ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ 40
ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
(Ομιλία Λεωνίδα
Μαργαρίτη Γεν. Γραμματέα Εταιρείας Λογοτεχνών κατά την εκδήλωση της Εταιρείας
Λογοτεχνών που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο των Πατρών προς τιμήν του ποιητή
Γιάννη Κουτσοχέρα την 12η Μαΐου 1982)
Πρόθεση για να
θυμίσουμε ότι ανάμεσά μας ζεί ένας αληθινός ποιητής, αυτός ο ποιητής του
Κοινωνικού Λυρισμού και της ευαισθησίας όπως μπορούμε σωστά να τον θεωρήσουμε, δεν
υπάρχει σε τούτη τη φιλόξενη ώρα.
Μα κι αποτίμηση μιας
προσφοράς σαράντα χρόνων του ποιητή που αντάξια του αφιερώθηκε αυτή η ώρα, δεν βολεί
να γίνει στα στενά όρια μιας ομιλίας
χωρίς ο χρόνος να μας αφήσει άδικα κενά στο χώρο του θέματος.
Η ποίηση-και θα νιώσουμε την
απεραντοσύνη της όταν κλείσουμε στην έννοια της κάθε καλλιτεχνική
τελετουργίας-είναι δωρεά δίχως επιστροφή κι ανταπόδοση.
Κι αυτός ακόμη ο ποιητής όσα κύτταρα
του κι αν θυσιάσει, κι ο απλός άνθρωπος μ’ όση κατάφαση ή κι άρνηση της ανοίξει
την αίσθησή του πάλε θα της οφείλουν, ίσως μάλιστα πιο πολλά από πριν.
Η αντιμετώπιση ενός τέτοιου
χρέους-ελάχιστον μέρος του μεγάλου χρέους φυσικά-όσο γίνεται επιτακτική απ’ την
εποχή, τόσο και διευκολύνεται απ’ την ίδια.
Αντί να τυμβωρυχούμε, με την χάρη της
ατιμωρησίας μάλιστα, η να καιροφυλακτούμε να τυμβωρυχήσουμε, όπως νοσηρά συμβαίνει
συχνά στον πνευματικό μας βίο, είναι προτιμότερο κάτι πιο επικίνδυνο να μεθάμε
με το φως που μας περιζώνει, η να το πολεμάμε όταν μας αγγίζει με σκληρότητα.
Στη θέση ενός περίπαθου ελεγείου, ο πιο τίμιος ο βωμός του επαίνου η κι η
αναθεματική πέτρα του ψόγου.
Ζώντας άλλωστε κανένας τον καιρό του
και την ποίηση του καιρού του, έχει την ευθύνη της άμεσης γεύσης που κι όταν
πικραίνει είναι χρήσιμη, έχει και κάτι άλλο: την ανάγκη και το θάρρος να συζητήσει μ’ αυτή
την ποίηση για να εξηγήσει και να αισθανθεί
ουσιαστικότερα τον καιρό του.
Ο Γιάννης Κουτσοχέρας όπως και σεις
κυρίες μου, δεσποινίδες και κύριοι-ανήκει στην εποχή μας. Μα όχι σαν ουδέτερος
αναγνώστης των δραματικών σελίδων της η σαν αδιαμαρτύρητος θεατής των γεγονότων
που την σπάραζαν. Αλλά σαν ποιητής αγωνιστής που μαζί με την ηρωική
εμπροσθοφυλακή του Λυρικού Λόγου έκλεισε τους
παλιούς αυτής της εποχής στη φωνή που αντιπροσώπευε και το πνεύμα της
και το αίτημά της.
Ίσως είναι μεροληψία της τύχης να
ζήσει ένας ποιητής τόσα δραματικά γεγονότα, όσα σωρεύουν στη ράχη του κόσμου
και στη ράχη της πατρίδας του δυο μεγάλοι απειρόνεκροι πόλεμοι. Τραγική βέβαια
εύνοια απ’ τη μια όψη, αφού αυτός ο ποιητής αναγκάζεται να γυμναστεί με τον
πόνο των ανθρώπων και με το άλγος των πραγμάτων-των πολλών και των δικών της
πραγμάτων κι ανθρώπων.
Αλλά κι ευεργετική για έναν αθλητή
του λόγου, που πρέπει ν’ αγωνιστεί με τη δική του αλκή, για την ιδέα και την αγωνία όλου αυτού του στίβου-πιο
πολύ όμως του στίβου όπου κονταρομάχεται, μεγαλύνεται ή υποφέρει το δικό του το
γένος. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το
γένος των Ελλήνων,
«Τι τύχη αλήθεια για όλους τους
Έλληνες ,λέει ο ποιητής να ζούμε σε χώρους που συνταιριάζουν το θρύλο και την
πραγματικότητα και που από τα πανάρχαια
χρόνια ως τα σήμερα-και σίγουρα για πάντα- αποτελούνε και θα παραμείνουν για
σύμβολα της αλκής και του ωραίου που φέρνουν σε συζυγία το θείο και τ’
ανθρώπινο στοιχείο».
Στον Ελληνικό χώρο βρίσκει ο
Κουτσοχέρας τις πηγές και τους ρυθμούς της ποιήσεως, το αιώνιο ανάβλυσμά της
και το ρυθμικό μεγαλείο της.
Γεννημένος κι αναστημένος στην ειδυλλιακή Ζήρια της Αχαΐας
ένα σκαλί ανάμεσα σ’ ουρανό και θάλασσα- και διαποτισμένος με την αίσθηση του
Ελληνικού χώρου ο ποιητής μας Γιάννης Κουτσοχέρας γέμισε την ψυχή του και την
ποίησή του με την καθαρότητα του Ελληνικού ουρανού, την καθάρια Ελληνική φύση
την γιομάτη ομορφιά και αισθητική ισορροπία.
Όλο το έργο του είναι σχηματισμένο με
τις δυνατότητες της Ελληνικής φύσης, με τη γεύση του γλυκόπικρου καρπού της
Ελιάς και του άγιου καρπού, που όμως έχει μια γλυκύτητα ασύγκριτη εδώ στην
Ελλάδα.
Όλη τούτη η ποίηση, στημένη στο
ξέφωτο κάποιων ανάλαφρων τοπίων, ζωντανεμένη στων βουνών και στων γιαλών τη
γραφικότητα, φαντάζει σαν κάποια γνώριμη μορφή του Ελληνισμού που λαξεύτηκε,
ντύθηκε, πλάστηκε απ’ τη βροχή και τον άνεμο, απ’ το φως και την ομίχλη που
συνταιριάζουν στους αιώνες το πνεύμα και το φυσικό του λίκνο.
Η Ελληνική μορφή και η ψυχή του έργου
του Γιάννη Κουτσοχέρα αυθόρμητα ξεπήδησαν μέσα από τον Ελληνικό χώρο που ξεπηδά
κάθε σπόρος φυτεμένος κάτω απ΄το χώμα
και τον ήλιο της δικής του πατρίδας.
Νοιώθει πραγματικά, κανείς ότι
ανασαίνει Ελλάδα διαβάζοντας Κουτσοχέρα.
Μία Ελλάδα αιώνια κλασική και πρωτοποριακή, με πλατύφτερο και ομορφιά αμόλευτη
και τούτο γιατί ο ίδιος ο ποιητής-που ωστόσο σαν αληθινός ποιητής είναι πανανθρώπινος
-τραγουδάει σαν Έλληνας, με τον τρόπο του Έλληνα. Απ’ αυτή τη εσωτερική πηγή αναβλύζει η ποίηση του
Κουτσοχέρα κι ακολουθεί το ίδιο ρέμα του στοχασμού και της ευαισθησίας.
Το έργο του Γιάννη Κουτσοχέρα δείχνει
πως το όργανο του σαν ποιητή τον συντονίζει όταν συλλαμβάνει και γράφει δεν
λειτουργεί μονότροπα. Ο στοχασμός, η διαίσθηση και η ευαισθησία συνεργάζονται
με τον τέτοιο τρόπο ώστε το λυρικό στοιχείο να σμίγει με το στοχασμό και να τον
ελαφρύνει ο ηθικοπολιτικός προβληματισμός να διαπλάθεται και να διαπλάθεται και
να ευαισθητοποιείται από τη σμίλη του στίχου.
Προχωρώντας δε όλο και πιο βαθιά στον
ανθρωπιστικό χώρο εγκλιματίζεται με το πρακτικό πνεύμα που μεταπλάθει τα
ιδανικά σε πολιτική πράξη και αντιδρώντας αισθητικά σε μια συγκεκριμένη
κατάσταση, μεταφέρει στην ποίησή του το αγωνιστικό πνεύμα της εποχής του,
συνοδοιπορώντας με τους ανθρώπους. Η ποίησή του γίνεται αγωνιστική, η πολιτική
αρετή από την ιδέα γίνεται μαχητική αντίσταση.
Αυτή η συνάντηση σε κοινό σημείο του
καθαρού λυρισμού ,της διάθεσης για στόχαση και του αγωνιστικού πνεύματος
συνάντηση που σε καμιά περίπτωση δεν επισκιάζεται ο ποιητικός λόγος στη λυρική
του μάλιστα έκφραση- δίνει μια χαρακτηριστική σφαιρικότητα στο έργο του
Κουτσοχέρα που μ’ αυτό τον τρόπο κατορθώνει ν’ αγγίξει όλους τους ανθρώπους.
Σε μια εποχή που «όλα τα’ σκιαζε η
φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» αρχίζει επίσημα το ραντεβού του Γιάννη
Κουτσοχέρα με την ποίηση 1942 είναι η χρονιά που δημοσιεύθηκε η πρώτη του
ποιητική συλλογή «ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΚΙ ΑΝΤΙΛΑΛΛΟΙ» που μέσα σ’ αυτή συμπεριελήφθη και
το αντιστασιακό ποίημα του «τα στάχυα που ξεπέχουνε…» χωρίς να γίνει αντιληπτό
από τη λογοκρισία λόγω του συμβολισμού του, τα στάχυα συμβολίζουν τα παλληκάρια
που αγωνιζόντουσαν για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Τούτο το ποίημα
απαγγέλθηκε πολύ, στις κρυφές συγκεντρώσεις στην περίοδο της εχθρικής κατοχής και
έγινε θέμα ζωγραφικού πίνακα. Σαράντα
χρόνια ολόκληρα από τότε. Πρωτοποριακές ιδέες μηνύματα και σαλπίσματα και
κάποιοι τόνοι ωραίοι και παρηγορητικοί που ξαναγυρίζουν στον αγωνιζόμενο
άνθρωπο τη μνήμη και τη νοσταλγία της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας. Είναι τα
ποιήματα της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας. Είναι τα ποιήματα της συλλογής. Ο
μεγαλειώδης επαναστατικός του συμβολισμός συνοψίζει όλη την ποίηση που αφιέρωσε
στους ξεχωριστούς της γης. Τον είπαν
«ποιητή των σταχυών», τι τιμή αλήθεια! να σου αποδίδουν την αίγλη ενός ήρωα που
ο λαός του τον κάνει σύμβολο.
Αλλά
ας ξαναζήσουμε κι εδώ τη συγκίνηση των «σταχυών»
Απαγγελία…
Η πρώτη αυτή ποιητική
συλλογή του Γιάννη Κουτσοχέρα αποτελεί την έκφραση με τον έντεχνο λόγο της βιοθεωρίας
του για μια Πολιτεία ευαισθησίας και κοινωνικού λυρισμού που σημαίνει την
πραγμάτωση των οραματισμών του ανθρώπου μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, που
ευαισθητοποιείται ακόμη κι όταν έχει σκοπούς ωφελιμιστικούς.
Στους «Στοχασμούς»
εξαίρεται η αγωνιστικότητα του ανθρώπου ενάντια στην προκατάληψη και σε κάθε
μορφή ανελευθερίας και φωτίζονται οι μεγάλες μορφές της ιστορίας αλλά και οι
απλοί άνθρωποι που η παρουσία τους δίνει χρώμα και ποιότητα στη ζωή, με το φώς
της αλήθειας που διαλύει την αχλή του θρύλου.
Οι «Αντίλαλοι» έχουν
τον παλμό των απλών συγκινήσεων που περιβάλλουν με νόημα τη ζωή και την κάνουν
ανθρώπινη. Το δεύτερο βήμα στην ποίηση του Κουτσοχέρα γίνεται το 1949 με την έκδοση
της συλλογής του «Γαλανές πνοές» που όπως ο ίδιος ο ποιητής προλογίζοντας το
έργο του εξομολογείται δεν είναι στο ρυθμό των «Στοχασμών», »Αντιλάλων»,
αλλοτινοί άνεμοι κι αλλοτινοί χρόνοι οι χρόνοι εκείνοι των ελευθέρων
πολιορκημένων. Τώρα της ευαισθησίας-της πρωτόφαντης θρησκείας μου-πνέουν μέσαθε
μου απαλόχορδοι άνεμοι».
Ποίηση καθαρά λυρική, αποκαλυπτική
των πιο ευγενικών πτυχών της ψυχής και του συναισθηματικού κόσμου του ανθρώπου,
που εκστασιάζεται μπροστά στην ομορφιά της φύσης και βρίσκεται σε διάλογο μαζί
της, αφού για τον άνθρωπο μοιάζει να είναι ένα κομμάτι του δικού του κόσμου.
Τα ερωτικά ποιήματα της
συλλογής έχουν την ευγένεια και τη διακριτικότητα διαλόγων ανάμεσα σε
ολοκληρωμένους ανθρώπους ενωμένους με δεσμούς που εκτείνονται ως το σύμπαν, ενώ
τα περιγραφικά ποιήματα δίνουν την αίσθηση του Ελληνικού τοπίου και κάτι
περισσότερο, δίνουν την αίσθηση του Ελλαδικού χώρου με τον ψυχισμό του, που
δένει συναισθηματικά τους ανθρώπου και δίνει το μέτρο της αισθητικής έκφρασης.
Το 1954 ο ποιητής μας
προχωρεί στην έκδοση της τρίτης του ποιητικής παρουσίας με τον τίτλο «Ελληνικές
νύχτες».
Στη συλλογή αυτή, που
φέρνει και τον υπότιτλο «Η θρησκεία της καρδιάς και του ρόδου» η αίσθηση του
Ελλαδικού χώρου δίνεται άμεσα χάρη στο ύψος των ποιημάτων που περιέχονται και όχι χάρη σε αναφορές γνωστών προτύπων που
ανήκουν στο Ελλαδικό χώρο, είτε σαν φυσικά στοιχεία, είτε σαν δημιουργήματα του
Πολιτισμού.
Η αποκάλυψη του
ψυχισμού του Ελλαδικού τοπίου αναδεικνύει την ταύτιση του ανθρώπου με τη φύση
που γέννησε στη φαντασία του θεότητες αντίστοιχες κάθε έμψυχης πραγματικότητας
και ρυθμούς που ισορροπούν στο χώρο. Μέσα σ’ αυτή τη σχέση ξεπηδά και ο
χαρακτήρας του Έλληνα που αγαπά το
μέτρο, το ρυθμό και την αρμονία αλλά και την περιπέτεια για την αναζήτηση του
ιδεώδους έτσι που τη θέση κάθε μεταφυσικής λατρείας νε την παίρνει η πίστη στην
αξία Άνθρωπος.
Στην ποιητική του
σύνθεση «Ο δείπνος της Βηθανίας» που ακολουθεί δίνεται η ευκαιρία στον ποιητή
μας ν’ αναφερθεί σε μερικά από τα βασικά
σημεία του κηρύγματος του Ναζωραίου όπως επίσης και σε κάποιες ηθικές αξίας του
πανανθρώπινου χώρου. Αναφέρεται στο χρονικό του δείπνου που ο Λάζαρος και οι
αδελφές του Μάρθα και Μαρία παράθεσαν στο Χριστό λίγο πριν από το πάθος. Διαδηλώνει
επίσης μέσα από το έργο του τούτο την πίστη του στη γυναίκα κάθε τόπου και κάθε
χρόνου, που με τη θαλπωρή που δημιουργούν η στοργή και η ευαισθησία της, ανεβάζει
τη ζωή του ανθρώπου και την εξευγενίζει.
Είναι ένα μήνυμα αγάπης
για τον άνθρωπο-γνωστό και άγνωστο, για τα πουλιά, τα λουλούδια, τον αγέρα και
τη βροχή, ένα μήνυμα αποκαλυπτικό του λόγου και του φωτός της καρδιάς.
Το 1969 χρόνο έκδοσης
τούτης της ποιητικής του σύνθεσης πορεύεται προς τον Ιορδάνη τον «αείροο»
διατρέχει η Βηθανία νοερά και φτάνει στο βιβλικό ποτάμι «Ιορδάνη» που στα νερά
του καθρεφτίζεται το κατάστικτο από εντολές και περιπέτειες κορμί του Ισραήλ.
Ποτάμι συμβολικό της δίψας του ανθρώπου για γνώση και λύτρωση. Δίψας
αξεδίψαστης. Και είναι η δίψα ετούτη ασίγαστη για το μύθο το μεγάλο των ανθρώπων
όπως λέει κι ο ίδιος ο ποιητής. Η σύνθεση αναφέρεται στα μέχρι την εμφάνιση του
Χριστού συμβάντα. Δεν είναι όμως μόνο το κεντρικό γεωγραφικό σημείο της
ιστορίας του Ισραήλ παρά τη συγκεκριμένη αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα τη
βίβλου που σχετίζεται με το λαό αυτό. Ο ποιητικός του λόγος του δίνει οικονομικότερη διάσταση, γιατί
κύριο θέμα του είναι η περιπέτεια του ανθρώπου στην έρημο της αναζήτησης που
διψά και δεν ξεδιψά ακόμα κι όταν φτάνει στις πηγές των υδάτων.
Στον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα Γαλλικά το έργο του «Η πορεία
των κρίνων». Η επικολυρική αυτή σύνθεση είναι πλεγμένη στον ιστό των μεγάλων
εποχών της ανθρώπινης ιστορίας που αρχίζει από την αναγέννηση ενός άγνωστου
κόσμου και το κυνήγι της χίμαιρας (Χρυσόμαλλο Δέρας), αποκορυφώνεται με την
κατάκτηση του ρυθμού και της ομορφιάς (Κύθηρα-Αρκαδία) και τα επιτεύγματα των
μεγάλων χρόνων των Ολυμπιονικών και των ραψωδών (Πίνδαρος, Αλκαίος, Σαπφώ) για
να καταλήξει στα χρόνια της παρακμής.
Κρίνα είναι τα ελληνικά ιδεώδη που
πορεύονται διά μέσου του Ελλαδικού χώρου, αλλά μέσα από την κυκλοτερή αυτή
πορεία απεικονίζεται όλη η ιστορία του ανθρώπου όπως τον διαμόρφωσε η
Ελληνική σκέψη με μύθους, θρύλους και με
επίγνωση της μοίρας του. Τα κρίνα της αυγής, τα κρίνα του μεσημεριού, τα κρίνα
του δειλινού και τα κρίνα της εσπέρας αντιστοιχούν στις μεγάλες περιόδους της
ιστορίας που σχετίζονται με την εξέλιξη-πορεία των ιδεών. Στο στόμα του
Προμηθέα βάζει ο ποιητής και κοινωνικός απόστολος Κουτσοχέρας μια φωνή που
έρχεται σαν επιταγή και σαν υποθήκη για τον καλόν αγώνα του ανθρώπου. Την
ονομάζει «μήνυμα» και δεν ξεχνάει να
διακηρύσσει και να προσφέρει στις πολιτείες και στα χωριά, καθώς περιέρχεται
την Ελλάδα τούτος ο σταυροφόρος της Νέο-Ελληνικής Αναγέννησης τούτο το αλύγιστο
κι όμως τόσο ανθρώπινο «Μήνυμα».
Απαγγελία «Μήνυμα»
Η επικολυρική αυτή
ποιητική σύνθεση απασχόλησε ευρύτατα την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδιαίτερα τη
Γαλλική, στο χώρο της οποίας και είδε το φως της ημέρας κι απόσπασε τη γενική
επιδοκιμασία των πιο διακεκριμένων προσωπικοτήτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το 1960 κυκλοφορεί τη
συλλογή, «Καπνόν αποθρώσκοντα».
Οι αναδρομές σε χρόνους
περασμένους, τρόπους ξεχασμένους και τόπους μακρινούς και ο πόθος της ψυχής να
επιστρέφει αναζητώντας στον ορίζοντα των συγκινήσεων και της μνήμης τον
αποθρώσκοντα καπνό της περασμένης ζωής, είναι κύριο θέμα των ποιημάτων της
συλλογής.
Ποίηση οπωσδήποτε
προσωπική, όχι γιατί ξεκινάει από τις προσωπικές συγκινήσεις του ποιητή αλλά
γιατί το γνήσιο συναισθηματικό της τόνο, το λυρισμό και την απλότητα της,
εγγίζει τις προσωπικές συναισθηματικές εμπειρίες του καθενός και περιβάλει τις
προσωπικές μας μνήμες, με τη θαλπωρή του έντεχνου λόγου.
Στο «Γολγοθάς» ποιητική
σύνθεση που κυκλοφόρησε το 1961 ο Χριστός είναι το κεντρικό πρόσωπο της. Μόνο
που το μαρτύριο του και η γαλήνια αναμέτρηση της ζωής του πάνω στο σταυρό
παίρνουν άλλες προεκτάσεις, καθώς ο ποιητής φαντάζεται στους άλλους δύο
σταυρούς, δεξιά και αριστερά του Χριστού, δύο μορφές απόκοσμες ,το Σωκράτη και
τον Πυθαγόρα, ενώ τη θέση του πειρασμού την παίρνουν παραστάσεις και μνήμες από
αρχαίους χρόνους και γεγονότα της εγκόσμιας
πορείας του πρόσφατα.
Πάθος του Χριστού είναι ο ανθρώπινος
πόνος κι ο Χριστός μάρτυρας μέσα σε πλειάδα μαρτύρων της αλήθειας που η μοίρα
του είναι μία. Το Κώνειο και ο Σταυρός.
Ο γνωστός πολέμιος της ένωσης των Εκκλησιών «Μάρκος ο Ευγενικός»
είναι η ποιητική σύνθεση του κυκλοφορεί ο ποιητής μας το 1964.Στη σύνθεση αυτή
ο Κουτσοχέρας δεν είναι κήρυκας της αδιαλλαξίας του Μάρκου, ούτε μισαλλόδοξος.
Τον κίνδυνο να χαθεί το γένος επισημαίνει ο Μάρκος και ο φόβος του, ότι αυτό θα
συμβεί με την ένωση, τον κάνει αδιάλλακτο.
Αυτό λοιπόν που
τονίζεται σε τούτο το ποιητικό έργο
είναι πως η πνευματική υποδούλωση ισοδυναμεί με εξαφάνιση. Γύρω από το
κεντρικό αυτό θέμα, που σημάδεψε όλη τη ζωή και τη δράση του Μάρκου του
Ευγενικού, περιγράφεται ο ποιητικός λόγος της σύνθεσης αυτής, με τα κηρύγματα
και τις περιπέτειες του Μάρκου αλλά και με του ίδιου του ποιητή τα μηνύματα.
Το 1965 εκδίδει δύο(2)
ποιητικές του συλλογές «Ο άνθρωπος και η Θάλασσα» και «Αφαία». Στα ποιήματα της
πρώτης συλλογής υπάρχει διάθεση μάλλον για στοχασμό, παρά φιλοσοφικός
προβληματισμός. Η θάλασσα με τις εναλλαγές της και τα στοιχεία της είναι μια
εικόνα της μοίρας του ανθρώπου. Άλλοτε βολική και άλλοτε προκλητική. Άλλοτε να
μανιάζει κι άλλοτε να γαληνεύει. Αλλά είτε είναι κάτι το απροσδιόριστο αυτή η
μοίρα «πυθμένας απύθμενος» είτε είναι
νήματα κατευθυνόμενα από την ανθρώπινη βούληση κι όταν καταποντίζεται ο
άνθρωπος πρέπει ν’ αντιστέκεται, πρέπει να ξέρει να θριαμβεύει.
Τη μορφή της αρχαίας
τραγωδίας προσεγγίζει η δεύτερη συλλογή της χρονιάς «Αφαία» αλλά και το ύφος
της έχει ένα τόνο αρχαιοπρέπειας. Αναφέρεται στο ιστορικό της ναυμαχίας της
Σαλαμίνας, όπου κύριος συντελεστής της νίκης, νικητής είναι η πολιτική αρετή,
που σαν βάση στήριξης έχει τη Δημοκρατία. Το Δημοκρατικό πολίτευμα δεν
εδραιώνεται μόνο χάρη στη δομή του σαν συστήματος αλλά γιατί είναι ταυτόσημο με
το σύνολο των αρετών(ανδρεία, φιλοκαλία, ελευθερία, διάλογος) που πρέπει να
συνυπάρχουν και να διαπλάθουν τον χαρακτήρα του πολίτη.
Το 1966 εκδίδει τη
συλλογή «Ηνίοχος». Ο «Ηνίοχος» είναι το πρότυπο του κλασσικού ιδεώδους όπου η
σωματική ρώμη συνταιριάζει με την πνευματική ακμή, το σφριγηλό με το χαρίεν η
φιλοκαλία με την πολιτική αρετή. Οι μεταλλαγές των ιστορικών κύκλων, σε τρείς
συνολικά είναι γραμμένη η σύνθεση σχετίζοντας με το ρόλο των εφήβων στους
οποίους πρέπει να συγκλίνουν όλες οι αρετές για να ενσαρκώνουν αυτό το ιδεώδες.
Στά μεγάλα χρόνια της Ελληνικής Δημιουργίας ανακύκλωναν την πολιτεία βήματα εφηβικά(πρώτος
κύκλος).Με το πέρασμα των αιώνων οι έφηβοι ακολούθησαν τα περιπλανώμενα βήματα
της γης και σίγασε η λύρα του Απόλλωνα, οι αδροί ρυθμοί σβήσανε(δεύτερος
κύκλος).
Τώρα η ανέφηβος
Πολιτεία καρτερεί τον Ηνίοχο ν’ ανασύρει ,τα ηνία, το άρμα να δράμει, να επαναπατρίσει
τα βήματα των εφήβων (τρίτος κύκλος).
Η ποιητική του σύνθεση
«Άνθρωποι για τα δικαιώματα του ανθρώπου ορθωθείτε, το ποιητικό μανιφέστο
κυκλοφόρησε το 1969 σε γαλλική έκδοση και το 1972 σ’ ελληνική από την «Ελεύθερη
Σκέψη». Ξεκινάει σαν μια έντιμη φωνή διαμαρτυρίας κατά της Απριλιανής
δικτατορίας και κορυφώνεται σ’ ένα πανανθρώπινο μήνυμα απελευθέρωσης από κάθε
μορφή καταπίεσης. Μάχεται κάθε είδους πρόληψη
ακόμα και την ισχύ του παντοδύναμου πατέρα των εθνών Δία, με την
παρεμβολή σχετικών στίχων από τον Προμηθέα δεσμώτη-στηλιτεύει κάθε μορφή
πιλατισμού και οργανωμένης υποκρισίας, ψεύτικων διακηρύξεων ανίσχυρων θεσμών. Από
την ‘άλλη μεριά εξαίρει τους ηρωισμούς και τις θυσίες ολόκληρων λαών κι απλών
ανθρώπων που αγωνίζονται για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία
τονώνοντας το πανανθρώπινο αίτημα για ειρήνη ανάμεσα στους λαούς.
(Απαγγελία από σελίδα
40 της συλλογής και μετά).
Το 1974 μας δίνει μια
σειρά ποιημάτων με τη συλλογή του «Τα επέκεινα», που ο μεταφυσικός του προβληματισμός
για το αν μετάβαση επέκεινα είναι είσπλους η απόπλους δεν μας αφήνει μετεώρους,
γιατί η διάθεση του ποιητή κυριαρχείται απολύτως με λυρικές εικόνες με πολύ
μουσική και φως. Πολύ περισσότερο αφού σ’ ένα χαρακτηριστικό ποίημα της
συλλογής γράφει : «και επιζεί της θάλασσας ο κιθαρωδός».
Μέσα από την επόμενη
συλλογή που κυκλοφορεί το 1975 με τίτλο
«Σιγή και κραυγή της θάλασσας» ο ποιητής μας κάνει συνεχείς βυθομετρήσεις της
ψυχής του ανθρώπου. Μια συνεχής αντιπαραβολή των μεταλλαγών της θάλασσας όταν
μανιάζει κι όταν ηρεμεί με τις αντίστοιχες ψυχικές καταστάσεις του ανθρώπου. Αντιστοιχίες
των ανθρωπίνων παθών προς τα στοιχεία της θάλασσας, αντικατοπτρισμοί στη γαλήνη
της θάλασσας των στοχασμών και της ήρεμης διάθεσης του ανθρώπου.
Τα «Ελλαδικά» που
κυκλοφορούν το 1980 δημιουργούν ένα πανόραμα του Ελληνικού χώρου με την
αλληλουχία των ποιημάτων. Δεν είναι μόνο ο περιβάλλων χώρος αλλά είναι και ο ιστορικός και ο χώρος του
μύθου και του θρύλου.
Στο πλάνο αυτού του
χώρου η ιστορία εναλλάσσεται με το μύθο και ο μύθος με το θρύλο. Οι αναφορές σε
εποχές και γεγονότα σε γεγονότα και πρόσωπα-ιστορικά, μυθικά και του
θρύλου-καλύπτουν τον Ελλαδικό χώρο της ιστορίας και της παράδοσης από τις πιο
απόμακρες εποχές ως το σημερινό κόσμο.
Οι αναφορές αυτές και
οι περιγραφές είναι λιτές, σύντομες και πολλές φορές μονολεκτικές. Δεν έχουν
βέβαια περιγραφικό χαρακτήρα αλλά αποτελούν εναύσματα για την αφύπνιση της συνείδησης,
είναι μηνύματα που έρχονται από πολύ βαθιά για να φωτίσουν τον τωρινό καιρό. Ο Έλληνας
του σήμερα με συνείδηση της ιστορικής του μοίρας καλείται ν’ αντικατασταθεί να
ανορθωθεί και να συνεχίσει.
Η τελευταία του
ποιητική σύνθεση που κυκλοφόρησε πέρυσι (1981)
έχει τη μορφή αρχαίας τραγωδίας «Το Χρυσόμαλλο δέρας» του μύθου χωρισμένο σε
επεισόδια, λυρικά μέρη, στροφές κι αντιστροφές είναι κάτι περισσότερο από
κέντρισμα για ένα άθλο. Είναι σύμβολο μιας ιδέας στα χέρια τυραννικού δράκοντα.
Κι όπως η πορεία του ποιήματος μέσα στον ελλαδικό χώρο μας φέρνει στον καιρό
μας, το ιδανικό αυτό είναι η Δημοκρατία, ποιητές και ποιήτριες παίρνουν τη θέση
των Αργοναυτών στην πορεία για την Κολχίδα που με το φώς του λόγου και την
ευαισθησία θα συντελέσουν στο ν’ αναζητήσει το χρυσόμαλλο δέρας ,να γίνει
φωτεινό το σκοταδερό κρησφύγετο και ν’ αφανιστεί ο δράκοντας.
Το χρυσόμαλλο δέρας
πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά σε μετάφραση του ελληνιστή G. H. Aufiere. Ανήκει στον
κύκλο της αγωνιστικής ποίησης του ποιητή. Είναι γραμμένο στο διάστημα της
αναγκαστικής απομόνωσης στην οποία είχε καταδικάσει τον ποιητή η σκοταδερή
δικτατορία.
Είναι ένα έργο
πλαισιωμένο στα μέτρα του Ελληνικού χώρου εκσυγχρονισμένο όμως όπου αφήνεται να
ξεχυθεί ένας λυρισμός σε πλήρη άνθηση, μια βαθιά ευαισθησία, ένας συμπυκνωμένος
στοχασμός για τη δημιουργία της ιδανικής πολιτείας με την διαύγεια, την
ομορφιά, την αρμονία, τον έρωτα για τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη, την
αδελφοσύνη και την ανθρωπιά που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ποιητικού έργου
του Γιάννη Κουτσοχέρα.
«Πάντα να πολεμάς και
να αντιστέκεσαι
Κι ας μένεις μόνος.
Μονάχος-έρημος-γαλήνιος
Να πολεμάς για το καλό
του Ανθρώπου.
…………………………………………………………….
Να πολεμάς με το γνωστό
και το άγνωστο
Με την κακή και την
καλή τη μοίρα.
Και με τους άπονους
Θεούς
Και τους απάνθρωπους
ανθρώπους
Πάντα να πολεμάς και ν’
αντιστέκεσαι
Κι όλο για το καλό-το
φως του Ανθρώπου…
Ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου