ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΝΑΡΟΣ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΚΑΡΝΑΡΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΡΑΔΙΝΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ν.Δ. ΕΛΛΑΔΟΣ
- 14/10/2013 -
ΜΑΡΙΚΑ ΜΠΟΤΣΗ –
ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1944 - 1945
Ο 20ος αιώνας ήταν η
αρχή, το σκαλοπάτι, για τη γυναικεία χειραφέτηση. Στη διάρκειά του ξεκίνησε,
καθιερώθηκε και επιβλήθηκε η εκπαίδευση του γυναικείου φύλου, απ’ την οποία
βγήκαν οι επιστημόνισσες και τα δυναμικά εκείνα στελέχη που ώθησαν την ελληνική
κοινωνία στην ανάπτυξη. Μετά από μακροχρόνιους αγώνες κατάφεραν οι Ελληνίδες να
κερδίσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και σιγά-σιγά να εκπορθούν
ανδρικά κάστρα που για χιλιετίες θεωρούνταν ως αποκλειστικό τους προνόμιο.
Μια από τις πρωτοπόρες που εργάστηκε
για την ανύψωση της γυναίκας, ήταν η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, που η τύχη την
έφερε να είναι η ΠΡΩΤΗ Γυναίκα Δήμαρχος στην Ελλάδα. Τη δύσκολη πορεία της
Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα στην κλειστή και απαιτητική επαρχιακή κοινωνία της
Αμαλιάδος, θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Η γυναικεία
χειραφέτηση είναι κατάκτηση του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και μάλιστα των
τελευταίων δεκαετιών του. Για να φθάσει στα σημερινά της επίπεδα η ισότητα
γυναικών και ανδρών, χρειάστηκαν σκληροί αγώνες από την πλευρά των ελληνίδων
ώστε να ρίξουν τοίχους που είχαν υψωθεί γύρω τους τάχα για την ... προστασία
τους. Η ρήση του Ροΐδη ότι «δύο είναι τα επαγγέλματα που αρμόζουν στις
γυναίκες, το της νοικοκυράς και αυτό της εταίρας» αποτύπωνε τη στάση της τότε κοινωνίας
απέναντι στο μισό πληθυσμό της χώρας μας.
Παρά την εξύψωση
της γυναίκας από τον Χριστιανισμό και την τοποθέτησή της σε ίση θέση με τον
άνδρα, εντύπωση προκαλεί το δημοσίευμα εφημερίδας «Φορολογούμενος» των Πατρών
της 18-4-1875 που ανέφερε ότι «εθεάθησαν παρακολουθούσαι τον επιτάφιον και
γυναίκες, πράγμα σχεδόν παρ’ ημίν πρωτοφανές». Είκοσι χρόνια αργότερα, για
πρώτη φορά το Συμβούλιο της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών αποφάσισε να δεχθεί τη
συμμετοχή και γυναικών στις εκδρομές που πραγματοποιούσε. Έτσι την Κυριακή
4-6-1895 έγινε η πρώτη ιστορική εκδρομή και των δύο φύλων της Αχαϊκής
πρωτεύουσας σιδηροδρομικώς για τη λουτρόπολη της Κυλλήνης.
Πρωτοστάτης στη
δημιουργία του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα και στην προώθηση των δικαιωμάτων
της γυναίκας, ήταν η Καλλιρρόη Σιγανού-Παρρέν. Εξέδωσε την «Εφημερίδα των
Κυριών», την πρώτη γυναικεία εφημερίδα στην Ελλάδα (9-3-1887) στην οποία με
θάρρος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών, αγωνίστηκε για τη χειραφέτησή
τους και την πνευματική και κοινωνική τους εξύψωση. Δήλωνε χαρακτηριστικά: «Η
χειραφέτηση της Ελληνίδος θα πραγματοποιηθή διά της εργασίας» (1887). Λίγο
αργότερα θα γράψει: «Η σήμερον νοσηρά και αναιμική και υπό οργανικών παθήσεων
προσβαλλομένη κόρη ή νέα γυνή, ως εκ του είδους της εργασίας και της
καταχρήσεως των δυνάμεών της, ή δεν θα γίνη ποτέ μήτηρ ή θα κυοφορήση τέκνα
μαρασμώδη και καχεκτικά, προορισμένα εις συνοικισμόν νοσοκομείων μάλλον ή
στρατώνων» (1890). Από το 1894 άρχισε τις προσπάθειές της να πείσει την τότε Κυβέρνηση
για την παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες.
Εκτός της Παρρέν
και άλλες γυναίκες αγωνίστηκαν για την ανύψωση και χειραφέτηση των ομοφύλων
τους. Η Μαρία Σβώλου, η Αύρα Θεοδωροπούλου, η Άννα Τριανταφυλλίδη, η Αθηνά
Γαϊτάνου-Γιαννιού κ.ά.
Ούτε σκέψη για
εκλογικά ή εργατικά δικαιώματα των γυναικών δεν υπήρχε μέχρι τότε. Σε εργατικό
νομοσχέδιο του 1912 τοποθετούνταν οι γυναίκες μαζί με τους ανήλικους
εργαζόμενους, για τον περιορισμό σε 10, των 14-16 ωρών εξαντλητικής ημερήσιας
εργασίας. Η μητρότητα χρησιμοποιήθηκε ως βασικό επιχείρημα προκειμένου να
ληφθούν μέτρα προστασίας της υγείας των εργατριών.
Σε δημοσίευμα
του «Ριζοσπάστη» για τη θέση της εργάτριας, είναι εύγλωττη η συμπεριφορά των
ανδρών εργατών απέναντι στις γυναίκες συναδέλφους τους: «Η θέση της εργάτριας
είναι κατώτερη και εκεί που ούτε μια στιγμή θα ’πρεπε. Σε πολλά συνδικάτα,
ακόμα ίσαμε σήμερα απαγορεύεται η εγγραφή εργατριών, σε άλλα δε, από τα πιο
μεγάλα και τα πιο επαναστατικά, οι εργάτριες έχουν μόνο το ‘’δικαίωμα’’ να
πληρώνουν συνδρομή, χωρίς να εκλέγονται και χωρίς να εκλέγουν. Δεν έλειψαν
ακόμα οι περιστάσεις που οι εργάτες πήραν ανοιχτά αντιδραστική στάση απέναντι
των γυναικών, μη επιτρέποντας την εργασία της γυναίκας-εργάτριας στον κλάδο
παραγωγής που αυτοί εργάζονταν, μονοπωλώντας την εργασία μόνο για τους άνδρες».
Αλλά και στον
δημόσιο τομέα η κατάσταση δεν ήταν ειδυλλιακή. Έντονες αντιδράσεις θα ακουστούν
στη Βουλή αφού κάθε τόσο κάποιος βουλευτής θα προτείνει την απόλυσή τους από
όλες τις δημόσιες υπηρεσίες με κύριο επιχείρημα ότι με τα «καμώματά τους
εμποδίζουν τους άνδρες να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους», ότι είναι
«επιπόλαιες» και ότι ενδιαφέρονται μόνο να «αποκατασταθούν».
Τα αιτήματα των
γυναικών ενίσχυσε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ, είναι η
πρότερη ονομασία του ΚΚΕ), το οποίο στις εκλογές του 1920 ανάμεσα στα άλλα είχε
και το σύνθημα: «Σφυρί, δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι».
Έτσι είχαν τα
πράγματα για τη θέση της Ελληνίδας, όταν το 1921 η Καλλιρρόη Παρρέν
συνεχίζοντας τις προσπάθειές της για την παραχώρηση του δικαιώματος της ψήφου,
συγκέντρωσε υπογραφές και τις υπέβαλλε στην Κυβέρνηση. Ο τότε πρωθυπουργός
Δημήτριος Γούναρης είδε το θέμα ευνοϊκά. Εισηγήθηκε νομοσχεδίου για την ψήφο
των γυναικών το οποίο απορρίφθηκε με 87 ψήφους κατά και 77 υπέρ. Ο μικρός
αριθμός των παρόντων (165) δείχνει πόσο λίγο σοβαρό θεωρούσαν το θέμα οι
αντιπρόσωποι της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης. Μάλιστα ο βουλευτής Καβαλιεράτος είχε
δηλώσει ότι «η παροχή ψήφου στις γυναίκες θα έφερνε ηθική εξαχρείωση».
Στα 1930 είχε
ωριμάσει η ιδέα που καρποφόρησε και οι Ελληνίδες με Νομοθετικό Διάταγμα
απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν (όχι όμως και του εκλέγεσθαι) και μόνο για
τις Δημοτικές εκλογές. Το δικαίωμα αυτό πρώτες το άσκησαν οι Θεσσαλονικιές στις
επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της πόλης τους τον Δεκέμβριο του 1930. Με αυτή
την ψηφοφορία κάνουν την εμφάνισή τους οι γυναίκες στον πολιτικό στίβο, έναν
ολόκληρο αιώνα μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους.
Σε όλη την
Ελλάδα ψήφισαν οι γυναίκες στις Δημοτικές εκλογές της 11-2-1934. Παρ’ όλο που
περίμενε κανείς μαζική προσέλευση, ελάχιστες γυναίκες ψήφισαν αφού οι
αντιδράσεις ήσαν πολλές. Στην Πάτρα ψήφισαν μόνον 68 από τις μόλις 300
εγγεγραμμένες:
Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο από το "Νεολόγο" με τίτλο:
«ΠΩΣ ΔΙΕΞΗΧΘΗΣΑΝ ΑΙ ΕΚΛΟΓΑΙ ΕΝ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ.
Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ. Η ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ. Η ΤΑΞΙΣ
..... Εις το
τμήμα όπου ψηφίζουν αι γυναίκες (23ον, διασταύρωσις λεωφόρου Γούναρη και Αγίου
Γεωργίου) ο δικαστικός αντιπρόσωπος και τα μέλη της εφορευτικής κάθονται με
σταυρωμένα τα χέρια. Κάθε τόσο, σαν κομήτης, εμφανίζεται και από μία ψηφοφόρος
... Κάποιος μάλιστα καλαμπουρίζων είπε και το εξής:
- Βρε παιδιά, τι καθόμαστε. Εδώ, από τον πολύ συνωστισμό απειλούνται
επεισόδια, σύρραξις. Τηλεφωνήστε στη διεύθυνσι αστυνομίας να διπλασιάση την
δύναμή της!!».
Το
1904, ή κατ’ άλλους το 1899, γεννήθηκε στην Αθήνα η Μαρίκα, το 2ο
από τα 7 παιδιά (3 αγόρια και 4 κορίτσια) της οικογένειας Μπότση. Ο πατέρας
της, ο Βασίλειος, ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής από το Βελημάχι της Αρκαδίας
(με απώτερη καταγωγή από την Β. Ήπειρο). Η μητέρα της ήταν η Ανδρομάχη το γένος
Καβαλιεράτου από την Κεφαλονιά.
Από
τα αγόρια ο Αθανάσιος (Νάσος) ήταν δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης των εφημερίδων
‘’Ακρόπολις’’ και ‘’Απογευματινή’’. Στην εφημερίδα συμπαραστάτη είχε τον αδελφό
του Διονύσιο αξιωματικό του Ναυτικού. Ο Αργύρης έφθασε μέχρι του βαθμού του
Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών και διετέλεσε Νομάρχης Αχαΐας (από
5-5-1955 μέχρι 13-2-1963) καθώς και Αττικής και Εύβοιας.
Από
τα κορίτσια η Τούλα είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Βουτσινά, ιδιοκτήτη και εκδότη
της εφημερίδας ‘’Ακρόπολις’’. Μετά τον θάνατο του Βουτσινά, η σύζυγός του
κληρονόμησε τον τίτλο της εφημερίδας και τον μεταβίβασε στον αδελφό της
Αθανάσιο που εργαζόταν εκεί ως δημοσιογράφος. Αργότερα η Τούλα παντρεύτηκε τον
Δημήτριο Λεβίδη, τον Μέγα Αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου. Η Χριστίνα παντρεύτηκε
τον Γρηγόριο Παπαδάκη, μηχανικό στο Υπουργείο Γεωργίας και η Πηνελόπη τον
πρέσβη Δημήτριο Αβραμίδη.
Τη
Μαρία (Μαρίκα) τη συναντάμε το σχολικό έτος 1912-1913 να φοιτά στην Πέμπτη τάξη
του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων!! Ναυπάκτου, γιατί τη χρονιά εκείνη ο πατέρας
της είχε μετατεθεί στη Ναύπακτο. Η ίδρυση Αστικών Σχολείων και Διδασκαλίων
Θηλέων θα ξεκινήσει το 1914. Στη συνέχεια, η οικογένεια περιπλανήθηκε σε πολλές
πόλεις λόγω της φύσης της εργασίας του πατέρα και κατέληξε στην Αθήνα. Εκεί η
Μαρίκα τελείωσε το Δημόσιο Γυμνάσιο και το 1920, μετά από εξετάσεις, εισάγεται
στην Φαρμακευτική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τη χρονιά εκείνη σ’
όλα τα εξάμηνα της Φαρμακευτικής μαζί με τη Μπότση, φοιτούσαν συνολικά 6
γυναίκες.
Από
φοιτήτρια οργανώθηκε στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών που είχαν ιδρύσει το 1919
η Αθηνά Γαϊτάνη-Γιαννιού (πρόεδρος), η Πηνελόπη Χρηστάκου, η Μαρία Χατζημιχάλη,
η Άννα Πετρίδου και η Πετρούλα Τζοβάρα. Οι αρχές του Ομίλου που ήταν
καθαρά φεμινιστικές αλλά και πολιτικές, έδιναν μια άλλη διάσταση στο γυναικείο
κίνημα. Ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών ήταν η πιο πρωτοπόρα έκφραση του
γυναικείου κινήματος. Στα αιτήματά του περιλαμβάνονταν το δικαίωμα της νόμιμης
άμβλωσης, τα δωρεάν μαιευτήρια, η ισότητα στην οικογένεια, η ισότητα στην
εργασία, η κατάργηση της διπλής ηθικής, η εισαγωγή των γυναικών στο δικαστικό
κλάδο κ.ά.
Η
Μπότση υπήρξε δραστήριο μέλος του Ομίλου με πολλές διαλέξεις κοινωνικού και
μορφωτικού περιεχομένου καθώς και επιστημονικού (αλκοολισμός, ναρκωτικά, κ.λπ).
Σε μια διάλεξη μάλιστα για την γυναικεία ψήφο που έδωσε στην αίθουσα της
Εθνικής Λυρικής Σκηνής στα 1922, την τίμησε με την παρουσία του ο μεγάλος Αρκάς
πολιτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Με
την αποφοίτησή της στα 1924 θέλησε να διορισθεί ως φαρμακοποιός στο Νοσοκομείο
‘’Ευαγγελισμός’’. Την απέρριψαν εξαιτίας της δράσης της στον Σοσιαλιστικό Όμιλο
Γυναικών. Η τότε κοινωνία είχε ταυτίσει τους Σοσιαλιστές με τους Κομμουνιστές
γιατί είχαν γίνει επικίνδυνοι με τις επαναστατικές τους ιδέες για το δημοκρατικό
πολίτευμα. Για να μην μείνει λοιπόν χωρίς ασχολία (ήταν δύσκολο και να ανοίξει
φαρμακείο αφού ως κλειστό επάγγελμα προϋπόθετε να έχει άδεια), έκανε εγγραφή
στο Μικροβιολογικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου και πήρε το δίπλωμα της
Μικροβιολόγου. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα Αστρονομίας στο Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών, παίρνοντας και από εκεί το αντίστοιχο πτυχίο. Κατόπιν έγινε
μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων αφού είχαν πολλούς κοινούς στόχους με
τον Σοσιαλιστικό Όμιλο.
Στα
1927 γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Τσαπαλίρα από την Αμαλιάδα που σπούδαζε κι
αυτός Φαρμακευτική στη Αθήνα. Η γνωριμία τους κατέληξε δυο χρόνια αργότερα, το
1929, σε γάμο που έγινε στην πρωτεύουσα.
Η Μαρίκα έπεισε τον σύζυγό της να εγκατασταθούν στην
Αμαλιάδα παρ’ ότι αυτός δεν είχε τελειώσει τις σπουδές του. Ένα πτυχίο, το δικό
της, ήταν αρκετό για να ανοίξουν φαρμακείο. Ήθελε να έλθει στην επαρχία μια ώρα
αρχύτερα για να έχει το πεδίο ελεύθερο, μακριά από την υπόλοιπη οικογένειά της
που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις δραστηριότητές της και προσπαθούσαν να την
αποτρέψουν.
Στα
1932, τρία μόλις χρόνια από την εγκατάστασή της στην Αμαλιάδα, η Μπότση ίδρυσε
τον «Προοδευτικό Σύνδεσμο Γυναικών Αμαλιάδος». Η αναγνώριση του Συνδέσμου έγινε
με την υπ’ αρίθ. 554/1932 απόφαση του Πρωτοδικείου Ηλείας. Ήταν το πρώτο
γυναικείο σωματείο που ιδρύθηκε στην πόλη.
Η
Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα έκανε την έναρξη της δραστηριότητας του Συνδέσμου με
την ομιλία «Νοοτροπία της Εργαζόμενης Γυναίκας» στον κινηματογράφο «Πάνθεον»
της Αμαλιάδας. Όσοι παρακολουθούσαν τις ομιλίες πλήρωναν ένα μικρό χρηματικό
ποσό ως εισιτήριο, που πήγαινε για την ενίσχυση των σκοπών του Συνδέσμου, ο
κυριότερος των οποίων ήταν τα συσσίτια των απόρων μαθητών του Δημοτικού
Σχολείου 3 φορές την εβδομάδα (Δευτέρα - Τετάρτη - Παρασκευή).
Άλλες δραστηριότητες ήταν ο ετήσιος χορός, η ίδρυση Σχολής Ραπτικής για να
μαθαίνουν τα κορίτσια μια τέχνη και η δημιουργία Δημοτικού Σχολείου μέσα στον
Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Αμαλιάδας με δάσκαλο τον ιερέα του Ναού. Το σχολείο
αυτό λειτούργησε σαν ιδιωτικό και σ’ αυτό φοιτούσαν παιδιά που μάζευαν οι ίδιες
από τους δρόμους. Τα πρώην αλητάκια εκτός από γράμματα, μάθαιναν και μια τέχνη
για να ζήσουν και έγιναν καλοί και χρηστοί πολίτες.
