Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ[1]
του
π. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
1. Για τις σχέσεις του Νίκου Καζαντζάκη
με την Εκκλησία έχουν γραφεί πάρα πολλά, τις περισσότερες φορές βέβαια μονομερή
και ανακριβή, και πάντοτε, όπως συμβαίνει στη νεοελληνική πραγματικότητα, σε
βάρος της Εκκλησίας. Αποκορύφωμα όλων αυτών αποτελεί οπωσδήποτε ο μύθος για τον
αφορισμό και το μη ενταφιασμό του, ένα γεγονός που τέθηκε στο επίκεντρο των
διαφόρων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, παρόλο που στην πραγματικότητα συνιστά επιμέρους
ζήτημα των σχέσεων που είχε γενικότερα ο μεγάλος λογοτέχνης με τη θρησκεία και
το «θείο», δηλαδή με το μεταφυσικό του προσανατολισμό, ιδιαιτέρως δε με την
Εκκλησία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε εισαγωγικά, ότι
οι μύθοι γύρω από τις σχέσεις του Καζαντζάκη με την Εκκλησία ενισχύθηκαν τόσο από
την θρησκευτική, όσο και κυρίως από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της
εποχής που έζησε, με προεξάρχουσες σ’ αυτό συγκεκριμένες κοινωνικές και πνευματικές ομάδες με έντονα
πολιτικο-ιδεολογικά χαρακτηριστικά, κατά τον αυτοπροσδιορισμό τους
«προοδευτικά». Οι ομάδες αυτές, κατά το σύνηθες, όταν αναφέρονται στην Εκκλησία
για οποιοδήποτε ζήτημα, δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν άμεση γνώση που να
έχει προκύψει από σοβαρή έρευνα των γεγονότων ή των φαινομένων στα οποία ασκούν
κριτική, αλλά ομιλούν, στηριζόμενες σε χαλκευμένες φήμες, τις οποίες εξετάζουν και αποτιμούν «επιστημονικά» με βάση
όχι την εκκλησιαστική πραγματικότητα και την ειδική βιβλιογραφία που υπάρχει
για την Ορθόδοξη Ανατολή όπως θα όφειλαν τα μέλη τους ως ερευνητές, αλλά
βασιζόμενοι στη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία - όμως - προϋποθέτει μια άλλη θρησκευτική
πραγματικότητα, που είναι οι εκκοσμοκευμένες εκφάνσεις του χριστιανισμού στη
Δύση, όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, και όχι η Εκκλησία,
εναντίον της οποίας επιστρατεύουν σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα που οι διανοούμενοι
της Δύσεως χρησιμοποίησαν εναντίον του Ρωμαιοκαθολικισμού και του
Προτεσταντισμού κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Και αυτό το κάνουν είτε
επειδή αγνοούν, είτε επειδή σκόπιμα παραβλέπουν τη χαώδη διαφορά που υπάρχει
ανάμεσα στην Εκκλησία και τη δυτική χριστιανοσύνη, όχι μόνο στον τρόπο
θεολογικής σκέψης, αλλά και στην όλη στάση ζωής, και οπωσδήποτε στη συμπεριφορά
απέναντι στον Καζαντζάκη, φανερώνοντας εμφατικά την έλλειψη επιστημονικής δεοντολογίας,
συνέπειας και αντικειμενικότητας, η οποία χαρακτηρίζει γενικότερα τη
νεοελληνική και όπως αυτοπροσδιορίζεται «προοδευτική» κοινωνιολογική, πολιτική
και ιστορική σκέψη, και κυρίως διανόηση, στην έρευνα των εκκλησιαστικών
ζητημάτων. Και την αποκαλώ «διανόηση», διότι ως εδώ και χρόνια έχει απολέσει δυστυχώς
τον επιστημονικό της χαρακτήρα, καθώς δεν ερευνά επιστημονικά και με την
επιβεβλημένη αντικειμενικότητα τα ζητήματα, αλλά προτάσσει τον ιδεολογικό της
προσανατολισμό και στοχάζεται ιδεοληπτικά με αφορμή τα γεγονότα όπως έχουν τη
μορφή «θρύλου» συνήθως, γι’ αυτό και εξάγει δικά της εν πολλοίς αυθαίρετα και
μονομερή συμπεράσματα, τα οποία βέβαια όχι μόνο δεν αντέχουν σε στοιχειώδη κριτική,
αλλά και αντιμετωπίζονται με σκωπτικό τρόπο από τη διεθνή και εγχώρια έγκυρη επιστημονική
έρευνα. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί δυστυχώς και με την εξέταση των σχέσεων του Νίκου
Καζαντζάκη με την Εκκλησία. Αλλά ας δούμε τα γεγονότα ειδικότερα.
2.
Αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα συνιστά το γεγονός ότι ο Καζαντζάκης, από τη γέννησή του στο
Ηράκλειο το 1883 και οπωσδήποτε μέχρι και
το πέρας των σπουδών του στην Αθήνα διατηρούσε στενότατη σχέση με την Εκκλησία.
Και αυτό διότι είναι βέβαιο ότι έζησε σε ένα βαθιά εκκλησιαστικό οικογενειακό και
κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο συνέβαλλε στη διαμόρφωση της θρησκευτικής του
προσωπικότητας, εφόσον, όπως σημειώνει, όλα του τα χρήματα σαν παιδί τα διέθετε
για να αγοράζει βίους αγίων, που του άρεσε να τους διαβάζει. Αλλά και κατά τα
εφηβικά του χρόνια σαν μαθητής στην Νάξο και το Ηράκλειο έζησε σε έντονα εμποτισμένο
θρησκευτικά περιβάλλον, ενώ είναι απολύτως εξακριβωμένο ότι κατά τη διάρκεια
των σπουδών του είχε στενή σχέση με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αλλά και
στο δωμάτιό του υπήρχε ένας μεγάλος εσταυρωμένος στον οποίο προσευχόταν, χωρίς
όμως να πάψει παράλληλα να έχει και άλλα ευρύτερα θρησκειοφιλοσοφικά
ενδιαφέροντα και αναζητήσεις, επιδιδόμενος στη μελέτη περισσότερο ανατολικών
θρησκευτικών συστημάτων, κάτι που φαίνεται και από το πρώτο φιλολογικό του
ψευδώνυμα «Κάρμα Νιρβαμή».
Η στενή του σχέση με την Εκκλησία στα
πρώιμα χρόνια, αλλά και η επαφή του με τα χριστιανικά κείμενα σε όλη τη
διάρκεια της ζωής του, τού πρόσφερε πλούσια στοιχεία, τα οποία υπάρχουν
αποτυπωμένα, αλλά με το δικό του τρόπο βέβαια και για άλλο σκοπό, στα έργα του.
Γι’ αυτό και σύμφωνα με έγκυρους μελετητές του, ο μεγάλος συγγραφέας δέχθηκε βαθιά
επίδραση από τα ορθόδοξα συναξάρια αγίων, τα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας,
όπως και από το βυζαντινό πολιτισμό γενικότερα. Την επαφή του και την αγάπη του
μάλιστα για τα συναξάρια την αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφική «Αναφορά στο Γκρέκο», σημειώνοντας πως «όταν έμαθα να συλλαβίζω, το πρώτο πράμα που
έβαλα τη μητέρα μου να μου αγοράσει ήταν ένα συναξάρι, η Άγια Επιστολή...»,
αλλά και αλλού παρατηρεί ότι «διάβαζα
συναξάρια, άκουγα παραμύθια κι όλα μεταμορφώνονταν και παραμορφώνονταν μέσα μου
(...)». Δεν είναι άλλωστε παράξενο επίσης, ότι στη λογοτεχνική του
μορφολογία ο Καζαντζάκης ακολούθησε σχεδόν όλα τα είδη των αρχαίων και των βυζαντινών
εκκλησιαστικών και κοσμικών συγγραφέων, συνθέτοντας μεταξύ άλλων έπος, τραγωδίες,
διαλόγους, συμπόσιο, περιηγήσεις, συναξάρια και μυθιστορήματα. Στην «Ασκητική» του, μάλιστα, που αποτελεί το
θεωρητικό εγχειρίδιο της θρησκευτικής του κοσμοθεωρίας και ταυτόχρονα το έργο
που καταδεικνύει την αποστασιοποίηση και προϊούσα απομάκρυνσή του από την
εκκλησιαστική διδασκαλία, καθώς εμπεριέχει και αναπτύσσει στοχαστικά τις μεταφυσικές
θέσεις κυρίως του δασκάλου του Henri Bergson και του εμπνευστή του Friedrich
Nietzsche, παραπέμπει σε εκκλησιαστική επίδραση, εκτός από τον κραυγαλέο τίτλο
του «Ασκητική» και σε εικόνες που συνδέονται
άμεσα με βιβλικά κείμενα, συναξάρια και περιγραφές των νηπτικών κυρίως Πατέρων
της Εκκλησίας, δίνοντας σε πολλά σημεία την εντύπωση θεολογικού εκκλησιαστικού
λόγου, μιλώντας καθαρά για σωτηρία αλλά με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή σωτηρία του
Θεού από τους ανθρώπους, ως Salvatores
Dei.
3.
Αποφασιστικής
σημασίας γεγονός για τη σχέση του Καζαντζάκη με την Εκκλησία όμως συνιστά η
μετάβασή του στο Παρίσι και οι σπουδές του κοντά στον πανθεϊστή φιλόσοφο Henri
Bergson, καθώς και η βαθιά μελέτη του έργου του φιλοσόφου του «θανάτου του θεού» Friedrich Nietzsche. Για
να συλλάβει κανείς το εύρος της σχέσης του Καζαντζάκη με το Nietzsche
ειδικότερα, αρκεί να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι συνέταξε επί υφηγεσία
διατριβή στη Φιλοσοφία του Δικαίου με τίτλο «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας»,
αλλά και μετέφρασε από τα γαλλικά το θεμελιώδες έργο του Γερμανού φιλοσόφου,
όπου αναπτύσσεται η κοσμοθεωρία του για το θάνατο του Θεού και την επικράτηση
του Υπερανθρώπου (Übermensch), με
τίτλο «Τάδε έφη Ζαρατούστρας». Έτσι
άρχισε να διαμορφώνει το όραμα μιας νέας παγκόσμιας φυσικής θρησκείας, κάτι που
προϋπέθετε περιθωριοποίηση και αντικατάσταση όλων των υφιστάμενων μέχρι τότε
θρησκειών, στο κέντρο της οποίας δεν θα ήταν πλέον ο Θεός, αλλά ο αγωνιζόμενος
άνθρωπος που θέλει να γίνει θεός, γεγονός που σήμαινε παράλληλα και την περιθωριοποίηση
και αντικατάσταση οποιασδήποτε άλλης θεότητας.
Κάτω από την επίδραση των δασκάλων του
και την προσπάθεια ίδρυσης μιας νέας θρησκείας με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό
μεταξύ των ετών 1914 και 1917, ο Καζαντζάκης αποστασιοποιήθηκε ως ορθόδοξος
σταδιακά - αλλά χωρίς να αποκοπεί
ηθελημένα και παντελώς - από την Εκκλησία, καθώς και από κάθε άλλη
θρησκευτική έκφανση, τρέφοντας όμως συμπάθεια και θαυμασμό, αλλά και
διατηρώντας απόψεις και πρόσωπα στο νέο του θρησκευτικό δημιούργημα, όπως οι
εκκλησιαστικές αντιλήψεις για την αγάπη, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και το
πρόσωπο του Χριστού, το οποίο υιοθέτησε ως πρότυπο αγωνιζόμενου ανθρώπου, γυμνό
όμως από τη θεία του ιδιότητα και φύση. Γι’ αυτό και προκαλεί εντύπωση το
γεγονός ότι ενώ έθεσε στο περιθώριο όλες τις θρησκείες, άσκησε δριμεία κριτική ουσιαστικά
μόνο στο Χριστιανισμό ως πρακτική εφαρμογή, επικεντρώνοντας σε ατοπήματα του
ανώτερου κυρίως κλήρου, αλλά και μεταχειριζόμενος με το δικό του ιδιαίτερο
τρόπο το πρόσωπο του Χριστού, για τον οποίο επεφύλαξε τη σκληρότερη μεταχείριση
από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική προσωπικότητα οποιασδήποτε θρησκευτικής
έκφανσης, με συνέπεια να προκαλέσει την αντίδραση του δυτικού ρωμαιοκαθολικού
κόσμου, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Είναι όμως βέβαιο, ότι παρότι ο
Καζαντζάκης πίστευε, όπως και ο Nietzsche,
και διακήρυττε το θάνατο του θεού, εν τούτοις δεν απέρριψε ποτέ την έννοια του
Θεού από την κοσμοθεωρία του, δίνοντάς της βέβαια ένα νέο περιεχόμενο στην
προσπάθειά του να συστήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία, τοποθετώντας όμως στη
θέση του Θεού τον άνθρωπο, με τη μορφή του Υπερανθρώπου του Νίτσε και το
ιδανικό του «Βούδα», του φωτισμένου
δηλαδή, του Σιντάρτα Γκαουντάμα (Siddhārtha Gautama).
Με τον τρόπο αυτό έθεσε στο περιθώριο όλους όσους οι άλλες θρησκείες λατρεύουν
ως θεούς, μεταξύ των οποίων και το χριστιανικό Θεό και οπωσδήποτε τον Ιησού
Χριστό ως Θεάνθρωπο. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι εκείνη από τις θρησκευτικές
προσωπικότητες που τον ενέπνεε περισσότερο και ήταν το ιδανικό του πρότυπο, ήταν
πρωτίστως ο Σιντάρτα Γκαουντάμα ως «Βούδας», δηλαδή ως ο φωτισμένος και απράγμων
άνθρωπος που δεν είναι Θεός αλλά ο
άνθρωπος που αποθεώνεται μέσω ενός φωτισμού ως αποτέλεσμα προσωπικής αναζήτησης
και αγώνα, συμπληρωμένος από την κοινωνική διάσταση της προσωπικότητας ενός με
πάθη, αλλά δραστήριου ανθρώπου, του Ιησού, με πολλά και βασικά στοιχεία του Υπερανθρώπου
του Friedrich Nietzsche, αλλά και του «Ανθρωπόθεου»
του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Έτσι, όπως έγραφε στην «Ασκητική», πίστευε σ’ ένα νέο θεό άνθρωπο
«Ακρίτα,
Διγενή, στρατευόμενο πάσχοντα μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ'
ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές
και τις αόρατες». Πίστευε «στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε
ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνει πίσω από την απαυτή ροή του την ακατάλυτη
ενότητα». Πίστευε «στον άγρυπνο βαρύν
αγώνα Του, που δαμάζει και καρπίζει την ύλη τη ζωοδόχα, πηγή φυτών και
ανθρώπων. Πίστευε στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και
νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο». Πίστευε
σ’ ένα Θεό που έχει ανάγκη τη βοήθεια, γι’ αυτό και τόνιζε «’Βοήθεια!’ κράζεις, Κύριε. ‘Βοήθεια!’ κράζεις, Κύριε, κι ακούω. Μέσα
μου οι προγόνοι και απογόνοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο,
με χαρά, την κραυγή Σου. Μακάριοι όσοι την ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν
Κύριε, και λεν: ‘Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε’. Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν,
σμίγουν μαζί Σου Κύριε, και λεν: ‘Εγώ και Συ είμαστε Ένα’. Και τρισμακάριοι
όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο,
αποτρόπαιο μυστικό: ‘Και το Ένα τούτο δεν υπάρχει!’. Πίστευε δηλαδή σ’ ένα θεό
που λυτρώνεται από τον άνθρωπο, σε μια ιδέα τελικά θεία που στην πραγματικότητα
όμως δεν υπάρχει, αλλά σώζεται και αντικθίσταται από τον άνθρωπο που με τη
σειρά του αποθεώνεται, γίνεται νέος θεός που σώζει όχι μόνο το Θεό, αλλά και
τον εαυτό του. Γι’ αυτό και όπως παρατηρείται από μελετητή του, «για το Θεό, όσο ξέρω, δεν υπάρχει άλλος
Νεοέλληνας συγγραφέας που να κάνει τόσο πολύ λόγο όσο ο Καζαντζάκης», αλλά
και ένας άλλος παρατηρεί πως «από τους
σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο Καζαντζάκης.
Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που παλεύοντας
αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το Θεό», μια άποψη με
την οποία δεν συμφωνεί ο Π. Πρεβελάκης, σημειώνοντας ότι αυτά τα δύο «δεν ομογνωμονούν», θεωρώντας τον
Καζαντζάκη και ως θρησκευτικό συγγραφέα, αλλά και ως θρησκευόμενο όν.
Πράγματι,
ο Καζαντζάκης μελετά, αναζητά το Θεό και προσπαθεί να τον γνωρίσει ως στοχαστής
και διανοούμενος, γι’ αυτό και αποστασιοποιείται πλήρως από τον εκκλησιαστικό
τρόπο πορείας αναζήτησης του Θεού. Έτσι, δεν του είναι αδιάφορος ο Θεός, ούτε τον
έχει διαγράψει. Αντίθετα όπως τονίζει, «το
κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με
τον θεό». Όμως δεν μπόρεσε να απαντήσει, να λύσει και να ξεκαθαρίσει αυτό
το προσωπικό πρόβλημα που κατά κανόνα νοησιαρχικά τον βασάνιζε. Και αυτό
ακριβώς είναι το δράμα του, κάτι που οδηγεί τους κριτικούς του έργου του να
μιλούν για έναν «ηρωικό» και συνάμα «αντιφατικό μηδενισμό» που τον
διακατέχει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το δάσκαλό του Friedrich Nietzsche.
Ο
Καζαντζάκης, όμως, είναι γεγονός πως δεν έκλεισε ποτέ το κεφάλαιο του Θεού στη
ζωή του. Τον αναζητά με το νου του με τη δύναμη της λογικής, γι’ αυτό και στοχάζεται,
σκέπτεται και συλλογίζεται περί Θεού, όπως οι περισσότεροι διανοούμενοι, που σκέπτονται,
συλλογίζονται και οπωσδήποτε στο τέλος αμφισβητούν.
Έτσι, στη «θεολογική» του πορεία,
όπως γράφει στο φίλο του Παπαστεφάνου, ακολούθησε τρία στάδια. Στο πρώτο
διαπίστωσε ότι ο Θεός θα τον σώσει. Στο δεύτερο ότι εκείνος θα σώσει το Θεό και
στο τρίτο στάδιο ότι, τελικά, και οι δύο θα σωθούν μόνο αν συνεργαστούν μεταξύ
τους. Παρά το γεγονός όμως ότι επιστρατεύει κυρίως τη λογική στην αναζήτηση του
Θεού, η πίστη, όπως βέβαια την κατανοεί εκείνος, είναι για τον Καζαντζάκη ο
συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος
κάθε θρησκείας. Η καζαντζακική πίστη, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από
την εκκλησιαστική πίστη, αφού πίστη στο Θεό για το μεγάλο λογοτέχνη σημαίνει μόνο
«αγώνας» και μάλιστα ανηφορικός. Έτσι,
όπως τονίζει, «η ουσία του Θεού μας είναι
ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η
χαρά κι η ελπίδα». Αλλά και αλλού σημειώνει πως «το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε
το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το
ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας». Αυτή την πίστη ως αγώνα ανηφορικό, ανακαλύπτει
ο μεγάλος συγγραφέας κατά τρόπο ιδανικό στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος ανηφορίζει
στη ζωή και δίνει καθημερινά τον αγώνα του όπως πιστεύει για να σωθεί ο ίδιος
ως άνθρωπος και όχι για να σώσει τον κόσμο ως Θεάνθρωπος, όπως πιστεύει η
Εκκλησία. Γι’ αυτό και καταλήγει σημειώνοντας, πως «από τα παιδικά μου χρονιά το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου
απερίγραπτη γοητεία (…). Για ένα ήμουν σ’ όλη μου τη ζωή βέβαιος, πως ένας
δρόμος, ένας μονάχα, οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο
δρόμος ο στρωτός, ο ανήφορος μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά
να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολυμολεμένη από τους
ανθρώπους λέξη Θεός, ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό, θέλω
να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου».
Ο Καζαντζάκης, έχοντας συνείδηση του
εγχειρήματός του, να εισαγάγει δηλαδή μια άλλη αντίληψη περί θεού στο πλαίσιο
της νέας θρησκείας που διαμόρφωσε τελικά μετά την επιστροφή του με τον Άγγελο Σικελιανό
από το Άγιον Όρος, προσπάθησε να διερευνήσει όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και
την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους
λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία
μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Γι’ αυτό και ο θεός
αυτός θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τον αγώνα και να ενσαρκώνει την αρετή, ενώ η
αγάπη προς τον πλησίον να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας.
Διότι, μόνο με τον αγώνα και την αγάπη, όπως τονίζει, μπορεί να ξεπεράσει
κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχος του Καζαντζάκη
ήταν, όπως πίστευε, να αντικαταστήσει την «πολυθεΐα» των θρησκειών με την «μονοθεΐα»
της δικής του, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα έπρεπε να πιστεύουν
στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον, θεωρώντας ότι η ανθρωπότητα έχει μέχρι
σήμερα καταβάλει βαρύ τίμημα από τη σύγκρουση των θρησκειών και κατ’ επέκταση
των πολιτισμών, περιθωριοποιώντας μεταξύ των άλλων και την Εκκλησία ως
θρησκευτική οντότητα. Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητο το γεγονός, ότι στον
καθολικής αποδοχής θεό και τη νέα θρησκεία που οραματίζεται, οι χριστιανικές ιδέες
έχουν κυρίαρχο ρόλο και ιδιαίτερη θέση, όμως ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο και
σημασία από αυτήν που τις ερμηνεύει και τις κατανοεί η Εκκλησία.
4. Κάτω από αυτό το πρίσμα της θεώρησης
του θεού ως ανθρώπου, κατανοεί, μεταχειρίζεται και αναπλάθει ριζικά το πρόσωπο του
Χριστού, γεγονός που αποτέλεσε, όπως ήδη τονίσαμε και το σημείο τριβής των
σχέσεών του με το Ρωμαιοκαθολικισμό και την Εκκλησία της Ελλάδος. Η προσπάθειά του να τον κατανοήσει
μόνο ως άνθρωπο με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες ενός αγωνιζόμενου «Οδυσσέα» της ζωής, και όχι ως το πρόσωπο
του Θεανθρώπου και Σωτήρα, όπως τον αποδέχεται η Εκκλησία, τον οδήγησαν σε έναν
σκληρό και κραυγαλέα αντιεκκλησιαστικό τρόπο μεταχείρισης του προσώπου του
Χριστού στο έργο του, ώστε να κατηγορηθεί, δικαιολογημένα εν πολλοίς, από μέλη
της Εκκλησίας για «ασέβεια» και «βλασφημία». Επαναλαμβάνω εδώ, ότι στο
Χριστό επεφύλαξε κατά τρόπο ακατανόητο τη σκληρότερη μεταχείριση, από
οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική προσωπικότητα, παρόλο που τον θαύμαζε και τον
γοήτευε η διδασκαλία του. Ο Καζαντζάκης, όμως, οραματίζεται όχι έναν ταπεινό
και έτοιμο να θυσιαστεί Μεσσία, αλλά έναν αγωνιστή χριστό μέσα από
το χριστιανικό υπερανθρωπισμό που τον διακατέχει. Ενδιαφέρεται περισσότερο για
την ανθρώπινη φύση του Ιησού, για τον Ιησού ως άνθρωπο αγωνιστή με ζωτικότητα
ακατάβλητη και «ορμή δημιουργική που
οδηγείται με πείσμα στο Γολγοθά και στην Σταύρωση». Το πρόσωπο του χριστού
θεωρείται από τον Καζαντζάκη, κατά τον Αιμ. Χουρμούζιο, ως «το τελευταίο πρότυπο του αγωνιζόμενου
ανθρώπου, που πέρασε όλα τα στάδια της μετουσίωσης της σάρκας σε πνεύμα, της
υποταγής του ανθρώπου στον Θεό και τον έφερε με την σταυρική του θυσία στην
κορυφή της εξάντλησης, στον Θεό».
Ο Καζαντζάκης, δηλαδή, αναφερόμενος στο
Χριστό στοχάζεται και λογοτεχνεί, προκειμένου να οικοδομήσει μια ανθρωποκεντρική
χριστολογία, αναζητώντας τον χριστό μέσα στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και θαυμάζει
τον Ιησού με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο. Μέσα από αυτόν το θαυμασμό εκφράζει μάλιστα
την πεποίθηση ότι η πορεία του χριστού προς το μαρτύριο, το θάνατο και την
Ανάσταση παραμένει η πεμπτουσία μιας πνευματικής στράτευσης. Έτσι, ο χριστός
του Καζαντζάκη είναι ουσιαστικά ένας άλλος, ένας εντελώς διαφορετικός χριστός από
τον αληθινό Ιησού Χριστό που ενανθρώπησε για να σώσει τον κόσμο, είναι «όλως άλλος» από τον Κύριο Ιησού Χριστό,
τον Θεάνθρωπο αρχηγό της Εκκλησίας και Σωτήρα της Δημιουργίας. Ο χριστός του
Καζαντζάκη είναι ένας στρατευμένος στη συμφιλίωση και την ανιδιοτελή αγάπη
άνθρωπος που αντιστέκεται πεισματικά στην υλιστική ευημερία του αστού της
εποχής του («Φαρισαίου» κυρίως). Και αυτό διότι ο Καζαντζάκης επιθυμεί ένα χριστό
προσιτό στους ανθρώπους της εποχής του, με συνέπεια να εμφανίζει το χριστό στο
έργο του να αντιδρά σε κάθε είδους βία ή προτροπή με τρόπο επαναστατικό και
κραυγαλέα αντιβιβλικό.
Επειδή ακριβώς ο χριστός αυτός αποτελεί
το πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, ο μεγάλος λογοτέχνης αναζητά τη λύση στο
ανθρώπινο δράμα μέσω ενός χριστού μη εκκλησιαστικού, με κλασσικό παράδειγμα το
έργο του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», ως σύγκρουση μεταξύ των
εχόντων-κατοίκων της Λυκόβρυσης και των μη εχόντων-προσφύγων, υπενθυμίζοντας
συνεχώς την παραβολή της Τελικής Κρίσης και τονίζοντας πως «Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει από έξω
από το χωριό μας, χτυπά την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει από έξω από την
καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός στο πλούσιο τούτο
κεφαλοχώρι, όπου ζουν και βασιλεύουν οι αγάδες, οι λαλάδες, οι παπά-Γρηγόρηδες.
Φτωχός, κι έχει και παιδιά που πεινούνε. Ζητιανεύει, χτυπάει τις πόρτες και τις
καρδιές, και τον διώχνουν από πόρτα σε πόρτα, από καρδιά σε καρδιά». Ο Μανωλιός
που ενσαρκώνει έναν τύπο ανθρώπου χριστού στο έργο, είναι ταυτόχρονα και
παράδειγμα αγίου, και παράδειγμα κοινωνικού επαναστάτη, αλλά και επιρρεπή στα
πάθη ανθρώπου, ενώ ο παπα-Φώτης που είναι ένας άλλος χριστός, συνιστά παράδειγμα
ασκητή και παράλληλα ηγέτη μιας επανάστασης απέναντι στην αδικία και τη
διαφθορά των πλούσιων και άσπλαχνων κατοίκων της Λυκόβρυσης. Έτσι για τον
Καζαντζάκη κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι χριστός και «άξιος να λέγεται γιός του ανθρώπου {όταν} σηκώνει το σταυρό και
ανεβαίνει το Γολγοθά του (...)», ώστε να τονίζει πως «άλλος δρόμος να φτάσεις στον Θεό δεν υπάρχει˙ ετούτος μονάχα: να
μάχεσαι, ακολουθώντας τα αιματωμένα χνάρια του Χριστού, να μετουσιώνεις τον
άνθρωπο μέσα σου, να γίνει πνέμα, να σμίξει με τον Θεό». Γι’ αυτό και όπως
αναφέρει ο μεγάλος συγγραφέας στον Π. Πρεβελάκη, «από τα παιδικά μου χρόνια ο Χριστός με βασάνιζε - αυτή η ένωση η τόσο
μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού, αυτή η Sehnsucht
(λαχτάρα, πόθος), η τόσο ανθρώπινη και τόσο υπεράνθρωπη, μιας συμφιλίωσης του
Θεού και του ανθρώπου στο υψηλότερο επίπεδο που ένα ον μπορεί να ποθήσει. Όταν
μεγάλωσα, θέλησα να λυτρωθώ απ’ αυτή την έμμονη ιδέα μ’ ένα έργο τέχνης. Σε
ηλικία 25 χρονών έγραψα μιαν τραγωδία σε στίχους, το ‘Χριστό’ - το Χριστό
ύστερα από τη Σταύρωση, όταν η Μαγδαληνή κι οι Μαθητές τον ξανάπλασαν μέσα στην
καρδιά τους και του έδωσαν το νέο του σώμα, το αθάνατο, ανασταίνοντάς τον. Αλλ’
αυτή η τραγωδία δε με λύτρωσε. Σε ηλικία 45 χρόνων, αναγκάστηκα ν’ αντιμετωπίσω
ξανά το Χριστό στην εποποιία μου ‘Οδύσσεια’, αφιερώνοντάς του μιαν ολόκληρη
ραψωδία, αλλά κι αυτό δε με λύτρωσε. Αργότερα επεχείρησα νέα έφοδο. Έγραψα το ‘Ο
Χριστός Ξανασταυρώνεται’, κι ευθύς αμέσως τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’. Αλλά παρ’
όλες αυτές τις απελπισμένες προσπάθειες, το θέμα παραμένει για μένα
ανεξάντλητο, γιατί το μυστήριο της πάλης του ανθρώπου και του Θεού, της σάρκας
και του πνεύματος, του θανάτου και της αθανασίας, είναι ανεξάντλητο».
5. Προκύπτει λοιπόν αβίαστα, ότι ο Καζαντζάκης
δεν αποδεχόταν τον Χριστό όπως τον δέχεται η Εκκλησία ως Μεσσία, Υιό Θεού και Λυτρωτή
του ανθρώπου. Δεν πιστεύει στην ανάστασή του, ούτε στη θεότητά του. Πιστεύει σ’
έναν χριστό υπεράνθρωπο, προσαρμοσμένο στις δικές του ανάγκες, έναν χριστό σύμφωνο
και υπηρέτη του οράματός του για έναν άνθρωπο, θεάνθρωπο, αφού κατά την άποψή
του, «κάθε άνθρωπος είναι Θεάνθρωπος,
σάρκα και πνεύμα». Έπειτα απ’ όλα τα
παραπάνω αναφορικά με το πρόσωπο του Χριστού, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα
νομίζουμε και η γενικότερη αντίθεση εναντίον του Καζαντζάκη, η οποία εκφράστηκε
όχι τόσο από την Εκκλησία, όσο κυρίως από μερίδα του δυτικού χριστιανισμού, το
Ρωμαιοκαθολικισμό με χρονική έναρξη το έτος 1954 όταν ο πάπας κατέταξε το «Ο Τελευταίος Πειρασμός» στον Ίνδικα (Index
Librorum Prohibitorum), δηλαδή στον κατάλογο των απαγορευμένων για τους
Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς βιβλίων. Πρέπει όμως να τονιστεί για την αλήθεια και την ιστορία, ότι πέραν αυτού ούτε δίκασε τον
Καζαντζάκη, ούτε του επέβαλε κάποια ποινή, ούτε τον αφόρισε. Παρά ταύτα, ο ίδιος
ο Καζαντζάκης τηλεγράφησε τότε στο Βατικανό, χρησιμοποιώντας τη φράση του
χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού: «Ad
tuum, Domine, tribual appelo» (Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ώ Κύριε!), με σκοπό να ζητήσει την
ανάκληση της δικαστικής απόφασης εναντίον του, παρόλο που ούτε και από τους
δυτικούς χριστιανούς σύρθηκε σε οποιοδήποτε δικαστήριο, ούτε του επιβλήθηκε οποιαδήποτε
ποινή. Το ζήτημα όμως ήταν ενδιαφέρον και οπωσδήποτε έγινε η απαραίτητη
εκμετάλλευση κυρίως από τους «προοδευτικούς διανοούμενους» του τόπου μας για να
παρουσιαστεί ο συγγραφέας, κατά το έθος, ως διωκόμενος και κυρίως ως καταδικασμένος
και θύμα του «εκκλησιαστικού κατεστημένου».
6.
Πολύ δε περισσότερο ο Καζαντζάκης, ούτε καταδικάστηκε ούτε αφορίστηκε από την
Εκκλησία, παρόλο που οι απόψεις του για το Χριστό εμπεριείχαν, εάν εφαρμοζόταν
θεολογικά κριτήρια, στοιχεία που ξεπερνούσαν πολλές φορές ακόμη και τις
μεγαλύτερες αιρέσεις, αλλά και αναμόχλευαν πολλά από τα σοβαρότερα θεολογικά
προβλήματα που οι αιρετικοί δημιούργησαν και τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει
η Εκκλησία. Όμως πρέπει να τονιστεί παράλληλα, ότι ο Καζαντζάκης ούτε αίρεση επεδίωξε
να κηρύξει, ούτε πολύ περισσότερο επιχείρησε να διαδοθούν οι απόψεις του ως
θεολογικές αντιλήψεις και μέρος της πίστεως στα μέλη της Εκκλησίας, ώστε να πλήξει
ενσυνείδητα και να ακυρώσει το πρόσωπο και το έργο του Χριστού ή να διασπάσει
την εκκλησιαστική ενότητα. Γι’ αυτό και παρόλο που συνέτριψε κυριολεκτικά εν ονόματι της τέχνης του και
προσέβαλε βάναυσα το Χριστό, ακόμη και με τη μορφή του δικού του χριστού, η
Εκκλησία, εφαρμόζοντας με πολλή διάκριση της «οικονομία» της, ούτε επέβαλε τελικά την απαγόρευση των βιβλίων του,
ούτε πολύ περισσότερο τον αφόρισε ή δεν τον κήδεψε, όπως δυστυχώς τεχνηέντως
έχει καλλιεργηθεί να νομίζεται, θεωρώντας οι χαλκείς αυτής της ψευδούς και
συκοφαντικής περιρρέουσας φήμης, ότι με τον τρόπο αυτό θα αναδείξουν το μεγάλο
λογοτέχνη σε ήρωα της ελευθερίας του λόγου απέναντι σε μια δήθεν συντηρητική,
και χωρίς δικαίωμα αντιλόγου και υπεράσπισης της πίστης της, Εκκλησία. Τι θα
έκαναν όμως στ’ αλήθεια, αυτοί οι κατά τα άλλα προοδευτικοί διανοούμενοι του
τόπου μας, αν ένας καλλιτέχνης, πάσης φύσεως, προσέβαλε με την τέχνη του κάποιο
από τα ιδανικά τους, το περιεχόμενο της ιδεολογικής τους τοποθέτησης, η οποία
στον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο έχει σαφή θρησκευτικά χαρακτηριστικά; Θα
έμεναν άπραγοι και δεν θα ζητούσαν από την Πολιτεία να εφαρμοστεί ο νόμος; Όμως
ο νόμος για τους κατά τα άλλα «προοδευτικούς διανοούμενους» του τόπου μας δεν
έχει συνήθως καθολική ισχύ, αλλά έχει ισχύ μόνο σε ό,τι θίγει εκείνους και όχι κάποιους
άλλους ή την Εκκλησία.
Έτσι
και για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, θα πρέπει να τονιστεί, ότι στη
δημιουργία, διαμόρφωση και διάδοση του μύθου για τον δήθεν αφορισμό του
Καζαντζάκη και τη μη τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας συνέβαλαν τα εξής γεγονότα. Πρώτον
η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να ζητήσει από την Πολιτεία
την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Καζαντζάκη, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε
το σχετικό φάκελο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και δεύτερο η άρνηση του τότε
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου να εναποτεθεί η σορός του Καζαντζάκη σε ναό των
Αθηνών μέχρι τη μεταφορά της στο Ηράκλειο, με αφορμή τις αντιδράσεις ομάδων με πρωτοστάτη
τον τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη.
Ειδικότερα, στις 12 Νοεμβρίου 1953, με αφορμή την
έκδοση του έργου του Καζαντζάκη «Ο
Καπετάν Μιχάλης», ο Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε εγκωμιαστικό άρθρο στην
«Καθημερινή», στο οποίο αντέδρασε με σφοδρότητα η εφημερίδα «Εστία», κάτι που
προκάλεσε την ανάμειξη της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ζήτησε από
την Πολιτεία την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του με το αιτιολογικό ότι
προσβάλλουν την πίστη και στιγματίζουν τη ζωή της Εκκλησίας. Το ζήτημα
απασχόλησε μάλιστα και τη Βουλή, όπου οι βουλευτές Μητσοτάκης, Βουλοδήμος και
Τζατζάνης υπέβαλαν σχετική επερώτηση, σύμφωνα με την οποία ο υπουργός Εσωτερικών
κλήθηκε «να καθορίσει ποία μέτρα
σκέπτεται να λάβει η Κυβέρνησις δια την αντιμετώπισιν μιας καταστάσεως, η οποία»,
όπως τονίζεται, «παραβλάπτει τον
πολιτισμόν της Χώρας». Επίσης οι Γ. Παπανδρέου και Αλ. Σβώλος υπογράμμισαν
με την ευκαιρία αυτή, τις οδυνηρές συνέπειες που θα είχε μια δίωξη εναντίον του
Καζαντζάκη. Γι’ αυτό και δεν έγινε αποδεκτό το αίτημα της Συνόδου με συνέπεια η
υπόθεση να σταματήσει εκεί. Το επόμενο έτος, όμως, 1954, με αφορμή και πάλι την
έκδοση του έργου του Καζαντζάκη «Ο
Τελευταίος Πειρασμός», σε συνδυασμό με το γεγονός της κατάταξής του έργου από
τον πάπα στα μη επιτρεπτά για ανάγνωση βιβλία για τους ρωμαιοκαθολικούς πιστούς,
η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ασχολήθηκε και πάλι με το θέμα, με
αποτέλεσμα στις αρχές του 1955, όπως
αναφέρεται στο «Βήμα» της 16ης Φεβρουαρίου, εξέφρασε πάλι την
αντίθεσή της στην κυκλοφόρηση στην Ελλάδα των έργων του Καζαντζάκη «Ο Τελευταίος Πειρασμός» και «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», αποστέλλοντας
μάλιστα έγγραφο «προς το υπουργείον Δικαιοσύνης δια του οποίου ζητεί όπως δυνάμει του
άρθρου 14 του Συντάγματος και του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας,
απαγορευθεί η κυκλοφορία των βιβλίων του Νικολάου Καζαντζάκη», αίτημα όμως που
και πάλι δεν έγινε δεκτό, παρόλο που ζητήθηκε από την Πολιτεία να εφαρμοστεί ο
νόμος. Τα στοιχεία μάλιστα, που είχε συγκεντρώσει και με βάση τα οποία οδηγήθηκε
στο αίτημα απαγόρευσης των έργων του Καζαντζάκη, η Σύνοδος τα παρέπεμψε «εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον», με το
αιτιολογικό, ότι «ο Καζαντζάκης κατάγεται
εκ Κρήτης και η Εκκλησία της γενετείρας του υπάγεται στο κλίμα του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, αλλά και διότι διαμένει στη Μητρόπολη Θυατείρων και Μεγάλης
Βρετανίας η οποία επίσης υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου»,
θεωρώντας τον εαυτό της ως αναρμόδια για να επιληφθεί οποιουδήποτε θέματος
σχετικά με την εκκλησιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Άρα, η Εκκλησία της
Ελλάδος ούτε καταδίκασε, ούτε αφόρισε τον Καζαντζάκη, όπως δεν το έπραξε ούτε
το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως και πάλι ο ίδιος ο μεγάλος συγγραφέας
διαμαρτυρήθηκε έντονα με επιστολή προς τη Σύνοδο, υπαινισσόμενος ότι τον
καταδίκασε και τον «καταράστηκε»,
γράφοντας χαρακτηριστικά : «μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας
δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου
και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Όμως κάτι τέτοιο όχι
μόνο δεν συνέβη, αλλά αντίθετα είναι βέβαιο ότι η Σύνοδος δεν ασχολήθηκε έκτοτε
με το ζήτημα, αφού είχε διαβιβαστεί ο σχετικός φάκελος στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, το οποίο και δεν προέβη σε οποιαδήποτε κίνηση. Έτσι, όταν ο
Πατριάρχης Αθηναγόρας, επισκέφθηκε την Κρήτη το 1961, δηλαδή τέσσερα χρόνια
μετά το θάνατο του συγγραφέα, απάντησε, όταν ρωτήθηκε σχετικά και
χρησιμοποιώντας τη συνήθη πατριαρχική φρασεολογία σε τέτοιες περιπτώσεις, ότι «τα
βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την
Πατριαρχική βιβλιοθήκη». Συνεπώς καθίσταται σαφές, ότι ο Καζαντζάκης ουδέποτε
αφορίστηκε από την Εκκλησία, ούτε από την Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο.
7.
Όπως όμως δεν ισχύει ο μύθος για τον αφορισμό του Καζαντζάκη, έτσι δεν
ισχύει και το ότι δεν τελέστηκε νεκρώσιμη ακολουθία και δεν έγινε εκκλησιαστική
ταφή. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε το γεγονός, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος, ο από Πατρών, κλήθηκε να αντιμετωπίσει το
αίτημα της παραμονής σε Ναό των Αθηνών της σορού του Καζαντζάκη μέχρι τη
μεταφορά της στην Κρήτη, αποφασίζοντας τελικά να μην το επιτρέψει για το βράδυ
της Κυριακής 4 Νοεμβρίου 1957, μια κίνηση που υπαγορεύθηκε όχι τόσο από την
τάση αποδοκιμασίας του προσώπου συγγραφέα, όσο κυρίως από ποιμαντικούς λόγους
με σκοπό την αποφυγή αντιδράσεων αγανακτισμένων χριστιανικών κύκλων στην Αθήνα.
Γι’ αυτό και απέβησαν επίσης άκαρπες οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γ.
Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του
Καζαντζάκη αλλά και του Αρχιεπισκόπου, - καθώς είναι γνωστό ότι ο Γ. Παπανδρέου
πρωτοστάτησε στην εκλογή του μητροπολίτη Πατρών και πρώην Καλαβρύτων και
Αιγιαλείας Θεοκλήτου σε αρχιεπίσκοπο Αθηνών-, προκειμένου να μείνει η σορός του
μεγάλου λογοτέχνη σε Ναό της Αρχιεπισκοπής μέχρι την αναχώρησή της για την
Κρήτη. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, φοβούμενος ταραχές από τις αντιδράσεις
χριστιανικών ομάδων με επικεφαλής τον ιεροκήρυκα τότε και αρχιμανδρίτη Αυγουστίνο
Καντιώτη, δεν επέτρεψε την παραμονή της σε Ναό με αποτέλεσμα να εναποτεθεί στο
νεκρικό θάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών μέχρι την επομένη που αναχώρησε για την
Κρήτη.
Έτσι, η σορός του μεγάλου λογοτέχνη
έφτασε στη γενέτειρά του τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 1957. Αρχικά, τέθηκε σε λαϊκό
προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά έως τις 11.00΄ το πρωί της
επόμενης ημέρας 6 Νοεμβρίου, οπότε ξεκίνησε η νεκρώσιμη ακολουθία προεξάρχοντος
του μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγενίου (Ψαλιδάκη), ενώ ήταν
παρόντες ο Υπουργός Παιδείας Αχ. Γεροκωστόπουλος, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γ.
Παπανδρέου, ο Κ. Μητσοτάκης και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Θ.
Κακρίδης, ο οποίος εκφώνησε και επικήδειο λόγο.
Όπως σημειώνει ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, καθηγητής του Πανεπιστημίου και ιστορικός,
Ανδρέας Νανάκης, «ο Κρήτης Ευγένιος ήτο
φυσικό να προεξάρχει της εξοδίου ακολουθίας του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος ως
χαρακτήρας ήτο μετριοπαθής και συναινετικός, οι δε σχέσεις του με τον
επικεφαλής των εκκλησιαστικών σωματείων Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Ξένο, τον
μετέπειτα Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων επί δικτατορίας, δεν ήταν οι καλύτερες.
Υπάρχει μάλιστα και εκκλησιαστικό επιτίμιο από τον Ευγένιο προς τον τότε
αρχιμανδρίτη Νικόλαο καταχωρημένο στον κώδικα της Επαρχιακής Συνόδου της
Εκκλησίας Κρήτης». Και συνεχίζει, «ο μακαριστός
Ευγένιος έπραξε το αυτονόητο. Κήδευσε τη μεγαλύτερη προσωπικότητα ή ένα από τα
μεγαλύτερα αναστήματα που στη διαχρονική της πορεία έχει αναδείξει η πόλη του
Ηρακλείου και η Κρήτη, παρόλο που δεν έλειψαν οι αντιδράσεις. Γύρω από τον Άγιο
Μηνά έκαιγαν εφημερίδες και φωνασκούσαν φανατικοί και ακραίοι θρησκευόμενοι και
κατά την ώρα της κηδείας», με επικεφαλής τώρα αρχιμ. Νικόλαο Ξένο. Στην νεκρώσιμη
ακολουθία μάλιστα εκτός από τον μητροπολίτη συμμετείχε και ο πρωτοσύγκελος της
Μητροπόλεως, Φιλόθεος Βουζουνεράκης, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας,
αλλά και αρκετοί ιερείς, ενώ τη σορό του Καζαντζάκη συνόδευσε στο λόφο Μαρτινέγκο,
όπου ενταφιάστηκε, ο στρατιωτικός ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης.
Μάλιστα, στο λόφο Μαρτινέγκο, ο
Καζαντζάκης ενταφιάστηκε με τη θέλησή του και με τη θέλησή του υψώθηκε ένας
ξύλινος σταυρός πάνω από τον τάφο του. Αν αυτός είναι ο σταυρός του Χριστού ή ο
σταυρός του κάθε πάσχοντος ανθρώπου, αυτό παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα. Ένα
πράγμα είναι όμως βέβαιο, ότι ο Καζαντζάκης μπορεί να αποστασιοποιήθηκε από την
Εκκλησία, αλλά ποτέ δεν αποκόπηκε από το Σώμα της, ούτε αρνήθηκε ρητά την πίστη
της, αλλά ούτε και προσχώρησε σε οποιοδήποτε θρησκευτικό σχήμα ή μόρφωμα, δικό
του ή ξένο. Γι’ αυτό και παρόλο που δοκιμάστηκαν οι σχέσεις του μαζί της, εν
τούτοις ούτε αφορίστηκε ούτε αποκόπηκε από το Σώμα της, αλλά κηδεύθηκε και
ενταφιάστηκε ως κανονικό μέλος της. Τα περί αντιθέτου λεγόμενα, σημειώνει ο μητροπολίτης
Αρκαλοχωρίου, αποτελούν μύθο, που δημιουργήθηκε από τα δύο άκρα, δηλαδή «από κάποιους κύκλους θρησκευομένων, αλλά και
από κάποιους κύκλους αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους ο καθένας επιζητούσαν
και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη».
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
- Ε. Αλεξίου-Γ. Στεφανάκη, Για το Νίκο Καζαντζάκη. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του, Αθήνα : Κέδρος, 1977.
- Ε. Αλεξίου-Γ. Στεφανάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Γεννήθηκε για τη δόξα, Αθήνα : Καστανιώτης, 1983.
- Χρ. Αρβανίτη, «Η έννοια της Αρνησιθρησκίας (sic) στο Νίκο Καζαντζάκη», στον ιστότοπο : http://www.academia.edu/12948454/, σ. 1-18 (ανάκτηση 18/01/2016).
- Ι. Βιβιλάκη, «Αγιότητα και αµαρτωλότητα στον Φτωχούλη του Θεού», στο Α. Βουγιούκα (επιμ.), Το μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Πρακτικά Συμποσίου οργανωμένου από τη Διεθνή Eταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, (Αθήνα, 8-9 Δεκ. 2001), Aθήνα : Eταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη-Ελληνικό Τμήμα, 2003, σ. 79-85.
- P. Bien, Νίκος Καζαντζάκης, μτφρ. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Αθήνα : Κέδρος, 1983.
- P. Bien, Νίκος Καζαντζάκης. Η πολιτική του Πνεύματος, μτφρ. Α. Λαμπρινίδου, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.
- Εύ. Βουλγαράκη-Πισίνα, «Η ‘Χριστολογία’ του Νίκου Καζαντζάκη», Νέα Εστία 157/1776 (2005), σ. 402-416.
- Ειρ. Γαλανάκη, Μητρ. Κισάμου, «Ο Καζαντζάκης ήταν ένας µεγάλος ανιχνευτής του ανθρώπινου πνεύµατος», στο Πεπραγμένα Eπιστημονικού Διημέρου «Nίκος Kαζαντζάκης, Σαράντα χρόνια από τον θάνατό του», (Xανιά, 1-2 Nοεμβρίου 1997), Xανιά : Δημοτική Πολιτιστική Eπιχείρηση Xανίων, 1998, σ. 115-118.
- Θ. Γραμματά, «Κρητική Ματιά». Σπουδή στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Αθήνα : Τολίδης, 1992.
- Θ. Γραμματά, Η έννοια της Ελευθερίας στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Αθήνα : Δωδώνη, 1983.
- Θ. Δετοράκη, «Ο Καζαντζάκης και το Βυζάντιο», Παλίμψηστον 4 (1987), σ. 183-198.
- D.A. Dombrowski, «Ο Καζαντζάκης και ο Θεός. Μετουσίωση», στο R. Beaton (επιμ.), Εισαγωγή στο Έργο του Καζαντζακη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011, σ. 655 κ.εξ.
- K. Friar, Η Πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, μτφρ. Θ. Στραβέλη, πρόλ. Ελ. Καζαντζάκη, εισαγ. Θ.Γ. Σταύρου, Αθήνα : Κέδρος, 1983.
- Ε. Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Ο Ασυμβίβαστος, Αθήνα : Εκδόσεις Καζαντζάκη, 19982.
- Ν. Καζαντζάκη, «Δέκα επιστολές του [Νίκου] Καζαντζάκη στον [Αιμίλιο] Χουρμούζιο», Τετράδια Ευθύνης [= Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του] 3 (1977) [Γ΄ ανατ. 1993], σ. 180-195.
- Ν. Καζαντζάκη, Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας, (Εναίσιμος επί υφηγεσία διατριβή), Εν Ηρακλείω Κρήτης : Εκ των Καταστημάτων Σ.Μ. Αλεξίου, 1909 (Αθήνα 1998).
- Π. Κανελλόπουλου, «Καζαντζάκης», Νέα Εστία 102 (1977), σ. 7-11.
- Γ. Κουμάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Θεμελιώδη προβλήματα στη φιλοσοφία του, Αθήνα: Εστία, 1982.
- Σ. Μάρα, Νίκος Καζαντζάκης. Τέχνη και Μεταφυσική, Αθήνα : Καστανιώτης, 2000.
- Ν. Ματσούκα, Η Ελληνική Παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη, επιμ. Ε. Καμπάνη, Θεσσαλονίκη : Βάνιας, 1989.
- Κ. Μητσάκη, Η Κρητική Ματιά. Μελέτες για τον Νίκο Καζαντζάκη, Αθήνα : Καρδαμίτσας, 1999.
- Κ. Μητσοτάκη, Ο Καζαντζάκης μιλεί για Θεό. Επιστολές προς Παπαστεφάνου, Αθήνα : Μίνωας, 1971.
- D.J.N. Middleton, «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η εξελικτική Θεολογία. Πώς να σκέπτεται κανείς θεολογικά σε έναν σχεσιακό κόσμο», στο R. Beaton (επιμ.), Εισαγωγή στο Έργο του Καζαντζακη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011, σ. 631 κ.εξ.
- Κ. Μιχαηλίδη, «Οι μεταφυσικές αναζητήσεις του Νίκου Καζαντζάκη», Διαβάζω 190 (1988), σ. 83-88.
- Κ. Μιχαηλίδη, «Ανάβαση. Το ερμηνευτικό σχήμα του όντος στην ‘Αναφορά’ του Νίκου Καζαντζάκη», Τετράδια Ευθύνης [= Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του] 3 (1977) [Γ΄ ανατ. 1993], σ. 87-98.
- Α. Νανάκη, Μητρ. Αρκαλοχωρίου, «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο μύθος για τον Αφορισμό και την Κηδεία του», στον ιστότοπο : http://imakb.gr/Nikos_Kazantzakis_ar8ro.htm (ανάκτηση 16/01/2016).
- Ε. Οικονομίδου, Ο Νίκος Καζαντζάκης και το αντικείμενο της αναζήτησής του, Ηράκλειο : Εκδόσεις Δήμου Ηρακλείου, 1985.
- Γ. Παναγιωτάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Η Μορφή και το Έργο του, Κρήτη: Τυποκρέτα, 2001.
- Π. Πρεβελάκη, «Καζαντζάκης», Τετράδια Ευθύνης [= Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του] 3 (1977) [Γ΄ ανατ. 1993], σ. 9-46.
- Π. Πρεβελάκη, Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας, Αθήνα : Εστία, 1958.
- Π. Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα : Εκδόσεις Καζαντζάκη, 1984.
- Κ. Στεργιόπουλου-Α. Ζήρα-Κ. Γεωργουσόπουλου, «Καζαντζάκης, Νίκος», Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα 31 (1996), σ. 134-137.
- Γ. Στεφανάκη, Αναφορά στον Καζαντζάκη, Αθήνα : Καστανιώτης, 1997.
- Κ. Τσιρόπουλου, «Νέα ανάγνωση της Ασκητικής. Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη», Τετράδια Ευθύνης 3 (1977) [Γ΄ ανατ. 1993], σ. 162-179.
- Π.Αρ. Υφαντή, Ήρωας συνάμα κι άγιος. Το ανθρωπολογικό ιδεώδες του Νίκου Καζαντζάκη και ο Φραγκίσκος της Ασσίζης, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2007.
- Σ. Φιλιππίδη, «’Ο Λόγος του Πατρός και ο Λόγος του Υιού. Αυθεντική ζωή και αυθεντικός λόγος στο µυθιστόρηµα ‘Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά’ του Νίκου Καζαντζάκη», στο Νίκος Καζαντζάκης, Το έργο του και η πρόσληψή του. Πεπραγμένα Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Πανεπιστημιούπολη Ρεθύμνου, Γάλλος, 23-25 Απριλίου 2004), Ηράκλειο : Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006, σ. 163-188.
- Μ. Χατζηαποστόλου, Το Πρόσωπο του Χριστού στον Νίκο Καζαντζάκη, Θεσσαλονίκη 2010.
[1] Ομιλία που
πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών
Νοτιοδυτικής Ελλάδος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών την 1η
Φεβρουαρίου 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου