Γαλάτεια Ιωάννη Βέρρα " η ευγένεια των ήχων " Γράφει ο Σωτήρης Ι.Νικολακόπουλος

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Η ΓΝΩΜΗ" ΠΑΤΡΩΝ Φύλλο 30-5-2021

Παρέα με την ποίηση

τότε και τώρα

από την Πάτρα

Γαλάτεια Ιωάννη Βέρρα

" η ευγένεια των ήχων "

 

Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

                 Μέλος του κύκλου Ποιητών

                 Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.







Γεννήθηκε το 1976 στην Πάτρα. Απόφοιτος του τμήματος μουσικών σπουδών του Α.Π.Θ. Εργάζεται ως μουσικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Κεφαλληνίας. Μιλάει αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδας.

Έχει γράψει Ποίηση
Η ευγένεια των ήχων (2011), Ο Κήπος με τις Λέξεις
Χρώματα αλήθειας (2012), Γαβριηλίδης
Άχρονα πρόσωπα (2014), Γαβριηλίδης
Τροχιές πορφυρές (2015), Γαβριηλίδης
Υπερβατική υφή (2017), Γαβριηλίδης
Στον καμβά των αιώνων (2019), Γαβριηλίδης

 

Τα βιβλία της απηχούν την πραγματικότητα της ζωής που βιώνει καθημερινά. Ποίηση-κυρίως-του ελεύθερου στίχου που συγχρονίζεται με τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής.  Ενδεδυμένη, με ό,τι η Ζωή την εμπεριέχει και την εκπροσωπεί. Στον ευγενέστερο χρόνο της ποίησης, εναποθέτει τους αρμούς της καρδιάς της, κάνοντας το συναίσθημα, ένα ευρύτερο πεδίο ποιητικής ανταπόκρισης. Ειλικρινής-απλή-και περιεκτική-κάνει την ποίησή της ένα πολλαπλό οδοιπορικό-βιωματικής πορείας, που στοιχειοθετεί την προσωπική της απολαβή στα γεγονότα και την προσωπική της προμήθεια στη σιωπή, στις αγωνίες και στην αναμονή της ελπίδας που φέρει το καινούργιο της ζωής. Πηγαία και αυθόρμητη, με φανερή προσήλωση στο μέλλον και στο πολύ συνεκτικό στοιχείο, ενός δυνατού συναισθήματος που καθορίζει όλο το εύρος της ποιητικής της εξέλιξης, Ποιήτρια μιας εναλλασσόμενης πραγματικότητας, που δεν κρύβεται και δεν αποσιωπά την εξέλιξη και το στοιχείο της προσωπικής της οδοιπορίας.

 

            Μέλλον 

Στο μέλλον θα μάθει να αμύνεται. 

Θα διατηρεί αποστάσεις ασφαλείας. 

Θα εργάζεται το δίκαιο. 

Το φως των στοχασμών θα παραμένει αναμμένο. 

Χαρτομάντιλα με μέντα θα απομακρύνουν 

τις ιώσεις των καιρών. 

Το μαγικό φίλτρο της αγάπης 

θα απενεργοποιεί νοσηρές αισθήσεις. 

 

             Αναπόληση
«Έντυσα με μετάξια

τις ελπίδες μου.

Άπλωσα το είναι μου στο χρόνο. 

Έστρεψα τα μάτια μου στο άπειρο.

Τότε ονειρεύτηκα. 

Όνειρα μιας ηλικίας παιδικής 

σχεδόν ξεχασμένης. 

Ταξίδια ανέμελα 

χωρίς προορισμό. 

Εύχομαι το αέναο.

Μη σβήσει η πνοή μου».

 

Ποιήματα σύντομα,  επιγραμματικά, απαρτίζουν το νέο, έκτο στη σειρά, ποιητικό βιβλίο «Στον καμβά των αιώνων» της Γαλάτειας Ι. Βέρρα, που συνεχίζει με γοργούς ρυθμούς να καταθέτει την πλούσια ποιητική παραγωγή της: έξι βιβλία, όλα μέσα στην τελευταία δεκαετία, που αποτελούν και τα «περιουσιακά στοιχεία» της καθώς θα μας πει σε ένα ποίημά της που θέλει να έχει τον χαρακτήρα σύντομου βιογραφικού αφενός, δελτίου απογραφής της περιουσίας της αφετέρου

 

«Ένας ανήσυχος νους.  

Μία ιπτάμενη καρδιά.  

Έξι ποιητικές συλλογές. 

Χείλη ικεσίας.  

Αυτά μου ανήκουν.»

Ο «καμβάς των αιώνων» θα μπορούσε να λέγεται και «καμβάς της δεκαετίας», αφού μέσα στη δεκαετία του γραπτού της λόγου είναι που

 «ο άνδρας έγινε καημός.

 Και ο καημός μνήμη.

 Και η μνήμη λέξεις.

 Και οι λέξεις τοπία σωφροσύνης»,

 

 όπως μας λέει στο στο βιβλίο  «Ο καμβάς των αιώνων».

Απέναντι από το ποίημα αυτό, και ουσιαστικά απέναντι από τον τίτλο του βιβλίου, η Γαλατια τοποθετεί, και μάλλον όχι τυχαία, το ποίημα «Η ενέδρα της στιγμής», με σκοπό προφανώς να αντιπαραβάλλει την δύναμη της στιγμής στον ατελείωτο χρόνο των αιώνων, καταδεικνύοντας πώς η στιγμή που δεν την υπολογίζουμε μπορεί να στήσει ενέδρα διαλύοντας το σκηνικό μιας ολόκληρης ζωής, κατά την διάρκεια της οποίας όλα έχουν, κατά φαινόμενο μόνο, επιτελεστεί σωστά. Μας λέει

 

«Βάδιζε ανέμελα.

 Τίποτα δεν απασχολούσε τη σκέψη του.

 Είχε τακτοποιήσει τα του βίου του.

Δεν υπολόγισε όμως εκείνη τη στιγμή.

 Μία στιγμή που ανέτρεψε

 όλο το σκηνικό

 μιας προβλέψιμης ζωής.»

 

 Ένα σπαρακτικό χαμόγελο ποίησης, σαρκώνεται αρκετές φορές στον στίχο της Η στιγμή που μπορεί να ανατρέψει ένα τέτοιο σκηνικό, είναι όχι μόνο κάποιο ξαφνικό γεγονός, αλλά και ολόκληρο το «εμπόλεμο σήμερα», οπότε το ποιητικό αντίδοτο είναι τα περασμένα χρόνια:

 

 «Ας μιλήσουμε για χρόνια περασμένα.

 Φαντάζει πιο ανώδυνο το παρελθόν.

 Γνωρίζει πώς να σιωπά μέσα στην Ιστορία.

 Άλλωστε ποιος τολμά

 να τα βάλει με ένα εμπόλεμο σήμερα;»

 

Έτσι η ποιήτρια, για να μην επιτρέψει την έλευση «εκείνης της στιγμής», στήνει διαρκώς τις δικές της ποιητικές ενέδρες. Γι’ αυτό και η συνεχής ποιητική ροή, τα πλούσια σε υλικό βιβλία της. Αντιστεκόμενη σε εκείνη τη στιγμή, γράφει και ξαναγράφει με σκοπό την «αισθητοποίηση της λύτρωσης» 

Αντίδοτα στην έλευση «εκείνης της στιγμής» είναι αφενός η τέχνη, και όχι μόνο με την μορφή της ποίησης, αλλά και της μουσικής, και αφετέρου η πνευματικότητα και η μέσω αυτής παρηγορία.

Σε αυτό το βιβλίο η μουσική έχει ρόλο διακριτό. Πολλά τα ποιήματα που έχουν θέμα ένα μουσικό όργανο ή μια μελωδία, και σκοπός τους είναι η διαστολή των ωραίων στιγμών ή αλλιώς το διαπέρασμα των αιώνων, όπως θα μας πει στα ποιήματα «Η σονάτα του Σούμπερτ» και «Ο ήχος της κιθάρας»:

 

 «Αυτή η σονάτα του Σούμπερτ

 ήρθε να συμφιλιώσει

 κάθε ένταση στο εσωτερικό μου.

 Να διαστείλει τις στιγμές.

Να μου υπενθυμίσει

 πως ο πολιτισμός των ήχων

σπάνια προδίδει.» 

και «Ο ήχος αυτής της κιθάρας

 διαπερνά τους αιώνες…»

 

Σ’ αυτό το αυτοβίωμα και τον αυτοπροσδιορισμό, ανατρέπεται, στην ουσία της, η ποιητική έκφραση της δημιουργού, λόγω του παραγωγικού τομέα προσφοράς έργου, πολιτισμού και λόγου, στα κοινωνικά, λογοτεχνικά και πνευματικά μας δρώμενα, όταν το αίνιγμα του στίχου πολλαπλασιάζεται αμέσως στον επόμενο στίχο, ως μειδίαμα, ως ανάπαυλα, ως ανακωχή, ως επαναφόρτιση με κοινωνική συστολή και ποιητική αναμέτρηση με το χρόνο, όταν αμέσως γενικεύεται, το συγκεκριμένο αισθητήριο, με τους ακόλουθους στίχους

 

«Αρκεί μια μελωδία να κυοφορήσει τη ζωή;

 Να εξοβελίσει τη διστακτικότητα των καιρών;

 Να βεβαιώσει τον τρεμάμενο κόσμο;

 Να επαληθεύσει προφητείες

 αειφόρων αισθημάτων;».

 

 Μέσω της μουσικής και της τέχνης επιχειρείται η διαστολή των στιγμών και του ωραίου σε σημείο που να μετατρέπονται σε συνεχή διάρκεια και ωραία ζωή.

 Kι έτσι θα μπορεί κάθε φορά να αντιμετωπίζεται θαρραλέα «εκείνη η στιγμή» που επιχειρεί την ανατροπή της προβλέψιμης ζωής μας. Κι αυτό, γιατί η τέχνη χτίζει ζωή μη προβλέψιμη, ζωή δυνατή, ζωή που δεν προδίδει και δεν γκρεμίζεται εύκολα.  «Διανύει αποστάσεις λυρισμού» ο ήχος της κιθάρας και η τέχνη («Ο ήχος της κιθάρας»), αλλά και συνέχει τα πράγματα: «Στο ασυνεχές των πραγμάτων ακούστηκε ο ήχος του φαγκότου» («Το φαγκότο»). 

Το «πένθιμο» κλαρινέτο, ο ήχος του «ηλικιωμένου» ακούσματος του φαγκότου, ο «ρήγας ήχος» της βιόλας, το άκουσμα μιας όπερας, η συνομιλία δύο βιολιών, όπως όλα αυτά συνομιλούν με τρόπο ευαίσθητο και λεπτό, συγχρόνως δε και εναργή, στα ποιήματα της Βέρρα, δημιουργούν τελικά ένα 

 

«Μουσικό έργο για τέσσερα χέρια

δύο χαμόγελα  

και μία ηγεμονεύουσα καρδιά.»,

 

όπως μας λέει στο ποίημα «Μουσικό έργο», όπου η ορχήστρα της μεταμορφώνεται πλέον σε αυτό που η τέχνη της διακαώς επιζητεί και επιθυμεί: την υψηλή πνευματικά και σωματικά ένωση δύο ανθρώπων, που οι καρδιές τους θα χτυπούν σαν μία.

Το μοτίβο της «ηγεμονεύουσας καρδιάς» θα το συναντήσουμε και με άλλους τρόπους στα «μουσικά» της ποιήματα: Ως «αυτοκρατορική σιωπή» στο ποίημα «Το βουνό», όπου ο απόηχος ενός κλαρινέτου σκεπάζει τις μνήμες και η κοινή ιστορία δύο ανθρώπων τελειώνει δίνοντας την θέση της στην «αυτοκρατορική σιωπή» που «παρηγορεί». 

Η ποιήτρια επιστρατεύει την «κατάματη» αντίληψη της εποχής και την οδυρόμενη περιφορά της. Αυτό το στοιχείο της αποσπασματικής (αλλά συνεχούς) τηλεσκόπησης και γωνιοδότησης (ποιητικά) της εναλλασσόμενης εποχής, θυμικά, δοτικά, χαρτογραφικά, ηθικά και υφολογικά (με δικό της ιδιότυπο τρόπο γραφής και έκφρασης) μας παρουσιάζει στο έργο της όλο. 

Αποκρυπτόμενο, επιμελώς, το μήνυμα ή κατάφορτο από ερωτική θέλξει και κοινωνική ανάγνωση, πάντα και πάντοτε, μέσα στον ευδιάκριτο στόχο και πόθο της μετάδοσης και της επικοινωνίας (που διαθέτει), θα δημιουργεί ποικίλους διαύλους, επίμονης διερώτησης, για τον ορίζοντα και την Ιθάκη του καθένα, μ’ ένα τρυφερό κυματισμό απορίας και τρυφερότητας, μαρτυρικό ή ανεπίδοτο (κάποτε), ζωντανό και διακριτικό, ως παλμογράφο και ψυχογράφο της εποχής μας.

Το δεύτερο αντίδοτο της ποιήτριας είναι η υψηλή πνευματικότητα και η μέσω αυτής παρηγορία. Ας δούμε το ποίημα «Μοναχικός δρόμος»: 

«Όταν κανείς διαφύγει

 από τον υλικό κόσμο,

 όταν αποδράσει από

 συναισθήματα ρηχά,

 όταν μπει στην ατραπό

 του πνεύματος,

 τότε αισθητοποιεί

 τον μοναχικό δρόμο

 που καλείται να διανύσει.»

 

Επιβάλλεται να το διαβάσουμε παράλληλα με το ποίημα «Αίσθηση», στο οποίο μια νέα, όμορφη, ευγενικής καταγωγής, περιφερόμενη «επιδεικτικά μέσα στην εικονική αυτάρκειά της» έρχεται τελικά σε «επαφή με τον κόσμο των αισθημάτων» που θα την οδηγήσουν στην «γενναιόδωρη αγάπη». Αυτή είναι η πνευματικότητα που επιζητεί η ποιήτρια, αυτή που σχετίζεται με την αίσθηση, με τα αισθήματα που μένουν μακριά από οτιδήποτε ρηχό, με την αισθητοποίηση της ατραπού του πνεύματος. Δεν είναι ότι δεν έχει προσπαθήσει να συναντήσει τον άλλο άνθρωπο, είναι ότι δεν τον βρήκε εκεί που τον αναζήτησε:

 

 «Στο κατώφλι μιας εναγώνιας νεότητας

 στα όνειρα που σπαργάνωσαν το παρόν

 στην ανάγκη μιας αλησμόνητης συνοδοιπορίας

 στο αδύνατο

 που μόνο το θαύμα βεβαιώνει

 σε αναζήτησα.

 Δεν ήσουν εκεί.»

 

 Είναι ότι, αποδεχόμενη να στροβιλιστεί στις «ασάφειες των αισθημάτων», δεν θα μπορούσε με τίποτα να αντέξει εκείνο το αντίο που «θα ράγιζε το σύμπαν» της  («Το δικό σου αντίο»). Είναι που θέλει να κοιτάξει πίσω, αλλά φοβάται το «απρόσεκτο βλέμμα» της («Μη γυρίσεις πίσω»), φοβάται τα «ενοχικά μάτια» της («Ο ερχομός σου»), και γι’ αυτό εξορίζει το πάθος, καταργεί την «εντοπιότητά» του («Εξόριστο»), δεν ενδίδει «στις ηδονικές διακλαδώσεις των νοημάτων» που καραδοκούν ακόμα και ανάμεσα στα «λόγια τα ακριβά» («Λόγια ακριβά»).

Η ποιήτρια επιδιώκοντας την έλευση της πνευματικότητας καταφέρνει συγχρόνως να μας δώσει ωραία ερωτικά ποιήματα, διότι ερωτικό δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ως τέτοιο ή αυτό που ευθέως υμνεί τον έρωτα, αλλά και αυτό που τον κρατάει απέναντι και τον περιεργάζεται ή ακόμα και αυτό που θέλει να τον διώξει γιατί γνωρίζει ή καταλαβαίνει την δύναμή του. «Ερωτική» είναι και η αναζήτηση της υψηλής ωραιότητας. Ας διαβάσουμε το υπέροχο εν τη συντομία του «Βλέμμα αιχμηρό»:

 

 «Κόπηκα από βλέμμα αιχμηρό.

 Πληγή αιμάτινη και μυστική.

 Τι κι αν απουσίαζε το μαχαίρι.»

 

 Έτσι το αισθητικό παιχνίδισμα της ζωής, μέσω της συναισθηματικής ωριμότητας αγγίζει ΄΄τα λόγια τα ακριβά ΄΄ και βέβαια η ωριμότητα του φιλιού και της ερωτικής προσέγγισης παίρνει την αρωματισμένη ευωδία του φρούτου, ήτοι της φυσικής ωραιότητας που προσδίδει η γεύση των ΄΄αισθημάτων ΄΄.

 

«Λόγια ακριβά»:

 «Ας πούμε τα λόγια τα ακριβά.

 Τίποτε ευτελές μην ακουστεί.

 Και προπαντός μην ενδώσουμε

 στις ηδονικές διακλαδώσεις

 των αισθημάτων.»

 

 Αλλά ας σταθούμε και στο σημείο που η  ποιήτρια παύει να βλέπει το βλέμμα της ως ενοχικό, και αφήνεται με βεβαιότητα στο βλέμμα του άλλου:

 

 «Πόσο ξεκουράζομαι

 όταν ακουμπώ

 το βλέμμα μου στο βλέμμα σου!

 Έχω ανάγκη την ωραιότητα

 καθώς υψώνεται

 βέβαιη εντός μου.»

 

 Στο ποίημα «Orfeo Negro» αφού μιλήσει για την «οδυνηρή γοητεία του έρωτα» θα πει:

 

 «Που δίνει πλούσια

 τον κραταιό εαυτό του

 για να τον αποσύρει

 με την πρώτη βροχή.»

 

Με ειρωνική διάθεση στέκεται η ποιήτρια απέναντι στους «ειδικούς» της εποχής μας που στόχο έχουν να προσπεράσουν την  πνευματικότητα της «άνοιξης» για να μην νιώσουν μέσα τους την ανάσταση που αυτή κυοφορεί

:

«Και προπαντός προσέξτε

 μην αναστηθεί τίποτα εντός σας!»

 

 («Ας προσπεράσουμε την άνοιξη»). Με ανάλογη ειρωνεία θα αντιμετωπίσει και αυτούς που δεν έρχονται αντιμέτωποι με τα σημαντικά γεγονότα της εποχής, αλλά τα κοιτάζουν από μακριά:

 

 «Επέλεξε το πρώτο κάθισμα που βρήκε.

 Πόσο δύσκολο να περιφέρεται κανείς

 όρθιος στα γεγονότα 

(«Το κάθισμα»).

 Το ειρωνικό της βλέμμα δεν παραλείπει να μπει στις σύγχρονες περίοπτες κατοικίες για να δει πίσω από την ευφάνταστη διακόσμησή τους, πίσω από την κατ’ επίφαση «αφηγηματική» πληρότητα των ενοίκων τους, το αποστειρωμένο περιβάλλον και την «μόνιμη πνιγηρή σιωπή» τους. Ας δούμε το εξαιρετικό ποίημα «Ανέσεις και απουσία»: 

Οικία περίοπτη.

 Διακόσμηση ευφάνταστη.

 Χώρος «αφηγηματικός».

 Αυτός γενικός χειρουργός.

 Σκιά στο εν λόγω δημιούργημα

μια μόνιμη πνιγηρή σιωπή.»

 

Η πανσπερμία του Έρωτα, της ηθελημένης πορείας, της ψυχικής απεραντοσύνης, της καθαρότητας των επιλογών, το έναυσμα της ψυχικής ωραιότητας, τα δωρίσματα της ζωής, -που ημερώνουν τον άνθρωπο-, τα φιλέματα της εγκαρδιότητας των προσφιλών ατόμων, η φωνητική διάθλαση της ποίησης και το ωριμασμένο και αισθητικό τέλος του ποιήματος, είναι οι κρίκοι δημιουργίας-έμπνευσης και δοκιμασίας αυτής της ποίησης, που κεντρώνει την Ύπαρξη, με την αίσθηση της συνέχειας, της απλότητας, και της αμεσότητας του λόγου. 

Η Αγαπητή μου Γαλατεια ως ενεργός πολίτης της παιδείας και της γνώσης, επιθυμεί και προσδοκά η ποίηση να έχει πάντα καλοτάξιδες τις αντένες της επικοινωνίας της με τα ανθρώπινα, και το περίσσευμα της ανθρώπινης αίσθησης και της αγάπης, να πρωτοπορεί στη ζωή και στην αδελφοσύνη, μακριά από τις κραυγές της μοναξιάς και της ουτοπίας. Η ποίηση είναι ζωή, γεννά την επικοινωνία και ανοίγει πάντα διαύλους χαράς, δράσης και μεγαλοσύνης. Ποίηση λοιπόν, κεντρωμένη με τις αλήθειες της ζωής, της προσφοράς και της αγάπης.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου