ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

(Oμιλία της Φιλολόγου-Λογοτέχνιδας Ειρήνης Μπόμπολη στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών  στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών  Δευτέρα 20 Απριλίου 2015.)
Υπάρχουν  κάποιες εξαιρετικές, ανεξήγητες, παράτολμες και θαυμαστές πράξεις ηρώων και ανθρώπων στην ιστορία που κινούνται ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούν να τις εξηγήσουν, ούτε μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά υπεύθυνα για αυτές. Οι πράξεις αυτές στην πλειοψηφία τους ανέτρεψαν δεδομένα και απέβησαν μοιραίες θετικά και αρνητικά, τόσο για αυτούς που τις έπραξαν, όσο και για το ευρύτερο σύνολο. Ακόμα και οι ίδιοι οι δράστες αργότερα δεν αναγνώριζαν τους εαυτούς τους. Μάλιστα κάποιοι δεν θυμούνται καν τι τους έκανε να ενεργήσουν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Άλλοι πάλι έφτασαν σε σημείο προφητείας ή μαντικής ή πρόνοιας για πράγματα και ανθρώπους που η λογική δεν τα φτάνει και το συναίσθημα είναι πολύ διαλυτικό για να τα εξηγήσει.
Η έννοια «Δαιμόνιο» έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη[1]. Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση»[2].
Ονομάστηκε «δαιμόνιο» εκείνη η έντονη μορφή ατομικότητας, η οποία παίρνει την τελική απόφαση, όπως και αν εμφανίζονται οι εξηγήσεις, οι προθέσεις, οι δικαιολογίες, τις οποίες προβάλλει η καλλιεργημένη συνείδηση. Αυτή η συμπυκνωμένη ατομικότητα αποκαλύπτει επίσης τον εαυτό της με τη μορφή αυτού που ονομάζεται καρδιά ή πνευματική κατάσταση [Gemüt][3].
Όπως το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας διακατέχεται από αυτό το άλλο που είναι η μητέρα, έτσι και ο διαμορφωμένος εαυτός κάθε ώριμου ανθρώπου διακατέχεται, κατά τον Χέγκελ, από ένα δαιμόνιο. Ακόμα και στο συνειδητοποιημένο άτομο δεν παύει να υφίσταται ένας βαθύτερος «πυρήνας» ο οποίος είναι το ασυνείδητο, όπου εκεί συγκαταλέγονται όλα τα στοιχεία του μόνιμου χαρακτήρα. Αυτή η μερικότητα συγκροτεί και το Πεπρωμένο μας.
Στο δαιμόνιο αποδίδονται ακόμα καταστάσεις, όπως η προφητεία και η μαντεία[4]. Όμως ο Χέγκελ διατείνεται όμως πως  δεν μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια, γιατί δεν περιλαμβάνουν ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου.
Ο Προμηθέας, μετά την ισόθεη πράξη, την κλοπή της φωτιάς από τους θεούς και την προσφορά στον άνθρωπο, τιμωρείται παραδειγματικά από τον Δία. Καρφωμένος στον Καύκασο υποφέρει στο διηνεκές του Χρόνου μεγάλο πόνο και πάνω από όλα ένας αετός, σκύλος του Δία, καθημερινά του κατατρώει το συκώτι του. «μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου ἄψορρον ἥξεις εἰς φάος· Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος, κελαινόβρωτον δ᾽ ἧπαρ ἐκθοινήσεται.» Προμηθέας Δεσμώτης (1034-1039).
Ο Προμηθέας έχει την ιδιότητα να σκέπτεται  και να προβλέπει όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά και να προνοεί και να εφευρίσκει τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Στον συγκεκριμένο μύθο προνόησε, πώς για τη σωτηρία του ανθρώπου ήταν απαραίτητη η φωτιά. Μέσα από αυτή θα βελτίωνε την ποιότητα της ζωής του και θα ανέπτυσσε πολιτισμό. «ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. […]καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται.» Πρωταγόρας (321d-322a). Ο αετός κατατρώει το συκώτι του, το οποίο τη νύχτα αναπλάθεται  κι το μαρτύριο δεν παίρνει τέλος.  Παρότι ο Φρόυντ έδωσε  στο μαρτύριο αυτό μια φαλλική ερμηνεία, είναι γεγονός, σύμφωνα με την εγελιανή άποψη περί συκωτιού, αλλά και σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ότι το μαρτύριο του Προμηθέα συνίσταται στην υπερβολική εξυπνάδα του και κυρίως στην άμετρη τόλμη να τα βάλει ακόμα και με τους θεούς. Το όνομα του Προμηθέα συγγενεύει με αυτό της Μήδειας (μήτις=σκέψις), της διαβολικής μάγισσας  από την Κολχίδα που χτυπημένη από το δαιμόνιο του έρωτα σκοτώνει τα παιδιά της. Μια αποτρόπαια, φρικτή, καταδικάσιμη, «υπέροχη» πράξη που θα την οδηγήσει στην συναισθηματική εσωτερικότητα, δηλαδή θα μεταβεί στο επίπεδο της απόλυτης Ιδέας και  θα επανέλθει στον πατέρα της, τον Ήλιο.
Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. Για το ότι ο θεός έδωσε στην ανθρώπινη αυτή αλογία τη μαντική ικανότητα, προσθέτει, ότι υπάρχει μια επαρκής απόδειξη: κανένας νηφάλιος άνθρωπος δε γίνεται μέτοχος μιας προφητικής αλήθειας, παρά μόνο εάν η διάνοια υποδουλωθεί στον ύπνο, ή τεθεί εκτός εαυτής μέσω αρρώστιας ή «ενθουσιασμού». «Ορθά έχει ειπωθεί από παλιά: το να κάνεις και να γνωρίζεις τα δικά σου και τον εαυτό σου, εναπόκειται μόνο στους νηφάλιους».
Ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική εδρεύει λοιπόν εκείνη η περιοχή που μας ξαφνιάζει. Μας βγάζει εκτός εαυτού. Η φράση «ήμουνα εκτός εαυτού», όσο συνηθισμένη κι αν ακούγεται, ειπώθηκε πολλές φορές από όλους μας και παρόλο που μοιάζει μεταφορική, δεν είναι. Ουσιαστικά δηλώνεται μια κατάσταση εκτός ελέγχου, μια κατάσταση που μας ξεπερνά, κάτι σα σκοτάδι του μυαλού, σαν μια ηλεκτροπληξία, από την οποία όταν συνήλθαμε, ήδη είχαμε αποφασίσει ή είχαμε πράξει με τέτοιο τρόπο, που δεν μοιάζουν σαν δικά μας πράγματα, αλλά σαν να τα αποφάσισε ή να έδρασε κάποιος άλλος. Είναι μια παρόρμηση ή μια μέθη, ή μια τύφλωση, που μας ελέγχει και μας οδηγεί και ουσιαστικά αποτελεί την ουσία του χαρακτήρα μας, και γιατί όχι και τη μοίρα μας. Μοιάζει το δαιμόνιο ως δεύτερη φύση του ανθρώπου, ως μια εσωτερική φωνή που δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε λογική, αλλά ισχυρή για να μας βγάλει εκτός εαυτού.
Θα ανατρέξουμε για λίγο σε αρχαία κείμενα για να διαπιστώσουμε την αντίληψη πως κάποιες ενέργειες των ανθρώπων, γίνονται ή ακυρώνονται εξαιτίας μιας κάποιας εξωτερικής δύναμης, μιας «δαιμονικής» δύναμης, δηλαδή θεϊκής. Στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας από θεϊκή πλάνη ή μωρία (Άτη), για να αποζημιώσει τον εαυτό του για την απώλεια της ερωμένης του, αρπάζει την ερωμένη του Αχιλλέα. «Αλλ’ αίτιος διακηρύσσει αργότερα δεν είμαι εγώ αλλά ο Ζεύς κι η μοίρα και η νυχτοπλάνητη Ερινύα. . .»
Ο Αχιλλέας από την άλλη, αν και θιγμένος αντιμετωπίζει την αδικία του Αγαμέμνονα εις βάρος του με τον ίδιο τρόπο. «Δία Πατέρα, τους θνητούς πόσο  κακά τυφλώνεις (Άτας διδοίσθα) αλλιώς δεν θα αγρίευε στα βάθη την ψυχή μου ο Ατρείδης και στο πείσμα μου δεν θα έπαιρνε την κόρη στη θέλησή μου αμάλαχτος». Κι η φωνή του ποιητή τελειώνει με την παρόμοια  φράση «κι ετελειώθη η βουλή του Δία». Οι εξηγήσεις αυτές θα ταίριαζαν και στην περίπτωση της Ελένης  που σε ένα βαθιά συγκινητικό, και προφανώς ειλικρινή λόγο λέει πως ο Δίας έριξε πάνω σε αυτήν και στον Αλέξανδρο (Πάρη) μαύρη μοίρα (κακόν μόρον) «για να γενούμε και των κατόπιν γενεών τραγούδι ξακουσμένο». Όμοια ο Οδυσσεύς ούτε ένοχος ούτε απερίσκεπτος είναι όταν  παίρνει έναν υπνάκο σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους συντρόφους του να σφάξουν τα ιερά και απαγορευμένα  βόδια του Ήλιου. Αυτό που εμείς θα ονομάζαμε ατύχημα, για τον Οδυσσέα και για τον Όμηρο είναι Ἄτη, που έστειλαν οι θεοί για να τον μωράνουν. Ο θάνατος του Πατρόκλου, παρότι αποδίδεται στον φανερό δράστη, άνδρα Εύφορβο, και στον κρυφό δράστη Απόλλωνα, υποκειμενικά για τον ίδιο οφείλεται στην κακή του τύχη, τη μοίρα. Όπως λένε οι ψυχολόγοι ο θάνατός του είναι «υπερκαθορισμένος». Η εξήγηση είναι πως η Ερινύα είναι ο προσωπικός παράγοντας που διασφαλίζει την εκπλήρωση μιας μοίρας. Αυτός είναι ο λόγος που σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, στην περίπτωση που ο ήλιος θα ξεπερνούσε τα μέτρα του, οι Ερινύες θα τον τιμωρούσαν. Τα μέτρα ορίζονται ως το έργο που ανατίθεται σε κάποιον να κάνει.
Τόσο η Άτη, όσο και το μένος που οι θεοί εμβάλλουν στους ανθρώπους είναι μια κατάσταση του νου. Το μένος συνδέεται με τη βούληση του ανθρώπου. Το «μενοινάν» αναφέρεται στην καλή βούληση, ενώ ο έχων κακή βούληση είναι ο «δυσμενής». Είναι κάτι πολύ πιο αυθόρμητο και ενστικτώδες από αυτό που αποκαλούμε απόφαση. Στον Όμηρο εμφυσείται από τους θεούς και με βάση αυτό αυξάνεται ή ελαττώνεται η αρετή ενός άνδρα στο να μάχεται. Η προσωρινή κατοχή ενός ανθρώπου από εξηρτημένο μένος, είναι όπως και με την Άτη αφύσικη κατάσταση, που απαιτεί μια εξωλογική εξήγηση. Οι άνθρωποι του Ομήρου καταλαβαίνουν την εισβολή του μένους από μια περίεργη αίσθηση στα μέλη τους. «Τα πόδια κάτω και τα χέρια σφοδρά ποθούν (μαιμώωσι)», δηλαδή, ο θεός έκανε τα μέλη ελαφρά. Βασικά είναι μια αφύσικη εμπειρία και οι κατεχόμενοι από μένος κάνουν εξαιρετικά δύσκολα έργα με μεγάλη ευκολία (ρεα). Αυτό είναι ένα σημάδι θεϊκής δύναμης. Ακόμη μπορούν να μάχονται ατιμώρητα ενάντια στους θεούς, όπως ο Διομήδης. Είναι λιγότερο ανθρώπινοι, συνήθως συγκρίνονται με αρπακτικά λιοντάρια. Η πιο εντυπωσιακή περιγραφή μιας τέτοιας κατάστασης  βρίσκεται στην 15 ραψωδία της Ιλιάδας  όπου ο Έκτορας βγάζει αφρούς από το στόμα του, φρενιάζει, μαίνεται, τα μάτια του γυαλίζουν. Τέτοιες καταστάσεις βρίσκονται ένα βήμα πίσω από το την έννοια του πραγματικού δαιμονισμού (δαιμονάν).
Χρησιμοποιώντας τη λέξη δαίμων, εκφράζεται το γεγονός πως μια ανώτερη δύναμη έχει βοηθήσει στο να συμβεί κάτι. Οι Έλληνες όλων των εποχών χρησιμοποιούσαν τέτοιους ασαφείς όρους όπως η λέξη, δαίμων, επειδή δεν μπορούσαν να επισημάνουν τον ιδιαίτερο θεό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Την ίδια γλώσσα χρησιμοποιούσαν και οι πρωτόγονοι, για τον λόγο ακόμα ότι στερούνταν τους προσωπικούς θεούς. Ότι η γλώσσα αυτή είναι πολύ παλιά φαίνεται από τη χρήση της λέξης «δαιμόνιος». Αρχικά σήμαινε αυτόν που ενεργεί μετά την προειδοποίηση  ενός δαίμονα. Στην Ιλιάδα όμως έχει τόσο πολύ εξασθενίσει, ώστε ο Δίας τη χρησιμοποιεί για την Ήρα.
