OI ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ



OI ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ   ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
                          Του Παύλου  Μαρινάκη Δικηγόρου-Συγγραφέα
Από την 2α Μαΐου 1919, μέχρι την 31η Αυγούστου 1922, ο Ελληνισμός έζησε ελπίδες, χαρά, ενθουσιασμό, αιματηρούς αγώνες, τεράστιες θυσίες, τραγικά λάθη, με κατάληξη την πιο μεγάλη τραγωδία της ιστορίας του. Αυτό που ονομάζουμε  «Μικρασιατική Καταστροφή». Μέσα σε τρία χρόνια και τέσσερες μήνες καταστράφηκε ο Ελληνισμός τριών χιλιάδων χρόνων. Καταστράφηκε ο χώρος απ’ όπου είχε ξεκινήσει, αναπτυχθεί και εδραιωθεί ο ελληνικός πολιτισμός. Περίπου ενάμιση εκατομμύριο πραγματικοί Έλληνες, από τις αιώνιες εστίες τους, κατέφυγαν στην τότε Ελλάδα. Άπειροι, αμέτρητοι, είχαν συλληφθεί και κατακρεουργηθεί από τους νικητές τούρκους. Ανάμεσά του και δύο αδερφοί της μητέρας μου. Ο Γιώργος και ο Δημήτρης που είχαν αρπάξει με χιλιάδες άλλους από το  «Και», το πανέμορφο τραγικό λιμάνι της Σμύρνης.
Υπάρχει πλήθος βιβλίων που περιγράφουν την καταστροφή, εξετάζουν τα αίτια, αναφέρουν τους υπεύθυνους. Αποτελούν πολλά από αυτά, τη βάση της βιβλιοθήκης μου. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει το έργο του συμπολίτη μας Γεωργίου Γιαννόπουλου. Μαζί με τον αξέχαστο αδελφό του Γιάννη, είχε διαπρέψει ως Δικηγόρος, ως Νομάρχης είχε δώσει παράδειγμα ικανότητας, εντιμότητας και ανιδιοτέλειας. Άριστος διανοούμενος και συγγραφέας. Σε δύο τόμους, την «Εις Άδον Κάθοδο» και ΄ «Από το Νέστο στο Σαγγάριο», τεκμηριωμένα, με πλήθος στοιχείων, αντικειμενικά, απροκατάληπτα και με την θαυμάσια εκφραστική ικανότητά του, περιγράφει την πραγματικά  «Εις Άδον Κάθοδο». Συμπεραίνει σωστά:
΄Η δεκαετία του 1912-1922 υπήρξε η πιο ελπιδοφόρος και ταυτόχρονα η πιο καταστρεπτική για τον ελληνισμό. Ό,τι ονειρεύθηκαν, ό,τι επόθησαν, ό,τι ετραγούδησαν δέκα πέντε γενεές υποδούλων από την άλωση και εφεξής, πάσχισε η γενεά των πατέρων μας να καταστήσει πραγματικότητα: «Την εις το αρχαίον αποκατάστασιν». Όπως ευχόταν με μαύρα δάκρυα «επί των ποταμών Βαβυλώνος» ο λόγιος του Τουρκοκρατούμενου Βυζαντίου Θεοδόσιος Ζυγομαλάς. Την εθνική ολοκλήρωση. Την απελευθέρωση των αλυτρώτων αδελφών.
Προς στιγμή, το όνειρο ψηλαφίστηκε. Έπειτα ήλθε η μεγάλη καταστροφή. Και η μεγάλη συρρίκνωση...
Τι έφταιξε γι’ αυτό; Ο διχασμός, ο ξένος παράγων, οι «τυχοδιωκτικοί χειρισμοί» του Ελευθερίου Βενιζέλου ή η «πολιτική ανεξαρτησία» των αντιπάλων του; Τι από όλα; Ή όλα αυτά μαζί; Πάθη, προκαταλήψεις, ανεκρίζωτα βιώματα, εδραιωμένες πλάνες και παραταξιακές ενοχές, που προσπαθούν ακόμη και σήμερα να δικαιωθούν με την απλοποίηση ή την διαστροφή των γεγονότων, θολώνουν την ιστορική όραση και δυσχεραίνουν την έρευνα.
Στις σελίδες 122 έως 125 του πρώτου τόμου γράφει:
«Στις 7.30 το πρωί της 2ας Μαΐου 1919 τα οπλιταγωγά που μετέφεραν την 1η μεραρχία Λαρίσης, με συνοδεία ελληνικών και αγγλικών πολεμικών, έμπαιναν στο λιμάνι της Σμύρνης και άρχιζε η απόβαση στην προβλήτα της Πούντας των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών του 4ου συντάγματος πεζικού της 1ης μεραρχίας, που παρελαύνοντας σε πυκνούς σχηματισμούς στην προκυμαία, κατευθύνονταν στον αντικειμενικό τους σκοπό. Μια ώρα αργότερα, αποβιβάσθηκε το 1/38 ευζωνικό σύνταγμα. Άρχισε και αυτό να κινείται στην προκυμαία. Πριν προλάβει να προχωρήσει και ενώ η πορεία του εμποδιζόταν από τα πλήθη των Ελλήνων της Σμύρνης, που έχοντας επικεφαλής τον κλήρο της πόλεως παραληρούσαν από ενθουσιασμό, δέχθηκε τις πρώτες δολοφονικές βολές των Τούρκων.
Η αναμέτρηση των δύο κόσμων άρχιζε. Άγρια, αμείλικτη, αδυσώπητη, μέχρι  θανάτου. Η απόβαση των Ελλήνων βοηθούσε τους Τούρκους εθνικιστές. Από εδώ και πέρα, θα άρχιζε ένας πραγματικός θρίαμβος, σε κλιμακούμενες ως τον τελικό θρίαμβο φάσεις, των νεοτούρκων, οι οποίοι, μετά την καταστροφή στην οποία οδήγησαν την πατρίδα τους σπρώχνοντάς την στον πόλεμο, ντροπιασμένοι και πανικόβλητοι είχαν διασκορπισθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, χωρίς ποτέ να αφήσουν τις συνωμοτικές και συχνά δολοφονικές δραστηριότητές τους. Για να κυριολεκτήσουμε: Αποτελούσε γι’ αυτούς το αναγκαίο έναυσμα, για να συναγείρουν τον λαό τους σε αντίσταση, εξάπτοντας στο απώτατο σημείο όλους τους φανατισμούς και όλα τα πάθη, που έκαμαν τη φυλή αυτή στο ξεκίνημά της μια ακαταγώνιστη πολεμική μηχανή, τα φυλετικά και θρησκευτικά.
Λίγες ημέρες μετά την απόβαση του Ζαφειρίου στη Σμύρνη, ο Κεμάλ, με τον τίτλο του γενικού επιθεωρητή του σουλτανικού στρατού των ανατολικών επαρχιών, αποβιβαζόταν στη Σαμψούντα του Πόντου τάχα για επιθεώρηση, στην πραγματικότητα όμως για να οργανώσει την αντίσταση τακτικών και άτακτων Τούρκων κατά των εισβολέων. Όσοι νόμισαν ότι την Τουρκία εκπροσωπούσε ο Σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ΄, ο διακοσμητικός και δέσμιος ηγέτης μιας παράλυτης και διαμελισμένης χώρας, ήσαν πολύ αισιόδοξοι ή συνειδητά εθελοτυφλούσαν. Σε λίγο, η καρδιά της πραγματικής Τουρκίας επρόκειτο να πάλλει στο Ερζερούμ, στη Σεβάστεια και στην Άγκυρα.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1914, ο Άγγλος πρωθυπουργός Άσκουϊθ, γεμάτος πικρία και οργή για το γεγονός ότι η Τουρκία είχε συνταυτισθεί με τις κεντρικές αυτοκρατορίες, είχε προφητεύσει: «Με την είσοδόν του εις τον πόλεμον ο Σουλτάνος είχε σκάψει τον τάφον του. Η αυτοκρατορία, η οποία είχε σύρει το ξίφος, θα κατεστρέφετο δια του ξίφους...».
Η προφητεία βγήκε σωστή ως προς το ένα σκέλος της. Το πιο ανώδυνο. Το ότι ο Σουλτάνος, που ήταν δέσμιος των νεοτούρκων και ούτως ή άλλως δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερα φωτεινό μέλλον, έσκαψε το λάκκο του. Ως προς το ότι όμως η Τουρκία θα καταστρεφόταν δια του ξίφους, επρόκειτο εντυπωσιακά να διαψευσθεί, όπως όλες οι πομπώδεις μεγαλαυχίες ή οι οργίλες διακηρύξεις. Σε λίγα μόλις χρόνια, θα αποδεικνυόταν ότι η Τουρκία θα έβγαινε η μόνη νικήτρια ανάμεσα στις νικημένες από την Αντάντ χώρες. Οι δυνάμεις της Αντάντ, το μόνο που θα είχαν να κάμουν θα ήταν να σπεύσουν να συνάψουν συνθήκες φιλίας, συμμαχίας και συνδρομής με τον «Γαζή», προτού καν νικήσει.
Και σ’ αυτό, δεν άργησαν καθόλου.
Τα αιματηρά γεγονότα της 2ας και 3ης Μαΐου στη Σμύρνη είχαν δυσανάλογα συνταρακτικό αντίκτυπο. Η τουρκική προπαγάνδα, αλλά και η ανθελληνική διάθεση ή και εκδηλωμένη εχθρότητα μερίδας του ντόπιου αλλοεθνούς στοιχείου και των ξένων καλοθελητών, τούς έδωσε  έκταση. Τεράστιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας οργανώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σε όλη την ανατολή άρχιζε να βράζει το καζάνι του μουσουλμανικού φανατισμού. Οι αρχηγοί των νεοτούρκων περνούσαν ήδη στην Ασία, για να οργανώσουν την αντίσταση κατά του διαμελισμού της χώρας. Λυπηρός υπήρξε ο αντίκτυπος των γεγονότων και στη συνδιάσκεψη της ειρήνης. Σπεύδοντας κάπως, αλλά προορατικά, ένα από τα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας, που συνόδευαν τον πρόεδρο Ουίλσων στη διάσκεψη, ο συνταγματάρχης House, έγραφε: «Η Σμύρνη υπήρξε ο τάφος του καλού ονόματος του Βενιζέλου. Το όνειρό του να γίνει το Αιγαίο ελληνική Mare clausum παρήλθε»΄΄.
Η τραγωδία ολοκληρώθηκε απαίσια, αμέσως μετά την καταστροφή. Στις 28 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη ΄΄επανάσταση΄΄. Γράφει ο Γ. Γιαννόπουλος στις σελίδες 169 και 170 του Β΄ τόμου: ΄΄
Στην Λέσβο και την Χίο ελάχιστες πειθαρχημένες μονάδες κατώρθωσαν να επιβάλουν την τάξη, ενώ στα δύο αυτά νησιά εδημιουργήθησαν τριμελείς επαναστατικές επιτροπές, μία για κάθε νησί. Στην Λέσβο ηγήθη των επαναστατών ο Στυλιανός Γονατάς · στην Χίο, ο Ν. Πλαστήρας. Ο προσεταιρισμός υπό των επαναστατών του μέχρι τότε μετριοπαθούς Κωνσταντινικού Γονατά υπήρξε αναμφισβήτητη επιτυχία. Προσέδωσε στο ακραιφνώς αντικαθεστωτικό τους κίνημα χαρακτήρα διακομματικό, ούτως ειπείν, και πανεθνικό. Παρά την δι’ ευνοήτους λόγους αρχική προβολή του Γονατά πίσω του εκρύπτετο ο – ευθύς εξ’ αρχής – πραγματικός αρχηγός της επαναστάσεως Πλαστήρας.
Μετά την προσχώρηση μέρους και του Στόλου, υπό τον αρχηγό του Αλ. Χατζηκυριάκο, όλα ήσαν έτοιμα για την κατάληψη της εξουσίας υπό των επαναστατών. Στις 11 Σεπτεμβρίου εξεδηλώθη το επαναστατικό κίνημα ταυτοχρόνως σε Χίο και Λέσβο, από όπου ο συναρχηγός του Στ. Γονατάς απηύθυνε προκήρυξη προς το Πανελλήνιο. Με αυτή, εζητείτο η παραίτηση του βασιλέως υπέρ του διαδόχου, η διάλυση της εθνοσυνελεύσεως, η παραίτηση της κυβερνήσεως και ο σχηματισμός νέας «αχρόου», η οποία θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στους συμμάχους και θα προεκήρυσσε εκλογές. Με την ίδια προκήρυξη εδίδετο η υπόσχεση ότι θα κατεβάλλετο κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της Θράκης.
Η υπόσχεση αυτή, όσον αφορά την ανατολική Θράκη, δεν ετηρήθη. Όχι μόνον, διότι εκ των υπολειμμάτων του στρατού Μ. Ασίας παρέλαβαν 12.000 άνδρες και τους οδήγησαν, αντί των συνόρων της Θράκης, στην Αθήνα για την επικράτησή τους, αλλά κυρίως, διότι, όταν οι Πρέσβεις των συμμάχων τούς ανεκοίνωσαν λίγες ημέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, την απόφαση των τελευταίων να παραχωρηθή η ανατολική Θράκη στον Κεμάλ, τήρησαν αιδήμονα σιγή. Δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση.
Στις 12 Σεπτεμβρίου οι επαναστάτες επιβιβάστηκαν του θωρηκτού «Λήμνος» και το βράδυ της 13ης έφθασαν στο Λαύριο. Από εκεί, έστειλαν τελεσίγραφο με τους όρους τους στην Κυβέρνηση, η οποία αμέσως παρητήθη. Ο βασιλεύς, έπειτα από σύντομη διάσκεψη με τους συμβούλους τους, απεφάσισε και αυτός να παραιτηθή και το έπραξε χωρίς καθυστέρηση την ίδια ημέρα (13.9.22). Στις 30 Σεπτεμβρίου ανεχώρησε για το Παλέρμο της Σικελίας, όπου και απέθανε στις 27 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Στις 14 Σεπτεμβρίου ορκίστηκαν, ως νέος βασιλεύς ο διάδοχος Γεώργιος και μια προσωρινή κυβέρνηση υπό τον έως τότε υπουργό Εσωτερικών Σωτήριο Κροκιδά. Σ’ αυτή συμμετέσχε ως υπουργός Εξωτερικών ο άνθρωπος του Βενιζέλου, Ιωάννης Πολίτης, αφιχθείς από την Γαλλία, ως υπουργός εθνικής Οικονομίας ο Αλ. Διομήδης, ως υπουργός Παιδείας ο, γνωστός από την Άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάν. Σιώτης, και άλλοι επουσιωδέστεροι΄΄.
Στη σελίδα 172 και 173: ΄΄Τηλεγράφημα του Βενιζέλου περιέπλεκε μάλλον παρά διευκόλυνε τα πράγματα. Ενώ τόνιζε ότι η Ελλάς οφείλει να κρατήσει την ανατολική Θράκη μέχρι της συνδιασκέψεως της ειρήνης, κατέληγε ότι, εάν η πολιτική της κυβερνήσεως περιελάμβανε την απόφαση να κρατήσει η Ελλάς την Θράκη εναντίον της γνώμης των συμμάχων, δεν θα έπρεπε να υπολογίζει σ’ αυτόν. Θα της έστελνε τις ... ευχές του και θα κατέθετε την ανατεθείσα σ’ αυτόν εντολή.
Το τηλεγράφημα αυτό του Βενιζέλου, αλλά και οι αντιφατικές οδηγίες, οι οποίες εστέλλοντο από την Αθήνα στους Έλληνας απεσταλμένους στην διάσκεψη των Μουδανιών, έφεραν σ’ αυτούς ταραχή και αμηχανία περί του πρακτέου. Τελικώς, έπειτα από δηλώσεις και αντιδηλώσεις, φραστικές θωπείες του Άγγλου στρατηγού Χάριγκτον και σκαιές πιέσεις του Γάλλου συναδέλφου του, του «αθλίου και προστύχου» Σαρπύ, έπειτα από αναβολές και εκπομπές οδηγιών από την Αθήνα, υπεγράφη στις 28 Σεπτεμβρίου 1922 η δήθεν ανακωχή των Μουδανιών. Η Ελλάς, χωρίς καν να ερωτηθή, υπεχρεώθη να δεχθή «μίαν άδικον απόφασιν». Να εκκενώση την ανατολική Θράκη, συμπτύσουσα τον στρατό της όπισθεν του Έβρου. Τούρκοι χωροφύλακες και μερικά εντελώς διακοσμητικά τάγματα των συμμάχων ανελάμβαναν την τήρηση της τάξεως (!) στην εκκενουμένη περιοχή, μέχρι της υπογραφής της ειρήνης. Νέες στρατιές προσφύγων άρχισαν να κατακλύζουν την δυτική Θράκη και την Μακεδονία, προστιθέμενοι σε όσους είχαν προηγηθή΄΄.
Το πρώτο απαίσιο έργο των  «επαναστατών». Το δεύτερο πιο απαίσιο, η δήθεν δίκη και η εκτέλεση των έξη:
΄΄Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εξεδόθη η απόφαση του Στρατοδικείου. Κατεδικάσθησαν εις θάνατον οι Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης και Γ. Χατζανέστης. Είναι οι Εξ. Δύο άλλοι, οι Μιχ. Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός, κατεδικάσθησαν εις ισόβια δεσμά. Στρατιωτική καθαίρεση επεβλήθη στους εκ των καταδικασθέντων στρατιωτικούς, τεράστιες δε για την εποχή αποζημιώσεις υπέρ του δημοσίου σε όλους. Η καταδικαστική απόφαση ανεγνώσθη στις 6.30΄ το πρωί της Τρίτης, 15ης Νοεμβρίου. Ένας εκ των καταδικασθέντων ήταν απών: ο Δ. Γούναρης. Αυτός, τέσσαρες ημέρες προ του τέλους της δίκης αρρώστησε από τύφο και ενοσηλεύετο σε κάποια κλινική. Με ταχύτητα, η οποία ξεπέρασε κάθε γνωστό μέχρι τότε όριο και η οποία επρόδιδε τον φόβο των διωκτών, μήπως ισχυρές παρεμβάσεις εκ του εξωτερικού αποτρέψουν την εκτέλεση, μετεφέρθησαν οι καταδικασθέντες στο Γουδί και γύρω στις 11.00 π.μ. εξετελέσθησαν. Όλες οι μαρτυρίες και οι περιγραφές των τελευταίων στιγμών των εκτελεσθέντων (και υπάρχουν αρκετές) συμπίπτουν σε ένα σημείο: στο ότι οι Εξ αντιμετώπισαν τον θάνατο με γενναιότητα. Υπήρξαν αναμφισβητήτως γενναιότεροι των διωκτών τους. Ο Θ. Πάγκαλος, μικροπρεπώς και εμπαθώς, εφοβήθη ότι θα διαφύγουν και έσπευδε να τούς συλλάβει, για να... αποτρέψει την φυγή. Μπορούσαν να φύγουν. Και υπεδείχθη η φυγή στον Γούναρη. Αυτός, απέκρουσε την πρόταση. Όλοι παρέμειναν. Αντιμετώπισαν τον θάνατο με αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια, με στωϊκή υπέρβαση της ανθρωπίνης αδυναμίας.
Σ’ ένα χαρακτηριστικό αφήγημα περί των τελευταίων στιγμών των Εξ διαβάζουμε:
«Οι καταδικασθέντες αντεμετώπισαν τον θάνατον θαρραλέως και ηρωϊκώς. Ο Θεοτόκης, ο Μπαλτατζής και ο Χατζανέστης εφόρουν τους μονυέλους των, όταν περετάχθησαν προ του ουλαμού, όστις ετουφέκισε τούτους. Άπαντες εξέβαλον τους πίλους των, εκτός του Γούναρη, όστις ίστατο με τας χείρας εντός των θυλακίων. Ο Θεοτόκης και ο Μπαλτατζής συνωμίλουν ευθύμως μετά του Γούναρη, εφ’ όσον συνετελούντο αι τελευταίαι προετοιμασίαι δια τον τυφεκισμόν. Ο Πρωτοπαπαδάκης έμενε σιωπηλός, ο δε στρατηγός Χατζανέστης είχε το σύνηθες ύφος του νευρικού και ανυπομόνου ανθρώπου... Ουδείς εδέχθη να τω δέσωσι τους οφθαλμούς...».
Και η εκτέλεση, έγινε ΄΄εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄΄΄.
Ο Έρνστ Χεμινγκγουαίη, ο μετέπειτα μεγάλος συγγραφέας, νεαρός τότε δημοσιογράφος της εφημερίδας Τορόντο Σταρ, ανταποκριτής της στην Ελλάδα, έζησε και τη φυγή των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη και την εκτέλεση των Εξ. Η περιγραφή του, είναι ό,τι το πιο συγκλονιστικό.
Υπάρχουν δύο άδικοι μύθοι. Ότι δήθεν, η απόβαση στη Σμύρνη και η μετέπειτα θανάσιμη εμπλοκή, αποτελούν μιαν ιμπεριαλιστική βεβιασμένη ενέργεια του Βενιζέλου. Κι ότι, δήθεν, ο Γούναρης αντίθετος με την πολιτική αυτή, δέχτηκε να τη συνεχίσει και τη συνέχισε, μέχρι το τέλος. Δύο άδικοι μύθοι. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, στην ιστορία του, δημοσιεύει μια επιστολή του ‘στειλε στις 24 Απριλίου 1968, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πηγαίνοντας τον Σεπτέμβριο του 1920 δύο μήνες πριν από τις εκλογές, για σπουδές στην Γερμανία, συνάντησε το θείο του Γούναρη, φυγάδα τότε, στην Πίζα και έμεινε, για πολύ μαζί του. Γράφει: ΄΄Ολίγας ημέρας μετά την άφιξή μου εις την Πίζαν, μου είπεν ο Δημήτριος Γούναρης, ότι ήτο υποχρεωμένος να απουσιάσει επί τριήμερον. Επήγε εις την Βενετίαν, όπου ευρίσκετο ο Ιωάννης Μεταξάς. Όταν επέστρεψε, μου μίλησε δια πρώτην φοράν, περί του θέματος της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού εις την Μικράν Ασίαν. Δεν εγνώριζα τότε – ούτε μου απεκάλυψε ο Γούναρης – τας βασικάς αντιρρήσεις που είχεν ο Μεταξάς, από καθαρώς στρατιωτικής απόψεως.
Φαίνεται όμως, ότι, οι αντιρρήσεις αυταί, θα είχαν εκδηλωθεί κατά τας συζητήσεις της Βενετίας, έντονα. Χωρίς να αναφερθή εις τας αντιρρήσεις του Ιωάννου Μεταξά, τον οποίον ετίμα ιδιαιτέρως, άνοιξε μαζί μου συζήτησιν ο Δημήτριος Γούναρης, περί Σμύρνης και Μικράς Ασίας. Και μου είπε, σχεδόν, κατά λέξιν: ΄΄Καλά έκαμεν ο Βενιζέλος και εδέχθη την εντολήν εις την Μικράν Ασίαν. Το ίδιον θα έπραττα και εγώ. Δεν ήτο νοητή η άρνησις. Εκπληρούται μέγα όνειρον του Ελληνισμού. Εάν κερδίσωμεν τας εκλογάς, θα συνεχίσωμεν τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις. Και ο Θεός βοηθός΄΄.
΄΄Είμαι ευτυχής και υπερήφανος΄΄, καταλήγει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ΄΄διότι, υπήρξα ακροατής των λόγων αυτών΄΄.
Να η αλήθεια: Οι δύο μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες της νεώτερης Ελλάδας, ο νικητής Κρητικός και ο νικημένος Πατρινός, σ’ αυτό το μεγάλο θέμα, πίστευαν ακράδαντα τα ίδια.
Ποτισμένοι, γαλουχημένοι από μικρά παιδιά βαθειά με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, παρασύρθηκαν και παρέσυραν γεμάτοι πίστη, συγκίνηση και ελπίδες, στην ολέθρια περιπέτεια. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλοιώς. Ούτε να υποχωρήσουν. Θα πρόδιδαν τον βαθύτερο εαυτό τους. Όλα έπρεπε να τελειώσουν σε ένα βαγκνερικό σκηνικό αιματηρής καταστροφής.
Το σφάλμα τους είναι, ότι, ο ένας ξεκίνησε και ο άλλος συνέχισε, με το Έθνος διχασμένο. Κι ακόμα, συντηρώντας το διχασμό.
Όταν ο Βενιζέλος, δεχόταν την εντολή, για τη Μικρά Ασία, οι ηγέτες και πάμπολλοι οπαδοί της αντίθετης παράταξης ήταν εξόριστοι και φυλακισμένοι. Όταν ο Γούναρης, συνέχιζε την εκστρατεία, είχε ρίξει το σύνθημα της «απολύμανσης».
Η Ελλάδα, όμως από το μεγάλο Μάη του 1919 χρειαζόταν ενότητα, χρειαζόταν όλους τους Έλληνες ενωμένους στην τεράστια προσπάθεια. Κανείς, δεν μπόρεσε να καταπνίξει τα πάθη που φούντωσαν το 1915. Και, αυτά ακριβώς τα χρόνια, όταν ο στρατός μας πολεμούσε στη Μικρά Ασία, γράφοντας σελίδες δόξας, ανάμεσα στις μύριες άλλες, είχαμε τρεις αποτρόπαιες κορυφαίες πράξεις διχαστικού φανατισμού. Την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στον παρισινό σταθμό της Λυών, τον άγριο φόνο του Ίωνα Δραγούμη και τη δολοφονία του εκδότη και δημοσιογράφου Ανδρέα Καβαφάκη. Οι Έλληνες, κάποτε, παθαίνουμε ομαδική παράκρουση. Λαός και ηγεσία. Και κανείς δεν ακούει, αυτό που λέει ο Καβάφης ΄΄μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων΄΄. Τα γεγονότα όμως πλησίαζαν με σιδερένια βήματα. Ποιός λοιπόν φταίει; Η μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ το έχει διαπιστώσει ανά τους αιώνες. Στην τραγωδία του Ιούλιος Καίσαρας βάζει στο στόμα του Κάσσιου αυτά τα λόγια: Οι άνθρωποι είναι κάποτε κύριοι της μοίρας τους. Το λάθος Βρούτε μου ακριβέ που είμαστε υπό δ εν είναι στ’ άστρα μας παρά σ’ εμάς τους ίδιους΄΄.
Και στο λίγο όμως χρόνο της δεύτερης πρωθυπουργίας του, μέσα σε μύριες γιγάντιες αντιξοότητες, προσπάθησε ο Γούναρης, να εφαρμόσει το προοδευτικό εθνικό κοινωνικό του πρόγραμμα. Το Μάιο του 1921 καταθέτει νομοσχέδιο για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών. Ξεσπούν αντιδράσεις και μέσα στην ίδια την παράταξή του. Το ξαναφέρνει τον Απρίλη του 1922 και ψηφίζεται. Λέει στη Βουλή: ΄΄Πρόκειται να αποκατασταθώσιν εκείνοι οι οποίοι ευρίσκονται εις σχέσιν καλλιεργείας προς την γην, οι οποίοι αποθέτουσι τον ιδρώτα των επί ταύτην, οι οποίοι, έχουσι την γην μέσον γονιμοποιήσεως της εργασίας αυτών. Την γην αυτήν, σφετερίζονται τσιφλικούχοι, εις ούς δεν ανήκει΄΄. Και γράφει η ΄΄Εστία΄΄: ΄΄Πιστεύω, χωρίς να θέλω να αστειευθώ, ότι, ο Λένιν θα απεκαλύπτετο και ο Τρότσκυ θα του έδιδε την δεξιάν...΄΄
Πόσο δεν τον καταλάβαιναν!
Στις 13 Ιουνίου 1922, λίγο πριν αρχίσει η τελική επίθεση του Κεμάλ, εισηγείται δύο νομοσχέδια:
Το περί παροχής ειδικών εργατικών επιδομάτων και το νομοσχέδιο που καθιέρωνε την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση κι έγινε, ο νόμος 2868/1922. Αυτός ο νόμος, ισχύει μέχρι και σήμερα. Δίνει τη βάση, και τις κατευθυντήριες γραμμές που στηρίζουν τη μετέπειτα ρύθμιση του θεσμού.
Τέλος, για την αυτοδιοίκηση και για την Πάτρα, με το νόμο 2789 του Ιούνη του 1922, θεσπίζει την ίδρυση δημοτικής υδροηλεκτρικής επιχείρησης το  «Γλαύκο» σε οικονομική συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα.
Λίγες εβδομάδες πριν καταρρεύσουν όλα!

Δύο Έλληνες έχουν αντιταχθεί στην περιπέτεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και με αίσθηση ευθύνης, λογική, γνώση της πραγματικότητας, είχαν προειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Όχι με δημαγωγικές διακηρύξεις. Με εμπιστευτικά υπομνήματα που του παρέδωσαν, χωρίς τίποτε να ανακοινώσουν. Ο Ιωάννης Μεταξάς, με δύο υπομνήματα, τον Ιανουάριο του 1919, στηριζόμενος σε στρατιωτικά επιχειρήματα και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, τον ίδιο μήνα, με πολιτικά και ιδίως διπλωματικά επιχειρήματα, προειδοποιούσαν τον πανίσχυρο Ε. Βενιζέλο, ότι θα ήταν καταστρεπτική. Ήταν γνωστές οι ικανότητες και η πείρα και των δύο. Τα υπομνήματά τους δεν επηρέασαν τον πρωθυπουργό. Αυτό, στάθηκε το κύριο σφάλμα της πολιτικής ζωής του πανέξυπνου κρητικού.
Αυτά ως προς τις ελληνικές ευθύνες. Οι Μεγάλοι Σύμμαχοι, οι δήθεν υπερασπιστές της μικρής Ελλάδας, υπήρξαν οι κύριοι υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όπως γράφει η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του Ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο»: ΄Η μεταχείριση της Ελλάδας από τους Μεγάλους Συμμάχους της, μας φέρνει συχνά στο νου, την κλασσική περίπτωση της φτωχής κοπέλας που ο πλούσιος εραστής της, μόλις βρει άλλην, την εγκαταλείπει ανυπεράσπιστη. Ή κάτι χειρότερο για να απαλλαγεί από τις οχλήσεις της και να την ξεφορτωθεί μια για πάντα την σπρώχνει στην αυτοκτονία΄΄.
Οι Μεγάλοι Σύμμαχοι, αφού μας έσπρωξαν στην αυτοκτονία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, έρμαιοι των συμφερόντων τους, μας πρόδωσαν βοηθώντας αποφασιστικά την Τουρκία.
Τα στοιχεία μας τα δίνει ο ίδιος ο Κεμάλ και είναι δημοσιευμένα σε δυό γαλλικές εκδόσεις: «Λόγοι του Γαζή Μουσταφά Κεμάλ» και «Ντοκουμέντα σχετικά με τους λόγους του Μουσταφά Κεμάλ Πασά». Ο Κεμάλ έφερε επίσης πολλά νέα στοιχεία σε φως στον απολογισμό που έκανε στην Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας τον Οκτώβριο του 1927.
Σε ένα τηλεγράφημά του από τη Σεβάστεια το 1919 προς τον διοικητή του 15ου Σώματος Στρατού Κιαζήμ Καρά Μπεκήρ πασά που βρισκόταν στο Ερζερούμ, γράφει:
«Όσον αφορά τους ξένους, απεκατεστάθη πολύ σοβαρή επαφή με τους Αμερικανούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους. Οι αντιπρόσωποι των χωρών αυτών εφοδιασμένοι με πληρεξούσια, ήλθαν έως την Σεβάστεια και συνήψαν μαζί μας αγαθάς σχέσεις. Γνωρίζομε ασφαλώς ότι έστειλαν εκθέσεις στους εντολείς των στις οποίες αποδείχνουν ότι το εθνικό κίνημα δεν είναι έργον ενός ή δύο προσώπων, αλλά έχει χαρακτήρα αληθινά εθνικόν...».
Ο Κεμάλ σε άλλη εμπιστευτική τηλεγραφική σύνδεσή του με τον ισχυρό πασά Αμπντούλ Κερίμ στις 28 Σεπτεμβρίου του 1919, λέγει:
«Οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και, τέλος, και αυτοί οι Άγγλοι επείσθησαν ότι ο λαός μας είναι εν δικαίω και ότι οι σκοποί του είναι νόμιμοι. Τουναντίον γνωρίζουν ότι η κεντρική κυβέρνησις (του Φερίτ πασά) είναι αδύνατος και μωρά και χωρίς κανένα δεσμό με το λαό. Δια να τύχουν συγγνώμης δια την άδικον στάσιν την οποία υιοθέτησαν απατηθέντες (...) εξεκένωσαν (οι Άγγλοι) την Μερζιφούντα, υπεσχέθησαν ότι θα εκκενώσουν και την Αμισόν και εξετέλεσαν την υποσχεσίν των. Ιδιαιτέρως οι Άγγλοι δια μέσου ειδικής επιτροπής την οποίαν έστειλαν από το Εσκή Σεχήρ, έδωσαν την υπόσχεσιν ότι δεν θα αναμιγνύωνται εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας και δεν θα επεμβαίνουν κατ’ ουδένα τρόπον εις το εθνικόν κίνημά μας του οποίου η νομιμότης ανεγνωρίσθη... Τα τελευταία τηλεγραφήματα τα οποία την στιγμήν αυτήν έχομεν υπ’ όψιν, αναγγέλλουν ότι η Κιουτάχεια κατελήφθη υπό του ιππικού των εθνικών δυνάμεων, ότι τα βρεταννικά στρατεύματα τα ευρισκόμενα εκεί ανεχώρησαν δι’ ειδικού σιδηροδρομικού συρμού προς Βορράν. Βρεταννική επιτροπή η οποία έφθασε εις Τσιφτέ χαν είπε εις τον διοικητήν των εθνικών δυνάμεων ότι οι Άγγλοι είχαν φιλίαν πενήντα ετών προς τους Τούρκους και παρέσχε διαβεβαιώσεις περί πλήρους ουδετερότητος έναντι του εθνικού κινήματος, επρόσθεσαν μάλιστα ότι εάν επιθυμούμε είναι έτοιμοι να μας βοηθήσουν...».
Είχε άδικο λοιπόν ο Κεμάλ ν’ αναφωνεί μετά την ανακωχή του Μούδρου: «Είμαστε οι μόνοι νικηταί μεταξύ των ηττημένων;»
Όπως γράφει ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, στο ογκώδες σύγγραμμά του «Η Εκκλησία της Τραπεζούντος», από το Σεπτέμβριο του 1919 ο Άγγλος στρατηγός Σάλλου Κλέϊντ διαβεβαίωσε τον Κεμάλ ότι η χώρα του δεν θα επέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας, για την οποία αισθάνεται βαθύτατη φιλία!
Από τις σχετικά άγνωστες αυτές λεπτομέρειες και από άλλες πολύ γνωστές, διαφαίνεται το αιώνιο παιχνίδι της Αγγλίας σε δύο ταμπλώ. Αν πετύχαινε η Ελλάδα στην Μ. Ασία, θα είχε πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων της στην Ανατολική Μεσόγειο, να φυλάει τις πύλες της Ασίας. «Θα δημιουργήσωμεν ετέραν κραταιάν Αγγλίαν εις την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου, την Ελλάδα». Με αυτό το σχέδιο ξεκίνησε ο Λόϋδ Τζώρτζ και το είδαμε σε όσα προηγούμενα αναφέραμε.
Αν όμως επιβάλλονταν το κεμαλικό κίνημα, δεν θα ήταν κομμένες οι γέφυρες για μια θερμή ανανέωση της «πατροπαράδοτης φιλίας προς την Τουρκία». Ίδιο διπλό παιχνίδι έπαιζε η Αγγλία στην αρχή και μεταξύ σουλτάνου και κεμαλικού κινήματος. Ενίσχυε την σουλτανική κυβέρνηση του Φερίτ πασά, ενώ συγχρόνως ενίσχυε και τον Κεμάλ.
Η ενθάρρυνση των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μ. Ασία, όπως είδαμε, ήταν μια συνεχής πίεση πάνω στην Τουρκία για να ενδίδει στις ακόρεστες αξιώσεις του βρεταννικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή για την εξασφάλιση των πετρελαίων. Αλλά ήταν και ισχυρότατη πίεση πάνω στους άλλους συνεταίρους της Αντάντ.
