ΝΙΚΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ Ο Ελληνολάτρης – Ο Φυσιολάτρης


ΝΙΚΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ο Ελληνολάτρης – Ο Φυσιολάτρης

του Ανδρέα Μπούτσικα
Η γνωστή λαϊκή παροιμία «Φτωχός Άγιος δόξα δεν έχει» βρίσκει δικαίωση σίγουρα στην περίπτωση του τόσο αγαπητού σ’ αυτούς που τον γνώρισαν από κοντά, αλλά και τόσο συμπαθούς στα μέλη της Πατραϊκής κοινωνίας που είτε είχαν κάποια επαφή μαζί του ή απλώς είχαν γι’ αυτόν πληροφορικά ακούσματα, τον Νίκο Σκληρό. Προσωπικά πιστεύω πως ο Νίκος Σκληρός υπήρξε ο άγιος της φύσης ή και αν θέλετε της φυσιολατρίας, ο ιεραπόστολος της παράδοσης, ο αληθινός ελληνολάτρης.
Προχωρώντας στην παρουσίασή του βεβαιώ πως δεν πρόκειται καθόλου να εξωραΐσω τη ζωή και τη δράση του. Και τούτο, όχι μόνον γιατί έτσι θα μολύνει την αγνότητά του, αλλά και γιατί ούτε ο ίδιος ήθελε να μιλούν επαινετικά γι’ αυτόν.
Ήταν απλός, ήρεμος, ευγενικός, γαλήνιος, απόλυτα αγνός, ως ψυχή και σώμα, όπως η ίδια η φύση την οποία λάτρευε καθώς στην αγκαλιά της ζούσε τον Παράδεισό του, όπως ο Δημιουργός επιθυμεί να ζουν τα δημιουργήματά του με πρώτο τον άνθρωπο. Δυστυχώς όμως αυτός ξεστράτισε και με την πονηριά του Εωσφόρου άφησε την αλήθεια και τον Παράδεισο για ν’ αναζητήσει το ψέμα και την κόλαση. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τον σημερινό άνθρωπο ο οποίος με το ξεγέλασμα του τεχνικού πολιτισμού (σύγχρονος Εωσφόρος) άφησε τον Παράδεισο της φύσης (για να μην πούμε το χειρότερο, πως την καταστρέφει) για να ριχθεί στην Κόλαση των καυσαερίων, των φυτοφαρμάκων, των αποβλήτων, των μεταλλαγμένων και τη νόθευση της παράδοσης.
Ο Ν. Σκ. δεν ακολούθησε ποτέ αυτό το δρόμο. Η φύση του αγνή, όπως η θεϊκή δημιουργία, ενισχυμένη και από τη γνώση της επαγγελματικής του ενασχόλησης, αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει το κοινό ρεύμα και παρέμεινε πιστή στον αληθινό Παράδεισο. Αγωνιζόταν και απολάμβανε την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος όχι μόνον τις ώρες της επαγγελματικής του εργασίας, αλλά και τις άλλες ελεύθερες ώρες, όσες φυσικά του περίσσευαν, αφού δεν ενδιαφερόταν μόνον για τη φύση, αλλά και για τους συνανθρώπους του και μάλιστα με πνευματικό αγώνα γράφοντας και ξαναγράφοντας, πασχίζοντας κυριολεκτικά για τη σωστή και σωτήρια ενημέρωσή τους με το απλό σε σχήμα και εμφάνιση, αλλά σημαντικό σε περιεχόμενο έντυπό του
– περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ- ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».

Ο Ν. Σ. μπορεί να γεννήθηκε στη Λευκάδα (η Κοντάραινα το χωριό του) αλλά δεν ανήκει μόνον σ’ αυτή ή την Αχαΐα και ιδιαίτερα την Πάτρα, όπου κύρια έδρασε, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, την οποία σεργιάνισε – σε κάθε γωνιά και σκαρφάλωσε σε όλα τα βουνά της, με τον ίδιο πάντα σκοπό και επιθυμία. Να την κάνει γη της επαγγελίας, να σταματήσει τον κατήφορο της «Ιστορικής Παρακμής», όπως έλεγε. Πάσχιζε για τις πολυάνθρωπες πόλεις και την «προγραμματισμένη» όπως πίστευε και κήρυττε ερήμωση της υπαίθρου εξαιτίας του πολιτισμένου και εξευρωπαϊσμένου αστικού κράτους που σιγά – σιγά με το ξερίζωμα των χωριών και την αστικοποίησή τους θα έφερνε την ερήμωση με επακόλουθο το θάνατο του Έθνους. Μόνιμο σλόγκαν του: «Η σωτηρία της Ελλάδος είναι η επιστροφή στην ύπαιθρο, στη φύση με πλήρη αυτοδιοίκηση οικογένειας και χωριού, μέσα από την αθάνατη αγροτική κοινωνία».
Ο Νίκος Σκληρός ήταν ένας σύγχρονος «ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ», που αλώνισε την Ελλάδα κηρύσσοντας την επιστροφή στη φύση, την επιστροφή στην ομορφιά και τη μαγεία του γήινου Παραδείσου, που με τόση γενναιοδωρία μας χάρισε ο Πλάστης, την αξία της οποίας εμείς οι εξαρτημένοι από τον τεχνικό πολιτισμό αναγνωρίζουμε μόνο όταν βγαίνουμε έξω από τα τείχη της πόλης και βρισκόμαστε, έστω και για λίγο στην αγκαλιά του με την ομολογία μας: «Αχ! Τι όμορφα που είναι στην εξοχή!!! Η αφηνιασμένη άλλωστε, κατά τις γνωστές περιόδους, έξοδος των εκατομμυρίων φυλακισμένων εντός των τειχών των μεγαλουπόλεων, κατοίκων, το αποδεικνύει.
Ανήσυχος και αγωνιώδης απόστολος και μαχητής στάθηκε πάντα όρθιος, ασυμβίβαστος και φλογερός υπερασπιστής των ιδεών του σε όποιο μετερίζι κι αν βρέθηκε. Στην Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή της Λάρισας, στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, στην Επιμελητεία του επικοισμού Ιωαννίνων, στην Επιμελητεία του Φυτοπαθολογικού Σταθμού Βόλου, στη Γεωργική Υπηρεσία των επαρχιών Αιγιαλείας, Καλαβρύτων και Πατρών, ως προϊστάμενος, ως Δ/ντής του Γεωργικού Σχολείου Πατρών, ως καθηγητής Γεωπονικών στο Ανώτερο εκκλησιαστικό Φροντιστήριο και την Παιδαγωγική Ακαδημία Πατρών, ως Πρόεδρος του συλλόγου «Το Δημοτικό Τραγούδι», ως πανελλήνιος τέλος κήρυκας και απόστολος της Επικράτειας. Μιλούσε σε συνάξεις, σ’ εκκλησίες, στα πανηγύρια, ακόμα και στα καφενεία,
με κέντρο την ελληνική παράδοση, τα έθιμα, την ελληνική ζωή και οικογένεια, και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού.
Ένας απόστολος που δεν αρκέστηκε στο κήρυγμα, αλλά προχώρησε στην πράξη με συγγραφές, επιστολές, έγγραφες παρεμβάσεις, άρθρα, μελέτες, περιοδικά κτλ. Διερωτόμεθα, τι άλλο θα μπορούσε να κάμει!
Είχα τη μεγάλη τιμή της φιλίας του και η αγάπη και η εκτίμησή του στο πρόσωπό μου αποτελεί γλυκύτατη ανάμνηση. Η απουσία του μου είναι, και νομίζω σε όλους όσους τον γνώρισαν αισθητή, αλλά και χωρίς υπερβολή, για την πατρίδα, μια εθνική πνευματική πληγή. Πάντα μειλίχιος, με τον καλό λόγο στα χείλη, και την ευγενική παρακίνηση να τον ακολουθήσουμε. Πάντα καλοσυνάτος, ποτέ θυμώδης, είρων ή χλευαστικά επικριτικός. Θα μένει νοσταλγικά στη μνήμη μου το χαμογελαστό προσκλητήριό του μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική συρτή φωνή του.
—Έλα μαζί μου να γνωρίσεις την αληθινή ζωή. Γράψου στον πεζοπορικό! Φύγε από τα χνώτα της αστικής ασφυξίας.
Με εμείς νεότεροι και με διάθεση για κοσμική παρουσία, παρά την αναγνώρισή και την παραδοχή των απόψεών του, διστάζαμε, μένοντας πιο πίσω, ενώ τώρα συλλογιόμαστε βαθιά το μέγεθος της αλήθειας των λόγων του. Αυτός όμως δεν προσκυνούσε! Έλεγε πάντα και με πάθος τις πικρές αλήθειες παντού! Ακόμα και στην εξουσία, κάτι που τον ανάγκασε να παραιτηθεί από το Υπουργείο Γεωργίας και να ιδιωτεύσει. «Ελεύθερος πολίτης πλέον, έλεγε, μπορώ ν’ ασχοληθώ τώρα με όλες τις επιστήμες, δηλαδή τα πρακτικά τους αποτελέσματα για το έθνος.
Ο Ν. Σ. ήταν ένας μεγάλος Έλληνας και το πάθος του ήταν η Ελλάδα στηριγμένη στη γνήσια χριστιανική και ελληνική παράδοση και ιστορία της. Ο λόγος αυτός ήταν και η αιτία της συμμετοχής του σε κάθε πατριωτική και πνευματική εκδήλωση, είτε ως ακροατής, είτε ως ομιλητής, αδιαφορώντας αν πολλοί τον χαρακτήριζαν ιδεαλιστή και φιλοαγρότη που κυνηγούσε χίμαιρες και αυταπάτες. Αυτός ήταν ένας αϊτός που είχε κλείσει στην ψυχή του Ελλάδα και πετώντας από κορυφή σε κορυφή αγκάλιαζε με τις φτερούγες της μεγάλης του αγάπης για τη φύση, ολόκληρο τον κόσμο της υπαίθρου παίρνοντας δύναμη με τη μετάγγιση που καθημερινά έκανε στον εαυτό του από τον ολοκάθαρο αέρα των βουνών, το άρωμα της ανθισμένης ελληνικής
γης, την αγνή ζωή των χωρικών, τις προαιώνιες παραδόσεις και τα έθιμα του λαού μας.
Ρομαντικό, ονειροπόλο και ιδεαλιστική τον είπαν άλλοι, που σκόπευε στο άπιαστο, στο χωρίς επιστροφή. Αλήθεια, πόσο μακριά από τις δικές του αλήθειες βρίσκονταν! Γιατί ο Ν. Σ. δεν ήταν θεωρητικός! Ήταν ερευνητής, εφαρμοστής γεωπόνος, που είχε ζήσει την ελληνική ύπαιθρο από κάθε της πλευρά και γνώριζε το λαό όσο λίγοι.
Είχε σχέδια στηριγμένα στην πραγματικότητα από τις δικές του εμπειρίες, παρατηρήσεις και μελέτες. Είχε ασχοληθεί με πάθος σ’ αυτή, όπως έλεγε διαμαρτυρόμενος, γιατί κάποτε – κάποτε κάποιοι θεωρητικοί αερολόγοι καρεκλοκένταυροι γραφειοκράτες χλεύαζαν τις ιδέες του ως ανεφάρμοστες, δηλαδή τα πρακτικά τους αποτελέσματα και τις συνέπειές τους για το Έθνος. Αυτός γνώριζε καλά τι ήταν εφαρμόσιμο αποδοτικό και μη. Η φωνή έβγαινε με λαχτάρα επί -20- είκοσι ολόκληρα χρόνια από το μικρό και σεμνό περιοδικό του, για το οποίο ξόδευε από το ισχνό του βαλάντιο. Ποιος όμως διάβαζε τα κείμενά του; Ποιος άκουγε τη φωνή του; Φυσικά κανένας από εκείνους τους δήθεν ηγέτες της διοίκησης που ήσαν και οι αίτιοι της παραίτησής του.
Και να ! Οι προφητείες του βγήκαν αληθινές και σήμερα όλοι μας ανήσυχοι από τις διοξίνες και τις τρελές αγελάδες, από το μολυσμένο, λόγω υπεδάφους, νερό που πίνουμε και τον δηλητηριασμένο, λόγω καυσαερίων και βιομηχανιών, αέρα που ανασαίνουμε, από το δηλητηριασμένο από την αλόγιστη λίπανση και τα φυτοφάρμακα υπέδαφος, από την απλησίαστη και επικίνδυνη, λόγω βαρέων μετάλλων και βακτηριδίων και από τα βιομηχανικά απόβλητα, θάλασσα, που ούτε να βουτήξουμε τα πόδια μας δεν τολμάμε, τρέχουμε πανικόβλητοι στα ίσως αληθινά βιολογικά προϊόντα, περιχαρέστατοι μάλιστα αν κάποιος συγγενής ή φίλος από την ύπαιθρο, μας δωρίσει λίγα κιλά καθαρή πατάτα, μια μπουκάλα φυσικό κρασί ή λίγα αράντιστα φρούτα και λαχανικά! Τρομοκρατημένοι προσπαθούμε να σωθούμε (αλίμονο στους απογόνους) σπέρνοντας μαϊντανό και ντομάτες σε γλάστρες, ενώ κάνοντας τραπέζι σε φίλους σπεύδουμε να τονίσουμε με καμάρι πως το κοτόπουλο ή το κρέας που τους σερβίρουμε το φέραμε από φιλικό σπίτι στο χωριό όπως και το ψωμί!
Ποιο χωριό όμως; Αυτό για το οποίο αγωνιζόταν ο Ν. Σκληρός! Ο άνθρωπος έγινε ένας σύγχρονος Τάνταλος που δεν τολμά ν’ αγγίξει τ’ αγαθά του καλού Θεού, αφού ο ίδιος τα έχει μεταβάλει σε δηλητηριασμένα βέλη κατά της ίδιας της ύπαρξής του.
Κλείστηκε σαν το ζούδι στις πολυκατοικίες – σφηκοφωλιές, που δεν μπορεί να κοιμηθεί από τους ήχους της τηλεόρασης, των C. D. και τις κουβέντες τού κατά ένα τοίχο γείτονα, που το παιδί του αντί για την αυλή και την αλάνα κυλιέται στο φραγμένο μπαλκόνι, ενώ ο πονεμένος σύνοικος κλαίει συνοδεία ελληνικών ή ξένων ασμάτων κάποιου γείτονα που ούτε τον γνωρίζει.
Όλα αυτά προφήτευε και για όλα αυτά μιλούσαν τα κηρύγματα του Ν. Σ., που αγωνιζόταν με πάθος για να προλάβει τις τσιμεντουπόλεις και τόνιζε πως η σωτηρία μας είναι η επιστροφή στη φύση την οποία πρέπει να προφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Μάταια όμως! Τα τότε ειρωνικά χαμόγελα σε βάρος του έγιναν σημερινή αγωνία και κλάμα δικό μας.
Κάτι ανάλογο και για την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Εκείνος είχε λατρεία στις αυθεντικές ελληνικές παραδόσεις και τα έθιμα, διαμαρτυρόμενος για τις ξενόφερτες συνήθειες που αλλοτριώνουν την γνησιότητα του λαού μας και μάλιστα της νεολαίας.
Κάποιοι χλεύαζαν και πάλι, όταν μιλούσε για τα ελληνικά ήθη και τη Δημοτική μουσική. Όμως πόσοι νεολαίοι μας ακούν σήμερα δημοτικά τραγούδια και πόσοι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί τα περιλαμβάνουν στα προγράμματά τους; Κάποιες μόνον ελάχιστες εξαιρέσεις.
Εκείνος, αληθινός έλληνας αγωνιούσε για την παράδοση και ήταν ο στοχαστής, ο ανατόμος της σύγχρονης κοινωνικής και εθνικής ζωής, ο φιλόσοφος, ο ρέκτης των γραμμάτων και της τέχνης, όπως τον αποκαλούσε γνωστός δημοσιογράφος. Συμβούλευε, προειδο-ποιούσε, ενημέρωνε! Εκείνοι όμως που έπρεπε να τον προσέξουν σφύριζαν αδιάφορα.
Η ζωή μας όμως των τελευταίων ιδιαίτερα χρόνων, απέδειξε πόσο τραγικό ήταν το σφύριγμα αυτό και πόσο μεγάλο ήταν το δικό του δίκιο. Κάποιοι που τον κατάλαβαν αναγνώρισαν τον αγώνα του και τον τίμησαν με διακρίσεις όπως, η Ακαδημία Αθηνών, ο Πατριάρχης Κων/λεως, ο Αγροτικός Σύλλογος Αχαΐας, ο Φιλοδασικός Σύλλογος, ο Φυσιολατρικός Σύνδεσμος και η Αχαϊκή Εταιρία μελετών, -
ενώ πολύ επιτυχημένα του απενεμήθη ο τίτλος του ιεραποστόλου από τον Μητροπολίτη Φλώρινας.
Όμως ο Ν. Σ. δεν επιζητούσε για τη δράση του διακρίσεις και επαίνους. Επιζητούσε την καθάρεια, σωστή και ανθρώπινη ζωή του λαού, όπως καθάρεια, σωστή και ωφέλιμη ήταν η δική του ψυχή και ζωή.
Υπήρξε ένας αγνός αγωνιστής που άσπρισαν τα μαλλιά του στον αγώνα για το «καλύτερο του ελληνισμού», ένας ελληνολάτρης που ως την τελευταία ημέρα που πέταξε στους ουρανούς, σε ηλικία -91-ετών (1908- 1999), χωρίς ούτε μια ημέρα ν’ αρρωστήσει, πάσχιζε για το καλό της πατρίδας και του λαού της.
Πίσω του άφησε ένας μεγάλο έργο και μια τεράστια προσφορά.
Μεγάλος και μοναδικός θησαυρός του τα χιλιάδες βιβλία του. Δύο φορτηγά, κατά την ομολογία των φίλων του, γέμισαν, όταν μένοντας εγκαταλελειμμένα, μετά το θάνατο και της γυναίκας του, τα πήραν μάλλον για χαρτόμαζα. Ένας ολόκληρος πνευματικός θησαυρός που χάθηκε ίσως από αδιαφορία η οποία βαραίνει νομίζω όλους μας, Λευκάδιους και Πατρινούς.
Το γεγονός αυτό, μαζί με τον δικό του ενταφιασμό στο χώμα της αγαπημένης του Λευκάδας, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, ήταν το τέλος μιας φλογερής ιδανικής εντιμότητας και φιλοπατρίας.
Η μετριότητά μου πήρε ένα μεγάλο ρίσκο. Προσπάθησε την παρουσίαση ενός σύγχρονου τίμιου και γνήσιου αγωνιστή και μεγάλου Έλληνα, που οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε, τον αγαπήσαμε, αλλά δυστυχώς κάπου τον αγνοήσαμε και που σήμερα (δεν ήταν άλλωστε δυνατόν να γίνει διαφορετικά) δεν είναι ανάμεσά μας. Είμαι βέβαιος όμως πως συχνά θα τον αναζητούμε.
Είναι αλήθεια πως ο κάθε λόγος μου δεν έχει ίχνος υπερβολής. Δεν κρύβει ίχνος κολακευτικής υστεροφημίας. Ποιος άλλωστε να κολακέψει ποιόν! Ο Ν. Σ. ήταν και θα είναι η αλήθεια. Πώς μπορείς λοιπόν να κολακεύεις την αλήθεια; Το αγαθό πνεύμα του ας μου συγχωρήσει την αδυναμία να παρουσιάσω αυτήν την αλήθεια με καλύτερο ύφος και λόγο.
Θέλησα να τον παρουσιάσω όπως ακριβώς τον γνώρισα. Απλόν, ήμερον, μειλίχιο, ευγενικό, καλόκαρδο, καταδεκτικό, σεμνόν και ανθρώπινο ως χαρακτήρα και μαζί αγνό αλλά δυναμικό, θαρραλέο και υπομονετικό, οραματιστή και προφητικό, ανιδιοτελή και ωφέλιμο, -117-
άνθρωπο και επιστήμονα, παλαιστή και αγωνιστή, πατριώτη και Έλληνα, που αγάπησε με πάθος τη γη, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα λιβάδια, τα βουνά, τις πηγές, τη φύση, τη ζωή και τον Δημιουργό της.
Στ’ αλήθεια, τούτη η παρουσίαση που ίσως έχει και τη μορφή σεμνού μνημοσύνου είναι κάτι που πιστεύω πως θα έπρεπε να έχει γίνει με άλλο τρόπο και με πρωτοβουλία άλλων φορέων Λευκάδας και Πάτρας, οι οποίοι όμως όταν στην Εταιρία Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος έγινε προ καιρού κάποια σεμνή εκδήλωση προς τιμήν του, απουσίασαν εντελώς, αν και ο Ν. Σ. τις δύο αυτές πόλεις τις αγάπησε με ιδιαίτερο τρόπο.
Ο Ν. Σ. έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα. Στη δική μας μνήμη θα μένει όμως ως μεγάλος μάχιμος σταυροφόρος για τη σωτηρία της ελληνικής γης και της γνήσιας ελληνικής παράδοσης, και που τίμησε στο απόλυτο τη ζωή και τους τόπους όπου έζησε. Υποχρέωση όλων να τον τιμούμε όπως του πρέπει, γιατί υπήρξε ένας αγνός αγωνιστής, για τη σωτηρία της πατρίδας και την καλή ζωή του λαού της.
Πάντα θα είναι ο αγαπημένος φτωχός άγιος της ελληνικής γης.

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΖΑΡΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΙΣΤΟ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΒOΤΣΗ


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ

                                                                                   Βασίλη Λάζαρη Ιστορικού




Η εισήγησή μου αναφέρεται στον  Δημήτριο Βότση, ο οποίος δίκαια θεωρείται ως ο σημαντικότερος δημοτικός άρχοντας ,που γνώρισε ποτέ η Πάτρα. Στο Δημαρχιακό αξίωμα ανέβηκε για πρώτη φορά κερδίζοντας τις δημοτικές εκλογές της 5ης του Σεπτέμβρη του 1899 και αφήνοντας δεύτερον σε μια πεισματική αναμέτρηση τον Θάνο Κανακάρη  ,ο οποίος, όπως και ο Γεώργιος Ρούφος και ο Περικλής Καλαμογδάρτης και άλλοι προγενέστεροί του, εξέφραζε σε τοπικό επίπεδο τον χρεοκοπημένο φεουδαρχικό κόσμο και την ομάδα  εκείνη των μεγαλοαστών, που είχε συμβιβαστεί μαζί του.
Ο πατριάρχης της πατραϊκής δημοσιογραφίας  Κωνσταντίνος Φιλόπουλος είχε επανειλημμένα  ασχοληθεί στην εφημερίδα του «Φορολογούμενος» με την αναγκαιότητα της απαλλαγής  της τοπικής δημαρχίας από την κυριαρχία του φθαρμένου παλαιοκομματισμού,δε3δομένου ότι σύμφωνα με την άποψή του η δημοτική αρχή γενικά αποτελούσε βασική πηγή της λαϊκής εξουσίας και πρωτογενή εστία ελευθερίας. Τόνιζε μάλιστα ο Φιλόπουλος στη μαχητική αρθρογραφία του, ότι δυστυχώς η εν λόγω αρχή εκφραζόταν μέχρι τότε στην Ελλάδα ως συνεταιρισμός  ενός ανδρός με επιρροή ή με όνομα προς κάποιο όμιλο ανθρώπων, οι οποίοι θα βοηθούσαν να σκαλώσει στη δημαρχιακή πολυθρόνα με συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ο όμιλος αυτός, σύμφωνα πάντα με τον Φιλόπουλο, θα απειλούσε, θα υποσχόταν, θα ραδιουργούσε, θα μιλούσε  για δημοτικές ελευθερίες, για την αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης και για τα απαράγραπτα δικαιώματα των ανθρώπων της εργασίας. Όταν όμως θα κέρδιζε την δημαρχία ο εκλεκτός του, τότε θα καρπωνόταν τα υλικότερα δημοτικά οφέλη και στους φίλους του θα πρόσφερε ύποπτες προμήθειες και διορισμούς.
Ο Βότσης απετέλεσε την άρνηση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης των τοπικών δημοτικών πραγμάτων, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές του αντιλήψεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαπνεόμενες από ρηξικέλευθα οράματα.
Είχε γεννηθεί το 1847 στο Τσιβδί, υπήρξε δε γιος του Αθανασίου Βότση από τους πρώτους οικιστές της Πάτρας, με ρίζες από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Σε ηλικία 22 ετών εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις τάξεις των πατρινών δικηγόρων ως πρώτη του δε αξιόλογη πολιτική πράξη θεωρείται η συμμετοχή του σε ομάδα 52 συναδέλφων του, οι οποίοι είχαν καταδικάσει  τους περιβόητους «στηλίτες» του Βούλγαρη με κοινή δήλωση τους στον τοπικό τύπο.
Όταν ο Βότσης ανέλαβε τα δημαρχιακά του καθήκοντα, διαπίστωσε ότι οι προκάτοχοί του από το 1870 και δώθε είχαν αφήσει  στο Δήμο πολλά ανεξόφλητα χρέη. Το γεγονός τούτο του δημιούργησε πολλά προβλήματα, τελικά όμως  κατόρθωσε να εξοφλήσει όλα τα παλιά κινητά χρέη του Δημαρχείου πληρώνοντας συνολικά 1.350.000 δραχμές, ενώ ελάττωσε παράλληλα το πάγιο δημοτικό χρέος κατά ένα εκατομμύριο και πλέον.
Ο Βότσης παρέμεινε δήμαρχος 15 χρόνια, από το 1899 μέχρι το 1914,οπότε αντικαταστάθηκε στο αξίωμά του από τον Δημήτριο Ανδρικόπουλο - Μπουκαούρη. Οι συμπολίτες του έτρεφαν απέναντί του ιδιαίτερη εκτίμηση, τούτο όμως δεν υπήρξε αρκετό, για να αντισταθμίσει τον δυσμενή αντίκτυπο, που είχε προκαλέσει η καταφανής απροθυμία του να γίνει φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια εποχή, κατά την οποία κυριαρχούσε απόλυτα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα ο μεγάλος εκείνος άνδρας. ΄Έτσι ,έχασε στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1914,παρά το ξεχωριστό έργο ,που είχε επιτελέσει.
Ο Βότσης διακρινόταν γενικά για τις συντηρητικές του αντιλήψεις γύρω από συγκεκριμένα πολιτική και κοινωνικά θέματα. Ήταν ,για παράδειγμα, αντίθετος στην καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας  για τους εργαζομένους-οι αντικειμενικές όμως συνθήκες τον είχαν τελικά υποχρεώσει να μην αντιδράσει  στην εφαρμογή των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων, αλλά αντίθετα, να ζητήσει την επέκταση της ισχύος τους και στην Πάτρα, «καίτοι» όπως αναφέρεται  στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου, «εφρόνει, ότι το ζήτημα της Κυριακής αργίας θα απέβαινεν επιβλαβές εις την εμπορικήν κίνησιν της πόλεως»(1)
Ο συντηρητισμός του Βότση καταφαίνεται σε ένα πλήθος καταγραφών των εν λόγω  πρακτικών ,όπου μεταξύ άλλων αναλώνεται σε αφειδώλευτους επαίνους για την Εθνική Τράπεζα, η οποία, όπως έγραφε παλιότερα η έγκυρη πατραϊκή εφημερίδα «Φορολογούμενος»,δεν  είχε ποτέ υψωθεί σε σφαίρα της μπακαλικής κερδοσκοπίας(2),αλλά όπως υποστήριζε ο Βότσης, αποτελούσε το ευεργετικώτερον εν Ελλάδι πιστωτικόν ίδρυμα».Στους σπίνους του πατρινού δημάρχου περιλαμβανόταν, όπως ήταν φυσικό και ο Στέφανος Στρέιτ, διοικητής της εν λόγω Τράπεζας και γνήσιος εκφραστής των απόψεων του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου-εξ αιτίας όχι της ανάγκης κάποιας τυπικής προς αυτόν φιλοφρόνησης αλλά της απόλυτης σύμπτωσης των απόψεων  των δύο αυτών ανδρών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων(3).
Ο συντηρητισμός του Βότση υπήρξε περισσότερο φανερός στη στάση του απέναντι στα Ανάκτορα. Είχε προετοιμάσει μεγάλη υποδοχή στον Γεώργιο Α΄, όταν εκείνος το Μάη του 1907 είχε έλθει από την Κέρκυρα στην Πάτρα  προκειμένου να παραδώσει σε λαμπρή τελετή την πολεμική σημαία στο 12ο Σύνταγμα. Του είχε επίσης οργανώσει την ίδια υποδοχή, όταν εκείνος επισκέφθηκε και πάλι την αχαϊκή πρωτεύουσα τον επόμενο χρόνο, ενώ τον διάδοχο Κωνσταντίνο τον είχε παρουσιάσει ως τον κυριότερο συντελεστή των νικών του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και είχε προτείνει σε ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου να δοθεί το όνομα του στην πλατεία Τριών Συμμάχων.
Στην εν λόγω συνεδρίαση δεν είχε παραλείψει βέβαια, προφανώς για λόγους τακτικής, να επαινέσει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντάς τον «πρωτεργάτην                                        της αναστάσεως του Γένους, ελευθερωτήν του αλυτρώτου ελληνισμού και υπέροχον αληθώς διάνοιαν»  και ζητώντας παράλληλα να μετονομασθεί σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου η οδός Ερμού.
Δεν αντέκρουσε όμως τον πολιτικό του φίλο και δημοτικό σύμβουλο Κανέλλο Κανελλόπουλο, πατέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ,όταν αυτός, διατυπώνοντας αντιρρήσεις σχετικά με την μετονομασία του κεντρικού εκείνου δρόμου της πόλης ,ανέφερε στην ίδια συνεδρίαση, ότι έπρεπε το  δημοτικό συμβούλιο να περιορισθεί «εις την αποστολήν προς τον κύριον πρωθυπουργόν ενός θερμού συγχαρητηρίου τηλεγραφήματος και να αναβάλη άλλην απόφασιν, αφού το πολιτικόν και διπλωματικόν μέρος του εθνικού ζητήματος δεν είχε τελειώσει ώστε ακόμη και δεν ηξεύρομεν, μη τυχόν ευρεθώμεν ,προτού φθάσωμεν εις το τέλος ενώπιον βαράθρου»(4)
Οι βαλκανικοί πόλεμοι ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις του δημοτικού συμβουλίου οδήγησαν σε ευτυχείς λύσεις για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικός και διπλωματικό πεδίο. Είχαν  όμως παράλληλα δημιουργήσει και αρκετά οικονομικά προβλήματα σε πολλές  πατραϊκές οικογένειες, για  τις οποίες εν τούτοις μεριμνώντας ανυστερόβουλα ο Βότσης, είχε ζητήσει από το δημοτικό συμβούλιο την οικονομική ενίσχυση των εν λόγω οικογενειών, είχε εξασφαλίσει σχετική πίστωση  45.000 δραχμών και είχε εκφράσει την πεποίθηση, ότι «θα εισέφερον τον οβολόν των χάριν της ιερότητος του σκοπού και οι πλούσιοι πατρείς και τα εκκλησιαστικά συμβούλια  των πατραϊκών ναών, οι οποίοι οικονομικώς ευημέρουν»(5).
Ο συντηρητισμός της πολιτικής σκέψης του Βότση ίσως δεν του είχε επιτρέψει να συλλάβει σε όλη την έκταση της τη σημασία των συγκλονιστικών γεγονότων που διαδραματίσθηκαν στη διάρκεια της δημαρχίας του στην Ελλάδα και γενικότερα στη Βαλκανική. Φαίνεται ,ότι ο Βότσης δεν είχε ιδιαίτερα χαρίσματα πολιτικού, ενώ η εντιμότητά του δεν του επέτρεπε να απεμπολήσει της μέχρι τότε πολιτικές απόψεις του, όπως είχε συμβεί με αρκετά «λαμόγια» εκείνης της εποχής, που δεν είχαν δυσκολευτεί να εγκαταλείψουν τις παλιότερες πολιτικές θέσεις τους και να ασπασθούν τον βενιζελισμό, που τον αντιμετώπιζαν ως αναγκαία προϋπόθεση, για να διατηρηθούν ως σαπρόφυτα κάτω από τη σκιά του θριαμβεύοντος τότε κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο Βενιζέλος είχε επιχειρήσει απαρχής να πλήξει τον Βότση, όχι ασφαλώς για προσωπικούς λόγους. Επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για καθαρά πολιτική ενέργειά του, ου προφανώς αποσκοπούσε στον παραμερισμό με την σπίλωση ενός τιμίου, δραστήριου και επομένως ισχυρού συντηρητικού πολιτικού αντιπάλου,  οποίος είχε κερδίσει με την ψήφο του λαού την ιδιότητα του πρώτου πολίτη σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της χώρας.
Ο πατραϊκός τύπος, που ήταν ταγμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στο πλευρό του Βενιζέλου, υπερασπίστηκε τότε τον Βότση-η τοπική εφημερίδα «Καυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» είχε κατηγορήσει μάλιστα τον κρητικό πολιτικό ,ότι «προσεπάθει να δημιουργήσει  όχι μόνο εντός της Βουλής αλλά και δια των δημάρχων κόμμα(επιχειρών και δι’ αυτών) να χρίει και να μυρώνει βουλευτάς» (6) Η ίδια εφημερίδα σε προηγούμενο δημοσίευμα της είχε εξάλλου, τονίσει, ότι «ο κύριος Βενιζέλος, ωθών την πολιτικήν του εμπάθειαν μέχρις ακρότητος, είχε διατάξει τον γενικόν έλεγχον όλης της δωδεκαετούς διαχειρίσεως του κυρίου Βότση, διά να ανεύρη καταχρήσεις και σφετερισμούς»-και στη συνέχεια είχε σημειώσει ότι «εκ των πεντακοσίων δημάρχων του κράτους (ο κύριος πρωθυπουργός) μόνον τον δήμαρχον Πατρέων και τινας άλλους  του νομού  είχε θέσει υπό τα βέλη του»(7).
Ο Βότσης δεν ήξερε, αλλά και ούτε ήθελε να μάθει να ελίσσεται μέσα  στους σκοτεινούς δαιδάλους της αστικής πολιτικής πρακτικής εκείνης της εποχής—υπήρξε όμως πολύ καλός διαχειριστής αυστηρά προσδιοριζόμενων αντικειμένων, και στην προκειμένη περίπτωση των δημαρχιακών, και παράλληλα  έντιμος άνθρωπος και ειλικρινής φίλος των πατρινών.
Έτσι ο  δραστήριος αυτός δήμαρχος, επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη λειτουργία των 39 δημοτικών σχολείων της περιοχής, ξοδεύοντας γι’αυτό το σκοπό κατά μέσο όρο 170.000 δραχμές το χρόνο, ενώ το 1911 αγόρασε με 121.240 δραχμές  από το Ράλλη Μακρυγιάννη ,γόνο μεγαλεμπόρων, το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο και ξόδεψε άλλες 13.497 δραχμές για τον εσωτερικό και εξωτερικό του διάκοσμο. Στις 18 του Σεπτέμβρη του 1910 εξ’ άλλου, άνοιξε την Δημοτική Βιβλιοθήκη που ιδρύθηκε με πυρήνα τους 5.000 τόμους της βιβλιοθήκης της Βιοτεχνικής Εταιρείας και απετέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπως είχε αναφέρει μιλώντας στα εγκαίνιά της ,ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Ο Βότσης κατέστησε με 48.858 δραχμές τον δήμο ιδιοκτήτη μεγάλων οικοπέδων κοντά στα Καντριάνικα, όπου το 1912 κτίσθηκαν οι στρατώνες που θεωρούνταν εντελώς απαραίτητοι για την πόλη. Με 74.000 δραχμές ,εξάλλου, ανακαίνισε το Δημοτικό Νοσοκομείο και ταυτόχρονα έκτισε και εξόπλισε το θεραπευτήριο μεταδοτικών νοσημάτων, ξοδεύοντας 29.000 δραχμές. Εγκατέστησε επίσης  το     Πτωχοκομείο σε νέο οικοδόμημα, κατασκευασμένο με έκτακτη συνδρομή 15.000 δραχμών, ενώ το 1903,αποκοπώντας,στην προστασία της δημοσίας  υγείας, ανήγειρε  σφαγεία με δαπάνη 212.000 δραχμών. Ένα χρόνο ενωρίτερα εγκαινίασε  τον τροχιόδρομο και την ίδια περίπου εποχή με το ποσό των 400.000 δραχμών διοχέτευσε το νερό των πηγών του Βελβιτσίου στην πόλη από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Με 72.000 δραχμές εξάλλου έκτισε νέα δεξαμενή, διπλασίας από την παλιά χωρητικότητας, με 82.000 δραχμές ανακαίνισε το εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης, τοποθετώντας σωλήνες μεγάλου διαμετρήματος και με 7.000 δραχμές κατασκεύασε μικρά υδραγωγεία στα γύρω από την Πάτρα χωριά.
Ο Βότσης ενδιαφέρθηκε παράλληλα για την ανάπτυξη του εγχωρίου εμπορίου, φροντίζοντας για την κατάργηση του νόμου που επέβαλλε δημοτικό φόρο στα εισαγόμενα στο δήμο ώνια και εμπορεύματα, τα προοριζόμενα για τοπική κατανάλωση η τα προσωρινά αποθηκευμένα-ενός νόμου, που, όπως λέγονταν τότε είχε διώξει από την πόλη το εμπόριο. Κατόρθωσε επίσης αναφορικά με τα λιμενικά έργα ,να λύσει συμβιβαστικά τη διαφορά της λιμενικής επιτροπής με τον περιλάλητο Μανιάκ, που πήρε τελικά για την εξόφληση των αξιώσεών του μόλις ένα εκατομμύριο δραχμών αντί των δέκα εκατομμυρίων ,που ζητούσε.
Ο Βότσης είχε φιλοδοξήσει να φωταγωγήσει με ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρη την Πάτρα, ανυπέρβλητες όμως αντικειμενικές δυσκολίες δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει το συγκεκριμένο αυτό σχέδιό του. Κατόρθωσε ωστόσο την ηλεκτρική φωταγώγηση της πλατείας Γεωργίου και ενός μέρους της οδού Μαιζώνος το Πάσχα του 1907-γεγονός ,που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους πατρινούς και ειδικά στους επιχειρηματικούς κύκλους της περιοχής.
Ο Βότσης εργάσθηκε επίσης για την ενίσχυση της τοπικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας και ανέπτυξε δραστηριότητες  για τη λειτουργία μιας μόνιμης έκθεσης βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων στην Πάτρα. Έτσι μαζί με τον ιστορικό εμπορικό σύλλογο «Ερμής» και την ιδρυμένη από το 1895 τοπική «Βιοτεχνική Εταιρεία» ενίσχυσε οικονομικά από τα αποθεματικά του πατραϊκού δήμου το θεμελίωμα αυτής της ιδιαίτερα σημαντικής για την εγχώρια αστική τάξη έκθεσης που άνοιξε τις πύλες της  την 1η του Μάη του 1900,χωρίς ωστόσο να προκαλέσει ιδιαίτερη συγκίνηση στην πλειοψηφία των πατρινών εμπόρων.
Ο Βότσης αντέδρασε έντονα, όταν τον Οκτώβρη του 1909 υποβλήθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούνταν ουσιαστικά το λιμάνι της Πάτρας ως μεταναστευτικό και οριζόταν ως μοναδικό στην προκειμένη περίπτωση εκείνο του Πειραιά.
Στην Αχαϊκή πρωτεύουσα είχαν πραγματοποιηθεί ογκώδεις και θορυβώδεις διαδηλώσεις, που σε μια περίπτωση κορυφώθηκαν με καταστροφές και λεηλασίες-ενώ ο ίδιος ο Βότσης(αντίθετος από ιδιοσυγκρασία αλλά και επηρεασμένος από την μεγαλοαστική πολιτική του θέση απέναντι στις αχειραγώγητες λαϊκές εξάρσεις, που αρεσκόταν να τις χαρακτηρίζει «οχλοκρατικές» περιορίσθηκε ,με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού συμβουλίου ,να στείλει στον πρωθυπουργό και στον πρόεδρο της Βουλής τηλεγράφημα, στο οποίο διατυπωνόταν  «η εντονότατη διαμαρτυρία του Σώματος κατά του εν λόγω μέτρου, ολεθριωτάτου δια την πρόοδον των Πατρών»(8).
Το νομοσχέδιο για την μετανάστευση, παρά τις διαμαρτυρίες του Βότση και τα συλλαλητήρια, έγινε τελικά νόμος(προς επιβεβαίωση του φιλισταϊσμού, που κρύβεται πίσω από τις αστικοδημοκρατικές διακηρύξεις για τον  σεβασμό της λαϊκής θέλησης) το λιμάνι ωστόσο της Πάτρας, λόγω της διατήρησης των σχετικών αντικειμενικών και ακαταπολέμητων συνεπώς συνθηκών παρέμεινε τελικά μεταναστευτικό. Μέσα στην πόλη μάλιστα το 1910 λειτουργούσαν και πρόκοβαν πέντε πρακτορεία μεταναστεύσεων, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες τους δυστυχείς μετανάστες του ευρύτερου πελοποννησιακού χώρου, πιεσμένους από την ανεπάρκεια του αγροτικού κλήρου αλλά κυρίως από την ανεργία η οποία αποτελούσε συνέπεια κατά βάση της σταφιδικής κρίσης που καταβασάνιζε εκείνη την εποχή τη χώρα.
Με το όνομα του Βότση είναι δεμένη και η υπόθεση του κτισίματος του νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, για την ανέγερση του οποίου είχε εισηγηθεί στην Εθνοσυνέλευση όταν ήταν βουλευτής Αχαΐας, ειδικό νομοσχέδιο το οποίο αργότερα έγινε νόμος του κράτους. Ο δραστήριος αυτός δήμαρχος είχε προκαλέσει διαγωνισμό για την εκπόνηση σχεδιαγράμματος του ναού και είχε στη συνέχεια κατορθώσει για την εξοικονόμηση των  απαραιτήτων πόρων, την επιβολή ελαχίστου φόρου 30 λεπτών κατά χιλιόλιτρο πάνω στο εξαγόμενο από το λιμάνι της Πάτρας σταφιδόκαρπο.
Τα κεφάλαια του ναού στην Εθνική Τράπεζα; Έφτασαν τότε τις 488.000 δραχμές ενώ το 1918 είχαν αγγίξει με τους τόκους το ένα εκατομμύριο, εκτός των 250.000 οι οποίες είχαν ήδη δαπανηθεί για την οικοδόμηση της εν λόγω εκκλησίας.
Το πλήθος των φροντίδων του Βότση  για το κτίσιμο του νέου ναού του Αγίου Ανδρέου δεν πρόδιδε ωστόσο την ύπαρξη άριστων σχέσεων ανάμεσα στον πρώτο πολίτη της Πάτρας και στην τοπική επίσημη εκκλησία, της οποίας προκαθήμενος ήταν τότε ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, παλιός καλόγηρος της μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας και κατόπιν μαθητής του «αιρετικού» Αποστόλου Μακράκη. Το 1884 ωστόσο ο Ιερόθεος επανήλθε πλησίστιος στην ορθοδοξία και «απετάξατο» τον δασκαλό του, κληρονόμησε όμως από την έξαλλη διδαχή του το μένος κατά των μασόνων, τους οποίους, όπως είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη του θεωρούσε τόσο ισχυρούς «ώστε να δύνανται ούτοι και τον λαόν να προκαλέσωσι και την ιεραρχίαν να εκμηδενησωσι».» Όπως τόνιζε μάλιστα στην  ιδία συνέντευξη του, «η έλλειψης στοιχειώδους από μέρους των μασόνων   ευπρεπείας και η συναδελφότης των μετ’ ανδρών μετεχόντων εις την διοίκησιν του κράτους τους έκαναν να μη λογαριάζουν ένα ιεράρχη, εκπληρούντα το καθήκον του, και να σπεύδουν, όπως προκαλέσωσιν εις τα φανερά πάλην μαζί του».(9).

ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ


ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ   ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ


                       Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη
                       Επίτ.Δικηγόρου
                       Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

Σε στιγμές που είχαμε συνηθίσει την ανελλιπή παρουσία του στα κατά Δευτέρα Φιλολογικά Βραδινά της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη μας ανησύχησε η απουσία του και νοιώσαμε την ανάγκη να επικοινωνήσουμε μαζί του προ του Πάσχα.
Στο τηλέφωνο βρήκαμε  την αγαπημένη του  και συμπαθέστατη σύντροφό του Αικατερίνη που μας πληροφόρησε ότι τον τελευταίο καιρό ο αγαπητός μας Βασίλης είχε  περιορίσει τις εξόδους του και είχε κλειστεί στην κατοικία του εξ αιτίας μικροπροβλημάτων της υγείας του . Ευχηθήκαμε  τότε  την πλήρη και ολοσχερή αποκατάσταση της υγείας του.
Μόλις προ ολίγων λεπτών της ώρας που γράφεται αυτό το κείμενο πληροφορηθήκαμε , πώς ο αγαπητός μας Βασίλης Λάζαρης  ο εξαίρετος  πνευματικός άνθρωπος, ο ιστορικός συγγραφέας και χιουμορίστας   πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο αείμνηστος Βασίλης Λάζαρης υπήρξε ένας πολυγραφότατος  ιστορικός  συγγραφέας.
Μνημειώδες είναι το έργο του με  τον  τίτλο: «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας 1950-1974» αποτελούμενο από πέντε πολυσέλιδους τόμους των  Αχαϊκών Εκδόσεων(τέσσερες τόμοι και ένας τόμος των  εκδόσεων  «Διαπολιτισμός» ενώ εξ ίσου σημαντικά είναι και τα ιστορικά του έργα: «Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941-1944» η μεταφορά στη δημοτική της Ιστορίας της Πόλεως των Πατρών  του Στέφανου Θωμόπουλου κ.α.
Η απώλεια του Βασίλη Λάζαρη στέρησε την πόλη μας και την τοπική μας ιστορία από ένα γνήσιο και ειλικρινή εργάτη.
Μόνο από την παράθεση του ως σήμερα  πνευματικού του μόχθου μπορούμε να συνάγουμε πόσα θα μπορούσε να μας προσφέρει ακόμη  το σπινθηροβόλο πνεύμα του και η γλαφυρή και αντικειμενική πένα του.
 Νοιώθουμε αδήριτη  την ανάγκη  να παρουσιάσουμε ένα σύντομο πλην  περιεκτικό βιογραφικό και βιβλιογραφικό  σημείωμα έτσι ώστε να αναδειχθεί  και να γίνει ευρύτερα γνωστή  η συνολική προσφορά του στα γράμματα.

Ο Βασίλης Κ. Λάζαρης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1930, από πατέρα Λευκαδίτη και Γορτύνια (από τη Βυτίνα) μητέρα.
Ο πατέρας του Κώστας Λάζαρης,  είχε διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Λευκαδίων της  Πάτρας  κατά την περίοδο των ετών 1965-66.
          Από τα μαθητικά θρανία   ο Βασίλης έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα.
          Η ευφυΐα  και η φιλομάθειά  του  αυξάνονταν  στις γυμνασιακές τάξεις και η  λαμπρή πνευματική του άνοδος οικοδομήθηκε σταθερά με τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών    και  κορυφώθηκε με την τριαντάχρονη  προσφορά  του στην Εκπαίδευση.
Ολόρθος στάθηκε και περήφανος περπάτησε κι όταν
 η χούντα των συνταγματαρχών τον απόλυσε από τη θέση του, για τα δημοκρατικά του φρονήματα, και τον άφησε έξω απ’ τη Δημόσια Εκπαίδευση ολόκληρη την εφταετία.
Κατά την μεταπολίτευση ασχολήθηκε έντονα με τον συνδικαλισμό. Από το 1983 μέχρι το 1990 χρημάτισε Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας.
Υπήρξε  τακτικός συνεργάτης σε εφημερίδες και περιοδικά πάνω σε ιστορικά, αισθητικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά θέματα.
Η φιλοσοφία, η αισθητική, η κοινωνιολογία  και περισσότερο η ιστορία, υπήρξαν   οι αγαπημένες του ενασχολήσεις.
          Το 1983 έφερε στη δημοσιότητα το πρώτο
 του γραπτό έργο – μελέτημα από τις εκδόσεις : Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 1983 με τίτλο: «Τέχνης Σημεία»
Ακολούθησαν: 
-  «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας» Τόμοι 4.από τις Αχαϊκές Εκδόσεις. Πάτρα 1986-1990, και ένας ακόμη τόμος Πέμπτος κατά σειρά από τις εκδόσεις: «Διαπολιτισμός».
          -«Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα  1996.
¨        -«Παναγιώτης Συνοδινός».  Αχαϊκές Εκδόσεις. Πάτρα 2000.
-«Καποδιστριακή Πάτρα». Εκδόσεις Περί τεχνών. Πάτρα 2002
-«Ο Λαός και η νεολαία της Πάτρας στον αγώνα κατά της χούντας». Πάτρα 2003
-«Ιστορία του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής». Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ερμής». Πάτρα 2003
-«Ημερολόγια 2005-2012» Εκδόσεις: Δημοτικής Κίνησης «Πάτρα Μπροστά». Πάτρα 2005-2012
-«Ο εμφύλιος πόλεμος στην Αχαΐα». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2006.
-«Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941-1944» Εκδόσεις: «Διαπολιτισμός». Πάτρα 2014.
Επιμέλεια, εισαγωγή και σημειώσεις στις εκδόσεις:
Iστορία της πόλεως των Πατρών» του Στέφανου Θωμόπουλου,
 σε τέταρτη έκδοση και σε
 δυο τόμους.
«Aχαϊκές Εκδόσεις». Πάτρα 1998-1999.,
          - «Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας του Ευγένιου Βούλγαρη». Εκδόσεις: «Στάχυς». Αθήνα 2001.
-«Μακρόνησος, ιστορικός τόπος». Τόμοι 3 Εκδόσεις:  «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2003-2006.
-«Πολιτικά Κείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη-Φαλέζ». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2005
-«Σωζόμενα Πρακτικά του Πατραϊκού Δημοτικού Συμβουλίου» τόμοι 3 1836-1951 Εκδόσεις: Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών. Πάτρα 2006-2008.
-«Το λιμάνι της Πάτρας στο γύρισμα του 19ου  αιώνα με τη βάση τα αρχεία Μανιάκ». Έκδοση: Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών. Πάτρα 2006
-«Δοκίμιο περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας, του Βολταίρου». Εκδόσεις: Πουκαμισάς. Αθήνα 2008
-«Κείμενα για το Νίκο Μπελογιάννη». Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα 2010.
 Η πνευματική του, όμως, δραστηριότητα δεν περιορίζονταν  στις παραπάνω σημαντικές  εργασίες του, καθώς είχε  πραγματοποιήσει πληθώρα διαλέξεων στα Φιλολογικά Βραδινά της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη αλλά και  προσκαλεσμένος στα βήματα διαφόρων πολιτιστικών φορέων και επιστημονικών συνεδρίων.
Εκατοντάδες είναι  οι δημοσιεύσεις του σε εφημερίδες  και περιοδικά, στα οποία  υπήρξε  τακτικός συνεργάτης.

          Ο Βασίλης Κ.Λάζαρης ήταν  παντρεμένος με την Αικατερίνη Αθανασοπούλου,  με την οποία έχει αποκτήσει  δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Αγγελική στους οποίους και εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια τόσο από τη φιλική και συγγραφική σχέση όσο και ως προέδρου της Εταιρείας Λογοτεχνών της οποίας ο αγαπητός Βασίλης Λάζαρης  υπήρξε επίλεκτο τακτικό μέλος.
Βασίλη αγαπητέ φίλε Καλό ταξίδι. Κέρδισες με το έργο σου την Αιωνιότητα.
   


ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΜΑΝΤΩ ΖΟΛΩΤΑ-ΚΑΤΣΟΥΛΟΥ.


ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ  Η ΠΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
ΜΑΝΤΩ ΖΟΛΩΤΑ-ΚΑΤΣΟΥΛΟΥ. 

Σημείωμα Λεωνίδα Μαργαρίτη
Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος
Πέρασε στην αιωνιότητα πριν από   σαράντα μέρες η Πατρινή, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά,  αξιόλογη ποιήτρια Μαντώ Ζολώτα-Κατσουλού ,που διέμενε μόνιμα στον Πειραιά. 
Μετά τις Γυμνασιακές της σπουδές  στην πόλη των Πατρών σπούδασε Κοινωνιολογία- Ψυχολογία στην Αγγλία και φυσικά την  Αγγλική γλώσσα, την οποία δίδασκε συστηματικά ενώ έκανε και μεταφράσεις έργων.
 Ασχολήθηκε συστηματικά για το ευ Ζην με την  Λογοτεχνία  και τη Ζωγραφική ενώ Αρθρογραφούσε  σε  εφημερίδες και γνωστά  περιοδικά. Εξέδιδε μέχρι το τέλος της ζωής της  το περιοδικό Σκέψης-Λόγου και Τέχνης «ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ»   στο οποίο είχαν φιλοξενηθεί  εργασίες γνωστών ανθρώπων του πνεύματος.
Υπήρξε μέλος: Της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.), 
 Της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
και  της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος .
Το έργο που μας κληροδότησε αριθμεί είκοσι τέσσερες ποιητικές συνθέσεις, τρεις συλλογές διηγημάτων και τρεις συλλογές Δοκιμίων.   
Από τις ποιητικές της συνθέσεις  το «Πρωτότοκου Δοξαστικόν» όντας μελόδραμα (λιμπρέτο) μελοποιήθηκε από τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Χρύσανθο Μουζακίτη και παρουσιάστηκε σε συναυλία, στο Αθηναϊκό Δημοτικό Θέατρο (Άγιος Σώστης), τον Οκτώβριο του 2006. 
  Αναλυτικά τα Έργα της που κυκλοφόρησαν  έχουν ως ακολούθως:
• ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ. ΠΑΤΡΑ. Αυτοέκδοση 1961 
• ΠΑΛΙΡΡΟΙΕΣ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Αυτοέκδοση  1971 
• SILENT CRYING LONDON. Αυτοέκδοση  1984 
• ΉΧΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΗΧΟΙ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ.Αυτοεκδοση 1987 
• ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ. ΑΘΗΝΑ. Εκδόσεις ΝΕΣΤΟΡΑΣ 1989 
• ΑΓΑΠΗΣ ΨΙΘΥΡΙΣΜΑΤΑ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Εκδόσεις ΜΟΥΡΟΥΣΙΑ 1990 
• ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ, ΑΘΗΝΑ. Εκδόσεις  ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ 1991 
• ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ. ΑΘΗΝΑ. Εκδόσεις  ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ 1991 
• ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΑΘΗΝΑ, Εκδόσεις  ΜΕΤΡΟΝ 1992 
• ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Αυτοέκδοση 1993 
• ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ (1η ΕΚΔΟΣΗ) ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις ΣΕΛΑΝΑ 1994 
• ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ .Π. ΦΑΛΗΡΟ Εκδόσεις  Χ.Α.Ν. 1995 
• ΠΑΡΑΦΟΡΕΣ ΑΝΤΗΧΗΣΕΙΣ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 1996 
• ΕΝΔΟΝ ΣΚΑΠΤΕΙΝ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 1997 
• ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ (2η ΕΚΔΟΣΗ). ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 1997   • ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις ΣΕΛΑΝΑ 1998 
• ΑΫΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 1998 
• ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ-ΜΗΤΕΡΑΣ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις ΣΕΛΑΝΑ 2000 
• ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 2002 
• Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΓΩ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 2003 
• ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΑ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ART-SELANA 2005 
• ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ R. S. THOMAS. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις ART- SELANA 2005 
• (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ) 
• ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ART- SELANA 2007 
• ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΗ ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ART- SELANA 2007 
• ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
• ΠΥΡΑΝΧΑΣ ΚΑΙ ΥΑΚΙΝΘΟΙ. ΠΑΤΡΑ. ΑΧΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1989 
• ΛΑΜΠΗΔΟΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΜΠΥΡΙΔΕΣ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Εκδόσεις  Χ.Α.Ν. 1993 
• ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΚΑΘΑΡΜΑΤΩΝ .ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 2000 
• ΔΟΚΙΜΙΑ
• Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ. ΑΘΗΝΑ. Εκδόσεις  ΠΡΙΣΜΑ 1991 
• ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ.Εκδόσεις ΣΕΛΑΝΑ 1997 
• ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ. ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Εκδόσεις  ΣΕΛΑΝΑ 2000
Σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε στις 24 Μαρτίου 2015 το Λογοτεχνικό Εργαστήρι «ΕΝ ΠΛΩ» στην αίθουσα εκδηλώσεων της Β΄ Δημοτικής Κοινότητας Πειραιά, τιμήθηκε η αείμνηστη  Μαντώ Κατσουλού – Ζολώτα,  για το συνολικό έργο της , με ομιλητές τους κ.κ. Δημήτριο Νικορέτζο και Παύλο Φήμη. Δραγάτση 2, Πλατεία Κοραή.

OMIΛΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ-ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗ-ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΗΝ 4η ΜΑΡΤΙΟΥ 2.019

Αποσπάσματα από το έργον του Νικολάου Δημητρακοπούλου
«Πολεμικά απομνημονεύματα Νικολάου Δημητρακοπούλου»


Η μεταφορά από την αρχαΐζουσα γλώσσα του εκ 395 σελίδων πρωτοτύπου στην καθομιλουμένη έγινε από την φιλόλογο ποιήτρια – λογοτέχνη Ευγενία Αρβανίτη Παλαιολόγου.


Νικόλαος Δημητρακόπουλος


          Μια διαπρεπής φυσιογνωμία που έλαμψε σαν αστέρι πρώτου μεγέθους καταγόμενος από την Καρύταινα. Γεννήθηκε στην Καρύταινα στις 28/1/1864 και είναι Νομοδιδάσκαλος του Έθνους.
          Το 1888 πήρε το πτυχίο της Νομικής. Έκανε διατριβή με τίτλο «Περί του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των τέκνων» και για την διατριβή του αυτή έγινε διδάκτωρ.
          Ήτανε βαθύς γνώστης του Ρωμαϊκού δικαίου και τρεις φορές του προτάθηκε να γίνει καθηγητής  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα του Ρωμαϊκού δικαίου αλλά και τις τρεις αρνήθηκε. Στις 12 Ιουλίου 1959 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ανδριάντα παρουσία του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Κων. Καλλία, ο οποίος σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Δημητρακόπουλου είπε : « Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος υπήρξεν ο οξυνούστερος και πολυμερέστερος των Ελλήνων νομομαθών, ο χαλκέντερος ερευνητής, ο προικισμένος με θετικισμόν αλλά και με πλούσιαν δημιουργικήν φαντασίαν, ο καλλιεπής και ακριβολόγος συγγραφέυς, ο βαθύς στοχαστής, ο μύστης της κλασσικής φιλολογίας, ο διαπρεπέστερος των δικηγόρων της Ελλάδος, ο συνεπής πολιτικός, ο ευφραδής δικανικός και πολιτικός ρήτωρ, ο ασυμβίβαστος ιδεολόγος, ο ασκητής που ήσκησεν ως άνθρωπος την αρετήν, ο πιστός Χριστιανός, αλλά υπέρ πάσαν άλλην ικανότητα, ιδιότητα και επίδοσιν, ο ασύγκριτος υπουργός της Δικαιοσύνης, ο Ανορθωτής της Δικαστικής Λειτουργίας εν Ελλάδι».
          Ύστερα από τη διεθνή κατάσταση που επικρατούσε την απελπιστική οικονομική κρίση, λόγω διεθνών συγκυριών στην οποία βρέθηκε η χώρα μας, φτάσαμε και στα χειρότερα. Στον πόλεμο του 1897 ο Θεοδ. Δεληγιάννης που ήλθε στην εξουσία μετά τον Χαρίλαο Τρικούπη έβαλε την Ελλάδα στον ατυχή αυτό πόλεμο.
          Ο Δημητρακόπουλος επιστρατεύτηκε σε ηλικία 33 χρόνων για να υπηρετήσει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στον οποίο πήγε και συμμετείχε με πολύ ενθουσιασμό. Όμως απογοητεύτηκε από την αταξία και τις ελλείψεις που υπήρχαν στο στράτευμα. Την πικρία του, τις αντιδράσεις του, τις εντυπώσεις του κατέγραψε στα «Πολεμικά Απομνημονεύματα» που φιλοξενήθηκαν στην εφημερίδα των Αθηνών «Καιροί» από τις 11 Δεκεμβρίου 1897 μέχρι 6 Μαρτίου 1898 «Στα πύρινα εκείνα άρθρα του καυτηρίαζε τους υπεύθυνους της εποχής εκείνης ακόμη και τον τότε διάδοχο του θρόνου. Γι’ αυτό διώχτηκε ποινικά. Ομίλησε για αίσχη του Διαδόχου ακατονόμαστα «……Αίσχη! Αίσχη! Ακατονόμαστα. Τα διηγούνται όλοι οι εκ Λαρίσης ελθόντες. Πόλεμος στα σύνορα εγίνετο και εκρίνετο η τύχη του Ελληνισμού, το δε επιτελείον του Διαδόχου, είχε εκστρατεύσει κατά των Αγγλίδων Νοσοκόμων, αίτινες είχον έρθει εις την χώραν μας προς εξυπηρέτησιν του Ελληνικού αγώνος …….
Και την Μεγάλην Παρασκευήν, τα όργια δεν διεκόπησαν αλλ’ εθάλποντο υπό της αδιαφορίας ή της ανοχής του Διαδόχου, όστις δεν έκρινεν άξιον κόπου να επισκεφθή τους τραυματίας εν τω Νοσοκομείω και να εμφυσήσει αυτοίς πνεύμα υπομονής και εγκαρτερήσεως …»
Από τη Λάρισα πήγε στα Φάρσαλα.
Και γράφει ο Δημητρακόπουλος : «Κατέφυγεν εκεί η Α.Υ , ήσυχος και αμέριμνος, ωσεί επανήρχετο εκ διασκεδαστικού περιπάτου. Ουδέν νέφος εσκίαζε το πρόσωπόν του, ουδεμία οδύνη ετάραττε την ψυχήν του. Ερωτηθείς αν ενήστευε κατά την ημέραν εκείνη – ήτο ως ενθυμείσαι Μέγα Σάββατον – έδωσε εντολήν εις παρασκευήν πασχαλινού γεύματος και ούτως ευωχήθη προς μεγίστην έκπληξιν των ξενιζόντων …..»

Αίτια της ήττας του 1897
1)    Έλλειψη οργάνωσης και σχεδίου.
Προσκλητήρια ουδέποτε έγιναν και στους στρατώνες που ανοίχτηκαν αργότερα ουδείς παρευρίσκετο. Οι στρατιώτες δεν εγνώριζαν τους αξιωματικούς τους και αυτοί ουδέποτε έβλεπαν εκείνους. Ο διοικητής είχε μεταφέρει το κρεβάτι του στο γραφείο του τάγματος, αλλ’ από τους στρατιώτες ουδείς τον μιμήθηκε. Διακόσιοι μόλις άντρες φορώντας ακόμα την πολιτική ενδυμασία εμφανίζονταν εκ περιτροπής στην πλατεία των παραπηγμάτων μάλλον χάριν περιπάτου και χάριν συγκέντρωσης ηλιακών ακτινών παρά από στρατιωτική υποχρέωση. (Στο ξεκίνημα)
Ανιχνευτές, προπομποί, κεφαλή και κορμός της φάλαγγας δεν διακρίνονταν καθόλου. Όλα ήταν ανακατεμένα, αυτοσχέδια δε διαιρέθηκαν σε δυο ομάδες και βάδιζαν η μια πίσω από την άλλη σε απόσταση 150 περίπου βημάτων. Ολόκληρο δε το υπόλοιπο τάγμα ακολούθησε ως κύριο σώμα άνευ κεφαλής (από την Λαμία στο Δομοκό)       
2)   Αταξία και σύγχυση.
«Αλλά η αταξία ήταν μηδέν σε σχέση με τη σύγχυση που ακολούθησε. Μετά από λίγο καμιά απόσταση δεν τηρήθηκε, η λεγόμενη εμπροσθοφυλακή αναμίχτηκε με το κύριο σώμα, καθένας δε βάδιζε όπως ήθελε και προηγήθηκαν εκείνοι των οποίων τα πόδια άντεχαν περισσότερο στην πεζοπορία»
Αταξία και στην αποχώρηση
«Αξιωματικοί και πολίτες των διαφόρων σωμάτων και όπλων αναμίχθηκαν βαδίζοντας άλλοι μεν από τον κύριο δρόμο, άλλοι από τας παρόδους, άλλοι δια μέσου των λόφων και των δασών, τα  οποία διασκέλιζαν σαν κυνηγημένα ελάφια, Που πηγαίναμε ουδείς εγνώριζε. Ουδεμία διαταγή υπήρχε ή τουλάχιστον δεν έφθασε κάτι τέτοιο μέχρι τους κατώτερους αξιωματικούς» (επί το Δομοκό).
«Είχαμε βαδίσει περίπου μια ώρα όταν παρατηρήθηκε ότι πίσω από εμάς ακολουθούσαν λίγα στρατεύματα, διαδόθηκε δε ότι εδόθη διαταγή από το Διάδοχο να επιστρέψει ο στρατός στις θέσεις του. Την προηγούμενη ήσυχη και κανονική πορεία διαδέχτηκε τότε η αταξία και ο θόρυβος, δημιουργήθηκε δε αληθινό πανδαιμόνιο. Τάγματα στρατού που προηγήθηκαν στη υποχώρηση, είχαν ήδη εφθάσει πριν από την Λαμία, ενώ εξάλλου πολλοί στρατιώτες μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες εξακολουθούσαν να βαδίζουν προς την ίδια κατεύθηνση. Αξιωματικοι φωνάζοντας, βρίζοντας χειρονομώντας προσπαθούσαν να τους ανακόψουν αλλ’ ακόμα και αξιωματικοί άλλοι έφευγαν τρεπόμενοι σε φυγή στην ομαλή κατηφόρα του δρόμου.
-         Πίσω βρε πίσω …. Κερατάδες, ακούγονταν αξιωματικοί να φωνάζουν προς τους οπλίτες. Πού πάτε, βρε άτιμοι, όλοι πίσω στα σώματα σας.
-         Να κυρ λοχαγέ όλοι φεύγουν ! Τι να κάμω! Να και αξιωματικοί………..
3)    Ένα ακόμα αίτιο ήταν και η αδιαφορία για το στρατό του Διαδόχου που ήταν επικεφαλής του στρατού.
«Αλλά ο δικός μας στρατός, γράφει ο Δημητρακόπουλος, δεν ευτύχησε να ακούσει ή να δει τον αρχηγό του να εμφανίζεται στις τάξεις του, να ενθαρρύνει αυτούς που έδειχναν δειλία, να εμψυχώνει όσους περνούν κακουχίες και χάνουν την υπομονή τους, επαινώντας, στηλιτεύοντας, απειλώντας, εμπνέοντας την πίστη και την ελπίδα και ενισχύοντας το φρόνημα. Και το παράδειγμα του αρχηγού μιμήθηκαν σχεδόν όλοι οι υπαρχηγοί και οι σωματάρχες κι έτσι έμειναν να εκμεταλλεύονται τη μόνη δύναμη του ελληνικού στρατού.
Αφήνουμε τους θεολόγους να ελλείψουν από θρησκευτική άποψη το γεγονός ότι ο διάδοχος και το επιτελείο του έτρωγαν κρέας και περνούσαν με πολυτελή ευμάρεια κατά τις ημέρες της εβδομάδας των παθών και μάλιστα τη Μεγάλη Παρασκευή. Αλλά ιδιαίτερα η πολιτική άποψη αυτό ήταν ασυγχώρητο έγκλημα. Σκεφτείτε δε ποια ψυχολογική επιρροή άσκησε στο φρόνημα του πεινασμένου και  ταλαιπωρημένου στρατεύματος που αντιθέτως με ευσέβεια τήρησε τη νηστεία και τις παραδόσεις του.»
       4) Επίσης υπήρχαν βασικές ελλείψεις στον εξοπλισμό του στρατού «Στρατώνες δεν υπήρχαν, από τους οπλίτες δε οι περισσότεροι διέμεναν κατ’ οίκον, μερικοί δε διανυκτέρευαν στα παντοπωλεία και στα καπηλεία της πόλης ή στην ύπαιθρο με ζωηρές διαμαρτυρίες για την κατάσταση αυτή.»
«Ήμουν έτοιμος για όλα, γράφει ο Δημητρακόπουλος, όταν άκουσε τη φωνή του λοχαγού μου βαριά – «δοκίμασε το παγούρι δεκανέα! Κοίταξε μήπως τρέχει!» Δεν είχα φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να μοιραστούν παγούρια τελείως άχρηστα, αλλά όταν συμπλήρωσα αυτό με νερό από την παρακείμενη βρύση, παρατήρησα με έκπληξη ότι έτρεχε από παντού. Κανείς δεν είχε λάβει χλαίνη, πανωφόρια, δε ποδήρη και ράσα και άλλα ρούχα εγχώριας, κατασκευής, που αναπλήρωναν σύμφωνα με υπουργική άδεια την έλλειψη του μανδύα, παρίσταναν ποικίλο το ντύσιμο των αντρών και αφαιρούσαν μεγάλο μέρος της στρατιωτικής σοβαρότητας. Κλινοσκεπάσματα δεν είχαν ακόμα δοθεί, αυτά μοιράστηκαν αργότερα στο ατμόπλοιο. Έλειψε δε τελείως εκτός από την πλήρη στρατιωτική πανοπλία και αυτός ο σάκος οπότε οι άνδρες τα μεν λίγα ρούχα που είχαν μαζί τους φύλαγαν στην ιματιοδόχη, για τα φυσίγγια δε σχεδόν όλοι είχαν με προσωπική τους δαπάνη δερμάτινες θήκες που περιέβαλαν διαγώνια τον κορμό του σώματος.
 5)Ελλιπής σίτιση
«Ουδέποτε παρεσκευάσθη συσσίτιο και ψωμί σπανιότατα μοιράσθηκε. Πολλοί των χωρικών, ιδίως εφέδρων, αφού εξάντλησαν τα μικρά τους εφόδια, αισθάνθηκαν στο εξής τα τσιμπήματα της πείνας, την οποία καθιστούσεν ακόμα περισσότερο οδυνηρή το γεγονός ότι περνούσαν τις μεγάλες μέρες της Ανάστασης του Σωτήρος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες υπήρξαν κάποιοι από τους  ποιο τολμηρούς οι οποίοι αφού έφαγαν στο Πανδοχείο, έφυγαν παραπέμποντας τον ξενοδόχο στο Βασιλιά για την πληρωμή του αντίτιμου.» (στο Δομοκό)
«Περιμέναμε εν τούτοις από ώρα σε ώρα να μας σταλεί νωπό ψωμί ή διπυρίτης από το Δομοκό. Αλλά πέρασε το μεσημέρι, ο μεταγωγικός ουλαμός δεν είχε ακόμα φανεί και την πείνα των στρατιωτών μεγάλωνε η συνειδητοποίηση της έλλειψης τροφής, οδυνηρή δε την καθιστούσε η ραγδαία βροχή που άρχισε να πέφτει την ώρα εκείνη»
«Έτσι υπήρξαν τάγματα, λέει ο συγγραφέας, κάνοντας μια γενικότερη αποτίμηση  - στα οποία μέχρι την λήξη της επιστράτευσης, δεν προσφέρθηκε συσσίτιο, οι δε άνδρες και καθ’ όλο το πολύ μικρό διάστημα μετά την ανακωχή έπαιρναν σε χρήματα το στρατιωτικό μισθωτήριο και μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες έφτιαχναν το φαγητό τους εδώ και εκεί στο στρατόπεδο σαν τους τσιγγάνους.»
      6) Δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης και δυσμενείς καιρικές συνθήκες
«Οι στρατιώτες διαιρεμένοι σε ομάδες έστηναν πρόχειρες καλύβες χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό, λόγω της έλλειψης κλαδιών δέντρων, πασσάλους από τους ξερότοιχους των κήπων και απ’ οτιδήποτε ξερό χόρτο που αφαιρούνταν από την στέγη των κοτετσών του χωριού. Κάτω από αυτά διανυκτέρευαν ομαδικά, ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταίνονται περισσότερο και να μοιράζονται τα κλινοσκεπάσματα. Αλλά οι καλύβες δεν μπορούσαν καθόλου να αντισταθούν στην βροχή, όσες φορές αυτή ήταν δυνατή. Περισσότερο δε από μια φορά συνέβη η βροχή να επαναφέρει στο πίσω μέρος ότι συγχρόνως από μπροστά συγκρατούσε η αναμμένη φωτιά».
       7) Ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής.
Οι στερήσεις και οι κακουχίες όμως ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την σοβαρή πληγή της ψείρας. Στο Δομοκό έκανε αυτή την πρώτη της εμφάνιση στο τάγμα μας, αλλά στους Βελησσιώτες έγινε η πιο αφόρητη πληγή εναντίον της οποίας κάθε προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη. Κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο κάποιο σκεύασμα από υδράργυρο με το οποίο πολλοί άλειβαν το σώμα τους. Αλλά ο φόβος της δηλητηρίασης του σώματος από αυτή τη μέθοδο δεν ήταν τελείως ανύπαρκτος. Δραστικότερο φάρμακο αποδείχθηκε το να σκοτώνουν τις ψείρες, πράγμα που σιγά σιγά συνήθισαν όλοι αξιωματικοί και οπλίτες. Όσον αφορά την καταδίωξη αυτή, ένας απόστρατος αξιωματικός συμβούλεψε την χρήση καθαρού μαντηλιού το οποίο τοποθετώντας στον λαιμό, προσέλκυε τα ενοχλητικά ζωύφια. Ήταν το λεγόμενο «παραγάδι των ψειρών» που επινοήθηκε από την συνήθεια που έχουν αυτές να προτιμούνε τα καθαρά ρούχα.
«Στις αρχές Ιουνίου ανακαλύφθηκε ότι ολόκληρη η οικογένεια του πρόσφυγα Παρμ. Γελουμένου, που προσβλήθηκε από ευλογιά, είχε καταφύγει στη θέση «Σπηλιάς βράχος» πάνω από το χωριό Κωσταλέξη. Ο γιατρός του τάγματος, αφού πήγε και εξέτασε επί τόπου τη  μορφή και τα χαρακτηριστικά της νόσου, συνέστησε την απομόνωση της οικογένειας και την λήψη αυστηρών υγειονομικών μέτρων, τα οποία μπήκαν όλα σε εφαρμογή. Φρουρά στρατιωτική μιας ολόκληρης ενωματίας υπό ένα λοχία φύλακα καθημερινά φύλαγε τις διάφορες διόδους και έκανε αδύνατη την επικοινωνία της δύστυχης οικογένειας, εφ’ όσον υπήρχε κίνδυνος να προσβληθεί το στρατόπεδο από την επάρατη νόσο. Τροφή έδινε σε αυτή το δικό μας τάγμα κατά διαταγή του υπουργείου, ένας δε στρατιώτης, ο οποίος άλλοτε είχε προσβληθεί από την ασθένεια αυτή έφερνε καθημερινά τα τρόφιμα και το νερό στους πάσχοντας, ενώ οι γιατροί του τάγματος τους παρείχαν τη φιλάνθρωπη συνδρομή της επιστήμης τους. Ήταν ο μόνος του οποίου τη διάβαση είχαν διαταγή να επιτρέψουν οι σκοποί!
       8) Η πτοημένη ψυχολογία του στρατού – έλλειψη ψυχραιμίας
«Η ψυχολογική κατάσταση έκρυθμη και η ταραγμένη φαντασία ήταν πρόσφορες στο να δημιουργούνται κάθε είδους φαντασιώσεις που εύκολα έδιναν σάρκα και οστά σε σκιές και από ελάχιστη αφορμή εύρισκαν φαντάσματα εχθρικής καταδίωξης. Οι ξηρολιθιές των κήπων εθεωρούντο φάλαγγες τούρκικου στρατού, τα κοπάδια των βοδιών εχθρικές στρατιές και κάθε σχέδών θέση υποψιάζονταν ότι υπόκειτο σε κίνδυνο κύκλωσης. Τέτοιες κωμικές εκδηλώσεις της επικρατούσας ψυχολογικής υπερευαισθησίας θα διαπιστώσουμε και σε άλλα επεισόδια που προέκυψαν από την ίδια αιτία.
«Ξαφνικά γύρω στις δέκα τη νύχτα, ενώ έμενα μαζεμένος κοντά στους σκοπούς φορώντας κλινοσκεπάσματα σαν μανδύα μέσα στο όρυγμα του προχώματος, ο σκοπός Κρανάκης φώναξε με τόνο μυστήριο και ανήσυχο: Κυρ δεκανέα! κυρ δεκανέα! Για έλα εδώ κάτι συμβαίνει. Έβγαλα γρήγορα το σεντόνι και κατευθύνθηκα προς τον σκοπό.
- Να, μου λέει, στο δρόμο είδα ένα φως, δηλαδή φωτίζεται όλος. Δεν καταλαβαίνω τι είναι εκεί, μάλιστα στην άκρη κάτι είναι, φαίνεται ένας καβαλάρης που στέκει. Βλέπετε;
Έβλεπα ότι μου έλεγε ο σκοπός αλλά τίποτα περισσότερο δεν μπορούσα να καταλάβω. Περίμενα εκεί για αρκετή ώρα αλλά δεν παρατήρησα κάποια κίνηση και πήγα πάλι στην προηγούμενη θέση μου. Δεν είχε περάσει μισή ώρα κι ο φρουρός πάλι με κάλεσε και μου ανακοίνωσε ότι ο δρόμος πάλι φωτίστηκε! Και τρίτη φορά επαναλήφθηκε το πείραμα από το διάδοχο σκοπό, ούτως ώστε περάσαμε όλη τη νύχτα κάτω από τέτοιες περίπου συνθήκες. Γύρω στις τέσσερις το πρωί σταγόνες βροχής έκαναν την πρώτη επίσκεψη στα σεντόνια μας. Θα εκπλαγεί σίγουρα ο αναγνώστης μαθαίνοντας ότι η ταινία που τη νύχτα φάνηκε υπό τόσο μυστηριώδη τρόπο σαν οδός Φαρσάλου, ήταν απλά μια καπνοδόχος στους πρόποδες του λόφου ενός σπιτιού. Κάποια κηλίδα δε σ’ αυτή είχε θεωρηθεί από το σκοπό ως ακίνητος ιππέας. Την επομένη άλλη είδηση έφτασε για να επισφραγίσει τη φοβερή κωμωδία που ζούσαμε. Τηλεγράφημα του 5ου Συντάγματος από το αρχηγείο, που διαβιβάστηκε δια μέσο του δικού μας διοικητή, γνωστοποιούσε προς την Α.Υ ότι τα τούρκικα στρατεύματα που κατευθύνονταν προς Καρδίτσα, για τα οποία ειδοποιήθηκαν την προηγούμενη ημέρα και στα οποία οφείλονταν η κωμικοτραγική ολονυχτία, ήταν αθωότατα βόδια. Και ο συγγραφέας αναφωνεί : «όπου το απροσδόκητο ενούται προς το γελοίο»
       9) Πανικός
Η επομένη 25 Απριλίου είχε και αυτή τις εκπλήξεις της και τις κωμικές σκηνές που σε τίποτα δεν υστερούσαν από αυτές της προηγούμενης ημέρας. Ήταν περίπου μεσημέρι οι αξιωματικοί αφού γευμάτισαν νωρίς αναπαύονταν μέσα στο φυλάκιο, εγώ δε έβλεπα ένα στρατιώτη της διμοιρίας μου να αφαιρεί τα φτερά μιας κότας σφαγμένης και προορισμένης να τονώσει τις από τον πυρετό κλονισμένες δυνάμεις μου. Ξαφνικά ο ίδιος υποδεκανέας Δ. Γαλένης, ο ακούσιος ίσως ήρωας της χθεσινής καθόδου, ξεπροβάλλει έντρομος και με κομμένη την ανάσα – Τούρκοι, Τούρκοι, μου λέει και τρέχει προς το φυλάκιο. – Μωρέ, στάσου, χριστιανέ! Πού είναι; Πού πας; - Πάω να πάρω το όπλο μου! Και δείχνει προς την πόλη,, δε βλέπεις εκεί τι γίνεται! Σήμανε γενική συγκέντρωση! Η πόλη είναι ανάστατη. Οι Τούρκοι έρχονται από κει, από τον Αλμυρό!
Όντως κυκλοφόρησε είδηση ότι ο εχθρός κατέλαβε τον Αλμυρό, εξακολούθησε την καταδίωξη από την δεξιά πτέρυγα και με πολυάριθμο τμήμα απειλούσε να κυκλώσει τα δικά μας στρατεύματα. Ύστερα από πολλές ημέρες έμαθα την αθώα αιτία όλης αυτής της παραζάλης και του πανικού.
Κάποιος στρατιώτης του πρώτου Συντάγματος ονόματι Ματζώρος, παρατήρησε σε μαγάλη απόσταση μεγάλο κοπάδι βοδιών που συνόδευαν το στράτευμα που εγκατέλειπε την πόλη και το θεώρησε ως τούρκικο στρατό που επιτίθεται και ακαριαία ανακοίνωσε την είδηση στους συναδέλφους του.
      10) Αταξία και στην υποχώρηση
Γενικά (η έλλειψη ενέργειας, ενότητας, διαταγών και ψυχραιμίας κάθε αξιωματικού ή οπλίτη, η παντελής άγνοια του εδάφους) χαρακτήρισαν τις υπαναχωρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων και επέφεραν την σύγχυση και την αταξία. Ένας αξιωματικός έδινε παράγγελμα «επί τροχάδην», ενώ άλλος δεκανέας «σημειωτόν». Η αποσύνθεση είχε συντελεστή με αποτέλεσμα λόχοι να περιπλανώνται ερήμην, άλλοι να τρέπονται σε φυγή και άλλοι με περίσσια καθυστέρηση να δηλώνουν επανακατάταξη. Γύρω στις 4 το πρωί της 12ης Μαίου αναχωρήσαμε με το λόχο μου από το χωριό Κομποτάδες και ενώ οδεύαμε προς Θερμοπύλες, λάβαμε διαταγή να καταλάβουμε για επισταθμία το χωριό Κωσταλέξι.
Το Κωσταλέξι πήρε το όνομα του σύμφωνα με τον θρύλο ως εξής : Στη θέση Πλακοπαναγιά, ένα περίπου χιλιόμετρο βορειοανατολικά του Κωσταλέξι υπήρχε κάποτε άλλο χωριό, του οποίου η παράδοση δε διέσωσε το όνομα. Κατά την εβδομάδα των παθών του Σωτήρος, ο ιερέας του χωριού οδήγησε την θυγατέρα του στην εκκλησία για να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Αλλά η θέα της κοπέλας που ήταν πανέμορφη και περιβεβλημένη το εορτάσιμο φόρεμα της, έβαλε το γέρο πατέρα της σε χυδαίο πειρασμό και ο λειτουργός του Υψίστου, αφού αθέτησε στο σύνολο τους τις εντολές του δωδεκάλογου, έπεσε σε ανοσιούργημα που εξύβριζε την ιερότητα των δεσμών του αίματος. Το στυγερό έγκλημα τιμωρήθηκε τάχιστα και το χωριό καταστράφηκε ολόκληρο αφού εξαφανίστηκε κάτω από τους υπερμεγέθους όγκους βράχου που αποσπάστηκε από το υπέρ κείμενο όρος. Από την καταστροφή αυτή δυο μόνο κάτοικοι σώθηκαν, εκ των οποίων ο ένας ονομάζονταν Κώστας και ο άλλος Αλέξης. Αυτοί οι δύο έγιναν οικιστές του νέου χωριού κι από αυτούς το χωριό ονομάστηκε Κωσταλέξι.
Αμέσως μετά την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τα Φάρσαλα, εγκαταλείφθηκε το χωριό αυτό από τους κατοίκους, όταν δε πήγαμε εκεί, το βρήκαμε έρημο. Αλλά παρά τα συναισθήματα της θλίψης και της μελαγχολίας τα οποία ενέπνεε στον στρατιώτη η θέα του ερειπωμένου χωριού, δεν άργησε να ακολουθήσει καθολική διαταγή από τους στρατιώτες. Οι κότες η μια μετά την άλλη αρπάχτηκαν, τα γουρούνια σφάχτηκαν, ακόμα και οι πόρτες των σπιτιών παραβιάστηκαν, κρασί, ούζο, όσπρια, καπνός, λάδι και άλλα είδη τροφίμων λεηλατήθηκαν από τους στρατιώτες υπό την αδιαφορία και την ανοχή των αξιωματικών. Οι ατυχείς κάτοικοι θέλοντας να αποφύγουν την φωτιά και το σίδερο του Τούρκου, ουδέποτε βέβαια πίστευαν ότι ο ελληνικός στρατός θα προλάβαινε εν μέρει το έργο των ορδών του Χαμίτ»
      11) Μέθοδος «εξάτμισης»!
Άλλοι ανάμεσα στους οποίους και δικηγόροι, ηπιότεροι στις απαιτήσεις αλλά στον ίδιο πάντα σκοπό αποβλέποντες αποσπάστηκαν για ανύπαρκτη γραφική υπηρεσία στο γραφείο του Υπουργείου των στρατιωτικών, άλλοι στο Αρχηγείο ή στο Στρατοδικείο και τα γραφεία, τα οποία παραγέμιζαν έφεδρους και μεταβλήθηκαν σε ταξιαρχίες. Τέλος δυο έφεδροι δεκανείς κατόρθωσαν και με τηλεφωνική εντολή του υπουργού των στρατιωτικών, αποσπάστηκαν στο 13ο ευζωνικό τάγμα, παραμένοντας δε εκεί έγινε αυτό τι τάγμα το κοινό δοχείο, στο οποίο συνέρρεαν αποσπασμένοι ή προσκολλημένοι όσοι με οποιοδήποτε πρόσχημα παρέμεναν μακριά από το στρατόπεδο. Για το λόγω αυτό έφτασε η δύναμη αυτού σε πολλές χιλιάδες άντρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ούτε τα ρούχα του στρατιώτη φόρεσαν. Ανεξάρτητα από τις μεθόδους αυτές που παρέλυσαν το στράτευμα και στο ίδιο το τάγμα δημιουργήθηκε πηγή από την οποία διέρρεαν σε απραξία οι στρατιωτικές δυνάμεις του τόπου. Γραφείς στο τάγμα, γραφείς στους λόχους, υπηρέτες αξιωματικών, γραφείς και υπηρέτες στην διαχείριση, οδηγοί μουλαριών και άλλοι απασχολούμενοι σε άλλες υπηρεσίες, αποτελούσαν σώμα του οποίου το  μισό αν όχι το 1/3 μπορούσε να είναι αρκετό για την εκτέλεση των υπηρεσιών. Και υπήρχε πολύς συνωστισμός και προθυμία μέχρι εξευτελισμού για την ανάληψη αυτής της αρμοδιότητας. Έτσι η θέση του οδηγού πουλαριών είχε γίνει ξαφνικά περιζήτητη και με έρωτα ατένιζαν προς αυτή άνθρωποι κάθε άλλο κατάλληλοι για την υπηρεσία αυτή. Και στον αγώνα της κατάληψης των θέσεων αυτών πρωτοστατούσαν δυστυχώς οι αστοί, οι ανεπτυγμένοι κάποιες φορές και επιστήμονες προς αποφυγή των πρακτικών βαρών. Μετά την υπογραφή της ανακωχής άρχισαν να χορηγούνται στους έφεδρους άδειες σύμφωνα με υπουργική διαταγή. Το μέτρο πήρε ραγδαία έκταση. Είχαν τότε ιδρυθεί στην Αθήνα πρακτορεία προμήθειας αδειών, χρηματικό σε αντάλλαγμα που ποίκιλε στο μέγεθος ανάλογα με τις περιστάσεις ή με κομματικό αντιστάθμισμα, μπορούσε χωρίς κόπο να εφοδιάσει τον καθένα με φύλλο άδειας ή διαφορετικά να εξασφαλίσει σε αυτόν τη μακρά παραμονή του εκτός του στρατοπέδου με κάποια από τις γνωστές μεθόδους που είχαν αναγάγει σε σύστημα οι εδώ στρατιωτικές αρχές και οι διευθυντές των διαφόρων πρακτορείων. Η ευκολία και η επιπολαιότητα αν μη τι άλλο, με την οποία εχορηγούντο οι παρατάσεις έδωσε τροφή στις παρατάσεις των αδειών, οι προμηθευτές κατέλυσαν τους διαδρόμους και τους προθάλαμους του υπουργείου, το οποίο αναγκάστηκε να απαγορεύσει αυστηρά την προς αυτό υποβολή αιτήσεων! Το ευκολότερο μέσο της παράτασης των αδειών ήταν η λεγόμενη μέθοδος του ιατρού.
Αφενός μεν αυτή η τακτική, αφετέρου δε η ανυπομονησία της απόλυσης, ανάγκασε πολλούς από τους εφέδρους, επειδή δεν μπορούσαν διαφορετικά να πάρουν άδεια, να εγκαταλείψουν αυθαίρετα τις τάξεις τους και να κηρρύσονται λιποτάκτες. Έτσι οι λιποταξίες που έγιναν μετά την ανακωχή και μετά την έναρξη της παροχής των αδειών, ανήλθαν περίπου σε 10.000. Μπροστά σε τέτοια παραλυσία και αποσύνθεση, όσοι επέστρεφαν στις τάξεις τους μετά από ολιγοήμερη υπέρβαση της αδειάς τους, θεωρούντο ήρωες του καθήκοντος και ουδόλως ετιμωρούντο!
Η ισχύς του βασιλικού διατάγματος με το οποίο παρέμεναν οι φρουροί του στρατού, είχε μια ευτυχή εξαίρεση. Απολλύοντο μόνο όσοι είχαν 4 παιδιά, εκ των οποίων το ένα απόκτησαν κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης. Τότε ανταλλάσσονταν διάλογοι πλήρεις ευτράπελης ευθυμίας από τους οποίους ένας απόμεινε εντονότερα στη μνήμη μου. – Αχ, ρε παιδιά! Έλεγε με θαυμαστό θεατρικό τρόπο, ο Κοκολέκης, χτίστης κλιβάνων αλλά εφιέστατος στρατιώτης του 4ου λόχου. Δεν ξέρετε τι έπαθα! Έλαβα γράμμα από την γυναίκα μου και μου γράφει ότι είναι τριών μηνών.
 – Άι, κι έπειτα,, ρωτάει συνάδελφος του απορώντας, κακό είν’ αυτό;
- κακό λέει; Αμ’ εγώ λείπω πέντε από το χωρίο μου!
Το άγγελμα της απόλυσης ενόψει της επικείμενης ειρήνης έφθασε στους λόχους την 27 Αυγούστου. Παρατηρήθηκε πανδαιμόνιο κίνησης σε όλες τις κατευθύνσεις και τους δρόμους του μικρού χωριού, εκδήλωσεις χαρά και ανακούφισης. Έβλεπες μέσα στην ατμόσφαιρα έκρηξη. Τα κυλικεία του στρατοπέδου πολιορκήθηκαν, ακολούθησαν άφθονες σπονδές και οι φιάλες οινοπνευματωδών ποτών άδειαζαν στην στιγμή.
«Το δειλινό της 28ης Αυγούστου, αναχώρησε στην Λαμία όπου διανυκτέρευσε και το πρωί της επομένης κατέβηκα στην Αγία Μαρίνα, όπου επιβιβάστηκα στην «Μικρή Ζατούνα» του Παντολέοντος που θα απέπλεε για Πειραιά εκείνο το βράδυ.
Έκλεινε πια η σπουδαία αυτή παρένθεση της ζωής μου και ενώ έπλεα επιστρέφοντας στην ιδιωτική μου ζωή, οι σκέψεις ις οποίες δεν μπορεί κανείς να αποφύγει σε τέτοιες περιστάσεις κυρίευσαν τον νου μου. Αναμέτρησα με ένα βλέμμα ολόκληρη την τραγική κωμωδία και ως προς την πλοκή και ως προς την λύση της.
Θυμήθηκα την παραμονή της έκρηξης του πολέμου και αγνοώ ποια συναισθήματα γέμισαν την ψυχή μου. Αναπόλησα τον άγιο υπέρ του πολέμου ενθουσιασμό του έθνους, τις πλήρεις πατριωτισμού διακηρύξεις των διαφόρων σωματείων, τα πρώτα ψηφίσματα των επαρχιακών συλλαλητηρίων, τα ενθουσιώδη κηρύγματα της εθνικής εταιρείας, τις πρόθυμες θυσίες σε αίμα και χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού ακόμα  και των αλλοδαπών.
Τα προς τον βασιλιά μας συγχαρητήρια τηλεγραφήματα των διαφόρων ηγεμονικών υψηλοτήτων, την ελπιδοφόρο φωνή του Αθηναϊκού τύπου, τις πολεμικές ιαχές της βουλής και των οδών της πρωτεύουσας και του βασιλιά τις γεμάτες φιλόπατρι θάρρος δηλώσεις προς τους υπερευαίσθητους υπηκόους».
«Πώς επέπρωτο να διευθυνθή το πυρ εκείνο και πού είμαρτο να καταλήξη! Σώοι ήδη το σώμα αλλ’ ηκρωτηριασμένοι το ήθος και το φρόνημα, συντετριμμένοι την ψυχήν και τεταπεινομένοι την εθνικήν φιλοτιμίαν, σπάταλοι κληρονόμοι βαρυτίμου πατρικής δόξης, κατελείπομεν τας ορδάς του Χαμίτ εν Φθιώτιδι και επανερχόμεθα ίνα συνεχίσωμεν εργασίας καταστραφείσας και ανεγείρωμεν ηρειπωμένα ιδιωτικά συμφέροντα. Εις την καταστροφήν του πολίτου είχεν ήδη επακολουθήσει του ατόμου η πανωλεθρία».