Η Αύρα Θεοδωροπούλου ήταν μία από τις πρωτοπόρες
Ελληνίδες του γυναικείου κινήματος. Μεταξύ των δραστηριοτήτων της ήταν η
δημιουργία του «Κυριακού Σχολείου Εργατριών» το 1911. Πάνω σ’ αυτό στηρίχθηκε
και η Μπότση και μέσα από τον Σύνδεσμο Γυναικών ίδρυσε και λειτούργησε και στην
Αμαλιάδα «Κυριακάτικα Σχολεία» για τα φτωχά παιδιά της πόλης.
Η
Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα διετέλεσε μέχρι τέλους της ζωής του Συνδέσμου, το
1936, Πρόεδρός του, τιμώμενη από τα μέλη του για την πολυσχιδή της δράση.
Η Ιταλογερμανική
κατοχή διέκοψε τη δράση του «Προοδευτικού Συνδέσμου Γυναικών Αμαλιάδος». Τα
μαύρα χρόνια της σκλαβιάς έριξαν βαριά τη σκιά τους πάνω από τη μικρή πόλη.
Ήρθε όμως στις 4 Σεπτεμβρίου του 1944 το ξημέρωμα της λευτεριάς για την
Αμαλιάδα και ο βασανισμένος λαός ανέπνευσε και πάλι ελεύθερος έχοντας ελπίδες
για καλύτερες μέρες.
Αλλά
οι καταστροφές και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι καταχτητές ήσαν
ανυπολόγιστες. Κράτος δεν υπήρχε και σ’ αυτή την χαώδη κατάσταση, η Λαϊκή
Επιτροπή Αυτοδιοίκησης Αμαλιάδας πήρε την εξουσία στα χέρια της. Ήταν μια
15μελής επιτροπή στην οποία αρχικά συμμετείχε και μια γυναίκα, η φαρμακοποιός
Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα, που με το κοινωνικό της έργο είχε αγαθή εκτίμηση από
την τοπική κοινωνία.
Για δυο μήνες
περίπου η πόλη ήταν χωρίς Δήμαρχο και βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Σ’ αυτή τη
δύσκολη περίοδο που η καθημερινή επιβίωση απορροφούσε κάθε ενέργεια, η Λαϊκή
Επιτροπή τοποθέτησε τον γιατρό Θεόδωρο Οικονομόπουλο να αναλάβει Δήμαρχος. Η
κατάσταση ήταν εξόχως ανησυχητική. Να πώς την περιγράφει η Μαρίκα
Μπότση-Τσαπαλίρα στο ημερολόγιό της:
«Αν και είμαστε ελεύθεροι η περίοδος δεν είναι ομαλή. Μια χαώδης
κατάστασις επικρατεί, ζωή δεν υπάρχει, οι έμποροι κρύβουν τα υφάσματα και τα
παπούτσια κι ο λαός και μετά την απελευθέρωσή του εξακολουθεί να μένη
πεινασμένος, γυμνός, ξυπόλυτος. Οι σταφιδοπαραγωγοί με τους σέμπρους των έχουν
ριζικές διαφορές. Το πολύπλοκο αυτό ζήτημα έχει ανάγκη προσοχής και μελέτης να
λυθή. Ο λαός εξακολουθεί να πεινά. Οι έμποροι δεν συμμορφούνται με τις οδηγίες
της Λαϊκής Επιτροπής. Γίνεται συλλαλητήριο, σπάζουν τα μαγαζιά, αρπάζουν ό,τι
βρουν, σκοτώνεται ένας. Ο Δήμαρχος λιποψυχεί και παραιτείται. Η Λαϊκή Επιτροπή
εκλέγει άλλον».[1]
Ο Θεόδωρος Οικονομόπουλος διετέλεσε Δήμαρχος Αμαλιάδας
ένα μήνα ακριβώς και τον διαδέχθηκε ο συμβολαιογράφος Νικόλαος Χαλβατζιώτης. Η
θητεία του νέου δημάρχου συνέπεσε με το ξεκίνημα του Εμφυλίου, τα Δεκεμβριανά.
Στην Αμαλιάδα, οι Άγγλοι για να προλάβουν αντίστοιχες ταραχές με αυτές της
Αθήνας, συνέλαβαν τις αρχές του τόπου. Κατά την μεταφορά τους στον Πύργο, στις
6-12-1944, σκοτώνεται ο Διοικητής της Πολιτοφυλακής Αμαλιάδας Νίκος
Κουμουνδούρος. Ο δήμαρχος τρομοκρατημένος κρύβεται και δεν ξαναπατά στο
δημαρχείο για να μην ξανασυλληφθεί.
Η
Λαϊκή Επιτροπή Αυτοδιοίκησης που ανέλαβε την διοίκηση στην Αμαλιάδα μετά την
αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επρόσκειτο στον πολιτικό χώρο του
Κομμουνιστικού κόμματος. Οι αντιπαλότητες (και δυστυχώς όχι μόνο ιδεολογικές),
είχαν χωρίσει τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα τα οποία επιδόθηκαν σ’ έναν αγώνα
εξόντωσης των αντιπάλων. Όσοι φοβόντουσαν για την ζωή τους, για να σωθούν
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, πηγαίνοντας λίγοι στον Πύργο, οι
περισσότεροι όμως στην Πάτρα, όπου σαν πιο μεγάλη πόλη θα μπορούσαν να χαθούν
τα ίχνη τους μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την
Πατρίδα. Ήταν δε τόσο μεγάλος ο αριθμός τους από όλες τις γύρω περιφέρειες που
είχαν συρρεύσει στην Πάτρα, ώστε ο Διοικητής της εδώ Πολιτοφυλακής έβγαλε
ανακοίνωση με την οποία απειλούσε για μέτρα εναντίον τους ώστε να σταματήσει
την καθημερινή αθρόα μετακίνησή τους.
Λόγω
αυτής της ανώμαλης κατάστασης αλλά και της προηγηθείσας δολοφονίας του διοικητή
της πολιτοφυλακής Αμαλιάδας από τους Άγγλους, κανένας δεν δεχόταν να αναλάβει
τη θέση του Δημάρχου. Όλοι φοβόνταν, τα νέα από την Αθήνα έρχονταν τρομακτικά.
Τη δύσκολη εκείνη στιγμή ο προεδρεύων της Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης
Αμαλιάδας Σάκης Ρετσινάς πρότεινε για δήμαρχο τη φαρμακοποιό Μαρία
Μπότση-Τσαπαλίρα, και ομόφωνα όλοι δέχθηκαν και επευφημούσαν.
Τη
δύσκολη εκείνη στιγμή, η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα με την αποδοχή της πρότασης,
έβγαλε από το αδιέξοδο την πόλη, και έγινε παράλληλα η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος
στην ιστορία της Αμαλιάδας και στην Ελλάδα ολόκληρη.
Στο
διάστημα των 101 ημερών που παρέμεινε δήμαρχος στην Αμαλιάδα, για το τι έκανε,
το χάος που παρέλαβε και τις ενέργειές της για να βάλει μια πρώτη τάξη στα
πράγματα του Δήμου, δεν θα τα γνωρίζαμε, αν η ίδια, 2 μήνες μετά την παραίτησή
της δεν έδινε προς δημοσίευση το ημερολόγιο που κρατούσε όσο ήταν Δήμαρχος στην
εφημερίδα ‘’Ακρόπολις’’ που ιδιοκτήτης ήταν, όπως προαναφέραμε, ο αδελφός της
Νάσος Μπότσης. Η εφημερίδα σε 13 συνέχειες δημοσίευε μεγάλα αποσπάσματα κάθε
ημέρα από το ημερολόγιο, αρχίζοντας από τις 22-5-1945 μέχρι τις 7-6-1945.
Η
αξία του ημερολογίου είναι ανεκτίμητη. Το λιγοστό διάστημα των δύο μηνών που
μεσολάβησαν από την απομάκρυνσή της από τη Δημαρχία μέχρι τη δημοσίευσή του, το
καθιστά αρκετά αξιόπιστο, αφού ήταν πρόσφατα τα γεγονότα και καυτά. Έτσι λόγω
της εγγύτητας της χρονικής στιγμής που διαδραματίστηκαν, θεωρείται ότι
περιγράφει την πραγματικότητα, δεν έχει δηλαδή γραφτεί σε μεταγενέστερο χρόνο
ώστε μερικά γεγονότα να αποσιωπηθούν, να ωραιοποιηθούν ή και να χαλκευτούν
ακόμη, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Η δημοσίευσή του
άλλωστε θα απέτρεπε τις ανακρίβειες που θα συζητιόνταν στη μικρή κοινωνία της
Αμαλιάδας:
Αλλά
ας αφήσουμε την ίδια να μας παρουσιάσει τα γεγονότα μέσα από το ημερολόγιό της
που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο:
«ΑΙ ΠΡΟΟΔΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΥ
ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΕΣ ΔΗΜΑΡΧΙΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑΔΑ
ΜΕΡΙΚΑ ΦΥΛΛΑ ΑΠΟ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ κας ΤΣΑΠΑΛΙΡΑ
(Αρχίζομεν από σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το Ημερολόγιον της
πρώτης Ελληνίδος δημαρχίνας, της κυρίας Μαρίκας Τσαπαλίρα, που ήσκησε τα
καθήκοντά της εις την Αμαλιάδα από τας 11 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της 22ας
Μαρτίου 1945).