Γράφει ο Καρολίδης:
«Και ναι μεν η αγγλική πολιτική επεθύμει την εκκαθάρισιν της πολεμικής καταστάσεως δια της μετά της Τουρκίας διαρρυθμίσεως των της Μεσοποταμίας και ιδία της πετρελαιοφόρου Μοσούλης, περιοχών, αλλ’ επεδίωκε και την παγίωσιν της εν τη όλη ανατολική λεκάνη της Μεσογείου καταστάσεως, υποστηρίζουσα ενθέρμως την απόλυτον αποκατάστασιν της Ελλάδος εις τα αφαιρεθέντα εκ της Τουρκίας εδάφη. Την πολιτικήν ταύτην θα επεδοκίμαζεν η Γαλλία, ως και αυτή συμφέρουσαν, εάν δεν επήρχετο η δημιουργηθείσα δυσπιστία περί της πιθανής υποσκελίσεως αυτής υπό της Αγγλίας κ.λπ. Εις την καμπήν ταύτην της μεταστροφής των πραγμάτων δέον ν’ αναζητηθή η όλη συμφορά της Ελλάδος».
Δεν ήταν μόνο η Αγγλία που ενθάρρυνε τον Κεμάλ. Το πιο σημαντικό παιχνίδι, όπως έδειξε η εξέλιξη, το έπαιξε αθόρυβα και «διακριτικά» η Αμερική καλυπτόμενη πίσω απ’ τις ιδεαλιστικές παραπλανητικές διακηρύξεις του προέδρου της περί δικαιοσύνης, αυτοδιαθέσεως των λαών κ.λπ.
Έτσι στις 2 Αυγούστου του 1919, τρεις μήνες δηλαδή μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ο πρόεδρος Ουΐλσων έστειλε στον Κεμάλ, μια αμερικανική επιτροπή προεδρευόμενη από τον στρατηγό Τζαίημς Χάρμπορντ για να μελετήσει την όλη κατάσταση και την δυνατότητα ν’ αναλάβει η Αμερική την εντολή της Αρμενίας και του Πόντου. Ο Χάρμπορντ έφτασε από τον Καύκασο στη Σεβάστεια και είχε εγκάρδιες συνεννοήσεις με τους Τούρκους (Ας μη ξεχνούμε ότι και ο Καύκασος είχε πετρέλαια!)
Τον Σεπτέμβριο του 1919 ολόκληρη σχεδόν η Εθνοσυνέλευση της Σεβάστειας εξέφραζε την επιθυμία της να τεθεί η Τουρκία υπό αμερικανική εντολή. Τις συζητήσεις αυτές παρακολούθησε ο Αμερικανός στρατηγός Χάρμπορντ. Λέγει δε ο Κεμάλ σχετικά σε συνεργάτη του:
«Ο στρατηγός Χάρμπορντ, πρόεδρος της αμερικανικής επιτροπής ερεύνης συνοδευόμενος από δύο στρατηγούς και δέκα πέντε αξιωματικούς έφθασε προ δύο ημερών στη Σεβάστεια και ευθύς γνωστοποίησε στην Κωνσταντινούπολη τη χρησιμότητα και τη νομιμότητα του εθνικού μας κινήματος, συμφώνησε δε ότι η κεντρική κυβέρνηση (του Φερίντ πασά) είναι αδύνατη και παράνομη. Αναγνώρισε όλους τους πόθους μας και τη δύναμή μας καθώς και το ότι είναι αδύνατο να απορριφθούν τα δίκαια αιτήματά μας. Εν ονόματι της ασφαλείας του εθνικού κινήματος παρακαλώ να τηρήσετε εντελώς μυστικάς τας συνομιλίας μας αυτάς με τους Αμερικανούς και τους Άγγλους».
Οι δε Γάλλοι, που φοβήθηκαν μην υστερήσουν και αδικηθούν, έσπευσαν πρώτοι αυτοί να προσφέρουν στον Κεμάλ γην και ύδωρ. Και αναφέρει στον ίδιο συνεργάτη του ο Κεμάλ:
«Χθες ένας Γάλλος της αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως, ονομαζόμενος Λελόγκ, έφθασε εδώ με αποστολή να συνομιλήση μαζί μας. Είναι κομιστής επιστολής του υπασπιστού του Ντεσπρέ, ο οποίος δηλώνει ότι οι Γάλλοι είναι ολοκληρωτικά υπέρ του εθνικού μας κινήματος, ότι η κυβέρνησις του Φερίντ πασά είναι καταδικασμένη να πέση και ότι οι Γάλλοι είναι έτοιμοι και το θεωρούν ευχαρίστησή τους να ικανοποιούν όλας τας επιθυμίας μας».
(Ντοκουμέντα σχετικά με τους λόγους του Μουσταφά Κεμάλ Πασά)
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος γράφει στο βιβλίο του «Εκκλησία της Τραπεζούντος»:
«Ου μόνον δε ένοχον αδιαφορίαν προς την τύχην των εν Τουρκια χριστιανών επέδειξαν αι σύμμαχοι Μεγάλαι Δυνάμεις, αλλά και συνήργησαν εις το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ πασά και παντοιοτρόπως ενίσχυσον αυτό.
Ο όρος της εν μηνί Οκτωβρίω 17-30 του 1918 ανακωχής του Μούδρου ο επιβαλών εις την Τουρκίαν τον αφοπλισμόν δεν εξετελέσθη, τα δε όργανα των συμμάχων τα εντεταλμένα την φρούρησιν των αποθηκών των πολεμοφοδίων άφηνον να διαρπάζωνται ταύτα υπό των Τούρκων προς εφοδιασμόν του υπό του Μουσταφά Κεμάλ πασά αναδιοργανουμένου Τουρκικού στρατού.
«Η Ιταλία απ’ αρχής κηρυχθείσα σύμμαχος του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ πασά ενήργει ως σύμμαχος, τα δε εις Κωνσταντινούπολιν και το εξωτερικόν τηλεγραφήματα αυτού διεβιβάζοντο δια του εν Ατταλεία αντιπροσώπου της Ιταλίας. Ο εν Κωνσταντινουπόλει αρμοστής της Γαλλίας απ’ αρχής του κινήματος διετέλει εν καθημερινή συνεννοήσει μετά του πρώην μεγάλου βεζύρου Ιζέτ πασά, αντιπροσώπου του Μουσταφά Κεμάλ πασά εν Κωνσταντινουπόλει, επέτρεψε δε ίνα η τηλεγραφική αλληλογραφία των εν Κων/πόλει συνεργατών του Μουσταφά Κεμάλ και αυτού διενεργείται δια του γαλλικού ασυρμάτου τηλεγράφου».
Ο Χρύσανθος, είναι ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αρνήθηκε να ορκίσει τον δωσίλογο Τσολάκογλου, ως πρωθυπουργό. Όπως γράγει στο ημερολόγιό του, που εκδόθηκε σε αποκαλυπτικό βιβλίο, ήρθε τότε στην Ελλάδα απεσταλμένος από το Χίτλερ, καθηγητής, ανώτερο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που αναφέρει τα στοιχεία του. Αυτός, φρόντισε να συνεδριάσει ΄΄αριστίνδην΄΄ ιερά σύνοδος που καθαίρεσε τον Χρύσανιο και διόρισε στη θέση του τον Δαμασκηνό. Ο Χρύσανθος, πέθανε πάμπτωχος. Ο Δαμασκηνός, όρκισε τον Τσολάκογλου... Ως αντιβασιλεύς, μετά την κατοχή, υπέγραψε το νομικό τερατούργημα Γ΄ ψήφισμα που έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα άπειρες νέες και νέους (Όχι δικαίωμα έφεσης της απόφασης του στρατοδικείου και εκτέλεση του καταδικασμένου σε τρεις ημέρες).
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε, αυτό που τόσο συχνά αναφέρουν τα κεμαλικά τηλεγραφήματα, δηλαδή τη «μετάνοια» των συμμάχων για την παλιά φιλοσουλτανική πολιτική τους. Πραγματικά για αρκετό καιρό, οι Άγγλοι κυρίως, σαν πιο έμπειροι αποικιοκράτες χρησιμοποίησαν όσο μπορούσαν τη «νόμιμη» σουλτανική κυβέρνηση του Φερίντ Πασά και τη δύναμη που διέθετε για να διαλύσουν απ’ τα μέσα το επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ. Είχαν την αυταπάτη πως με φεουδάρχες, συνθηκολόγους πασάδες και μπέηδες θα δίχαζαν την Τουρκία, όπως είχαν διχάσει την Ελλάδα κι έτσι θα της επιβάλανε τους όρους τους για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως μόλις η Αντάντ είδε πως το κεμαλικό κίνημα επικρατούσε άνοιξε και μ’ αυτό παρτίδες κι ετοίμαζε από το 1919 τη στροφή εξήντα μοιρών που έμελλε να ολοκληρωθεί στα Μουδανιά το 1922 και αργότερα στη Λωζάννη.
Ας δούμε, όμως, πώς ακριβώς διαγράφονται τα συμφέροντα των Μεγάλων σ’ αυτή την πρώτη φάση της μικρασιατικής εκστρατείας. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες έμπαινε θέμα ν’ αναλάβουν γενικά την κηδεμονία ολόκληρης της Μ. Ασίας και ειδικά της Αρμενίας και του Πόντου, να εξασφαλίσουν το μερίδιό τους στα πετρέλαια της Μοσούλης και του Καυκάσου. Γι’ αυτό και η αμερικανική επιτροπή έσπευσε στην έδρα του Κεμάλ στη Σεβάστεια.
Οι Γάλλοι, που έβλεπαν να χάνουν συνεχώς έδαφος στην παγκόσμια ηγεμονία, κοίταζαν τι θα πρωταρπάξουν και στήσανε άγριο καυγά με τον πανφάγο συνεταίρο τους τον Άγγλο. Γράφει για τους Γάλλους ο πρεσβευτής Κ. Σακελλαρόπουλος:
«Εφαντάσθησαν μυθώδη τον πλούτον που έκρυπτον τα μικρασιατικά εδάφη και ευρυτάτους τους ορίζοντας που ηνοίγοντο εις την γαλλικήν εργασίαν, το γαλλικόν κεφάλαιον, το γαλλικόν εμπόριον. Και λησμονούντες ότι οι Τούρκοι είχον λάβει μέρος, εναντίον των εις ένα πόλεμον που δεν είχε επί τέλους ακόμα λήξει (...) προσέφεραν την φιλίαν των και μάλιστα εις εκείνους ακριβώς εκ των Τούρκων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι δια την τουρκικήν με την Γερμανίαν σύμπραξιν... και με αυτούς δεν εδίστασαν, εις εποχήν που η συνθήκη της ειρήνης δεν είχε καν αρχίσει να καταρτίζεται, ν’ ανταλλάσσουν σκέψεις επί σχεδίων καταπολεμήσεως του βρεταννικού ιμπεριαλισμού! (...) εκείνο που εχαρακτήριζε την στάσιν των πολυαρίθμων Γάλλων – στρατιωτικών ιδίως – οι οποίοι είχον τότε κατακλύσει την Κωνσταντινούπολιν, ήτο ένα ακατανίκητον αίσθημα εχθρότητος απέναντι των χριστιανών συγχρόνως και των Άγγλων – κυρίως των Άγγλων. Τους πρώτους, γενικώς εθεώρουν οι Γάλλοι αναξίους ενδιαφέροντος και τους Έλληνας, ιδιαιτέρως, δεν έβλεπον παρά ως ταραξίας και κατασκόπους των Άγγλων. Ως προς τους τελευταίους αυτοί είχον απλούστατα υποκαταστήσει τους Γερμανούς εις την πρώτην γραμμήν των αντιπάλων της Γαλλίας»!
Ωστόσο οι Γάλλοι ήταν υποχρεωμένοι, πολλές φορές να εξευμενίζουν την Αγγλία και να της κάνουν τα χατήρια, εφόσον πάλευαν να εξασφαλίσουν το 20% των μετοχών της «Τούρκις Πετρόλεουμ»!
Αλλά και ο Λένιν, βοήθησε με κάθε τρόπο τον Κεμάλ, μια και εμφανιζόταν ως επαναστάτης και ανταποδίδοντάς μας το γεγονός, ότι, μας είχαν πείσει την άνοιξη του 1919 οι Μεγάλοι μας Σύμμαχοι , να στίλουμε εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία για να καταπολεμήσει τους μπολσεβίκους. Σκοτώθηκαν 300 περίπου Έλληνες άνδρες και είκοσι αξιωματικοί και οι υπόλοιποι γύρισαν νικημένοι.
Έλληνες πιστοί στην ουτοπία της Μεγάλης Ιδέας και ξένοι πιστοί στα συμφέροντά τους, υπήρξαν οι αίτιοι της τραγωδίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου