Ελένη Ερίκη, Φιλόλογος :Παρουσίαση της μονογραφίας της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια, ΜΕΘΩΝΤΑΣ Μ ΕΝΑ ΚΡΑΣΙ ΑΓΙΟΝΟΡΕΙΤΙΚΟ

 


 

Παρουσίαση της μονογραφίας της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια,  

ΜΕΘΩΝΤΑΣ Μ ΕΝΑ ΚΡΑΣΙ ΑΓΙΟΝΟΡΕΙΤΙΚΟ.Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιο Όρος στην Ν.Ελληνική Λογοτεχνία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.Εκδόσεις Γρηγόρης,Αθήνα 2017,σς.510.








Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα μαγικό οδοιπορικό στον ιερό Άθωνα…Η κ. Ευαγγελία Δαμουλή - Φίλια γίνεται η Βεατρίκη μας στην αθωνική πολιτεία, μας ξεναγεί και φωτίζει μέσα από τα μάτια, τη φωνή και τα λογοτεχνικά κείμενα εικόνες, στιγμές, πρόσωπα  και συναισθήματα λογοτεχνών στην ιδιαίτερη συνάντησή τους με τον καθαγιασμένο Άθωνα.

Στα προσκυνήματά  τους αυτά οι λογοτέχνες ήταν πρόθυμοι να αναζητήσουν  το άγνωστο, τη γνώση, την ελευθερία, τον εαυτό τους, να υποφέρουν και να μεταμορφωθούν. Η χερσόνησος του Αγίου Όρους γεμάτη δάση , με ένα φως καθάριο αποτελεί ιδανικό προορισμό για το ταξίδι. Και σ αυτήν ακριβώς την έννοια του ταξιδιού στο χρόνο και στους πολιτισμούς είναι αφιερωμένο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ώστε να μυήσει τον αναγνώστη στο ταξίδι- προσκύνημα δίνοντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσει με μεγαλύτερη ευχέρεια τις εμπειρίες των ταξιδιωτών. 

Οι λαοί προσδίδουν στο βουνό ιδιότητες φυσικής, ψυχικής και πνευματικής ανάτασης. Η άνοδος συμβολίζει την πνευματική ανύψωση και γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, η οδός μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί στο θείο και το θείο μπορεί να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο. Το άβατον δηλώνει τόπο ιερό, απάτητο και απαραβίαστο, τόπο μύησης. Έτσι το ταξίδι στον Άθωνα είναι το ταξίδι που αφορά την έκσταση, τη δοκιμασία, τη μύηση.

Γίγαντας της Θράκης ο Άθως και έτσι, ως κάτι υπερφυσικό και θεϊκό είδαν οι αρχαίοι τα ψηλά βουνά του. Χώρος ιερός από τα αρχαία χρόνια όπως μας περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου κι έτσι φυσική συνέχεια ήταν η ίδρυση του κοινοβίου της Μεγίστης Λαύρας από τον Αθανάσιο Αθωνίτη στα μέσα του 10ου αιώνα εγκαινιάζοντας μια οικουμενική διάσταση της ορθοδοξίας που αποτελεί πλέον και την ιδιαιτερότητά του ενώ η παρουσία μοναχών αναφέρεται ήδη στη Σύνοδο του 843. Οι μονές επεβίωσαν την Οθωμανική περίοδο και η φήμη τους επεκτάθηκε από τον 11ο αιώνα, όταν Ρώσοι μοναχοί ξεκίνησαν να έρχονται στον Άθωνα, να επηρεάζουν και να επηρεάζονται. Ανάγλυφα παρουσιάζεται η θέση και η επιρροή του Αγίου Όρους στους επόμενους αιώνες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος κάνει τα πρώτα βήματα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκηνή.

Κι αφού αντιληφθήκαμε την έννοια του ταξιδιού και γνωρίσαμε το Άγιο Όρος από την αρχαιότητα, προχωράμε στο βασικό μέλημα του βιβλίου: πως δηλαδή οι λογοτέχνες κάθε περιόδου αντίκρυσαν και βίωσαν το ταξίδι τους. ενθουσιάστηκαν; Απογοητεύτηκαν; Γιατί πήγαν; Τι σήμαινε σε κάθε διαφορετική εποχή το προσκύνημα στο Άθωνα;

Και φυσικά αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι η λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι ξεκομμένη από τη περιρρέουσα πολιτική, κοινωνική και ιστορική περίοδο. Κάθε λογοτέχνης είναι δημιούργημα της εποχής του, των ιδιαίτερων συνθηκών της. Για αυτό και στην αρχή καθενός από τα επόμενα κεφάλαια προηγείται μια σύντομη αλλά σαφής περιγραφή της κάθε περιόδου, έτσι ώστε να εντάξουμε ομαλά τον δημιουργό στην εποχή του και να αντιληφθούμε ολοκληρωμένα τις ιδιαίτερες προσδοκίες και αποτυπώσεις, διευκολύνοντας μας να παρακολουθήσουμε τόσο την εξέλιξη του ελληνικού κράτους όσο και συγκεκριμένα λογοτεχνικά δείγματα.

Οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα βρήκαν την Ελλάδα να προσπαθεί με ορθολογισμό και πρόθεση εκσυγχρονισμού να λύσει τα οικονομικά προβλήματα που την ταλάνιζαν και να διεκδικήσει την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας στο ευρωπαϊκό κάδρο. Η ελληνική κοινωνία αναζητά την ιστορική ταυτότητα μέσα από τον λαϊκό πολιτισμό και το ενδιαφέρον για το Άγιο Όρος είναι ιδιαίτερα έντονο. Έτσι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επισκέφτηκε το Όρος χάριν προσκυνήσεως αλλά δεν βρήκε την πνευματικότητα που περίμενε, οπότε δεν επέστρεψε ποτέ ενώ ο συνονόματος και συμπατριώτης του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης που έγινε μοναχός περιγράφει με θαυμασμό τους μοναχούς που γνώρισε εκεί. Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης ως ταξιδιώτης ανταποκριτής εντυπωσιάζεται από τα μοναστήρια και το τοπίο και περιγράφει: «Είναι τόσο ψηλή κι απότομη η κορυφή του Άθωνα που λησμονεί κανείς ότι είναι άπτερο δίποδο  και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα γης και ουρανού.» Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προσεγγίζει με εικαστική ματιά αποτυπώνοντας μαρτυρίες και τη δική του αντίληψη με άξονες τον ασκητισμό, την τέχνη και τη φύση. 

Ξεχωριστή προσέγγιση αυτή του Νίκου Καζαντζάκη που λαβωμένος από πνευματικές ανταρσίες και μεταφυσικές έννοιες συνάντησε τον Άγγελο Σικελιανό. Σαράντα μέρες κράτησε η περιοδεία τους στο Άγιο Όρος, γεμάτη ενθουσιασμό, αγωνία και αγαλλίαση. Πως ο Θεός υπάρχει κάτω από κάθε προσωπίδα δεν έχουν καμιά αμφιβολία- Διόνυσος, Χριστός, Ηρακλής- δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία. Το μέγα δέος, η μόνη επιτρεπτή αμφιβολία είναι αν θα μπορέσουν να στήσουν ένα ναό στη δόξα Του αντάξιο, σ εκείνον και στην πίστη τους. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας σκέφτεται τη θεοποίηση της ανθρωπότητας και οι λέξεις άνοδος και κάθοδος επαναλαμβάνονται στα κείμενα του συνέχεια. «όλη η αγωνία του ήταν πως θα μπορέσει να σώσει τον Θεό μέσα του, δηλαδή να σωθεί ο ίδιος μέσα στον Θεό. Ολοένα παλεύει με τον Θεό στο πλάι του, με τον Θεό αντίκρυ του.» Συσχετίζει την άνοδο του Ιησού στον Γολγοθά με την δική μας άνοδο και την προσπάθεια μας να γίνουμε πραγματικοί άνθρωποι. «Να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα ματωμένα του χνάρια. Να το χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου – να φτάσουμε κι εμείς- εκεί που ο υιός της σωτηρίας έφτασε τον Χριστό». Όμως ο Καζαντζάκης μόλις έφυγε από τον Άθωνα βρέθηκε ξανά ολομόναχος, πολλά ερωτήματά του είχαν μείνει αναπάντητα. Νιώθει πως η πραγματική κατοικία του Χριστού δεν είναι η μοναχική ή η ασκητική και το πραγματικό μοναστήρι δεν πρέπει να βρίσκεται σ ένα απόμερο μέρος. Ο Χριστός υπάρχει μέσα στον κόσμο, παρών με συνεχή τρόπο , στη διάθεση αυτών που τον έχουν ανάγκη. Είδε τους μοναχούς φοβισμένους και μόνους αλλά τους ασκητές σαν τους πιο μεγάλους αγίους. Από τη σοφία των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους συγκράτησε τη μυρωδιά από τους μουσμουλιές που άνθιζαν στην είσοδο της βιβλιοθήκης. Ο θεός δεν είναι στα μοναστήρια του Άθωνα αλλά στη φύση και στη ζωή.

Μαζί του στο ταξίδι ο Άγγελος Σικελιανός. Οι δυο  τους σκόπευαν να ιδρύσουν ένα μοναστήρι κοσμικό για να ενωθούν τα μέλη της διασπαρμένης ανθρωπότητας. Ο Σικελιανός είδε το προσκύνημα στο Όρος ως αυτοδιδαχή και αυτοπαιδεία και αξιοποίησε τα βιώματά του στην ποίηση του, εκχριστιάνισε τη ψυχή του αποκτώντας συνείδηση της γης, της φυλής και της πίστης των πατέρων του.

Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο διάστημα 1920-1940. Η αποσταθεροποίηση των συνθηκών του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η άνοδος του φασισμού και του κομμουνισμού θα επηρεάσουν και την Ελλάδα στο κρίσιμο αυτό διάστημα. Ο πόλεμος και η μικρασιατική καταστροφή, το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας,  η πολιτική και κοινωνική αστάθεια θέτουν για τους λογοτέχνες ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Οι περισσότεροι θα στρατευτουν σε πολιτικούς αγώνες και ο θαλασσόβρεχτος Άθωνας γίνεται καταφύγιο για εκείνους που έβλεπαν εκεί τη συνέχεια της φυλής. Η φυγή με τη μορφή του ταξιδιού σε μέρη άγνωστα υπόσχεται γνώση, επικοινωνία, εμπειρία και δημιουργία. 

Ο Φώτης Κόντογλου ως λογοτέχνης και ταυτόχρονα ζωγράφος αποτελεί τον ιδανικότερο προσκυνητή. «οι λιγοστοί που νιώθουν τον κόσμο όπως τον νιώθω εγώ, ας έρθουν μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που είναι η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο Θεός, απλά και βλογημένα, εκεί που δε βιάζεται κανένας, μήτε έχει ταραχή στο μυαλό του γιατί δεν τρέχει να πιάσει τον διάβολο να τον βάλει στο μπουκάλι.» Ο Κόντογλου ανεβαίνει στο Άγιο Όρος σπρωγμένος από φυσική αγάπη προς την άγρια φύση και τις περίεργες περιπέτειες. Ενθουσιάζεται από την τέχνη και παίρνει αντίγραφα έργων. 

Ο ίδιος σημειώνει «Τότε που πρωτοπήγα στο Όρος ήταν άνοιξη. Τσακισμένος όπως ήμουν από την προσφυγιά, σαν να ξαναγεννήθηκα. Έλαχε να βρω τρεις πατριώτες μου κι έζησα μαζί τους μια ζωή, που ακόμα τη θυμάμαι και κλαίω γιατί βάσταξε τόσο λίγο». Πίστευε ότι ο Ελληνισμός κι η Ορθοδοξία θα γίνουν τα αντίβαρά στην απώλεια των εδαφών της Μ. Ασίας και στο Όρος βίωνε τη μυστική ουσία του ορθόδοξου ασκητισμού.

Ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Βέλμος στον Άθωνα θα αναζητήσει τη φύση, θα ψάξει τον εαυτό του για να συμφιλιωθεί μαζί του, θα είναι το καταφύγιο του στην ταραγμένη εποχή του Μεσοπολέμου. Περιγράφει ο ίδιος «Εδώ μένω σαν ερωτευμένος μα σαν ερωτευμένος που βλέπει ό,τι θέλει και που φαντάζεται ό,τι θέλει και που ξεχνά, ξεχνά. Κι ό,τι ξαναθυμάται το θυμάται αλλιώς. Εδώ που το κοράκι είναι αγαπητό σαν το περιστέρι και το ψωμοτύρι το χαίρομαι σαν κανένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Χαμηλά στη ρεματιά και ψηλότερα απ’ τις χώρες τόσα μέτρα…», «Άρχισα πια κι εγώ να αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου και να τον καμαρώνω γιατί καταλαβαίνει ότι χρειάζεται γνώση και καρδιά μαζί για να το καταλάβουμε και μου ρχονται δάκρυα στα μάτια για Αυτόνε που μου μαθε την άρνηση του κακού, που με λευτέρωσε από τόσα και τόσα και μ έφερε ύστερις από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη διάθεση».

Ο Τάκης Παπατσώνης, ποιητής και διανοούμενος της γενιάς του Κώστα Καρυωτάκη και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γλωσσομαθής και πολυταξιδεμένος, γνώρισε κατά την πολύμηνη παραμονή του στον Άθωνα πολλές φορές την αγωνία της ψυχής και του σώματος. «Μεσάνυχτα Σαββάτου με Κυριακή, Ανάστασης ημέρα. Σημαίνει στη γαλήνη της νύχτας ο όρθρος του Πρωτάτου, ο όρθρος του Κουτλουμουσίου, ο όρθρος της Σκήτης του Αγίου Προδρόμου. Ετούτη τη μουσική των όρθρων πως να μη την πω, να μην την ξαναπώ. 

Να καταλήξει όλη ετούτη η κίνηση στη Θεία Λειτουργία της αυγής. Όντως μεγάλη, μεγαλότατη ημέρα θα ξημερώσει. Εδώ πέρα μόνο στο Όρος το κατανοείς. Βγαίνω κι εγώ ταπεινός και διπλωμένος στην αναπεταξιά μου. Και που να πετάξω σε τέτοια φωταυγή υψώματα της τραγικής της πίστης.»

Ο Κώστας Ουράνης, δημιουργός μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, στο ταξίδι του αφήνεται να ενωθεί με τη φύση αλλά στις λειτουργίες νιώθει να απουσιάζει η πνευματικότητα. Προειδοποιεί πως «δεν θα βρείτε εκεί όπως στα καθολικά μοναστήρια ούτε σοφούς ούτε θεολόγους που κινούνται σε πνευματικές σφαίρες…ούτε ανθρώπους που να λιώνουν σαν κεριά από την έκσταση ή την ανησυχία της μυστικοπάθειας. Το πνεύμα του κατηχισμού και της φιλανθρωπίας λείπει…αλλά οι πιο σεβάσμιοι άνθρωποι του Όρους, εκείνοι που διαιωνίζουν την ασκητική παράδοση των πρώτων αναχωρητών ζουν στα Καρούλια».

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, επισκέφτηκε στα 25 του χρόνια από περιέργεια το Άγιο Όρος αναζητώντας την ενότητα του χρόνου, και φαίνεται πως κατανόησε το ρόλο της Εκκλησίας στη σωτηρία του κόσμου, αφού επισκέφτηκε συνολικά το Όρος 94 φορές. Όταν είναι εκεί προσπαθεί να ζει σαν μοναχός: νηστεύει, προσεύχεται, υπακούει, στιλβώνει τη θήκη των αγίων λειψάνων και μαγεύεται από τη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών. Ο Πεντζίκης αγαπούσε το Άγιο Όρος και τους μοναχούς, γιατί βιώνουν το θείο Έρωτα. Γράφει ο ίδιος « εγώ πείσθηκα για το Άγιον Όρος όχι γιατί είναι καλοί ή κακοί οι αγιορείτες ούτε γιατί συνεχίζουν τη βυζαντινή παράδοση αλλά γιατί μια μέρα μπαίνοντας τυχαία στην εκκλησία την ώρα που κοιμόντουσαν οι περισσότεροι κατάλαβα ότι η εκκλησία είναι η παστάς και οι καλόγεροι πηγαίνοντας στην εκκλησία δεν ζούσαν παρά μόνο τον θείο Έρωτα. Ο Έρως είναι η ευτυχία, οι αγιορείτες είναι ευτυχισμένοι γι αυτό το λόγο.

Την ίδια περίοδο  ο Νίκος Κάλας, υπερρεαλιστής και μαρξιστής στοχαστής, θα προσπαθήσει να τραβήξει τον άνθρωπο από κάθε απομόνωση καταγγέλλοντας τον μοναχισμό. Οι μοναχοί για αυτόν «είναι αλλόκοτοι, τρελοί, χτυπημένοι από απανωτά αστροπελέκια, σταυρωμένοι μακριά από τα ανθρώπινα, κοντά σε μαρμαρωμένους σταυρούς που φυλάγουν νεκρούς, στο Όρος που γεννιούνται και πεθαίνουν νεκρά μοναστήρια.»

Το Σεπτέμβριο του 1940, παραμονές του πολέμου,  επισκέφτηκε τις μονές του Αγίου Όρους ο κερκυραίος καθηγητής ιστορίας και βυζαντινολογίας Ανδρόνικος Τζώρας. Γέννημα της επίσκεψής του ήταν το βιβλίο «Ξωτική πολιτεία», τίτλος που μας προδιαθέτει για τη στάση του προς το Άγιο Όρος. Εκεί ο συγγραφέας αναρωτιέται για την ματαιότητα του πολέμου ενώ οι αναμνήσεις του θα αποτελέσουν παρηγοριά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. «Το ξωτικό τοπίο σε φέρνει σε ρεμβασμούς. Λησμονάς το χθές, το πικρό, το άσχημο και ζεις εδώ, ζεις ανάμεσα σε ουρανό και γη μεταρσιωμένος, βυθισμένος σε ρεμβασμούς. Από δω πάνω το μοναδικό θέαμα μιας σεληνοφώτιστης νύχτας, ψηλά στο βουνό, στην ερημιά, μέσα στα έλατα, σ’ ένα ξωκλήσι, πλάι σε μια πηγή που κελαρύζει αδιάκοπα είναι κάτι που πρέπει να απαθανατίσουμε στη μνήμη μας, είναι κάτι που πρέπει να αποθαυμάσουμε». 

Κι αν ο Ανδρόνικος Τζώρας βρήκε καταφύγιο  και γαλήνη, την ίδια περίοδο ο Θωμάς Μαλαβέτας χαρακτηρίζει το Άγιο Όρος ως «πένθιμη πολιτεία». Πήγε για να ανακαλύψει για ποιο λόγο μαχόταν ο ασκητής, για ποιο λόγο έφυγε από τον κόσμο, χωρίς τελικά να μπορεί να δώσει απάντηση. 

«Το Άγιο Όρος, δίνει μια πένθιμη εντύπωση όταν φτάνεις από το θόρυβο του κόσμου ως εδώ. Είναι ατελείωτες οι νύχτες των μοναστηριών, τουλάχιστον για τον ξένο. Πως περνάει μια ολόκληρη νύχτα…Το κοινόβιο είναι η εξαφάνιση του ατόμου. Το σύνολο, μοναρχικά διοικούμενο, κυριαρχεί εκεί. Όλοι δουλεύουν σ αυτό κι απ’ αυτό συντηρούνται χωρίς να δικαιούνται τίποτα ιδιόχτητο.» ο συγγραφέας δικαιολογεί τελικά τις ατασθαλίες των καλογέρων γιατί όπως παραδέχεται «είναι βαριά η καλογερική».

Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής το Άγιο Όρος τέθηκε υπό γερμανική δικαιοδοσία απαγορεύοντας στους μοναχούς να παρέχουν φιλοξενία, να κρύβουν και βοηθούν τους πολίτες που δεν είχαν ειδική άδεια. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους Εξαρτηματικούς, για αυτούς δηλαδή που ζούσαν έξω από τις Μονές, σε Σκήτες, κελιά, καλύβες ησυχαστήρια και καθίσματα, αφού δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα εργόχειρα που έφτιαχναν για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα.  

Το τέλος του εμφυλίου πολέμου θα βρει την Ελλάδα εγκλωβισμένη στο μίσος του ψυχροπολεμικού κλίματος και τους διανοούμενους, τραυματισμένους από τις εμπειρίες του Β παγκοσμίου πολέμου και του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Θα αναζητήσουν την  εθνική ταυτότητα και την κοινωνική φυσιογνωμία του ελληνισμού και θα επικεντρωθούν στις αξίες της λαϊκής παράδοσης και  της ελληνικής επαρχίας. Αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με απαισιοδοξία και παθητικότητα και συχνά αναζητούν τη λύση στη φυγή και στο ταξίδι.

Ο Βασίλης Βασιλικός που έφτασε στο Άθωνα σε μια μεταβατική για τον ίδιον περίοδο ψάχνει να βρει ένα σκοπό «Γιατί ταξιδεύω; γιατί φεύγω; Γιατί γυρίζω;» Έφτασε Μεγάλη Παρασκευή στη Μονή Βατοπεδίου «Η φρίκη του μαύρου και της μοναξιάς πλημμύρισαν τη ψυχή μου. Η φρίκη εξακολουθεί. Δεν υπάρχει τρόπος για να βγω. Βουλιάζω σε μια πολυθρόνα, στο ημίφως. Πως να αντιδράσω;»

Ο Σπύρος Μελάς που διατείνονταν μεταπολεμικά ότι «Η Ελλάδα όλων των εποχών θα μας σώσει και θα μας δείξει τον δρόμο προς τα μπρος κι όχι οι Φράγκοι» περιγράφει την άφιξη του «Το καράβι πλησίαζε να ρίξει την άγκυρα του και ήμαστε γεμάτοι από κάθε τι που μια τόσο αντιφατική και περιπετειώδης εποχή, καθώς αυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μπορεί να υποβάλει, όταν ένα όραμα, Δαντικό, εντελώς απίθανο, μας τράβηξε το βλέμμα: Επάνω στα σκοτεινά κύματα της θάλασσας που κόχλαζε εχόρευαν ελαφρά τα βαρκάκια του Άθω που τα τραβούσαν φαντάσματα με πρόσωπα κίτρινα, του θανάτου, γένεια πυκνά και κυματίζοντα ολόμαυρα ράσα. Καμιά ζωή, κανένας θόρυβος ή βόμβος ζωής». «σε όλη τη γη δεν υπάρχει κατοικημένο μέρος που να πνέει τόση αυστηρότης, τόση κατήφεια, τόση μελαγχολία όσο στις Καρυές». Ο Μελάς νιώθει την ατμόσφαιρα μακάβρια για τους κοσμικούς και έντονη την έλλειψη γυναικών και παιδιών ενώ δεν παραλείπει να καυτηριάσει και την έλλειψη αληθινής ψυχικής και πνευματικής ζωής. 

Ο σπουδαγμένος στη Θεολογία και στη Φιλοσοφία Νικόλαος Λούβαρις σκέφτεται πως «Το θείον ή Άγιον βιούται κατά πολλαπλόν τρόπο υπό της ανθρώπινης ψυχής. Το βίωμα τούτο είναι δέος προς τον Άγνωστον και Υπερδύναμον, τρόμος προς της εις φρίκην εμβαλλούσης δυνάμεως, γοητεία την οποία ασκεί ένεκα του μυστηρίου, που την περιβάλλει, ευγνωμοσύνη δια την αγαθότητα.» 

Το θείο για τον Λούβαρη βιώνεται με την άρνηση του κόσμου, με την απόλυτη στροφή προς τον Θεό ως μοναδική και ύψιστη αξία.   « Η θρησκεία δεν έχει δική της γλώσσα, προστρέχει εις την ποίησιν και την μουσικήν, την ζωγραφικήν και την αρχιτεκτονικήν. Δι’ αυτών αγωνίζεται να δώσει αισθητήν μορφήν εις τα περιεχόμενά της. Εδώ η γυναικεία μορφή εξιδανικεύεται, γίνεται συμπάρεδρος της θεότητας, λυτρώτρια, πηγή εμπνεύσεως και παραμυθίας.» Νιώθει τον μοναχισμό ως την ασίγαστη νοσταλγία του ανθρώπου για τον χαμένο παράδεισο και τη φυγή από τον κόσμο ως μια ψυχική ανάγκη του ανθρώπινου βίου.

Παρόμοια, ο Λάκωνας καλλιτέχνης Κούλης Λαμπαθάς νιώθει πως «Το Αγιονόρος, μ όλα αυτά τα θαύματα που ιστοράνε, είναι γεμάτο μυστήριο. Τ’ άυλο και τ’ αόρατο πλανιούνται στο Όρος. Τίποτα δεν θαύρεις απ’ το δικό μας τον κόσμο που ζει και υπάρχει. Ατέλειωτοι θρύλοι περνάνε από στόμα σε στόμα, για να φτάσουν ως τις μέρες μας.» Στη Μονή των Ιβήρων γνωρίστηκε με τον γέροντα Αθανάσιο και περιγράφει « σαν τέτοιοι το κράτησαν για να σταθεί λαμπάδα της Ορθοδοξίας και γωνιά του Ελληνισμού στα χρόνια του σκλαβωμού μας. Ποιος θα τους κρίνει γι’ ανθρώπινες αδυναμίες; Τη σάρκα θα παλαίψεις πολύ για την καταπνίξεις. Είναι δυνατός τούτος ο νόμος της φύσης. Ο αγιορείτης καλόγερος παλεύει σ’ όλη του τη ζωή για να πνίξει τούτο τον αιώνιο νόμο. Εμείς δω κάτω θα πρέπει να τους χρωστάμε χάρη για ό,τι φυλάξανε σε μια χιλιόχρονη ζωή. Όσο προκατειλημμένος κι αν είσαι , σαν βγεις στο Αγιονόρος, σαν μιλήσεις μαζί τους, σαν τους ζήσεις και τους γνωρίσεις, θα αλλάξεις.»

 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς επισκέφτηκε τον Άθωνα μετά τον θάνατο της αγαπημένης του. Η οδοιπορία του στάθηκε μια αποκαλυπτική μαρτυρία. Θεωρεί ότι ο μοναχισμός του Όρους είναι η δυναμική κοινωνική πρωτοπορία του εκκλησιαστικού σώματος και η ακτημοσύνη των μοναχών παραμένει το ιδανικό της χριστιανικής γνησιότητας. « Το Άγιο Όρος, όταν νιώσαμε τη βαθύτερη σημασία του, προβάλλει στα μάτια μας σαν μια μεταφυσική εμπροσθοφυλακή της Ορθοδοξίας- η σπουδαιότερη το δίχως άλλο- ταγμένη για να αγωνίζεται στις άκρες του χριστιανικού πνεύματος και να διατηρεί την επαφή με τις μυστικές πηγές της πίστης. Όποια κι αν είναι τα χρέη της Εκκλησίας απέναντι στο εθνικό και κοινωνικό σύνολο, αυτή η πνευματική επαφή δεν θα έπρεπε ποτέ να πάψει να υπάρχει στο Άγιο Όρος ή αλλού. Αν μια μέρα κάθε εμπροσθοφυλακή ατονήσει και η επαφή χαθεί, η «εν τω κόσμω» Εκκλησία θα διατρέξει τον κίνδυνο να μην είναι τίποτα παρά μια ιδιότυπη αποξεραμένη γραφειοκρατία».

Χαμένος παράδεισος είναι και για τον Γιάννη Βασιλείου που νιώθει πως στον Άθωνα θα δει ο επισκέπτης μόνο ό,τι είναι ψυχικά προετοιμασμένος να γνωρίσει. Κατανοεί την απόφαση ηλικιωμένων ανθρώπων να τελειώσουν τη ζωή τους εκεί αλλά αντιτάσσεται στην απόφαση των νέων ανθρώπων να στραφούν στο μοναχισμό. Ο ίδιος εξομολογείται πως παρακίνησε έναν νεαρό δόκιμο μοναχό να ξαναγυρίσει στον κόσμο και νιώθει τύψεις για το «αμάρτημα του», αφού τονίζει αργότερα πως είναι ανάγκη να σταματήσει η ερήμωση και να βρεθεί τρόπος για την ενίσχυση των μοναστηριών για να μην πάρουν την ψυχρή μορφή ενός μουσείου.

 

Παρόμοια ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος περιγράφει «Το Άγιο Όρος δεν είναι μόνο η φύση, η τέχνη, η πίστη, η παράδοση, η ιστορία. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: το νόημα. Αν δεν κάμεις δικό σου το νόημα, ξένος πηγαίνεις και ξένος επιστρέφεις από το Όρος. Αν το κάμεις δικό σου, τα πάντα ξαναβρίσκουν το πραγματικό τους ανάστημα. Υπάρχει μια περιπέτεια του ανθρώπου, μια περιπέτεια ψυχής εκεί, που  έχει αφήσει ζωντανά τα χνάρια της. Κι ένας κόσμος αλλότροπος, ιδιόρρυθμος, ο μεσαιωνικός, ελληνικός κόσμος, σταματημένος στην πιο ελκυστική ώρα, αυτός ο «ένδοξος μας βυζαντινισμός».

«Να τι είναι ο Άθως! Από μακριά ωραίος, από κοντά τρομερός, από πιο κοντά άγιος! Τα Καρούλια έχουν μια ποίηση και μια έκσταση και μια έξαρση που ξελογιάζουν τη φαντασία του ταξιδιώτη σε σημείο που να αισθάνεται ανύπαρκτος, μηδαμινός σ’ αυτή τη ζωή, χαμένος σε λάθος μονοπάτι», μας μεταφέρει από το δικό του ταξίδι ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας, ποιητής και δημοσιογράφος από τη Ναύπακτο.

Το διάστημα της δικτατορίας οι λογοτέχνες προσεγγίζουν τον Άθωνα ως λύτρωση από τη ζοφερή πραγματικότητα. Ο Παντελής Πάσχος αναφέρει ότι η πηγή της χριστιανικής πίστης είναι το Άγιον Όρος. Οι σύγχρονοι άνθρωποι φεύγουν κουρασμένοι από τις πολιτείες και ζητούν τη λύτρωση στον αγιορείτικο ασκητισμό. «απόψε κανείς να μου ζεστάνει δε μπορεί τα κρύα  δάχτυλα εκτός απ΄ το κομποσκοίνι που ένας ερημίτης μου εχάρισε για ευλογία στο φρικτό καρούλι του Άθωνα».

Η μεταπολίτευση θα φέρει νέους θεολογικούς και κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς σε μια Ελλάδα που διαμορφώνει τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη.

«Σήμερα που η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από ανάπαυλα και σκέψη», γράφει ο Ιωάννης Χατζηφώτης, «και προπαντός από επανεκτίμηση των σημερινών πνευματικών αξιών της, ο αριθμός αυτός των μοναχών έχει θλιβερά περιορισθεί και οι φρουροί της πνευματικής ευημερίας της ανθρωπότητας βρίσκουν πως έμειναν οι μισοί. Η μοναδική και πολύτιμη αυτή κληρονομιά βρίσκεται μέσα σε ελληνικό έδαφος. Δεν είναι, παρόλα αυτά, εθνικός αλλά παγκόσμιος θησαυρός με ανυπολόγιστη αξία για όλους μας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η κατανόηση για το είδος της ζωής στο Άγιο Όρος και από την κατανόηση αυτή θα προκύψει μια παγκόσμια παράκληση, για να διατηρηθεί ο Άθως ανέπαφος».

Ο Βάσος Βογιατζόγλου θα μεταφέρει τις δικές του εικόνες «ο καμπανάρης γέροντας ισχνός και κατασκότεινος, μαλλιά λευκά, λευκή γενειάδα, σα ρώσος βογιάρος ή πρωτοχριστιανός ερημίτης της Αιγύπτου. Άγρια χέρια και δασιά, με τα μανίκια σηκωμένα ίσαμε τον αγκώνα, περπατώντας ανάλαφρα, σα να μην ακουμπάει στην γη. Ανηφορίζουμε μαζί τις σκάλες του καμπαναριού. Δοκάρια, τραβέρσες, αντηρίδες, ξύλο που το φαγε ο σάρακας και το νερό, σκάλες που τρίζουνε σε κάθε βήμα, θαρρείς και ξεκολλάνε τα σπλάχνα του ναού κάτω από τα πόδια μας. Ως την κορφή. Σιωπηλές και ακίνητες στοχάζονται οι αρχαίες καμπάνες της μονής. Πελώριες, χαλκοπράσινες, ήσυχες σφίγγες, ξεχασμένες Πυθίες απ’ ‘άλλα χρόνια, με το χρησμό που έκρυψαν στο μουσικό τους μέταλλο οι αιώνες, σημαίνοντας δόξες και πένθη, νίκες και θάνατο, γιορτές και θρήνους και καταστροφές. Παράξενο τούτο το πλησίασμα».



Ο Κώστας Σαρδελής βλέπει την ορθοδοξία διαρκώς μαχόμενη με χίλιους εχθρούς.  « Η Ελλάδα έχει μια τραγικότητα διαφορετική από κείνη της Δύσης. Ο Έλληνας ανέκαθεν ζητά μέσα στον χώρο και στον χρόνο την παραμυθία, την υπέρβαση του χώρου και το χρόνου, του ίδιου του εαυτού του.»

Στον 21ο αιώνα ο Άθως εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης ανθρώπων που τον επισκέπτονται ως πολιτισμικό αντικείμενο, ως θρησκευτικό προορισμό εκπλήρωσης τάματος, ως χώρο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνουμε την ξεχωριστή έλξη που ασκεί διαχρονικά στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το λόγο ή την αφορμή της επίσκεψής τους. Κι εμείς κάναμε  ένα νοερό ταξίδι μέσα από τις φωνές και τα μάτια λογοτεχνών μας, μέσα από τη γλαφυρή γραφή της κ. Ευαγγελίας Δαμουλή- Φίλια. 

                      Ελένη Ερίκη, Φιλόλογος  στο Μουσικό Σχολείο Δράμας και μέλος του Λυκείου των  Ελληνίδων Δράμας. Βιβλιοπαρουσίαση στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Φεβρουάριος 2024

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε.ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

 

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ  

 ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ  ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ  Ε.ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

(6-2-2003)


 

Αγαπητέ Γιώργο,

Ένοιωσα συγκλονισμένος στο άγγελμα του θανάτου σου. Είχα την εντύπωση, ξεχασμένος έτσι όπως ήσουν, από φίλους και συνεργάτες θα σε  είχε ξεχάσει κι ο χάρος.

      Όμως είναι κοινή  η μοίρα  των θνητών το βιολογικό μας τέλος.

 Ένα τέλος που για τους πιστούς συμπίπτει με  το πέρασμα στη Αθανασία. Κι εσύ υπήρξες ένας πιστός χριστιανός.

Γι’ αυτό και όταν ζούσες κοντά μας, υπήρξες ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας καλός χριστιανός, ένας ευγενής και έντιμος  πολύτεκνος οικογενειάρχης ,  ένας καλοσυνάτος, ήρεμος, ψύχραιμος, μεθοδικός  επιχειρηματίας  ένας αξιαγάπητος συμπολίτης .

 Έδινες πάντα  χέρι βοηθείας στον πάσχοντα άνθρωπο. Έγραφες υποθήκες για την αιωνιότητα. Με το χαμόγελο εκείνο το χαρακτηριστικό, με την παιδική αφέλεια  που αντιμετώπιζες  τις παραξενιές της ζωής.

