πρόκριτοι και τα όσα του πρότειναν κατ’ ουδένα τρόπο επείθετο όσες και παρατηρήσεις και εάν του έκαναν.
Αφού πλέον οι σύνεδροι είδαν πως όσα κι
αν έλεγαν δεν μετέβαλε γνώμη ο Παπαφλέσσας
και αφού εκτίμησαν πως είναι ένα ανήσυχο πνεύμα αποφάσισαν να γίνει και
Τετάρτη συνεδρίαση.
Εν τω μεταξύ κάποια στιγμή
ρίχτηκε η ιδέα από κάποιους προκρίτους
να φυλακίσουν τον Παπαφλέσσα σε μοναστήρι
και να τον έχουν υπό φρούρηση.
Επειδή οι πρόκριτοι ένιωσαν ότι ήταν αδύνατο να μεταπείσουν τον
Παπαφλέσσα, να τον απομονώσουν και πολύ περισσότερο να τον φυλακίσουν (αφού ο Παπαφλέσσας είχε λάβει τα μέτρα του)
κι ήξεραν ότι αν ο Παπαφλέσσας πραγματοποιούσε την απειλή του, θα κινδύνευε η ζωή
τους τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους
Έλληνες οπλαρχηγούς, άλλαξαν τακτική.
Προσποιήθηκαν ότι δεν έχουν κι
αυτοί αντίρρηση για την Επανάσταση και ότι ήθελαν μόνο μια προσωρινή αναβολή
της, να τους δοθεί ο χρόνος να στείλουν ανθρώπους στη Ρωσία, στα Νησιά και στον
Μητροπολίτη Ιγνάτιο στη Ιταλία να πάρουν σωστές πληροφορίες και να οργανωθούν
καλύτερα.
Έτσι ώσπου να έρθουν οι
πληροφορίες από τόσο μακρινά μέρη θα περνούσαν αρκετοί μήνες και έτσι θα τους
δινόταν η ευκαιρία να εξοντώσουν ή να περιορίσουν τον Παπαφλέσσα και να
ματαιώσουν οριστικά την Επανάσταση
Ο Παπαφλέσσας έδειξε πως πείσθηκε.
Πρότειναν να γίνει και νέα συνεδρίαση για να ληφθούν οριστικές αποφάσεις. Κατά
τη συνεδρίαση αυτή επαναλήφθηκαν οι προσπάθειες για να πεισθεί ο
Παπαφλέσσας και να ησυχάσει.
Έπειτα αποφάσισαν να γράψουν προς
τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο να συνεννοηθεί με τον Καποδίστρια και να τους
πληροφορήσει εκείνος αν πράγματι η Ρωσική αυλή γνωρίζει το σκοπό της Εταιρείας,
αν είναι αποφασισμένη να βοηθήσει τους Έλληνες εν περιπτώσει δυσαρέστου
εκβάσεως των πραγμάτων, αν πρόκειται να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
Μετά από αυτό αποφασίσθηκε να συνεννοηθούν με τους προκρίτους των νήσων Ύδρας,
Σπετσών και Ψαρών προκειμένου να μάθουν τι πληροφορίες έχουν και αυτοί από την
Κωνσταντινούπολη , τι σκοπεύουν να κάνουν για την κίνηση των πλοίων τους, πόσα
πλοία έχουν διαθέσιμα και πόσα χρήματα
έχουν από εισφορές προς την Εταιρεία.
Την επόμενη υπόγραψαν ένα πρακτικό για την αποστολή του Δημητρίου
Τομαρά με επιστολή στον Ιγνάτιο και του Ιωάννη Παπαρηγόπουλου στη Ρωσία με
ιδιαίτερη επιστολή στον Καποδίστρια.
Τέλος έγινε μια τελευταία
συνεδρίαση κατά την οποία αποφασίσθηκε, να αναχωρήσει αμέσως ο Παπαφλέσσας για
την Πατρίδα του όπου να παραμείνει εντελώς ήσυχος, χωρίς να ενεργεί το παραμικρό. Να ανακοπεί κάθε δράση μέχρις ότου κατέλθει στην Ελλάδα ο « Προσδοκώμενος» για να παύση ο επικίνδυνος
γύρω από Εταιρεία και την αναμονή της
επανάστασης θόρυβος. Να ληφθούν μέτρα
ώστε όταν φθάσει ο Υψηλάντης να μείνει ασφαλής και χωρίς να αναγνωριστεί στην
Μάνη ή στην Πάτρα, όπου θα απεβιβάζετο.
Και μόνο όταν έλθει ο αρχηγός να κινηθεί η Πελοπόννησος με τις οδηγίας του,
αφού προηγουμένως κινηθούν όλα τα άλλα μέρη της Ελλάδος.
Να γίνουν εισφορές εκ μέρους των
εταίρων της Πελοποννήσου και να υποχρεωθεί ο καθένας να καταβάλει και άλλα πέρα από το ποσό της συνδρομής του ποσά, να αποταμιεύονται στο Γενικό ταμείο της
Εφορίας των Πατρών. Και αν κατά το
διάστημα αυτό δεν κατορθώσουν ν’ αποφύγουν τις υποψίες των αρχών και ζητηθούν
στην Τριπολιτσά οι αρχιερείς και οι
πρόκριτοι, ν’ αποφύγει ο καθένας τους με
οποιαδήποτε πρόφαση να μεταβεί και αν προσκληθούν και πάλι, να προσπαθήσουν να κρυφτούν και να
φροντίσουν μόνον να ευρίσκονται σε επικοινωνία μεταξύ τους.
Εάν καταλάβουν πως η Διοίκηση δεν ανακάλυψε την Εταιρεία, αλλά απλώς υποπτεύεται, τότε να συνεννοηθούν
με τους προκρίτους της Τριπολιτσάς, Παπαλέξη και τον Θεόδωρο Δεληγιάννη και να
ακολουθήσουν τις υποδείξεις τους. ΄Αν όμως πιεστούν από την διοίκηση να
μεταβούν στη Τριπολιτσά και δεν υπάρχει άλλος τρόπος υπεκφυγής, τότε «να
χτυπήσουν στο λεβέντικο». Δηλαδή να κηρυχθεί η επανάσταση.
Εκείνο που αποφασίσθηκε ακόμη ήταν
να συνταχθεί ένας κατάλογος των Φιλικών
της Πελοποννήσου και να δώσει ο καθένας
την συνεισφορά του. Αυτή η απόφαση
ήταν η μόνη θα λέγαμε πρακτική ενέργεια που έκανε η Συνέλευση για τον
επικείμενο αγώνα και πρώτοι οι σύνεδροι κατέβαλαν ή υποσχέθηκαν
να καταβάλουν την διάφορα χρηματικά
ποσά.
Ακολούθως δόθηκε η εντολή και εξουσιοδότηση στον Μεγαλοσπηλαιώτη Ιερόθεο να
περιοδεύσει και να επισκεφθεί όλους τους εταίρους της Πελοποννήσου και να τους
προτρέψει να συνεισφέρουν όσα χρήματα
είχε συμφωνήσει κατά την μύησή του στην Εταιρεία αλλά και ό,τι ακόμη μπορούσε
να προσφέρει ο καθένας τους. Αυτά τα χρήματα σύμφωνα με την εντολή όφειλε να παραδώσει στον Ταμία της Εταιρείας
στην Πάτρα, τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο.
Η απόφαση αυτή των συνέδρων είχε δύο στόχους, να ενισχύσει
από την μια τις προετοιμασίες του αγώνα
αλλά και να απομονώσει παράλληλα οικονομικά τον Παπαφλέσσα.
Υπολόγιζαν και ήλπιζαν
ότι σε τριάντα, το πολύ σαράντα
μέρες, θα είχαν τις απαντήσεις του μητροπολίτη
Ιγνατίου και του Ιωάννη Καποδίστρια και πολύ περισσότερο ήλπιζαν να
οδηγηθούν και από όσες πληροφορίες θα έφερνε από τη Ρωσία ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος.
Έθεσαν σαν μέρα εξέγερσης την 25η
Μαρτίου, εάν φυσικά είχαν ευνοϊκές
απαντήσεις, σε αντίθετη περίπτωση να υπάρξει παράταση μέχρι της 23ης
Απριλίου, και ως τελευταία ημερομηνία έθεσαν
την 21η Μαΐου.
Αποφάσισαν ακόμη να προηγηθεί η κοινοποίηση της εξέγερσης σε
όλα τα μέρη της Ελλάδος, ώστε να φανεί η έναρξη εξ όλων των μερών σε μία και την αυτή ημέρα.
Όμως τα όσα αποφασίσθηκαν στη
Συνέλευση έμελλε να παραμείνουν γράμμα κενό περιεχομένου εκτός φυσικά από την
διενέργεια του εράνου για την ενίσχυση της εξέγερσης.
Ο Παπαφλέσσας, το καλογεροπαίδι
της Πολιανής, ο Μπουρλοτιέρης των ψυχών, σωστός εκτελεστής του σχεδίου που είχε
καταρτίσει η Φιλική Εταιρεία για τον ξεσηκωμό του Μοριά, είχε κυριολεκτικώς
ξετρελάνει με τα κινήματα τους περισσότερους.
Είναι δίκαιο να σημειώσουμε ότι
από τους συνέδρους της Βοστίτσας οι Αιγιώτες πρόκριτοι Λόντος και Μελετόπουλος
ήταν εκείνοι που μειοψήφησαν και έκριναν
μετά την εισήγηση του Παπαφλέσσα, ότι ο καιρός είναι κατάλληλος για την κήρυξη της Επανάστασης .
Ο
Παπαφλέσσας, πιστός στον όρκο του και στις εντολές του Υψηλάντη,
συνέχισε τις επαφές του με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικήτα
Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Με τα σώματά τους και με δυνάμεις από την Μάνη που
είχαν ήδη κινηθεί από τις 17 Μαρτίου με
τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη εισήλθαν στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα και την
απελευθέρωσαν. Ο Παπαδιαμαντόπουλος, ο Λόντος, ο Ζαΐμης και ο Μπενιζέλος Ρούφος
εισήλθαν στην πόλη των Πατρών και κήρυξαν την επανάσταση στις 25 Μαρτίου, ενώ
οι επαναστατικές συγκρούσεις είχαν αρχίσει στην πόλη πολλές μέρες νωρίτερα με
τον οπλαρχηγό Παναγιώτη Καρατζά και τους Κουμανιωταίους.
Από τις 21 Μάρτη 600 περίπου
ένοπλοι με τους προκρίτους των
Καλαβρύτων Σωτήρη Χαραλάμπη και Ασημάκη Φωτήλα και τους οπλαρχηγούς Νικόλαο
Σολιώτη και Βασίλη και Νικόλα Πετμεζά
κινήθηκαν εναντίον της πόλης των Καλαβρύτων την οποίαν και κατέλαβαν
μετά από πενθήμερη αντίσταση των ντόπιων μουσουλμάνων.
Ευτυχώς για την Ελληνική
Επανάσταση οι αποφάσεις της Συνέλευσης της Βοστίτσας δεν
τηρήθηκαν. Οι φλογεροί λόγοι του Παπαφλέσσα είχαν συνεγείρει τα πνεύματα των
Ελλήνων τα οποία είχαν προετοιμασθεί και
περίμεναν να λάβουν το μήνυμα της εξέγερσης.
Ο Παπαφλέσσας, ο απατεών και
εξωλέστατος καλόγερος όπως τον αποκαλεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα
απομνημονεύματά του, υπήρξε ο αναμφισβήτητος πρωτεργάτης της Επανάστασης στην
Πελοπόννησο.
Εάν περίμενε κανείς να αποφασίσουν
οι προεστοί και οι κληρικοί την έναρξη της Επανάστασης δεν θα αποφασιζόταν
ποτέ, γιατί ποτέ δεν θα ήσαν ευνοϊκοί
όλοι εκείνοι οι παράγοντες στους οποίους υπολόγιζαν.
Η ιστορία μάς περιέσωσε τις
σκέψεις, τις πράξεις και τις αποφάσεις των συμμετασχόντων στη Συνέλευση της
Βοστίτσας και σε εμάς πλέον εναπόκειται
να κρίνουμε μέσα από εκείνες τις ιστορικές συγκυρίες εάν καλώς ή κακώς σκέφθηκαν
και έπραξαν οι πρόκριτοι και οι
ιεράρχες για την εξέγερση των σκλαβωμένων.
Θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω τις
συνέπειες οι οποίες προέκυψαν από τη σύναξη εκείνη της Βοστίτσας του Γενάρη του
1821.
Ασφαλώς η σημαντικότερη συνέπεια
αυτής της σύναξης ήταν η επίσπευση της προετοιμασίας και η επαύξηση του
αναβρασμού του επαναστατικού.
Μετά τη γνωστοποίηση των αποφάσεων
της σύναξης σ’ ολόκληρο το Μοριά άρχισε με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο η
προπαγάνδιση της εξέγερσης και εντατικοποιήθηκε η πολεμική προπαρασκευή της.
Ειδικότερα για τους προκρίτους που
είχαν λάβει μέρος στη σύσκεψη αποτέλεσε αφετηρία εντόνου δραστηριότητας.
Ο Φιλήμων αναφέρει πως αμέσως μετά
τη συνέλευση οι Καλαβρυτινοί και οι Βοστιτσάνοι πρόκριτοι αύξησαν την ένοπλη
φρουρά τους, πράγμα το οποίο δεν διαφεύγει της προσοχής των τούρκων. Ακόμη από
εκείνη τη χρονική στιγμή γράφουν επιστολές προς τους Σπετσιώτες όπου τους
προσκαλούν να λάβουν και αυτοί μέρος στην εξέγερση.
Ο Ανδρέας Λόντος, ο οποίος είχε
αρχίσει και πριν ακόμη από τη συνέλευση τη στρατολογία τώρα την συνεχίζει και
ιδρύει μάλιστα και στρατόπεδο στο Διακοφτό.
Ο μεγαλέμπορος της Βοστίτσας Δημ.
Μελετόπουλος με το πρόσχημα της
προμήθειας υλικού εμπορίας
αγοράζει πολεμοφόδια και άλλα πολεμικά είδη.
Ο μεγαλοεφοπλιστής της εποχής
εκείνης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος μετά τη συνέλευση έδωσε διαταγή σε όλα τα
Γαλαξιδιώτικα καράβια να μην
αποπλεύσουν, αλλά και εκείνα που
ευρίσκονται σε ταξίδια να επιστρέψουν στο λιμάνι .
Ο Σωτήρης Χαραλάμπης μετά τη
Συνέλευση αρχίζει κι αυτός τη
στρατολογία.
Ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος από το μήνα
Φεβρουάριο εντατικοποίησε την προετοιμασία και συγκρότησε μικρά σώματα από 300
περίπου άνδρες τους οποίους εφοδίαζε με φυσίγγια και πολεμοφόδια τα οποία
προμηθεύονταν με δικά του χρήματα από την Πάτρα.
Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος ή
Μουρτογιάννης γαμβρός του Ασημάκη Φωτήλα,
άρχισε την προμήθεια όπλων στα
Καλάβρυτα .
Ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας
κατάρτισε στρατιωτικό σώμα από συμπατριώτες του Κλουκινιώτες με δικά του
χρήματα.
Ο Ανδρέας Κορδής, ο μετέπειτα
χιλίαρχος και σημαιοφόρος στο σώμα του Στριφτόμπολα, άρχισε κι αυτός τις
προετοιμασίες και έθεσε στη διάθεση του
σκοπού της Ελευθερίας όλη του την περιουσία. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι το
γεγονός ότι για την παραλαβή και μεταφορά των πολεμοφοδίων χρησιμοποιούσε τους
τρεις ανηλίκους γιους του για να αποφύγει
τις υποψίες των τούρκων.
Ο Νικόλαος Σολιώτης μετά τη
Συνέλευση κατελήφθη από πλήρη
επαναστατική ψυχολογική αναστάτωση και ανυπομονησία μήπως πάλι αναβληθεί η
εξέγερση, έτσι άρχισε να ενεργεί κατά τρόπο που τον οδήγησε στο επαναστατικό γεγονός, την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Αγρίδι Καλαβρύτων.
Εάν δούμε τα πράγματα από
γενικότερη σκοπιά, η απόφαση για αναβολή επί δίμηνο της εξέγερσης είχε σαν
αποτέλεσμα την καλύτερη προετοιμασία και τον ορθότερο προγραμματισμό του αγώνα.
Εξ άλλου στο δίμηνο αυτό οι όποιοι
δισταγμοί των προκρίτων και ιεραρχών παραμερίσθηκαν από τα ίδια τα γεγονότα που
επακολούθησαν.
Αντελήφθησαν όλοι πλέον ότι δεν
χωράει καμιά πλέον αναβολή, αφού ο Τούρκος αγάς της Πελοποννήσου Μεχμέτ Σαλήχ,
αντικαταστάτης του Χουρσίτ, όταν έμαθε τα της Συνελεύσεως προσκάλεσε τους
προκρίτους και τους αρχιερείς στην Τρίπολη με τη δικαιολογία πως έπρεπε να
συσκεφθούν για σοβαρά ζητήματα της Πελοποννήσου, ενώ όπως ήταν γνωστό σκόπευε
να τους κρατήσει ομήρους σε περί-πτωση που θα υπήρχε εξέγερση των Ελλήνων.
Είχε ήδη αντιμετωπισθεί από τη
Συνέλευση αυτό το ενδεχόμενο κι έτσι αρνήθηκαν να μεταβούν εκεί.
Μετά τη Συνέλευση όλοι οι Έλληνες
διακατέχονταν από ανυπομονησία και άρχισαν να εκφράζουν χωρίς κανένα φόβο και
καμιά συγκράτηση τα αισθήματά τους.
Πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι η
διάδοση και γνωστοποίηση μεταξύ των υποδούλων των αποφάσεων της Συνελεύσεως στη
Βοστίτσα δημιούργησαν την αίσθηση ότι πλησιάζει με επιταχυνόμενο
ρυθμό η μέρα της εξέγερσης.
Αυτές οι αποφάσεις
συνετέλεσαν πάρα πολύ στο να βρει η
Επανάσταση κατά ένα τρόπο συνειδητοποιημένους και εναρμονισμένους τους ηγέτες
του λαού προς την ιδέα της εξέγερσης και συνδεδεμένους μεταξύ τους και με το
λαό, ώστε τελικώς συνεργαζόμενοι μεταξύ τους να φέρουν τη νίκη.
Παρά τις όποιες διαφωνίες κατά τη
διάρκεια της Συνελεύσεως οι σύνεδροι είχαν πλέον συμπαραταχθεί για ένα κοινό
σκοπό. Η Επανάσταση δεν ήταν πλέον υπόθεση προσωπικού διαλογισμού του καθενός εκ των προκρίτων ή ιεραρχών αλλά
κοινή δράση και συγκλίνουσα πορεία όλων των επαναστατικών διαθέσεων και η
Συνέλευση έπαιξε το ρόλο του
προεπαναστατικού συνδετικού κρίκου και του συνεκτικού δεσμού όλων των φυσικών
ηγητόρων του Έθνους.
Πάντως εκείνο που θα πρέπει να
τονίσουμε ιδιαίτερα είναι ότι οι
εξελίξεις των γεγονότων που σημάδεψαν την πορεία της Επανάστασης είναι πως, ο
Μεγάλος εκείνος Πρωτεργάτης της Επανάστασης απέδειξε όχι μόνο με τα φλογερά του
λόγια πως πίστευε στο σκοπό της Φιλικής
Εταιρείας που δεν ήταν άλλος παρά η απελευθέρωση του γένους, αλλά και με την εν
γένει δράση του και με τη θυσία του όταν
εγκατέλειψε την καρέκλα του
Υπουργού των Εσωτερικών και της Αστυνομίας και έφθασε με 300 συντρόφους του στο ιστορικό
Μανιάκι να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ και να σβήσει πολεμώντας με το σπαθί στο
χέρι στις 20 του Μάη του 1825.
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μανιάκι 20 Μαΐου 1825
Στις
αρχές του 1825 η επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά
και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη
του Νεόκαστρου
(κάστρου της Πύλου), έγινε γρήγορα
κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και
ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς,
διοικητικού κέντρου της πρώην οθωμανικής
Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1821.
Στις
απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το Εκτελεστικό υπό τον Γεώργιο
Κουντουριώτη, ενώ αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης,
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας
διαμάχης. Ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), ο
οποίος ασκούσε καθήκοντα υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε
η επανάσταση. Έτσι, απελπισμένος, και σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους
Έλληνες, αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος: αφού διορίστηκε από το
Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825, αναχώρησε από το Ναύπλιο και περιήλθε
από την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με
σκοπό τη στρατολόγηση ανδρών. Φτάνοντας στην Τριπολιτσά,
συνάντησε σύγχυση και απροθυμία των στρατιωτών στη συγκρότηση στρατεύματος για
την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ. Τότε, παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και
αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την αποφυλάκιση του δεύτερου καθώς και
των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Στη συνέχεια πήγε στο Λεοντάρι
της Αρκαδίας, όπου
συγκέντρωσε περί τους 1.500 άνδρες (κατ' άλλους 1.200 ή 2.500 και κατόπιν οχύρωσε το ορεινό χωριό Μανιάκι της
δυτικής Μεσσηνίας, το οποίο
βρισκόταν σε δύσβατη τοποθεσία.
Εν τω
μεταξύ το Εκτελεστικό υπέκυψε στην πίεση της κοινής γνώμης και αμνήστευσε τους
Κολοκοτρώνη και Μαυρομιχάλη στις 17 Μαΐου 1825, αναθέτοντάς τους την αρχηγία
του στρατοπέδου κοντά στο Νεόκαστρο.
Οι
Έλληνες δεν είχαν σαφείς πληροφορίες για τη θέση των Αιγυπτίων. Αντίθετα, ο
Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των
ανδρών του Παπαφλέσσα και, επιπροσθέτως, τους προκάλεσε σύγχυση διασπείροντας
αντιφατικές ειδήσεις. Έτσι, κινήθηκε εναντίον τους με 3.000 ιππείς και πεζούς
χωρίς η δύναμη του Παπαφλέσσα να έχει προλάβει να οχυρωθεί καλά στα πρόχειρα
προχώματα (ταμπούρια). Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν
αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και τα ταμπούρια που είχαν
κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσσας
όμως επέμενε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που
περίμενε.
Στις 19
Μαΐου φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, κατευθυνόμενα από το Ναυαρίνο προς την Αρκαδιά
(Κυπαρισσία). Στη θέα
του στρατού του Ιμπραήμ, περί τους 1.000 Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και
αφήνοντας κρυφά τις θέσεις τους διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές.[2] «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον
πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος.
Έτσι, η ελληνική δύναμη δεν αριθμούσε πια πάνω από 500 (ή κατ' άλλους, 300 ή
600) πολεμιστές. Η παραμονή του Παπαφλέσσα και των λιγοστών συντρόφων του στο Μανιάκι
ήταν βέβαια ηρωϊκή πράξη, ταυτόχρονα όμως συνιστούσε στρατηγικό σφάλμα και
ανώφελη θυσία.
Η μάχη
άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους
πεπειραμένους Αιγυπτίους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δε θα ήταν δύσκολο
να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι οι τελευταίοι πολέμησαν
με υπέρμετρη γενναιότητα. Έτσι, συμπλήρωσαν την κύκλωση και επιτέθηκαν με
διαδοχικές εφόδους οι οποίες αποκρούστηκαν. Κατά το μεσημέρι ο στρατός του
Ιμπραήμ σταμάτησε τις επιθέσεις για να γευματίσει. Τότε οι άλλοι Έλληνες
οπλαρχηγοί συμβούλευσαν τον Παπαφλέσσα να επιχειρηθεί έξοδος ώστε να γλυτώσουν
όσο γίνεται περισσότεροι πολεμιστές, καθώς θα τους βοηθούσε το ορεινό έδαφος.
Ωστόσο ο Παπαφλέσσας δε δέχθηκε για διάφορους λόγους. Όχι μόνο ήταν οργισμένος
που εγκαταλείφθηκε από τους άνδρες του και δεν ήθελε να γυρίσει ηττημένος στο Ναύπλιο αλλά επίσης
πίστευε ότι ελάχιστοι θα γλύτωναν από τα πυρά του αιγυπτιακού τακτικού στρατού.
Επιπλέον, ήταν βέβαιος πως σύντομα θα κατέφθαναν οι ενισχύσεις.[7] Όταν οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν
γενική έφοδο, εισέβαλαν στα ταμπούρια των Ελλήνων και τους σκότωσαν σχεδόν
όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα, του οποίου το σώμα και το κεφάλι
βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν
πολεμώντας σκληρά, μέσα από μια ρεματιά, την έξοδο της οποίας φρουρούσαν οι
Αιγύπτιοι.
Οι
ενισχύσεις που περίμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ. Οι 1.500 άνδρες του Δημήτρη Πλαπούτα
έριξαν από μακριά μερικές τουφεκιές για να δώσουν θάρρος στον Παπαφλέσσα, ενώ ο
αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας,
με 700 άνδρες, και ο Ηλίας
Κατσάκος Μαυρομιχάλης με άλλους 1.000 αγωνιστές, έμαθαν για την
καταστροφή όταν έφτασαν στο χωριό Κουτήφαρι
και επέστρεψαν στις βάσεις τους.
Ακόμη
και έπειτα από πολλά χρόνια βρίσκονταν στον τόπο της μάχης τα σχισμένα από τις
σπαθιές κρανία των νεκρών Ελλήνων και Αιγυπτίων. Ήταν άνιση μάχη και ο
Παπαφλέσσας χαρακτηρίστηκε σε λιθογραφία της εποχής που τυπώθηκε στο Παρίσι «νέος Λεωνίδας»
Σύμφωνα
με την παράδοση, την οποία αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης,
μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν
και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε
να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να το στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν
εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ θαύμασε το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα και
είπε, κατά τον Φωτάκο: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος.
Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν».
Κατά μία λαϊκή αφήγηση, τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της
γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Μετά τη
νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ προχώρησε και κατέλαβε την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Στη
συνέχεια ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με
την πυρπόληση της Καλαμάτας και νικώντας
αποφασιστικά τον Κολοκοτρώνη
στη μάχη της Τραμπάλας
μπόρεσε να εισβάλει στην καρδιά της Πελοποννήσου και
να καταλάβει την Τριπολιτσά..