ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΠΟΠΗΣ ΔΕΔΕ-ΔΕΣΥΛΛΑ:
«Η δύναμη του πλίθινου σπιτιού»
Λογοτεχνική Μαρτυρία.
Εκδόσεις: ΤΟΠΟΣ . Αθήνα 2023.
(Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο Πύργου
Τετάρτη 29-11-2023)
Στις αρχές του μηνός Μαΐου έλαβα με ιδιωτικό ταχυδρομείο και με μια ευγενική αφιέρωση το πρώτο βιβλίο της Πόπης Δέδε-Δεσύλλα με τίτλο: «H δύναμη του πλίθινου σπιτιού» .
Η Πόπη Δέδε-Δεσύλλα όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο , γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας και από το 1968 κατοικεί στην Αθήνα.
Είναι απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχει δίπλωμα Ιταλικής γλώσσας.
Εργάστηκε για τριάντα χρόνια στην ΕΡΤ ΑΕ.
Πολλά κείμενα της, κυρίως άρθρα ιστορικού, κοινωνικού, και πολιτικού περιεχομένου, έχουν δημοσιευτεί στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση», καθώς και στον επαρχιακό Τύπο.
Ενδεικτικά αναφέρ0ουμε μερικούς τίτλους αυτών των άρθρων: «Η Γενοκτονία των Αρµενίων», «Η Οδύσσεια των τσιγγάνων», «Χιροσίµα», «∆ίστοµο». κ.α.
Μια τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν αρκετή να συνδέσει το νήμα με το οποίο με συνέδεε με την κτήτορα του πλίθινου σπιτιού, την ηρωϊδα του βιβλίου κυρά-Ελπίδα, κατά κόσμο Κανέλλα Δεσύλλα ,που δεν ήταν άλλη από τη μητέρα της συγγραφέως.
Μου είχε δοθεί η ευκαιρία στο παρελθόν να κάνω γνωστή τη φιλική μου σχέση με ένα αποχαιρετιστήριο κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Πύργου «ΑΥΓΗ» αμέσως μετά την εκδημία της στην αιωνιότητα, κάτι που δεν πληροφορήθηκα έγκαιρα ώστε να βρεθώ στο ξόδι της .(Αυγή Πύργου. Φύλλο Δευτέρας 15-5-2006).
Θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω και σήμερα στην αγάπη σας, το κείμενο εκείνο σαν ένα είδος επιμνημόσυνου λόγου που θα εκφωνούσα εάν ήταν δυνατό να βρεθώ τη μέρα που έφυγε εκούσια για το μεγάλο-αιώνιο ταξίδι της. Ακούγεται περίεργα αυτό το εκούσια που σημειώνω. Η αείμνηστη καλή μας φίλη, δεν άφηνε τίποτα να γίνεται ερήμην της. Μου έλεγε πάντα στις κατά καιρούς συναντήσεις μας, θα φύγω , όποτε εγώ θέλω .Δεν θα μου κάνει κουμάντο ο χάρος...Αυτά τα λόγια δεν τα είχε πει μόνο σε μένα, αλλά και στον μόνιμο ταξιτζή της από τον Πύργο.
Πέρασαν κιόλας δέκα επτά χρόνια από την ημέρα που η διαλεχτή μου φίλη Κανέλλα Δεσύλλα αποφάσισε να πάρει το δρόμο για το αιώνιο ταξίδι, αφήνοντας τα παιδιά ,τα εγγόνια και τους φίλους της να ζούνε με την ανάμνηση μια σημαντικής γυναικείας προσωπικότητας του περασμένου αιώνα.
Παράπονό μου η απουσία μου στο λιμάνι του αποχαιρετισμού, μια παράλειψη που την δικαιολόγησα όπως συνήθως κάνουμε προκειμένου για φίλους.
Με εκλάμβανε σαν πέμπτο γιο της και μ’ αγαπούσε ισάξια με τα ίδια της τα παιδιά.
Ήταν μια Πέμπτη 6η μέρα του Απρίλη του 2006 όταν τα κουρασμένα της βλέφαρα έγειραν και κάλυψαν εκείνα τα σπινθηροβόλa μάτια που εξωτερίκευαν τη ζωντάνια, παρά τα 92 καλοκαίρια της, πάνω στο τσόφλι της γης, παρέμεναν θαλερά κι ακμαία, δίνοντας πάντα στον σύντροφο ,στο συνάνθρωπο να καταλάβει πως είχε να κάνει με μια αγωνίστρια της ζωής και των ιδεών της.
Το θλιβερό νέο για το θάνατο της πληροφορήθηκα τότε την αμέσως επόμενη Δευτέρα από την εφημερίδα μας, την «ΑΥΓΗ» του Πύργου.
Παραμένουν στο αρχείο μου, φωτογραφίες από τη φιλοξενία της στο Ίδρυμα: «Παναγία η Καθολική» Γαστούνης και κάποια χειρόγραφα σημειώματα της.
Ετοιμασμένη από καιρό για το ταξίδι της, έκρινε πως ανοιξιάτικο, έπρεπε νάναι, ώρα που πανηγυρίζει όλη η πλάση.
Για όλους εμάς που είχαμε την τύχη να την γνωρίσουμε δεν ήταν κάτι το μη αναμενόμενο.
Τα πάντα τα ήθελε στην ώρα τους, τα προγραμμάτιζε, επιθυμούσε να έχει πάντα την ευθύνη των επιλογών .
Ήταν τακτική στην επικοινωνία μας, κυρίως κάθε Κυριακή τον τελευταίο χρόνο της.
Αν και πολύ μεγαλύτερη στην ηλικία είχε κερδίσει την εκτίμηση, την αγάπη και το σεβασμό μου.
Στο πρόσωπό της έβλεπα τη Μητέρα μου, και στην αγάπη της για γνώση, έβλεπα τον πατέρα μου.
Έφυγε με το παράπονο πως ο πατέρας της με τη συνεργία, του δασκάλου της , δεν την έστειλε αν και είχες τις ικανότητες και τη θέληση, να σπουδάσει.
Κι εκείνη σπούδασε μόνη της με τη μελέτη, την καθημερινή.
Είχε πραγματική δίψα για μάθηση και φρόντιζε καθημερινά για την αυτομόρφωσή της.
Διάβαζε διάφορα βιβλία τα οποία αγόραζε μόνη της από εκδοτικούς οίκους, με αντικαταβολή .
Ήταν τακτική αναγνώστρια όλου του τοπικού τύπου αλλά και του τύπου των Αθηνών, «Ριζοσπάστης», «Πριν» και «Ποντίκι».
Κάθε κείμενο που την ικανοποιούσε είτε το αντέγραφε σε κάποιο τετράδιο, είτε κρατούσε το απόκομμα της εφημερίδας στο αρχείο της.
Υπήρξε ένας υπεύθυνος άνθρωπος, ενεργός πολίτης με όλη τη σημασία της λέξης.
Την διέκρινε η συνέπεια λόγων και πράξεων και μέσα σ’ αυτή της την τακτική, συμμετείχε ενεργά ως μέλος, του Αγροτικού Συλλόγου, του Συλλόγου Γυναικών Πύργου και της Επιτροπής Ειρήνης.
Με τις επιτροπές Ειρήνης ταξίδεψε στην Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία.
Συμμετείχε ενεργά σε πολιτικές εκδηλώσεις, διαδηλώσεις και πορείες Ειρήνης.
Η τελευταία της συμμετοχή ήταν, όταν διαδήλωνε στον Πύργο σε ηλικία 90 ετών, μαζί με τους μαθητές της πόλης κατά του βρώμικου πολέμου των Η.Π.Α. στο Ιράκ, κρατώντας μία αυτοσχέδια πινακίδα που έγραφε: ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ.
Υπήρξε μια αισιόδοξη, μαχητική και αταλάντευτη στις ιδέες της διεθνίστρια.
Το φτωχόσπιτό της θα το έβλεπε κανείς στολισμένο, με τις εικόνες των δικών της «Αγίων» του Τσε Γκεβάρα, του Αρη Βελουχιώτη, του Λένιν, του Λούθερ Κίγκ, του Λουλούμπα, του Φιντέλ Κάστρο και του Μαντέλα.
Την απασχολούσε και την βασάνιζε η ιδέα ότι τα ιδανικά, τα πιστεύω και η ιδεολογία της αλλά και η φιλοδοξία της για μια Ελλάδα ελεύθερη από ξένες εξαρτήσεις, ευημερούσα, σε ένα κόσμο ειρήνης , δεν έβλεπε να πραγματώνονται.
΄Υπήρξε ένας πολύ περήφανος άνθρωπος, με πολλές γνώσεις, που απόκτησε μόνη της, χωρίς δασκάλους και καθηγητές, χωρίς φροντιστήρια και βοηθήματα.
Μέχρι την τελευταία της πνοή, στα βαθιά της γερατειά , είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος και διάβαζε όποιο χαρτί ήταν τυπωμένο, ενώ είχε και τις επιλογές της.
Μπορεί να μην πήρε πτυχίο δασκάλας ή καθηγήτριας όπως θα’ θελε, όμως, οι συζητήσεις της, και ο τρόπος διατυπώσεως των απόψεών της, δεν διέφεραν από τα λόγια ενός επιστήμονα.
Γεννημένη στη Μίνθη της Ολυμπίας το 1914, απόκτησε για σύντροφο, το μαραγκό Νίκο Δεσύλλα , ένα τίμιο αγωνιστή, τον οποίο παντρεύτηκε το 1946 και έκανε μια θαυμάσια πολύτεκνη οικογένεια.
Ήταν περήφανη για τα παιδιά της και τα εγγόνια της.
Τα μεγάλωσε στο Καταράχι του Πύργου εργαζόμενη μόνη της στα 20 στρέμματα αμπέλια αλλά και σε κτήματα ξένων.
Συμπαραστάθηκε ολόψυχα στον βαριά άρρωστο και κατάκοιτο για τα ένδεκα χρόνια σύζυγο της που ήταν και τα τελευταία της ζωής του.
Υπήρξε ακριβοδίκαιη, δεν χαριζόταν σε κανένα
ακόμη και στους πολύ, δικούς της ανθρώπους.
Μπορεί με τις απόψεις της και τα λόγια της να στεναχωρούσε ανθρώπους, δεν έβαζε όμως ποτέ νερό στο κρασί της.
Το λόγο της, χαρακτήριζε το χιούμορ και η ντομπροσύνη, αλλά και η αυστηρή κριτική και ο σχολιασμός των κακώς κειμένων
Τους δικούς της ανθρώπους τους αγαπούσε τόσο που πάντα έλεγε πως δεν ήθελε να τους επιβαρύνει ποτέ και με τίποτα.
Είχε μια αξιοπρέπεια και ένα ανθρωπισμό που εξέπλησσε και πλημμύριζε τους πάντες.
Πολλές φορές έλεγε πως η σημερινή Ελλάδα την πλήγωνε και αναρωτιόταν αν γι’ αυτή την Ελλάδα, αγωνιστήκαμε τόσα χρόνια;
Γι’ αυτή την Ελλάδα, γέννησα τέσσερα παιδιά;
Αυτή η Ελλάδα, μας άξιζε;
Μπορεί να ένιωθε απογοητευμένη αλλά μέσα της αισιοδοξούσε, με τη σκέψη πως τον αγώνα της συνεχίζουν νέοι άνθρωποι και αυτό ήταν που την παρηγορούσε.
Υπήρξε ιδιαίτερα ρομαντική και φιλοπρόοδη. Με πρωτοποριακές ιδέες για έναν άνθρωπο της δικής της μόρφωσης και ηλικίας.
Ίσως εκεί στα Ηλύσια , να βρήκε την ειρήνη που αποζητούσε, να βρήκε την αγάπη που λαχταρούσε, να βρήκε τον ανθρωπισμό που επεδίωκε και υπηρέτησε , να βρήκε την παγκόσμια ειρήνη για την οποία διαδήλωνε , να βρήκε τη γνώση που της έλλειπε και την αποζητούσε διαβάζοντας μερόνυχτα , να βρήκε την αιωνία ανάπαυση .
Αφού κάναμε ένα είδος πολιτικού μνημόσυνου για την ψυχή του πλίθινου σπιτιού, ας δούμε «τη δύναμη του πλίθινου σπιτιού» της φίλης, μιας από τις δυο κόρες της κ.Κανελλας Δεσυλλα, Πόπης Δέδε Δεσύλλα.
Το «πλίθινο σπίτι» του τίτλου του βιβλίου, ήταν μια πραγματικότητα, όπου σ’ αυτό κατοικούσε μια οικογένεια με εννέα παιδιά.
Όταν το παλιό, επίσης πλίθινο, κατέρρευσε, οι γείτονες και κάτοικοι της περιοχής με εξέλαση (μια λέξη και πράξη που εξέλειπε στις μέρες μας ), έχτισαν ένα καινούργιο.
Οι πλίθες της οικοδομής ήταν από χώμα, νερό και άχυρο.
Το μείγμα αυτό έβαζαν σε καλούπια κατά κανόνα το καλοκαίρι και αφού αποξηραίνονταν στον ήλιο, τις ξεκαλούπωναν.
Αυτής της εργασίας, υπήρξα κι εγώ μέτοχος στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν με τον αείμνηστο πατέρα μου κατασκευάσαμε, με χωματόπλινθες μια αρκετά μεγάλη αποθήκη για αποθήκευση ζωοτροφών για τις αγελάδες μας, η οποία υπάρχει ακόμη και σήμερα, το μόνο σωζόμενο κτίσμα από αυτό το υλικό στο χωριό μου.
Συνεπώς το καινούργιο σπίτι, της κυρά-Ελπίδας στις παρυφές μιας επαρχιακής πόλης, «ήταν προϊόν άμισθης συλλογικής εργασίας».
Ένα σπίτι με την πόρτα του πάντα ανοιχτή στον «Άλλο», όπως ανοιχτή ήταν και η καρδιά εκείνων που το κατοικούσαν.
Από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέχρι τη χούντα και τη μεταπολίτευση, στο έργο της κ.Δέδε-Δεσύλλα παρακολουθούμε τις περιπέτειες των ενοίκων του πλίθινου σπιτιού, των παιδιών, των φίλων και των γονιών τους στη μικρή πόλη τους και στην Αθήνα.
Στη γειτονιά τους χωματόδρομοι, περιβόλια, σπίτια δίχως ηλεκτρικό , διώξεις, αφάνταστος αυταρχισμός στο σχολείο, όταν η σχολική ποδιά ήταν υποχρεωτική και ένας θεολόγος καθηγητής που έκανε έφοδο στα σπίτια των μαθητριών τα βράδια μην τυχόν και είχαν ξεπορτίσει!
Ακόμα και η έξοδος στον κινηματογράφο ήταν απαγορευμένη και μάλιστα μια μαθήτρια είδε το έργο: “Λόρενς της Αραβίας” μεταμφιεσμένη σε γριά…
Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς εκείνης της εποχής.
Από αυτό το πλίνθινο σπίτι δεν ακούγονταν ούτε καβγάδες ούτε άγριες φωνές: μόνο τραγούδια.
Η μητέρα, η κυρα-Ελπίδα, δούλευε σε εργοστάσιο και συντηρούσε την οικογένεια όταν ο πατέρας, ο κυρ-Θωμάς, «παραθέριζε» στη Γυάρο. Hταν πηγή σοφίας και τρυφερότητας, υπόδειγμα διακριτικότητας, αξιοπρέπειας και λεβεντιάς.
Και οι γείτονες, όσο ο κυρ-Θωμάς απουσίαζε, δεν άφησαν την οικογένειά του να πεινάσει: «Καθένας βοηθούσε με το είδος που παρήγε. Σιτάρι, λάδι, πατάτες, φασόλια, δεν έλειψαν από την οικογένεια.
Έτσι ζούσε η επαρχία τότε. Όταν είχε ο γείτονας, είχε και ο διπλανός του».
Η συγγραφέας καταγράφει με χιούμορ αλλά και καταγγελτική διάθεση, τη σκληρή ζωή , καθώς και τα στραβά και τα ανάποδα των χρόνων πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, στη διάρκειά της και τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν άνθρωποι-αρπακτικά, βασανιστές, εγωιστές, κυνικοί και άκαρδοι, αλλά και άνθρωποι με περίσσευμα καρδιάς, γενναιόδωροι και αλληλέγγυοι.
Ξέγνοιαστα παιδικά , με παιχνίδια, χρόνια, όπως ποδόσφαιρο με μπάλα από εφημερίδες, αλλά και πανταχού παρούσα, η βία και η αυθαιρεσία της Χωροφυλακής, και του «παιδονόμου» .
Αρκετές εικόνες θυμίζουν κινηματογραφική ταινία, όπως μια δύσκολη γέννα στο πλίνθινο σπίτι.
Οι ήρωες του βιβλίου, τόσο οι νέοι, όσο και οι μεγαλύτεροι, δεν είναι παθητικοί θεατές της ζωής: αγωνίζονται, σπουδάζουν, δουλεύουν, αντιστέκονται στην τυραννία της δικτατορίας αλλά και των κοινωνικών προκαταλήψεων.
Στις διαπιστώσεις του βιβλίου επισημαίνονται οι συνέπειες της δικτατορίας, καθώς και οι διαψευσμένες ελπίδες της μεταπολίτευσης.
Να σημειώσουμε πως τα περιστατικά που αναφέρονται στο έργο είναι πέρα για πέρα ,αληθινά, με παραλλαγμένα τα ονόματα των προσώπων, για ευνόητους λόγους.
Τούτη η «λογοτεχνική μαρτυρία», όπως χαρακτηρίζεται αυτό το πεζογράφημα, δεν αναλώνεται στη νοσταλγία του παλιού «καλού» καιρού, δεν εξωραΐζει το παρελθόν.
Όπως εύστοχα επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «αναδεικνύει τη διαχρονική υπεροχή των αξιών του σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, πολύτιμων και στη σημερινή εποχή».
Αν και η Δύναμη του πλίνθινου σπιτιού είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως είναι φανερή η δύναμη του κριτικού πνεύματος της συγγραφέως, του πολιτικού και ιστορικού στοχασμού της, καθώς και των ζωντανών περιγραφών , των περιστατικών, των συγκρούσεων και των αντιθέσεων.
Ένα έργο που κάθε νεοέλληνας μπορεί να απολαύσει και να γίνει μέτοχος του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος μας που βέβαια δεν ήταν διόλου ανώδυνος και χωρίς συνέπειες στη μετέπειτα διαδρομή της στη σημερινή πραγματικότητα.
Κυρία Δέδε σας ευχαριστούμε που μας ξαναθύμισες στιγμές που κι εμείς ζήσαμε και μας πλήγωσαν αλλά δεν μας ισοπέδωσαν, μας κατέστησαν ακόμη ισχυρότερους, σας ευχαριστούμε.