Δεν υπήρξες ποτέ άνθρωπος των νεύρων και της πυγμής, αυτά σου έλειπαν τα είχες αντικαταστήσει με την ευγένεια  του χαρακτήρα σου και την πειθώ των επιχειρημάτων σου.

      Κληρονόμησες μια βιομηχανία με τρεις χαρτοποιητικές μηχανές, την επεξέτεινες με την εγκατάσταση και λειτουργία τριών ακόμη σύγχρονων χαρτοποιητικών μονάδων, κι έδωσες ψωμί σε χιλιάδες οικογένειες που εργάσθηκαν στις εγκαταστάσεις της γιγάντιας βιομηχανίας Ε.Γ. Λαδόπουλος (1.500 Εργατοϋπάλληλοι στο εργοστάσιο Πατρών, 300 εργατοϋπάλληλοι στη Χαρτοποιία Αιγίου και 500 εργατοϋπάλληλοι στη Χαροτοποϊα της Θεσσαλονίκης). Δημιούργησες ένα ακόμη μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα χάρτου τη  «Μ.Ε.Λ.  Μακεδονική Εταιρεία Χάρτου»  στη Θεσσαλονίκη  και  άλλο ένα στην Πάτρα κι ακόμη προχώρησες στην εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της Χαρτοποιίας Αιγίου.

Κάποιοι σου καταλόγισαν  έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων, προσωπικά δεν τους συμμερίζομαι.

        Όμως οι δημοκρατικές παραδόσεις δεν σε έκαναν αρεστό στους Συνταγματάρχες της επταετίας και όταν χρειάστηκες ένα δάνειο όχι απλώς δεν στο έδωσαν, αλλά έστειλαν τις διοικήσεις των τραπεζών να τραβήξουν όλες μαζί στο σκοινί της αγχόνης για τον οικονομικό σου στραγγαλισμό, πράγμα που πέτυχαν με μαθηματική ακρίβεια.

        Αγαπητέ Γιώργο μπορεί να έχασες τα πάντα, και τους λόγους μπορεί κανείς να τους διαβάσει  και να τους ξέρει από όποια οπτική γωνιά κι αν δει το ζήτημα.

 Έκλεισες μια σελίδα της βιομηχανικής και οικονομικής ζωής της πόλης μας, όμως απέκτησες μια ωραία  υπέροχη  πολύτεκνη οικογένεια  με τέσσερα παιδιά όλα με πανεπιστημιακή μόρφωση χρήσιμους και υπεύθυνους πολίτες  που συνεχίζουν την δική σου παρουσία κοντά μας, με το δικό του  τρόπο το καθένα  και από άλλα μετερίζια .

Εμείς που υπήρξαμε συνεργάτες σου, σε ευχαριστούμε για την ευκαιρία που μας έδωσες να μάθουμε πολλά πράγματα κοντά σου, σε  μια βιομηχανία που είχε καταστεί σε Πανεπιστήμιο παραγωγής στελεχών και ιδανικό φροντιστήριο παραγόντων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας μας.

 Καλό σου ταξίδι αγαπητέ μου, η Αχαϊκή γη  που θα σκεπάσει τη σορό σου  ας είναι ανάλαφρη σαν τα φύλλα του φθινοπώρου .

Καλή Αντάμωση  αγαπητέ Γιώργο.

ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΚΑΝΑ-ΑΜΠΕΛΑ: Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

(Oμιλία Μαρίας Ρουκανά-Αμπελά στο Φιλολογικό Βραδινό της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς».)

 


 

Ο εθνικός ποιητής γεννήθηκε σε εποχή που ένας παλιός κόσμος γκρεμιζόταν και άλλος καινούργιος πρόβαινε.. Μέσα σε ατμόσφαιρα ποτισμένη απo λαχτάρα και ελπίδα ελευθερίας αναστήθηκε ο Σολωμός. Όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Αποστολάκης" Στην Ελλάδα λάτρεψαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι τη λευτεριά. Ελλάδα και λευτεριά είναι το ίδιο πράγμα. Ο Διονύσιος Σολωμός είχε κλείσει στην ψυχή του την Ελλάδα και ένιωθε να λαχταράει μέσα του κάθε είδος μεγαλείου…»…Ο Αντώνης Μάτεσις γράφει «Συνέκριναν πολλοί τον Σολωμό προς άλλους ποιητάς, ο Θωμαζέος τον παραβάλλει προς τον Γκαίτε. Είναι μια των  κορυφών και καμιά κορυφή δεν ομοιάζει προς άλλην…». Ο Γκαίτε αν και δεν συμπαθούσε την Ελληνική επανάσταση τον ονόμασε  απροκάλυπτα «Βύρωνα της ανατολής». Ο εθνικός μας ποιητής γεννήθηκε σε εποχή που ένας παλιός κόσμος γκρεμιζόταν και ένας καινούριος πρόβαινε. Η  βενετσιάνικη κυριαρχία έσβηνε και οι δημοκρατικοί Γάλλοι έστηναν στην πλατεία του αγίου Μάρκου το " δέντρο της ελευθερίας " ενώ παντού αντιλαλούσε ο θούριος του Ρήγα "Ως πότε παλληκάρια να ζούμε στα στενά....Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ποτισμένη από λαχτάρα κι ελπίδα ελευθερίας ,αναστήθηκε ο Σολωμός.  Φαίνεται κάπως παράξενο πώς ένα πλουσιόπαιδο, ένα αρχοντόπουλο σαν και αυτόν, παραίτησε της παλιές βενετσιάνικες αρχές, ακολούθησε τα φιλελεύθερα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης, και έγινε ο κήρυκας της λευτεριάς, ο ψάλτης της επανάστασης. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας , Έλληνας ποιητής και αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821.γράφει  «Αν οι συμπολίτες μου  αναφέρουν τους φτωχούς μου στίχους, τούτο το χρωστώ στο Σολωμό. Την πρώτη φορά που διάβασα "τον ύμνο εις την ελευθερία" ποίηση, γεμάτη ενθουσιασμό, αισθάνθηκα ότι μεταφέρθηκε σε άλλη χώρα και άλλη θάλασσα. Ο Σολωμός, είναι ο μόνος ποιητής για τον οποίον μπορεί να καυχηθεί  μια μέρα η Ελλάδα….Και έτσι «Ο ύμνος στην ελευθερία» που τον θαύμασε και αυτός ο μεγάλος Γκαίτε  έμεινε ακλόνητος πάνω στο θρόνο που δίκαια τον ανέβασε»

 Ο εθνικός μας ποιητής γεννήθηκε από πατέρα αριστοκράτη  και από μάνα όμορφη, κόρη του λαού.  Ο επιτυχημένος αυτός συνδυασμός αίματος δυο κοινωνικών, του άρχοντα και του ποπολάρου, δεν είναι άσχετος με το έργο του.

 Το μητρικό λαϊκό αίμα διακρίνουμε στην αγάπη του για την ελευθερία στην ειλικρίνεια του, στην καλοσύνη του, στην θρησκευτικότητά του, στην πίστη του στο θεό. Το πατρικό αρχοντικό αίμα διακρίνουμε στον ορμητικό ανυπότακτο χαρακτήρα του, πείσμα στην τσουχτερή ειρωνεία, στη λατρεία της φύσης. Και του συνδυασμού αυτού λουλούδι αξετίμητο είναι το ποιητικό του έργο. Αγάπη καλοσύνη, πίστη χαρακτηρίζουν την ποίηση του και μέσα σ’ αυτήν πλέκει τους στίχους του για να της δώσει εκείνη την ατέλεστη αισιοδοξία και κείνο το «χαρούμενο φως που πατεί τον Άδη και το χάρο» και κάνει τον κόσμο νέο, όμορφο, αγγελικά πλασμένο. Ο διάσημος ιταλός λόγιος Τομασέο γράφει για τον Σολωμό ότι είναι «ο μόνος έλληνας ποιητής που είναι γνωστός στην Ευρώπη και που τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από το λαό. Όποιος είδε τον Γκαίτε αναγνωρίζει στα χαρακτηριστικά του Σολωμού μια εικόνα του»  Ο ποιητής μας ήταν βαθιά θρησκευτική φυσιογνωμία, αλλά και στο έργο  του. Είναι γεγονός, ότι έχουν ασχοληθεί κάποιοι με την θρησκευτικότητα του μεγάλου επτανήσιου ποιητή, γράφτηκαν ορισμένα έργα για την επίδραση της Αγίας Γραφής στο έργο του, μολονότι ο Δημαράς υποστηρίζει ότι" μας είναι ανεπαρκώς γνωστοί, γιατί δεν έχουν μελετηθεί οι θρησκευτικές πηγές του έργου του". Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Η σχέση του με τη θρησκεία, ήταν καρπός μιας ζωντανής και δημιουργικής πίστης που έτρεφε για τον χριστιανισμό. Οι πληροφορίες από την παιδική του ηλικία αναφέρουν ότι ο κόντε Νικόλας Σολωμός αγαπούσε τα δυο παιδιά του Δημήτριο και Διονύσιο και έλεγε για αυτά «ανατράφηκαν στις αγκάλες μου και σφόδρα τα αγαπώ κατά τους νόμους της εκκλησίας».  Φαίνεται όμως ότι και η μητέρα τους η Αγγελική Νίκλη , η ταπεινή υπηρέτρια στο κοντέικο του Σολωμού ,απλή ρωμιά, τα πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής όπου  ο Διονύσιος πολλές φορές με τη γλυκιά φωνή του έψαλλε το κύριε ελέησον, καθαρά και σταράτα. Χαρακτηριστικά είναι τα λεγόμενα στα γράμματα της « Οι ευχές μου και του αφεντός θεού, να είσαι ευτυχισμένος» ή αλλού «με τη χάρη του Αγίου Διονυσίου, ότι σου γράφω είναι αλήθεια». Στη διαθήκη της έγραφε «. Όταν ο θεός με καλέσει από ετούτην εις την άλλη ζωή, θέλω να ενταφιαστεί το σώμα μου εις τον ναόν της Υπεραγίας των Αγγέλων.»

Ο Δημήτριος ο αδελφός του ποιητή μας διηγιόταν  στον Δεβιάζη ότι ο Διονύσιος από μικρός σύχναζε στο ιερό του ναού της γειτονιάς του. Είχε μάθει τους θρήνους του Ιερεμία ,τα βιβλία του Ιώβ και το Άσμα Ασμάτων ,από το οποίο είχε εμπευστεί πολλά από τα ιταλικά του τραγούδια. Σε μεγαλύτερη ηλικία διάβαζε τον Απόστολο στην Παναγία των Κομούτων. Άλλες πληροφορίες τον παρουσιάζουν έντονα να θλίβεται όταν άκουγε  και διεπληκτίζετο κατά τον Δεβιάζη μετά των βλασφημούντων .Όταν μάλιστα εύρισκε στο έδαφος αντικείμενα σε σχήμα σταυρού, απέφευγε να τον πατήσει το έπαιρνε και το ασπάζετο. Στα 1850 σε μια ψυχική ανάλυση που επεχείρησε στο Σολωμό ο φίλος του Μάντζαρος αναφέρει «Αισθάνεται ζωηρότατη την θρησκεία διότι με τρεις αγάπες τροφοδοτεί την ψυχή του ,με του θεού του πλησίον και πάσης χριστιανικής αρετής. Τον διακατέχουν η αγνότητα η ταπεινότητα η γαλήνη. Κατά τον Ν. Τωμαδάκη, καθηγητή της βυζαντολογίας ο Διονύσιος Σολωμός «συνεκινείτο εκ της παιδικής του ηλικίας από την ορθόδοξον εκκλησία και η Ορθοδοξία τον είχε φέρει πλησίον προς την λόγιαν παράδοσιν» Οι Πρώτοι δάσκαλοι του εθνικού μας ποιητή ήταν θρησκευόμενοι. Ο Aντώνιος Mαρτελάος ο Santo Rossi, καθηγητής της ρητορικής από την Κρεμόνα τον προέτρεπαν στην χριστιανική ζωή, όπως αναφέρει ο  βιογράφος του Σολωμού ο Κανάλε. " εσπούδαζε την αγία γραφή και μεγαλοφωνούσε απ'έξω  τους ψαλμούς  του Δαυίδ."