Επομένως μπορούμε να πούμε πως κάθε απόκλιση από την ομαλή ανθρώπινη συμπεριφορά, που τις αιτίες δεν μπορεί να συλλάβει αμέσως ούτε η συνείδηση του ίδιου του υποκειμένου, ούτε η παρατήρηση των άλλων, αποδίδεται σε υπερφυσική ενέργεια, ακριβώς όπως συμβαίνει σε κάθε απόκλιση από την ομαλή συμπεριφορά των καιρικών συνθηκών ή την ομαλή συμπεριφορά της χορδής ενός τόξου.
Είναι βέβαιο πως αυτή η εσωτερική προτροπή γενικά ή το απότομο ανεξήγητο αίσθημα δύναμης, ή η απότομη ανεξήγητη απώλεια ορθής κρίσης, είναι το σπέρμα από όπου αναπτύχθηκε ο θεϊκός μηχανισμός. Οι ποιητές πρώτοι αντικατέστησαν τη φράση «μένος ἔμβαλε θυμῶ» με το θεό να εμφανίζεται υλικά και να προτρέπει τον ευνοούμενό του να πράξει ανάλογα. Στην Α ραψωδία, της Ιλιάδας, η Αθηνά αρπάζει απ’ τα μαλλιά τον Αχιλλέα και τον προειδοποιεί να μη χτυπήσει τον Αγαμέμνονα. Είναι ορατή μόνο στον Αχιλλέα, σε κανέναν άλλο, είναι η εικονική έκφραση μιας εσωτερικής προτροπής που ο Αχιλλέας θα μπορούσε να εκφράσει με την ασαφή φράση « ενέπνευσε φρεσί δαίμων».
 Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι η άλλη λέξη με την οποία προσδιορίζεται αυτή η εσωτερική φωνή στον Όμηρο, είναι η λέξη θυμός. Στον Όμηρο η λέξη θυμός παρουσιάζεται σαν μια ανεξάρτητη εσωτερική φωνή και δεν αποτελεί μέρος της προσωπικότητας ή της ψυχής όπως αργότερα. Πολλές φορές υπάρχουν δυο τέτοιες φωνές, όπως ο Οδυσσέας άκουγε τη μια φωνή που του έλεγε να σκοτώσει αμέσως τον Κύκλωπα και την άλλη να είναι εγκρατής και να σκεφτεί πιο μεθοδικά, η οποία και επικράτησε.
Βασικά ο Ομηρικός άνθρωπος κρύβει πίσω από την Ἄτη ενέργειες που θα τον εξέθεταν στην κοινωνία. Το μεγαλύτερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο ήταν η δημόσια εκτίμηση, η απόλαυση της τιμής. Και για αυτόν τον άνθρωπο οτιδήποτε τον εκθέτει, το αποδίδει σε ένα εξωγενή παράγοντα. Η ισχυρότερη ηθική δύναμη για τον ομηρικό άνθρωπο, δεν είναι ο φόβος προς το θεό, αλλά ο σεβασμός προς τη δημόσια γνώμη, η αἰδώς.  «Αιδέομαι Τρώας», λέει ο Έκτορας στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του και πορεύεται με ανοιχτά μάτια στο θάνατο.
Η μετάβαση από τον πολιτισμό της ντροπής της Ομηρικής εποχής στον πολιτισμό της ενοχής, αυτόν της Αρχαϊκής εποχής η επέμβαση στη συμπεριφορά των ανθρώπων εξωλογικών δυνάμεων ξέφυγε από τον χαρακτήρα της απλής επέμβασης και επηρεασμού της σκέψης και πήρε το χαρακτήρα του τιμωρού και φθονερού θεού. Τόσο στον Πίνδαρο, όσο και στον Σοφοκλή και στον Ηρόδοτο που κρατάνε στοιχεία της Αρχαϊκής εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που μας κάνουν εντύπωση είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και του ανθρώπινου αδιεξόδου(αμηχανία). Το θρησκευτικό αντίστοιχο είναι το αίσθημα της θρησκευτικής έχθρας, με την έννοια πως μια ακατανίκητη Δύναμη  και Σοφία συγκρατεί παντοτινά τον άνθρωπο υπόδουλο, τον εμποδίζει να ξεπεράσει το ανάστημά του. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η θεότητα είναι πάντα  «φθονερόν τε και ταραχώδες», δηλαδή φθονερή και επεμβατική. Το νόημα είναι μάλλον πως οι θεοί ζηλεύουν και  βλέπουν με κακό μάτι κάθε επιτυχία που θα μπορούσε να φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά σε αυτούς. Στους τελευταίους αρχαϊκούς και στους πρώτους κλασσικούς χρόνους η έννοια φθόνος, είναι μια καταθλιπτική απειλή, μια πηγή ή έκφραση θρησκευτικού άγχους. Για τον Ηρόδοτο η ιστορία είναι υπερκαθορισμένη. Ο αγγελιοφόρος στους Πέρσες αποδίδει τη μωρή τακτική του Ξέρξη στη Σαλαμίνα στους πανούργους Έλληνες που τον εξαπάτησαν και ταυτόχρονα στο φθόνο των θεών που ενεργούσε μέσω αλάστορος ή κακού δαίμονα. Η λέξη Δεισιδαίμων, αυτός που φοβάται το θεό χρησιμοποιήθηκε ως όρος επαινετικός ίσαμε τα χρόνια του Αριστοτέλη. Στην Ιλιάδα δεν απαντά κάτι αντίστοιχο, μόνο στην Οδύσσεια απαντάται το θεουδής, ως μια σημαντική αρετή. Αντίθετα η λέξη φιλόθεος δεν απαντά στην αρχαία σκέψη, παρά για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη.
Με λίγα λόγια η Ἄτη, συνώνυμο της λέξης Δαίμων, στην Αρχαϊκή αντίληψη εξακολουθεί να σημαίνει την παράλογη συμπεριφορά. Στο  άκουσμα πως η Φαίδρα δε θέλει να φάει, ο χορός ρωτά, αν αυτό οφείλεται στην Ἄτη ή σε πρόθεση αυτοκτονίας; Η Ἄτη παίρνει τη μορφή του ολέθρου και πολλές φορές ταυτίζεται με τα ίδια τα όργανα ή τις ενσαρκώσεις της ίδιας της καταστροφής. Ο Δούρειος ίππος είναι μια Ἄτη. Η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι για τον Κρέοντα δυο Ἄτες, δυο καταστροφές. Σε μια πιο ασαφή θεολογικά προσέγγιση η Ἄτη είναι η σκόπιμη απάτη που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, πνευματικό και ηθικό με τρόπο που επιταχύνει την καταστροφή του, δηλαδή το θλιβερό δόγμα: «Μωραίνει κύριος όν βούλεται απολέσει». Η Κασσάνδρα βλέπει τις Ερινύες σαν όμιλο δαιμόνων μεθυσμένων από ανθρώπινο αίμα. Η Κλυταιμνήστρα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συμμετοχής στην. Ἄτη Η ίδια βυθισμένη μέσα στο πρόσωπο του Αλάστορα, προσφέρει θυσία τον άνδρα της στις Ερινύες και στην Ἄτη. Η Τροφός στη Μήδεια γνωρίζει πως η Ἄτη είναι δουλειά κάποιου οργισμένου δαίμονα και τη συνδέει με την παλιά ιδέα του φθόνου. Έτσι εξηγεί την αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας.
Συγγενείς της Ἄτης είναι οι άλογες εκείνες δυνάμεις που ορθώνονται μέσα στον άνθρωπο, ενάντια στη βούλησή του για να τον δοκιμάσουν. Ο Θέογνης αποκαλεί την ελπίδα και το φόβο «χαλεπούς δαίμονες». Ο Σοφοκλής χαρακτηρίζει τον Έρωτα σα μια δύναμη «που των δικαίων τους λογισμούς ξεσέρνει σε αδικία για τον χαμό τους». Πίσω από αυτές τις δυνάμεις κείται το ομηρικό αίσθημα πως δεν είναι τμήμα του αληθινού εαυτού μας, αφού δεν ανήκουν στο χώρο που ελέγχει η συνείδησή μας. Αυτά είναι  προικισμένα με ζωή και ενέργεια δική τους και έτσι μπορούν να αναγκάσουν κάποιον από εμάς, σαν να ενεργούν απ’ έξω, σε μια συμπεριφορά αλλότρια του εαυτού μας. Τελικά ο Πλάτωνας συνέλαβε την ιδέα και τη μετέβαλε εντελώς. Ο δαίμονας αποβαίνει ένα είδος έξοχου πνεύματος οδηγού. Είναι εκείνος ο παράξενος διαμεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και στον θεό, εκείνος που τον οδηγεί από την άγνοια στη γνώση. Σήμερα θα λέγαμε ότι είναι   το φροϋδικό Υπερεγώ.
Περνώντας στην κλασσική εποχή, τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Από τον Σόλωνα και μετά η Αθήνα εισέρχεται στην σφαίρα της ορθής σκέψης και οτιδήποτε εξωλογικό και εξωανθρώπινο, αντιμετωπίζεται κριτικά. Για πολλούς μελετητές ο ορθός λόγος και ο εξορθολογισμός της θρησκείας και της ηθικής σήμαναν και το τέλος της ελληνικής γοητείας και έθεσαν σε πλήρη αμφισβήτηση και την ουσία του ελληνισμού. Στη χορεία αυτών που χρεώνονται αυτή τη μεταστροφή της σκέψης είναι και ο Σωκράτης. Παρότι εμείς τον γνωρίζουμε ως μεγάλο αντίπαλο της σοφιστικής μέσω του Πλάτωνος, η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης εγκαινιάζει το διαφωτισμό των Σοφιστών, είναι ο μεγαλύτερος Σοφιστής, αλλά είναι και αυτός που ξεπερνά το κίνημα και προπορεύεται. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Κάντ στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Για τον Νίτσε ο Σωκράτης είναι αυτός που σκότωσε τον μύθο. Τον κατηγορεί για αφανιστή του μύθου, εκείνον που ξεπέρασε τα ένστικτα, εκείνον που απαρνήθηκε ως άτομο την ελληνική ουσία, αλλά και ως τον τελευταίο δυνατό τύπο Έλληνα σοφού. Παρότι ακολούθησε το δρόμο της λογικής, ο Σωκράτης υποστηρίζει πως μέσα του κατοικεί ένας θεός, το δαιμόνιό του που τον καθοδηγεί. Όσο ειρωνικά και αν το λέει, δηλώνει με αυτό πως οι σκέψεις του και τα λόγια του, τον ξεπερνούν.
Για τον Σωκράτη «Το δαιμόνιό» του, εκείνη η εσωτερική φωνή, η οποία συνήθιζε να τον προειδοποιεί, αφότου ήταν παιδί, όταν πήγαινε να κάνει κάτι ασύμφορο για αυτόν, δεν τον εμπόδισε ούτε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, ούτε να υπερασπίσει τον εαυτό του. Μετά την καταδίκη του συμπεραίνει ότι όσα του έτυχαν πρέπει να είναι κάτι καλό για αυτόν και επομένως οι δικαστές, αν και το ήθελαν, δεν μπόρεσαν να τον βλάψουν. Επίσης ότι υπάρχει έντονη ελπίδα «πολλή ἐλπίς»  ότι ο θάνατος  δεν είναι κάτι κακό, παρά κάτι καλό, δηλαδή μια κατάσταση σαν τον ύπνο χωρίς όνειρα ή η πρόσβαση σε μια καλύτερη ζωή. Αυτή η λογική μέθοδος του Σωκράτη είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική για τη σχέση πίστης και γνώσης σε αυτόν. Επίσης το δαιμόνιό του τον απέτρεψε να γίνει πολιτικός. Και επειδή δίνει στη φύση του δαιμονίου θεϊκή ιδιότητα, η ορθότητα αυτής της προειδοποίησης δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ο Σωκράτης στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτή την εσωτερική φωνή, η οποία τον ωθεί σε αγώνα για το δίκιο, αλλά πιστεύει πως σε αυτόν τον αγώνα, ο καθένας είναι μόνος, ιδιώτης. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το δελφικό χρησμό, ο οποίος τον ανακηρύσσει σοφότερο άνδρα. Είναι αυτονόητο ότι ο θεός έχει δίκιο, αλλά θέμα του Σωκράτη είναι να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Και καταλήγει ότι  ο θεός τον αποκάλεσε έτσι, επειδή δεν πιστεύει ότι κατέχει την κατά φαντασία γνώση. Για τον Σωκράτη λοιπόν η προϋπόθεση των ορθολογικών συμπερασμάτων του είναι πάντοτε η πίστη στο παράλογο και αυτό ισχύει για όλη τη ζωή του. Αυτή δεν προϋποθέτει μεν την πίστη στο επέκεινα, αλλά την πίστη σε μια θεϊκή σοφία, η οποία επηρεάζει όλα τα συμβάντα και το νόημά της μπορεί να βρεθεί από τον ανθρώπινο διαλογισμό.