«Δεν
είχα την τιμήν να ανήκω στην τάξιν των ηρωικών εκείνων γυναικών που προσέφεραν
τόσα στον απελευθερωτικό αγώνα. Γι’ αυτό κι η έκπληξίς μου ήταν μεγάλη, όταν
στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944 στο καφενείο της πλατείας που καθόμουνα άκουσα,
ανάμεσα στην δεκαπενταμελή επιτροπή που εξέλεξε ο λαός δια βοής και το όνομά
μου. Με ειδοποίησαν ότι έπρεπε αμέσως την άλλην ημέρα να πάω στο Δημαρχείο για
συνεδρίασι. Είχαμε πολλά πράγματα να επιλύσουμε. Δύο σχεδόν μήνες η πόλις ήταν
χωρίς δήμαρχο και βρισκόταν σε οικτρά κατάσταση.
Δεν
ήταν η πρώτη φορά που θα τύχαινα μόνη μου ανάμεσα σε άνδρες για συνεδρίαση. Εν
τούτοις αισθάνθηκα έντονη συγκίνησι όταν βρέθηκα ανάμεσά τους. Δεν ήξερα αν θα
τα κατάφερνα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μήπως δεν κατορθώσω να μπω στο νόημα
της διοικήσεως του Δήμου και μείνω από την αρχή ως το τέλος μια κούκλα άφωνη.
Η
πρώτη μας συνεδρίαση καταναλώθηκε σε ζητήματα υγιεινής, καθαριότητος της
πόλεως, επισιτισμού και ασφαλείας. Ο καθένας προτείνει κι από μια γνώμη. Αλλά,
Θεέ μου! ... νομίζω ότι μπορώ να λάβω κι εγώ μέρος στη συζήτηση για τα μέτρα
που χρειάζονται για την ανακούφισι του λαού. Παρ’ όλη την τρεμούλα μου
επεμβαίνω, βλέπω τους άνδρες να με παρακολουθούν, να με προσέχουν. Βρίσκομαι
στο στοιχείον μου ως επιστήμονος και ως νοικοκυράς. Την τακτική του σπιτιού μου
την μεταφέρω στο Δημαρχείο, αλλά σε πλατύτερα πλαίσια. Κατάλαβα ότι ο δήμος δεν
είναι τίποτε άλλο από ένα μεγάλο νοικοκυριό. Οι άνδρες συζητούν τη γνώμη μου
και τέλος την δέχονται ως ορθότερη. Αι συνεδριάσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Άφησαν τόσα ερείπια και καταστροφές πίσω των οι κατακτηταί, που έχουν άμεσον
ανάγκην βοηθείας. Η επιτροπή μας πλουτίζεται και με δύο άλλες γυναίκες. Είναι
κορίτσια του λαού που ξέρουν να συμπάσχουν μ’ αυτόν και να βρίσκουν ριζικό
φάρμακο για να κλείσουν τις πληγές του».
Στην εφημερίδα «Ελεύθερη Αχαΐα» (όργανο του ΕΑΜ Νομού
Αχαΐας), για την εκλογή της Τσαπαλίρα διαβάζουμε: «ΑΜΑΛΙΑΔΑ: Εκλέγηκε στην πόλη
μας δημαρχίνα η συναγ. Μαρία Φότση, φαρμακοποιός» (αντί για Μπότση την αναφέρει
Φότση). Οι άλλες πατρινές εφημερίδες δεν γράφουν τίποτε για το γεγονός, αφού η
Μπότση είχε χαρακτηριστεί «αριστερή» και τα πολιτικά πάθη ήταν τότε σε έξαρση.
Μάλιστα οι δεξιές εφημερίδες των Αθηνών, για να κόψουν την κυκλοφορία της
επίσης δεξιάς ‘’Ακρόπολις’’, έγραψαν εμπαθώς ότι: «Η αδελφή των Μπότση έγινε
Δήμαρχος των Κομμουνιστών στην Αμαλιάδα. Να ποιους δεξιούς εκπροσωπεί η
Ακρόπολις».
«11 Δεκεμβρίου. Συνεδρίασις
θορυβώδης στο δημαρχείο. Δεν δέχεται κανείς για δήμαρχος. Όλοι φοβούνται. Τα
νέα των Αθηνών μας έρχονται τρομακτικά. Το δημαρχείο κινδυνεύει και πάλιν να
μείνη χωρίς δήμαρχο. Ποιος ξέρει τι μπορούσε να γίνη. Κακοποιά στοιχεία ίσως το
κατελάμβαναν και παρέβαιναν σε λεηλασίες και αντεκδικήσεις. Αυτή η σκέψις περνά
από το μυαλό μου σαν με πρότειναν για δήμαρχο. Διστάζω, αι συνθήκαι δεν είναι
ομαλές, υπάρχει κίνδυνος και γι’ αυτή τη ζωή μου. Αλλά για τους άνδρες ίσως
ήσαν μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι, παρά για μια γυναίκα.
Τι
άδικο είναι να ζητάμε διαρκώς θυσίες απ’ αυτούς. Η τετράχρονη σκλαβιά πολλές
εκατόμβες έφτιασε. Ο αγώνας αντιστάσεως εδημιούργησε πληθώρα μαρτύρων.
Σκέπτομαι τα δυο μου αδέλφια που βρίσκονται ως όμηροι, ο Νάσος αιχμάλωτος στην
Ιταλία κι ο Διονύσης στις φυλακές της Βιέννης όπου υπέφερε τα πάνδεινα. Μου
έρχονται δάκρυα στα μάτια, δεν έχουμε ειδήσεις των, δεν ξέρουμε αν ζουν.
Αν
δεν δεχθώ, μπορεί στο νέο δήμαρχο να συμβεί κανένα κακό, όπως στο διοικητή της
πολιτοφυλακής. Αφήκε γυναίκα και παιδί. Κι αυτοί έχουν αδελφάδες, γυναίκες,
παιδιά, μανάδες που θα πονέσουν, όπως πονώ κι εγώ τα αδέλφια μου. Μια μεγάλη
συμπόνια γεμίζει την ψυχή μου. Οι γυναίκες, ίσως με νιώθουν καλύτερα. Έπειτα
ίσως μπορέσω να σβήσω τις έχθρες που θεριεύουν τριγύρω μας. Η αποστολή της
γυναίκας είναι να καταπραΰνη τα μίση και τα πάθη και να σκορπίζη γύρω της
καλοσύνη.
Η
γυναίκα που διαιωνίζει τη ζωή, πρέπει να προσέχη όχι μονάχα να μη την αφαιρή
αλλά και να θυσιάζεται για να την σώση. Είναι τόσο φυσικό να αγαπά και να
συμπονή, όσο αφύσικο είναι να λερώνη την ψυχή της με το μίσος και να οπλίζη το
χέρι της με το όπλο. Ίσως ως συμφιλιωτής πετύχω περισσότερα από έναν άνδρα. Κι
έπειτα ίσως γίνω η αφορμή να πάρη και η γυναίκα στην Ελλάδα τη θέσι που της
πρέπει. Δέχομαι με πλήρη συνείδησι των ευθυνών που αναλαμβάνω».
Αίσθηση προκάλεσε στη μικρή κοινωνία της Αμαλιάδας ότι τη θέση του Δημάρχου την
κατέλαβε γυναίκα. Όχι μόνο οι ξένοι αλλά ακόμα γνωστοί, συγγενείς και φίλοι, το
δέχθηκαν με ειρωνεία. Υπήρξε όμως και μια μερίδα που είδε με κατανόηση την
ανάληψη της Δημαρχίας από το λεγόμενο «ασθενές φύλο» και ενθάρρυνε τη νεαρή
δήμαρχο (ήταν τότε 40 ετών).
Στο
Δημαρχείο συνάντησε μία μόνο υπάλληλο, την Ισμήνη-Κανέλλα Σοφιανού, μετέπειτα
σύζυγο του εξ Αμαλιάδος συμβολαιογράφου Πειραιώς Αθανασίου Φούφα. Μόνον αυτή
λοιπόν την 33χρονη τότε νεαρή γυναίκα συνάντησε η Μπότση και είναι αυτή που
όπως η ίδια γράφει, την στήριξε και την ενθάρρυνε:
«....Σα μπόμπα έπεσε στη πόλη η είδησις ότι έγινε Δήμαρχος μια γυναίκα. Το
συζητούν, το σχολιάζουν, το κατακρίνουν. Δε μπορούν να το χωνέψουν. Οι
συγγενείς, φίλοι και γνωστοί με υποδέχονται με ειρωνεία και με πικρόχολα λόγια.
Εκπλήττομαι, δεν περίμενα αυτή την υποδοχή. ‘’Κυρία Δήμαρχος, αξιότιμος σεβαστή
Δήμαρχος’’ μου λένε και με κοιτάζουν ειρωνικά. Αρχίζω να θυμώνω, να αγανακτώ
και να τους απαντώ ανάλογα και ενώ η συγκίνησις με πνίγει. Αρχίζω να ντρέπομαι
να βγω έξω. Στο Δημαρχείο πηγαίνω τροχάδην από κάτι στενά για να μη με
αντικρίσει άνθρωπος. Ένας φίλος γιατρός μου λέγει: ‘’Μη ντρέπεσαι. Εσύ περπάτα
ίσα στο δρόμο σου και όποιος δεν θέλει να σε δει ας κρύβεται αυτός’’. Αλλά και
πάλι δεν μπορώ να ακολουθήσω την συμβουλή του.
Πηγαίνω δειλά στο Δημαρχείο. Δεν μπορώ να καθίσω στην καρέκλα του Δημάρχου αλλά
ούτε και σε άλλο κάθισμα. Στέκομαι ορθή, ακουμπισμένη στο γραφείο με το κεφάλι
κάτω σαν να έκανα ένα μεγάλο έγκλημα και περιμένω την καταδίκη μου. Αγωνία
πνίγει την ψυχή μου. Είμαι έτοιμη να φύγω και να τρέξω να κρυφτώ κάπου μακριά.
Τη στιγμή αυτή κτυπά η πόρτα. Μια υπάλληλος μου φέρνει το πρώτο έγγραφο να
υπογράψω με την λέξη «η Δήμαρχος» από κάτω. Τα καημένα τα κορίτσια
ενθουσιάστηκαν τόσο που είχαν ομόφυλό των Δήμαρχο, ώστε πάντα έβαζαν κάτω από
τα έγγραφα τη λέξη «Η Δήμαρχος», εν αντιθέσει προς τους άρρενες υπαλλήλους που
επέμεναν να βάζουν «Ο Δήμαρχος».
Της
λέγω τον πόνο μου και ότι είμαι έτοιμη να φύγω. Αυτή με ενθαρρύνει και μου
λέγει ότι "εμείς οι γυναίκες περιμέναμε χρόνια πολλά με αγώνες και με
θυσίες πολλές για να δούμε αυτή την ημέρα και τώρα εσύ θέλεις να φύγεις;
Πρόσεξε καλά, γιατί η γυναικεία ιστορία δεν θα σου το συγχωρήση ποτέ, να μας
δίνεται ευκαιρία να πάρουμε τα δικαιώματά μας και εσύ να θέλεις να
ξαναγυρίσουμε στα κάτεργα. Και ένα άλλο ακόμη: Τώρα γίνεται ένα πείραμα για τη
γυναίκα. Πρόσεξε να επιτύχης".
Μου
δίνει το έγγραφο και βάζω την υπογραφή μου από κάτω φαρδιά - πλατειά. Απ’ αυτή
τη στιγμή παίρνω με ζήλο τα καθήκοντά μου. Πηγαίνω στα διάφορα γραφεία να δω
τους υπαλλήλους. Ανοίγω τη μια πόρτα, αδειανό το γραφείο. Ανοίγω την άλλη,
επίσης. Σ’ όλα τα γραφεία δεν βρήκα ψυχή εκτός από την καλή κοπέλα που μου είπε
τα σοφά λόγια. Την άλλη μέρα το ίδιο. Δεν είναι προκοπή. Δεν υπάρχει ούτε ένας
υπάλληλος να εκδόση ούτε ένα πιστοποιητικό. Σηκώνομαι να πάω και βρίσκω τον
κλητήρα. Του δίνω εντολή να καλέση όλους τους υπαλλήλους. Την άλλη μέρα όλοι
μαζί μου λένε ότι καλά είναι τα λόγια μου, πως πρέπει να εξυπηρετήσουν το
κοινό, αλλά κι αυτοί έχουν ανάγκες ζωτικότερες, πρέπει να βγάλουν το καρβέλι
τους και να ζήσουν, που δεν τους το δίνει βέβαια το Δημαρχείο, αφού είχαν να
πληρωθούν από το Μάη.
Έκανα έκκληση στα ανθρωπιστικά των αισθήματα αφού η πατρίδα μας είχε το ατύχημα
να εμπλακή και σε αδελφοκτόνο πόλεμο. Είχαν υποχρέωση να μείνουν ακοίμητοι
φρουροί στις θέσεις των για να εξυπηρετήσουν την ολότητα.
Και
τους βρήκα πρόχειρο μέσον ανακουφίσεως των αναγκών τους. Έπαυσα τους
εισπράχτορες του φόρου ελαίου και διόρισα υπαλλήλους του Δήμου χωρίς να
παρεμποδίζεται και η Δημοτική υπηρεσία, και το ποσόν των 2 οκάδων ημερησίως που
έπαιρναν, το εμοιράζοντο με τους συναδέλφους των που ειργάζοντο στο Δημαρχείο
και, αφού επληρόνονταν με μια οκά λάδι ο κάθε υπάλληλος, με μεγαλύτερη προθυμία
εκτελούσαν την υπηρεσίαν και δεν τολμούσαν να απουσιάσουν, μια και δεν θα
έπαιρναν την αποζημίωσίν τους. Από αυτή την μεριά τα πράγματα πηγαίνουν καλά,
και οι υπάλληλοι με σέβονται, με εκτιμούν και με βοηθούν στο βαρύ έργον μου».
Πολλά τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα
Δήμαρχος και όλα ζητούσαν επιτακτικά τη λύση τους. Η νέα γενιά, όπως κάθε νέα
γενιά που είναι απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις της προηγούμενης, ήταν πιο
συγκαταβατική και στήριζε τις επιλογές της Δημάρχου. Το περίεργο (αλλά όχι
ανεξήγητο) είναι ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της Δημάρχου ήταν οι ίδιες οι
γυναίκες - όχι όλες βέβαια -, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις καινοτομίες που
προσπάθησε να εισαγάγει στο ζωτικό τους χώρο η Μπότση από το 1932 που ίδρυσε
τον «Προοδευτικό Σύνδεσμο Γυναικών Αμαλιάδας».
«Αλλά έχω και να αντιμετωπίσω και σοβαρότερα ζητήματα. Απεργίες, συλλαλητήρια,
μεταφορά τροφίμων, ηλεκτροφωτισμό, ανακούφιση του λαού από την πείνα και
εξαθλίωση. Όλα αυτά τα προβλήματα με κρατούν νύχτα - μέρα άυπνη και ανήσυχη.
Έπειτα δε με αφήνει ούτε στιγμή ήσυχη η κακογλωσσιά του κόσμου. Δυο ρεύματα
δημιουργούνται: Τα χρυσά νιάτα που πιστεύουν ότι η γυναίκα όχι μονάχα μπορεί να
συναγωνιστεί αξιόλογα τον άνδρα, αλλά σε πολλά δημόσια αξιώματα μπορεί και να
τον ξεπεράση και αυτοί γίνονται οι θερμοί υποστηρικτές καθώς και οι άλλοι οι
υγιώς σκεπτόμενοι άνθρωποι.
Και
η αντίθετη παράταξις. Από τη μια μεριά οι άνδρες οι εγωϊσταί, οι άνδρες οι
υποκριταί και αφιλοσόφιτοι λογάδες που ενώ τη γυναίκα την θεωρούν ικανή για τις
μεγαλύτερες θυσίες, όταν έλθει η στιγμή της ηθικής ανταμοιβής, την παραμερίζουν
για να καρπωθούν μονάχα αυτοί τα αγαθά. Και από την άλλη μεριά αυτές τούτες οι
γυναίκες, ο μεγαλύτερός μου εχθρός. Γυναίκες φανφαρόνες, γυναίκες
ετεροκίνητες, γυναίκες σχολαστικές, γυναίκες του χουζουριού που είναι ανίκανες
να δουν την ζωή από την πραγματική της όψη. Αυτοί λοιπόν οι εχθροί μου με
πολέμησαν με ασυγκράτητη λύσσα, μου κήρυξαν εξοντωτικό πόλεμο.
Οι
γυναίκες μου έκοψαν τις επισκέψεις και οι άνδρες τον χαιρετισμό. Δεν μπορούσαν
να ανεχθούν γυναίκα Δήμαρχο γιατί κατεπατούντο τα από καταβολής κόσμου
κυριαρχικά των δικαιώματα. Η εχθρότης των γυναικών χρονολογείται περισσότερο
καιρό, από τότε που έγινα πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών.
Την
Πρωτοχρονιά, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου αποφάσισε να μοιράση
γλυκίσματα σε όλα τα παιδιά της πόλεως και λίγα ρούχα σε όσα είχαν απόλυτη
ανάγκη. Πόρους δεν είχαμε για περισσότερα. Μαζί με δυο δικηγόρους αποτελούσα
την επιτροπή Βρεφοπαιδικού συσσιτίου. Παρακάλεσα τους εστιάρχας να κρατήσουν το
Νέον Έτος ανοικτές τις εστίες και να με βοηθήσουν με τα δελτία για μοίρασμα των
γλυκών που θα γινόταν στο Δημαρχείο. Τρισήμυσι χιλιάδες γλυκά είχαμε μαζέψει
για να τα μοιράσουμε σε ισάριθμα παιδιά. Οι γυναίκες όχι μονάχα δε με βοήθησαν
αλλά και κατεσυκοφάντησαν την πρωτοβουλία μου».
Η
συκοφαντία είναι μια κακοήθεια που δυστυχώς έχει μεγάλη πέραση σε κάθε εποχή.
Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας στη φυλή μας αυτή η κακή συνήθεια έχει
προκαλέσει πολλά δεινά. Στο τέλος βέβαια η αλήθεια πάντα λάμπει, αλλά μέχρι
τότε, σαν το σαράκι κατατρώγει υπολήψεις και ζωές ακόμη. Σ’ αυτή τη δίνη της
κακογλωσσιάς και της λάσπης δυστυχώς έριξαν και την Μπότση θέλοντας με τον
τρόπο αυτό να την στιγματίσουν και να την αναγκάσουν να παραιτηθεί:
«Ο
καιρός περνούσε. Ο κόσμος βλέπει ότι όχι μόνον δεν διοικώ άσχημα αλλά προσφέρω
κι υπηρεσίας στην πόλη. Οι εχθροί μου όμως δεν βλέπουν με καλό μάτι την
συμπάθεια αυτή και για να με εξοντώσουν καταφεύγουν σε ένα μέσο τρομερά ανήθικο
και ταπεινό.
