ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ



ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

(Προμηθέας ο Χρόνος)

(Κείμενο ομιλίας της Φιλολόγου και Λογοτέχνιδας Ειρήνης Μπόμπολη στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών Δευτέρα 28-4-2014)

Ο μύθος του Προμηθέα είναι ίσως απ’ τους πιο ισχυρούς ελληνικούς μύθους, κοινά αποδεκτός στους λαούς. Παρουσιάζει συνοχή, ολότητα, αρχή, μέση και τέλος και έχει ερμηνευτεί και προσεγγιστεί απ’ τους διανοητές με διαφορετικούς τρόπους. Όπως όμως και να τον "είδε" κάποιος μελετητής, μένει συνεπής στην βασική δομή του μύθου και κυρίως στο μοτίβο της δωρεάς της φωτιάς στον άνθρωπο, την οποία έκλεψε σε ένα καλάμι από το οίκημα της Αθηνάς και του Ηφαίστου στον Όλυμπο.
          Η κοινή βάση λοιπόν είναι ότι ο Προμηθέας είναι δωρητής για τον άνθρωπο και κλέπτης, παραβάτης των νόμων για τους θεούς. Για το λόγο αυτό τιμωρείται από τους φρουρούς του Δία το Κράτος και τη Βία και καρφώνεται στον Καύκασο στο σχήμα του Εσταυρωμένου. Ένας αετός καθημερινά κατατρώγει το συκώτι του, το οποίο τη νύχτα αναπλάθεται πλήρως.
Σύμφωνα με την Θεογονία του Ησίοδου (Θεογονία, Ο Μύθος του Προμηθέα, στ. 507-534)
«Κι’ ο Ιαπετός του Ωκεανού την κόρη την ομορφοστράγαλη Κλυμένη επήρε· ανέβηκε μαζί της στο γαμήλιο το κρεβάτι, κι’ αυτή τον Άτλαντα του γέννησε το γιο με την ατρόμαχτη ψυχή· του γέννησε και τον μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα τον εύστροφο και γρήγορο στο νου, και τέλος τον αδέξιο τον Επιμηθέα, που απ’ την αρχή συμφορά στάθηκε για τους ανθρώπους που τους τρέφει το ψωμί (512), γιατί εδέχτηκε αυτός πρώτος την παρθένα πούπλασεν ο Δίας. Τον ασεβή Μενοίτιον ο Δίας με το μακρύ το βλέμμα γκρέμισε μέσ’ στο βυθό του Ερέβους, με τον φλογοβόλο χτυπώντας κεραυνό, για το ξεφρένιασμα και την ασύγκριτη τη δύναμί του(516). Ο Άτλας, σ’ ανάγκη υποταγμένος τρομερή, ορθός στα πέρατα της γης, μπροστά στις λιγερόφωνες τις Εσπερίδες, κρατάει τον πλατύτατο ουρανό με το κεφάλι και τ’ ακάματά του χέρια· γιατί την κλήρα τούτη νάχη τώρισε ο βαθύβουλος ο Δίας (520). Όσο και για τον Προμηθέα πούχε τα πολλά σοφίσματα, μ’ αφεύγατα δεσμά, βαρύμοχτα δεσμά, τον έδεσε και με κολώνα τον εκάρφωσε μπηγμένην ως τη μέση· και καταπάνω του απλοφτέρουγο ξεσήκωσε αετό· κι’ αυτός το σκώτι τούτρωγε το αθάνατο- κι’ όσο τη μέρα τούτρωγε το τεντοφτέρουγο όρνιο, ολονυχτίς μεγάλωνε και πάντα ήταν ακέριο (525). Μα τ’ όρνιο τούτο, της Αλκμήνης της ομορφοστράγαλης ο γιος, ο Ηρακλής, το σκότωσε κι’ από τη μαύρη τούτη αρρώστια λύτρωσε του Ιαπετού τον γιο και τον λευτέρωσε απ’ τα πάθη, κι’ όχι χωρίς το θέλημα του Ολύμπιου Δία πόχει τον υπέρτατο τον θρόνο και που ήθελε τη δόξα του Ηρακλή του Θηβογεννημένου ακόμα μεγαλύτερη, παρά μπροστά, στη γη την πολυθρέφτα (531)· με τη φροντίδα τούτη τίμησε τον μεγαλόδοξό του γιο, κι’ αν κι’ ήταν ωργισμένος, τη χολή παράτησε πούχε του Προμηθέα, γιατί συναγωνίζονταν στο νου τον ίδιον αυτόν, τον γιο του Κρόνου, π’ ακέριος αναβράζει από το μέγα θάρρος (534)».
Στην Θεογονία του, ο Ησίοδος (επικός διδακτικός ποιητής από την Άσκρα της Βοιωτίας που έζησε τον 8ο ) περιγράφει τη γέννηση των θεών. Πολύ λίγο χώρο αφιερώνει στο ποίημα αυτό, στους ανθρώπους και μάλιστα δεν μιλάει καθόλου για τη δημιουργία τους. Όμως αναφέρεται, σε ένα ιδιαιτέρως σημαντικό χωρίο, στη δημιουργία από τους θεούς, της πρώτης γυναίκας, της Πανδώρας. Την ιδέα της δημιουργίας της Πανδώρας, κατά τον ποιητή, είχε ο Δίας που θυμωμένος επειδή ο Προμηθέας είχε κλέψει τη φωτιά από τους θεούς και την είχε χαρίσει στους ανθρώπους, θέλησε να στείλει στους ανθρώπους κάτι αρκετά κακό ώστε να αντισταθμίσει τα θετικά οφέλη της φωτιάς. Η φωτιά που επιτρέπει στον άνθρωπο να ψήσει την τροφή του (άρα να βγει από την κατάσταση του ζώου και να καταναλώνει την τροφή κατά τρόπο "πολιτισμένο") και η γυναίκα (που δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να σχηματίσει οικογένεια και να αναπαραχθεί επίσης "πολιτισμένα") είναι δύο στοιχεία που οδηγούν, σύμφωνα με τον Ησίοδο τον άνθρωπο να βγει από την "πρωτόγονη" κατάσταση και να περάσει στην "ιστορία" και τον πολιτισμό. Είναι τα στοιχεία που του επιτρέπουν να γίνει άνθρωπος. Ο Ησίοδος δίνει μια εξαιρετικά απαισιόδοξη εικόνα για την ανθρωπότητα και την εξέλιξή της. Θεώρησε την ανθρώπινη ιστορία ως μία πορεία από μια μακάρια παιδική ηλικία σε μια θλιβερή και αβάσταχτη κατάσταση γεροντικού ξεπεσμού, μια καθόλου ευτυχή εξέλιξη.
 Ο σοφιστής Πρωταγόρας στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα στην συνομιλία του, με τον φιλόσοφο Σωκράτη για το διδακτό της πολιτικής αρετής, διηγείται ένα μύθο ως απόδειξη ότι η αρετή διδάσκεται. Ο μύθος ήταν μία από τις τρεις βασικές μεθόδους διδασκαλίας των σοφιστών (μύθος – διάλεξη – ερμηνεία λογοτεχνικών κειμένων). Επιλέγει λοιπόν τη μέθοδο του μύθου και έτσι αναπτύσσει μια γενεαλογία του ανθρώπινου θνητού όντος. Ήρθε η μέρα, λέει ο Πρωταγόρας, «που υπήρχαν θεοί, θνητά γένη όμως δεν υπήρχαν και τότε αποφάσισαν οι θεοί να το δημιουργήσουν. Ανέθεσαν το έργο αυτό στον Τιτάνα Προμηθέα με βοηθό τον αδερφό του Επιμηθέα. Ο αδερφός του Επιμηθέας με τέχνασμα αντέστρεψε τους ρόλους. Έτσι ο Επιμηθέας καταναλώνει όλα τα εφόδια των θνητών γενών στα άλογα ζώα. Και όταν ήρθε η ώρα των ανθρώπων βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ο Προμηθέας στον έλεγχο της μοιρασιάς που κάνει βρίσκει τον άνθρωπο γυμνόν, ανυπόδητον, άοπλον, άστρωτον και έτσι παίρνει την απόφαση να κλέψει την φωτιά από τον Όλυμπο και να τη χαρίσει στον άνθρωπο» (Πλάτων, Πρωταγόρας, [322d5-324d1]). Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος μέσω της φωτιάς κατάφερε να κατασκευάσει σπίτια, ρούχα, παπούτσια, να αναγνωρίσει θεούς, να διορθώσει γλωσσικούς φθόγγους. Όμως ούτε πολεμική τέχνη γνώριζε για να αντιμετωπίσει τα θηρία που τον απειλούσαν, ούτε πολιτική αρετή για να ζήσει ομαλά με του υπόλοιπους ανθρώπους. Το περαιτέρω έργο το αναλαμβάνει ο ίδιος ο Δίας στέλνοντας τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αἰδώ και την Δίκη. Συναφή προσέγγιση με τον Πρωταγόρα συναντάμε στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. Ο Προμηθέας καρφωμένος στον Καύκασο τα βάζει με τους θεούς, και εξιστορεί τα ευεργετήματά του.
(Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, Β΄ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στ. 480-505)
«Ακούγοντας και τ’ άλλα, θα σαστίσεις ακόμα περισσότερο, ποιους τρόπους σοφίστηκα, ποιες τέχνες. Πρώτα απ’ όλα· αν κάποιος αρρωστούσε, δεν υπήρχε ξαρρωστικό κανένα, ούτε να φάει, ουδέ να πιει και ν’ αλειφτεί, μα έτσι δίχως αντίδοτο αργοσβήναν, ώσπου τους έδειξα πραϋντικά βοτάνια να σμίγουν και μ’ αυτά όλες τις αρρώστιες να πολεμούνε. Και τους πλήθιους τρόπους της μαντικής εδίδαξα, και πρώτος εξήγησα ποια ονείρατα αληθεύουν κι αλλόκοτους αχούς των δρόμων και συντυχιές τους έμαθα να κρίνουν. Και των αρπαχτικών πουλιών καθάρια τους όρισα το πέταγμα· σημάδι, εξαίσιο το δεξί να λογαριάζουν και το ζερβί κακότυχο. Ποιες έχτρες έχει καθένα, ποιες συνήθειες και φιλίες, πώς σμίγει σε κοπάδι, και των σπλάχνων τη λαμπερή μορφή, τι χρώμα να ’χουν στους θεούς για ν’ αρέσουνε κι ακόμη τις πλήθιες όψεις του λοβού και της χολής και τα μεριά με πάχος σκεπασμένα και το μακρύ το κόκαλο της πλάτης πυρώνοντας στη θράκα, εγώ το δρόμο δύσκολης στους θνητούς χάραξα τέχνης· και τα λαμπρά φανέρωσα της φλόγας σημάδια, που αφανέρωτα ήταν πρώτα. Αυτά λοιπόν· και κάτω από το χώμα κρυμμένους θησαυρούς για τους ανθρώπους, σίδερο και χαλκό, χρυσάφι, ασήμι, ποιος θα ’λεγε πως τά ’βρε πρώτος; Κανείς, καλά το ξέρω, εχτός αν θέλει να φλυαρεί του κάκου. Μ’ ένα λόγο στο λέω για να το μάθεις στους θνητούς όλες οι τέχνες απ’ τον Προμηθέα».
          Όποια από τις τρεις εκδοχές του μύθου και αν εξετάσουμε, παρατηρούμε ότι και οι τρεις συγκλίνουν πως η στιγμή της δωρεάς της φωτιάς στους ανθρώπους από τον Προμηθέα αποτελεί τη βαθιά τομή ανάμεσα στον άνθρωπο ζώο και στον "πολιτισμένο" άνθρωπο. Είναι η αρχή της ιστορικότητας του κόσμου. Είναι η σχάση του χρόνου στο πριν και στο μετά. Η αρχή της δημιουργίας του κόσμου. Ο ίδιος ο Προμηθέας είναι Τιτάνας. Ας θυμηθούμε εδώ και τον τραγόμορφο θεό Πάνα.
          Γιατί υποφέρει όμως ο Προμηθέας ενώ έκανε ένα τόσο θεόπνευστο έργο; Γιατί οι θεοί οργίζονται μαζί του σε βαθμό να τον τιμωρήσουν ακραία; Γιατί ξεπερνά τα όριά του; Γιατί πράττει και προλαβαίνει όσα οι ίδιοι οι θεοί θα ήθελαν να πράξουν; Γιατί γίνεται ένας αντι-θεός; Ή γιατί με την πράξη του αυτή ο άνθρωπος εισέρχεται στον φθαρτό κόσμο της έλλογης δυστυχίας, αφήνοντας οριστικά πίσω του το ευτυχισμένο "ζώον" και την αλλοτινή μακαριότητά του; Από εκεί και στο εξής οι άνθρωποι κατακερματισμένοι σε φθαρτές υπάρξεις θα αποζητούν και θα νοσταλγούν αιωνίως τον χαμένο Παράδεισο και η συνείδησή τους θα γυρίζει πάντα στην απώλεια του Απολύτου, στην ανάμνηση του όντος ως ολότητα.
          Κοντά στον μύθο του Προμηθέα βρίσκεται το μυθολογικό σενάριο του Μαρξισμού. Μιλάει για την πρόοδο του ανθρώπου, για τη μετάβαση από τη σκλαβιά στο μελλοντικό βασίλειο της τέλειας δικαιοσύνης. Ο μαρξισμός μεταφράζει το θεολογικό δόγμα της έκπτωσης του ανθρώπου, το προπατορικό αμάρτημα και την έσχατη απολύτρωση με όρους ιστορικούς και κοινωνικούς. Ο ίδιος ο Μαρξ υποδεικνύει την ταυτότητα του ρόλου του με το ρόλο του Προμηθέα. Ετοίμαζε επικό ποίημα για τον Προμηθέα κουβαλώντας την καταστροφική, αλλά συγχρόνως εξαγνιστική φωτιά της αλήθειας, δηλ. την υλιστική – διαλεκτική αντίληψη για την οικονομική και κοινωνική δύναμη της Ιστορίας. Ο Προμηθέας – Μαρξ θα οδηγήσει τη σκλαβωμένη ανθρωπότητα στη νέα αυγή της ελευθερίας. Ο άνθρωπος υπήρξε κάποτε αθώος, απαλλαγμένος από την εκμετάλλευση. Ποιο σκοτεινό σφάλμα, ποιο ζοφερό έγκλημα στάθηκε η αιτία για να πέσει στη δυσμένεια; Πως γεννήθηκε η δουλειά; Ποια είναι η καταγωγή του συστήματος του ταξικού διαχωρισμού; Ο Μαρξ θεωρεί ότι το σύμβολο της πτώσης του ανθρώπου είναι το χρήμα. Ανταλλάσει χρήματα αντί να ανταλλάσει αγάπη και εμπιστοσύνη. «Το χρήμα» λέει: «είναι η αλλοτρίωση της ανθρώπινης υπόστασης». Για τον Μαρξ ο Προμηθέας ήταν σύμβολο του πνεύματος, της εξέγερσης, της ελευθερίας, της ανταρσίας του νου απέναντι στην άγνοια και στην αυθαιρεσία της τυραννίας.
          Ο Φρόυντ δίνει άλλη διάσταση στον μύθο. Φωτίζει τις ερωτικές διαστάσεις του θέματος. Μιλά για την αρπαγή της φωτιάς σε ένα κούφιο καλάμι, φαλλικό σύμβολο, για τον σεξουαλικό συμβολισμό του πουλιού που τον κατατρώει, για την καθημερινή ανανέωση των δυνάμεων του Προμηθέα. Στην ψυχανάλυση γίνεται λόγος για το προπατορικό αμάρτημα με την έννοια της πατροκτονίας από τους γιους στην αρχέγονη ορδή. Από αυτό το έγκλημα απορρέει σύμφωνα με τον Φρόυντ η δυσκολία του ανθρώπινου είδους να προσαρμοστεί στην κοσμική τάξη και ευρυθμία. Από τη μια η ενόρμηση για αχαλίνωτη σεξουαλικότητα και από την άλλη η κοινωνική απώθηση με την μορφή της οικογενειακής τάξης. Μέσα σε αυτή την πάλη που μόνο απαισιόδοξα βλέπει την έκβασή της, τοποθετεί το μύθο του Προμηθέα ως προσπάθεια του ανθρώπινου είδους, να χαλιναγωγήσει τα πάθη του και να οργανωθεί με πλήθος καταναγκασμούς σε κοινωνικά σύνολα.
          Δύο θεοί, δύο κυρίαρχοι παράγοντες για τον Φρόυντ κυβερνούν και διαιρούν την ύπαρξή μας. Ο Έρωτας και ο Θάνατος. Η μεταξύ τους σύγκρουση καθορίζει τους ρυθμούς της ύπαρξης, της αναπαραγωγής, της σωματικής και ψυχικής εξέλιξης. Ο πιο δυνατός είναι, λέει, αυτός που βρίσκεται πιο κοντά στις ρίζες του ανθρώπου δεν είναι ο έρως αλλά ο θάνατος. Εντέλει ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται για την επιβίωση και τη διαιώνιση, αλλά για την ανάπαυση, την τέλεια ακινησία. «Αυτό το ξεστράτισμα της ζωής και της συνείδησης αργά ή γρήγορα θα λάβει τέλος. Μια εσωτερική εντροπία έχει τεθεί σε λειτουργία. Η δημιουργία θα συναντήσει ξανά τη γαλήνη, καθώς η ζωή θα επανέρχεται στη φυσική κατάσταση της ανόργανης ύλης. Η λίμπιντο βρίσκει την ολοκλήρωσή της στο θάνατο» (George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 43).
          Τόσο τα μαρξιστικά, όσο και τα φροϋδικά σχέδια είναι σενάρια λύτρωσης. Ο Προμηθέας είναι απελευθερωτής, λυτρωτής. Όμως ενώ ο Μάρξ υπαινίσσεται μια παραδεισένια κατάσταση απαλλαγμένη από την ανάγκη και τη σύγκρουση, ο Φρόυντ ξέρει ότι μια τέτοια ελευθερία θα ισοδυναμούσε με την ανάπαυση του θανάτου.
          Για τον ανθρωπολόγο Κλώντ Λεβί-Στρώς οι μύθοι είναι απλούστατα τα εργαλεία της επιβίωσης του ανθρώπου ως σκεπτόμενου και κοινωνικού είδους. Μέσω των μύθων ο άνθρωπος εξηγεί τον κόσμο, τον βιώνει με τρόπο σχετικά συγκροτημένο, αντιμετωπίζει την αθεράπευτα αντιφατική, διαιρεμένη, αλλοτριωμένη παρουσία του. Μπλεγμένος όπως είναι ο άνθρωπος σε αρχέγονες αντινομίες ανάμεσα στην ύπαρξη και στη μη ύπαρξη, το αρσενικό και το θηλυκό, τη νεότητα και το γήρας, το φως και το σκοτάδι, την κίνηση κα την ακινησία, το βρώσιμο και το τοξικό, δεν μπορεί να ζήσει αυτές τις αντινομίες με λογικές διαδικασίες. Μόνο οι μύθοι μπορούν να εκφράσουν αυτές τις οικουμενικές αντινομίες, να δώσουν μεταφυσικές εξηγήσεις για τη διαιρεμένη κατάσταση του ανθρώπου μέσα στη φύση. Σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς ο άνθρωπος είναι ένα μυθοποιητικό ον ένα προικισμένο θηλαστικό, ικανό να δημιουργεί μύθους και μέσω αυτών να υπομένει τη διαιρεμένη αντιφατική μοίρα του. Η διήγηση των ιστοριών σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι η ίδια η συνθήκη της ύπαρξής μας. Από όλες τις θεμελιώδεις αντιθέσεις που οικοδομούν το πεπρωμένο και την επιστήμη του ανθρώπου, η πιο σημαντική σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι αυτή της ρήξης Φύσης/Πολιτισμός. Η αντίθεση αυτή Φύση/Πολιτισμός οδηγεί στη γέννηση της ανθρώπινης συνείδησης. Για τον Λεβί-Στρώς η μετάβασή μας από τη φυσική σε μια πολιτισμική κατάσταση αποτέλεσε βήμα ολέθριο που άφησε σημάδια στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και στον οργανικό κόσμο.
          Για τον Μάρξ όπως είδαμε ο Προμηθέας είναι το ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα που οδηγεί τον άνθρωπο στην λύτρωσή του. Για τον Φρόυντ είναι το σύμβολο ελέγχου των ενστίκτων του πρωτόγονου ζώου και του δαμάσματος της σεξουαλικότητάς του που δεν τον άφηνε να οργανωθεί σε οικογένεια και να προοδεύσει. Και οι δύο αυτές είναι αισιόδοξες προσεγγίσεις. Ο Λεβί-Στρώς διαβάζει διαφορετικά τον Προμηθεϊκό μύθο. Η οικειοποίηση της φωτιάς για τις ανθρώπινες ανάγκες και τις επιθυμίες κωδικοποιεί το καταστροφικό βήμα δια μέσω του οποίου ο άνθρωπος ελέγχει τους κύριους παράγοντες της βιολογικής του διάστασης αλλά και της φύσης γενικά. Ο έλεγχος της φωτιάς είναι η προϋπόθεση της κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου. Όμως για τον Λεβί-Στρώς έχει ένα φοβερό αντίτιμο. Ο άνθρωπος με τη φωτιά άρχισε να μαγειρεύει, έκοψε τους δεσμούς με τον μυθικό κόσμο, αλλά και με τις φυσικές αντιθέσεις φωτός – σκοταδιού, ζέστης – κρύου, νύχτας – μέρας. Ο άνθρωπος αναπτύσσει μια αφύσικη δύναμη απέναντι στο περιβάλλον και τις ζωικές καταβολές του. Η αμφισημία συμβολίζεται με την κατάσταση του Προμηθέα. Τιτάνας. Μισός άνθρωπος – μισός θεός. Η ρήξη του ανθρώπου με τη φυσική ζωή δείχνει μια βαθιά δυσφορία που αυτή η ρήξη άφησε στις ψυχές μας. Η στιγμή που ο Προμηθέας κλέβει τη φωτιά και τη δωρίζει στην ανθρωπότητα μπορεί να παραλληλιστεί με τη στιγμή που ο Οἰδίπους απαντά στο αίνιγμα της Σφίγγας με την πρωτάκουστη γραμματική τότε λέξη "άνθρωπος".
          Ο Λεβί – Στρώς είναι απαισιόδοξος όπως και ο Ησίοδος. Η είσοδος του ανθρώπου στον πολιτισμό έφερε μια ανεπανόρθωτη καταστροφή στον πλανήτη. Ο Δυτικός άνθρωπος, ο λευκός άνθρωπος κατέστρεψε όλα τα αμυδρά απομεινάρια της Εδέμ. Ισοπέδωσε δάση, έκαψε σαβάνες. Σκότωσε με μανία τα ζωικά είδη. Εκμεταλλεύτηκε τον ίδιο τον άνθρωπο.
          Πολλοί διατείνονται όπως ο Tonybee πως ο μύθος του Προμηθέα γεννάει το δυτικό πολιτισμό. Είναι ο μύθος που οδηγεί στον homo faber, τον άνθρωπο κατασκευαστή. Η τέχνη του Ηφαίστου περνάει στα ανθρώπινα χέρια και η σοφία της Αθηνάς οδηγεί τον άνθρωπο σε επινοήματα θαυμασμού. Ό, τι βρίσκουμε στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, το συναντάμε και στο α΄ στάσιμο της Ἀντιγόνης του Σοφοκλή. «Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει».
Σύμφωνα με τον Tonybee ο Προμηθέας είναι το πνεύμα της εξέγερσης ενάντια στις απαγορεύσεις των φθονερών θεών οι οποίες συμβολίζουν τους φόβους της πρωτόγονης ανθρωπότητας απέναντι στις τυφλές δυνάμεις της φύσης που κυριαρχούν επάνω της και την τρομάζουν. Είναι το πνεύμα της περιέργειας και της περιπέτειας, το οποίο σπρώχνει τον Οδυσσέα στους άγνωστους ορίζοντες κάνοντάς τον να αντιμετωπίσει Ποσειδώνες και Κύκλωπες. Είναι το πνεύμα του μόχθου που κάνει τον Ηρακλή να απαλλάξει τη γη απ’ τους τυράννους της, απ’ τους ληστές της και από τα τέρατά της και να την εκπολιτίσει. Με λίγα λόγια ο Tonybee θεωρεί πως «ο δυτικός πολιτισμός είναι απόρροια μιας νοοτροπίας που θέτει ως όρο να μη συμβιβάζεται κανείς με την αθλιότητα της ανθρώπινης κατάστασης· αλλά να προσπαθεί να τη βελτιώσει με συνεχή κόπο ώστε να την προσαρμόσει στις απατήσεις και στα όνειρά μας». (Louis Rougier, Le genie de l’ Occident, Robert Laffort, Paris, 1969, σ. 16-17).
          Ο Λεβί – Στρώς όμως αρνείται την παραπάνω αισιόδοξη οπτική γωνία του μύθου και οργίζεται. Με τα χρόνια η ουτοπική οργή ενισχύεται. Η δήωση του φυτικού και του ζωικού βασιλείου στο όνομα της τεχνολογικής προόδου, η εκμετάλλευση μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας προς όφελος των λίγων, η ελάχιστα επεξεργασμένη άποψη ανωτερότητας έναντι των λεγόμενων πρωτόγονων υπανάπτυκτων κοινωνιών, όλα αυτά προκαλούν την περιφρόνηση και την απέχθεια του Λεβί – Στρώς. Η πολιτική βαρβαρότητα του 20ου αιώνα, φαινόμενα όπως το Ολοκαύτωμα και η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών, δεν είναι τυχαία κατά την άποψή του. Σχετίζονται άμεσα με την δολοφονία για την οποία ένοχος είναι ο λευκός άνθρωπος. Έχοντας αφανίσει τα ελάχιστα υπολείμματα της Εδέμ ο δυτικός άρπαγας αναγκάζεται τώρα να στραφεί εναντίον του εαυτού του. Ο Λεβί – Στρώς είναι βαθιά απαισιόδοξος. Μιλάει για καταστροφή του ανθρώπινου είδους. Λέει χαρακτηριστικά: «Καμία συνείδηση δεν θα επιβιώσει ώστε να διατηρήσει την ανάμνηση της εφήμερης δράσης του, πέρα από μερικά ίχνη που γρήγορα θα σβήσουν. Η μόνη μαρτυρία της αλλοτινής παρουσίας του ανθρώπου στη γη, θα είναι ένα τίποτα». (Claude Levis-Strauis, Mythologiques – iv. L’ Homme n4, plon, Παρίσι 1971, σ. 621).
          Θα τελειώσουμε μ’ ένα πιο τολμηρό βήμα, ερμηνεύοντας το μύθο του Προμηθέα κάτω απ’ τη θεωρία του Χέγκελ για το πνεύμα της ιστορίας. Ο Προμηθέας αρχικά Τιτάνας αμαρτάνει κλέβοντας τη φωτιά από τον Όλυμπο. Στη συνέχεια με την τιμωρία που του επιβάλλει ο Δίας πονάει και υποφέρει ως άνθρωπος καρφωμένος στον Καύκασο με τον αετό να του κατατρώγει το συκώτι του. Ο Ηρακλής τον απελευθερώνει και επιστρέφει στον Όλυμπο ως ελεύθερο απόλυτο πνεύμα.
          Ο Χέγκελ μιλάει για την πορεία του πνεύματος της ιστορίας σε τρία στάδια. Αρχικά, στην πρώτη φάση της ύπαρξής του ήταν συγκεντρωμένο στον εαυτό του μια «αυτοπεριεκτική ύπαρξη», ήταν ελεύθερο. Στη δεύτερη φάση χωρίζεται από τον εαυτό του και γίνεται ύλη. Σε αυτή τη φάση χάνει την ελευθερία του και δεσμεύεται από την ύλη. Ξεπερνώντας την φάση αυτή επανακάμπτει στον εαυτό του, περνάει στην τρίτη φάση της αυτογνωσίας και ανακτά την ελευθερία του. Οι εμπειρίες της δεύτερης φάσης παραμένουν χαραγμένες μέσα σε αυτό, αλλά το πνεύμα της υπερβαίνει και λυτρώνεται. Το πνεύμα στην τρίτη φάση, προσπαθώντας να επανακτήσει τον εαυτό του γίνεται η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. «Όπως ο ψυχοπομπός Ερμής», σημειώνει ο Χέγκελ, «η ιδέα είναι ο πραγματικός οδηγός των ανθρώπων και του κόσμου». Το πνεύμα είναι και υπήρξε ο οδηγός των γεγονότων της παγκόσμιας ιστορίας. Στόχος του Προμηθέα η ελευθερία και η ανατροπή, σκοπός της ιστορίας η ελευθερία και η αλήθεια. Το ερώτημα είναι κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει στο ταξίδι αυτό του χρόνου και να  καθορίσει τη μοίρα του.


















 Βιβλιογραφία
Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μτφ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.
Ησίοδος, Θεογονία, μτφ. Παναγής Λεκατσάς, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος, 2003.
Πλάτων, Πρωταγόρας, μτφ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20095.
Claude Levi-Strauss, Μύθος και νόημα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986
George Steiner, Οι Αντιγόνες, Καλέντης, Αθήνα 2001
George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, Άγρα, Αθήνα 2007
George Wilhelm Friedrich, Hegel, Η Φιλοσοφία του πνεύματος, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα 1993.
Herbert Marcuse, Λογική και Επανάσταση, Οι βάσεις της φιλοσοφίας του Χέγγελ, Αρσενίδης.
Θεοδόσιος Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1998.
Luc Brisson, Ο Πλάτων, οι λέξεις και οι μύθοι, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.


ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

(Oμιλία της Φιλολόγου-Λογοτέχνιδας Ειρήνης Μπόμπολη στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών  στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών  Δευτέρα 20 Απριλίου 2015.)
Υπάρχουν  κάποιες εξαιρετικές, ανεξήγητες, παράτολμες και θαυμαστές πράξεις ηρώων και ανθρώπων στην ιστορία που κινούνται ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούν να τις εξηγήσουν, ούτε μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά υπεύθυνα για αυτές. Οι πράξεις αυτές στην πλειοψηφία τους ανέτρεψαν δεδομένα και απέβησαν μοιραίες θετικά και αρνητικά, τόσο για αυτούς που τις έπραξαν, όσο και για το ευρύτερο σύνολο. Ακόμα και οι ίδιοι οι δράστες αργότερα δεν αναγνώριζαν τους εαυτούς τους. Μάλιστα κάποιοι δεν θυμούνται καν τι τους έκανε να ενεργήσουν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Άλλοι πάλι έφτασαν σε σημείο προφητείας ή μαντικής ή πρόνοιας για πράγματα και ανθρώπους που η λογική δεν τα φτάνει και το συναίσθημα είναι πολύ διαλυτικό για να τα εξηγήσει.
Η έννοια «Δαιμόνιο» έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη[1]. Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση»[2].
Ονομάστηκε «δαιμόνιο» εκείνη η έντονη μορφή ατομικότητας, η οποία παίρνει την τελική απόφαση, όπως και αν εμφανίζονται οι εξηγήσεις, οι προθέσεις, οι δικαιολογίες, τις οποίες προβάλλει η καλλιεργημένη συνείδηση. Αυτή η συμπυκνωμένη ατομικότητα αποκαλύπτει επίσης τον εαυτό της με τη μορφή αυτού που ονομάζεται καρδιά ή πνευματική κατάσταση [Gemüt][3].
Όπως το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας διακατέχεται από αυτό το άλλο που είναι η μητέρα, έτσι και ο διαμορφωμένος εαυτός κάθε ώριμου ανθρώπου διακατέχεται, κατά τον Χέγκελ, από ένα δαιμόνιο. Ακόμα και στο συνειδητοποιημένο άτομο δεν παύει να υφίσταται ένας βαθύτερος «πυρήνας» ο οποίος είναι το ασυνείδητο, όπου εκεί συγκαταλέγονται όλα τα στοιχεία του μόνιμου χαρακτήρα. Αυτή η μερικότητα συγκροτεί και το Πεπρωμένο μας.
Στο δαιμόνιο αποδίδονται ακόμα καταστάσεις, όπως η προφητεία και η μαντεία[4]. Όμως ο Χέγκελ διατείνεται όμως πως  δεν μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια, γιατί δεν περιλαμβάνουν ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου.
Ο Προμηθέας, μετά την ισόθεη πράξη, την κλοπή της φωτιάς από τους θεούς και την προσφορά στον άνθρωπο, τιμωρείται παραδειγματικά από τον Δία. Καρφωμένος στον Καύκασο υποφέρει στο διηνεκές του Χρόνου μεγάλο πόνο και πάνω από όλα ένας αετός, σκύλος του Δία, καθημερινά του κατατρώει το συκώτι του. «μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου ἄψορρον ἥξεις εἰς φάος· Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος, κελαινόβρωτον δ᾽ ἧπαρ ἐκθοινήσεται.» Προμηθέας Δεσμώτης (1034-1039).
Ο Προμηθέας έχει την ιδιότητα να σκέπτεται  και να προβλέπει όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά και να προνοεί και να εφευρίσκει τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Στον συγκεκριμένο μύθο προνόησε, πώς για τη σωτηρία του ανθρώπου ήταν απαραίτητη η φωτιά. Μέσα από αυτή θα βελτίωνε την ποιότητα της ζωής του και θα ανέπτυσσε πολιτισμό. «ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. […]καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται.» Πρωταγόρας (321d-322a). Ο αετός κατατρώει το συκώτι του, το οποίο τη νύχτα αναπλάθεται  κι το μαρτύριο δεν παίρνει τέλος.  Παρότι ο Φρόυντ έδωσε  στο μαρτύριο αυτό μια φαλλική ερμηνεία, είναι γεγονός, σύμφωνα με την εγελιανή άποψη περί συκωτιού, αλλά και σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ότι το μαρτύριο του Προμηθέα συνίσταται στην υπερβολική εξυπνάδα του και κυρίως στην άμετρη τόλμη να τα βάλει ακόμα και με τους θεούς. Το όνομα του Προμηθέα συγγενεύει με αυτό της Μήδειας (μήτις=σκέψις), της διαβολικής μάγισσας  από την Κολχίδα που χτυπημένη από το δαιμόνιο του έρωτα σκοτώνει τα παιδιά της. Μια αποτρόπαια, φρικτή, καταδικάσιμη, «υπέροχη» πράξη που θα την οδηγήσει στην συναισθηματική εσωτερικότητα, δηλαδή θα μεταβεί στο επίπεδο της απόλυτης Ιδέας και  θα επανέλθει στον πατέρα της, τον Ήλιο.
Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. Για το ότι ο θεός έδωσε στην ανθρώπινη αυτή αλογία τη μαντική ικανότητα, προσθέτει, ότι υπάρχει μια επαρκής απόδειξη: κανένας νηφάλιος άνθρωπος δε γίνεται μέτοχος μιας προφητικής αλήθειας, παρά μόνο εάν η διάνοια υποδουλωθεί στον ύπνο, ή τεθεί εκτός εαυτής μέσω αρρώστιας ή «ενθουσιασμού». «Ορθά έχει ειπωθεί από παλιά: το να κάνεις και να γνωρίζεις τα δικά σου και τον εαυτό σου, εναπόκειται μόνο στους νηφάλιους».
Ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική εδρεύει λοιπόν εκείνη η περιοχή που μας ξαφνιάζει. Μας βγάζει εκτός εαυτού. Η φράση «ήμουνα εκτός εαυτού», όσο συνηθισμένη κι αν ακούγεται, ειπώθηκε πολλές φορές από όλους μας και παρόλο που μοιάζει μεταφορική, δεν είναι. Ουσιαστικά δηλώνεται μια κατάσταση εκτός ελέγχου, μια κατάσταση που μας ξεπερνά, κάτι σα σκοτάδι του μυαλού, σαν μια ηλεκτροπληξία, από την οποία όταν συνήλθαμε, ήδη είχαμε αποφασίσει ή είχαμε πράξει με τέτοιο τρόπο, που δεν μοιάζουν σαν δικά μας πράγματα, αλλά σαν να τα αποφάσισε ή να έδρασε κάποιος άλλος. Είναι μια παρόρμηση ή μια μέθη, ή μια τύφλωση, που μας ελέγχει και μας οδηγεί και ουσιαστικά αποτελεί την ουσία του χαρακτήρα μας, και γιατί όχι και τη μοίρα μας. Μοιάζει το δαιμόνιο ως δεύτερη φύση του ανθρώπου, ως μια εσωτερική φωνή που δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε λογική, αλλά ισχυρή για να μας βγάλει εκτός εαυτού.
Θα ανατρέξουμε για λίγο σε αρχαία κείμενα για να διαπιστώσουμε την αντίληψη πως κάποιες ενέργειες των ανθρώπων, γίνονται ή ακυρώνονται εξαιτίας μιας κάποιας εξωτερικής δύναμης, μιας «δαιμονικής» δύναμης, δηλαδή θεϊκής. Στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας από θεϊκή πλάνη ή μωρία (Άτη), για να αποζημιώσει τον εαυτό του για την απώλεια της ερωμένης του, αρπάζει την ερωμένη του Αχιλλέα. «Αλλ’ αίτιος διακηρύσσει αργότερα δεν είμαι εγώ αλλά ο Ζεύς κι η μοίρα και η νυχτοπλάνητη Ερινύα. . .»
Ο Αχιλλέας από την άλλη, αν και θιγμένος αντιμετωπίζει την αδικία του Αγαμέμνονα εις βάρος του με τον ίδιο τρόπο. «Δία Πατέρα, τους θνητούς πόσο  κακά τυφλώνεις (Άτας διδοίσθα) αλλιώς δεν θα αγρίευε στα βάθη την ψυχή μου ο Ατρείδης και στο πείσμα μου δεν θα έπαιρνε την κόρη στη θέλησή μου αμάλαχτος». Κι η φωνή του ποιητή τελειώνει με την παρόμοια  φράση «κι ετελειώθη η βουλή του Δία». Οι εξηγήσεις αυτές θα ταίριαζαν και στην περίπτωση της Ελένης  που σε ένα βαθιά συγκινητικό, και προφανώς ειλικρινή λόγο λέει πως ο Δίας έριξε πάνω σε αυτήν και στον Αλέξανδρο (Πάρη) μαύρη μοίρα (κακόν μόρον) «για να γενούμε και των κατόπιν γενεών τραγούδι ξακουσμένο». Όμοια ο Οδυσσεύς ούτε ένοχος ούτε απερίσκεπτος είναι όταν  παίρνει έναν υπνάκο σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους συντρόφους του να σφάξουν τα ιερά και απαγορευμένα  βόδια του Ήλιου. Αυτό που εμείς θα ονομάζαμε ατύχημα, για τον Οδυσσέα και για τον Όμηρο είναι Ἄτη, που έστειλαν οι θεοί για να τον μωράνουν. Ο θάνατος του Πατρόκλου, παρότι αποδίδεται στον φανερό δράστη, άνδρα Εύφορβο, και στον κρυφό δράστη Απόλλωνα, υποκειμενικά για τον ίδιο οφείλεται στην κακή του τύχη, τη μοίρα. Όπως λένε οι ψυχολόγοι ο θάνατός του είναι «υπερκαθορισμένος». Η εξήγηση είναι πως η Ερινύα είναι ο προσωπικός παράγοντας που διασφαλίζει την εκπλήρωση μιας μοίρας. Αυτός είναι ο λόγος που σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, στην περίπτωση που ο ήλιος θα ξεπερνούσε τα μέτρα του, οι Ερινύες θα τον τιμωρούσαν. Τα μέτρα ορίζονται ως το έργο που ανατίθεται σε κάποιον να κάνει.
Τόσο η Άτη, όσο και το μένος που οι θεοί εμβάλλουν στους ανθρώπους είναι μια κατάσταση του νου. Το μένος συνδέεται με τη βούληση του ανθρώπου. Το «μενοινάν» αναφέρεται στην καλή βούληση, ενώ ο έχων κακή βούληση είναι ο «δυσμενής». Είναι κάτι πολύ πιο αυθόρμητο και ενστικτώδες από αυτό που αποκαλούμε απόφαση. Στον Όμηρο εμφυσείται από τους θεούς και με βάση αυτό αυξάνεται ή ελαττώνεται η αρετή ενός άνδρα στο να μάχεται. Η προσωρινή κατοχή ενός ανθρώπου από εξηρτημένο μένος, είναι όπως και με την Άτη αφύσικη κατάσταση, που απαιτεί μια εξωλογική εξήγηση. Οι άνθρωποι του Ομήρου καταλαβαίνουν την εισβολή του μένους από μια περίεργη αίσθηση στα μέλη τους. «Τα πόδια κάτω και τα χέρια σφοδρά ποθούν (μαιμώωσι)», δηλαδή, ο θεός έκανε τα μέλη ελαφρά. Βασικά είναι μια αφύσικη εμπειρία και οι κατεχόμενοι από μένος κάνουν εξαιρετικά δύσκολα έργα με μεγάλη ευκολία (ρεα). Αυτό είναι ένα σημάδι θεϊκής δύναμης. Ακόμη μπορούν να μάχονται ατιμώρητα ενάντια στους θεούς, όπως ο Διομήδης. Είναι λιγότερο ανθρώπινοι, συνήθως συγκρίνονται με αρπακτικά λιοντάρια. Η πιο εντυπωσιακή περιγραφή μιας τέτοιας κατάστασης  βρίσκεται στην 15 ραψωδία της Ιλιάδας  όπου ο Έκτορας βγάζει αφρούς από το στόμα του, φρενιάζει, μαίνεται, τα μάτια του γυαλίζουν. Τέτοιες καταστάσεις βρίσκονται ένα βήμα πίσω από το την έννοια του πραγματικού δαιμονισμού (δαιμονάν).
Χρησιμοποιώντας τη λέξη δαίμων, εκφράζεται το γεγονός πως μια ανώτερη δύναμη έχει βοηθήσει στο να συμβεί κάτι. Οι Έλληνες όλων των εποχών χρησιμοποιούσαν τέτοιους ασαφείς όρους όπως η λέξη, δαίμων, επειδή δεν μπορούσαν να επισημάνουν τον ιδιαίτερο θεό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Την ίδια γλώσσα χρησιμοποιούσαν και οι πρωτόγονοι, για τον λόγο ακόμα ότι στερούνταν τους προσωπικούς θεούς. Ότι η γλώσσα αυτή είναι πολύ παλιά φαίνεται από τη χρήση της λέξης «δαιμόνιος». Αρχικά σήμαινε αυτόν που ενεργεί μετά την προειδοποίηση  ενός δαίμονα. Στην Ιλιάδα όμως έχει τόσο πολύ εξασθενίσει, ώστε ο Δίας τη χρησιμοποιεί για την Ήρα.
Επομένως μπορούμε να πούμε πως κάθε απόκλιση από την ομαλή ανθρώπινη συμπεριφορά, που τις αιτίες δεν μπορεί να συλλάβει αμέσως ούτε η συνείδηση του ίδιου του υποκειμένου, ούτε η παρατήρηση των άλλων, αποδίδεται σε υπερφυσική ενέργεια, ακριβώς όπως συμβαίνει σε κάθε απόκλιση από την ομαλή συμπεριφορά των καιρικών συνθηκών ή την ομαλή συμπεριφορά της χορδής ενός τόξου.
Είναι βέβαιο πως αυτή η εσωτερική προτροπή γενικά ή το απότομο ανεξήγητο αίσθημα δύναμης, ή η απότομη ανεξήγητη απώλεια ορθής κρίσης, είναι το σπέρμα από όπου αναπτύχθηκε ο θεϊκός μηχανισμός. Οι ποιητές πρώτοι αντικατέστησαν τη φράση «μένος ἔμβαλε θυμῶ» με το θεό να εμφανίζεται υλικά και να προτρέπει τον ευνοούμενό του να πράξει ανάλογα. Στην Α ραψωδία, της Ιλιάδας, η Αθηνά αρπάζει απ’ τα μαλλιά τον Αχιλλέα και τον προειδοποιεί να μη χτυπήσει τον Αγαμέμνονα. Είναι ορατή μόνο στον Αχιλλέα, σε κανέναν άλλο, είναι η εικονική έκφραση μιας εσωτερικής προτροπής που ο Αχιλλέας θα μπορούσε να εκφράσει με την ασαφή φράση « ενέπνευσε φρεσί δαίμων».
 Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι η άλλη λέξη με την οποία προσδιορίζεται αυτή η εσωτερική φωνή στον Όμηρο, είναι η λέξη θυμός. Στον Όμηρο η λέξη θυμός παρουσιάζεται σαν μια ανεξάρτητη εσωτερική φωνή και δεν αποτελεί μέρος της προσωπικότητας ή της ψυχής όπως αργότερα. Πολλές φορές υπάρχουν δυο τέτοιες φωνές, όπως ο Οδυσσέας άκουγε τη μια φωνή που του έλεγε να σκοτώσει αμέσως τον Κύκλωπα και την άλλη να είναι εγκρατής και να σκεφτεί πιο μεθοδικά, η οποία και επικράτησε.
Βασικά ο Ομηρικός άνθρωπος κρύβει πίσω από την Ἄτη ενέργειες που θα τον εξέθεταν στην κοινωνία. Το μεγαλύτερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο ήταν η δημόσια εκτίμηση, η απόλαυση της τιμής. Και για αυτόν τον άνθρωπο οτιδήποτε τον εκθέτει, το αποδίδει σε ένα εξωγενή παράγοντα. Η ισχυρότερη ηθική δύναμη για τον ομηρικό άνθρωπο, δεν είναι ο φόβος προς το θεό, αλλά ο σεβασμός προς τη δημόσια γνώμη, η αἰδώς.  «Αιδέομαι Τρώας», λέει ο Έκτορας στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του και πορεύεται με ανοιχτά μάτια στο θάνατο.
Η μετάβαση από τον πολιτισμό της ντροπής της Ομηρικής εποχής στον πολιτισμό της ενοχής, αυτόν της Αρχαϊκής εποχής η επέμβαση στη συμπεριφορά των ανθρώπων εξωλογικών δυνάμεων ξέφυγε από τον χαρακτήρα της απλής επέμβασης και επηρεασμού της σκέψης και πήρε το χαρακτήρα του τιμωρού και φθονερού θεού. Τόσο στον Πίνδαρο, όσο και στον Σοφοκλή και στον Ηρόδοτο που κρατάνε στοιχεία της Αρχαϊκής εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που μας κάνουν εντύπωση είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και του ανθρώπινου αδιεξόδου(αμηχανία). Το θρησκευτικό αντίστοιχο είναι το αίσθημα της θρησκευτικής έχθρας, με την έννοια πως μια ακατανίκητη Δύναμη  και Σοφία συγκρατεί παντοτινά τον άνθρωπο υπόδουλο, τον εμποδίζει να ξεπεράσει το ανάστημά του. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η θεότητα είναι πάντα  «φθονερόν τε και ταραχώδες», δηλαδή φθονερή και επεμβατική. Το νόημα είναι μάλλον πως οι θεοί ζηλεύουν και  βλέπουν με κακό μάτι κάθε επιτυχία που θα μπορούσε να φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά σε αυτούς. Στους τελευταίους αρχαϊκούς και στους πρώτους κλασσικούς χρόνους η έννοια φθόνος, είναι μια καταθλιπτική απειλή, μια πηγή ή έκφραση θρησκευτικού άγχους. Για τον Ηρόδοτο η ιστορία είναι υπερκαθορισμένη. Ο αγγελιοφόρος στους Πέρσες αποδίδει τη μωρή τακτική του Ξέρξη στη Σαλαμίνα στους πανούργους Έλληνες που τον εξαπάτησαν και ταυτόχρονα στο φθόνο των θεών που ενεργούσε μέσω αλάστορος ή κακού δαίμονα. Η λέξη Δεισιδαίμων, αυτός που φοβάται το θεό χρησιμοποιήθηκε ως όρος επαινετικός ίσαμε τα χρόνια του Αριστοτέλη. Στην Ιλιάδα δεν απαντά κάτι αντίστοιχο, μόνο στην Οδύσσεια απαντάται το θεουδής, ως μια σημαντική αρετή. Αντίθετα η λέξη φιλόθεος δεν απαντά στην αρχαία σκέψη, παρά για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη.
Με λίγα λόγια η Ἄτη, συνώνυμο της λέξης Δαίμων, στην Αρχαϊκή αντίληψη εξακολουθεί να σημαίνει την παράλογη συμπεριφορά. Στο  άκουσμα πως η Φαίδρα δε θέλει να φάει, ο χορός ρωτά, αν αυτό οφείλεται στην Ἄτη ή σε πρόθεση αυτοκτονίας; Η Ἄτη παίρνει τη μορφή του ολέθρου και πολλές φορές ταυτίζεται με τα ίδια τα όργανα ή τις ενσαρκώσεις της ίδιας της καταστροφής. Ο Δούρειος ίππος είναι μια Ἄτη. Η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι για τον Κρέοντα δυο Ἄτες, δυο καταστροφές. Σε μια πιο ασαφή θεολογικά προσέγγιση η Ἄτη είναι η σκόπιμη απάτη που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, πνευματικό και ηθικό με τρόπο που επιταχύνει την καταστροφή του, δηλαδή το θλιβερό δόγμα: «Μωραίνει κύριος όν βούλεται απολέσει». Η Κασσάνδρα βλέπει τις Ερινύες σαν όμιλο δαιμόνων μεθυσμένων από ανθρώπινο αίμα. Η Κλυταιμνήστρα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συμμετοχής στην. Ἄτη Η ίδια βυθισμένη μέσα στο πρόσωπο του Αλάστορα, προσφέρει θυσία τον άνδρα της στις Ερινύες και στην Ἄτη. Η Τροφός στη Μήδεια γνωρίζει πως η Ἄτη είναι δουλειά κάποιου οργισμένου δαίμονα και τη συνδέει με την παλιά ιδέα του φθόνου. Έτσι εξηγεί την αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας.
Συγγενείς της Ἄτης είναι οι άλογες εκείνες δυνάμεις που ορθώνονται μέσα στον άνθρωπο, ενάντια στη βούλησή του για να τον δοκιμάσουν. Ο Θέογνης αποκαλεί την ελπίδα και το φόβο «χαλεπούς δαίμονες». Ο Σοφοκλής χαρακτηρίζει τον Έρωτα σα μια δύναμη «που των δικαίων τους λογισμούς ξεσέρνει σε αδικία για τον χαμό τους». Πίσω από αυτές τις δυνάμεις κείται το ομηρικό αίσθημα πως δεν είναι τμήμα του αληθινού εαυτού μας, αφού δεν ανήκουν στο χώρο που ελέγχει η συνείδησή μας. Αυτά είναι  προικισμένα με ζωή και ενέργεια δική τους και έτσι μπορούν να αναγκάσουν κάποιον από εμάς, σαν να ενεργούν απ’ έξω, σε μια συμπεριφορά αλλότρια του εαυτού μας. Τελικά ο Πλάτωνας συνέλαβε την ιδέα και τη μετέβαλε εντελώς. Ο δαίμονας αποβαίνει ένα είδος έξοχου πνεύματος οδηγού. Είναι εκείνος ο παράξενος διαμεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και στον θεό, εκείνος που τον οδηγεί από την άγνοια στη γνώση. Σήμερα θα λέγαμε ότι είναι   το φροϋδικό Υπερεγώ.
Περνώντας στην κλασσική εποχή, τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Από τον Σόλωνα και μετά η Αθήνα εισέρχεται στην σφαίρα της ορθής σκέψης και οτιδήποτε εξωλογικό και εξωανθρώπινο, αντιμετωπίζεται κριτικά. Για πολλούς μελετητές ο ορθός λόγος και ο εξορθολογισμός της θρησκείας και της ηθικής σήμαναν και το τέλος της ελληνικής γοητείας και έθεσαν σε πλήρη αμφισβήτηση και την ουσία του ελληνισμού. Στη χορεία αυτών που χρεώνονται αυτή τη μεταστροφή της σκέψης είναι και ο Σωκράτης. Παρότι εμείς τον γνωρίζουμε ως μεγάλο αντίπαλο της σοφιστικής μέσω του Πλάτωνος, η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης εγκαινιάζει το διαφωτισμό των Σοφιστών, είναι ο μεγαλύτερος Σοφιστής, αλλά είναι και αυτός που ξεπερνά το κίνημα και προπορεύεται. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Κάντ στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Για τον Νίτσε ο Σωκράτης είναι αυτός που σκότωσε τον μύθο. Τον κατηγορεί για αφανιστή του μύθου, εκείνον που ξεπέρασε τα ένστικτα, εκείνον που απαρνήθηκε ως άτομο την ελληνική ουσία, αλλά και ως τον τελευταίο δυνατό τύπο Έλληνα σοφού. Παρότι ακολούθησε το δρόμο της λογικής, ο Σωκράτης υποστηρίζει πως μέσα του κατοικεί ένας θεός, το δαιμόνιό του που τον καθοδηγεί. Όσο ειρωνικά και αν το λέει, δηλώνει με αυτό πως οι σκέψεις του και τα λόγια του, τον ξεπερνούν.
Για τον Σωκράτη «Το δαιμόνιό» του, εκείνη η εσωτερική φωνή, η οποία συνήθιζε να τον προειδοποιεί, αφότου ήταν παιδί, όταν πήγαινε να κάνει κάτι ασύμφορο για αυτόν, δεν τον εμπόδισε ούτε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, ούτε να υπερασπίσει τον εαυτό του. Μετά την καταδίκη του συμπεραίνει ότι όσα του έτυχαν πρέπει να είναι κάτι καλό για αυτόν και επομένως οι δικαστές, αν και το ήθελαν, δεν μπόρεσαν να τον βλάψουν. Επίσης ότι υπάρχει έντονη ελπίδα «πολλή ἐλπίς»  ότι ο θάνατος  δεν είναι κάτι κακό, παρά κάτι καλό, δηλαδή μια κατάσταση σαν τον ύπνο χωρίς όνειρα ή η πρόσβαση σε μια καλύτερη ζωή. Αυτή η λογική μέθοδος του Σωκράτη είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική για τη σχέση πίστης και γνώσης σε αυτόν. Επίσης το δαιμόνιό του τον απέτρεψε να γίνει πολιτικός. Και επειδή δίνει στη φύση του δαιμονίου θεϊκή ιδιότητα, η ορθότητα αυτής της προειδοποίησης δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ο Σωκράτης στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτή την εσωτερική φωνή, η οποία τον ωθεί σε αγώνα για το δίκιο, αλλά πιστεύει πως σε αυτόν τον αγώνα, ο καθένας είναι μόνος, ιδιώτης. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το δελφικό χρησμό, ο οποίος τον ανακηρύσσει σοφότερο άνδρα. Είναι αυτονόητο ότι ο θεός έχει δίκιο, αλλά θέμα του Σωκράτη είναι να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Και καταλήγει ότι  ο θεός τον αποκάλεσε έτσι, επειδή δεν πιστεύει ότι κατέχει την κατά φαντασία γνώση. Για τον Σωκράτη λοιπόν η προϋπόθεση των ορθολογικών συμπερασμάτων του είναι πάντοτε η πίστη στο παράλογο και αυτό ισχύει για όλη τη ζωή του. Αυτή δεν προϋποθέτει μεν την πίστη στο επέκεινα, αλλά την πίστη σε μια θεϊκή σοφία, η οποία επηρεάζει όλα τα συμβάντα και το νόημά της μπορεί να βρεθεί από τον ανθρώπινο διαλογισμό.
Ο Σωκράτης είχε σχεδόν απορριπτική στάση απέναντι στους θεούς της πόλης, απέφευγε να χρησιμοποιεί τα ονόματα των θεών απέναντι σε όρκους και προσευχές. Άλλοτε μιλά για θεό και άλλοτε για θεούς. Στο στρατόπεδο προσεύχεται στον Ήλιο και κάτω από τον πλάτανο στον Ιλισό στο θεό Πάνα. Θεωρεί επικίνδυνες τις θυσίες, γιατί υποβιβάζουν τη θρησκεία σε εμπορική συναλλαγή. Ίσως η πείρα του δαιμονίου του τον είχε κάνει δεκτικό και ανοιχτό σε μαντικά νεύματα του θεού. Ωστόσο συνιστούσε να χρησιμοποιεί κανείς στη ζωή του, όσο το δυνατόν περισσότερο, το νου του και μόνο σε αδιαφανείς καταστάσεις να επικαλείται τη μαντική. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Σωκράτης είχε υπερβεί τις μορφές της συνηθισμένης θρησκείας και αγωνιζόταν να της δώσει ένα βαθύτερο νόημα, αυτό της απόλυτης μιας και μοναδικής αλήθειας, να την ηθικοποιήσει.
 Εμφορούμενος από το δαιμόνιο ο Σωκράτης εκτιμά τη σκέψη περισσότερο από όλα, αλλά τη χρησιμοποιεί πρωτίστως για να καταρρίψει την απερισκεψία και τις προκαταλήψεις. Είναι ένας διαρκής ταραχοποιός και στη σχέση του με τους συμπολίτες του συγκρίνει τον εαυτό του με μια αλογόμυγα, η οποία ακατάπαυστα βρίσκεται πάνω σένα μεγάλο και καθαρόαιμο, αλλά λίγο νωθρό άλογο. Η ακλόνητη πεποίθησή του είναι ότι ο άνθρωπος διαθέτει αυτή την πνευματική δύναμη της αυτοκαθοδήγησης. Θεωρεί έργο ζωής του να την εκμαιεύσει σε άλλους. Εδώ διαπιστώνει τα όρια της προσωπικότητάς του. Ο «θεός με αναγκάζει να εκτελώ για άλλους χρέη μαίας. Μου αρνήθηκε να γεννώ». Ο Σωκράτης «θείω θελήματι» διαθέτει τη δύναμη (δύναμις) και την αγάπη (το εράν) για να βελτιώσει τους ανθρώπους, εφόσον αυτοί είναι γενικά δεκτικοί.
Σύμφωνα με τον Χάξλεϋ, οι χειρότερες δυσκολίες του ανθρώπου, αρχίζουν από τη στιγμή που μπορεί να κάνει ό, τι θέλει. Ο θρίαμβος της λογικής οδήγησε στην παρακμή της ελληνιστικής εποχής. Η υπέρβαση των τοπικών και χρονικών συνόρων του πνεύματος απ’ τη μια πλευρά, αλλά και απ’ την άλλη η κρίση των θεσμών και της θρησκείας ως βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον εαυτό του, κάνουν τους ανθρώπους ουσιαστικά πιο απελπισμένους και τους στερούν το καθημερινό νόημα. Παράδειγμα αυτής της απελπισίας είναι η στροφή στην αστρολογία που εντείνεται αυτή την περίοδο. Αρκετοί συμβουλεύουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την παλιά αντίληψη της ταπεινότητας, δηλαδή να ζουν με μετριότητα και σε μέτρα ανθρώπινα και τους προτρέπουν, μέσα από το στοχασμό και την ορθή σκέψη να ζουν ως θεοί. Εντούτοις ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του, κατανοούν πως οι άνθρωποι και ειδικά οι Έλληνες δεν αντέχουν την καθαρή λογική. Γι αυτό μελετούν αυτός και οι μαθητές του τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης φύσης για να έχουν πιο ρεαλιστική την κατανόησή της. Έτσι οδηγήθηκαν στη μελέτη της μουσικής και των ονείρων για την προσέγγιση αυτών των σκοτεινών ανθρώπινων στρωμάτων.
Για το τέλος θα διαβάσω ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το Φαίδρο του Πλάτωνος όπου γίνεται λόγος για τη μανία, μια άλλη έννοια-προσέγγιση του Δαιμονίου και του παραλόγου. Ο Σωκράτης μιλάει στον νεαρό όμορφο Φαίδρο για τα τέσσερα είδη της μανίας, την προφητική, την τελεστική, την ποιητική και την Ερωτική. Κανένας ποιητής για τον Σωκράτη δεν μπορεί να γίνει μεγάλος όταν γράφει με νηφαλιότητα. Είναι απαραίτητα τα λόγια των μουσών, τα θεόπνευστα. Ήταν κοινός τόπος για τους αρχαίους πως η δημιουργική σκέψη δεν είναι δουλειά του Εγώ. Όσον αφορά την ερωτική μανία, ο έρωτας είναι ο δρόμος της ψυχής προς τη θέωση μέσα από τη γνώση. Ο έρωτας είναι διαμεσολαβητής μεταξύ γης και ουρανού. Μέσω αυτού η ψυχή βγάζει φτερά, δονείται ολόκληρη και ζεμένη σε άρμα, το οποίο σέρνουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές με ηνίοχο το λογικό υψούται με ανοδική φορά προς το Αγαθό.
ΠΛΑΤΩΝ ΦΑΙΔΡΟΣ
 [245a] τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν, ἐγείρουσα καὶ ἐκβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν, μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει· ὃς δ’ ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται, πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη.
[251a] ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀποῤῥοὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιῤῥυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά. ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽-- δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν. ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται. ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων.
                                  
Βιβλιογραφία
§        Βίλχελμ Νέστλε, Aπό τον μύθο στο λόγο. Η εξέλιξη της ελληνικής σκέψης από τον Όμηρο ως τη σοφιστική και τον Σωκράτη, τ. 1, μτφρ. Άννα Γεωργίου, Γνώση, Αθήνα 1999.
§        E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφ. Γιατρομανωλάκης Γιώργης, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
§        Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Η φιλοσοφία του πνεύματος: Το υποκειμενικό πνεύμα, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, 1993.
§        Claude Levi-Strauss, Μύθος και νόημα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986.
§        George Steiner, Οι Αντιγόνες, Καλέντης, Αθήνα 2001.
§        George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, Άγρα, Αθήνα 2007.
§        George Wilhelm Friedrich, Hegel, Η Φιλοσοφία του πνεύματος, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα 1993.
§        Luc Brisson, Ο Πλάτων, οι λέξεις και οι μύθοι, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.
Αρχαίες πηγές-Πρωτότυπα κείμενα
§        Πλάτων, Φαίδρος, μτφρ. Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης Ν., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20004.
§        Πλάτων, Απολογία του Σωκράτους, μτφρ. Γεώργιος Π. Μανουσόπουλος, Παπαζήση, Αθήνα 2009.
§        Πλάτων, Συμπόσιον, μτφρ. Ιωάννου Συκουτρή, Κάκτος, Αθήνα 2005.
§        Αριστοτέλης, Περί ψυχής, μτφρ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20002.
§        Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μτφ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.
§        Αισχύλος, Προμηθέας δεσμώτης, μτφρ. Παναγιώτης Μουλλάς, Αθήνα, Στιγμή, 2009.
§        Ησίοδος, Θεογονία, μτφ. Παναγής Λεκατσάς, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος 2003.
§        Πλάτων, Πρωταγόρας, μτφ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20095.
§        Πλάτων, Τίμαιος, μτφρ. Α Παπαθεοδώρου, Αθήνα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 1975.


1.  Βλ. Πλάτωνος Απολογία, 27c, 31d.
2.  Γκέοργκ Χέγκελ, Η φιλοσοφία του πνεύματος, τ.1, σ. 107: Ποιο είναι αυτό το άλλο, από το οποίο εξαρτάται η συναισθανόμενη ψυχή; Πρόκειται για το «δαιμόνιο» (μεταφράζω έτσι τη λέξη:Genius). Αυτή η έννοια έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη, δες Πλάτωνος Απολογία 27c, 31d). Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση».
3.  Γκ. Χέγκελ, ό.π., σ. 111.
4.  Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. «ἵνα ἀληθείας πῃ προσάπτοιτο, κατέστησαν ἐν τούτῳ τὸ μαντεῖον. ἱκανὸν δὲ σημεῖον ὡς μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν· οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ᾽ ἢ καθ᾽ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας. ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα» (Τίμαιος, 72a).