Αλλά και ο μοναχός Στρατούλης βεβαιώνει ότι" από μικρός - μέχρι τελευταίας του πνοής ήταν αφοσιωμένος εις τον θεόν και μάλιστα από την αποκάλυψη αντλούσε τις ποιητικές του εμπνεύσεις."Το τρισυπόστατο της σολωμικής ποίησης είναι το συναίσθημα της ελευθερίας , η λεπτή και ευαίσθητη επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο,και το θρησκευτικό συναίσθημα Το συναίσθημα αυτό σκιαγραφώντας ο Λινός Πολίτης παρατηρεί: "αυτό που ξεχωρίζει στο Σολωμό πιο πολύ από τις ποιητικές του συλλογές είναι οι βαθιά θρησκευτικότητα και η σταθερή απόλυτη πίστη. Ο Σολωμός ήταν μια βαθιά συνείδηση θρησκευτική που αισθάνεται μέσα στη φύση την παρουσία ενός θεού". Ζούσε ασκητική ζωή μοναχική, μια ζωή που ήταν ελεύθερη από τις βιοτικές μέριμνες, πού εγκλωβίζουν την ύπαρξη στα δίχτυα της βιοπάλης. Ο ίδιος την επέλεξε και γράφει στον αδελφό του Δημήτριο από την Κέρκυρα." . Εγώ την μοναξιά όπου ζω τώρα και κάμποσα χρόνια δεν θα την αφήσω παρά μονάχα όταν αφήσω και τη ζωή.

Ίσα-ίσα πού θα θαφτώ και πιο πολύ μέσα της και αυτό μου δίνει παρηγοριά.". Αυτή  η θεληματική διείσδυση δεν τον έκανε και  απόκοσμο και μισάνθρωπο. Δεν μπορούσε  να δει φτωχό χωρίς να τον ελεήσει. Λέει χαρακτηριστικά ο Καιροφύλας," Δάκρυζε και έπασχε με το παραμικρό. Υπάρχει συνάρτηση θρησκείας και κοινωνικότητας στα έργα του και λειτουργούν ομόκεντρα  και ομοούσια στους στίχους του." Όλη η παιδεία του εθνικού μας ποιητή είναι εμπλουτισμένη  με το θρησκευτικό στοιχείο και λόγω των χριστιανών γονέων του και δασκάλων που είχε αλλά και εξαιτίας της εποχιακής συσπείρωσης γύρω από την εκκλησία σαν παράγοντα  βασικό διατήρησης της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας. Ο Σολωμός δεν θέλει την ανθρώπινη ύπαρξη μόνη της, χωρίς τη βοήθεια του θείου όπως διαφαίνεται στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους «ή στον Ύμνο της Ελευθερίας ‘».Βλέπει τον τύπο του αγωνιστή και το θεό στο πλάι του, όπως ο Διομήδης είχε την Αθηνά δίπλα του. Τα ηθικοπλαστικά προβλήματα του ανθρώπου τα αντικρίζει με πίστη, προσπαθώντας να ισορροπήσει με την ηθική δύναμη το φυσικό με το υπερφυσικό. Δεν έτρεφε μια εξωτερική και φαινομενική ευσέβεια ,αλλά είχε την ηθική συναίσθηση ενός απλού τύπου ορθόδοξου. Θεμελίωσε τη δική του ποιητική πρόταση ζωής στραμμένης σε μια κατεύθυνση ανθρώπινων σχέσεων ,πάντα φιλική προς τον χριστιανισμό «σ’ έναν κόσμο όμορφο αγγελικά πλασμένο». Μεγάλες ιδέες ,μεγάλα αισθήματα διαποτίζουν το έργο του πάντα  μέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής του πίστης .Η αγάπη το αλτρουιστικό συναίσθημα η αγνότητα , η αθωότητα της ψυχής ,η αίσθηση της μετάνοιας η φιλία ,η αμοιβαιότητα θεμελιώνουν τη σολωμική ποίηση. Δεν υπάρχει ποίημα του Διονύσιου Σολωμού που να μην έχει κάποιον χριστιανικό σπινθήρα μέσα του. Ακόμα καί τα απλά τραγούδια του, τα αισθηματικά, που τόσο τα τραγούδησε ο λαός, έχουν έντονη την επίδραση θρησκευτικών κειμένων και ύμνων. Στην χριστιανική θρησκεία δεν βρήκε μόνον θεμέλια γερά και παρηγοριά, μα και πηγές έμπνευσης. Μάρτυρας τα έργα του, η ποίησή του, πού δονείται από θρησκευτικό συναίσθημα και θερμή πίστη. Μελετούσε διαρκώς την Αγία Γραφή και τους υμνωδούς της Εκκλησίας και γι' αυτό η επίδραση του χριστιανικού πνεύματος στο έργο του δεν είναι διακοσμητική χωρίων και προσώπων, αλλά ουσιαστική. Πίστευε ορθά την δογματική της Εκκλησίας και συμβίβαζε την κατά κόσμον γνώση με την πλούσια ενόραση με την οποία έβλεπε τα πέραν τού παροδικού κόσμου, τα αιώνια.
 Στον επικήδειο λόγο του προς τον ποιητή  ο Γεώργιος Μαρκοράς αναφέρει για τη φιλία και το αλτρουιστικό του πνεύμα  «η φιλία  εν αυτώ εκλογή ώριμος ,ήτο ζωηρά ,σταθερά ,ενεργητική. Έκλαιεν εις τον κλαυθμόν του φίλου,ηγάλλετο εις την χαράν του. Εξ’άλλου σαν άτομο ευαίσθητο αν και μοναχικό ,ο ποιητής θέλει τον κόσμο γεμάτο χαρά και καλοσύνη όπως γράφει στο ποίημά του ο Πόρφυρας «νιός  κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης». Η θεοκεντρικότητά του επεκτείνεται σε όλες τις διαστάσεις και τα προβλήματα της ζωής .Ο θεός είναι παρών ,είναι πατέρας, προστάτης ,βοηθό . Η θεοκεντρικότητα του είναι έντονη στο περίφημο ποίημα του «Η Φαρμακωμένη». Στο πρόσωπο της κόρης που αυτοκτόνησε την παραμονή του γάμου της ,βρίσκει την ευκαιρία ο ποιητής να εκδηλώσει τη θεολογική του υποδομή ,αλλά και να εξαντλήσει το μέτρο της αγάπης και της συμπόνιας. Γνωρίζει  βέβαια ότι ο χριστιανισμός δεν ενθαρρύνει τους αυτόχειρες και ότι η αυτοκτονία θεωρείται μέγα αμάρτημα, ένδειξη δειλίας και εγωκεντρισμού απέναντι στη ζωή και ασέβειας και απιστίας στο θεό .Γι αυτό μιλάει «για τα σπλάχνα που μέσα της το κρίμα τους καίνε».

  Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ο ποιητής εξυμνεί την υπομονή και την αξία που εμπεριέχει σαν αρετή και τη θεωρεί δώρο θεού και δείγμα αγαπητικής διάθεσης των ανθρώπων προς το θεό. Λέει χαρακτηριστικά « μεγάλο πράγμα η υπομονή .Αχ μας την έπεμψε ο Θεός .Κλει θησαυρούς κι εκείνη». Στο σημείο αυτό ο ποιητής είναι επηρεασμένος από την Καινή Διαθήκη που μιλάει για το θεό της υπομονής. Ο Θεός και  η πίστη του σ’ αυτόν αποτελούσε μαζί με την πατρίδα  « το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής φύσης» αναφέρει και πάλι στους «Στοχασμούς» στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

Εκθειάζοντας την προς τον Θεό αγάπη του Σολωμού ο μοναχός Στρατούλης βεβαίωνε στον επικήδειο για αυτόν «ότι άγγιζε τα όρια της αγιότητος» .Αυτή η αγάπη του σε συνδυασμό με τη συμπάθεια που έτρεφε στο μοναχικό ιδεώδες το οποίο προσπαθούσε να ζει χωρίς να είναι ιερομόναχος ,φαίνεται ότι τον έκαναν σε ένα ποίημα της ωριμότητας του «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» να βάλει για πρωταγωνιστή ένα ανύπαρκτο συνονόματο του τον ιερομόναχο Διονύσιο. Σ’ αυτό το ποίημα μάλιστα ο ποιητής επαναλαμβάνει την πρόνοια του Θεού, τη δύναμη της προσευχής προς το θεό και τη δέηση προς αυτόν. Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο στην Ελευθερία» με βαθύτατο σεβασμό εκφράζεται για το τέκνο του θεού ,τα ιερά μυστήρια το άγιο χώμα . Στη στροφή 92 αναφέρει :

Αγροικάει τη ψαλμωδία

Όπου εδίδαξεν αυτή

Βλέπει τη φωτογραφία

Στους Αγίους εμπρός αυτή .Αλλά και στη στροφή 389

«Στο αίμα αυτό που δεν πονείτε

Για πατρίδα, για θρησκεία

Σας ορκίζω αγκαλιασθείτε

Σαν αδέλφια γκαρδιακά

Ο Νικόλαος Τωμαδάκης βαθύς γνώστης του Σολωμού έγραφε το 1949:

«Ο εθνικός μας  ποιητής ήταν θρησκευόμενος Έλλην .Εγενήθη ορθόδοξος, ανετράφει εις τους κόλπους της εκκλησίας και ηκολούθησε την πίστη των πατέρων του. Μάρτυς το έργο του, η ποίησις δονείται από θρησκευτικό συναίσθημα». Αλλά και ο Βάρναλης ομολογεί ότι «Ο Σολωμός ήταν θρήσκος και στην ποίηση του υπάρχει ο Θεός ,αυτή η παρηγοριά και η ελπίδα των δυστυχισμένων, η συναισθηματική λευτεριά των ποιητών»

Δεν υπάρχει η αμφιβολία ότι ο εθνικός μας ποιητής εμπνέεται από το τελετουργικό της εκκλησίας και το άγιο βήμα. Τα σήμαντρα ,οι ιερείς οι άγιοι οι εκκλησιαστικές ακολουθίες οι τελετές εμφανίζονται πλειστάκις στο έργο του.

Ο ποιητής μας πίστευε στην αιωνιότητα της ζωής και περίμενε το θάνατο με την ηρεμία της βεβαιότητας που θα κερδίσει τον παράδεισο. Απογοητευμένος πολλές φορές στη ζωή του από τις διάφορες περιπέτειες αναζητούσε ένα άλλο κόσμο.. «Είμαι στην Κέρκυρα όμως η ζωή μου δεν είναι εδώ» είχε πει στον αδελφικό του φίλο Tomasseo. Σε μια άλλη επιστολή στον αδελφό του  Δημήτρη έγραφε: «Αργά τα έμαθα, εκτός  του κόσμου τούτου».

Σ’ ένα από τα αριστουργήματα του «Ωδή εις Μοναχήν»  ο ποιητής εισέρχεται στον κόσμο του Μυστικισμού και εκτός από την προτροπή προς τον μοναχικό βίο ,δίνει την προσωπική του μαρτυρία για τη μέλλουσα ζωή και την ανάσταση. Τίποτε άλλο αν δεν είχε γράψει ο Σολωμός, γράφει ένας κριτικός του, θα αρκούσε μόνον αυτό το περίφημο υμνολόγημά του "Εις Μοναχήν", για να του χαρίσει τον τίτλο του αληθινού ποιητή της θρησκείας. Σ' αυτό το ποίημα εκδηλώνεται μέχρι μυστικισμού η θρησκευτικότητα του ποιητή είναι το πιο εκκλησιαστικό του ποίημα. Αναφέρεται σε μια νέα, την Άννα Μαρία Αναστασία Γουράτο Γεωργομήλα, όταν ντύθηκε το αγγελικό σχήμα της Μοναχής στο μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου στην Κέρκυρα, στις 18 Απριλίου 1829. Σε λίγες στροφές ο Σολωμός κλείνει όλον τον γύρο της συνειδητής θρησκευτικής ζωής, όπως ταιριάζει σε έναν πιστό Χριστιανό και μάλιστα σε έναν Μοναχό ή Μοναχή. Και καταφέρνει σε αυτό το ποίημά του, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ύμνος της μοναχικής ζωής, με στίχους πού λαμποκοπούν από ομορφιά και ζωντανεύει αυτόν τον κύκλο της ζωής επειδή και ο ίδιος είχε ιδιαίτερη ευαισθησία προς  το μοναχικό σχήμα. Ο ποιητής σ’ ένα μεγαλόπρεπο όραμα, όπου ο ναός μεταβάλλεται σε ουρανό, καθώς οι άγγελοι κατεβαίνουν από το θρόνο του Άπλαστου και κρυμμένοι στο σύννεφο του μοσχολίβανου παρακολουθούν την είσοδο στην εκκλησία της νέας μοναχής, βρίσκει την ευκαιρία να αντιπαραθέσει τη γαλήνη και ευτυχία της μοναχικής ζωής στην τρικυμία και δυστυχία της κοσμικής:

"Γι' αυτό θα περάσουν τα χρόνια και οι καιροί και η Μούσα θα κτίση στην Ελλάδα ναούς και λειτουργούς  θά' βρει αγνότερους και πιο άξιους, πιο ξακουστούς κι ακόμα ο Σολωμός θα στέκεται στην κορφή…", όπως είπε ο Κ. Παλαμάς.

Κυρίες και κύριοι πιστεύω ότι έγινε φανερό από όσα προαναφέραμε για την προσωπικότητα και την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού ότι ο ποιητής εκκινούσε από ένα και μοναδικό κέντρο ,το θεό και γύρω από αυτό δομούσε τη ζωή ,τη σκέψη του ,το θάνατο Τα ποιήματα του έμειναν φανερώματα θρησκευτικής ομολογίας ,μαρτυρίες βιωμάτων  και εμπειριών ,που πηγή τους είχαν τη χριστιανική πίστη και ζωή. Θα ήθελα να κλείσουμε την αποψινή παρουσίαση με τα λόγια που έκλεισε τον επικήδειο του στο Σολωμό , ο πιστός του φίλος  Μαρκοράς

«Χριστιανοί , ας επαναλάβουμε την ευχήν , η αμίαντος ψυχή του Διονυσίου μας, θεία ευσπλαχνία, είθε προπεμφθή εις τας περιλαμπείς και τερπνάς σκηνάς της δροσοβόλου προσδοκίας , από τας οποίας  εν τη φοβερά ημέρα  της κρίσης ,να εγερθεί ασφαλής εις τον ήχον της τρομερής προσκλήσεως»

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΜΠΑΤΖΗΣ: Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΟΓΟ

Γιώργος  Αμπατζής  Δικηγόρος επί τιμή-Συγγραφέας     

 

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ   ΑΝΑΜΕΣΑ  ΣΤΟ  ΜΥΘΟ  ΚΑΙ  ΣΤΟ  ΛΟΓΟ

 


 

(Ομιλία στον κύκλο των φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών   που γίνονται στη Στέγη Γραμμάτων «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

και με τη συνεργασία της  τη Δευτέρα 26η Φεβρουαρίου 2024 )

                

Όπως θα διαπιστώσατε ο τίτλος της εισήγησης μου προδιαθέτει για ένα σοβαρό , θα έλεγα βαρύ, θέμα. Εγώ θα προσπαθήσω να το κάνω πιο ελαφρύ επιστρατεύοντας τους μύθους  ,τα παραμύθια. Παραμύθια όμως  πού είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η ρίζα της ανθρώπινης ζωής .Και τόσο αληθινά όσο η ρίζα της ανθρώπινης ψυχής .Παράλληλα όμως είναι και τόσο επίκαιρα και ζωντανά  όσο αυτή η στιγμή που μιλάμε.

Ας αρχίσουμε με το ερώτημα. Τι είναι Μύθος. Είναι μία φαντασίωση, μία ψεύτικη κατασκευή που πολύ απέχει από την αλήθεια και την πραγματικότητα? Αυτά μας λέει η συμβατική γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή  .Είναι όμως έτσι? Η μήπως ο μύθος είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό με το οποίο αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε? Το γεγονός ότι οι πιο μεγάλοι φιλόσοφοι της ανθρωπότητας ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την ερμηνεία των μύθων καταδεικνύει την τελευταία αυτή διαπίστωση. Ότι  δηλαδή ο μύθος εκφράζει τις πιο βαθιές αλήθειες της ανθρώπινης Ψυχής.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεμελιωτές της Ψυχανάλυσης και της Ψυχολογίας του Βάθους στην σύγχρονη εποχή  ο Φρόϊντ και ο Γιούνγκ στους μύθους ακριβώς  και μάλιστα στους μύθους της αρχαίας Ελλάδας στήριξαν τις θεωρίες τους.

Ένας από τους σπουδαιότερους επιστήμονες στον τομέα της Ψυχιατρικής , ο καθηγητής Δημήτρης Κουρέτας, έχει υποστηρίξει ότι οι μύθοι , και κυρίως οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι , δεν αποτελούν προϊόντα αχαλίνωτης φαντασίας , αλλά ευρήματα της ελληνικής σκέψης που πάνω τους στηρίχθηκε η σύγχρονη Ψυχιατρική επιστήμη.

Η ιδιομορφία όμως του Μύθου είναι ότι αυτός δεν είναι γραμμένος στην καθημερινή γλώσσα, αλλά στην συμβολική γλώσσα, δηλαδή στην γλώσσα που έχουν γραφτεί τα παραμύθια και η ποίηση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μάθουμε αυτή τη γλώσσα αν θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημά του. Να βρούμε το κλειδί εκείνο που θα μας οδηγήσει στην αποκρυπτογράφηση των συμβόλων του και στις ιδέες που αυτός θέλει να μας μεταφέρει.

Το γεγονός ακριβώς αυτό ,το ότι δηλαδή ο μύθος είναι γραμμένος στην συμβολική γλώσσα, αποτελεί και το μεγάλο του πλεονέκτημα. Και αυτό διότι μέσα από αυτή τη γλώσσα μπορεί να εκφράσει συναισθήματα, ιδέες και καταστάσεις που δεν μπορεί να εκφράσει η τρέχουσα γλώσσα, που είναι η γλώσσα της λογικής. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι  όλα αυτά τα συμβάντα που εκφράζει ο μύθος δεν είναι περιεχόμενα της συνείδησης ,αλλά του ασυνειδήτου. Του πιο πλούσιου περιεχομένου της ανθρώπινης Ψυχής ,το οποίο αρνείται πεισματικά να βγεί στην επιφάνεια χωρίς να υποβληθεί κανείς σε μια ειδική ψυχαναλυτική διαδικασία. Και είναι τόσο μεγάλος ο  γνωσιακός πλούτος που  ενυπάρχει στο ασυνείδητο ώστε, όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί , αν ο όγκος της ανθρώπινης γνώσης παρομοιαστεί με ένα παγόβουνο που επιπλέει στην θάλασσα, μόνο το ένα όγδοο αυτού που είναι ορατό πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζεται συνείδηση, ενώ τα επτά όγδοα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια είναι εκείνο που αποκαλούμε ασυνείδητο.

Να συνδέσουμε τώρα το μύθο με την ψυχανάλυση, όπου ως ψυχανάλυση νοείται η μέθοδος εκείνη που έχει σαν σκοπό να προσεγγίσει σε βάθος την  ψυχή του ατόμου , προκειμένου να φωτίσει τα βαθύτερα κίνητρα και τις αιτίες της συμπεριφοράς του,τα οποία κρύβει καλά όχι μόνο από τους τρίτους αλλά και  από τον ίδιο τον εαυτό του.Και ο λόγος που τα κρύβει είναι διότι τα κίνητρα αυτά της συμπεριφοράς του περιέχουν έναν αρνητισμό , ο οποίος αν φανερωνόταν θα οδηγούσε στην συντριβή του ψυχισμού, αλλά και στην  απαξιωτική εκτίμηση από τους τρίτους.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η στενή συγγενική σχέση μεταξύ Μύθου και Ψυχανάλυσης. Και τα δύο πηγάζουν από την ίδια κοινή ρίζα που είναι το ασυνείδητο.Αλλά από την ίδια αυτή ρίζα προέρχονται  και τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην ψυχανάλυση , δηλαδή το όνειρο και ο ελεύθερος συνειρμός. Με τα δύο αυτά μέσα μας δίδαξε ο Φρόϊντ γίνεται δυνατή η προσπέλαση στα ψυχικά αυτά φαινόμενα, τα οποία διαφορετικά θα παρέμεναν απόκρυφα και επομένως άγνωστα  για τον άνθρωπο.

Ποια είναι τώρα η σχέση του Μύθου με τον Λόγο.

Όπως έχει με πειστικότητα υποστηριχθεί από πολύ σημαντικούς στοχαστές η μυθική σκέψη δεν μας προσφέρει μόνο εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους. Αντίθετα εμπεριέχει και ένα στοιχείο αιτιότητας , δηλαδή εμπεριέχει και σκέψη, και επομένως   και μία λειτουργία του Λόγου.Αυτός ο Λόγος μέσα στον Μύθο προβάλλει συχνά με έντονο τρόπο στους αρχαίους ελληνικούς μύθους , λόγω της σαφήνειας και της οξύτητας της σκέψης των Ελλήνων.Στους μύθους αυτούς παρατηρούμε ότι άλλοτε η διάνοια υπερτερεί της μυθοπλαστικής φαντασίας και άλλοτε η φαντασία υπηρετεί τη νόηση.

Με τα παραδείγματα που θα σας αναφέρω από την ελληνική μυθολογία θα διαπιστώσετε την άρρηκτη συνέχεια που  στο ψυχικό επίπεδο συνδέει εκείνη την παλαιά εποχή με την σημερινή.Είναι σαν μία αόρατη αλλά ατσάλινη κλωστή να ξεκινάει από αυτό το μακρινό παρελθόν και, διατρέχοντας τον κυματισμό του χρόνου,να φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Ας αρχίσουμε τώρα από τα παραδείγματα που θα σας αναφέρω από την αρχαία ελληνική μυθολογία. 

Το πρώτο παράδειγμα αναφέρεται στον  διαμελισμό του Διόνυσου από τους Τιτάνες. 

Ο διαμελισμός αφορά τον Διόνυσο Ζαγρέα ,ένα από τα πολλά επωνύμια του Διόνυσου , γιού του Δία και της Περσεφόνης , ο οποίος θεωρείται και ο “πρώτος Διόνυσος” και ο Δίας τον προόριζε για την διαδοχή και την κυριαρχία στον κόσμο.

Κάποτε ο Δίας υποχρεώθηκε να απουσιάσει για ένα ταξίδι και για να προφυλάξει τον γιό του ,που ήταν τότε μικρό παιδί,από την ζηλότυπη μανία της Ήρας ,εμπιστεύθηκε το παιδί σε έμπιστους φύλακες τους Κουρήτες.Ηταν οι ίδιοι που φύλαγαν τον Δία στο λίκνο του στο άντρο της Ιδης στην Κρήτη. Η Ήρα όμως διέταξε τους προσωπικούς της ακολούθους , τους Τιτάνες , να σκοτώσουν το παιδί.Πράγματι αυτοί ,αφού το ξεγέλασαν με διάφορα παιχνίδια που του έδωσαν,του επιτέθηκαν και , σύμφωνα με μία άποψη , καταβρόχθισαν τις σάρκες του ωμές ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη κομμάτιασαν το σώμα του και το έφαγαν , αφού προηγουμένως το έψησαν.Η θεά Αθηνά όμως πρόλαβε και έσωσε την καρδιά του,  η οποία επάλλετο ακόμα και από τότε έλαβε το όνομα Παλλάς. Ακολούθως την έκλεισε σε ένα ξόανο που του φύσηξε ζωή και έτσι ο Διόνυσος έγινε αθάνατος. Μόλις επέστρεψε ο Δίας και πληροφορήθηκε το ανοσιούργημα των Τιτάνων οργίστηκε και τους κατακεραύνωσε με αποτέλεσμα να γίνουν στάχτη.

Από τις σάρκες των Τιτάνων που κάπνιζαν ακόμα και που η τσίκνα τους κατέκλυσε ολόκληρη τη γή γεννήθηκε το δικό μας γενος των ανθρώπων , ένα γένος μικτό και άχαρο.

Η ορφική διαδασκαλία μας διδάσκει ότι ο διαμελισμός αυτός του Διονύσου , που αποτελεί το αρχαιότερο ανοσιούργημα το οποίο συνοδεύει ακόμα και σήμερα την ανθρώπινη φύση , βρίσκεται στην βάση του διχασμού  του ανθρώπινου ψυχισμού.Και αυτό διότι, υποστηρίζουν οι Ορφικοί, από τότε η ανθρώπινη φύση είναι πλέον διφυής και αποτελείται από την αμαρτωλή τέφρα των Τιτάνων , των τέκνων της Μητέρας Γής, και από το θεϊκό στοιχείο το οποίο ενυπάρχει στο σώμα του διαμελισμένου βρέφους που καταβρόχθισαν οι Τιτάνες.Έτσι ο άνθρωπος φέρει εκτός από τα τιτανικά στοιχεία , δηλαδή τα γήϊνα στοιχεία της προσκόλλησης , της άγνοιας και της εριστικότητας, και την ουράνια και αθάνατη φύση του θεού , τη καρδιά του οποίου διέσωσε η θεά Αθηνά.

Ο μύθος , όπως μας παραδόθηκε από τους Ορφικούς, δηλώνει με τον πιο παραστατικό τρόπο την συγκρουσιακή δομή της ανθρώπινης φύσης.Ο διχασμός και ο διπολισμός της ανθρώπινης κατάστασης που χαρακτηρίζεται ως το θεμελιώδες και διαχρονικό γνώρισμα της από τα αρχαία χρόνια έως και σήμερα.Ένας διχασμός  που αποτελεί και την ρίζα της υπαρξιακής του αγωνίας , η οποία διακατέχει και την σύγχρονη κοινωνία μας.

Μου δόθηκε η ευκαιρία σε μία άλλη πρόσφατη εισήγησή μου να αναφερθώ στους μεγάλους σύγχρονους δραματουργούς οι οποίοι εκφράζουν με τα έργα τους αυτήν την υπαρξιακή αγωνία και αφήνουν αδιόρατους αλλά σαφείς υπαινιγμούς για τις αιτίες αυτή της αγωνίας.

Αναφέρθηκα , και θα το επαναλάβω και σήμερα, στο πιο εμβληματικό ,κατά την άποψη μου έργο του Ντοστογιέφσκυ το “Εγκλημα και Τιμωρία” στο οποίο ο συγγραφέας επιλέγει ως κεντρικό ήρωα έναν κυριολεκτικά διχασμένο άνθρωπο , τον Ρασκόλνικωφ., το όνομα του οποίου στην ρωσική γλώσσα σημαίνει τον διχασμένο άνθρωπο. Αυτός επιζητεί έντονα την δικαίωση της ύπαρξής του και την υπέρβαση των εσωτερικών του συγκρούσεων  μέσα από τον φόνο και την επακόλουθη τιμωρία του, την οποία και επιζητεί ως λύτρωση. Αντίθετα στον Κάφκα και στο έργο του “Η Δίκη” ο εσωτερικός διχασμός του ήρωα “Κ” έχει μία εντελώς διαφορετική μορφή  που δεν υπολείπεται όμως ως προς την ουσία της , την ένταση των συναισθημάτων και την ποιότητά τους από εκείνη του Ρασκόλνικωφ. Εδώ ο ήρωας ή μάλλον ο αντιήρωας του έργου είναι ο άνθρωπος που εξοντώνεται κάτω από το βάρος των ενοχών του για πράξεις ,διαθέσεις και βουλήσεις τις οποίες ο ίδιος κυριολεκτικά αγνοεί.Και τις αγνοεί για τον απλούστατο λόγο ότι αυτές είνα καλά κρυμμένες στο υπόγειο του ασυνειδήτου του και δεν επιτρέπεται να βγουν στην επιφάνεια.Όμως από το υπόγειο αυτό στέλνουν το δηλητήριο τους , το οποίο τελικά τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.

Και ο μέσος άνθρωπος της εποχής μας μοιάζει , έστω και σε μικρογραφία, με τους ήρωες των πάρα πάνω μυθιστορημάτων.Αν δεν εκφράζει εμφανή  σαδιστική επιθετικότητα προς τους άλλους ,διότι πιέζεται από τον φόβο των νομικών κυρώσεων ή του κοινωνικού κονφορμισμού, δεν παύει τις επιθετικές αυτές τάσεις να τις διοχετεύει προς του άλλους με τρόπο που δεν αποδοκιμάζεται από το κοινωνικό σύνολο .Σε κάθε όμως περίπτωση  δεν μπορεί να εμποδίσει αυτές τις τάσεις  να επιτεθούν ενάντια στον εαυτό του με την μορφή του ψυχολογικού μαζοχισμού.Και τότε αναδύεται η έλλειψη νοήματος της ζωής και η κατάθλιψη , η οποία κατά του ψυχιάτρους και τους ψυχολόγους,αποτελεί κυριολεκτικά την μάστιγα των σύγχρονων κοινωνιών. Ένας από τους μεγάλους σύγχρονους διανοητές , ο ουμανιστής κοινωνικός ψυχολόγος Εριχ Φρόμμ, υποστήριξε ότι η κατάθλιψη είναι η εκδίκηση της αγέννητης ζωής. Με την ρήση του αυτή εννοούσε ότι τα αρνητικά συναισθήματα που δεν τα προσέγγισε ο άνθρωπος και δεν τα έφερε στο φως, δηλαδή  δεν τα επεξεργάστηκε, αλλά τα καταχώνιασε στα υπόγεια της ψυχής του εκδικούνται στέλνοντας το δηλητήριο τους στην καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου.

Τι μας προτείνει λοιπόν ο μύθος ? Αφού ο άνθρωπος- Τιτάνας έχει μέσα του και ένα κρυφό θεϊκό Εγώ , το οποίο εκφράζεται από την ουράνια και αθάνατη φύση του Διόνυσου Ζαγρέα , μπορεί να υπερβεί τα ελαττώματα της τιτανικής του φύσης και να ανακαλύψει και ταυτιστεί με το θεϊκό αυτό Εγώ. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αυτογνωσίας. Μέσω δηλαδή μιας διαρκούς και επίπονης προσπάθειας να ανακαλύψει και να γνωρίσει εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την ανώτερη φύση της ύπαρξής του και να ταυτιστεί με αυτά .Έτσι θα μπορέσει να θεραπευτεί ο ίδιος από την σύμφυτη με την ύπαρξή του διπολικότητα και να επιτύχει την ενότητα και την ειρήνευση της ψυχής του.

Το δεύτερο παράδειγμα  που θα σας παρουσιάσω  αφορά τον αποκεφαλισμό της   Μέδουσας από τον Περσέα.

Η Μέδουσα ήταν κατά την μυθολογία μία από τις τρεις αδελφές Γοργόνες.Οι άλλες δύο ήταν η Σθενώ και η Ευρυάλη , οι οποίες ήταν αθάνατες , ενώ η Μέδουσα ήταν θνητή. Στο κεφάλι τους αντί για μαλλιά είχαν φίδια , χοντρούς χαυλιόδοντες όπως τα αγριογούρουνα, χέρια χάλκινα και χρυσά φτερά  με τα οποία μπορούσαν να πετάνε. Αυτά τα τρία τέρατα κατοικούσαν στις εσχατιές της Δύσης  κοντά στο βασίλειο των νεκρών. Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως την Μέδουσα είναι τα σπινθηροβόλα μάτια της και το βλέμμα της που ήταν τόσο διαπεραστικό, ώστε οποιοσδήποτε το αντίκριζε μεταμορφωνόταν σε πέτρα.Η φρίκη που προκαλούσε αυτό το βλέμμα δεν περιοριζόταν μόνο στους θνητούς , αλλά περιελάμβανε και τους αθανάτους. Υποστηρίζεται η άποψη ότι αρχικά ήταν ωραία κοπέλα  που μεταμορφώθηκε σε τέρας από την Αθηνά, η οποία οργίστηκε όταν ο Ποσειδώνας την βίασε μέσα στον ναό της θεάς . Έτσι αντί να τιμωρηθεί ο βιαστής θεός τιμωρήθηκε το θύμα του.

Ο Περσέας είναι ο ήρωας εκείνος που ανέλαβε να εκτελέσει τον άθλο του αποκεφαλισμού της Μέδουσας. Για να επιτύχει όμως ένα τόσο δύσκολο έργο χρειαζόταν την βοήθεια των θεών. Πράγματι αρωγοί στην προσπάθειά του αυτή στάθηκαν η Αθηνά και ο Ερμής. Η πρώτη τον εφοδίασε με μία  καλογυαλισμένη ασπίδα ,προκειμένου να μην κοιτάξει κατά πρόσωπο  την  Μέδουσα  και τον συμβούλεψε να χρησιμοποιήσει την ασπίδα ως καθρέφτη και να δει το πρόσωπό της μέσα από τον αντικατοπτρισμό , δηλαδή την αντανάκλαση  του μέσα στην ασπίδα. Έτσι θα απέφευγε το θανατηφόρο βλέμμα της , αφού ο αντικατοπτρισμός του επάνω στην ασπίδα  δεν θα είχε το καταστροφικό αποτέλεσμα της απολίθωσης.  Ο Ερμής επίσης του έδωσε ένα δρεπανοειδές ξίφος , την άρπη, το αρχαίο μυθολογικό όπλο με το οποίο ακρωτηρίασε ο Κρόνος τον Ουρανό, για να αποκεφαλίσει με αυτό την Μέδουσα. Επίσης ο Περσέας εξοπλίστηκε με ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια , ένα μαγικό σάκο , την κίβηση, για να τοποθετήσει μέσα σε αυτόν το κεφάλι της Μέδουσας,και το κράνος του Αδη που τον έκανε αόρατο. Όλα αυτά τα στοιχεία τα αναφέρω γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία του μύθου .Αυτά τα προμηθεύτηκε με ένα έξυπνο τέχνασμα από τις Στύγιες Νύμφες , γνωστές και ως Γραίες, οι οποίες και τα φύλαγαν.

Εφοδιασμένος με αυτά τα   όπλα ο Περσέας  κατευθύνθηκε προς τη Δύση , την χώρα των Υπερβόρειων όπου βρισκόταν η Μέδουσα  και ,ακολουθώντας στις συμβουλές των δύο πάρα πάνω θεών , έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας με ένα μόνο χτύπημα.Λένε μάλιστα ότι η Αθηνά ήταν εκείνη που οδήγησε το χέρι του στον επιτυχημένο αποκεφαλισμό.

Προς μεγάλη έκπληξή του όμως αντίκρισε να ξεπηδούν από το ακέφαλο κορμί της Μέδουσας ένα φτερωτό άλογο, ο Πήγασος,και ένας γίγαντας πολεμιστής ο Χρυσάωρ που κρατούσε στο χέρι του χρυσό σπαθί. Είναι τα δύο παιδιά που συνέλαβε η Μέδουσα όταν βιάστηκε από τον Ποσειδώνα. Στη συνέχεια ο Περσέας έριξε το κεφάλι της Μέδουσας μέσα στον σάκο και ξεκίνησε για την επιστροφή. Οι δύο αδελφές της προσπάθησαν να τον κυνηγήσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα , αφού το κράνος του Αδη που φορούσε τον  έκανε αόρατο. Το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας το πήρε η Αθηνά και το προσάρμοσε στην μέση της ασπίδας της.

                                                          Η Ερμηνεία του Μύθου

 

Ο μύθος αυτός εγκαινιάζει ένα είδος πρωτόγονης ψυχολογίας, αφού με τα σύμβολα που περιέχει φωτίζει και μας δείχνει την πορεία που θα ακολουθήσει στο μέλλον η Ψυχανάλυση και η Ψυχολογία του Βάθους πολλούς αιώνες αργότερα .Αυτό θα συμβεί συγκεκριμένα τον εικοστό αιώνα οταν ο θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής θεωρίας Φρόϊντ ανακάλυψε τα βαθειά εκείνα στοιχεία που συγκροτούν τον ανθρώπινο ψυχισμό, δηλαδή το ασυνείδητο και το συνειδητό.

Κατά τον Γιούνγκ η Μέδουσα, όπως άλλωστε και οι λοιπές γήϊνες, θηλυκές κατά το πλείστον θεότητες,η Εκάτη, η Δήμητρα , η Περσεφόνη , υποδηλώνουν την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής. Είναι τα απωθημένα αρνητικά συναισθήματα , τα λάθη και οι ενοχές που έχουν κυριολεκτικά καταχωνιαστεί μέσα στα βαθειά υπόγεια της ψυχής και τα οποία ο άνθρωπος κυριεύεται από τρόμο στη σκέψη και μόνο ότι απλώς θα τα αντικρίσει.Για το λόγο αυτό ακριβώς το βλέμμα της Μέδουσας παραλύει και απολιθώνει όποιον την κοιτάξει κατάματα, αφού το προσωπείο της εκφράζει στην πιο έντονη μορφή του τον φόβο που συνεπάγεται η απειλή του θανάτου. Διότι η αντιμετώπισή τους οδηγεί αυτόματα στην κατάρρευση όλου του ψυχικού συγκροτήματος και την συντριβή του Εγώ. 

Η σκοτεινή αυτή πλευρά της ψυχής απεικονίζεται στο αποκρουστικό πρόσωπο της Μέδουσας με ζωώδη χαρακτηριστικά, προκειμένου να τονιστεί η άμεση σχέση της με την ίδια την αδιαμόρφωτη φύση , από την οποία φυτρώνει το ασυνείδητο.

Παράλληλα το πρόσωπο αυτό είναι μία απωθητική μάσκα - προσωπείο το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς το συνειδητό Εγώ , που χαρακτηριστικά του στοιχεία είναι η  σαφήνεια και η ενάργεια της μορφής ,στοιχεία που το καθιστούν  προσεγγίσιμο και από την λογική και επομένως γνώριμο και ελκυστικό.

Αυτά τα σκοτεινά βάθη της ψυχής που συμβολίζονται στο μύθο με το φιδίσιο κεφάλι των αναμνήσεων, θα πρέπει να τα προσεγγίσει κανείς με μεγάλη προφύλαξη και κατάλληλη προετοιμασία.Γιαυτό χρειάζεται μία προστατευτική ασπίδα που δείχνει τις εικόνες του παρελθόντος όχι απευθείας , αλλά από μία συγκεκριμένη εσωτερική απόσταση , όπως φαίνονται στον αντικατοπτρισμό του καθρέφτη.Έτσι οι εικόνες αυτές γίνονται υποφερτές. Η απόσταση αυτή συμβολίζεται στο μύθο με τα φτερωτά πέδιλα. Αυτά αποτελούν το ασφαλές εσωτερικό μέρος της ψυχής .

Ο σάκος (η κίβηση) συμβολίζει το εσωτερικό χρηματοκιβώτιο , όπου μπορούν να αποθηκευτούν οι τρομερές αναμνήσεις ,χωρίς να χρειάζεται να έλθουν και πάλι στο προσκήνιο και να πυροδοτήσουν την ανάμνηση του τρόμου.

Η προστατευτική ασπίδα είναι η δύναμη της λογικής που συντονίζεται με το συναίσθημα , η οποία και εξοπλίζει τον άνθρωπο με τη γνώση που χρειάζεται για να εξερευνήσει το άγνωστο μέρος του εαυτού του, χωρίς να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να συντριβεί από το βλέμμα της Μέδουσας.

Ο Περσέας συμβολίζει το Εγώ , το συνειδητό , ως μία αναγνωρίσιμη κυρίαρχη οντότητα της εσωτερικής ζωής . Εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένας ρωμαλέος νεαρός μαχητής με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά εντελώς ανθρώπινα ,σε αντίθεση με εκείνα τη Μέδουσας.

Είναι το συνειδητό Εγώ με τα γνωρίσματα της νεότητας και της ρώμης , τα οποία αποτελούν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συνειδητού Εγώ. Αυτό το Εγώ στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι νέο  σε σύγκριση  με το παμπάλαιο ασυνείδητο,  και ως νέο στοιχείο  στην ζωή συνοδεύεται και από δυναμισμό.

Η κυριαρχία αυτή του Περσέα πάνω στη Μέδουσα συμβολίζει ακριβώς και την κυριαρχία της έλλογης πάνω στην άλογη ψυχική πραγματικότητα. Μία κυριαρχία που δεν  του χαρίστηκε , αλλά κατακτήθηκε μετά από μία επώδυνη πορεία αυτογνωσίας , η οποία τον οδήγησε στην αυτογνωσία , στην απόκτηση του Γνώθι σ'αυτόν.

Οι δύο θεοί που βοηθούν τον Περσέα στο έργο του η Αθηνά , η θεά της γνώσης και της σοφίας , και ο Ερμής  ο θεός της συνειδητότητας ,  είναι στην πραγματικότητα απεικονίσεις των ψυχικών δυνάμεων που κατέχει ο ήρωας και τις οποίες επιστρατεύει , προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Τις δυνάμεις αυτές τις αντλεί από το σύνολο του ψυχισμού του και έτσι εξασφαλίζει στο αδύναμο Εγώ τον δυναμισμό που χρειάζεται για να πραγματοποιήσει τον άθλο που έχει αναλάβει να εκπληρώσει.

Ο Πήγασος , το φτερωτό άλογο που ξεπήδησε από το ακέφαλο κορμί της Μέδουσας συμβολίζει την απελευθέρωση της ψυχικής ενέργειας από τα δεσμά της σκοτεινής πλευράς της ψυχής. Αυτή η  ενέργεια αποτελεί και το θεμέλιο κάθε δημιουργικής παραγωγής από την οποία εκπορεύονται όλα τα θαυμαστά έργα το απελευθερωμένου πλέον ανθρώπου.Ο μύθος στο ζήτημα αυτό μας αφηγείται παραστατικά ότι όταν το φτερωτό άλογο ετοιμαζόταν να πετάξει προς τον Όλυμπο για να συναντήσει τον Δία χτύπησε με την οπλή του τη γη και στο σημείο εκείνο ανέβλυσε η Πηγή των Μουσών ,η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα και βρίσκεται στον Ελικώνα.Από την πηγή αυτή ανέβλυσε νερό και θεωρείται ότι αυτή αποτελεί και την πηγή όχι μόνο της ποίησης , αλλά και κάθε καλλιτεχνικής παραγωγικής φαντασίας.

Ο Περσέας είναι ο καθημερινός άνθρωπος που ανυψώνεται σε ήρωα όταν νικάει τις δυνάμεις του ασυνειδήτου  αντλώντας δύναμη από τον αγώνα του για την κατάκτηση της αυτογνωσίας.

Ο γίγαντας Χρυσάωρ που έχει ανθρώπινη μορφή και κρατάει χρυσό ξίφος στο χέρι, συμβολίζει την αιχμηρή δύναμη η οποία είναι ταυτόσημη με την επιθυμητική ορμή.Είναι η ορμή εκείνη η οποία από την στιγμή που θα φανερωθεί δεν υποχωρεί αν δεν ικανοποιηθεί. 

Είναι η ίδια εκείνη ορμή που οδήγησε την Αθηναϊκή Αυτοκρατορία να μην διστάσει να φερθεί με απάνθρωπο τρόπο απέναντι στους Μηλίους , όπως με συγκλονιστική παραστατικότητα μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης. Είναι η ορμή που στα νεώτερα χρόνια οδήγησε τις Αυτοκρατορίες του εικοστού αιώνα να αιματοκυλίσουν δύο φορές την Ευρώπη και τον κόσμο, προκειμένου να ικανοποιήσουν την άπληστη επιθυμία τους για την απόκτηση νέων κερδών.Ενα αιματοκύλισμα που με τραγικό τρόπο συνεχίζεται στις μέρες μας και στην γειτονιά μας.Είναι ακόμα η άπληστη αυτή επιθυμία που οδηγεί τον μέσο άνθρωπο να τρέχει καθημερινά πίσω από κάθε ευκαιρία που θα του αποφέρει κέρδη  άν και έχει αρκετά για να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες. Και αυτό το κάνει σε βάρος της ποιότητας της ζωής του και της ανάπτυξης του εαυτού του. Ο άνθρωπος αυτός είναι και θα παραμείνει προσκολλημένος στην ύλη. Θα ακολουθήσει τον Χρυσάωρα  στην πορεία του προς τα κάτω, προς τα έγκατα της γής και τις βαθειές πηγές της μητέρας του της Μέδουσας, όπου ο Χρυσάωρ θα γεννήσει πολλά από τα τέρατα της ελληνικλης μυθολογίας, μεταξύ των οποίων τον τρικέφαλο Γηρυόνη και την Εχιδνα.

Εκτός από τους δύο πάρα πάνω μύθους που σας ανέφερα υπάρχουν και πολλοί άλλοι εξαιρετικού βάθους και ουσίας μύθοι , ισάξιοι με τους πάρα πάνω.Θα σας αναφέρω απλά την Αντιγόνη και τον Κρέοντα , όπου η σύγκρουση ανάμεσά τους υποδηλώνει την αιώνια πάλη του ουσιαστικού, του φυσικού δικαίου ,απέναντι στις αυταρχικές εξουσίες.

Επίσης την μορφή του Αχιλλέα στην Ιλιάδα , η οποία ξεκινάει με την οργή του που φουντώνει σε υπέρτατο βαθμό και καταλήγει στην συγγνώμη, στο έλεος απέναντι στον γέρο Πρίαμο , όταν αυτός πήγε να του ζητήσει το νεκρό σώμα του γιου του, του Εκτορα.Είναι μία πορεία εξελικτική μέσα στην εφήμερη ζωή του ήρωα που κατά τους πιο σημαντικούς στοχαστές της εποχής μας, όπως ο Winnicott, θεωρούν ότι αποτελεί το διαχρονικό πρότυπο της εξελικτικής ψυχικής πορείας του κάθε ανθρώπου πάνω στη γή.

Θέλω να κλείσω αυτή την παρουσίαση με έναν προβληματισμό. Μήπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας εγνώριζαν τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής τα οποία εμείς μέχρι πρόσφατα αγνοούσαμε και τωρα μόλις τα προσεγγίζουμε και τα ψηλαφούμε?Μήπως τελικά έχει δίκηο ο Κάρλ Γιούνγκ  όταν υποστηρίζει ότι οι μύθοι, με την λειτουργική σημασία τους, δεν δείχνουν στο παρελθόν αλλά στο μέλλον? Σε ένα σκοπό που δεν έχει επιτευχθεί ακόμα αλλά αναζητείται διαρκώς? Και ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την λυτρωτική αυτογνωσία , όπως μας την έχει παραδώσει ο διαχρονικής αξίας δελφικός χρησμός , το “ Γνώθι σαυτόν”.