Ένα
πρωί ξημερώνεται η πόλις ανάστατος. Έκλεψα την Εστία των Βρεφοπαιδικών
συσσιτίων. Κουτιά τα μακαρόνια, κιβώτια οι κονσέρβες, κάρα τα συρτάρια. Το πρωί
πήγα στο Δημαρχείο, δεν ήξερα τίποτα από τη φήμη που κυκλοφορούσε, μονάχα
έβλεπα τους μεν άνδρες να με κοιτάζουν θριαμβευτικά, τις δε γυναίκες με μια
λάμψη χαράς στα μάτια των. Σούσουρο μεγάλο γίνεται, δεν το πιστεύουν, αλλά
είναι ορισμένοι που τους συμφέρει να γίνη πιστευτό. Αυτοί αγωνίζονται,
ρητορεύουν στους δρόμους, στα καφενεία.
Στην
αρχή εμβρόντητη δεν ήξερα τι να υποθέσω και πού να αποδώσω όλη αυτή την
κακοήθεια. Κατόπιν έπεσα σε μεγάλη απελπισία. Την νύχτα ολόκληρη έμεινα άυπνη
και αφού τέλος δεν μπορούσα να χύσω άλλα δάκρυα, έμεινε ο πόνος μου βουβός και
κλεισμένος. Μου μιλούσαν και δεν άκουγα. Έπρεπε να με σκουντήσουν για να με
βγάλουν από την συλλογή. Οι οικείοι μου με παρηγορούσαν και μου έλεγαν ότι θα
σταματίσουν όταν παραιτηθώ κι από Δήμαρχος κι από Μέλος της Επιτροπής
Συσσιτίων. Ναι, αλλά τότε θα ενόμιζαν ότι με έδιωξαν ως ένοχον. Η απελπισία μου
εγγίζει τα όρια της αλλοφροσύνης.
Μα
γιατί, γιατί μου το κάνουν αυτό το κακό; Εγώ αφότου ήλθα στην Αμαλιάδα δεν κάνω
τίποτα άλλο, παρά το καλό και με λόγια και με έργα. Εγώ δεν είπα ποτέ κακό λόγο
για κανένα κι όταν έφτανε στα αφτιά μου κανένα κουτσομπολιό επαναστατούσε ο
ανθρωπισμός μου και τους επέπληττα κι έλεγα ότι αυτό που κάνουν δεν είναι
τίμιον. Γιατί λοιπόν εμέ να διασύρουν την υπόληψή μου με τόσον ελαφρά
συνείδηση;
Την
πόλη μας την διασχίζει ένα ξεροπόταμο, η Σοχιά. Τον χειμώνα όμως κατεβάζει τόσο
νερό που γίνεται πολύ επικίνδυνο. Ήταν Γενάρης, έκανε κρύο τρομερό και η Σοχιά
ήταν γεμάτη θολό νερό που κυλούσε με ορμή. Εστάθηκα σ’ ένα γεφύρι. Πώς με
είλκυσε αυτό το βρωμερό νερό λες κι ήταν μαγνήτης, μικρό ήταν το βήμα από τη
ζωή ως το θάνατο, μια δρασκελιά κι έπειτα η νιρβάνα. Το νερό θα μου δρόσιζε και
τα φλογισμένα μου μάγουλα και το κεφάλι μου. Αχ, το κεφάλι μου πώς πονάει, πάει
να σπάση, λες και χιλιάδες σφυριά το κτυπάνε. Πριν πέσω στην ανυπαρξία, θα
αισθανόμουνα μια στιγμιαία ανακούφιση στο πονεμένο μου κορμί. Τι ωραία που θα
με παρέσυρε το ορμητικό νερό χωρίς να αφήση πίσω του κανένα ίχνος. Θα με έφερνε
βαθειά-βαθειά στη θάλασσα. Προτιμούσα να με κατασπαράξουν οι καρχαρίες, θα ήσαν
τα δαγκώματά τους πιο γλυκά από την κακογλωσσιά των ανθρώπων.
Οι
σκέψεις μου αλληλοσυγκρούοντο κι εγροθοκοπούντο. Δεν μπορούσα να βαστάξω την
ύβριν που μου απηύθυναν, συνδυασμένη με το ψέμα, αδιαφορούσα για τη ζωή μου.
Την απολύτρωση μονάχα στο θάνατο θα την εύρισκα. Αλλά και πάλι ξεπροβάλλει από
μέσα μου το γιατί όλο αυτό το κακό. Μετράω μια-μια τις ημέρες, έχω ακριβώς ένα
μήνα Δήμαρχος. Εξετάζω τη συνείδησή μου, δεν βρίσκω να έχω κάμει τίποτα το
ασυμβίβαστο με αυτήν, τίποτα που να με ελέγχη».
Σαν
κινηματογραφική ταινία περνούσαν από το μυαλό της πολλά στιγμιότυπα από τη
μέχρι τότε ζωή της. Αν και είχε κάνει το καλό, ως ανταμοιβή εισέπραττε την
αχαριστία. «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο». Στο
ημερολόγιό της απαριθμεί πολλές περιπτώσεις που η άσκηση της εξουσίας αν και
έγινε με ισότητα και δικαιοσύνη για όλους, προκάλεσε πολλούς και θανάσιμους
εχθρούς από τη μεριά αυτών που είδαν τα συμφέροντά τους να θίγονται:
«Αναλογίζομαι τι αγώνες κατέβαλα για να περιφρουρήσω τα λίγα φάρμακα των
φτωχών. Όλοι ήθελαν να πάρουν, σαν νάταν ψωμί. Κι όμως ήσαν τόσο λίγα που μόνον
όσοι είχαν απόλυτον ανάγκη, έπρεπε να πάρουν. Δίδω αυστηρές οδηγίες στους
γιατρούς των Λαϊκών Ιατρείων. Βαμβάκι, γάζες και ιώδιον στους τραυματίες και
λεχώνες, σουλφαμίδες όσοι είχαν απόλυτον ανάγκη. Σχίζω συνταγές ευπόρων που
καλά και σώνει θέλουν κι αυτοί μερίδιον. Όλοι αυτοί μπαίνουν στη στρατιά των
εχθρών μου. Παύουν να με χαιρετούν. Υποφέρω γιατί δημιουργώ εχθρούς, αλλά δεν
μπορώ να κάνω αλλοιώς ή πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου ή πρέπει να
παραιτηθώ. Τότε εκατάλαβα πόσο σκληρόν και οδυνηρόν είναι το καθήκον.
Διώχνω μια γυναίκα που κάνει πάντα εμπόριο με τις ενέσεις του Δήμου. Γίνεται κι
αυτή θανάσιμος εχθρός μου κι όμως την έχω ευεργετήσει πολλές φορές κι αυτή και
τα παιδιά της. Τώρα δεν διστάζει με ένα χωνί να με συκοφαντή στους δρόμους.
Θυμάμαι τις παραμονές των Χριστουγέννων που εξεδηλώθηκε απεργία των φουρναραίων
γιατί δεν τους έδινε ο Ερυθρός Σταυρός να μοιράζουν αυτοί τα άλευρα, αλλά τα
έδινε στους μπακάληδες. Οι μπακάληδες πάλι απειλούσαν με συλλαλητήριο αν τους
τα έπαιρναν. Και οι δυο έλεγαν ότι τους κόβεται το ψωμί τους. Τι αγώνες και τι
ξενύχτια για να μπορέσω να τους συμβιβάσω και να μη μείνη η πόλις χωρίς ψωμί.
Ένα πικρό χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη μου.
Θυμάμαι τα παιδάκια των συσσιτίων με τι χαρά τα έβλεπα στις Εστίες και πόσο με
αγαπούσαν. Ήρχοντο πολύ πρωί για να πάρουν το γάλα του μωρού των, τα γυμνά των
μέλη έτρεμαν από το κρύο. Τα έφερνα στη φωτιά κοντά στα καζάνια να ζεσταθούν.
Τα εχάιδευα κι αυτά ετρίβοντο απάνω μου με ευχαρίστηση. Κι εγώ εκρύωνα,
σηκωνόμουνα μόλις χάραζε, ήθελα να παρακολουθήσω μονάχη μου την καλή παρασκευή
του γάλακτος. Μωρά ετρέφοντο μόνον μ’ αυτό το γάλα κι έπρεπε να προλάβω
εντερικά και με μια καλή συμβουλή να διαφωτίσω τις μάνες. Τώρα κι αυτά θα είναι
εχθροί μου. Μια κακία γεμίζει την ψυχή μου. Καλά να πάθω, αφού δεν άφηνα να
πεθάνουν όλοι τους. Σηκώνω τους ώμους μου με αδιαφορία. Δεν βαριέσαι.
Επιχειρώ να βγάλω το βαρύ μου παλτό που ίσως να μου ήταν εμπόδιο στο ταξίδι που
θα επιχειρούσα. Αλλά δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω μου που να μου δημιουργήσει
καινούργιο θόρυβο. Θέλω να εξαφανιστώ για πάντα ήσυχα. Το παλτό μου μένει
μισοκρεμασμένο στους ώμους μου, όταν ξαφνικά το μάτι μου πέφτει σε μια όμορφη
εικόνα. Πιο κάτω στην άκρη του ποταμού τρεις χήνες παίρνουν το λουτρό τους
χωρίς να νοιάζονται για το κρύο. Βουτάνε το κεφάλι τους, τινάζουν τα φτερά τους
που τα χρυσίζει ο ήλιος που ανατέλλει, πηδάνε εύθυμα και χαρούμενα. Τι
ευτυχισμένες που είναι! Παίζουν αμέριμνα, δεν φοβούνται τίποτα. Ένα αλητόπαιδο,
περνάει τρέχοντας και τους πετά μια πέτρα. Αυτές φεύγουν τρομαγμένες. Από τις
φωνές των συνέρχομαι.
Ουφ,
πως αρέσει σ’ εμάς τους ανθρώπους να λερώνουμε τη ζωή μας με τις βρωμιές μας.
Ναι, εγώ θα χαθώ, αδιαφορώ για τη ζωή μου, αλλά τότε ποιος θα αποκαταστήση την
τιμή μου, που μου την έθιξαν τόσο αδιάντροπα; Έπρεπε λοιπόν να ζήσω για να κάμω
παν ό,τι είναι δυνατόν για να καταθέσουν οι εναντίον μου βδελυρά, συκοφαντικά.
Μήπως με τον χαμό μου θα έπαυε ο θόρυβος και θα επίστευαν την αθωότητά μου; Όχι
βέβαια, απ’ εναντίας, θα επετείνετο και θα έλεγαν: ‘’Την κακομοίρα, την έτυπτε
η συνείδησις για το έγκλημά της. Ο Θεός συγχωρές την ... κολάστηκε ...’’. Αυτός
θα ήταν ο μόνος καλός λόγος. Α!, όλα κι όλα, πρέπει να είμαστε εν τάξει με την
Θρησκεία.
Με
τις σκέψεις αυτές, τα ναρκωμένα μου μέλη αρχίζουν να κινούνται και το χαμένο
μου μυαλό αρχίζει να ξυπνά. Πηγαίνω αμέσως στον Πρόεδρον του Ερυθρού Σταυρού
και του λέγω ότι δεν μπορώ να μένω έτσι ανυπεράσπιστη με μία φοβερά κατηγορία
στην πλάτη μου. Αμέσως στέλνουμε έγγραφο στον Εισαγγελέα και τον παρακαλούμε να
επέμβη. Ειδοποιούμε και το κοινόν ότι ο έλεγχος των βιβλίων μας είναι στη
διάθεσή τους και τον λόγον τον έχει ο Εισαγγελεύς. Συγχρόνως υποβάλλω και την
παραίτησίν μου. Τα άλλα δύο μέλη της Επιτροπής μου λέγουν ότι μαζί με εμέ θα
παραιτηθούν και αυτά διότι εξ ίσου θίγονται. Δεν πρέπει όμως να επιμένω στην
παραίτησί μου γιατί δεν είναι σωστό τώρα στο τέλος να εγκαταλείψουμε τα παιδιά
και μάλιστα σ’ αυτές τις ανώμαλες καταστάσεις.
Καλώ
την Λαϊκή Επιτροπή σε συνεδρίαση. Όχι μονάχα δεν δέχονται την παραίτησή μου,
αλλά με περιβάλλουν με πλήρη εμπιστοσύνη.
Είναι αρχές φθινοπώρου, περιμένουμε τους Άγγλους. Έχω περιποιηθή την πόλη που
λάμπει σαν σπίτι φρεσκοβαμμένο. Τα ορύγματα που είχαν ανοίξει οι Γερμανοί, τα
σπουδαιότερα τα έχω επιχωματώσει. Τα δένδρα και τα παρτέρ των λεωφόρων είναι
καθαρισμένα, κλαδεμένα και σκαμμένα. Ένας άνεμος νοικοκυροσύνης πνέει απάνω από
την πόλη, που είχε χρόνια να τον ειδή. Κάθε (15) δεκαπέντε ημέρες έκανα
καθαριότητα. Δεν είχαμε πόρους. Εννέα χιλιάδες (9.000) που μας είχαν στείλει
για την καθαριότητα, μετά τα Δεκεμβριανά, μας απηγόρευσαν να τα θίξουμε και
έμεναν κατατεθειμένα στην Τράπεζα.
Το
Ταμείο του Δημαρχείου το βρήκαμε τελείως αδειανό. Είχαμε πολλές ανάγκες. Κάθε
μήνα έπρεπε να πληρώσουμε για τα νόθα. Αι νοθοτρόφοι με απειλούσαν να μου τα
φέρουν πίσω. Τα ποσά που τους έδινα ήταν ελάχιστα. Τι αγώνα για να τα
διαθρέψουμε! Τροφοί δεν ευρίσκοντο, με την πείνα που υπήρχε δεν μπορούσαν να
θηλάσουν τα δικά τους παιδιά. Τα τρέφουμε με γάλα του Ερυθρού Σταυρού τα
καημένα. Το τρώνε χωρίς να ενοχλούνται από εντερικά, σαν να ξέρουν ότι απ’ αυτό
εξαρτάται η ύπαρξή των».
Στη
συνέχεια του ημερολογίου της η Μπότση αναφέρεται στα πρώτα βήματα του
Νοσοκομείου. Μας γνωρίζει πως η Εθνική Αλληλεγγύη δημιούργησε ένα αναρρωτήριο
10 κρεβατιών και στη συνέχεια θέλησε να το δωρίσει στο Δήμο. Έτσι θα γινόταν
πραγματικότητα το όνειρο δεκαετιών των Αμαλιαδιτών να αποκτήσουν νοσηλευτικό
ίδρυμα:
«Νέος θόρυβος στην πόλη. Το κουτσομπολιό ξαναρχίζει. Μαζί με την παλιά
κατηγορία μου αποδίδουν ότι θέλω να φάω και το λάδι. Οι καθώς πρέπει κυρίες
αρχίζουν πάλιν να με διακωμωδούν. Το δικαστήριον ακόμη δεν έβγαλε την απόφασίν
του. Θεέ μου! Πόσον αργεί. Αρχίζω πάλιν να γίνωμαι ανήσυχη και να περνώ νύχτες
αγωνιώδεις. Κοιμούμαι ολίγον και πετάγομαι από τον ύπνο μου τρομαγμένη. Τα
μαλλιά μου αρχίζουν να ασπρίζουν.
Μα
τόσο λοιπόν αδειανή και στυγνή είναι η ψυχή αυτών των ανθρώπων και βλέπουν γύρω
των με τόσο εγωισμό την ανθρώπινη δυστυχία ώστε να καταπνίγουν κάθε αίσθημα
ανθρώπινης συμπόνιας και αλληλεγγύης; Ηθική κατάπτωσις μαζί με ηθικήν αηδία
αρχίζει να με καταλαμβάνη. Πολλοί φίλοι με παρηγορούν και μου λένε πως στον πρωτοπόρο
αγώνα που κάνω, δεν μπορώ παρά να γίνω κι αντικείμενον επιθέσεως. Επέφερα μια
κοινωνική αναστάτωση. Συντρίβω συνήθειες και θεσμούς ακατάλυτους. Μια κοινωνική
επανάστασις δεν μπορεί να περάση στην ομαλότητα χωρίς να αφήση βαθιές πληγές.
Τέλος,
παίρνω την απόφασιν. Αναλαμβάνω την ευθύνη και παραλαμβάνω μοναχή μου το
Νοσοκομείο, από την Αλληλεγγύη, παρ’ όλη την επίθεσι των οικείων μου που μου
υπεδείκνυον τας ευθύνας που πρόκειται να επωμισθώ. Δεν είχα πλέον καιρό. Από
τον Πύργο μας ειδοποιούν να κρατήσουμε το Νοσοκομείο έστω και κλειστό, να
στείλουμε δε ένα κατάλογο τι μας λείπει για να προικοδοτηθή από την UNRRA. Με
μεγάλα βάσανα και αγώνες καταρτίζω μια εξαμελή επιτροπή υπό την προεδρίαν μου.
Παίρνουμε μια νοσοκόμα, τοποθετούμε τον δημοτικό γιατρό ως διευθυντή που θα
εκτελούσε και χρέη εξωτερικού γιατρού, το καθαρίζουμε, το φρεσκάρουμε και
ανοίγουμε τις πόρτες στο κοινό. Το πρώτο βήμα είχε γίνει».
Η
κατηγορία που της είχαν εξαπολύσει ως λάσπη δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει και σαν
σαράκι την κατέτρωγε. «Πετροβολούν την καρυδιά που έχει τα καρύδια», γράφει.
Και όλα αυτά έγιναν γιατί η κοινωνία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αποδεχθεί γυναίκα
Δήμαρχο:
«Τέλος εκδίδεται
η απόφασις, επικυρωμένη στο Εφετείο Πατρών. Η κατηγορία πέφτει αφ’ εαυτής. Την
δίδω στην δημοσιότητα. Καινούργιος θόρυβος. Επηρέασα τους δικαστές, ότι δεν
έπρεπε να μου δώσουν την απόφαση. Μεταξύ αυτών ένας δικηγόρος πρωτοστατεί σε
λόγια, ότι δεν έπρεπε να μου επιτρέψουν να φέρω την απόφαση στην δημοσιότητα.
