ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ, Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ



ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ, Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ

                                                                                   Του Βασίλη Λάζαρη

Η εισήγησή μου αναφέρεται στον  Δημήτριο Βότση, ο οποίος δίκαια θεωρείται ως ο σημαντικότερος δημοτικός άρχοντας ,που γνώρισε ποτέ η Πάτρα. Στο Δημαρχιακό αξίωμα ανέβηκε για πρώτη φορά κερδίζοντας τις δημοτικές εκλογές της 5ης του Σεπτέμβρη του 1899 και αφήνοντας δεύτερον σε μια πεισματική αναμέτρηση τον Θάνο Κανακάρη  ,ο οποίος, όπως και ο Γεώργιος Ρούφος και ο Περικλής Καλαμογδάρτης και άλλοι προγενέστεροί του, εξέφραζε σε τοπικό επίπεδο τον χρεωκοπημένο φεουδαρχικό κόσμο και την ομάδα  εκείνη των μεγαλοαστών, που είχε συμβιβαστεί μαζί του.
Ο πατριάρχης της πατραϊκής δημοσιογραφίας  Κωνσταντίνος Φιλόπουλος είχε επανειλημμένα  ασχοληθεί στην εφημερίδα του «Φορολογούμενος» με την αναγκαιότητα της απαλλαγής  της τοπικής δημαρχίας από την κυριαρχία του φθαρμένου παλαιοκομματισμού,δε3δομένου ότι σύμφωνα με την άποψή του η δημοτική αρχή γενικά αποτελούσε βασική πηγή της λαϊκής εξουσίας και πρωτογενή εστία ελευθερίας. Τόνιζε μάλιστα ο Φιλόπουλος στη μαχητική αρθρογραφία του, ότι δυστυχώς η εν λόγω αρχή εκφραζόταν μέχρι τότε στην Ελλάδα ως συνεταιρισμός  ενός ανδρός με επιρροή ή με όνομα προς κάποιο όμιλο ανθρώπων, οι οποίοι θα βοηθούσαν να σκαλώσει στη δημαρχιακή πολυθρόνα με συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ο όμιλος αυτός ,σύμφωνα πάντα με τον Φιλόπουλο, θα απειλούσε, θα υποσχόταν, θα ραδιουργούσε, θα μιλούσε  για δημοτικές ελευθερίες, για την αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης και για τα απαράγραπτα δικαιώματα των ανθρώπων της εργασίας. Όταν όμως θα κέρδιζε την δημαρχία ο εκλεκτός του, τότε θα καρπώνονταν τα υλικότερα δημοτικά οφέλη και στους φίλους του θα πρόσφερε ύποπτες προμήθειες και διορισμούς.
Ο Βότσης απετέλεσε την άρνηση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης των τοπικών δημοτικών πραγμάτων, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές του αντιλήψεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαπνεόμενες από ρηξικέλευθα οράματα.
Είχε γεννηθεί το 1847 στο Τσιβδί, υπήρξε δε γιός του Αθανασίου Βότση από τους πρώτους οικιστές της Πάτρας, με ρίζες από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Σε ηλικία 22 ετών εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις τάξεις των πατρινών δικηγόρων ως πρώτη του δε αξιόλογη πολιτική πράξη θεωρείται η συμμετοχή του σε ομάδα 52 συναδέλφων του, οι οποίοι είχαν καταδικάσει  τους περιβόητους «στηλίτες» του Βούλγαρη με κοινή δήλωση τους στον τοπικό τύπο.
Όταν ο Βότσης ανέλαβε τα δημαρχιακά του καθήκοντα, διαπίστωσε ότι οι προκάτοχοί του από το 1870 και δώθε είχαν αφήσει  στο Δήμο πολλά ανεξόφλητα χρέη. Το γεγονός τούτο του δημιούργησε πολλά προβλήματα, τελικά όμως  κατόρθωσε να εξοφλήσει όλα τα παληά κινητά χρέη του Δημαρχείου πληρώνοντας συνολικά 1.350.000 δραχμές, ενώ ελάττωσε παράλληλα το πάγιο δημοτικό χρέος κατά ένα εκατομμύριο και πλέον.
Ο Βότσης παρέμεινε δήμαρχος 15 χρόνια, από το 1899 μέχρι το 1914,οπότε αντικαταστάθηκε στο αξίωμά του από τον Δημήτριο Ανδρικόπουλο - Μπουκαούρη. Οι συμπολίτες του έτρεφαν απέναντί του ιδιαίτερη εκτίμηση, τούτο όμως δεν υπήρξε αρκετό, για να αντισταθμίσει τον δυσμενή αντίκτυπο, που είχε προκαλέσει η καταφανής απροθυμία του να γίνει φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια εποχή, κατά την οποία κυριαρχούσε απόλυτα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα ο μεγάλος εκείνος άνδρας. Έτσι ,έχασε στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1914,παρά το ξεχωριστό έργο ,που είχε επιτελέσει.
Ο Βότσης διακρινόταν γενικά για τις συντηρητικές του αντιλήψεις γύρω από συγκεκριμένα πολιτική και κοινωνικά θέματα. Ήταν ,για παράδειγμα, αντίθετος στην καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας  για τους εργαζομένους-οι αντικειμενικές όμως συνθήκες τον είχαν τελικά υποχρεώσει να μην αντιδράσει  στην εφαρμογή των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων, αλλά αντίθετα, να ζητήσει την επέκταση της ισχύος τους και στην Πάτρα, «καίτοι» όπως αναφέρεται  στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου,» εφρόνει, ότι το ζήτημα της Κυριακής αργίας θα απέβαινεν επιβλαβές εις την εμπορικήν κίνησιν της πόλεως»(1)
Ο συντηρητισμός του Βότση καταφαίνεται σε ένα πλήθος καταγραφών των εν λόγω  πρακτικών ,όπου μεταξύ άλλων αναλώνεται σε αφειδώλευτους επαίνους για την Εθνική Τράπεζα, η οποία. όπως έγραφε παληότερα η έγκυρη πατραϊκή εφημερίδα «Φορολογούμενος»,δεν  είχε ποτέ υψωθεί σε σφαίρα της μπακαλικής κερδοσκοπίας(2),αλλά όπως υποστήριζε ο Βότσης, αποτελούσε το ευεργετικώτερον εν Ελλάδι πιστωτικόν ίδρυμα». Στους επαίνους του πατρινού δημάρχου περιλαμβανόταν, όπως ήταν φυσικό. και ο Στέφανος Στρέιτ, διοικητής της εν λόγω Τράπεζας και γνήσιος εκφραστής των απόψεων του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου-εξ αιτίας όχι της ανάγκης κάποιας τυπικής προς αυτόν φιλοφρόνησης αλλά της απόλυτης σύμπτωσης των απόψεων  των δύο αυτών ανδρών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων(3).
Ο συντηρητισμός του Βότση υπήρξε περισσότερο φανερός στη στάση του απέναντι στα Ανάκτορα. Είχε προετοιμάσει μεγάλη υποδοχή στον Γεώργιο Α΄, όταν εκείνος το Μάη του 1907 είχε έλθει από την Κέρκυρα στην Πάτρα  προκειμένου να παραδώσει σε λαμπρή τελετή την πολεμική σημαία στο 12ο Σύνταγμα. Του είχε επίσης οργανώσει την ίδια υποδοχή, όταν εκείνος επισκέφθηκε και πάλι την αχαϊκή πρωτεύουσα τον επόμενο χρόνο, ενώ τον διάδοχο Κωνσταντίνο τον είχε παρουσιάσει ως τον κυριότερο συντελεστή των νικών του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και είχε προτείνει σε ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου να δοθεί το όνομα του στην πλατεία Τριών Συμμάχων.
Στην εν λόγω συνεδρίαση δεν είχε παραλείψει βέβαια, προφανώς για λόγους τακτικής, να επαινέσει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντάς τον «πρωτεργάτην  της αναστάσεως του Γένους, ελευθερωτήν του αλυτρώτου ελληνισμού και υπέροχον αληθώς διάνοιαν» και ζητώντας παράλληλα να μετονομασθεί σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου η οδός Ερμού. Δεν αντέκρουσε όμως τον πολιτικό του φίλο και δημοτικό σύμβουλο Κανέλλο Κανελλόπουλο, πατέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ,όταν αυτός, διατυπώνοντας αντιρρήσεις σχετικά με την μετονομασία του κεντρικού εκείνου δρόμου της πόλης ,ανέφερε στην ίδια συνεδρίαση, ότι έπρεπε το  δημοτικό συμβούλιο να περιορισθεί «εις την αποστολήν προς τον κύριον πρωθυπουργόν ενός θερμού συγχαρητηρίου τλεγραφήματος και να αναβάλη άλλην απόφασιν, αφού το πολιτικόν και διπλωματικόν μέρος του εθνικού ζητήματος δεν είχε τελειώσει ώστε ακόμη και δεν ηξεύρομεν, μη τυχόν ευρεθώμεν ,προτού φθάσωμεν εις το τέλος ενώπιον βαράθρου»(4)
Οι βαλκανικοί πόλεμοι ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις του δημοτικού συμβουλίου οδήγησαν σε ευτυχείς λύσεις για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικός και διπλωματικό πεδίο. Είχαν  όμως παράλληλα δημιουργήσει και αρκετά οικονομικά προβλήματα σε πολλές  πατραϊκές οικογένειες, για  τις οποίες εν τούτοις μεριμνώντας ανυστερόβουλα ο Βότσης, είχε ζητήσει από το δημοτικό συμβούλιο την οικονομική ενίσχυση των εν λόγω οικογενειών, είχε εξασφαλίσει σχετική πίστωση  45.000 δραχμών και είχε εκφράσει την πεποίθηση, ότι «θα εισέφερον τον οβολόν των χάριν της ιερότητος του σκοπού και οι πλούσιοι πατρείς και τα εκκλησιαστικά συμβούλια  των πατραϊκών ναών, οι οποίοι οικονομικώς ευημέρουν»(5).
Ο συντηρητισμός της πολιτικής σκέψης του Βότση ίσως δεν του είχε επιτρέψει να συλλάβει σε όλη την έκταση της τη σημασία των συγκλονιστικών γεγονότων που διαδραματίσθηκαν στη διάρκεια της δημαρχίας του στην Ελλάδα και γενικότερα στη Βαλκανική. Φαίνεται ,ότι ο Βότσης δεν είχε ιδιαίτερα χαρίσματα πολιτικού, ενώ η εντιμότητά του δεν του επέτρεπε να απεμπολήσει της μέχρι τότε πολιτικές απόψεις του, όπως είχε συμβεί με αρκετά «λαμόγια» εκείνης της εποχής, που δεν είχαν δυσκολευτεί να εγκαταλείψουν τις παληότερες πολιτικές θέσεις τους και να ασπασθούν τον βενιζελισμό, που τον αντιμετώπιζαν ως αναγκαία προϋπόθεση, για να διατηρηθούν ως σαπρόφυτα κάτω από τη σκιά του θριαμβεύοντος τότε κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο Βενιζέλος είχε επιχειρήσει απαρχής να πλήξει τον Βότση, όχι ασφαλώς για προσωπικούς λόγους. Επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για καθαρά πολιτική ενέργειά του, ου προφανώς αποσκοπούσε στον παραμερισμό με την σπίλωση ενός τιμίου, δραστήριου και επομένως ισχυρού συντηρητικού πολιτικού αντιπάλου,  οποίος είχε κερδίσει με την ψήφο του λαού την ιδιότητα του πρώτου πολίτη σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της χώρας.
Ο πατραϊκός τύπος, που ήταν ταγμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στο πλευρό του Βενιζέλου, υπερασπίστηκε τότε τον Βότση-η τοπική εφημερίδα «Κραυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» είχε κατηγορήσει μάλιστα τον κρητικό πολιτικό ,ότι «προσεπάθει να δημιουργήσει  όχι μόνο εντός της Βουλής αλλά και διά των δημάρχων κόμμα(επιχειρών και δι’ αυτών) να χρίη και να μυρώνει βουλευτάς»(6) Η ίδια εφημερίδα σε προηγούμενο δημοσίευμά της είχε εξάλλου, τονίσει, ότι «ο κύριος Βενιζέλος, ωθών την πολιτικήν του εμπάθειαν μέχρις ακρότητος, είχε διατάξει τον γενικόν έλεγχον όλης της δωδεκαετούς διαχειρίσεως του κυρίου Βότση, διά να ανεύρη καταχρήσεις και σφετερισμούς»-και στη συνέχεια είχε σημειώσει ότι «εκ των πεντακοσίων δημάρχων του κράτους (ο κύριος πρωθυπουργός) μόνον τον δήμαρχον Πατρέων και τινός άλλους  του νομού  είχε θέσει υπό τα βέλη του»(7).
Ο Βότσης δεν ήξερε, αλλά και ούτε ήθελε να μάθει να ελίσσεται μέσα  στους σκοτεινούς δαιδάλους της αστικής πολιτικής πρακτικής εκείνης της εποχής—υπήρξε όμως πολύ καλός διαχειριστής αυστηρά προσδιοριζόμενων αντικειμένων, και στην προκειμένη περίπτωση των δημαρχιακών, και παράλληλα  έντιμος άνθρωπος και ειλικρινής φίλος των πατρινών.
Έτσι ο  δραστήριος αυτός δήμαρχος, επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη λειτουργία των 39 δημοτικών σχολείων της περιοχής, ξοδεύοντας γι’ αυτό το σκοπό κατά μέσο όρο 170.000 δραχμές το χρόνο, ενώ το 1911 αγόρασε με 121.240 δραχμές  από το Ράλλη Μακρυγιάννη ,γόνο μεγαλεμπόρων, το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο και ξόδεψε άλλες 13.497 δραχμές για τον εσωτερικό και εξωτερικό του διάκοσμο. Στις 18 του Σεπτέμβρη του 1910 εξ’ άλλου, άνοιξε την Δημοτική Βιβλιοθήκη που ιδρύθηκε με πυρήνα τους 5.000 τόμους της βιβλιοθήκης της Βιοτεχνικής Εταιρείας και απετέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπως είχε αναφέρει μιλώντας στα εγκαίνιά της ,ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Ο Βότσης κατέστησε με 48.858 δραχμές τον δήμο ιδιοκτήτη μεγάλων οικοπέδων κοντά στα Καντριάνικα, όπου το 1912 κτίσθηκαν οι στρατώνες που θεωρούνταν εντελώς απαραίτητοι για την πόλη. Με 74.000 δραχμές ,εξάλλου, ανακαίνισε το Δημοτικό Νοσοκομείο και ταυτόχρονα έκτισε και εξόπλισε το θεραπευτήριο μεταδοτικών νοσημάτων, ξοδεύοντας 29.000 δραχμές. Εγκατέστησε επίσης  το           Πτωχοκομείο σε νέο οικοδόμημα, κατασκευασμένο με έκτακτη συνδρομή 15.000 δραχμών, ενώ το 1903,αποκοπώντας,στην προστασία της δημοσίας  υγείας, ανήγειρε  σφαγεία με δαπάνη 212.000 δραχμών. Ένα χρόνο ενωρίτερα εγκαινίασε  τον τροχιόδρομο και την ίδια περίπου εποχή με το ποσό των 400.000 δραχμών διοχέτευσε το νερό των πηγών του Βελβιτσίου στην πόλη από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Με 72.000 δραχμές εξάλλου έκτισε νέα δεξαμενή, διπλασίας από την παληά χωρητικότητας, με 82.000 δραχμές ανακαίνισε το εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης, τοποθετώντας σωλήνες μεγάλου διαμετρήματος και με 7.000 δραχμές κατασκεύασε μικρά υδραγωγεία στα γύρω από την Πάτρα χωριά.
Ο Βότσης ενδιαφέρθηκε παράλληλα για την ανάπτυξη του εγχωρίου εμπορίου, φροντίζοντας για την κατάργηση του νόμου που επέβαλλε δημοτικό φόρο στα εισαγόμενα στο δήμο ώνια και εμπορεύματα, τα προοριζόμενα για τοπική κατανάλωση η τα προσωρινά αποθηκευμένα-ενός νόμου, που, όπως λέγονταν τότε είχε διώξει από την πόλη το εμπόριο. Κατόρθωσε επίσης αναφορικά με τα λιμενικά έργα ,να λύσει συμβιβαστικά τη διαφορά της λιμενικής επιτροπής με τον περιλάλητο Μανιάκ, που πήρε τελικά για την εξόφληση των αξιώσεών του μόλις ένα εκατομμύριο δραχμών αντί των δέκα εκατομμυρίων ,που ζητούσε.
Ο Βότσης είχε φιλοδοξήσει να φωταγωγήσει με ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρη την Πάτρα, ανυπέρβλητες όμως αντικειμενικές δυσκολίες δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει το συγκεκριμένο αυτό σχέδιό του. Κατόρθωσε ωστόσο την ηλεκτρική φωταγώγηση της πλατείας Γεωργίου και ενός μέρους της οδού Μαιζώνος το Πάσχα του 1907-γεγονός ,που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους πατρινούς και ειδικά στους επιχειρηματικούς κύκλους της περιοχής.
Ο Βότσης εργάσθηκε επίσης για την ενίσχυση της τοπικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας και ανέπτυξε δραστηριότητες  για τη λειτουργία μιας μόνιμης έκθεσης  βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων στην Πάτρα. Έτσι μαζί με τον ιστορικό εμπορικό σύλλογο «Ερμής» και την ιδρυμένη από το 1895 τοπική «Βιοτεχνική Εταιρεία» ενίσχυσε οικονομικά από τα αποθεματικά του πατραϊκού δήμου το θεμελίωμα αυτής της ιδιαίτερα σημαντικής για την εγχώρια αστική τάξη έκθεσης που άνοιξε τις πύλες της  την 1η του Μάη του 1900,χωρίς ωστόσο να προκαλέσει ιδιαίτερη συγκίνηση στην πλειοψηφία των πατρινών εμπόρων.
Ο Βότσης αντέδρασε έντονα, όταν τον Οκτώβρη του 1909 υποβλήθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούνταν ουσιαστικά το λιμάνι της Πάτρας ως μεταναστευτικό και οριζόταν ως μοναδικό στην προκειμένη περίπτωση εκείνο του Πειραιά.
Στην Αχαϊκή πρωτεύουσα είχαν πραγματοποιηθεί ογκώδεις και θορυβώδεις διαδηλώσεις, που σε μια περίπτωση κορυφώθηκαν με καταστροφές και λεηλασίες-ενώ ο ίδιος ο Βότσης(αντίθετος από ιδιοσυγκρασία αλλά και επηρεασμένος από την μεγαλοαστική πολιτική του θέση απέναντι στις αχειραγώγητες λαϊκές εξάρσεις, που αρεσκόταν να τις χαρακτηρίζει «οχλοκρατικές» περιορίσθηκε ,με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού συμβουλίου ,να στείλει στον πρωθυπουργό και στον πρόεδρο της Βουλής τηλεγράφημα, στο οποίο διατυπωνόταν  «η εντονότατη διαμαρτυρία του Σώματος κατά του εν λόγω μέτρου, ολεθριωτάτου διά την πρόοδον των Πατρών»(8).
Το νομοσχέδιο για την μετανάστευση, παρά τις διαμαρτυρίες του Βότση και τα συλλαλητήρια, έγινε τελικά νόμος(προς επιβεβαίωση του φιλισταϊσμού, που κρύβεται πίσω από τις αστικοδημοκρατικές διακηρύξεις για τον  σεβασμό της λαϊκής θέλησης) το λιμάνι ωστόσο της Πάτρας, λόγω της διατήρησης των σχετικών αντικειμενικών και ακαταπολέμητων συνεπώς συνθηκών παρέμεινε τελικά μεταναστευτικό. Μέσα στην πόλη μάλιστα το 1910 λειτουργούσαν και πρόκοβαν πέντε πρακτορεία μεταναστεύσεων, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες τους δυστυχείς μετανάστες του ευρύτερου πελοποννησιακού χώρου, πιεσμένους από την ανεπάρκεια του αγροτικού κλήρου αλλά κυρίως από την ανεργία η οποία αποτελούσε συνέπεια κατά βάση της σταφιδικής κρίσης που καταβασάνιζε εκείνη την εποχή τη χώρα.
Με το όνομα του Βότση είναι δεμένη και η υπόθεση του κτισίματος του νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, για την ανέγερση του οποίου είχε εισηγηθεί στην Εθνοσυνέλευση όταν ήταν βουλευτής Αχαΐας, ειδικό νομοσχέδιο το οποίο αργότερα έγινε νόμος του κράτους. Ο δραστήριος αυτός δήμαρχος είχε προκαλέσει διαγωνισμό για την εκπόνηση σχεδιαγράμματος του ναού και είχε στη συνέχεια κατορθώσει για την εξοικονόμηση των  απαραιτήτων πόρων, την επιβολή ελαχίστου φόρου 30 λεπτών κατά χιλιόλιτρο πάνω στο εξαγόμενο από το λιμάνι της Πάτρας σταφιδόκαρπο.
Τα κεφάλια του ναού στην Εθνική Τράπεζα; Έφτασαν τότε τις 488.000 δραχμές ενώ το 1918 είχαν αγγίξει με τους τόκους το ένα εκατομμύριο, εκτός των 250.000 οι οποίες είχαν ήδη δαπανηθεί για την οικοδόμηση της εν λόγω εκκλησίας.
Το πλήθος των φροντίδων του Βότση  για το κτίσιμο του νέου ναού του Αγίου Ανδρέου δεν πρόδιδε ωστόσο την ύπαρξη άριστων σχέσεων ανάμεσα στον πρώτο πολίτη της Πάτρας και στην τοπική επίσημη εκκλησία, της οποίας προκαθήμενος ήταν τότε ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, παληός καλόγηρος της μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας και κατόπιν μαθητής του «αιρετικού» Αποστόλου Μακράκη. Το 18884 ωστόσο ο Ιερόθεος επανήλθε πλησίστιος στην ορθοδοξία και «απετάξατο» τον δάσκαλο του, κληρονόμησε όμως από την έξαλλη διδαχή του το μένος κατά των μασόνων, τους οποίους, όπως είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη του θεωρούσε τόσο ισχυρούς «ώστε να δύνανται ούτοι και τον λαόν να προκαλέσωσι και την ιεραρχίαν να εκμηδενήσωσι». Όπως τόνιζε μάλιστα στην  ιδία συνέντευξη του, «η ελλειψις στοιχειώδους από μέρους των μασόνων   ευπρεπείας και η συναδελφότης των μετ’ ανδρών μετεχόντων εις την διοίκησιν του κράτους τους έκαναν να μη λογαριάζουν ένα ιεράρχη, εκπληρούντα το καθήκον του, και να σπεύδουν, όπως προκαλέσωσιν εις τα φανερά πάλην μαζί του».(9).
Ο Ιερόθεος είχε πολεμήσει τότε σκληρά τον «μέγαν διδάσκαλον» των μασόνων Τιμολέοντα Φιλήμονα και τον «μέγαν ρήτορα» της Αθηναϊκής Στοάς Αγησίλαο Γιαννόπουλο και σε πατραϊκό επίπεδο τους χαρακτηρισμένους από μέρους του ως μασόνους Νικόλαο Κορύλλο, Ανδρέα Πικραμένο, Ανδρέα Σαρρή, Χρήστο Κρητικό και Γεώργιο Τσερτίδη -αλλά και τον δήμαρχο Δημήτριο Βότση, τον οποίο ωστόσο είχε σπεύσει να υπερασπισθεί το Δημοτικό συμβούλιο, υποστηρίζοντας κατά πλειοψηφία καταγγελίες του δημοτικού συμβούλου Χρήστου Κρητικού αναφορικά με την τότε ελάττωση των εισπράξεων του ναού του Αγίου Ανδρέα και τις καταφανείς αιτίες αυτής της ελάττωσης(10).
Ο Βότσης πάντως τελικά είχε αντιπαρέλθει το θέμα, προτιμώντας προφανώς να ξοδεύει την δυναμικότητά του στην επίλυση των ποικίλων καθημερινών προβλημάτων του Δήμου. Ίσως μάλιστα να είχε λάβει όψη του εκείνο που είχε καταγγείλει με μια σειρά άρθρων του το 1889 στον πατραϊκό  «Νέο Αιώνα» του Ανδρέα Μεταξά ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, ότι δηλαδή «ένιοι των κληρικών απέβαινον σήψις και σκότος εν τω λαώ»(11).
Ο άγαμος Δημήτριος Βότσης πέθανε στην μία το μεσημέρι της 28ης του Οκτωβρίου του 1917 σε ηλικία 70 χρόνων, μόλις τρία χρόνια μετά την πικρή απομάκρυνσή του από τη δημοτική  εξουσία-αιτία δε του θανάτου  του υπήρξε η ουραιμία και υπερταξία του προστάτη, όπως βεβαίωσαν  στην «άδεια ταφής» ο «πιστοποιήσας ιατρός» και ο «νεκροσκόπος».Επικήδειο μπροστά στη σωρό του εκφώνησε μόνο ο δήμαρχος Δημήτριος Μπουκαούρης, που τον είχε διαδεχθεί, ενώ με προηγούμενη στρατιωτική μουσική ο νεκρός του μεταφέρθηκε με πομπή στο νεκροταφείο και ενταφιάστηκε, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ,στον χώρο εκείνον, που ήταν προορισμένος για τους μεγάλους ευεργέτες(12).
Στον τάφο του Βότση σωριάστηκαν αρκετά στεφάνια και στήθηκε αργότερα μια προτομή του, ενώ μια δεύτερη κατασκευάσθηκε την ίδια εποχή με δαπάνη του πατραϊκού λαού και τοποθετήθηκε στην πλατεία Τριών Συμμάχων. Έμεινε εκεί μέχρι το Μάη του 2.000, οπότε εκδιώχθηκε από την τότε δημοτική αρχή προκειμένου να ανακαινισθεί η πλατεία. ΄Εκτοτε ο Βότσης βρίσκεται  σε μια ήσυχη ,απόμερη γωνιά, στη διασταύρωση του ομωνύμου του δρόμου και της Οθωνος Αμαλίας, λησμονημένος και σιωπηλός μέσα στη σκόνη του καιρού, περιμένοντας ίσως την επίδειξη κάποιου αργοπορημένου προς το πρόσωπό του σεβασμού, από μια πόλη με βαρειά ιστορία της οποίας υπήρξε ο μέγιστος των δημάρχων.
1.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών .Συνεδρίασις 14ης Δεκεμβρίου 1909.
2.Εφ.Φορολογούμενος,φ.9 Σεπτεμβρίου 1883
3.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών. Συνεδρίασις 16ης Μαρτίου 1902
4.ο.π.Συνεδρίασις 27ης Οκτωβρίου 1912.
5.ο.π.Συνεδρίασις 22ας Σεπτεμβρίου 1912
6.Εφ. Κραυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» φ.5 Φεβρουαρίου 1912.
7. ο.π.20 Ιανουαρίου 1912.
8.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών Συνεδρίασις 22ας  Οκτωβρίου 1909
9.Ο Μασονισμός εν Ελλάδι αποκαλυπτόμενος. Εκδ. Συλλόγου Ορθοδοξίας. Εν Πάτραις 1902 σελ.29.
10.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών Συνεδρίασις 7ης Νοεμβρίου 1901
11.Βλ.Κων.Νικολετοπούλου. Αυτοσχέδιος περί κλήρου μελέτη. Πάτραι 1905 σελ.11-14,16,19.21 και 29.
12.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών. Συνεδρίασις 29ης Οκτωβρίου 1917,

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η ομιλία του Ιστορικού συγγραφέα Βασίλη Λάζαρη έγινε στα πλαίσια των διαλέξεων και ομιλιών της Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών την Τετάρτη 30 Απριλίου 2014 ώρα 8 μ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου