ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΛΑΒΙΚΟΣ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
(Εκσλαβισμός των κατοίκων ή αφομοίωση τού ξένου στοιχείου από το επικρατούν ελληνικό;)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΛΑΟΥ
 ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΗΝ  13η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Ακόμη και σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν τα σχετικά με το παρελθόν, την ιστορία και τις ρίζες μας. Όμως θα είναι εξαιρετικά άδικο, να χρεωθούν το γεγονός αυτής της άγνοιας, άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν από τους ερευνητές, για να μάθουν την αλήθεια, χωρίς προσμείξεις και περικοπές. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει, όταν κάποιος αποφασίζει να ασχοληθεί μόνος του με την ιστορία και να έρθει αντιμέτωπος με σκαιώδη ζητήματα, τα οποία είναι αναγκαίο να βάλει σε τάξη, για να εξάγει όσο το δυνατόν πιο ασφαλή συμπεράσματα. Έρχεται λοιπόν, ο ερευνητής, ακόμη κι αν φαινομενικά έχει αποκρυσταλλώσει την άποψή του, σε θέση αρκετά δύσκολη, όταν γύρω του ξεπροβάλουν νέα και αξιοπρόσεκτα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποσιωπά τίποτα, αλλά να ερευνά σε μεγαλύτερο βάθος, μεμονωμένα αλλά και συνολικά το κάθε τι, κι αναλόγως να το δέχεται ή να το απορρίπτει.
Όμως και η συλλογιστική του, η οποία οδηγεί στην υιοθέτηση ή την κατάρριψη μίας προγενέστερης άποψης, ενός εξεταζομένου στοιχείου, πρέπει να είναι εμφανής. Να εκτίθεται στο κοινό που θέλει να έχει και το ίδιο άποψη. Έτσι, πλέον είναι ο καθένας προσωπικά, σε θέση να δεχτεί μία ιστορική αλήθεια, εάν κατανοήσει το σκεπτικό τού ερευνητή, το οποίο οδηγεί σε αυτήν, ή ακόμη και να μην τη δεχτεί, εάν δεν πείθεται από τον τρόπο που κινήθηκε ο ερευνητής. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, ο άνθρωπος αποφασίζει να ερευνήσει μόνος και να βρεθεί κι εκείνος στον ωκεανό τής ιστορίας και τού μυθεύματος, με κουπί τις ιστορικές πηγές και πυξίδα την κρίση του, για να βρει την ακτή τής αλήθειας που είναι σε θέση να απαντήσει και να καταρρίψει κάθε ψευδή ή αλλοιωμένη θεωρία.
Μία τέτοια θεωρία, η οποία κατά καιρούς απεδείχθη σαθρή από πλήθος επιστημόνων, συνεχίζει όμως να έχει ακόμη και σήμερα θιασώτες, είναι εκείνη που προήλθε από το Γερμανό ερευνητή Jakob Philipp Falmerayer (Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ) . Σχετίζεται δε, η συγκεκριμένη πασίγνωστη θεωρία, με τον εποικισμό σλαβικών φυλών στην Πελοπόννησο και ιδιαιτέρως με την αφομοίωση και εξαφάνιση κάθε ελληνικού στοιχείου από αυτήν. Οποιοσδήποτε κληθεί να βγάλει συμπέρασμα αγόγγυστα, ίσως να μην καταφέρει ουσιαστικά να αποκτήσει ιδίαν άποψη, αλλά να πελαγοδρομήσει. Κανένας μας δε θα δεχθεί να αποποιηθεί την ελληνικότητά του, αλλά οι αντιρρήσεις μας κατά πόσο έχουν την ισχύ μίας δομημένης επιχειρηματολογίας;
Σίγουρα στη μακραίωνη ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σλαβικά και διάφορα άλλα φύλα ήρθαν σε επαφή με τους Βυζαντινούς. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, διότι είναι απολύτως φυσικό οι λαοί να έρχονται σε επαφή, είτε ειρηνικά είτε εμπόλεμα. Με αυτό τον τρόπο άλλωστε έγιναν πάμπολλες εδαφικές και εθνολογικές ανακατατάξεις για την ανθρωπότητα, μέσα στο πέρασμα τού χρόνου. Έτσι λοιπόν και οι Σλάβοι άρχισαν να συμπλέκονται με το Βυζάντιο. Παρακάτω θα εξηγήσουμε το πότε ακριβώς συνέβη αυτό, τον τρόπο αλλά και την υποτιθέμενη εξαφάνιση των γηγενών κατοίκων τού Μωρηά, λόγω τής σλαβικής κυριαρχίας.
Ας γνωρίσουμε όμως εν πρώτοις, την ιστορία των Σλάβων, συνοπτικά. Πρόκειται για ένα ινδοευρωπαϊκό φύλο προερχόμενο από την ανατολική Ευρώπη. Πιθανώς, η προγονική τους κοιτίδα να ήταν κοντά στο σημερινό Κίεβο. Δεχόμενοι εισροές από άλλα βορειοευρωπαϊκά φύλα, όπως οι Βίκινγκς, αλλά και ασιατικά όπως οι Ούννοι, άρχισαν να αυξάνονται και διασπείρωνται στις γύρω περιοχές. Κατ΄ αυτό τον τρόπο άρχισαν να διαιρούνται σε Βορείους Σλάβους, οι οποίοι εντοπίζονται στη Ρωσία κυρίως, σε Νοτίους, οι οποίοι είναι πιο γνωστοί σε μας καθώς βρίσκονται  στα Βαλκάνια, και σε Δυτικούς, όπως είναι οι Πολωνοί, Τσέχοι και Σλοβάκοι. Ήδη από τα τέλη τού 5ου αιώνος, κατείχαν περιοχές κοντά στη Βαλτική θάλασσα και κατευθύνονταν προς το νότο, όμως δε μαρτυρείται παρουσία τους κάτω από το Δούναβη πριν τον 6ο αι.. Οι αρχαϊκοί Ρώσοι όπως και οι αρχαϊκοί Βούλγαροι, δεν ανήκουν στα σλαβικά φύλα, αλλά πολλές φορές συγχέονται. Οι μεν Ρώσοι κατάγονται από την Σκανδιναβία, αν και εγκαθιστάμενοι σε περιοχές με πολλούς Σλάβους, η αλληλοαφομοίωση σίγουρα υπήρξε. Στην περίπτωση των ουννικής καταγωγής Βουλγάρων, η υποταγή των Σλάβων σε αυτούς, λειτούργησε καταλυτικά για τον ολοκληρωτικό εκσλαβισμό τους έως τον 10ο αι.. Άρα σήμερα δεν είναι σφάλμα να θεωρούμε τούς Ρώσους και τούς Βουλγάρους ως Σλάβους, όμως αναφερόμενοι στους προγόνους τους, την εποχή εκείνη, είναι ιστορικό ατόπημα να συγχέουμε την προέλευση των φυλών.
Ουσιαστικά, δεν υπάρχει περαιτέρω γνώση για τούς Σλάβους, πριν εισέλθουν στην βαλκανική χερσόνησο. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού αυτοκράτορος Ιουστίνου Α’ (518-527), άρχισαν να εμφανίζονται μεμονωμένα, στις επαρχίες νότια τού Δουνάβεως. Συστηματικές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, πραγματοποιούνται αφού οι Σλάβοι σε επαφή με τούς Βουλγάρους απέκτησαν δύναμη, και ίσως λόγω της πίεσης από αυτούς, άρχισαν να λεηλατούν τις συνοριακές περιοχές τους Κράτους. Μόνιμη εγκατάσταση στα Βαλκάνια άρχισαν να πραγματοποιούν στα μέσα του 6ου αι., όταν ο Ιουστινιανός συνάπτοντας ειρήνη με τους Αβάρους το 558, εκείνοι συμφώνησαν να σταματήσουν κάθε επιδρομή των Σλάβων υποτελών τους στην αυτοκρατορία. Όμως το 578 οι Άβαροι άρχισαν επιδρομές μαζύ με τούς Σλάβους και το 580-81 επετέθησαν στη βυζαντινή πόλη Σίρμιο κοντά στο σημερινό Βελιγράδι. Οι Βυζαντινοί όντας απασχολημένοι με τον αγώνα κατά των Περσών στην Ανατολή, άφησαν τούς Σλάβους να κατοικήσουν μόνιμα στη βόρεια Βαλκανική έως το τέλος τού 6ου αι.. Στις αρχές τού 7ου αι., άρχισαν ξανά οι λεηλασίες με κύριο στόχο τη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 626, όταν ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη, Άβαροι και Σλάβοι, κατευθύνθηκαν εναντίον τής Πόλεως, αλλά απέτυχαν να απειλήσουν σοβαρά την ηρεμία της. Έκτοτε, δεν προσπάθησαν ξανά να επιτεθούν στο Κράτος. Βέβαια, στα μέσα του 7ου αι., η παρουσία τους στο μεγαλύτερο μέρος τής Βαλκανικής χερσονήσου είχε πλέον γίνει συνεχής και μόνιμη.
Όσον αφορά τη φύση εκείνων των πρωτόγονων Σλάβων, είναι αξιοπαρατήρητη η χαλαρότητα τής κοινωνικής και πολιτικής τους οργάνωσης. Θεμέλιο τής κοινωνίας τους αποτελούσε η οικογένεια, μιας και από το σύνολο των οικογενειών, πήγαζε η συγκρότηση τής κάθε κοινότητας. Ο ιστορικός του 6ου αιώνος, Προκόπιος, προβάλει τη δημοκρατική συνείδηση τους. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που οι μικρές φυλές δεν έγιναν ένα συμπαγές έθνος. Έπειτα, η συνεχής υποταγή σε μη Σλάβους, φαίνεται σε πολλούς ιστορικούς ως ενδεικτική τής ηπιότητας των ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, τον έβδομο αιώνα, ένας Φράγκος ονόματι Σάμο, ένωσε τούς Δυτικούς Σλάβους των γερμανικών περιοχών σε ένα βασίλειο. Δύο αιώνες αργότερα σχηματίστηκαν το κράτος τής Μοραβίας και τα Δουκάτα τής Βοημίας και Πολωνίας, αλλά και αυτά με υποβοήθηση των Φράγκων. Στα Βαλκάνια συνέχιζε για καιρό να μην υπάρχει οργάνωση ανάμεσα τους, ούτως ώστε οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να τούς εκχριστιανίσουν και στη συνέχεια να τούς υποτάξουν. Οι πρώτοι που μετεστράφησαν  στον χριστιανισμό, ήσαν οι Μοραβοί το 863 και το παράδειγμά τους άρχισαν να ακολουθούν και τα υπόλοιπα σλαβικά φύλα.
Πολλές γνώμες έχουν διατυπωθεί σχετικά με την χρονική στιγμή κατά την οποία σλαβικά φύλα εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν πως στα μέσα του 8ου αι., βασιλεύοντος τού Κωνσταντίνου Ε’ τού Κοπρώνυμου, έχουμε την πρώτη εγκατάσταση στην περιοχή, άλλοι την τοποθετούν στα τέλη του 6ου αι. κι άλλοι στον 7ο αι.. Ξεκινώντας να μελετούμε την χρονολογική σειρά των γεγονότων, όπως αυτά αναφέρονται από τις ιστορικές πηγές, τούς αυτόπτες μάρτυρες και τα χρονικά τής εποχής, μπορούμε να κατανοήσουμε περισσότερα για τους σκοτεινούς εκείνους αιώνες.
Κύρια πηγή για την τοποθέτηση τού εποικισμού στον 6ο αι., είναι μία συνοδική επιστολή του πατριάρχη Νικολάου προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό, η οποία γράφτηκε στα τέλη του 11ου αι., και εξιστορεί πώς ο Απόστολος Ανδρέας κατέστρεψε θαυματουργικά τους Αβάρους οι οποίοι κατείχαν ολόκληρη την Πελοπόννησο επί διακόσια δέκα οκτώ έτη. Κανένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να επισκεφθεί την περιοχή, η οποία αποκόπηκε από τη ρωμαϊκή διοίκηση, όμως ο Άγιος μέσα σε μία μόλις ώρα τους αφάνισε. Αναφέρεται ακόμη ο πατριάρχης, σε κάποιο χρυσόβουλο που υπεγράφη από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο και με το οποίο προήχθη η εκκλησία των Πατρών σε μητρόπολη, λόγω τής ευγνωμοσύνης στον Άγ. Ανδρέα για τη βοήθειά του. Ο Νικηφόρος  βασίλευσε από το 802 έως το 811, άρα η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σλάβους έγινε μεταξύ του 584 και του 593. Από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, μαθαίνουμε πως για την πολιορκία της Πάτρας οι Σλάβοι είχαν την υποστήριξη των Σαρακηνών και ότι την ίδια εποχή ερημώθηκε η Ρόδος κι άλλα νησιά. Η επίθεση αυτή των Σαρακηνών έγινε το 807, άρα αν αφαιρέσουμε τα 218 έτη κατοχής μέχρι τη νίκη των Βυζαντινών, βρισκόμαστε στο έτος 589, κατά το οποίο τοποθετείται η εισβολή των Σλάβων.
Όσα όμως λέει ο πατριάρχης Νικόλαος, αναιρούνται εντελώς εξετάζοντας τα ένα προς ένα. Αν βασιστούμε στα λόγια του, τότε η Πελοπόννησος δεν κατακτήθηκε από Σλάβους αλλά από Αβάρους. Όμως καμμιά φυλή Αβάρων δεν έφτασε ποτέ μέχρι την Πελοπόννησο, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήσαν ποικίλες οι πηγές τής εποχής που θα ανέφεραν κάτι τέτοιο και μάλιστα εκτενώς. Εάν ακόμη θέσουμε ως έτος εισβολής το 589 που δέχεται και ο Φαλμεράυερ, ή έστω το μεσοδιάστημα από το 584- 593 που αναφέρει ο πατριάρχης Νικόλαος, τότε και πάλι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός πως τόσο οι Άβαροι όσο και οι Σλάβοι, την εποχή εκείνη δεν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη, νικήθηκαν άλλωστε από τους Βυζαντινούς και απωθήθηκαν πέρα από το Δούναβη, όπως αναφέρει και ο λεπτομερέστατος Edward Gibbon (Έντουαρντ Γκίμπον). Ολόκληρη η Πελοπόννησος δεν αποκόπηκε ποτέ από το Βυζαντινό Κράτος, ανήκε πάντοτε το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της στην Αυτοκρατορία, και καμμία πηγή δεν αναφέρει το αντίθετο, που αν συνέβη κάποτε, θα αποτελούσε κυριότατη αναφορά σε όλους ανεξαιρέτως τους ιστοριογράφους. Ωστόσο, και η εξαφάνιση των Σλάβων μετά την εξ ολοκλήρου επαναφορά της Πελοποννήσου στην Αυτοκρατορία, είναι λανθασμένη. Διότι πολλές φορές αργότερα υπήρξε αποστασία από εναπομείναντες Σλάβους, αναγκάζοντας τους αυτοκράτορες να στείλουν στρατεύματα προς συμμόρφωσιν.
Ας μη λησμονούμε πως οι Βυζαντινοί συγγραφείς πάντοτε διέκριναν τους Αβάρους από τους Σλάβους, ενώ ο Πορφυρογέννητος βεβαιώνει κατηγορηματικά, πως οι εχθροί που νικήθηκαν στην Πάτρα ήσαν Σλάβοι κι όχι Άβαροι. Οι Άβαροι δεν ήταν σλαβικό φύλο, έφτασαν στην Ευρώπη από τις ταταρικές ερήμους, υποδουλώνοντας μερικά σλαβικά φύλα, όπως ήσαν επί παραδείγματι οι Άντες και δημιουργώντας μία αχανή αυτοκρατορία. Ο Φαλμεράυερ εσφαλμένα τους τοποθετεί  επικεφαλής της κατάκτησης, ως αρχηγούς των Σλάβων, υποκύπτει όμως και σ’ ένα ακόμη λάθος. Δίνει στο τοπωνύμιο Αβαρίνο την ετυμολογική εξήγηση που το θέλει να προκύπτει από το όνομα των Αβάρων. Φαινομενικά θα μπορούσε να παραπλανήσει, όμως γνωρίζοντας πως η φυλή η οποία πήρε από τους Βυζαντινούς την ονομασία Άβαροι, -κατά την αρχαιοελληνική συνήθεια να εξελληνίζονται τα βαρβαρικά ονόματα-, ονομαζόταν  Ομπρί (Obri). Τουτέστιν δεν ονόμασαν οι Ομπρί την πόλη τους Αβαρίνο, αλλά οι Βυζαντινοί ονόμασαν την πόλη έτσι. Στ’ αλήθεια όμως, οι Βυζαντινοί συγγραφείς δε μεταχειρίζονται αυτό το όνομα. Παρά στα Χρονικά του Μωρέως, γίνεται λόγος για ονομασία της πόλεως Αβαρίνο από τους Φράγκους. Η ονομασία, τέλος, Άβαρα ή Αβαρίνο, απαντάται σε διάφορα μέρη τής Αυτοκρατορίας, όπου ουδέποτε εμφανίστηκαν οι Άβαροι. Προσωπικά, όσον αφορά τη λέξη Αβαρίνο, βρίσκω όντως μία δυτικότροπη χροιά, ιδίως στην κατάληξή της, χωρίς ωστόσο να είμαι γλωσσολόγος.
Στο γεγονός ότι οι Άβαροι και οι Σλάβοι κατατροπώθηκαν από τα βυζαντινά στρατεύματα πολύ μακρυά από την Πελοπόννησο, συμβάλουν οι γραπτές διηγήσεις δύο σπουδαίων συγγραφέων, οι οποίοι βρέθηκαν πολύ κοντά στα γεγονότα. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, έγραψε στις αρχές του 7ου αι. οκτώ βιβλία όπου εξιστορεί λεπτομερώς όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από το 582 έως το 602, δηλαδή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαυρικίου. Ο Θεοφάνης, ο οποίος έζησε στο δεύτερο μισό του 8ου και αρχές του 9ου αι., έγραψε στην Χρονογραφία του, συνοπτικά αλλά με σαφή χρονική αλληλουχία, όλα τα σημαντικά γεγονότα από τα χρόνια του Διοκλητιανού έως του Μιχαήλ, ήτοι την ιστορία 528 χρόνων. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς, αναφέρουν πως  Άβαροι και Σλάβοι έφτασαν μέχρι την Θράκη και στη συνέχεια εκδιώχθησαν. Τα ερωτήματα πού προκύπτουν εάν συμμεριστούμε την άποψη τού πατριάρχη και τού Φαλμεράυερ, είναι τα εξής: Γιατί στα 591, οι Άβαροι επιτίθενται στο Βυζάντιο από το Βελιγράδι και δε δημιουργούν ένα μέτωπο από την Πελοπόννησο που είχε υποτίθεται ήδη κατακτηθεί; Γιατί αναγκάζονται να κατακτήσουν ξανά τα περάσματα τού Αίμου, που θα έπρεπε να είναι ανοικτά για αυτούς εφ όσον είχαν ήδη κατακτηθεί; Γιατί ο χαγάνος των Αβάρων οπισθοχωρεί μπροστά στον βυζαντινό στρατό, τον οποίο ο Φαλμεράυερ θεωρεί άχρηστο; Γιατί το 591 οι Άβαροι δεν προχωρούν πέρα από την Θράκη; Γιατί ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος σε επιστολή του προς τον στρατηγό Πρίσκο, φανερώνει ότι το 591 οι Άβαροι κατείχαν μόνο τη Θράκη;
Η μαρτυρία του πατριάρχη Νικολάου, όπως διαφαίνεται από την αντιπαραβολή της με άλλα κείμενα κι από τις εν γένει ιστορικές μας γνώσεις, καταδικάζεται ως αναληθής. Πράγμα που θα δούμε και παρακάτω. Ο Φαλμεράυερ, ο οποίος στηρίζεται ολοκληρωτικά σε αυτήν, υποκύπτει σε μέγα επιστημονικό ατόπημα. Και τούτο, διότι αφ ενός ο Νικόλαος δεν είναι αξιόπιστη πηγή λόγω του τεράστιου χρονικού κενού ανάμεσα στα γεγονότα και την εποχή του, ένα κενό 5 ολόκληρων αιώνων, αφ ετέρου διότι δεν γράφει ιστορία, μελετώντας προσεκτικά και ελέγχοντας αυστηρά το κάθε τι, όπως για παράδειγμα ο Θεοφάνης και ο Σιμοκάττης. Η πιο σημαντική όμως διαφορά ανάμεσα στους ιστοριογράφους και τον πατριάρχη, είναι το κίνητρο που τους ωθεί στην καταγραφή των γεγονότων. Οι δύο τάσσονται υπέρ της ιστορικής αντικειμενικότητας και αλήθειας. Ο Νικόλαος όμως, δεν έχει σκοπό να γράψει ιστορία, αλλά να προβάλει την αξία της εκκλησίας των Πατρών, τον αποστολικό θρόνο, που πρέπει να αναδειχθεί, καθώς βάζει τον ίδιο τον Απόστολο Ανδρέα να σώζει την πόλη θαυματουργικά. Η υπερβολή των 218 ετών σλαβικής κατοχής, έρχεται να κορυφωθεί με τη μεγαλύτερη υπερβολή της σωτηρίας της πόλεως από τον Πρωτόκλητο, μέσα σε μία μόλις ώρα! Ο σκοπός τού πατριάρχη ήταν να αποδείξει στον παραλήπτη τής επιστολής του, Αλέξιο Κομνηνό, ότι η αναβάθμιση των μητροπόλεων είναι υψίστης σημασίας ζήτημα.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο σύγγραμμά του- απάντηση στην ανθελληνική θεωρία τού Φαλμεράυερ, λέει για το Νικόλαο, πως «θέλοντας να μεγαλοποιήσει το γεγονός της αναβάθμισης των μητροπόλεων, παρουσίασε από τη μια τον εχθρό που εξολοθρεύτηκε πολύ πιο φοβερό από ό, τι ήταν, κι από την άλλη τα αποτελέσματα τής ήττας του πολύ μεγαλύτερα επίσης. Μπέρδεψε έπειτα τούς Αβάρους, διότι δε γνώριζε ποιοι ακριβώς ήσαν οι εχθροί που νικήθηκαν στην Πάτρα το 807, ούτε πότε ήρθαν στην Πελοπόννησο. Ως πατριάρχης υπήρξε περισσότερο εξοικειωμένος με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, οπότε βρίσκοντας στην εκκλησιαστική ιστορία πως οι Άβαροι είχαν εισβάλει στην Πελοπόννησο  πριν διακόσια χρόνια, συμπέρανε ότι εκείνοι εξοντώθηκαν με τη βοήθεια του Απ. Ανδρέα.»
Να αναφερθούμε τώρα στο σημείο, που ο Νικόλαος χαρακτηριστικά αναφέρει, ότι δεν μπορούσε κανένας Βυζαντινός να πατήσει στην Αχαΐα για 218 χρόνια. Ο Θεοφάνης γράφει πως στα 783, η Ειρήνη η Αθηναία έστειλε στην Πελοπόννησο το στρατηγό Σταυράκιο με σπουδαία στρατιωτική δύναμη εναντίον των αποστατών Σλάβων. Εκείνος τους υπέταξε και έφερε αιχμαλώτους και λάφυρα στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε 24 χρόνια πριν τη μάχη της Πάτρας και την οριστική εκδίωξη τους στα 807. Άρα ούτε αυτή η αναφορά τού Νικολάου, μας βρίσκει σύμφωνους.
Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στο γεγονός πως ο Φαλμεράυερ, σε πολλά σημεία της μετάφρασης του, κάνει λάθη, συγχέει περιοχές ή ονόματα. Και γενικώς δίνει μία περιέργως αλλοιωμένη εικόνα πραγμάτων. Εν μέρει, προϊόν της άγνοιας και επιπόλαιας έρευνας του, ή ακόμη των επιδιώξεων του, θέλοντας να εξάγει το συμπέρασμα στο οποίο αρεσκόταν ο ίδιος και όχι την αλήθεια αυτή καθεαυτή. Σύμφωνα με τον Φαλμεράυερ, ο στρατηγός Σταυράκιος εισέβαλε στην Ελλάδα και επέπεσε στην Πελοπόννησο. Ο Θεοφάνης όμως αναφέρει ότι ο Σταυράκιος κατήλθε στην Ελλάδα και εισήλθε στην Πελοπόννησο. Ο Γερμανός ερευνητής, θέλει αλλάζοντας τη σημασία των ρημάτων, να ενισχύσει την άποψη ότι οι Σλάβοι είχαν διαμορφώσει ένα καθεστώς διοίκησης στην περιοχή, που δεν επέτρεπε στο βυζαντινό στρατό να εισέλθει χωρίς βία.
Παρ’ όλ’ αυτά να μην ξεχάσουμε να αναφερθούμε στο έργο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν, ειδικά στο κεφάλαιο μθ’ (49), όπου για άλλη μία φορά καταρρίπτονται όλα όσα λέει ο πατριάρχης Νικόλαος. Λέγοντας ο Πορφυρογέννητος ότι οι Σλάβοι σκέφτηκαν να αποστατήσουν, ευθύς αμέσως καταλαβαίνουμε ότι ήσαν φόρου υποτελείς και όχι κυρίαρχοι του τόπου. Εξακολουθεί ο αυτοκράτωρ, λέγοντας πως οι Σλάβοι κατέλαβαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών, άρα υπήρχαν ακόμη Έλληνες στην περιοχή και δεν είχαν εξαφανιστεί. Ήσαν μάλιστα αρκετοί ώστε να κατατροπώσουν τούς Σλάβους, εν τέλει. Τέλος, ο Πορφυρογέννητος λέγοντας ότι οι Σλάβοι επετέθησαν στην Πάτρα και ότι ο εκεί στρατηγός βρισκόταν στο κάστρο της Κορίνθου, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον η Πάτρα και η Κόρινθος δεν κυριεύτηκαν από Σλάβους και οι Έλληνες ήσαν ελεύθεροι να εισέρχονται εκεί.
Επί προσθέτως, ο Πορφυρογέννητος στηρίζεται σε μαρτυρία τού Ιεροκλή τού επονομαζόμενου Γραμματικού, ο οποίος έζησε μεταξύ 8ου κι 9ου αι.. Και ο οποίος έγραψε τον Συνέκδημο. Έναν κατάλογο δήλα δη, των πόλεων και επαρχιών που ανήκαν στη δικαιοδοσία τού Βυζαντίου. Ο Φαλμεράυερ κατηγορεί τον Ιεροκλή ως αναξιόπιστη πηγή, που δε μένει σε απλή καταγραφή, αλλά ‘’δίνει’’ στους Βυζαντινούς πόλεις που δεν τους ανήκουν, αλλάζοντας επί το αρχαιοπρεπέστερον τα σλαβικά τους ονόματα. Όμως, όπως διαπιστώνουμε μελετώντας τον Συνέκδημο, ο Ιεροκλής δίνει στις τοποθεσίες τα ονόματα που είχαν στην εποχή του, κι όχι τις αρχαίες τους ονομασίες.
Επιστρέφοντας τώρα στη μαρτυρία τού πατριάρχη Νικολάου, και προσπαθώντας να εξηγήσουμε πώς οδηγήθηκε σε αυτήν, καταλήγουμε σε μία πηγή από την οποία άντλησε το περιεχόμενο των γραπτών του. Αυτή είναι η εξάτομη Εκκλησιαστική Ιστορία τού Ευάγριου τού Σχολαστικού, έργο του τέλους του 6ου αι. Ο Ευάγριος τοποθετεί μια εισβολή Αβάρων στα 589. Όμως δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο μέρος όπου εισέβαλαν οι Άβαροι, ούτε βεβαίως μιλά για Πελοπόννησο, αλλά γενικολογεί γύρω από την αόριστη ονομασία ‘’Ελλάδα’’. Και το πράττει αυτό ο Ευάγριος, μιας και δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς τα γεγονότα, οπότε δεν μπορεί να τοποθετήσει την εισβολή για την οποία από κάπου πληροφορήθηκε, σε σαφές τοπικό πλαίσιο. Συνήθης τακτική των μεσαιωνικών συγγραφέων αυτή, που ίσως προκαλεί εντύπωση σήμερα. Όπως και η διεγερμένη φαντασία τους, που οδήγησε σε ποικίλες υπερβολικές διηγήσεις, μύθους και δοξασίες που πολλές απ’ αυτές κρατούν έως σήμερα. Πέραν τούτου, το μεγαλύτερο ελαφρυντικό που αναγνωρίζουμε στον Ευάγριο, έχει να κάνει με την απόσταση που τον χώριζε από το σημείο ενδιαφέροντος του, την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στην Κοίλη Συρία ο ιστοριογράφος μας, και για εκείνον, το όνομα Ελλάδα περιγράφει το ευρωπαϊκό τμήμα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μακρυνό και άγνωστο για την Ανατολή. Όπως και οι δυτικοί αναφέρουν την Ανατολή συγκεχυμένα, με το ίδιο σκεπτικό.
Άλλη πηγή τού Νικολάου ίσως είναι το Χρονικόν τής Μονεμβασίας, όπου δίνεται η πληροφορία ότι το δυτικό τμήμα τής Πελοποννήσου, βρισκόταν υπό σλαβική κατοχή  για διακόσια δεκαοκτώ έτη με ταυτόχρονη απομάκρυνση των αυτοχθόνων. Ωστόσο, ο συντάκτης τού Χρονικού, ο οποίος συν τοις άλλοις μάς είναι άγνωστος, στοχεύει στο να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος στη μητρόπολη Πατρών και έτσι αυτή να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της. Σε πολλά σημεία τής διήγησής του πέφτει σε λάθη, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δώσουμε ιστορική αξία στο κείμενό του, αλλά να μάς απασχολεί μόνο λογοτεχνικά, όπως και άλλα Χρονικά αγνώστων ή όχι συγγραφέων. Στα γραπτά των οποίων ο μύθος και η αλήθεια είναι αλληλένδετες έννοιες ˙ να σάς θυμίσω στο σημείο αυτό το Χρονικόν του Μωρέως.
Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα στοιχεία, συμπεραίνουμε πως αυτοί που νικήθηκαν στα 807 στην Πάτρα, δεν ήσαν Άβαροι, αλλά Σλάβοι. Οι Άβαροι ουδέποτε ήρθαν στην Πελοπόννησο, ενώ στα 589 δεν έγινε καμμία σλαβική εισβολή. Οι Σλάβοι  πριν το 807 ήσαν υποτελείς και ξεσηκώθηκαν. Μετά την εξέγερση και την ήττα τους δεν εκμηδενίστηκαν, αλλά συνέχισαν να προσπαθούν για την ανεξαρτησία τους, ως την πλήρη αφομοίωσή τους. Καλώς μέχρι εδώ. Όμως πότε ήρθαν εκείνοι οι πρώτοι Σλάβοι στην περιοχή; Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τοποθετεί τον εποικισμό κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου τού Κοπρώνυμου, όταν είχε ξεσπάσει μια επιδημία λοιμού. Η ασθένεια αυτή κατά τον Θεοφάνη, έπληξε τον ηπειρωτικό κορμό τής χώρας το έτος 764. Στοιχείο με το οποίο συμφωνεί ο Πορφυρογέννητος και το αποδέχονται με τη σειρά τους ο Άγγλος Gibbon και Ρώσος Καραμζίν (Николай Михайлович Карамзин). Με τη σειρά μας αποδεχόμαστε την άποψη αυτή, διότι είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, από σύγχρονες πηγές της εποχής, και από ιστοριογράφους με πίστη στην έρευνα της αλήθειας, όπως ο Πορφυρογέννητος. Ο ίδιος μάς διηγείται πότε ήρθαν για πρώτη φορά οι Σλάβοι, ποια φύλα εξ αυτών εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, με ποιον τρόπο, πώς διοικούνταν, ποιες σχέσεις είχαν μεταξύ τους και με τους Βυζαντινούς και πολλά άλλα στοιχεία, για να αποκτήσουμε συνολική εικόνα της περιόδου.
Έχοντας απαντήσει πια στο ερώτημα της χρονολογίας κατά την οποία ήρθαν οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, θα μιλήσουμε τώρα σχετικά με την έκταση και το είδος τής εποικιστικής κίνησης τους. Η φράση τού Πορφυρογέννητου είναι η εξής: «Σκλαβώθηκε όλη η χώρα τής Πελοποννήσου και έγινε βαρβαρική». Με γνώμονα αυτή τη φράση, ο Φαλμεράυερ θεωρεί ότι σκλαβώθηκε ολόκληρη η Πελοπόννησος κι έγινε βαρβαρική. Πώς όμως καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα εφ όσον ο αυτοκράτωρ – ιστοριογράφος δε λέει ολόκληρη η Πελοπόννησος; Μιλά απλώς για χώρα τής Πελοποννήσου. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ένα μέρος, ένα τμήμα ή κάτι άλλο χωροταξικό πάντως, μέσα στην ευρύτερη επικράτεια τής Πελοποννήσου. Η λέξη χώρα πήρε κατά καιρούς, ακόμη και σήμερα, διάφορες σημασίες. Από τον 10ο αι. σήμαινε την πόλη, πράγμα που συναντάμε ξανά σε σύγγραμμα του Πορφυρογέννητου, συγκεκριμένα στο Βίο τού Βασιλείου. Πολλάκις όμως σήμαινε και την ατείχιστη περιοχή, το ύπαιθρο, σε αντίθεση με την πόλη. Αυτή τη σημασία είχε από την αρχαιότητα έως το Μεσαίωνα και με αυτή χρησιμοποιείται στο απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Διότι όπως κι ο ίδιος ο Φαλμεράυερ παραδέχεται, πέφτοντας σε μία ακόμη αντίφαση, οι πόλεις και όσα μέρη είχαν τείχη δε σκλαβώθηκαν. Άρα μόνο το ύπαιθρο τής Πελοποννήσου έπεσε σε βαρβαρικά χέρια. Με ποιο τρόπο έγινε αυτό;
Ο Πορφυρογέννητος, αναφέροντας ότι όλο το μεταναστευτικό εκείνο κύμα πραγματοποιήθηκε εν μέσω θανατηφόρας επιδημίας λοιμού, μας δίνει αφορμή να σκεφτούμε λίγο παραπάνω. Οι Σλάβοι ήρθαν και αποίκισαν στα έρημα εξ αιτίας του λοιμού μέρη. Ο Πορφυρογέννητος, δίνει την πληροφορία ότι τα χωριά τους χτίστηκαν κοντά στα ελληνικά, άρα όχι μόνο υπήρχαν ελληνικά χωριά, αλλά οι Σλάβοι ήρθαν να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς να τα καταστρέψουν. Σε αυτό συμφωνούν τόσο ο Ζινκέισεν και ο Βαρθολομαίος Κοπιτάρος όσο και ο ίδιος ο Φαλμεράυερ. Πέραν τούτου, εάν ο εποικισμός εκείνος είχε γίνει με τη μορφή βίαιης εισβολής, τότε όλες ανεξαιρέτως οι πηγές θα το ανέφεραν λεπτομερώς. Οι Σλάβοι έποικοι με τη σειρά τους θα παρουσιάζονταν ως κατακτητές και όχι υποτελείς, οι οποίοι στη συνέχεια αποστατούν.
Για τις κατά καιρούς επιδρομές των Σλάβων, κανένας δε σιωπά. Ο ιστορικός Προκόπιος εξιστορεί τις επιδρομές στα χρόνια τού Ιουστινιανού, δήλα δη στον 6ο αι. οι οποίες υπήρξαν καταστροφικές. Κανένας όμως δεν αποδέχεται ότι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο βυζαντινό κράτος, πριν τα μέσα του 8ου αι.. Συνήθιζαν τα σλαβικά φύλα να επιτίθενται στα βορειοευρωπαϊκά σύνορα του Κράτους, να λεηλατούν και να αρπάζουν, επιστρέφοντας στη χώρα τους ή συγκρουόμενα με το βυζαντινό στρατό, να εξολοθρεύονται. Όλες τους οι επιθέσεις περιγράφονται από τον Προκόπιο, τον Αγαθία, τον Μένανδρο και το Σιμοκάττη, αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες των γεγονότων. Γενικότερα, έγιναν γνωστοί με το όνομα Σκλαβηνοί, Σκλάβοι, Σθλάβοι, ονομασίες συνώνυμες με τις λέξεις δούλος ή αιχμάλωτος  μιας και υποδουλώνονταν εύκολα, και ήσαν ήδη από την εποχή τού Ηράκλειου υποτελείς στον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος έφερε ιερείς να τούς βαπτίσουν και να τους διδάξουν το χριστιανισμό. Δεν είχαν την στρατιωτική οργάνωση των γερμανικών ή των ουραλοαλταϊκών φυλών, γι’ αυτό κατατροπώνονταν εύκολα.
Στο σημείο ετούτο, κάνοντας ένα άλμα στον δέκατο αιώνα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια εξίσου κατατοπιστική πραγματικότητα. Η Βενετία έχοντας πλέον αναπτυχθεί σε σημαντικό κέντρο εμπορίου και ναυτική βάση, συναλλάσσεται με τούς Σαρακηνούς, διεξάγοντας έντονο δουλεμπόριο. Τόσο από τη Δαλματία όσο και από τη βόρεια Βαλκανική, νεαροί Σλάβοι εξάγονται και πωλούνται στους Άραβες τής Βορείου Αφρικής και Αιγύπτου. Για πολλούς, αυτή είναι άλλη μία εκδοχή τής προέλευσης τού ονόματος Σλάβος από τον σκλάβο, που έφθανε με τα βενετικά πλοία στο μουσουλμανικό κόσμο προς πώληση. Αυτό το φαινόμενο που ανάγεται ακόμη και μέχρι τα τέλη τού 11ου αι., (οπότε στην Ευρώπη η δουλεία άρχισε να εκλείπει σταδιακά, λόγω της υποχώρησης τού φεουδαρχικού συστήματος εμπρός στην ανάπτυξη της εμπορικής κεφαλαιοκρατίας του ύστερου Μεσαίωνος) σημαίνει πολλά. Και ενδιαφέρει τη μελέτη μας, διότι αποδεικνύει όχι ότι η κυρίαρχη τάξη των δούλων αποτελείτο από Σλάβους, -καμμία σχέση, αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτο ολίσθημα-, αλλά ότι ακόμη και σε αυτή την εποχή, η κοιτίδα των Σλάβων δεν έπαψε να είναι η περιοχή τής Βόρειας Βαλκανικής χερσονήσου και όχι η Πελοπόννησος. 
Επιστρέφοντας τώρα στην κανονική ροή των γεγονότων όπως τα περιγράψαμε μέχρι εδώ, να τονίσουμε πως συχνά υπογράφονταν συμφωνίες μεταξύ Βυζαντίου και διαφόρων σλαβικών φυλών, αφού δεν αποτελούσαν ενιαίο, συμπαγές έθνος. Μέχρι τις αρχές του 7ου αι., τίποτα δεν τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την πλούσια γη τους, έτσι μόνο σε επιδρομές στόχευαν. Ας μην ξεχνάμε, πως δε θα μπορούσαν να προβούν σε γενικευμένη επίθεση, καθώς δεν είχαν στρατιωτική διοίκηση, αλλά βρίσκονταν ακαθοδήγητοι σε κάθε πολεμικό εγχείρημα. Κι αυτό, γιατί στην χώρα τους δε γνώριζαν το σίδερο, οπότε ασχολούνταν με τη μουσική, τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δεν είχαν καθορισμένη πολεμική οργάνωση. Τότε όμως, ήσαν οι Άβαροι αρχικά κι έπειτα οι Βούλγαροι, που επετέθησαν στα εδάφη των Σλάβων και τους υποδούλωσαν. Έτσι, εκείνα τα βόρεια φύλα κατέφυγαν για άσυλο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε συμφέρον να τους τοποθετήσει στις περιοχές που ερημώθηκαν λόγω του καταστροφικού λοιμού τού 767 όπως προείπαμε. Ο λοιμός εκείνος ήρθε στην Πελοπόννησο από τη Σικελία και την Καλαβρία, οπότε και οι Σλάβοι ήρθαν ως ανθρώπινο αντιστάθμισμα στην περιοχή.
Φυσικά, εάν οι ίδιοι οι Σλάβοι έρχονταν σαν κατακτητές, δε θα επέλεγαν σε καμμία περίπτωση να επιτεθούν ή ακόμη περισσότερο να ζήσουν στο Μωρηά που μαστιζόταν από τη φοβερή ασθένεια. Εάν ήθελαν έστω να επιτεθούν κάπου, θα κατευθύνονταν προς την Αργολίδα που είχε αποφύγει το κακό. Αλλά, ως γεωργοί που ήσαν, με τη θέλησή τους δε θα έφταναν στα απόμακρα όρη αλλά θα προτιμούσαν τις εύφορες πεδιάδες. Πώς λοιπόν να δεχτούμε ότι ήρθαν εισβάλοντας στη βυζαντινή επικράτεια; Μάλλον η ίδια η Αυτοκρατορία τους χρησιμοποίησε, για να επανδρώσει τις ακατοίκητες περιοχές και να τους απομακρύνει βεβαίως από τα βόρεια σύνορά της. Κάποιους λοιπόν έστειλε στην Ασία, στο θέμα τού Οψικίου και στη Βιθυνία, κι άλλους στο Μωρηά. Αυτό δεν έδειξε να ενοχλεί τους Σλάβους, καθώς ήσαν συνηθισμένοι στο ν’ αλλάζουν τόπο, ενώ τους έδινε ευκαιρίες για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, μακρυά από την αυστηρή κρατική εξουσία. Βέβαια, αυτό δε στάθηκε δυνατό, καθώς γνωρίζοντας εθνική διάσπαση, πολλές φορές οι επιμέρους ομάδες Σλάβων δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, ζούσαν και δρούσαν χωριστά. Δεν κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν ενιαία δύναμη, τόσο μεγάλη κιόλας, που να μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικό πλήγμα στην τεράστια Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή να ανάψει εσωτερικά μέτωπα σε διάφορες περιοχές, ούτως ώστε να τις αποκόψει από την κρατική διοίκηση, και να δημιουργήσει εστίες με σαφή εθνικό προσανατολισμό, που με τη σειρά τους να πιέσουν το Βυζάντιο για προνόμια ή γιατί όχι, για αυτομόληση από εκείνο.
Στο Μωρηά, μετά την ήττα τού 807, οι Σλάβοι, υπέστησαν πολλές οικονομικές κυρώσεις. Ήσαν στο εξής υποχρεωμένοι να συντηρούν τούς υπαλλήλους και απεσταλμένους τού Βυζαντινού Κράτους, πού διέρχονταν από την Πάτρα. Θεωρήθηκαν πάροικοι, και αφορίστηκαν στο μητροπολιτικό ναό. Η νίκη αποδόθηκε στη βοήθεια τού Αγίου Ανδρέα, στην εκκλησία τού οποίου παραχωρήθηκαν λάφυρα. Ο επίσκοπος τής πόλεως μάλιστα, ενώ ήταν μέχρι τότε βοηθός επίσκοπος της Κορίνθου, ανήχθη στη μητροπολιτική τάξη, προσδιοριζόμενος πλέον ως μητροπολίτης Αχαΐας. Θεωρήθηκε ανώτερος σε τιμή από τούς επισκόπους Μεθώνης, Λακεδαίμονος και Κορώνης
Οι μεταρρυθμίσεις τού Νικηφόρου Α’, συνετέλεσαν αποφασιστικά στην αφομοίωση τού πληθυσμού. Με εξαίρεση τις φυλές των Μηλιγγών και των Εζεριτών Σλάβων στην περιοχή τού Ταϋγέτου, που διατήρησαν την εθνική τους ιδιαιτερότητα ως την Τουρκοκρατία. Αυτοί, μετά την αποστασία και την ήττα τού 807, προτίμησαν να αποσυρθούν σε βραχώδη όρη και διατήρησαν για πολύ καιρό τα ήθη και τα έθιμά τους, χωρίς να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο ή από τα φραγκικά ήθη μετά την ίδρυση τού Πριγκηπάτου τού Μωρέως.
Όσον αφορά στον υποτιθέμενο εκσλαβισμό των γηγενών κατοίκων, δε συνίσταται εφ όσον οι Σλάβοι δεν ήρθαν ως κατακτητές, καταστροφείς και ιθύνοντες μίας νέας τάξης πραγμάτων. Άφησαν στην περιοχή μόνο τη συμβολή τους στη δημιουργία ονομάτων για βουνά, ποτάμια, χωριά και είδη αγροτικής χρήσης, που χρησιμοποιούνται ακόμη και  διακρίνονται σχετικώς εύκολα, λόγω της συνήθους καταλήξεως σε –τσα, -βα (π.χ. Καμενίτσα, Χαλανδρίτσα, Ζέρζοβα κλπ.). Κάθε άποψη σχετική με τον υποτιθέμενο εκσλαβισμό των κατοίκων τής περιοχής, εφ όσον δεν εγκαθιδρύθηκε οποιοδήποτε καθεστώς διοίκησης, και εφ όσον η χρήση τής ελληνικής γλώσσας στην Αχαΐα είναι αδιάλειπτη έως σήμερα, καταρρέει και εν μέρει εξυπηρετεί μόνο κάποιες ανθελληνικές στάσεις και όχι την ιστορική αλήθεια. Επιπροσθέτως, να τονίσουμε πώς ακόμη και κατά την Φραγκοκρατία ή την Τουρκοκρατία, όταν όντως οι εγχώριοι κάτοικοι υποδουλώθηκαν, δεν παρουσιάστηκαν αλλοιώσεις στην γλώσσα, την θρησκεία ή τις παραδόσεις. Όπως, τέλος, γνωρίζουμε σαφέστατα, οι Σλάβοι στα μέσα τού 9ο αι., εκχριστιανίστηκαν από τούς Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο και απέκτησαν γραφή, με τη χρήση τού κυριλλικού αλφαβήτου.





(Ας παρουσιάσουμε εν κατακλείδι, τα στάδια του Σλαβικού εποικισμού στην Βυζαντινή Πελοπόννησο, συνοπτικά)
Συνοπτική Παρουσίαση Σλαβικού εποικισμού στην Πελοπόννησο

·        Μέσα 8ου αι., σλαβικά φύλα έρχονται στην Πελοπόννησο
·        Εγκαθίστανται σε έρημα λόγω λοιμώδους ασθένειας, μέρη της υπαίθρου, κυρίως ορεινά
·        Έρχονται ειρηνικά, κατόπιν συμφωνιών, μην έχοντας επιλογή, λόγω τής κατάκτησης της χώρας τους από τους Αβάρους κι έπειτα από τους Βουλγάρους
·        Εξυπηρετούν την ανάγκη τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για επάνδρωση των έρημων τόπων, αλλά και για διασκορπισμό των Σλάβων στο εσωτερικό της με σκοπό την αφομοίωσή τους
·        Δεν έχουν οργανωμένη διοίκηση, ενώ οι κύριες ασχολίες τους είναι αγροτικές
·        Δεν εγκαθιδρύουν οποιοδήποτε καθεστώς διοίκησης
·        Αποστατούν στα 807, όμως ηττώνται και πλέον αρχίζουν να αφομοιώνονται σταδιακά
·        Οι φυλές των Εζεριτών και Μηλιγγών Σλάβων συνεχίζουν να διατηρούν την εθνική τους υπόσταση, ζώντας αποκομμένοι στα υψίπεδα του Ταϋγέτου μέχρι την Τουρκοκρατία
·        Διατηρούνται ακόμη σλαβικά τοπωνύμια όρεων, ποταμών, χωριών κ.λπ., σε πολλές περιοχές





ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θέλω στο σημείο αυτό, να ευχαριστήσω πρώτα από όλους τον πρόεδρο τής Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών, κ. Ιωάννη Αθανασόπουλο, ο οποίος με συμπεριέλαβε στον κύκλο των εκλεκτών ομιλητών που έχουν ομιλήσει σε αυτήν την ιστορική αίθουσα. Επίσης, τούς κ.κ. Στέφανο Σκαρπέλλο και Σπύρο Σκιαδαρέση, οι οποίοι ενθάρρυναν την προσπάθειά μου. Τέλος, όλους εσάς, που παραβρίσκεστε και με τιμάτε με την παρουσία σας. Εύχομαι σε όλους υγεία, μακροημέρευση, ειρήνη. Και το 2016 να είναι έτος φωτεινό και να φέρει ελπίδα για αλλαγή και στροφή στις ρίζες μας. Μια στροφή που πάντα έχει να μας διδάξει κάτι. Και ιδιαιτέρως μέσα από τη μελέτη τής ιστορίας μας, μπορούμε να σταθούμε πολύ πιο δυναμικά απέναντι στο μέλλον. Να στηριχθούμε σε αυτήν την ιστορία για να μη δειλιάσουμε ούτε στιγμή, ό, τι και αν έρχεται κατά πάνω μας. Ας δώσουμε λοιπόν σε αυτή την κληρονομιά που φέρουμε, την αξία που έχει. Ας μην τη λησμονούμε, ας μην την παραγκωνίζουμε, ας μην επιτρέπουμε την παραποίησή της.
Η σημερινή μου ομιλία, αφιερούται σε έναν σπουδαίο άνθρωπο, ιστορικό ερευνητή,  που πολλοί είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Εγώ ως παιδί, έχω μνήμες από εκείνον, στην συγκεκριμένη μάλιστα αίθουσα, ενώ ήταν ήδη υπερήλικας, αλλά με πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό έως το τέλος. Αναφέρομαι στον ιστορικό ερευνητή της τοπικής μας ιστορίας, δικηγόρο των Πατρών, κ. Κωνσταντίνο Τριανταφύλλου. Αιωνία του η μνήμη!





Βιβλιογραφία (χρήσιμη για όποιον θέλει να γνωρίζει περισσότερα)

ΠΗΓΕΣ:
§        Agathiae Myrinaei Historiarum, libri 5, Corpus scriptorum historiae byzantinae,  Bonnae 1828.
§        Euagrius, Ecclesiastical History, εκδ. J. Bidez – L.Parmentier, The Ecclesiastical History of Euagrius with Scholia, Amsterdam 1964.
§        Θεοφάνης, Χρονογραφία, τ. Β’ - Γ’, εκδ. αρχιμ. Α. Κουστένης, Αθήνα 2010.
§        Hieroclis, Synecdemus: accedunt fragmenta apud Constantinum Porphyrogennetum servata et nomina urbium mutat, Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Lipsiae 1893.
§        Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος,  Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, τον Θεοστεφή και Πορφυρογέννητον Βασιλέα, PG 113, 157-422.
§        Μονεμβασίας Χρονικόν, εκδ. Ν. Βέης, Το περί τής κτίσεως τής Μονεμβασίας Χρονικόν, Αθήνα 1909.
§        Μορέως Χρονικόν, εκδ. Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν τού Μορέως, Αθήνα 1940.
§        Nicholas Patriarch of Constantinople, Letters, Corpus fontium historiae Byzantinae, Washington 1973.
§        Προκόπιος Καισαρείας, Ιστορία των πολέμων, εκδ. Βυζαντινοί συγγραφείς (Νέα Σύνορα), Αθήνα 1996.
§        Theophylacti Simocattae historiarum, libri 8, Corpus scriptorum historiae byzantinae,  Bonnae 1843.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
§   Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α’- Η’, 1961.
§   Βακαλόπουλος Α., Καίρια θέματα στην ιστορία μας, 1990.
§   Βακαλόπουλος Α.,Ο χαρακτήρας των Ελλήνων. Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Αθήνα 2003.
§   Γιαννακόπουλος Κ., Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός και οι κόσμοι τού Βυζαντίου και τού Ισλάμ, (μτφρ. Π. Χρήστου), Θεσσαλονίκη 1993.
§   Gibbon Ed., The decline and fall of the Roman Empire, Encyclopaedia Britannica, Chicago 1952.
§   Zinkeisen J.W., Geschichte Griechenlands, Leipzig 1832.
§   Θανασουλόπουλος Κ., Τα τοπωνύμια τής Αχαΐας ως ιστορικές μνήμες τού μεσαιωνικού εποικισμού της, Πάτρα 2007.
§   Καραγιαννόπουλος Ι., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Β’ (565-1081), Θεσσαλονίκη 1993.
§   Карамзин Михайлович Николай, История государства Российского, εκδ. Κ. Παπουλίδης, Η Ιστορία της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας του Νικόλαου Καραμζίνου στα ελληνικά: μεταφραστικές και εκδοτικές προσεγγίσεις, Θεσσαλονίκη 2012.
§   Κορδώσης Μ., Η σλαβική εποίκηση στην Πελοπόννησο με βάση τα σλαβικά τοπωνύμια, 1981.
§   Κυριακίδης Σ., Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσσαλονίκη 1947.
§   National Geographic, Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11.
§   Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου Μ., Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα 1995.
§   Παπαρρηγόπουλος Κ., Περί του εποικισμού Σλάβων στην Πελοπόννησο - απάντηση στην ανθελληνική θεωρία του Φαλμεράυερ.
§   Πρακτικά Συνεδρίου Προς τιμήν και μνήμην των Αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων, φωτιστών των Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1986.
§   Σωτηρίου Στ., Έλληνες και Σέρβοι, Αθήνα 1996.
§   Ταρνανίδης Ι. – Ευαγγέλου Η., Μεσαιωνική γραμματεία των Σλάβων, ιστορία και διαχρονική εξέλιξη, Θεσσαλονίκη 2013.
§   Fallmerayer J. F., Περί τῆς καταγωγῆς τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, (μτφρ. Κ. Ρωμανός), Ἀθήνα 1984.
§   Χριστοφιλοπούλου Α., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1997.

ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΙΗΣΗ

ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΙΗΣΗ
                         Ομιλία του Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη
Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών
Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στα πλαίσια των Φιλολογικων Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών  (Δευτέρα 14η Δεκεμβρίου 2015).


Κυρίες και κύριοι,
Θα αρχίσω την ομιλία μου με την κοινή διαπίστωση ότι η ποίηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση του παιδιού. Πρόκειται για αλήθεια, που προκύπτει από την εμπειρική παρατήρηση, αλήθεια προσιτή καταρχήν στον απλό λαό, που έπλασε τα υπέροχα δημοτικά τραγούδια, τα σχετικά με την παιδική ηλικία. Τα ποιήματα αυτά, πολλά από τα οποία δεν στηρίζονται στο νόημα αλλά στον ήχο και στο ρυθμό (ταχταρίσματα, λαχνίσματα κ.ά.), αποδεικνύουν με πόση σοφία ο λαός έχει αντιληφθεί όχι μόνο την αξία της παιδικής ποίησης, αλλά και το είδος των ποιητικών συνθεμάτων, που γοητεύουν ιδιαίτερα το μικρό παιδί. Μελετώντας την ποίηση αυτή, άλογη στο μεγαλύτερο μέρος της, με την οποία εξακολουθεί και σήμερα ακόμη να τρέφεται το παιδί της προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας, φτάνουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αποτελεί την πρωτογενή μορφή κάθε ποιητικής δημιουργίας, που στηρίζεται πρωτίστως στον ήχο, όπως με αμεσότητα επισημαίνει ο Κωστής Παλαμάς: «Ο ποιητής κατέχεται υπό της γοητείας των λέξεων, ανεξαρτήτως του νοήματος. Πολλάκις η λέξις τον συγκινεί ως γλυκύφθογγος οντότης αυτοτελής εκφράζουσα, πλην του υπ’ αυτής σημαινομένου, κάτι αρρήτως μουσικόν και δυσέκφραστον».
Σχετικές με τα παραπάνω απόψεις έχει διατυπώσει ο μεγάλος Ρώσος ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και παιδαγωγός Κορνέι Τσουκόφσκι (1882-1969) στο βιβλίο του «Από τα δύο στα πέντε» (From Two to Five) που εκδόθηκε το 1925 και από τότε επανεκδόθηκε πολλές φορές στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες χώρες. Το βιβλίο αυτό, προϊόν 40χρονης συστηματικής μελέτης της παιδικής γλώσσας, αναφέρεται στις γλωσσικές κατακτήσεις του κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, στην παιδική έμφυτη ποιητική του αίσθηση και στη στιχοπλαστική του ικανότητα, στη σημασία των έμμετρων παραδοξολογημάτων (nonsense rhymes), στο λαϊκό παραμύθι και τέλος στα στοιχεία εκείνα που θεωρεί απαραίτητα για την παιδική ποίηση. Τα στοιχεία αυτά εκτίθενται στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που προφανώς ενδιαφέρει όχι μόνο όσους φιλοδοξούν να γράψουν ποιήματα για παιδιά, αλλά και τους γονείς και εκπαιδευτικούς, που επιθυμούν να τα διαλέγουν σωστά.
Δεν θα επιχειρήσω - για λόγους οικονομίας χρόνου - να εκθέσω συστηματικά όσα πολύτιμα γράφει ο Ρώσος ποιητής στο τελευταίο κεφάλαιο. Θα ήθελα μόνο να τονίσω επιγραμματικά ότι για την ποίηση της προσχολικής ηλικίας απαιτεί - ο ίδιος τις συμβουλές του τις ονομάζει «εντολές» - πλούσια εικονοπλασία και δράση, γρήγορη εναλλαγή των εικόνων, μουσικότητα και λυρισμό, που παρακινούν το παιδί να τραγουδάει και να παίζει παλαμάκια, εναλλαγή του ρυθμού, του μέτρου και του αριθμού των στίχων, αποφυγή των δυσεκφώνητων συμπλεγμάτων φθόγγων, χρήση της ομοιοκαταληξίας και προσπάθεια οι λέξεις που ομοιοκαταληκτούν να είναι οι κύριοι φορείς του νοήματος της φράσης, νοηματική αυτοτέλεια σε κάθε στίχο, περιορισμένο αριθμό επιθέτων και χρήση κυρίως ουσιαστικών και ρημάτων, προτίμηση του τροχαίου χωρίς βέβαια να αποκλείεται η χρήση άλλων μέτρων, σύνδεση των ποιημάτων με το παιγνίδι, που αποτελεί την κύρια δραστηριότητα του νηπίου. Οι τελευταίες «εντολές» του Τσουκόφσκι μας οδηγούν έξω από τα όρια της παιδικής ποίησης, στο χώρο της ποίησης γενικά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ποιητής των παιδιών δεν έχει το δικαίωμα να αγνοεί τα κριτήρια που εφαρμόζουμε στην ποίηση για μεγάλους. Η παιδική ποίηση πρέπει να συμμορφώνεται προς τις προηγούμενες εντολές, αλλά ταυτόχρονα να έχει την επιδεξιότητα και την τεχνική στερεότητα της ποίησης των ενηλίκων. Ένα κακό ποίημα δεν είναι ποτέ καλό για παιδιά». Τελειώνοντας το βιβλίο του, ο Ρώσος παιδαγωγός τονίζει και πάλι ότι οι ποιητές έχουν χρέος όχι μόνο να προσαρμόζουν το γράψιμό τους στις πνευματικές και συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών, αλλά και να τα φέρνουν προοδευτικά σε επαφή με τις ιδέες και αντιλήψεις των ενηλίκων προσφέροντάς τους και κείμενα ποιοτικώς ανώτερα, που εκ πρώτης όψεως δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παιδικά. Αυτό, πιστεύει, συμβάλλει αποφασιστικά στο να καλλιεργείται βαθμιαία η κατανόηση, εκτίμηση και αγάπη των παιδιών για τους σημαντικούς ποιητές, κείμενα των οποίων θα γνωρίσουν αργότερα.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι κατά τον Τσουκόφσκι σταθερό βάθρο των ποιητών, που απευθύνονται σε παιδιά, πρέπει να είναι η δημοτική ποίηση, η οποία αποτελεί το καλύτερο υπόδειγμα παιδικής ποίησης. Η πλούσια γλώσσα, το χιούμορ, η όραση του κόσμου, τα ιδανικά και η αισθητική των ανθρώπων του λαού, γνωρίσματα έκτυπα στο δημοτικό τραγούδι, μπορούν να καθοδηγήσουν και να εμπνεύσουν κάθε ποιητή που θέλει να επικοινωνήσει με το παιδί.
Επέμεινα, ίσως περισσότερο του δέοντος, στις απόψεις του Τσουκόφσκι - με τις οποίες συμπίπτουν οι απόψεις και άλλων παλαιότερων και σύγχρονων μελετητων -, επειδή θα ήθελα να τονίσω a priori τη φυσιογνωμία της σύγχρονης παιδικής μας ποίησης, δηλαδή της ποίησης που αρχίζει από τη δεκαετία περίπου του ’50 και βρίσκει, νομίζω, την πλήρη έκφρασή της στη δεκαετία του ’70. Πρόκειται για μια ποίηση παιδοκεντρική, που έχει αποβάλει το αυστηρό πρόσωπο της «παιδαγωγούσας τέχνης» - για να χρησιμοποιήσω έκφραση Έλληνα μελετητή - και παίζει κυρίως με τους ήχους, εφόσον απευθύνεται στην προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία, χωρίς ωστόσο να παραλείπει τον προβληματισμό, αλλά και φροντίζει να είναι νοηματικά ουσιώδης, χωρίς να εγκαταλείπει το παιγνιώδες, εφόσον απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά.
Ας δούμε όμως τα πράγματα στην εξελικτική τους πορεία. Μετά τα στιχουργήματα των Παναγιώτη Σούτσου, Αλέξανδρου Κατακουζηνού, Άγγελου Βλάχου και άλλων με το έντονα ηθικοπλαστικό περιεχόμενό τους, ακολουθεί η ποίηση των Ηλία Τανταλίδη και Δημητρίου Καμπούρογλου, οι οποίοι μέσα από τους δρόμους της δημοτικής γλώσσας παραδίδουν στον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου το προνόμιο να γίνουν αυτοί οι πρωτοπόροι μιας ποίησης, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του παιδιού. Σημειώνω ιδιαίτερα τη σημασία της ποιητικής συλλογής του Παπαντωνίου «Χελιδόνια», που «αποτέλεσε το μέτρο με το οποίο θα κρίνεται κάθε μεταγενέστερη απόπειρα στον τομέα της παιδικής ποίησης».
Μετά τον Ζαχαρία Παπαντωνίου πολλοί ποιητές στη δεκαετία του ’50 και εξής θα ασχοληθούν με την παιδική ποίηση. Ανάμεσα σε αυτούς κορυφαίοι είναι οι Στέλιος Σπεράντσας, Βασίλης Ρώτας και Μιχαήλ Στασινόπουλος. Οι τρεις αυτοί αξιοποίησαν δημιουργικά το δημοτικό τραγούδι, το λαϊκό πολιτισμό και το εθνικο-θρησκευτικό στοιχείο του λαού μας και ανέδειξαν μια ποίηση με ελληνική ταυτότητα, πάλλουσα και τρυφερή όπως η παιδική καρδιά. Επισημαίνω ιδιαίτερα την παρουσία του Βασίλη Ρώτα, που εκτός από τις δύο συλλογές με παιδικά ποιήματα - «Παιδιάτικα τραγούδια» (1943) και «Αυγούλα» (1974) -, έχει να παρουσιάσει και πλούσιο θεατρικό έργο για παιδιά. Η  ποίησή του, βαθιά επηρεασμένη ως προς το ύφος από το δημοτικό τραγούδι, είναι ανανεωμένη, σε σχέση με την παλαιότερη, θεματολογικά διακρίνεται για το χιούμορ, που εκλύεται από το νοηματικό και ευτράπελο λεκτικό παιγνίδι. Διαβάζω δύο ποιήματά του. Το πρώτο έχει τίτλο «Ξύπνημα» και δείχνει πόσο γόνιμα και δημιουργικά έχει μιμηθεί τα λαϊκά ταχταρίσματα.
    Ξύπνημα
Έλα, ροδαυγή,
ξύπνα το παιδί,
ξύπνα το μικρό,
να μου το χαρώ,
ξύπνα το λουλούδι,
το ξεπεταρούδι,
που μοσχοβολάει
και χοροπηδάει
και γελάει και κλαίει
και λογάκια λέει
και θα βγει στην πόλη
να το χαίρονται όλοι.
Το δεύτερο μιμείται το παιχνίδι με το παράλογο - που τόσο ενθουσιάζει τα παιδιά - ενός δημοτικού μας τραγουδιού: Τα καβούρια κάνουν γάμο. Ακούστε πρώτα το δημοτικό τραγούδι.
                                 Τα καβούρια κάνουν γάμο  
Κάτω στο γιαλό στην άμμο,     
τα καβούρια κάνουν γάμο  
και καλέσανε κι εμένα             
και δεν ήθελα να πάω.          
Κι άκουσα το ντίγκι-ντίγκα  
κι έκαμα καρδιά και πήγα,        
κι ήβρα το λαγό κ’ επήδα.        
Ο ψύλλος έπαιζε βιολί    
και η χελώνα ντέφι               
και πέρασε ένας ποντικός         
κι είπε: χαρά στο κέφι!                                                        
Το τραγούδι του Ρώτα, με τίτλο «Το πιο μεγάλο» είναι εξίσου απολαυστικό και διασκεδαστικό.
       Το πιο μεγάλο
Από κάτω απ’ το ραδίκι
κάθονται δυο πιτσιρίκοι
και ρωτάν ο ένας τον άλλο
ποιο ’ναι απ’ όλα πιο μεγάλο.
Τους ακούει ένα σκαθάρι
και τους λέει «το κουκουνάρι!».
Τους ακούει ένα τριζόνι
και τους λέει «το πεπόνι».
τους ακούει κι ένα τσιμπούρι
και τους λέει «το γαϊδούρι!».
Γέλασαν οι πιτσιρίκοι
γέλασε και το ραδίκι
κι ένας με μεγάλο στόμα
βάτραχος γελάει ακόμα.
Η δεκαετία του ’60 αποτελεί μια προπαρασκευαστική, τόσο θεματολογικά όσο και μορφολογικά, περίοδο για τη δεκαετία του ’70, οπότε κυριαρχούν οι πιο αξιόλογοι εκπρόσωποι της παιδικής μας ποίησης, που εξακολουθούν να αποτελούν το σημείο αναφοράς για νεότερους. Είναι οι Γιώργης Κρόκος, Βασίλης Χαρωνίτης, Παύλος Κριναίος, Ντίνα Χατζηνικολάου, Διονύσης Τροβάς, Χάρης Σακελλαρίου, Ρένα Καρθαίου, Δημήτρης Μανθόπουλος, Θέτη Χορτιάτη, Χρυσούλα Σαμίου-Σκανδάμη, Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, για να περιοριστώ στους γνωστότερους.
Γενικότερα θεωρούμενη, η μεταπολεμική μας ποίηση έχει ως θεματικούς πυρήνες της το Σχολείο, την Οικογένεια, τη Θρησκεία, την Πατρίδα και τη Φύση, κινείται δηλαδή οπωσδήποτε σε πλαίσια συντηρητισμού. Στο πλαίσιο αυτό κινούνται λ.χ. οι Γιώργης Κρόκος, Παύλος Κριναίος, Βασίλης Χαρωνίτης, Ντίνα Χατζηνικολάου, Διονύσης Τροβάς, Χάρης Σακελλαρίου κ.ά. Ωστόσο, στη δεκαετία του ’70 παρατηρείται μια στροφή προς θέματα κοινωνικά και σχετιζόμενα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και τα συναφή προβλήματα, που ανακύπτουν από την τεχνοκρατική δομή και την οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών. Τη στροφή αυτή πραγματοποιούν κάποιοι σημαντικοί εκπρόσωποι της παιδικής μας ποίησης, όπως η Ρένα Καρθαίου, η Θέτη Χορτιάτη, ο Δημήτρης Μανθόπουλος, αλλά συμπορεύονται συχνά και εκπρόσωποι της προηγούμενης τάσης.
Η ποίηση αυτή προσπαθεί να μιλήσει με ειλικρίνεια στο παιδί εγκαταλείποντας το προστατευτικό και οδηγητικό ύφος, εφόσον έχει απαλλαχθεί - υπό την επίδραση των ραγδαίων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων, αλλά και των προωθημένων θέσεων, που κατακτήθηκαν στο χώρο της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής, χάρη στη σχολή του γνωστού Ελβετού παιδαγωγού J. Piaget - από την τάση σωφρονισμού και ηθικολογίας, που χαρακτήριζε παλαιότερους ποιητές. Οι νεότεροι ποιητές, πολλοί από τους οποίους υπηρέτησαν ή υπηρετούν ως δάσκαλοι στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, μιλούν με ειλικρίνεια  στο παιδί και, μαζί με τη χαρά του ωραίου λόγου που προσφέρουν, προσπαθούν να του δημιουργήσουν αίσθημα ευθύνης φέρνοντάς το προοδευτικά σε επαφή με τη γύρω του πραγματικότητα, χωρίς να την εξωραΐζουν. Για παράδειγμα, τα ποιήματα που είναι αφιερωμένα στη φύση δεν είναι πάντοτε απλώς περιγραφικά ή υμνητικού περιεχομένουž συχνά ωθούν το παιδί, ακόμη και της προσχολικής ή πρωτοσχολικής ηλικίας, να προβληματιστεί πάνω στο φαινόμενο της ρύπανσης και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος ή προσπαθούν να του εμπνεύσουν το σεβασμό στο γενικότερο οικοσύστημα και την αγάπη για τα ζώα και τα φυτά. Παράδειγμα, δύο ποιήματα της Θέτης Χορτιάτη και του Χάρη Σακελλαρίου αντίστοιχα. Στο πρώτο η ποιήτρια - από τις πιο αξιόλογες φωνές της παιδικής μας ποίησης - με εικόνες έντονες μας δίνει αρχικά την ευτυχία της ζωής του βυθού, που εντελώς ξαφνικά μετατρέπεται, λόγω της ρύπανσης, σε δυστυχία, με αποτέλεσμα τα καβούρια να κλαίνε απαρηγόρητα. [Το ποίημα έχει τίτλο «Μαύρο πάρτι» και ανήκει στη συλλογή «Τα μήλα τα φύλλα», που απευθύνεται σε παιδιά της προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας].
                                                     Μαύρο πάρτι
Έχουν πάρτι τα καβούρια
και κερνούνε γλειφιτζούρια
     τρέχουνε στο ένα πλευρό
     και γελάει και το νερό
κάνουνε παιχνίδια χίλια
στα χοχλάδια, στα κοχύλια
     καλεσμένος ο βυθός
     το φεγγάρι κι ο ουρανός
ο αυγερινός κι η πούλια
κι όλα τα θαλασσοπούλια
     και ο ήλιος ο χρυσός
     παίζει στο νερό το φως.
Πάνω στου γλεντιού τη φούρια
τι παθαίνουν τα καβούρια
     στολισμένα καθαρά
     στον αφρό και στη χαρά
φτάνει η πίσσα, για καζούρα
και τα λούζει στη μουτζούρα!
     Μαύρο πάρτι, μαύρα χάλια
     απ’ τα πόδια ως τα κεφάλια
τα καβούρια σε μιαν άκρια
τώρα ρίχνουν μαύρα δάκρυα...
Το δεύτερο ποίημα, γραμμένο με πολλή τρυφερότητα και αξιοσημείωτη στιχουργική δεξιοτεχνία, ανταποκρίνεται, πιστεύω, στις ευαισθησίες όλων των παιδιών αλλά και των ενηλίκων. Έχει τίτλο «Η γαϊδουρίτσα μου» και ανήκει στον πολυγραφότατο συγγραφέα και ακάματο μελετητή Χάρη Σακελλαρίου.
                                    Η γαϊδουρίτσα
Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα
μ’ αλεύρι φορτωμένη
- τι να ’παθε η καημένη;

Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα
σα γύριζ’ απ’ το μύλο
- θα ’χω φωνές και ξύλο...
Στο δρόμο κοντοστάθηκα
λίγο να ξαποστάσω
- πώς ήταν να τη χάσω;
Κι εκεί λαγοκοιμήθηκα
κι ύπνο γλυκόν επήρα
- Για την κακή μου μοίρα.
Ξυπνώ κι είμαι μονάχος μου
ξυπνώ κι εκείνη λείπει
- πωπώ καημός και λύπη!
Παίρνω τους δρόμους ψάχνοντας
και τα χωριά ρωτώντας
βαριομοιρολογώντας!
- Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα
και ποιος θα μου την εύρη
κι εκείνη και τ’ αλεύρι;
Είναι κοντούλα και κουτσή
προγκάει και σκουντουφλάει
δαγκώνει και κλωτσάει.
Δεν κλαίω για τη γαϊδούρα μου
τ’ αλεύρι δε με νοιάζει
άλλος καημός με σφάζει.
Κλαίω για το πουλαράκι της
που η δύστυχη θα εγέννα
χαρά κι αυτής κι εμένα.
Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα
κι όποιος θα μου την εύρη
χαλάλι του τ’ αλεύρι!
Μένοντας πάντα στο χώρο της σύγχρονης παιδικής μας ποίησης που εμπνέεται από το φυσικό περιβάλλον, θα ήθελα να τονίσω ότι έχουμε πολλά αξιόλογα κείμενα, δείγματα ευαισθησίας, μπροστά στα θαύμα της ελληνικής φύσης, και στιχουργικής μαστοριάς. Στα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά το παιδί παρουσιάζεται να συνδιαλέγεται με τη φύση: με τον ήλιο, το φεγγάρι, τη θάλασσα, τα πουλιά. Όλα, όπως στο δημοτικό τραγούδι, αποκτούν ζωή, και ο ανιμισμός αυτός συμφύρεται με το χιούμορ ή και με το λεκτικό παιχνίδι.
Χαρακτηριστικό δείγμα της στάσης αυτής αποτελεί το ποίημα του Βασίλη Χαρωνίτη «Παράπονο» της συλλογής «Καλημέρα στην Άνοιξη», που προορίζεται για παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Εκφράζει, νομίζω, με ευφυή και παιγνιώδη τρόπο τη νοοτροπία των μικρών παιδιών, που χαίρονται τον πρωινό ύπνο, το χουζούρι του κρεβατιού.
            Παράπονο
Ήλιε, να μην ξαναβιαστείς
να’ ρθείς να με ξυπνήσεις.
Μείνε κρυμμένος στα βουνά.
Τι κι αν καθυστερήσεις;

Ύπνο εσύ δεν χαίρεσαι;
Νύχτα δεν ησυχάζεις;
Ποιος σου ’πε αξημέρωτα
τον ύπνο να ταράζεις;

Αν έρθεις θα μαλώσουμε.
Ίσως παιχτεί και ξύλο.
Τι σου ’καμα; Σε πίστευα
γι’ αληθινό μου φίλο.
Είμαι μικρός και δεν μπορώ
ήλιε μου να σε φτάσω.
Μα εγώ μεγάλος θα γενώ
και τότε... αν σε πιάσω,

θα τις πληρώσεις ήλιε μου
τις μέρες στην αράδα...
Μην πεις πως δε με ξύπναγες
από τη χαραμάδα...

Λοιπόν, να μην ξαναφανείς
πρωί και να ξυπνάμε.
Το μεσημέρι νά’ ρχεσαι,
που πάμε για να... φάμε.
Διάχυτη τρυφερότητα, εικονοπλασία και ανιμισμός διακρίνουν και το ποίημα της Ντίνας Χατζηνικολάου - αξιόλογης παρουσίας στο χώρο της ποίησης για μικρά παιδιά - που έχει τίτλο «Γαλήνη» και είναι δημοσιευμένο στη συλλογή «Χαμόγελα»
                                                    Γαλήνη
Σε μια φωλιά που σκάλωσε
σ’ αχτίδες φεγγαριού
κοιμάται το πουλί
- Αγέρι, κάνε πιο σιγά...
Θα το ξυπνήσεις!

Σε πράσινο κλαδί αγριλιάς
κοιμάται το τζιτζίκι.
Απόκαμε να τραγουδά.
- Ρυάκι φλύαρο, σιγά...
Θα το ξυπνήσεις!

Σε μοσχομύριστου ανθού
βελούδινο κλινάρι
κοιμάται η μελισσούλα.
- Ε, τριζονάκι, πιο σιγά...
Θα την ξυπνήσεις!

Το λουλουδάκι νύσταξε
κι αποκοιμήθηκε γλυκά
κάτω απ’ τ’ αστέρια.
- Δροσταλίδα, μην κυλάς...
Θα το ξυπνήσεις.
Όμως στο χώρο της φυσιολατρικής ποίησης τα σκήπτρα κατέχει ο Γιώργης Κρόκος, που μας άφησε δυστυχώς το 1997, ποιητής μεγάλου διαμετρήματος και θαυμαστής συγγραφικής ανθοφορίας, ο οποίος με την πολύχρονη δραστηριότητά του στην εκπαίδευση και τα γράμματά μας γονιμοποίησε γενικότερα την παιδική μας λογοτεχνία ανοίγοντάς της δρόμους και προσφέροντάς της οράματα. Από το μέγα πλήθος των φυσιολατρικών του ποιημάτων, σας διαβάζω ένα, που έχει τίτλο «Το κύμα» [και ανήκει στη συλλογή «Παιδικοί παλμοί» με την οποία ουσιαστικά ο Κρόκος εμφανίστηκε στην παιδική μας ποίηση]. Εδώ η απλούστατη γνώση για το φαινόμενο της βροχής γίνεται ποίηση με ανώτερη αισθητική πνοή, καθώς όλα τα άψυχα προσωποποιούνται και ο λόγος έχει μια σπάνια στιλπνότητα και εικονοπλαστική μεγαλοπρέπεια.
                    Το κύμα
- Πες μου την ιστορία σου, σύννεφο ανταριασμένο,
που τρέχεις σαν πετούμενο στων ουρανών την άπλα.
- Εγώ ήμουν κύμα του γιαλού, του γλάρου ήμουν η κούνια,
φίλος κι οχτρός του καραβιού, χαρά και Χάροντάς του,
και μ’ είδε ο ήλιος ο πυρρός απ’ τ’ ουρανού τ’ αψήλος
και ζήλεψε τη χάρη μου και την αποκοτιά μου
κι έπλεξε τις αχτίνες του, πεζόβολο ασημένιο,
και μ’ έζωσε και μ’ άρπαξε κι αχνό με πήρε απάνω,
να κάθεται σα βασιλιάς στ’ ανάερο πούπουλό μου.
Μα γω’ μαι γιος της θάλασσας και δε σκιάζει ο ήλιος.
Απλώνω τις φτερούγες μου, κλωσσώ τα’ αστροπελέκι,
και καβαλάρης στη βροχή τα ηλιόδιχτα ξεσκίζω
και να’ μαι πάλι χορευτής, τραγουδιστής, περάτης,
αλήθεια κι όνειρο μαζί, στου ωκεανού τα πλάτια.
Ανάλογη τάση, δηλαδή στροφή στον κόσμο του παιδιού και απομάκρυνση από την αποστεωμένη τυπικότητα, τον καθωσπρεπισμό και τον ωφελιμισμό, παρατηρείται και στο χώρο της θρησκευτικής ποίησης, που, πρέπει να ομολογήσουμε, ελάχιστα καλλιεργήθηκε, όπως εξάλλου και η θρησκευτική παιδική πεζογραφία για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε. Πάντως, όσοι έγραψαν θρησκευτικά ποιήματα φρόντισαν αυτά να είναι προσαρμοσμένα στην ψυχοσύνθεση του σημερινού παιδιού και να ανταποκρίνονται στον ιδεολογικό προβληματισμό της εποχής και στο αίτημα για τη διαμόρφωση ενός άρτιου από κάθε άποψη ανθρώπου.
Θα σας διαβάσω δύο σχετικά ποιήματα. Το πρώτο ανήκει στη Ρένα Καρθαίου, που μαζί με τον Γιώργη Κρόκο κυριάρχησε στην παιδική ποίηση της 30ετίας 1940-1970. Η θεματολογική ανανέωση, το πηγαίο χιούμορ, το σπινθηροβόλο πνεύμα, η εικονοκλαστική δύναμη και η άριστη στιχουργία διακρίνουν και τις 4 ποιητικές της συλλογές, από τις οποίες γνωστότερη είναι η συλλογή «Χαρταετοί στον ουρανό». Το ποίημα από τη συλλογή αυτή που θ’ ακουστεί, γεμάτο παιδική αφέλεια και παιγνιώδη χάρη, ανταποκρίνεται, νομίζω, απόλυτα στη νοοτροπία του παιδιού της προσχολικης και πρωτοσχολικής ηλικίας.
Προσευχή ενός μικρού κοριτσιού
Παναγιά μου, το μωρό σου
είν’ το πιο όμορφο του κόσμου.
Αγκαλίτσα να το πάρω
λίγο δώσ’ μου.
Δεν το ρίχνω, μη φοβάσαι,
σαν και τι θα στο προσέξω.
Λίγο μόνο να το πιάσω,
να το παίξω.
Θα στο πλύνω, θα στο ντύσω,
στα χρυσά του τα μαλλιά
θα του δέσω μια κορδέλα
θαλασσιά.
Θα του κάνω μια βολτίτσα
στο περβόλι, στη λιακάδα.
Τέτοιο ολόφωτο παιδάκι
δεν ξανάδα.
Γι’ αυτό δώσ’ μου το λιγάκι
το παιδί σου να το παίξω.
Μη φοβάσαι, Παναγιά μου,
θα προσέξω.
Το δεύτερο ποίημα, άτιτλο, είναι του Γιώργη Κρόκου και ανήκει στη βραβευμένη - από τη Γ.Λ.Σ. - συλλογή του «Φυσαρμόνικες». Θα ήθελα να προσέξετε εδώ πως ποιητής, εγκαταλείποντας το είδος της εγωκεντρικής προσευχής των παιδικών μας χρόνων («Θεέ μου, βοήθησε να είμαι καλό παιδί» ή «Φύλαγε τον πατέρα και τη μητέρα μου» κλπ.) καταφεύγει σε προσευχή ύμνο στην ανθρωπιά και στην ανιδιοτελή και υψηλόφρονα αγάπη.
Θεέ μου, φώτιζέ με,
ποτές να μην παινέψω
το φως, τα λουλούδια, τ’ αστέρια
σε τυφλό μπροστάž
να μην καλέσω σε κυνηγητό
τη χελώναž
να μην κάνω το γενναίο
σε δειλούςž
να μην πουλήσω εξυπνάδα
σε φτωχό μυαλό.
Αξίωσέ με
να μην πετάξω λάσπη
σε κρίνοž
να μην κάψω φτερά πεταλούδαςž
να μη χαλάσω
ό,τι δεν μπορώ να πλάσω.
Κι αν μου δώσεις φως περίσσιο,
να το μοιράσω στα σκοτάδια του κόσμου.
Κι αν μου χαρίσεις τραπέζι στον ουρανό Σου,
να του θρονιάσω την οικουμένη.
Κι αν με κεράσεις τ’ αθάνατο νερό
να το ποτίσω στη δίψα των ψυχών
τραγούδι
και να το λεν:
Αγάπη.
Ως προς τα ποιήματα που αναφέρονται στη ζωή του παιδιού μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, πρέπει να πούμε ότι είναι, όπως και τα προηγούμενα, παιδοκεντρικά. Ας προσθέσουμε ακόμα ότι ο στενός δεσμός των μελών της οικογένειας, όπως και του παιδιού με το δάσκαλό του, εξαίρονται σε κάθε περίπτωση, ωστόσο το υποτακτικό παιδί της παλαιότερης ποίησης, που δεν έχει καμιά πρωτοβουλία ανήκει στο παρελθόν. Το παιδί στη νεότερη ποίηση, ιδιαίτερα της 10ετίας του ’70 κ.ε., κινείται ελεύθερα, στοχάζεται και κρίνει, παίζει με τη μοντέρνα γιαγιά κι εύχεται να κοντύνει ο παππούς, για να μπορεί να τον φτάνει, απεχθάνεται τις συμβουλές, κάνει σκανταλιές ή παίρνει ποικίλες πρωτοβουλίες. Αντιπροσωπευτικό της νέας αυτής εικόνας του παιδιού στην παιδική μας ποίηση είναι ένα ποίημα της Μαρίας Γουμενοπούλου με τίτλο «Το Ευχαριστώ» της συλλογής «Βοτσαλάκια», που εκδόθηκε πρόσφατα.
         Το Ευχαριστώ
Κάθε μέρα απ’ τη γιαγιά του
βρίσκει ο Ντίνος τον μπελά του
που το έβαλε σκοπό
να τον κάνει ευγενικό
και στιγμούλα δεν αφήνει
συμβουλές να μην του δίνει.
Χτες λοιπόν πρωί πρωί
τον καθίζει στο σκαμνί
κι αρχινά να του μαθαίνει
πως το ευχαριστώ να βγαίνει
μέσα μέσα απ’ την καρδιά
ώστε να’ χει ζεστασιά.
Κάνει τότε αυτός αρχή
και με δυνατή φωνή
λέει ένα, λέει δύο
λέει δέκα ευχαριστώ
μα κανένα απ’ όσα λέει
τη γιαγιά δεν την εμπνέει.
Όχι έτσι, πες το αλλιώς.
Λέγετο όλο, μην το τρως.
Πιο αργά, πιο δυνατά
λίγο πιο εκφραστικά.
Όχι τούτο, όχι κείνο
αχ κακόμοιρέ μου Ντίνο!
Ο παππούς κάποια στιγμή
που κοιτούσε τη σκηνή
στη γιαγιά βάζει φωνές:
Πάψε πια τις συμβουλές.
Άσ’ το το παιδί να τρέξει
να βρει φίλους και να παίξει.
Η χαρά του Ντίνου τόση,
που φιλάκι πάει να δώσει
στον παππού του τον καλό
και του λέει ευχαριστώ.
Μα ένα ευχαριστώ, Θεέ μου,
πιο καυτό κι απ’ τον καφέ μου
Βλέπεις, βγήκε απ’ την καρδιά του,
όπως έλεγε η γιαγιά του.
Το νέο ρόλο της γιαγιάς, της αιώνιας αγαπημένης των παιδιών, όπως τουλάχιστο τον επιθυμεί το παιδί της εποχής μας, φανερώνει ένα άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής με τίτλο «Η γιαγιά».
         Η γιαγιά
Η γιαγιά μας η καλή
ούτε κότες στην αυλή
ούτε χήνες μεγαλώνει
ούτε κάλτσες μας μπαλώνει.
Η γιαγιά μας παίζει πιάνο.
Ταχτικά με αεροπλάνο
ταξιδεύει, κολυμπάει
και στο τένις λέει θα πάει.
Μα τη γλύκα της καρδιάς
και το μέλι της ματιάς
τα’ χει όπως κι οι καλές
οι γιαγιάδες οι παλιές.
Αγαπάει κάθε εγγόνι
ως κι εκείνο που δαγκώνει.
Απαλά, απαλά χαϊδεύει
τρυφερά μας συμβουλεύει
κι όταν βρίσκεται κοντά  μας
πανηγύρι έχει η καρδιά μας.
Τη νοοτροπία του μικρού παιδιού της εποχής μας, παιδιού απαιτητικού και γνήσιου τέκνου της καταναλωτικής μας κοινωνίας, διατυπώνει ένα τρισχαριτωμένο ποίημα της Ντίνας Χατζηνικολάου με τίτλο «Τηλεφώνημα στο μπαμπά» [της συλλογής «Το βιβλίο της Μυρτώς»] προορισμένο για μικρά παιδιά.
     Τηλεφώνημα στον μπαμπά
Καλημέρα πατερούλη!
Στο γραφείο είσαι ακόμα;
Μην ξεχάσεις να μου φέρεις
μια κορδέλα θαλασσιά,
μία ξύστρα, μία γόμα,
μολυβάκια και χαρτιά.
Τα ’γραψες; Α, μην ξεχάσεις,
ζωγραφιές, ένα χτενάκι,
καραμέλες, σοκολάτα
και κραγιόνια. Μόνο αυτά...
Πάρε μου κι ένα κουκλάκι,
αν σου φτάνουν τα λεφτά.
Ως προς τα κείμενα που αναφέρονται στην πατρίδα, δεξιοτέχνης αξεπέραστος αναδείχθηκε ο Κρόκος, δεν έλειψαν όμως και άλλοι ποιητές που ύμνησαν την Ελλάδα άλλοτε απλά, για να είναι κατανοητοί στα μικρά παιδιά, και άλλοτε με λυρική πνοή και συνδυάζοντας τον εγκωμιασμό της ελληνικής φύσης με την αναγωγή στην ιστορία. Ένας τέτοιος λυρικός ποιητής, ποιητής όμως για νέους και όχι για μικρά παιδιά, υπήρξε ο Κύπριος Παύλος Κριναίος, που έφυγε από τη ζωή το 1986. Η πατριδολατρική του ποίηση συγκινεί βαθιά και όταν είναι δοξαστική και με υψωμένο τόνο και όταν είναι χαμηλόφωνη, τρυφερή και εντελώς ανθρώπινη.
Στο ποίημα του «Δοξαστικό του Αιγαίου» της συλλογής «Η χορωδία των νερών», με στίχους κρουστούς και ρωμαλέα λυρική πνοή θα υμνήσει το Αιγαίο, που κατά τον Ελύτη κατέχει όλες τις αξίες του ελληνισμού και συγκεφαλαιώνει την ελληνική παράδοση, γράφοντας μεταξύ άλλων:
Η Κυθερία γυμνή κι αφροστεφάνωτη
ιδέα και φως στο κύμα ανεβαίνει
και την υμνούν οι ουρανοί κι οι θάλασσεςž
... Χαίρε Αφροδίτη, Ελλάδα Κεχαριτωμένη.
 Στο ποίημα «Η αληθινή πατρίδα για τον ξενιτεμένο» ο λυρισμός του αποκτά μιαν διεισδυτική αμεσότητα, καθώς αποπνέει βαθιά ανθρωπιά και γνήσια αισθαντικότητα.
    Η αληθινή πατρίδα για τον ξενιτεμένο
Η πατρίδα είναι η βρύση, το ζεστό παραγώνιž
ό,τι κλαίει κι ανθίζει στη λυπημένη καρδιά σουž
το δυοσμαρίνι στη γλάστρα, το γιασεμί στο μπαλκόνι.
Ό,τι λέει και θυμάται η πικρή ξενιτιά σου.
Η πατρίδα είναι η γη σου, τ’ αγιασμένο της χώμα
τ’ αυλοπόρτι π’ ανοίγει με την πρώτη ηλιαχτίδαž
τ’ ανυπόκριτο βλέμμα, το γλυκομίλητο στόμαž
το ραβδί του παππού σου, της γιαγιάς σου η ρυτίδα.
Η πατρίδα είναι η στέγη, ο καπνός που σγουραίνειž
το ψωμί που ευωδιάζει, το μαγγάνι που τρίζειž
η πατρίδα είναι η μνήμη, η Μαριγώ, η Ελένη,
η γερόντισσα μάνα που σ’ ευλογεί και δακρύζει.
Η πατρίδα είναι οι τάφοι, το μικρό κοιμητήρι,
οι σταυροί του από ξύλο, χιαστί ελατίσιο.
Η πατρίδα είναι η νιότη, που χαμογελά και σου γνέφει
... Ξαναγύρισε πίσω... Ξαναγύρισε πίσω...
Αλλά η θεματολογία της σύγχρονης παιδικής μας ποίησης δεν εξαντλείται σε όσα ως τώρα μας απασχόλησαν. Τα κοινωνικά θέματα, οι εξελίξεις στο διάστημα, ο τεχνολογικός πολιτισμός και ο αφύσικος τρόπος ζωής που επέβαλε η παρουσία της μηχανής, ο πόλεμος, η ειρήνη, τα μεγάλα πανανθρώπινα αιτήματα της αγάπης και συνεργασίας των λαών, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης απασχολούν τη νεότερη παιδική μας ποίηση. Και μιλάει για τα θέματα αυτά άλλοτε με τρόπο που ανταποκρίνεται στη μυθοπλαστική σκέψη των μικρών παιδιών και άλλοτε με τρόπο σύστοιχο προς τις απαιτήσεις και τις ανησυχίες των μεγαλύτερων παιδιών με την προϊούσα διανοητική ανάπτυξη και τις ανάλογες ψυχικές μεταλλαγές.
Διαβάζω χωρίς σχόλια δύο ποιήματα για τις εξελίξεις στο διάστημα και τα όνειρα που αυτές δημιουργούν στο παιδί. Το ένα είναι της Θέτης Χορτιάτη και απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και το άλλο είναι του Χάρη Σακελλαρίου για παιδιά του Δημοτικού Σχολείου.
  Το κουκί και το ρεβίθι
Στο δικό μας τον καιρό
λεν αλλιώς το παραμύθι
«το κουκί και το ρεβίθι»
στα σημερινά παιδιά:
«Πύραυλος είν’ το κουκί
αστροναύτης το ρεβίθι
το φεγγάρι κολοκύθι
παίζουν την κολοκυθιά.
Πάρκο είν’ ο ουρανός
και τ’ αστέρια χαμομήλια
τρων οι πύραυλοι τα μίλια
είμαστε μια γειτονιά
στο παιχνίδι όλοι μαζί
πάνω χέρι, κάτω χέρι
το ρεβίθι σ’ έν’ αστέρι
κοπανάει μια κουτουλιά».
  Ταξίδι στ’ αστέρια
Φεγγάρι μου ασημένιο
αστέρια μου χρυσά
που λάμπετε στα ουράνια
με κάλλη περισσά
πότε κι εγώ κοντά σας
ν’ ανέβω θα μπορώ
στο μαγικό σας κόσμο
που τόσο λαχταρώ;
Στον Άρη να πετάξω
να φτάσω στον Ερμή
τον Κρόνο να ρωτήσω
ζώνες γιατί φορεί.
Το Δία να χαιρετήσω
και τον Αυγερινό
της Πούλιας τα διαμάντια
στα χέρια να κρατώ.
Πώς θα ’θελα αστροναύτης
μια μέρα να γινώ
με πύραυλους να σκίζω
τον άπειρο ουρανό.
Σαν αστραπή να φεύγω
στου ονείρου τα φτερά
για τ’ άπιαστα κι ωραία
για φως και για χαρά!
Στο ποίημα «Σύγχρονα νανουρίσματα» της συλλογής «Σαράντα χαμόγελα» ο Δημήτρης Μανθόπουλος, από τους αξιολογότερους εκπροσώπους της σύγχρονης παιδικής μας ποίησης, που, όπως έχει λεχθεί «κατόρθωσε να τοιχογραφήσει όλο τον κοινωνικό προβληματισμό του καιρού του» σατιρίζει με σκληρότητα την εποχή μας, αλλά και με διάθεση ειρωνείας, που εκλύεται από τη μίμηση του ύφους των λαϊκών νανουρισμάτων.
  Σύγχρονα νανουρίσματα
Σιγήστε, τανκς και πύραυλοι
σ’ Ανατολή και Δύσηž
κοιμάται το παιδάκι μου
και τρέμω μην ξυπνήσει.
Κοιμάται το παιδάκι μου,
καλέ μου «καμικάζι»,
παρακαλώ σε μην πατάς
τόσο πολύ το γκάζι.
Τραβήξου «νέφος», να χαρείς,
απ’ το προσκέφαλό του,
να γίνει ανθός η ανάσα του,
γαλάζιο τ’ όνειρό του.
Κοιμήσου, αστρί, κοιμήσου, αυγή
και ξαγρυπνώ στο γόναž
μια μάσκα σου παράγγειλα
αντισφυξιογόνα.
      ............................................................
Κοιμήσου, γλυκολάλητη
γαλιάντρα συ, ακριβή μας,
στο χαρωπό σπιτάκι μας,
μες στο... χρυσό κλουβί μας.
Την ίδια σκληρή ειρωνεία, αλλά σε πιο ανάλαφρο τόνο, εφόσον απευθύνεται σε μικρά παιδιά για τον αφύσικο τρόπο ζωής, που επέβαλε ο αιώνας μας, περιέχει και το επόμενο ποίημα της Ρένας Καρθαίου από τη συλλογή «Τα πουλιά της Ιεριχώς».
 Ο μοντέρνος σπουργίτης
Είμαι ο κύριος Σπουργίτης
κι’ από δω ’ναι η Σπουργιτίνα.
Ήρθαμε από το χωριό μας
για τα ψώνια στην Αθήνα.
Θα ψωνίσουμε φωλίτσα
πλαστική, να μη χαλάηž
κι’ ένα πλαστικό δεντράκι,
ίσκιο πάντα να κρατάηž
Θα αγοράσουμε αυγουλάκια
έτοιμα, συνθετικά,
για να βγάζουν και τα παιδιά μας
ένα είδος πλαστικά.
Φτάνουν οι έγνοιες κι οι σκοτούρεςž
η εποχή μας πλέει στα ρόδα.
Κελαϊδούνε τα τρανζίστορ,
τα πουλιά δεν είναι μόδα.
Κι έτσι, κι η δουλειά θα λείψη
και θα την περνούμε φίνα,
στο χωριό ζωή και κότα,
ξάπλα εγώ κι η Σπουργιτίνα.
Τη φρίκη του πολέμου, και μάλιστα, σε αντίθεση με τα αγαθά της ειρήνης, αποτυπώνουν μερικά μικρά ποιήματα του Διονύση Τροβά, ενός ολιγογράφου αλλά εξαίρετου τεχνίτη του στίχου. Διαβάζω δύο από αυτά, δημοσιευμένα στη συλλογή «Δίπτυχο».
                                                            1.
Χαρούμενο παντού βουητό
και το σκολειό θαρρείς μελίσσι,
φωνές, τραγούδι, αλαλητόž
... ο πόλεμος δεν είχε αρχίσει.
Τώρα βουβάθηκε κι αυτό
κι όλα τριγύρω ρημαγμένα
κι ο γκιώνης μ’ αναφιλητά
στα κεραμίδια κλαίει θλιμμένα.
            2.
Σπατελεμένα, ηλιοφιλιά
σε χρυσοθάλασσα από στάχυ
και μες στον κάμπο η κοπελιά
έχει νοτίσει από τ’ αμάχι.
Μ’ αχ! Πού’ ναι εκείνη η εποχή.
Κανείς πια φέτο δε θερίζει
και του χινόπωρου η βροχή
σταυρούς που φύτρωσαν ποτίζει.
Στην Ειρήνη, που αναδεικνύεται σε θεά-μητέρα της καλοσύνης, της χαράς και της αγάπης, είναι αφιερωμένο και ένα ποίημα της αλησμόνητης Ευγενίας Πετρώνδα.
   Το τραγούδι της Ειρήνης
Έλα, ουρανόσταλτη θεά,
γαλανομάτα Ειρήνη,
φέρε στον κόσμο τη χαρά,
φέρε την καλοσύνη.
Κλαδί ελιάς εσύ κρατάς
στ’ ολόλευκό σου χέρι
και στ’ άλλο το λευκόφτερο
αγάπης περιστέρι.
Διώξει μακριά τον πόλεμο,
τις έχθρητες, τα μίση,
αγάπης ανθολούλουδα
η πλάση να γιομίσει.
Κι η γη με την Ειρήνη
παράδεισος να γίνει.
Κι η γη με την Ειρήνη
παράδεισος να γίνει.
Ως προς τη μορφολογία της σύγχρονης παιδικής ποίησης, παρατηρούμε ότι τα μέτρα που προτιμώνται είναι ο ίαμβος και ο τροχαίος, κυρίως όμως ο δεύτερος, ενώ οι στροφές αρχίζουν από το δίστιχο και φτάνουν ως το οκτάστιχο. Σονέτα έχει γράψει μόνο ο Διονύσης Τροβάς. Ο εθνικός μας στίχος, ο ιαμβικός 15σύλλαβος, έχει χρησιμοποιηθεί από αρκετούς με επιτυχία, κατεξοχήν όμως από τον Γιώργη Κρόκο, που οπωσδήποτε αποτελεί το «ιερόν τέρας» γενικότερα της παιδικής μας λογοτεχνίας. Η ομοιοκαταληξία, σε όλες τις γνωστές της μορφές, υπάρχει στα περισσότερα  κείμενα, ωστόσο δεν δεσμεύει τους αξιολογότερους ποιητές - για παράδειγμα, τον Κρόκο και τον Μανθόπουλο - που έγραψαν με επιτυχία τόσο σε ανομοιοκατάληκτο έμμετρο στίχο, όσο και σε ελεύθερο. Τον τελευταίο καλλιέργησε με ιδιαίτερη επιτυχία η Χρυσούλα Σαμίου-Σκανδάμη, η οποία έχει προσφέρει ποιήματα παλλόμενα από γνήσια συγκίνηση και πλούσια σε σύγχρονο προβληματισμό και μηνύματα. Νέους εκφραστικούς τρόπος έχει εισαγάγει η Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, τιμημένη με βραβεία και επαίνους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε μια ποίηση με λόγο αστραφτερό και πλούσιο σε εικόνες, όπως είναι λ.χ. το εφτάστιχο:
Κατέβη η νύχτα
και φόρεσαν τα θολά της πέπλα οι κάμποι.
Και τα όρη
πλημμυρούν φωτός κροντήρι.
Λάμπει και περπατεί στον ουρανό
των αστεριών
το πανηγύρι.
Ας προσθέσουμε στο όσα λέχθηκα ως τώρα και κάποια άλλα στοιχεία. Την τελευταία 15ετία στο χώρο της παιδικής μας λογοτεχνίας εμφανίστηκε ένα νέο είδος ποίησης, τα λίμερικ, που έγιναν γνωστά από το βιβλίο του Σεφέρη «Ποιήματα με ζωγραφιές για παιδιά» (1975). Εισηγητής του είδους ο Eduard Lear, που στηρίχθηκε σε παραδοσιακές λαϊκές φόρμες. Στην ελληνική τα λίμερικ είναι γνωστά και με τις ονομασίες «ληρολογήματα» ή «παιχνιδόλεξα». Πρόκειται για ποιήματα με σταθερή μορφή. Αποτελούνται δηλαδή από 5 στίχους, από τους οποίους ο πρώτος ομοιοκαταληκτεί με το δεύτερο και τον πέμπτο, ενώ ο τρίτος με τον τέταρτο. Ο πέμπτος στίχος είναι πάντα μια παραλλαγή του πρώτου. Πέρα από τη στιχουργική τους μορφή, τα λίμερικ έχουν ως κύριο γνώρισμά τους τη σύζευξη του λογικού με το παράλογο, του πιθανού με το απίθανο, και στόχο τους τη δημιουργία χιούμορ και την καλλιέργεια της λογοπλασίας και της φαντασίας του μικρού παιδιού [Γενικότερα, τα λίμερικ ανήκουν στα λεγόμενα «άλογα ποιήματα» με τα οποία, ως γνωστόν, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα κυρίως ο συνάδελφος κ. Σκαρτσής και πρόσφατα σε αυτοτελές μελέτημα ο επίσης συνάδελφος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ανδρέας Καρακίτσιος]. Εκτός από τον Σεφέρη λίμερικ έχουν γράψει η Άλκηστις Κοντογιάννη, μαθήτρια του Gianni Rodari, η Λιάνα Αρανίτου, η Καίτη Σταθούδη, ο Φώντας Λάδης κ.ά. Δίνω ένα δείγμα του ποιητικού αυτού είδους από τη συλλογή της Λιάνας Αρανίτου «19 παράλογα κι ένα με δύο άλογα».
Ένας σκαντζόχοιρος χοντρός που έμενε στα Σπάτα
έτρωγε μόνο αυγά και τα ’θελε μελάτα
... έπινε όμως τα αυγά σα ’νάτωνε νεράκι
κι απ’ τα πολλά του τα κιλά έμοιαζε γουρουνάκι
ο Λαιμαργοσκαντζόχοιρος που έμενε στα Σπάτα.
Παρά το ότι εκφράστηκαν κάποιες αντιρρήσεις, οι περισσότεροι μελετητές αντιμετωπίζουν θετικά τα λίμερικ. Ο Gianni Rodari τα θεωρεί ως ιδανικό ποιητικό είδος στη σχολική τάξη, τόσο ως απαγγελία-ακρόαση, όσο και ως τρόπο δημιουργικής έκφρασης των παιδιών. Και μάλιστα, στο βιβλίο του «Η γραμματική της φαντασίας» προτείνει ειδικούς τρόπους δημιουργικής αξιοποίησής τους. Στην «άλογη ποίηση» ανήκουν και τα ποιήματα που παρουσίασε το 1986 η Θέτη Χορτιάτη στη συλλογή της «Παιχνιδόλεξα», τα οποία όμως δεν έχουν σταθερή στιχουργική μορφή. Η ποιήτρια δίνει στιχουργικές ενότητες με διαφορετική κάθε φορά μορφή. Η Χορτιάτη, σημαντικότατη παρουσία γενικότερα στην παιδική λογοτεχνία μας, έχει δημοσιεύσει δύο ακόμη συλλογές με παρόμοια ποιήματα: «Παιχνιδόγελα» και «Αλέξης ο Παλαβαλέξης». Τι είναι ακριβώς τα «Παιχνιδόλεξα», μας το εξηγεί η ίδια η Χορτιάτη στην εισαγωγή της ομότιτλης συλλογής: «Παίζω - γράφει - σ’ ένα κυνηγητό λέξεων, ήχων, ρυθμών, σκαλίζοντας μέσα στους θησαυρούς της γλώσσας μας. Ο σκοπός μου είναι να αναδειχθεί, να αναπτυχθεί η λέξη, να φανούν οι παράγωγες λέξεις, οι οικογένειες λέξεων, ομώνυμα, λέξεις που έχουν το ίδιο θέμα ή το ίδιο συνθετικό σε μια γλωσσική σύνθεση με λεξίγριφους, μαγικές εικόνες, μέσα σε καινούριες και παλιές τυποποιημένες φράσεις του ελληνικού λαού». Δίνω μερικά δείγματα από τη συλλογή «Παιγνιδόλεξα».
Η γιαγιά ψωμί ζυμώνει
και στο σπίτι ζει μόνη,
μαγειρεύει και φακή
τα γυαλιά της δυο φακοί.
        (παιχνίδι με τα ομώνυμα)
          *
Τριγύρω στα πορτόφυλλα
και στα παραθυρόφυλλα
σταφύλια κληματόφυλλα
τριαντάφυλλα εκατόφυλλα
βροντούν παραθυρόφυλλα.
(παιχνίδι συνθέτων με β΄ συνθετικό το φύλλα)
Η Χορτιάτη εκμεταλλεύεται το παράλογο και το απίθανο, που προκύπτει από τη συντακτική συσχέτιση συγγενών ηχητικά, αλλά άσχετων εννοιολογικά λέξεων, όπως συμβαίνει στα λαϊκά παιδικά ποιήματα, που αρέσει στα παιδιά να τα παίζουν στις αυλές των σχολείων και στις γειτονιές. Δίνω ένα δείγμα
Πελεκάω να κάνω
έναν πελεκάνο
πελεκάω με το πελέκι
πελεκάνο και λελέκι
ρίχνω κάτω πελεκούδια
σαν μικρά πελεκανούδια
έγινε ο λέλεκας
και γελάει ο πέλεκας.
Πέρα από τα λίμερικ και τα παιχνιδόλεξα της Θέτης Χορτιάτη, εντελώς πρόσφατα εμφανίστηκαν τα πεζόμορφα ποιήματα αφηγηματικού χαρακτήρα σε ελεύθερο στίχο και με έντονες συνήθως ποιητικές εικόνες. Τέτοια ποιήματα έχουν γράψει η Μάρω Λοΐζου, η Σοφία Μαντούβαλου, η Βούλα Αρβανιτίδου και η Βάσω Ψαράκη.
Τελειώνοντας την περιήγησή στο χώρο της σύγχρονης παιδικής μας ποίησης, θεωρώ καθήκον μου να τονίσω τούτο: Όλη αυτή η ανθοφορία σε στίχους θα ήταν αδύνατη χωρίς την παρουσία της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (Γ.Λ.Σ.), ενός σωματείου που ιδρύθηκε το 1960 και ως στόχο έχει τάξει την άνοδο της ποιότητας της παιδικής μας λογοτεχνίας μέσα στο πλαίσιο της ελληνικότητας. Στο διάστημα των 40 χρόνων από την ίδρυσή της, με τους ετήσιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που προκηρύσσει και τα βραβεία που απονέμει έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς, άγνωστους αρχικά, πεζογράφους και ποιητές, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να αναδειχθούν. Για μερικούς από τους πιο γνωστούς ποιητές, όπως ο Γιώργης Κρόκος, ο Δημήτρης Μανθόπουλος, ο Παύλος Κριναίος, η Ντίνα Χατζηνικολάου, η Μαρία Γουμενοπούλου και η Θέτη Χορτιάτη, η Γ.Λ.Σ. υπήρξε το φυτώριο, αυτή τους έδωσε την ευκαιρία να ανοίξουν τα φτερά τους.
Κυρίες και κύριοι,
Ελπίζω να έγινε φανερό ότι η σύγχρονη παιδική μας ποίηση αφουγκράζεται, όσο το επιτρέπει η ιδιοτυπία της, τον παλμό της εποχής μας και αγκαλιάζει όλο το εύρος του προβληματισμού της. Γι’ αυτό άλλωστε, πολλά από τα παιδικά ποιήματα, που ανήκουν σε σύγχρονους δημιουργούς, έχουν ήδη εισαχθεί στα σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού. Όλα αυτά τα κείμενα - μαζί με τα κείμενα των μεγάλων της ποίησής μας και τα αριστουργήματα της δημοτικής μας ποίησης - εισάγουν βαθμιαία τους νεαρούς αναγνώστες στο ποιητικό φαινόμενο, τους καλλιεργούν γλωσσικά και συναισθηματικά και τους προετοιμάζουν για το ρόλο του επαρκούς αναγνώστηž του ανθρώπου, δηλαδή, που έχει το προνόμιο να απολαμβάνει την ευτυχία που προσφέρει ο γοητευτικός κόσμος των ρυθμών και των μέτρων.
Η αναγκαιότητα της παιδικής ποίησης, μιας ποίησης εξαιρετικά απαιτητικής και ιδιότυπης, είναι προφανής, ωστόσο υπάρχει μέγας κίνδυνος να σιγήσει, εφόσον οι εκδοτικοί οίκοι αρνούνται γενικά να εκδίδουν ποιητικές συλλογές, που αποδεδειγμένα δεν παρουσιάζουν αγοραστικό ενδιαφέρον.
Ελπίζω όμως ότι τελικά η παιδική ποίηση θα επιζήσει, επειδή και για το παιδί, που όλοι ονειρευόμαστε να πλάσουμε άρτιο άνθρωπο, ο ποιητικός λόγος, αποτελεί αναγκαιότητα. Και νομίζω πως σ’ ένα συμπόσιο αφιερωμένο στην ποίηση θα ήταν χρήσιμο να ακουστεί και πάλι μια αλήθεια, έστω και με απλά λόγια ειπωμένη. Σε ένα παιδικό του ποίημα ο Γιώργης Κρόκος, αντιμετωπίζοντας ρηξικέλευθα το γνωστό μύθο του Αισώπου για το τζίτζικα και το μυρμήγκι, γράφει:
Ο μέρμηγκας στο τζίτζικα
που λάλαγε στα κλώνια
του φώναξε: «Σε χαίρομαι
που τραγουδάς αιώνια.
Ο κόσμος, φίλε τζίτζικα,
άδικα σ’ έχει βρίσει.
Αλλίμονό του πούζησε
χωρίς να τραγουδήσει».