Ησυχάζω απ’ αυτή την πλευρά, αποδόθηκα στην κοινωνία λευκή. Βρίσκομαι εν
αναμονή των αγγλικών και ελληνικών αρχών».
Ήταν
22 Μαρτίου του 1945 και η αντίστροφη μέτρηση για τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα
στην Δημαρχεία είχε αρχίσει. Το Κράτος άρχισε σιγά-σιγά να οργανώνεται. Νέος
Νομάρχης Ηλείας ανέλαβε ανέλαβε τα καθήκοντά του και η Εθνοφυλακή πήρε στα
χέρια της την διαφύλαξη της τάξης καταργώντας τις κατά τόπους Επιτροπές Λαϊκής
Αυτοδιοίκησης. Η συμφωνία της Βάρκιζας άρχισε να υλοποιείται και στην επαρχία
και έβαζε την αριστερά στο περιθώριο. Η παραμονή μιας γυναίκας στην Δημαρχία
έπρεπε να λάβει τέλος, αφού η ελληνική νομοθεσία δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η
Μαρίκα Μπότση το γνώριζε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.
Η
τελευταία της μέρα στη Δημαρχία συνοδεύτηκε με την άφιξη τμημάτων της
Εθνοφυλακής στην Αμαλιάδα. «Λίγες μέρες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, έφτασαν
στην Αμαλιάδα τα τμήματα τη Εθνοφρουράς. Αμέσως έκαμαν συλλήψεις», γράφει ο
γνωστός Αμαλιαδίτης λογοτέχνης Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Η τελευταία υπογραφή της
Μπότση ως Δημάρχου ήταν για δημοπρασία του νεοσύστατου Δημοτικού Νοσοκομείου.
Την ίδια μέρα (22-3-1945), παρέδωσε την Δημαρχία, στον επόμενο διορισμένο
δήμαρχο Αριστομένη Παπαγιαννόπουλο
«χωρίς μία δραχμή χρέος, αλλά και τα διασκορπισμένα πράγματα του Δήμου
από τους Γερμανούς και Ιταλούς μάζεψα και ό,τι άλλο υλικό άφησαν φεύγοντας,
διεφύλαξα».
Αν
και θα περίμενε κανείς μετά την παραίτησή της να σταματήσουν οι κατά της
υπόληψής της κατηγορίες, αυτές εντάθηκαν γιατί μερικοί δεν μπορούσαν να
συνειδητοποιήσουν ότι μια ΓΥΝΑΙΚΑ έγινε Δήμαρχος. Το θεωρούσαν υποτιμητικό που
τους διοίκησε. Οι πληγές που της δημιούργησαν αυτές οι κακοήθειες, πλήγωσαν την
ευαίσθητη ψυχή της και μήνες αργότερα από τα γεγονότα, δε μπορούσε να τα
ξεπεράσει:
«Αυτό είναι το ημερολόγιον των 101 ημερών. Έκαμα την μεγάλη καμπή για να βρούμε
οι γυναίκες το σωστό μας δρόμο. Οι άλλες που θα τον συνεχίσουν, δεν θα
συναντήσουν τα αγκάθια που με πλήγωσαν. Ακόμα πονώ γιατί οι πληγές μου είναι
βαθιές και πρόσφατες και δεν μπορώ ακόμα να φέρω την ισορροπία στην ταραγμένη
μου ψυχή. Ωστόσο, δεν μετανοώ γιατί στη σημαντικότερη καμπή της ιστορίας του
πολιτισμού είχα την τύχη να ανοίξω τον πρωτοπόρο δρόμο στη γυναίκα και να σπάσω
τις αλυσίδες και τα δεσμά της σκλαβιάς της.
Ήταν
ιστορική ανάγκη για τον τόπο μας κι έπρεπε να γίνη, αφού η Ελληνίδα απεφοίτησε
από το μεγάλο σχολειό του πολέμου και με το αίμα της έγραψε σελίδες υπέροχες
και άφθαστες σε ηρωισμό και απόχτησε την πείρα και την ωριμότητα. Πρέπει πλέον
να το νιώσουμε πως η αληθινή Ελευθερία και η πραγματική δικαιοσύνη είναι
αναφέρετα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι μόνον όλων των λαών της γης αδιακρίτως
γλώσσης ή θρησκείας, αλλά και αδιακρίτως φύλου. Δεν πρέπει πλέον να οπισθοχωρήσουμε,
όπως το ποτάμι δεν ξαναγυρίζει στην κοίτη του. Το γλυκοχάραμα δεν πρέπει να το
διαδεχθή το δειλινό και την ημέρα η νύχτα. Όπως ο ήλιος ανατέλλει για όλους
έτσι και η Λευτεριά και η δικαιοσύνη θα ανατείλλη πλέον για όλον τον κόσμον και
η ανθρωπότης μέσα στην ισότητα θα βρει τα μεγάλα της ιδανικά και πεπρωμένα.
Εγένετο τον Απρίλη του 1945»
Μετά
τις 101 μέρες της θητείας της, η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα επέστρεψε στην εργασία
της, στο φαρμακείο που διατηρούσε. Το 1952 απεβίωσε ο σύζυγός της Παναγιώτης.
Βαρύ το πλήγμα για την ίδια μια και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Κράτησε το
φαρμακείο της μέχρι το 1956 και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα στην
Αθήνα.
Παραλίγο να πληρώσει με εξορία σε κάποιο ξερονήσι την εμπλοκή της στα κοινά.
Όμως σωτήρια γι’ αυτήν ήταν η παρέμβαση των αδελφών της Νάσου και Σάκη Μπότση,
που εκτός των δικών τους παρεμβάσεων στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, έβαλαν
και δικηγόρο ώστε να τακτοποιηθεί η υπόθεση χωρίς δυσάρεστα επακόλουθα για την
αδελφή τους.
Το
1957 ο τότε γυμνασιάρχης Ταγκαλάκης θέλησε να στήσει τη βιβλιοθήκη Αμαλιάδας.
Το κυριότερο πρόβλημα ήταν η συγκέντρωση βιβλίων γι’ αυτό και απευθύνθηκε σε
πολλούς μεταξύ αυτών και στη Μπότση που ανταποκρίθηκε άμεσα αποστέλλοντάς του
δεκάδες βιβλία που πήρε από τη βιβλιοθήκη του αδελφού της Νάσου Μπότση και
είναι αυτά που του έστελναν οι συγγραφείς για να τα παρουσιάσει μέσα από τις
φιλολογικές σελίδες της «Ακρόπολης».
Έπρεπε να φτάσουμε στις 18 Απριλίου του 1956 για να
δούμε την πρώτη εκλεγμένη πλέον γυναίκα Δήμαρχο στην Κέρκυρα, την Μαρία
Δεσύλλα.
Σήμερα οι γυναίκες ανεβαίνουν τα σκαλιά της εξουσίας με γοργό δρασκελισμό.
Δήμαρχοι, βουλευτίνες, υπουργοί, αρχηγοί κομμάτων κλπ. είναι κάτι το
συνηθισμένο. Απομένει η κατάληψη της θέσης του Πρωθυπουργού και του Ανώτατου
Άρχοντα. Νομοτελειακά θα καταληφθούν και αυτές από την ανερχόμενη δύναμη, τις
γυναίκες. Η δικαίωση για τη Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα για τις πίκρες και τους
διασυρμούς που υπέστη, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το να βλέπει τις
επιγόνους της να χειρίζονται (επάξια τις περισσότερες φορές), τις τύχες της
Ελλάδας.
Στα
πλαίσια αυτής της βιογραφίας είχα την ευκαιρία να συναντήσω τη Μαρίκα
Μπότση-Τσαπαλίρα και να γνωρίσω από κοντά μια αρχοντική γυναίκα που αμέσως
κατακτούσε τον συνομιλητή της με την ευγένεια και την καλοσύνη της. Για
δεκαετίες ερχόταν συνήθως την Κυριακή προ του Δεκαπενταυγούστου στη Φραγκαβίλα
και τελούσε ετήσιο μνημόσυνο στον άνδρα της και άγνωστη πλέον μεταξύ αγνώστων,
επέστρεφε στην Αθήνα. Οι ελάχιστοι φίλοι και συγγενείς της που κατοικούσαν στην
Αθήνα, δεν είχαν κάνει κάποια ενέργεια ώστε να γίνει γνωστή η ύπαρξή της και να
τιμηθεί. Η ίδια από σεμνότητα ουδέποτε έθιξε το θέμα, σε σημείο μάλιστα που να
αγνοούν τη δράση της και την τιμητική θέση που κατέχει στο πάνθεον των
πρωτοπόρων Ελληνίδων, ακόμη και στενότατοι συγγενείς της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αρκετοί ήσαν οι
συμπολίτες της που παραβρέθηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις για να δώσουν περίσσευμα
καρδιάς, τιμής και αγάπης στη γυναίκα που πρώτη αυτή στην Ελλάδα και μάλιστα
στην Αμαλιάδα, είχε την τύχη να σύρει τον χορό των γυναικών Δημάρχων.
Πλήρης ημερών σε ηλικία
102 (και κατ’ άλλους 107) ετών, απεβίωσε και ετάφη στην Αθήνα στις 31-3-2006.
[1]
τα κείμενα με bold (μαύρα) γράμματα, είναι
αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα, που δημοσιεύθηκαν
στην εφημερίδα "Ακρόπολις" των Αθηνών από τις 22-5-1945 μέχρι τις
7-6-1945.