Ο Σωκράτης είχε σχεδόν απορριπτική στάση απέναντι στους θεούς της πόλης, απέφευγε να χρησιμοποιεί τα ονόματα των θεών απέναντι σε όρκους και προσευχές. Άλλοτε μιλά για θεό και άλλοτε για θεούς. Στο στρατόπεδο προσεύχεται στον Ήλιο και κάτω από τον πλάτανο στον Ιλισό στο θεό Πάνα. Θεωρεί επικίνδυνες τις θυσίες, γιατί υποβιβάζουν τη θρησκεία σε εμπορική συναλλαγή. Ίσως η πείρα του δαιμονίου του τον είχε κάνει δεκτικό και ανοιχτό σε μαντικά νεύματα του θεού. Ωστόσο συνιστούσε να χρησιμοποιεί κανείς στη ζωή του, όσο το δυνατόν περισσότερο, το νου του και μόνο σε αδιαφανείς καταστάσεις να επικαλείται τη μαντική. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Σωκράτης είχε υπερβεί τις μορφές της συνηθισμένης θρησκείας και αγωνιζόταν να της δώσει ένα βαθύτερο νόημα, αυτό της απόλυτης μιας και μοναδικής αλήθειας, να την ηθικοποιήσει.
 Εμφορούμενος από το δαιμόνιο ο Σωκράτης εκτιμά τη σκέψη περισσότερο από όλα, αλλά τη χρησιμοποιεί πρωτίστως για να καταρρίψει την απερισκεψία και τις προκαταλήψεις. Είναι ένας διαρκής ταραχοποιός και στη σχέση του με τους συμπολίτες του συγκρίνει τον εαυτό του με μια αλογόμυγα, η οποία ακατάπαυστα βρίσκεται πάνω σένα μεγάλο και καθαρόαιμο, αλλά λίγο νωθρό άλογο. Η ακλόνητη πεποίθησή του είναι ότι ο άνθρωπος διαθέτει αυτή την πνευματική δύναμη της αυτοκαθοδήγησης. Θεωρεί έργο ζωής του να την εκμαιεύσει σε άλλους. Εδώ διαπιστώνει τα όρια της προσωπικότητάς του. Ο «θεός με αναγκάζει να εκτελώ για άλλους χρέη μαίας. Μου αρνήθηκε να γεννώ». Ο Σωκράτης «θείω θελήματι» διαθέτει τη δύναμη (δύναμις) και την αγάπη (το εράν) για να βελτιώσει τους ανθρώπους, εφόσον αυτοί είναι γενικά δεκτικοί.
Σύμφωνα με τον Χάξλεϋ, οι χειρότερες δυσκολίες του ανθρώπου, αρχίζουν από τη στιγμή που μπορεί να κάνει ό, τι θέλει. Ο θρίαμβος της λογικής οδήγησε στην παρακμή της ελληνιστικής εποχής. Η υπέρβαση των τοπικών και χρονικών συνόρων του πνεύματος απ’ τη μια πλευρά, αλλά και απ’ την άλλη η κρίση των θεσμών και της θρησκείας ως βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον εαυτό του, κάνουν τους ανθρώπους ουσιαστικά πιο απελπισμένους και τους στερούν το καθημερινό νόημα. Παράδειγμα αυτής της απελπισίας είναι η στροφή στην αστρολογία που εντείνεται αυτή την περίοδο. Αρκετοί συμβουλεύουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την παλιά αντίληψη της ταπεινότητας, δηλαδή να ζουν με μετριότητα και σε μέτρα ανθρώπινα και τους προτρέπουν, μέσα από το στοχασμό και την ορθή σκέψη να ζουν ως θεοί. Εντούτοις ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του, κατανοούν πως οι άνθρωποι και ειδικά οι Έλληνες δεν αντέχουν την καθαρή λογική. Γι αυτό μελετούν αυτός και οι μαθητές του τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης φύσης για να έχουν πιο ρεαλιστική την κατανόησή της. Έτσι οδηγήθηκαν στη μελέτη της μουσικής και των ονείρων για την προσέγγιση αυτών των σκοτεινών ανθρώπινων στρωμάτων.
Για το τέλος θα διαβάσω ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το Φαίδρο του Πλάτωνος όπου γίνεται λόγος για τη μανία, μια άλλη έννοια-προσέγγιση του Δαιμονίου και του παραλόγου. Ο Σωκράτης μιλάει στον νεαρό όμορφο Φαίδρο για τα τέσσερα είδη της μανίας, την προφητική, την τελεστική, την ποιητική και την Ερωτική. Κανένας ποιητής για τον Σωκράτη δεν μπορεί να γίνει μεγάλος όταν γράφει με νηφαλιότητα. Είναι απαραίτητα τα λόγια των μουσών, τα θεόπνευστα. Ήταν κοινός τόπος για τους αρχαίους πως η δημιουργική σκέψη δεν είναι δουλειά του Εγώ. Όσον αφορά την ερωτική μανία, ο έρωτας είναι ο δρόμος της ψυχής προς τη θέωση μέσα από τη γνώση. Ο έρωτας είναι διαμεσολαβητής μεταξύ γης και ουρανού. Μέσω αυτού η ψυχή βγάζει φτερά, δονείται ολόκληρη και ζεμένη σε άρμα, το οποίο σέρνουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές με ηνίοχο το λογικό υψούται με ανοδική φορά προς το Αγαθό.
ΠΛΑΤΩΝ ΦΑΙΔΡΟΣ
 [245a] τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν, ἐγείρουσα καὶ ἐκβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν, μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει· ὃς δ’ ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται, πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη.
[251a] ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀποῤῥοὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιῤῥυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά. ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽-- δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν. ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται. ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων.
                                  
Βιβλιογραφία
§        Βίλχελμ Νέστλε, Aπό τον μύθο στο λόγο. Η εξέλιξη της ελληνικής σκέψης από τον Όμηρο ως τη σοφιστική και τον Σωκράτη, τ. 1, μτφρ. Άννα Γεωργίου, Γνώση, Αθήνα 1999.
§        E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφ. Γιατρομανωλάκης Γιώργης, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
§        Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Η φιλοσοφία του πνεύματος: Το υποκειμενικό πνεύμα, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, 1993.
§        Claude Levi-Strauss, Μύθος και νόημα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986.
§        George Steiner, Οι Αντιγόνες, Καλέντης, Αθήνα 2001.
§        George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, Άγρα, Αθήνα 2007.
§        George Wilhelm Friedrich, Hegel, Η Φιλοσοφία του πνεύματος, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα 1993.
§        Luc Brisson, Ο Πλάτων, οι λέξεις και οι μύθοι, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.
Αρχαίες πηγές-Πρωτότυπα κείμενα
§        Πλάτων, Φαίδρος, μτφρ. Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης Ν., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20004.
§        Πλάτων, Απολογία του Σωκράτους, μτφρ. Γεώργιος Π. Μανουσόπουλος, Παπαζήση, Αθήνα 2009.
§        Πλάτων, Συμπόσιον, μτφρ. Ιωάννου Συκουτρή, Κάκτος, Αθήνα 2005.
§        Αριστοτέλης, Περί ψυχής, μτφρ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20002.
§        Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μτφ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.
§        Αισχύλος, Προμηθέας δεσμώτης, μτφρ. Παναγιώτης Μουλλάς, Αθήνα, Στιγμή, 2009.
§        Ησίοδος, Θεογονία, μτφ. Παναγής Λεκατσάς, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος 2003.
§        Πλάτων, Πρωταγόρας, μτφ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20095.
§        Πλάτων, Τίμαιος, μτφρ. Α Παπαθεοδώρου, Αθήνα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 1975.


1.  Βλ. Πλάτωνος Απολογία, 27c, 31d.
2.  Γκέοργκ Χέγκελ, Η φιλοσοφία του πνεύματος, τ.1, σ. 107: Ποιο είναι αυτό το άλλο, από το οποίο εξαρτάται η συναισθανόμενη ψυχή; Πρόκειται για το «δαιμόνιο» (μεταφράζω έτσι τη λέξη:Genius). Αυτή η έννοια έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη, δες Πλάτωνος Απολογία 27c, 31d). Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση».
3.  Γκ. Χέγκελ, ό.π., σ. 111.
4.  Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. «ἵνα ἀληθείας πῃ προσάπτοιτο, κατέστησαν ἐν τούτῳ τὸ μαντεῖον. ἱκανὸν δὲ σημεῖον ὡς μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν· οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ᾽ ἢ καθ᾽ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας. ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα» (Τίμαιος, 72a).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου