ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ…=ΨΕΥΔΟΜΑΙ ;



ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ…=ΨΕΥΔΟΜΑΙ ;

(Μια ασύλληπτη άγνοια μιας διαχρονικής αλήθειας)

                       Της Νατάσσας  Κοντολέτα
                      Δικηγόρου-Συγγραφεως

«Εγώ δε λέγω υμίν,  μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού. μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον έστι των ποδών αυτού. μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως. μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι». Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. (Ματθ. ε’ 34-37).
«Εγώ, όμως, σας λέω, να μη ορκιστείτε καθόλου· ούτε στον ουρανό, επειδή είναι θρόνος τού Θεού· ούτε στη γη, επειδή είναι υποπόδιο των ποδιών του· ούτε στα Ιεροσόλυμα, επειδή είναι πόλη τού μεγάλου βασιλιά· ούτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, επειδή δεν μπορείς να κάνεις μια τρίχα άσπρη ή μαύρη. Αλλά, ο λόγος σας ας είναι: Ναι, ναι. Όχι, όχι· μάλιστα, το περισσότερο απ’ αυτά, είναι από τον πονηρό.» [Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο Κεφ. 5, Στίχοι 34 – 37.].
Αλήθεια, πόσοι από εμάς έχουμε, ουσιαστικά, εμβαθύνει στο νόημα της λέξης όρκος, κάθε φορά που με ιδιαίτερη ευκολία, στα πλαίσια, μάλιστα, ενός απλού καθημερινού διαλόγου, την χρησιμοποιούμε;
Έχουμε, άραγε, διαισθανθεί ότι, όσο πιο συχνά χρησιμοποιεί ο συνομιλητής μας τη λέξη «όρκος» ή «ορκίζομαι», τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η αναλήθεια των αναφερομένων, τα οποία προσπαθεί να αποδείξει και να μας πείσει για την ορθότητά τους; Ή, μήπως, αντίστροφα, όποιον αποφεύγει να ορκιστεί τον θεωρούμε αναξιόπιστο, πειθόμενοι και παρασυρόμενοι από την ευκολία έκφρασης της λέξης «ορκίζομαι στ…..» από ένα έτερο πρόσωπο που ορκίζεται με ιδιαίτερη ευκολία;;;
Πολλά τα αναδυόμενα ερωτήματα, ποικίλες οι απαντήσεις μέσω πολλών θεωριών, ιδεολογιών και επιστημονικών αναλύσεων.
Πιο συγκεκριμένα:
1) Μελετώντας την Ελληνική μυθολογία, μαθαίνουμε ότι ο όρκος ήταν και αυτός Θεός, γιος του Αιθέρα και της Γαίας, ο οποίος τιμωρούσε τους επίορκους. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, ο όρκος ήταν παιδί της Έριδας από την οποία γεννήθηκαν και άλλα δεκατέσσερα (14) παιδιά με αρνητική νοηματική σημασία, όπως ο Πόνος, ο Λιμός (=η Πείνα), τα άλγη (=οι Λύπες), οι Μάχες, οι Φόνοι, η  δυσνομία, η Άτη (=ο Λοιμός), οι Υσμίνες (=οι Συμπλοκές), οι Αμφιλογίες (=οι Διαφωνίες), η Λήθη (=η Λησμονιά), οι Ανδροκτασίες (=οι Ανθρωποκτονίες), τα Ψεύδεα (=τα Ψεύδη), οι Λόγοι (=οι Φήμες) και τα Νείκεα (=τα Πειράγματα).
Στα πλαίσια αποδοχής αυτής της 2ης άποψης δημιουργούνται δυο μεγάλα ερωτήματα: 1ον γιατί τα αδέρφια του όρκου έχουν αρνητική νοηματική έννοια; και 2ον ταυτίζεται νοηματικά ο όρκος με τα αδέρφια του ή είναι ο μόνος που διαφοροποιείται από αυτά;
Απαντώντας, εντελώς αυθόρμητα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη σημερινή εποχή, γίνεται αποδεχτή από τους περισσότερους η διαφοροποίηση του όρκου, δηλαδή η θετική του έννοια, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και τα μέγιστα θεολογικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, μήπως, ουσιαστικά, ο όρκος συνιστά και αυτός μια σοβαρή κοινωνική δυσλειτουργία αντίστοιχη του ψεύδους, των πολέμων, της ένδειας, της κοινωνικής ανισότητας κ.λ.π.
 2) Ετυμολογικά η λέξη «Όρκος» προέρχεται από το αρχαίοουσιαστικ Έρκος (= φραγμός, εμπόδιο < είργω).
Ως Όρκος θεωρείται η υπόσχεση ή η βεβαίωση, η οποία δίνεται με την επίκληση ενός ιερού προσώπου ή πράγματος, ως απόλυτο μάρτυρα, για την αλήθεια ή όχι κάποιου γεγονότος. Η επίκληση, μάλιστα, του Θείου στοιχείου έχει την έννοια ότι η παραβίαση της υπόσχεσης ή η ψεύτικη επιβεβαίωση από το άτομο που ορκίζεται, επισύρει τη Θεία τιμωρία, υπό την έννοια ότι δεσμεύει άμεσα ή έμμεσα την τιμή και την προσωπικότητα του προσώπου που δίνει τον όρκο, επιδιώκοντας να πείσει για το ειλικρινές της δήλωσής του αυτής.
Ο όρκος, επομένως, πηγάζει άμεσα από τη θρησκευτική πίστη, η οποία βασίζεται στη θρησκευτική συνείδηση του ατόμου και αποκτά τη μέγιστη σημαίνουσα βαρύτητα αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που ο άνθρωπος που επικαλείται το Θεό, πιστεύει σε Αυτόν ουσιαστικά και συνακόλουθα αναγνωρίζει και αποδέχεται, λόγω της πίστης του αυτής, ότι εάν παραβεί τον όρκο, θα πρέπει να τιμωρηθεί, λόγω της ασέβειάς του αυτής και ότι όντως θα τιμωρηθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρκος, με την προαναφερόμενη σημασία και μάλιστα ενώπιον ποικίλων θεϊκών συμβόλων, συναντάται στους μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς, όπως στους αρχαίους Αιγύπτιους, στους Ινδούς, στους αρχαίους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Εβραίους, ενώ έχουν ανακαλυφθεί πολλές γραπτές μαρτυρίες περί αυτού.
 3) Πιο συγκεκριμένα, ο όρκος απαντάται στην Αρχαία Ελλάδα, όπου γινόταν χρήση αυτού και μάλιστα υπήρχαν οι λεγόμενοι «όρκιοι θεοί», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Δίας – Ζεύς.
Οι αθλητές ορκίζονταν ότι θα αγωνίζονταν έντιμα, χωρίς να παραβούν τους κανόνες ή να προξενήσουν κακό στους συναθλητές τους, ενώπιον του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δια, ενός αριστουργηματικού αγάλματος, το οποίο βρισκόταν στην Αρχαία Ολυμπία και συγκεκριμένα είχε τοποθετηθεί, ως λατρευτικό άγαλμα στον ναό του Δία. [Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε από το διάσημο γλύπτη της εποχής Φειδία, περίπου το έτος 430 π.Χ. και κατά τα ιστορικά στοιχεία, η κατασκευή του είχε διάρκεια δυο Ολυμπιακών Περιόδων, δηλαδή οκτώ ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω της απαράμιλλης τεχνικής και καλλιτεχνικής κατασκευής και των κολοσσιαίων διαστάσεών του (13 μέτρα ύψος συν 1,1 μέτρα η βάση), συμπεριλαμβανόταν στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου].
Ο όρκος, από πολύ νωρίς, εντάχθηκε στο Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο, και είχε ευρέως αναγνωριστεί και ως ένα μη θεσμοποιημένο αποδεικτικό μέσο κατά τη δικαστηριακή διαδικασία. Υπό αυτή τη σημασία αναφέρεται στο έπος του Ομήρου «Ιλιάδα», ότι ο Αγαμέμνονας, παρουσία των Αργειτών, ορκίσθηκε στο Θεό Δία για να αποδείξει ότι δεν είχε πειράξει τη Βρισηίδα, όσο χρόνο την είχε στη σκηνή του.
Στην Αρχαία Αθήνα οι έφηβοι, όταν γίνονταν ενήλικοι (18 ετών), παρουσιάζονταν στην εκκλησία του δήμου, στην Πνύκα. Εκεί, αναγράφονταν στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, στο επονομαζόμενο «ληξιαρχικόν γραμματείον», τους χορηγούνταν ένα δόρυ και μία ασπίδα και στη συνέχεια ανέβαιναν ένοπλοι στην Ακρόπολη, όπου και έδιναν τον «Όρκο των Αθηναίων εφήβων» στον ναό της Αγλαύρου. Ο όρκος αυτός διασώθηκε από τον αρχαίο ρήτορα Λυκούργο (390 π.Χ – 324 π.Χ), ο οποίος τον συμπεριέλαβε στον μοναδικό σωζόμενο στην  σημερινή εποχή λόγο του, στον «Κατά Λεωκράτους», ενώ αναφορά σε αυτόν έχουν κάνει ο σημαντικότερος ρήτορας της αρχαιότητας και όλων των εποχών, μαθητής του ρήτορα Ισοκράτη, Δημοσθένης (384 – 322 π.Χ) και ο μέγιστος Έλληνας Φιλόσοφος Αριστοτέλης (384 – 322 π.Χ) στην πολιτική πραγματεία του «Αθηναίων Πολιτεία».
Υποστηρίζεται η άποψη ότι ο συγκεκριμένος όρκος συντάχθηκε από
τον σπουδαίο Αθηναίο νομοθέτη, φιλόσοφο και ποιητή Σόλωνα (περ.639 π.Χ-599 π.Χ.), [έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας], ο οποίος προέβη σε μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δικαιοσύνης και  θέσπισε νέους νόμους, οι οποίοι επέτρεπαν τον όρκο και καθόριζαν τις προϋποθέσεις χρήσης του ως αποδεικτικού μέσου, ενώ, λόγω της σπουδαιότητας του συνολικού νομοθετικού του έργου, το οποίο επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του (δημοσίου & ιδιωτικού) δικαίου, αλλά και στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας, ο Σόλωνας αναγνωρίστηκε δίκαια ως «ο πατέρας» του αστικού δικαίου!!!
 4) Περισσότερο διαδεδομένη ήταν η χρήση του όρκου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπου αναγνωριζόταν, αρχικά, ως μέσο επίλυσης των εξώδικων διαφόρων και μεταγενέστερα και ως μέσο απόδειξης. Λόγω, μάλιστα, της ιδιαίτερης αφοσίωσης των Ρωμαίων στη θρησκεία, ο όρκος απέκτησε ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία, την οποία, άλλωστε, επεσήμανε ο ρήτορας  και πολιτικός Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, γνωστός απλά και ως Κικέρων (106 π.Χ – 43 π.Χ), ο οποίος έζησε στα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και συγγραφείς στη λατινική γλώσσα.
 5) Αξίζει, ωστόσο, να ερευνηθεί, στο σημείο αυτό, η θέση της Αγίας Γραφής στο ζήτημα της ορκοδοσίας.
Στο 5ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (34-37) ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς διδάσκει:  «Εγώ δε λέγω υμίν, είπε, μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεούμήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον έστι των ποδών αυτούμήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέωςμήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.»  (Ματθ. ε’ 34-37). (μτφρ: Εγώ όμως σας λέγω, μην ορκίζεσθε καθόλου, ούτε στον ουρανό διότι είναι ο θρόνος του Θεού, ούτε στη γη επειδή είναι το υποπόδιο των ποδιών του. Ούτε στα Ιεροσόλυμα γιατί είναι η πόλη του μεγάλου βασιλιά. Ούτε στο κεφάλι σου μην ορκισθής γιατί δεν μπορείς να δημιουργήσεις ούτε μια λευκή ή μαύρη τρίχα του Ας είναι δε ο λόγος σας αληθινός πάντοτε, ώστε το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι. Διότι το παραπάνω από αυτά είναι από τον πονηρό, τον πατέρα του ψεύδους.).
Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, επομένως, ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει σε τίποτα να ορκιζόμαστε, αφού τα πάντα τα γεμίζει η παρουσία του Θεού. Ο ίδιος, ο Θεάνθρωπος, μέσω της προαναφερόμενης εντολής Του, έδωσε νέο Νόμο περί όρκου, με τον οποίο απαγορεύει τελείως τον όρκο… Ο όρκος θεωρείται ασυμβίβαστος στον τέλειο αυτό Νόμο, δεδομένης της φιλαλήθειας και της ειλικρίνειας που χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς. Η απαγόρευση που θέτει ο Κύριος είναι απόλυτη και σαφής: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως. Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». (Ματθ. ε’, 34).
6) Απαγορευμένος, όμως, δεν καθίσταται μόνο ο όρκος, που αναφέρεται άμεσα στον ίδιο το Θεό, αλλά και έμμεσα σε κάθε πρόσωπο ή πράγμα, που σχετίζεται με τον Θεό, δηλαδή, απαγορεύεται παράλληλα και η μικρορκία, αφού δεν επιτρέπεται να ορκιζόμαστε «Μήτε εν τω ουρανώ… μήτε εν τη γη…μήτε εις τα Ιεροσόλυμα…».
Ο ουρανός, η γη και όλα συνολικά τα δημιουργήματα δεν είναι αυθύπαρκτα και ανεξάρτητα από το Θεό, αλλά κτίσματα Του. Γι’ αυτό, ακριβώς, όταν ορκίζεται κανείς σ’ αυτά, έμμεσα καλεί μάρτυρα και τιμωρό τον ίδιο το Θεό. Δεν μπορεί να υπάρξει, επομένως, όρκος μόνο φαινομενικά και όχι ουσιαστικά, δεν μπορεί να υπάρξει κατ’ επίφαση όρκος, ο οποίος μας παρέχει τη δυνατότητα να τον παραβαίνουμε χωρίς φόβο ή ενοχή και καμία γενικά συνέπεια.
Η ζωή μας, η ύπαρξή μας, κάθε στοιχείο και σημείο του ανθρώπινου σώματος, το κεφάλι μας, τα μάτια μας κλπ. είναι δημιούργημα του Θεού, απόλυτη ιδιοκτησία Του και Ναός του Αγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του Αγ. Πνεύματος έστι;» (Α’ Κορινθ, ΙΣΤ’ 15-19).
Γι’ αυτό, ακριβώς, δεν μας παρέχεται καμία εξουσία να ορκιζόμαστε, πόσο περισσότερο να ορκιζόμαστε, όχι απλά στη δική μας ζωή, αλλά και στη ζωή των άλλων και μάλιστα οικείων ή συγγενικών μας προσώπων, αφού δεν έχουμε καμία εξουσία πάνω στη ζωή και στην ανθρώπινη ύπαρξη («ότι ου δύνασαι μίαν τρίχαν λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι»). Κάθε τέτοιος όρκος είναι όρκος στον ίδιο το Θεό, που εξουσιάζει ζωντανούς και νεκρούς. Ακόμα μεγαλύτερη αμαρτία συνιστά ο όρκος στην ψυχή αγαπητών προσώπων, που έχουν αποβιώσει, αφού η ψυχή των αποθανόντων βρίσκεται πια στην απόλυτη εξουσία του Θεού
Ακόμα και η χρησιμοποίηση απλά της λέξης «ορκίζομαι» ή της έκφρασης «σου ορκίζομαι» συνιστά πλήρη όρκο αναφερόμενο στον Θεό, όπως, αντίστοιχα, ο όρκος με επίκληση της αλήθειας, δηλαδή η έκφραση «Μα, την αλήθεια», αποτελεί όρκο, διότι αλήθεια είναι μόνο ο ίδιος ο Θεός… «Εγώ ειμί η Αλήθεια», είπε ο Κύριος.
7) Στις εναλλασσόμενες ιστορικές συγκυρίες η δόση του όρκου θεωρήθηκε απαραίτητη ως εγγύηση και ασφάλεια έναντι του ψεύδους, θεωρούμενος, μάλιστα, ο όρκος, ως σημαντικός ηθικός θεσμός και παράγοντας διασφάλισης της αρμονίας των ανθρώπινων σχέσεων. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Κύριος αναφέρει, ότι από τον πατέρα του ψεύδους, από τον πονηρό, προήλθε η ανάγκη του όρκου. Δημιουργείται, όμως, η εξής απορία: Όπου επικρατεί η αλήθεια – και πρέπει να επικρατεί στις χριστιανικές κοινωνίες – ο όρκος δεν είναι περιττός;;;
Η Ορθόδοξη Θεολογία, από πολύ νωρίς, στηλίτευσε το μέγεθος της αμαρτίας και ασέβειας έναντι του Θείας Παρουσίας που αποτελεί η χρησιμοποίηση από τους ανθρώπους του ονόματος του Θεού ή άλλων ιερών προσώπων και πραγμάτων, μέσω του όρκου, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανίερη υποβίβαση αυτών στην τάξη των κοινών, απλών, βιοτικών πραγμάτων, προς το σκοπό της εξασφάλισης ευτελών, συνήθως, υλικών συμφερόντων.
Ο Κύριος, άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιορίστηκε στην απαγόρευση του όρκου, αλλά, παράλληλα, αναφέρθηκε και στη θετική του όψη, λέγοντας: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου. Το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν» (Ματθ. ε’ 37). Δηλαδή, οι απαντήσεις μας θα πρέπει να είναι απλές, αληθινές, ειλικρινείς, έτσι ώστε να εξαλειφθεί η αναγκαιότητα ορκοδοσίας και αναπόφευκτα η ψευδορκία…
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν μας τίθεται ένα ερώτημα, θα πρέπει ή να το βεβαιώσουμε ή να το αρνηθούμε, δηλαδή θα πρέπει να απαντούμε βεβαιωτικά λέγοντας ναι ή αρνητικά λέγοντας όχι. Το ναι, όμως, πρέπει να είναι πραγματικό ναι και το όχι να είναι πραγματικό όχι. Σε περίπτωση που τεθεί πάλι η ίδια ερώτηση, λόγω αμφισβήτησης της ειλικρινούς δήλωσης, πάλι η απάντηση πρέπει να είναι το πραγματικό ναι ή το πραγματικό όχι και μάλιστα με εντονότερη και διπλή διαβεβαίωση, δηλ. ναι-ναι ή όχι-όχι και σε καμία περίπτωση ο όρκος!!! Αλλά, ακόμα και στην περίπτωση που η μη επίκληση όρκου εκληφθεί, λανθασμένα, ότι υποδηλώνει ανειλικρίνεια, είναι προτιμότερο να ανεχθούμε την υποψία αυτή, παρά να προσπαθήσουμε να την διαλύσουμε με την επίκληση και μόνο του όρκου! Αυτό, ουσιαστικά, οδηγεί σε μια παράλογη, ασυναίσθητη, πολλές φορές, συνήθεια – τρόπο σκέψης να πιστεύουμε μόνο όσους ορκίζονται. Άλλωστε η υποψία, λόγω της μη όρκισης, γρήγορα διαλύεται μέσω των δεδομένων της ανθρώπινης συναναστροφής, τόσο των οικείων, όσο και των λιγότερο γνώριμων ατόμων, δηλαδή η αλήθεια σε ανύποπτο τόπο και χρόνο και πολλές φορές, με ένα ιδιαίτερα απροσδόκητο τρόπο, αποκαλύπτεται.
 8) Η ευκολία επίκλησης του όρκου, αποδεικνύει, με μεγαλύτερη ευχέρεια την αναξιοπιστία του ατόμου που τόσο εύκολα, δηλαδή, με πλήρη ετοιμότητα ορκίζεται για την αλήθεια των όσων αναφέρει, αφού, συνήθως, τα άτομα που ορκίζονται «απέχουν» από κάθε αναφορά πραγματικών περιστατικών ή αντικειμενικών στοιχείων απόδειξης, ψευδόμενα σε κάθε περίπτωση, ενώ, όσοι δεν ορκίζονται, συνήθως παραθέτουν αντικειμενικές «αποδείξεις» των δεδομένων στα οποία αναφέρονται, αλλά και εξηγούν γιατί θεωρούν ότι δεν πρέπει – δεν αρμόζει ή δεν ωφελεί να ορκίζονται….
Η συνήθης και γρήγορη προσφυγή στην επίκληση του όρκου  οδηγεί, με αντικειμενική βεβαιότητα, στο ψεύδος. Όσο πιο εύκολος ο όρκος, τόσο μεγαλύτερο το ψέμα
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος στο νέο νόμο περί όρκου τον οποίο έθεσε, δηλαδή, το “ναι” να είναι αληθινό “ναι” και το “όχι” πραγματικό “όχι”, συμπλήρωσε ότι: «Το δε περρισσόν τούτων εκ του πονηρού εστί» (Ματθ. ε’ 37). Δηλαδή, κάθε τι επιπλέον, κάθε τι επιπρόσθετο από το ναι ή το όχι, από την βεβαίωση ή την άρνηση, προέρχεται από τον πονηρό!!!. Ποιο, όμως, είναι το περισσότερο; Στο ουσιώδες αυτό ερώτημα ο Ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι «περρισσόν» είναι, όχι μόνο η επιορκία, αλλά και η απλή καταφυγή στον όρκο, για την οποία ο Κύριος ανέφερε ότι αποτελεί παρακίνηση του πονηρού! (Ιωάν. η’ 44). Το ψεύδος, άλλωστε, είναι η αιτία από την οποία γεννήθηκε ο όρκος.

9) Η Ορθόδοξη στάση περί ορκοδοσίας επισημαίνεται από τους τρεις  Ιεράρχες και από άλλους αγίους και πατέρες της Εκκλησίας:
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: «Όρκου τι χείρον; Ουδέν», δηλαδή: Τι είναι χειρότερο από τον όρκο; Τίποτα!»
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει: «Καθ’ άπαξ μεν όρκος απαγορεύεται. Πολλώ δε που εικός τον επί κακώ γενόμενον κατακεκρίσθαι» (ΚΘ’ Κανών Μ. Βασιλείου), δηλαδή, ο όρκος απαγορεύεται μια και για πάντα. Περισσότερο, μάλιστα, ο όρκος που γίνεται για κακό.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Συ, ει μηδέν έτερον, αυτό γουν το Βιβλίον αιδέσθητι, ο προτείνεις εις όρκον. Το Ευαγγέλιον, ο μετά χείρας φέρεις και κελεύεις ομνύναι, ανάπτυξον και ακούσας τι περί όρκου ο Χριστός εκεί διαλέγεται, φρίξον και απόστηθι. Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς: Ω της ύβρεως! Ω της παροινίας!». Δηλαδή: εσύ, αν μη τι άλλο, αυτό το Βιβλίο σεβάσου το, το οποίο προτείνεις για όρκο. Το Ευαγγέλιο που κρατάς στα χέρια σου και παροτρύνεις κάποιον να ορκισθεί σε αυτό, άνοιξέ το και όταν μάθεις τι λέγει για τον όρκο ο Χριστός, φρίξε και στάσου μακριά από αυτό που πήγες να κάνεις. Εσύ, ορκίζεσαι στο νόμο που απαγορεύει τον όρκο; Τι ύβρις! Τι παράνοια! Παράλληλα, ο Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «ο πολύορκος θα αναγκασθεί να επιορκήσει», δηλαδή, όποιος ορκίζεται πολλές φορές και συνεπώς με μεγάλη ευκολία και σε πολλές περιπτώσεις, θα αναγκασθεί, εκ των πραγμάτων, να παραβεί τους όρκους του και να καταστεί επίορκος.
Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, αναφέρει στην Καθολική του Επιστολή: «Προ πάντων αδελφοί μου, μη ομνύετε, μήτε τον ουρανόν, μήτε την γην, μήτε τινά άλλον όρκον. ήτω δε ο λόγος υμών το ναι, ναι και το ου, ου» (Ιακ. ε’ 12). Δηλαδή: Προ πάντων αδελφοί μου, μην ορκίζεσθε ούτε στον ουρανό ούτε στη γη, ούτε οποιοδήποτε άλλο όρκο. Ας είναι, όμως, ειλικρινής ο λόγος σας, το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει: «Φεύξη τον όρκον τελείως» (απόφευγε τελείως τον όρκο) και ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας επισημαίνει: «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν, μετά Χριστόν εστί πονηρόν», δηλαδή στην Παλαιά Διαθήκη δεν ήταν κακό να ορκίζεσαι, μετά Χριστόν όμως είναι κακό. [– Μάλιστα σε σχέση με τη θέση του όρκου στην Παλαιά Διαθήκη, την ιστορική αυτήν περίοδο, ο ίδιος ο Θεός ορκίζεται στον Εαυτόν Του, (γιατί δεν υπάρχει ανώτερός Του), ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις Του, τις οποίες έδωσε στον Αβραάμ και στα άλλα εκλεκτά πρόσωπα του περιούσιου λαού Του, «κατ’ εμαυτού ώμοσα .. αρώ εις τον ουρανόν την χείρα μου και ομούμαι τη δεξιά και ερώ, ζώ εγώ εις τον αιώνα … διεθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου, όμωσα Δαυίδ τω δούλω μου … ή μην ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων πληθυνώ σε … Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθέτηση αυτήν» (Γεν. 22,16-17. Δευτ. 32,40. Ψαλ. 88,4 & 131,11. Ησ. 55,23,). Επίσης, ο Θεός καλεί τους ανθρώπους να ορκίζονται στο όνομά Του και όχι στους ψεύτικους θεούς «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση και επί τω ονόματι αυτού ομή … ευφρανθήσεται επί τω Θεώ πας ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα» (Δευτ. 6,13 & 10,20. Ψαλμ. 62,12).]
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (στην ερμηνεία του ΨΔ’ Κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου) αναφέρει, σε σχέση με τον όρκο, ότι «ου μόνοι δε οι κατά την συνήθειαν των Ελλήνων γινόμενοι όρκοι είναι εμποδισμένοι από τους Χριστιανούς, αλλά και κάθε απλός όρκος».
Πλήθος ακόμα Αγίων Πατέρων αντιμετωπίζουν αρνητικά το θέμα του όρκου, γεγονός που καταδεικνύει, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, την τεράστια σωτηριολογική σημασία που έχει η ορκοδοσία στην Ορθόδοξη Θεολογία.
Πέραν, ωστόσο, από οποιαδήποτε θεολογική ή φιλοσοφική άποψη περί όρκου, ίσως πρέπει – θαυμάζοντας το μεγάλο πνεύμα των αρχαίων προγόνων μας – να σκεφτούμε την προτροπή του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, μαθηματικού, γεωμέτρη και θεωρητικού της μουσικής, του 6ου π.Χ. αιώνα, Πυθαγόρα του Σάμιου, ο οποίος αναφέρει: «Μην ορκίζεστε στους Θεούς, αλλά να φροντίζετε να είστε από μόνοι σας αξιόπιστοι».
Τελικά, μήπως, πίσω από τον όρκο κρύβεται η απάτη;

ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ



ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΑΝΟΡΑΜΑ
35 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ


                             Στέφανου Σκαρπέλου Καθηγητή-Συγγραφέα



        Ένα καλαίσθητο και ογκώδες Λεύκωμα  αποτελεί το εξαίρετο συμπίλημα της πολυσχιδούς δράσης της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες.
        Στις 200 σελίδες του ουσιαστικού παρελαύνει η ίδια η πολιτιστική παρουσία της Πάτρας, η οξύνουσα  σκέψη της και η θάλλουσα γραφή της.
        Πρόκειται για έναν πνευματικό θησαυρό, που εξεδόθη πρόσφατα και παρουσιάσθηκε ήδη με μεγάλη επιτυχία τον περασμένο Δεκέμβριο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας.
        Εκλεκτοί εισηγητές ήταν οι γνωστοί συμπολίτες διανοητές και συγγραφείς κ.Χρήστος Μούλιας ,Φώτης Δημητρόπουλος ,Σταύρος Ιντζεγιάννης, Λεωνίδας Καρνάρος καθώς και η «ψυχή» της Εταιρείας Πρόεδρος κ. Λεωνίδας Μαργαρίτης.
        Το βιβλίο που αφιερώνεται στη μνήμη της αείμνηστης Σόνιας Κουσαδιανού, μητέρας της χορηγού της έκδοσης και μέλους της Εταιρείας κ.Αμαλίας Κουσαδιανού, αποτελεί  προϊόν πολύμοχθης εργασίας των συγγραφέων Σταύρου Ιντζεγιάννη, Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου και Λεωνίδα Καρνάρου.
        ΄Εχει μάλιστα εμπλουτισθεί με 160 φωτογραφίες από τη δράση της Εταιρείας καθ’ όλην την διαδρομή της, από συστάσεως μέχρι σήμερα! Εξ άλλου αυτήν ακριβώς τη διαδρομή καλύπτει η ύλη του, όλο το συναρπαστικό ταξίδι της Εταιρείας από την στιγμή της ιδρύσεως της μέχρι τις μέρες μας.
        Ως γνωστόν η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος ιδρύθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1979 από 26 πνευματικούς ανθρώπους της Πάτρας και της ευρύτερης περιοχής με πρωτοβουλία των συγγραφέων Κώστα Τριανταφύλλου, Μανώλη Πράτσικα και Λεωνίδα Μαργαρίτη.
        Είναι ένα πνευματικό σωματείο, που συγκέντρωσε, πρόβαλε και αξιοποίησε ολόκληρο το διάσπαρτο και ανοργάνωτο πλούσιο πνευματικό δυναμικό της περιφέρειάς μας.
        Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι εκ των ιδρυτών οι αείμνηστοι Κ. Τριανταφύλλου και Μαν. Πράτσικας, καθώς και  η εκ των  συγγραφέων επίσης αείμνηστη Σοφία Κλήμη δεν ευρίσκονται πλέον στην ζωή και θα μπορούσε η έκδοση αυτή να αποτελέσει μια οιονεί αποτίμηση νενομισμένης τιμής για το σπουδαίο έργο τους.
        Μάλιστα στο εισαγωγικό σημείωμα του κ. Μαργαρίτη που προτάσσεται ,εξαίρετε  η συμβολή του Μαν. Πράτσικα στην ίδρυση της Εταιρείας.
       Το πόνημα ταξινομείται σε τέσσερα μέρη, που καλύπτουν όλα τα έτη  δράσης της Εταιρείας(1979-2015)
     Στο πρώτο μέρος καταγράφεται η πρώτη δεκαετία της δράσης της Εταιρείας(1979-1989)
    Η προσπάθεια και οι ενέργειες για την ίδρυση, το καταστατικό και οι εκδηλώσεις αλλά και τα προρτραίτα των πνευματικών ταγών εκείνης της εποχής, όπως αυτά των Κώστα Τριανταφύλλου, Νώντα Σακελλαρόπουλου, Γιάννη Ανδρικόπουλου, Αγγελικής Παυλοπούλου, Λεωνίδα Μαργαρίτη, Μανώλη Πράτσικα,,Τίμωνα Στρουθιά, Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου, Σοφίας Καλογερά-Φραγκοπούλου, Χρήστου Παπαχρήσου, Δημητρίου Πουρνάρα, Δημητρίου Παναγιωτακοπούλου ,Νίκου Σκληρού, Κώστα Ριζόπουλου, Διονυσίου Μυτάκη, Τάσου Ξανάλατου, Γιώργου Τσακιράκη, Χρήστου Λάσκαρη, Κώστα Παπανικολάου ,Αλέκου Μαρασλή, Τάσου Φιλιππόπουλου, Χρήστου Σαμαρά και Νίκου Λαμπέτη.
Στο δεύτερο μέρος καταγράφεται η δεύτερη δεκαετία(1990-1999) με εναργή την παρουσία της Εταιρείας σε εκδηλώσεις, διαλέξεις εκδόσεις λογοτεχνικών κειμένων, διενέργεια Πανελληνίου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού κ.λπ.
Στο τρίτο μέρος(Τρίτη δεκαετία 2000-2009) περιλαμβάνονται η έκδοση του ετήσιου Ανθολόγιου με καταχωρήσεις μελετημάτων, ποιημάτων και δοκιμίων, καθώς και οι εορταστικές επέτειοι για τα έτη Σολωμού και Παλαμά με σειρά ομιλιών και  οργάνωση εκθέσεως βιβλίου στην αίθουσα της Διακιδείου Σχολής Λαού.
Στο τέταρτο μέρος (2010-2015)  φιλοξενούνται οι πρόσφατες εκδηλώσεις, με δεσπόζουσες αυτές που αναφέρονται σε βιβλιοπαρουσιάσεις, απονομές βραβείων του ποιητικού διαγωνισμού για μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων της Ν.Δ. Ελλάδος, στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης κ.λπ.
Γίνεται επίσης μνεία στους 17 τόμους του εξαιρετικού περιοδικού «ΑΧΑΪΚΑ» του οποίου η έκδοση δυστυχώς ανεστάλη λόγω της κατάργησης του θεσμού των Νομαρχιών.. Ευχή όλων είναι να δρομολογηθεί η επανέκδοση του. Και ελπίζουμε η κυκλοφορία του σημαντικού τούτου λευκώματος να σηματοδοτήσει την έναρξη αυτής της προσπάθειας.
 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ ΠΛΗΘΩΝ,



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ ΠΛΗΘΩΝ, oι περί Θείου αντιλήψεις - Ύμνοι στους Θεούς

  .
.
.
.
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (Κωνσταντινούπολη, περ. 1355 - Σπάρτη, 1452). 

Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας των αρχών του 15ου αιώνα, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του υστεροβυζαντινού πνευματικού βίου, βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, πολυθεϊστής και ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε «Αναγέννηση».  
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από επιφανή οικογένεια, απέκτησε πολύ καλή γενική παιδεία και το 1380 εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν ελληνιστή Εβραίο, πολυθεϊστή ή οπαδό του Ζωροαστρισμού, τον Ελισσαίο, με αποτέλεσμα να κατανοήσει έγκαιρα τόσο την πνευματική αθλιότητα της βυζαντινής θεοκρατίας όσο και την κραυγαλέα φιλοσοφική και θεολογική ανεπάρκεια του Χριστιανισμού. Δίπλα στον Ελισσαίο (που πιστεύεται ότι τελικά κατηγορήθηκε ως «ειδωλολάτρης» από τους οθωμανούς και κατέληξε στην πυρά) μελέτησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ενθουσιάστηκε από το έργο του και πρόσθεσε στο βυζαντινό επώνυμό του «Γεμιστός» το ελληνικό «Πλήθων» (το οποίο ο φανατικός εχθρός του μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ισχυρίστηκε ότι ...; «του εδόθη υπό των δαιμόνων»!). Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι νέες ιδέες του άρχισαν να ενοχλούν τους θεοκράτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που αργότερα εξόντωσαν στην Πελοπόννησο τον μαθητή του Ιουβενάλιο), με αποτέλεσμα το 1393 (ή το 1400 κατά τον Καζάζη ή το 1414 κατά τον Μανδηλά) να εγκατασταθεί οικογενειακώς στο υπό τον Θεόδωρο (τον Α ή τον Β, ανάλογα με την χρονολογία που θα υιοθετήσει κανείς, 1383 - 1407 ο πρώτος και 1407 - 1443 ο δεύτερος) Παλαιολόγο Δεσποτάτο του Μυστρά στην Λακωνία, με την ανοχή του φίλου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β του Παλαιολόγου. 
Η «δραπέτευση» του «αποστάτη» Πλήθωνος στην Ελλάδα εξόργισε τον προσωπικό εχθρό του μετέπειτα υπότουρκο (1454 - 1464) πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήθελε να τον δει να εξορίζεται «σε χώρα βαρβάρων» ή να εξουδετερώνεται «με κάποιον άλλον τρόπο» ( ...; ), ωστόσο ο ίδιος εγκαταστάθηκε με ιδιαίτερη χαρά στην Πελοπόννησο, την οποία, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα θεωρούσε κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων ...;» γράφει απευθυνόμενος προς τον Παλαιολόγο, δηλαδή « ...;εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία  και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν ...;»     
Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: « ...;και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση.  
Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ κραταιάς';'; αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν'; αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού». Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο, το οποίο έβριθε από τα ...; «σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Ο ίδιος ανθέλληνας θεοκράτης («Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι») ήταν άλλωστε που διέταξε και τον βασανισμό και την θανάτωση του μαθητή του Πλήθωνος Ιουβενάλιου, όταν περιερχόταν όλη την Πελοπόννησο, βγάζοντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας.   
Όταν κατά την περίοδο 1438 - 1439 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας, ο Πλήθων έδωσε διαλέξεις και άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των Ιταλών ουμανιστών, κερδίζοντας ιδιαιτέρως τον θαυμασμό του μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας» Κόζιμο Μέδικο (Cosimo di Giovanni de' Medici, 1389 - 1464). Ο μεγάλος ουμανιστής και πρώτος διευθυντής της «Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433 - 1499 ) απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο διδάσκαλο Πλήθωνα «δεύτερο Πλάτωνα». 
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια το 1450 στην «Λακεδαίμονα» (όπως αποκαλούσαν την Σπάρτη οι Βυζαντινοί). Μετά από λίγο έπεσε η «Νέα Ρώμη» του Βοσπόρου και έφθασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί Τούρκοι, υποχρεώνοντας εκ των πραγμάτων τους Ελληνιστές του «Κύκλου» του Πλήθωνος να φύγουν στην Δύση, κυρίως στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην λεγόμενη «Αναγέννηση». Γνωστοί μαθητές του ήσαν οι Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός, καθώς και ο ουμανιστής Βησσαρίων, ο οποίος όμως αργότερα προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος. 
Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του, το έτος 1466, και ενώ ήδη το όνομά του αποτελούσε έναν θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς, μία ένοπλη ομάδα θαυμαστών του με αρχηγό τον, κατά τον πάπα «αντίθεο λύκο του Ρίμινι», Σιγισμούνδο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta, 1417 - 1468 ) εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ρίμινι, στον γνωστό «Ναό των Μαλατέστα» («Tempio Malatestiano»), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων». 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 
Woodhouse C. M., «George Gemistus Plethon - The Last of the Hellenes», Oxford, 1986  
Μπαρτζελιώτης Λ. Κ., «Ο Ελληνοκεντρισμός και Οι Κοινωνικοπολιτικές Ιδέες Του Πλήθωνος», Αθήνα 1989 
Μανδηλάς Κώστας Π., «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων», Αθήνα, 1997 
Copyright 2007, Bλάσης Γ. Ρασσιάς. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή. 
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ ΠΛΗΘΩΝ


 alt
 
...μετά την περιπέτεια της Ανδριανούπολης, άλλοι θέλουν τον Γεμιστό - Πλήθωνα να πηγαίνει κατ' ευθείαν στο Μυστρά (όπως ισχυρίζεται λ.χ. ο Καζάζης ): « ...Εκείθεν (δηλ. από την Ανδριανούπολη) αντί να μεταβήναι εις Κωνσταντινούπολιν, διατελούσαν εν τραγική καταστάσει, απήλθεν εις Πελοπόννησον, ήτις διετέλει οπωσδήποτε απηλλαγμένη των τουρκικών επιδρομών ... Ότε κατήλθεν εις αυτήν ο Πλήθων, εν έτει 1393. Δεσπότης ετύγχανεν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος ...», άλλοι τον θέλουν να πηγαίνει μετά από λίγα χρόνια όπως ισχυρίζεται ο Μαμαλάκις. Κάποιοι άλλοι πάλι θεωρούν πολύ πιθανό να πέρασε και από την Αθήνα, η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν στην κατοχή της φλωρεντιανής Δυναστείας των Ατσαγιόλι, προκειμένου να δει και να θαυμάσει από κοντά τα κλασικά μνημεία, αρκετά από τα οποία σώζονταν μέχρι τότε σε άριστη σχεδόν κατάσταση.   
  
Ο Ιωάννης Μαμαλάκις επισημαίνει στην μελέτη του «Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων»: «Υπήρχε ένα αργυρόβουλο του Θεοδώρου Β', υιού του Μανουήλ, που τον έστειλε ο πατέρας του στην Πελοπόννησο μετά τον θάνατο του Θεοδώρου Α', αδελφού του Μανουήλ (1407). Το αργυρόβουλο αυτό το αναφέραμε και σε άλλη εργασία μας, για να υποστηρίξουμε τη γνώμη μας ότι ο Γεμιστός δεν ήταν Πελοποννήσιος. Έχει εκδοθεί το 1433 και αρχίζει ως εξής: Ο οικείος τη βασιλεία μου κυρ Γεώργιος ο Γεμιστός, ήλθεν μεν πρότινων ετών ορισμώ του αγίου μου αυθέντου και βασιλέως, του πατρός μου, του αειδήμου και μακαρίτου, και ευρίσκεται εις την δουλωσύνην ημών ...;» Τόσο από αυτό το απόσπασμα, όσο και από το ύφος της γνωστής επιστολής του Γεμιστού προς τον Μανουήλ, ο Μαμαλάκις κατέληγε στο ότι ο Γεμιστός κατ' αρχάς δεν έφτασε στο Μωριά διωκόμενος από το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Επίσης, αφού τον βρίσκουμε να ζητάει να ληφθούν όχι μόνο απλώς κάποια μέτρα, αλλά επιπλέον και να εκδηλωθούν κάποιες πρωτοβουλίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο, μάλλον θα πρέπει να έφθασε στην Πελοπόννησο λίγο πριν την άφιξη σε αυτήν του Μανουήλ.   
 

 Η άποψη του Καζάζη είναι ότι ο φιλόσοφός μας θα πρέπει να έφθασε στο Μυστρά γύρω στις αρχές του 1400 και εκ πρώτης όψεως συμφωνεί με την πρώτη γραπτή μαρτυρία του Γεμιστού στην Πελοπόννησο, που δεν είναι άλλη από τον επικήδειο που έγραψε με αφορμή το θάνατο του Θεοδώρου του Α («Προθεωρία εις τον Επιτάφιον Μανουήλ Παλαιολόγου») ο οποίος έφερε χρονολογία 1407. Σχολαστικότερες όμως μελέτες απέδειξαν ότι ναι μεν το κείμενο μπορεί να συντάχθηκε από το περιβάλλον του Μανουήλ, δηλ. από τον Γεμιστό, διαβάστηκε όμως από τον μοναχό Ισίδωρο και από το λόγιο Θεσσαλονικέα Θεόδωρο Γαζή. Από τα παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπερασμα ότι η πραγματική άφιξη του τελευταίου Έλληνος φιλοσόφου στο Μωριά, ίσως απείχε κατά πολύ από 1400 και μέλλον περί τα 1414 θα πρέπει να τοποθετείται αυτή λογικά.   
 

 Εκεί. στον Μυστρά. ο Πλήθων απέκτησε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, καθώς και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων (Φανάρι και Βρύσες) ώστε να έχει την ανάλογη οικονομική άνεση που απαιτούσε η θέση του. Από το μόνο σωζόμενο χρυσόβουλο (χρονολογούμενο το 1449) του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, παίρνουμε την πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας επικυρώνει μία δωρεά προς τους γιους του Γεμιστού Ανδρόνικο και Δημήτριο « ...; Επειδή ενεφάνισεν εις την Βασιλείαν μου ο οικείος αύτη κύρις Γεώργιος ο Γεμιστός αργυρόβουλον ορισμόν του περιποθήτου αυταδέλφου ...;ευεργετούντα προς τους υιούς αυτού ά δη ευεργετεί και εδεήθη και παρεκάλεσε τη Βασιλεία μου επικυρωθήναι και παρ' αυτής ...;»   
 

 Στον Μυστρά, η παρουσία του Πλήθωνος σύντομα έγινε έντονα αισθητή. Οι απόψεις του πάνω σε ζητήματα νομικής φύσεως, προκαλούσαν αίσθηση τόσο για την αμεροληψία τους, όσο και για την υποδειγματικότητά τους. Ο θαυμαστής και μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, θα τονίσει στον επικήδειό του: « ...;Και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους. Ούκουν ηχθέσθη γουν ουδείς πώπωτε τι των εκείνω δοκούντων, αλλ' ως θεία ψήφος το τούτω δόξαν ην. Στέργοντες δ' ουν άμφω και προσκυνούντες, ότε ηττηθείς και ο νικήσας απήεσαν, και τοι μη ούτω πεφυκός τοις άλλοις συμβαίνειν και τούτ' εικότως, οίμαι. Μόνος γαρ ούτος η κομιδή συν ολίγοις ακραιφνή την των νόμων είχεν κατάληψιν, εξηκρίβωσε τι, είπερ τις, αυτούς άριστα. Επεί και ει γε ποτε απωλέσθαι τούτοις, συνέβη, ακριβέστερον αν ούτος εξέθετο Σόλωνος παντός και Λυκόργου ...;»    
    
 Για τους λόγους της επιλογής του Μυστρά από τον Γεμιστό ως λίκνο της αναδιοργάνωσης και ανάστασης του Ελληνισμού, έχουν ειπωθεί πολλά. Θα δεχθούμε όλες τις απόψεις, γιατί όπως είπαμε πολλοί είναι οι λόγοι που ορίζουν και συνθέτουν το πραγματικό κίνητρο μετάβασής του στη Νότια Ελλάδα. Πρώτα απ' όλα οι Τούρκοι, τουλάχιστον εκείνη την εποχή δεν ενδιαφέρονταν διόλου για τον Νότο, μιας και το ενδιαφέρον τους το μονοπωλούσε η Κωνσταντινούπολη. Έπειτα, όπως αναφέρει και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο έργο του «Περί των Εθνών», η Μάνη και οι γύρω περιοχές - που μόλις τον ένατο με δέκατο αιώνα άρχισαν να αποδέχονται τον Χριστιανισμό, κυρίως μετά την εξόντωση των ιερέων τους από τον ασιάτη προσηλυτιστή Νίκωνα τον «Μετανοείτε»-, διακατέχονταν ακόμη από έναν πολύ έντονο εθνισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι και στον δέκατο πέμπτο αιώνα θα πρέπει να βρήκε ο Πλήθωνας στη γή των Λακώνων κάποια πολύ έντονα, και όχι μόνο γλωσσικά, στοιχεία του Αρχαίου Εθνικού Πολιτισμού. Ο ενθουσιασμός του δύσκολα άλλωστε κρύβεται μέσα στο υπόμνημά του προς τον Μανουήλ όπου επισημαίνει: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ήτε η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντς οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν,  ουδένων άλλων προενωκηκότων ...;» δηλαδή « ...;εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατο να εύρη κανείς μία άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία  και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτή τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτή κανένας άλλος ...;»   
 

 Ο Π. Κανελλόπουλος ωστόσο, υιοθετώντας τις απόψεις του Γενναδίου υποστηρίζει ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ έδιωξε τον Πλήθωνα στον Μυστρά για να τον σώσει τάχα από επικείμενη καταδίκη του εξαιτίας των ζωροαστρικών του αντιλήψεων. Ο Τατάκης πάλι θέλει τον Γεμιστό στην Πελοπόννησο για τονώσει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων ενώ ο Μασάϊ υποστηρίζει ότι αυτός ήθελε, με πυρήνα το κάστρο του Μυστρά, να ιδρύσει ένα ενιαίο και ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Η τελευταία αυτή άποψη μάς φαίνεται πλησιέστερη προς την αλήθεια, αν σκεφθεί κανείς ότι μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο δεν ήσαν λίγοι οι διανοούμενοι της εποχής που, είτε από αηδία προς την επικρατούσα κατάσταση, είτε από φόβο, επέλεγαν τον δρόμο της φυγής προς τον -για την ώρα- απρόσιτο Νότο. Πολλές ήσαν οι επώνυμες οικογένειες όπως εκείνη του Λάσκαρη, που ήδη είχαν επιλέξει τον Μυστρά ως ασφαλές καταφύγιό τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εκεί ανάπτυξη του Εμπορίου και των Γραμμάτων, καθώς και η ανάδειξη εκείνου του μικρού μεσαιωνικού χωριού, σε πόλο ιδιαίτερα ελκυστικό για κάθε είδους οραματιστές αλλά και, γενικώς ειπείν, «ελπίζοντες».   
 

Ένας άλλος λόγος που έκανε τον Γεμιστό, αλλά και όλους τους άλλους που χαρακτηρίζονταν από τις ίδιες αγωνίες να στρέψουν την προσοχή τους προς την Πελοπόννησο, ήταν ο ρόλος που της προσέδιδε η στρατηγική της θέση στο διεθνές εμπόριο της εποχής. Όπως είναι γνωστό, η όλη πολιτική στη λεκάνη της Μεσογείου, κατά ένα μεγάλο ποσοστό είχε να κάνει με τα οικονομικά συμφέροντα των παράλιων κυρίως ιταλικών πόλεων. Η Πελοπόννησος λοιπόν, σαν ένας κρίκος από τον κλασικό και καλά δοκιμασμένο δρόμο προς τα παράλια της Παλαιστίνης  (Βενετία, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Μεθώνη, Κύπρος και πάει λέγοντας) έδινε τη δυνατότητα στον Γεμιστό να παζαρέψει ή να επιβάλλει την ύπαρξή της με καλύτερους όρους, ιδίως μετά τη δραματική μεταστροφή των Δυτικών υπέρ των εξαπλούμενων Τούρκων.    
 

Πάνω απ' όλα όμως, ο Πλήθων αναζητούσε έναν ασφαλή γεωγραφικό χώρο, απαλλαγμένο από καλογερίστικους βυζαντινισμούς, ο οποίος τροφοδοτούμενος με τις ιδέες της Ευνομίας και της Αρετής θα μπορούσε πολύ σύντομα να αντισταθεί στην επερχόμενη καταστροφή. Ποτισμένος από τον λόγο του δασκάλου του Κυδώνη, ο Πλήθων έψαξε για έναν τόπο όπου η ζωή δεν θα ήταν δυστυχία, αλλά χαρά και ευτυχία. Για ένα τόπο, όπου ο ξαναγεννημένος Ελληνικός Λόγος θα κατάφερνε μέσα από το μοναδικό εργαλείο που γνωρίζει, δηλαδή μέσα από τους Νόμους, να ξαναπροτείνει και πάλι την χαμένη έννοια του πολίτη. Για έναν τόπο τέλος, όπου ο εσωτερικός άνθρωπος θα ξαναεπιχειρούσε την επανεύρεση της παλαιάς ενότητός του με τον Κόσμο.   
Η Πελοπόννησος, εκτός των σωζομένων εθνικών, πολιτισμικών και γλωσσικών ελληνικών στοιχείων, αποτελούσε λοιπόν ένα εξαίρετο γεωστρατηγικό σημείο στον ευρύτερο χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Η δυνατή οχύρωσή της από τη μεριά του Ισθμού, έφραζε το δρόμο για κάθε επίδοξο εισβολέα δυναμώνοντας τα γνωστά επιχειρήματα του Γεμιστού: «Αλλ' εις ασφάλειαν τίνος ουκ αν είη κρείττων χώρας, νήσος τε ούσα τηλικαύτη ομού και ήπειρος η αυτή και παρέχουσα τοις ενοικούσι κατά τρόπον χρωμένοις ταις υπάρχουσαις αφορμαίς, απ' ελαχίστης μεν της παρασκευής, ει τις επίοι αμύνεσθαι, υπάρχειν δε και επεξιέναι, όταν εθέλθωσιν. Ώστε και άλλης ουκ ολίγης αν ραδίως προς τήδε κρατείν ..» δηλαδή « ...Αλλά και σχετικά με το ζήτημα της ασφαλείας από ποια χώρα δεν είναι ανώτερη; Γιατί συγχρόνως είναι και μεγάλη νήσος ή ίδια και ήπειρος και δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους της, όταν κατά κατάλληλο τρόπο χρησιμοποιούν τα ορμητήριά της, να αποκρούουν με ελαχίστη προπαρασκευή τον εχθρό που θα έκανε επίθεση. Παρέχει επίσης την ευκαιρία να κάνουν οι κάτοικοί της εκστρατείες εναντίον άλλων, όταν το θελήσουν. Ώστε εύκολα να μπορούν να γίνουν κύριοι και άλλων χωρών ...» Αυτά τονίζει ο Πλήθων σε ένα από τα τρία του υπομνήματα προς τους Παλαιολόγους.   
Από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ «κραταιάς» αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για τη δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν' αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο άνθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτή λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού.    
 

Όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά επίσης και για όλους όσους μοιράζονταν μαζί του το όραμα της αναγέννησης του Ελληνικού Κόσμου, η Πελοπόννησος συγκέντρωνε πάνω της όλες τις ελπίδες αλλά και τις αγωνίες του επιχειρήματος. Από εκεί, ο Πλήθων συνέταξε -όπως ήδη αναφέραμε- τρία πολύ σημαντικά υπομνήματα περί οργάνωσης και αναδιάρθρωσης του Κράτους. Για τα σημαντικότατα εκείνα υπομνήματα που προκάλεσαν το ενδιαφέρον ακόμη και του Fallmerayer, πολλά έχουν μέχρι σήμερα ειπωθεί και πολλά επίσης γραφτεί. Στην Ελλάδα, άρχισαν να γίνονται γνωστά μόνο μετά το 1870, όταν ο A. Ellissen μπήκε στον κόπο να μας τα μεταφράσει. Χαρακτηριστικό της μέχρι τότε έλλειψης αυτών των σημαντικών στοιχείων υπήρξε και το παράπονο του ιστορικού Παπαρρηγόπουλου: « ...του Γεμιστού Πλήθωνος, δεν έχω κατά δυστυχίαν, κείμενον και ούτε εν τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου υπάρχει ...»   
 

   
(Πηγή: Κώστα Π. Μανδηλά 
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ - ΠΛΗΘΩΝ», 
Αθήναι 1998, κεφάλαιο 16ο)
Οι περί Θείου αντιλήψεις του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος
Κεφάλαιο 21ο του βιβλίου του Κώστα Π. Μανδηλά «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» των εκδόσεων «Ανοιχτή Πόλη», Αθήναι 1997, ISBN 960 - 7748 - 08 - 5. Αναδημοσίευση με άδεια των εκδοτών.
alt


Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νέοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.

Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ' όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι'αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα. (1)

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία. Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ' ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές (2). (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ' ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


(1) Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη «Ο Ελληνοκεντρισμός και Οι Κοινωνικοπολιτικές Ιδέες Του Πλήθωνος», Αθήνα 1989, σελ. 52

(2) Jacques Lacarriere «Οι Γνωστικοί», εκδ. «Χατζηνικόλη», 3η έκδοση, σελ. 22, 25
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΗΘΩΝ ΓΕΜΙΣΤΟΣ - Ύμνοι στους θεούς
 
Πρώτος ύμνος για όλο το χρόνο στον Δία.
Ζεύ πατέρα, αυτοπάτορα, πρεσβύτατε και δημιουργέ,
πανυπέρτατε βασιλέα, που τα γέννησες όλα, επιφανέστερε από όλους,
εσύ που εξουσιάζεις τα πάντα και είσαι αυτοόν και αυτοένα και το ίδιο το αγαθό·
εσύ ο οποίος από τον άπειρο αιώνα γέννησες αυτά όλα,
όσα μεν (είναι) μεγαλύτερα ο ίδιος και με αυτά τα άλλα,
(έκαμες) όπως και όσο δυνατόν, πιο καλά·
σπλαχνίσου, σώζε, οδηγώντας μαζί με όλα τα άλλα και εμάς,
διά των επιφανών παιδιών σου, πάντοτε, στα οποία μας ανέθεσες,
όπως ώρισες το πεπρωμένο μας, καθώς έπρεπε.

Δεύτερος ύμνος στους θεούς και αυτό για όλο τον χρόνο.
Επιφανή παιδιά του Διός, που υπάρχει από τον εαυτόν του και γέννησε τα πάντα
και υπαρχηγοί· εσείς οι οποίοι άρχετε σε εμάς με δικαιοσύνη,
ποτέ να μην παύσωμε να σας έχωμε οδηγούς,
ούτε να χρησιμοποιούμε λανθασμένους νόμους, αλλά αυτούς που είναι αγαπητοί σε εσάς
και αυτούς που θέσαμε εμείς μόνοι, καλώς, όσο μπορούσαμε.
Αλλά, ώ θεοί, εσείς που διευθύνετε τον ηνίοχο νου μας,
τον οποίο εσείς μας δώσατε ως προστάτη μας...
και κατά τα άλλα μας δίνετε (την δύναμι) να περνάμε καλά την ζωή μας
και (τώρα) δώστε μας (την δύναμι) να υμνούμε τελευταία τον Δία μαζί με εσάς.
Τρίτος ύμνος στον Δία, πρώτος κατά μήνα (=στις μηνιαίες τελετές).
Ο Ζευς ο μεγάλος, ο πραγματικά Ιανός, αυτοπάτορας και
προπάτορας όλων σε όσα έχουν υπάρξι και τελειωμένη γένεσι,
εσύ ο οποίος δεν κάμεις τίποτε πρόχειρα
αλλά αφ' ότου υπάρχεις ο ίδιος και όσο (υπάρχεις)
και αυτά όμοια τα πράττεις και δεν είσαι ποτέ αργός 
και δεν κάμεις τίποτε κατώτερο από την δική σου δύναμι,
πραγματικά, αρμόζει να εκτελής αυτό που είναι καλό,
εσύ που φροντίζεις για όλα, βασιλεύτατε Ζεύ,
ώ εσύ, τέλεια μακάριε· ώ εσύ που δίνεις αφειδώς τα δικά σου.
Τέταρτος ύμνος στον Ποσειδώνα, δεύτερος μηνιαίος.
Ώ, μεγάλε άναξ Ποσειδών, πρεσβύτατε υιέ του Διός,
που υπερέχεις σε όλην αυτήν (την κτίσι) στην λαμπρότητα και στην δύναμι,
όση γένεσι υπάρχει από τον Δία, έχει την δύναμι αυτήν
να άρχης και να βασιλεύης δεύτερος από τον πατέρα,
εσύ, που είσαι εξαίρετος από όλα τα άπειρα που υπάρχουν,
γιατί μόνος από όσα υπάρχουν είσαι τελείως αγέννητος.
Εσύ και αυτόν τον ευρύχωρο ουρανό με τις διαταγές του πατέρα,
άρχισες να κάμης, από τον οποίο και εμείς από εσένα γεννηθήκαμε·
σε εμάς να είσαι πάντοτε μειλίχιος (πράος) και σπλαχνικός, ώ πατέρα.
Πέμπτος ύμνος στην Ήρα, τρίτος μηνιαίος.
Ήρα, μεγάλη θεά, κόρη του μεγάλου Διός,
που έχεις σύζυγο τον Ποσειδώνα, που είσαι βέβαια αυτό που είναι,
αγαθό, μητέρα των θεών, που είναι εντός του ουρανού.
εσύ που δημιουργείς την ύλη, που είναι το υπόβαθρο στα είδη·
εσύ που δίνεις κάθε δύναμι, άλλοτε άλλη, τόσο την γενική όσο και αυτήν που μας οδηγεί στην αρετή και σε κάθε λαμπρότητα
και με αυτήν (την δύναμι) ανάγεις τους νόμους, από τους οποίους υπάρχει πλήθος σε εσένα
και συνάμα η αιωνιότητα· εσύ και σε εμάς
δίδε να ζήσωμε καλά, οδηγώντας μας σπλαχνικά στην αρετή.
Έκτος ύμνος στους Ολυμπίους θεούς, τέταρτος μηνιαίος.
Άναξ Ποσειδών, άριστο παιδί του μεγάλου Διός,
εσύ που έγινες αρχηγός από τον πατέρα, πριν από κάθε γένεσι·
εσύ και η Ήρα, η αγνή σύζυγός σου και καλή βασίλισσα.
Απόλλων και Άρτεμι και Ήφαιστε και Βάκχε
και Αθηνά, εσείς βέβαια οι επτά ανώτεροι θεοί,
από όλους τους άλλους, μετά βέβαια τον έξοχο βασιλέα που είναι υψηλά·
και εσείς οι άλλοι θεοί, που κατοικείτε στον Όλυμπο (και είσθε)
πατέρες των εκεί αθανάτων (θεών) και σε εμάς μεταξύ αυτών,
γίνετε σπλαχνικοί και ευνοϊκοί σε εμάς.
Έβδομος ύμνος στον Απόλλωνα, πέμπτος μηνιαίος.
Άναξ Απόλλων, προστάτη σε κάθε φύσι
Και ηγεμόνα που κατευθύνεις όλα τα άλλα μεταξύ τους σε ένα
Και μάλιστα αυτό το παν και πολυμερές, που είναι πολύχορδο
Πολυθόρυβο, το φέρνεις σε αρμονία·
Εσύ, βέβαια, δίνεις την ομόνοια και την φρόνησι στις ψυχές
Και την δικαιοσύνη, τα οποία είναι τα κάλλιστα από τα δικά σου (πράγματα)
Και (δίνεις) υγεία στα σώματα και κάλλος βέβαια σε αυτά·
Εσύ να μας δίδης πάντοτε την επιθυμία για τα καλά,
Άναξ στις ψυχές μας, σε ώ παιάν.
Όγδοος ύμνος στην Άρτεμι, έκτος μηνιαίος.
Βασίλισσα Άρτεμι, που ηγείσαι στην άλλη φύσι
και την προστατεύεις· αφού παρέλαβες ενιαίο σύμπαν,
έπειτα στο τέλος με διαφόρους άλλους τρόπους το ξεχωρίζεις
σε περισσότερα είδη και από τα είδη κάνεις το καθένα
και από το όλο πάλι τα μέρη· και τους συνδέσμους· εσύ δίδεις
στις ψυχές σωφροσύνη και δύναμι να διακρίνουν τα χειρότερα
και στα σώματα δύναμι και ακεραιότητα. Αλλά, ώ, εσύ, σεβαστή,
ανόρθωσε τη ζωή μας που έχει πέσει πολλές φορές,
δίδοντας κάθε τρόπο αποφυγής των αισχρών.
Ένατος ύμνος, έβδομος μηνιαίος, στους ουράνιους θεούς.
Ώ άναξ αυτού του ουρανού, Ήλιε, είθε να γίνης σπλαχνικός
και εσύ Σελήνη, είθε να είσαι σπλαχνική και ιερή βασίλισσα
και εσύ Εωσφόρε και Στίλβων, λαμπρέ ακόλουθε πάντοτε του Ηλίου
και εσείς Φαίνων και Φαέθων και Πυρόη
και όλοι οι υπαρχηγοί του Ηλίου του άνακτος,
που συνεργάζεσθε με εκείνον που πρέπει· σας υμνούμε και εμείς
γιατί είσθε οι λαμπροί προνοητές για εμάς
και εσείς τα άλλα άστρα, τα οποία έχουν αφεθή (στον χώρο) με θεία πρόγνωσι.
Δέκατος ύμνος στην Αθηνά, όγδοος μηνιαίος.
Αθηνά βασίλισσα, που έχεις είδος χωρίς καθόλου ύλη,
προΐστασαι και ηγείσαι η ίδια και εδημιούργησες αυτά
(τα δύα) μετά από τον βασιλέα όλου του κόσμου, τον Ποσειδώνα,
ο οποίος υπερέχει από εσένα σε όλο το είδος·
Εσύ, που είσαι αιτία κάθε κινήσεως που γίνεται με ώθησι
και γίνονται τα παράξενα γιατί καθένα εσύ το εξωθείς·
αλλά και από εμάς (να απομακρύνης αυτά)
αν και κάθε φορά κάνωμε κάποιο σφάλμα από την ανοησία μας,
ώ, θεά, ξυπνώντας με τον νου την ψυχή μας όταν πρέπει.
Ενδέκατος ύμνος στον Διόνυσο, ένατος μηνιαίος.
Βάκχε, πατέρα και γεννητή όλων των λογικών ψυχών,
όσες είναι ουράνιες και όσες δαιμονικές
και όσες δικές μας, μετά τον άνακτα Ποσειδώνα·
εσύ που είσαι αίτιος της κινήσεως (της ψυχής) που έλκεται
από τον έρωτα του καλού και της αναγωγής στο καλλίτερο.
Εσύ δίδε και σε εμάς που απομείναμε καλή και θεϊκώτερη
κάθε φορά ενέργεια (εμπνέοντας) την ανόητη σκέψι μας,
για να αναγώμαστε γρήγορα σε αυτήν με φρόνησι
και να μην ανοηταίνωμε για πολύ σχετικά με τα αγαθά.
Δωδέκατος ύμνος στους Τιτάνες, δέκατος μηνιαίος.
Τον δημιουργό όλης της θνητής φύσεως, τον υιό του Διός, 
ελάτε να υμνήσωμε, τον άνακτα Κρόνο, 
τον πρεσβύτατο από τα νόθα παιδιά του Διός,
Ταρτάροι Τιτάνες, τους οποίους βέβαια μαζί με αυτόν
υμνούμε, που είναι όλοι αγαθοί και χωρίς κακό,
αν και είσθε γεννήτορες των φθαρτών θνητών.
Και την Αφροδίτη, την ιερή σύζυγο αυτού του Κρόνου,
και τον Πάνα, τον αρχηγό των θηραμάτων και την Δήμητρα των φυτών
και την Κόρη, (την αρχηγό) του δικού μας θνητού και όλους τους άλλους.
Δέκατος τρίτος ύμνος στον Ήφαιστο, ενδέκατος μηνιαίος.
Άναξ Ήφαιστε, που ηγείσαι στους υπερουρανίους θεούς,
των Ολυμπίων και των Ταρταρίων συνάμα
και προΐστασαι μετά τον ευρυάνακτα Ποσειδώνα και δίδεις
σε καθένα την χώρα και την έδρα του·
εσύ που είσαι αίτιος ταυτοχρόνως της στάσεως και του όλου
και σε καθένα από αυτά δίδεις την αιωνιότητα.
Εσύ και ο Ποσειδών με την θέλησι του πατέρα σου·
εσύ να φρουρής και εμάς, δίδοντας (την δύναμι) να μένωμε
σταθεροί κάθε φορά στις καλές πράξεις.
Δέκατος τέταρτος ύμνος στους θεούς, δωδέκατος μηνιαίος.
Μαζί με τους άλλους θα εξυμνήσωμε και τους προσεχείς
αυτούς αγνούς θεούς, οι οποίοι θεοί μας βοηθούν πολύ καλά
με άλλα θεϊκώτερα (πράγματα) και συχνά μας δίδουν όλα τα αγαθά,
τα οποία βέβαια προέρχονται από τον ίδιο τον Δία,
και έρχονται μέσω των άλλων θεών και από εκεί σε εμάς,
άλλοι μεν καθαρίζοντας άλλοι δε ανάγοντας και άλλοι φρουρώντας
μας σώζουν ανορθώνοντας εύκολα τον νου μας·
αλλά σπλαχνικοί είθε να είσθε (σε εμάς).
Δέκατος πέμπτος ύμνος σε όλους τους θεούς και δέκατος τρίτος μηνιαίος.
Ύψιστε Ζεύ, που υπερέχεις από όλους,
όντας πρεσβύτατος δημιουργός και γεννήτορας όλων·
και εσείς όλοι οι θεοί, που είσθε στον Όλυμπο,
και εσείς οι Ταρτάριοι και οι ουράνιοι και χθόνιοι (γήινοι)·
δώστέ μας, αν (κάναμε) κάποια δεινή αμαρτία και ανόητα (ασεβή) έργα,
αφού καθαρθούμε να σας πλησιάζωμε άμεμπτα
για να είναι ευτυχισμένη η ζωή μας· και εσύ κυρίως, ώ Ζεύ,
εσύ που είσαι ανώτερος αρχηγός όλων και είσαι το πρώτιστο και το τελευταίο αγαθό (βοήθησέ μας).
Δέκατος έκτος ύμνος στον Δία και πρώτος από τους ιερούς.
Ώ Ζεύ, που είσαι τελείως αγέννητος και αυθύπαρκτος,
και γέννησες όλα και φροντίζεις γι' αυτά, που τα έχεις όλα μόνα μέσα σου,
κάθε ένα και τίποτε χωριστό, από όπου καθένα προχωρεί χωριστά,
κάνοντας έτσι ενιαίο και συνολικό το έργο ώστε να είναι πολύ πλήρες και ωραίο,
όσο ήταν δυνατόν, γιατί είσαι ένα και τελείως χωρίς φθόνο.
Αλλά, ώ Ζεύ, εσύ με τα λαμπρά παιδιά σου να μας οδηγής μαζί με το όλον
κατευθύνοντας όπου έχεις αποφασίσει· και δίδοντάς μας να κάνωμε καλές αρχές
και να φέρωμε σε πέρας τις πράξεις μας.
Δέκατος έβδομος ύμνος στους Ολυμπίους θεούς, δεύτερος από τους ιερούς.
Εμπρός να υμνήσωμε τον άνακτα Ποσειδώνα,
που είναι το πρεσβύτατο παιδί του Διός, πριν από όλους
και άριστος και δεύτερος αρχηγός από τον πατέρα όλης της γενέσεως
και γειτονικός σε εμάς δημιουργός· και μαζί με αυτόν την βασίλισσα Ήρα, που είναι και η πρεσβύτατη κόρη του πατέρα Διός,
ακόμη και τους άλλους θεούς υμνούμε που είναι στον Όλυμπο
και είναι από τους αθανάτους (θεούς) όλοι αυτοί αρχηγοί και αίτιοι των εδώ·
αλλά γίνετε σπλαχνικοί σε εμάς.
Δέκατος όγδοος ύμνος σε όλους τους θεούς, τρίτος από τους ιερούς.
Ώ, όλοι οι θεοί, που είσθε μετά τον εξαίρετο αγαθό Δία,
όλοι σεις είσθε τελείως άμεμπτοι και χωρίς ελάττωμα·
από εσάς κορυφαίος αρχηγός, από τον Δία, είναι ο Ποσειδών·
εσείς που είσθε υπερουράνιοι και εσείς μέσα στον ουρανό,
όλοι λαμπροί και σας υμνούμε εμείς που έχομε φύσι συγγενική
με εσάς τελευταίο. Ώ μακάριοι και εσείς, δώστέ μας από τα δικά σας,
αλλά και σε εμάς δίδοντας τα καλά και αγαθά, όσοι δεν είμαστε
πάντοτε αμελείς στην ζωή, είθε πάντοτε να μας ανορθώνετε.
Δέκατος ένατος ύμνος σε όλους τους Ολυμπίους θεούς, τέταρτος από τους ιερούς.
Ώ άναξ Κρόνε, που άρχεις στους υπερουράνιους θεούς
και τους κυβερνάς· εσύ ηγείσαι σε όλον αυτόν τον ουρανό, Ήλιε,
στον οποίο ακολουθούν ως πλανήτες οι άλλοι·
από τους οποίους εξεβλάστησε όλη η γενεά των θνητών
και από τους δύο σας, δηλαδή από τον Κρόνο και τον Ήλιο·
και Τιτάνες και πλανήτες υπαρχηγοί αυτών, που συνεργάζεσθε άλλοι σε άλλα,
και εσάς υμνούμε εμείς (γιατί) συχνά από εσάς έχομε τα αγαθά·
μαζί δε με εσάς και τα απλανή άστρα, εσάς τους αγνούς δαίμονες (υμνούμε).
Εικοστός ύμνος στον Πλούτωνα, πέμπτος από τους ιερούς.
Ώ άναξ Πλούτων, αρχηγέ της ανθρωπίνης φύσεως
και προστάτη, που πήρες αυτό (το αξίωμα) από τον Δία,
το καθένα και όλα, που υπάρχουν χωριστά σε εμάς
και μπορεί να υπάρξουν, τα έχεις και προΐστασαι
τελείως σε εμάς εδώ και από εδώ πάλι πάντοτε μας ανάγεις εκεί·
γύρω από εσένα (είναι) οι ήρωες και η εξέχουσα φύσι μας
και οι άλλοι φίλοι μας οι καλοί και αγαθοί· με εσένα Κόρη, η αγαθή Ταρτάρια θεά συζή,
εμείς οι θνητοί (σε) έχομε ανάγκη· είθε να γίνης σπλαχνικός.
Εικοστός πρώτος ύμνος στον Δία, έκτος από τους ιερούς.
Ζεύ πατέρα, που πράττεις μεγάλα έργα, παντοδύναμε και αρχηγέ
που γέννησες τα πάντα· από τον δικό σου νου, που είναι εξαίρετα
καλός, ούτε εμείς γεννηθήκαμε άμοιροι (αμέτοχοι) των καλών που έχουν οι θεοί,
αλλά υποκείμεθα στην αναγκαιότητα του θνητού (σώματος) και είμαστε και επιρρεπείς στην αμαρτία
καθώς και ικανοί πάντοτε για επανόρθωσι. Δώσέ μας (την δυνατότητα) και τώρα, αφού απαλλαγούμε 
από την κακότητα των αμαρτιών μας
μέσω των παιδιών σου, στα οποία μας ανέθεσες, να (σε) πλησιάζουν
αυτοί που είναι όσιοι και έχουν ορθό νου, για να συνυπάρχωμε (με εσένα) κάθε φορά, σαν με κάποιο πράο και σπλαχνικό (θεό).
Εικοστός δεύτερος ύμνος, που ψάλλεται την δεύτερη ημέρα και πρώτος από τους ημερησίους.
Είθε, ώ μακάριοι θεοί, να μην πάψω να σας ευγνωμονώ
για όλα τα αγαθά που έχουν δημιουργηθή (αλλά) και προέρχονται
από εσάς και τα οποία τελικά τα δίνει ο Ζευς.
Είθε να μην παραμελήσω, όσο μπορώ, το αγαθό γένος μου·
(είθε) να είμαι πρόθυμος να ασχολούμαι καλώς με τα κοινά
και αυτό να το θεωρώ μεγάλο όφελός μου.
(Είθε) να μην γίνωμαι (ποτέ) αίτιος κακού στους ανθρώπους,
με τους οποίους κάθε φορά συναντώμαι, αλλά (αίτιος) στο καλό, όσο μπορώ,
και είθε να γίνω κι εγώ μακάριος ομοιάζοντας με εσάς.
Εικοστός τρίτος ύμνος, που ψάλλεται την τρίτη ημέρα, δεύτερος από τους ημερησίους.
Ώ θεοί, είθε να μην έχω (ποτέ) ακράτεια στις ηδονές
αλλά να αρκούμαι στο όριο, από το οποίο δεν θα επέλθη 
κάποια κακία (βλάβη) στην ψυχή και στο σώμα από αυτές (τις ηδονές).
να μην είμαι άπληστος στα χρήματα· και σε αυτά να τηρώ
το μέτρο και στο σώμα, σε ό,τι χρειάζομαι, να έχω κοσμιότητα (τάξι),
για να χαίρωμαι με αυτάρκεια. (Είθε) ποτέ να μην νικηθώ
από καμμία δελεαστική κενή δοξασία, και να γνωρίζω από αυτήν (την δοξασία) μόνο εκείνο το καλό
που μας οδηγεί στην θεϊκή και αληθινή αρετή.
Εικοστός τέταρτος ύμνος, που ψάλλεται την τέταρτη ημέρα, τρίτος από τους ημερησίους.
Είθε, ώ θεοί, να μη με καταστρέψουν οι ατυχίες, εμένα τον θνητό,
και να μη με καταβάλλουν κάθε φορά, αφού γνωρίζω ότι η ψυχή μου είναι αθάνατη,
χωριστή δε από το θνητό (σώμα) και θεϊκή.
Είθε να μη με ταράσση τίποτε από τα δεινά τα ανθρώπινα
και να είμαι ελεύθερος από αυτά και να μην είμαι δούλος στις ανάγκες
κακής ιδέας· είθε να μη φείδωμαι του θνητού μου (σώματος) αλλά πάντοτε
να φροντίζω πως η ψυχή μου, η οποία είναι αθάνατη, θα είναι σε άριστη κατάστασι.
Εικοστός πέμπτος ύμνος, που ψάλλεται την πέμπτη ημέρα, τέταρτος από τους ημερησίους.
Ευτυχισμένος αυτός που φροντίζει για την αθάνατη ψυχή του,
πάντοτε, για να είναι καλλίστη, και που δεν φροντίζει πολύ
για το θνητό (σώμα), αν κάτι χρειάζεται και δεν το λυπάται.
Ευτυχισμένος (είναι) αυτός από τους ανθρώπους, ο οποίος
δεν υποδουλώνει τον εαυτόν του σε αυτούς τους αγνώμονες, που τον κτυπούν
έχοντας δε ατάραχη την ψυχή του, νικά την κακία εκείνων.
ευτυχισμένος είναι αυτός που δεν πονεί για τις πιο δυσάρεστες ατυχίες (που προέρχονται από τους θεούς)
αλλά τις υποφέρει εύκολα, θεωρώντας καλό αυτό που ωφελεί το αθάνατο μέρος του (=την ψυχή).
Εικοστός έκτος ύμνος, που ψάλλεται την έκτη ημέρα, πέμπτος από τους ημερησίους.
Ευτυχισμένος είναι αυτός, που δεν προσέχει τις ανόητες
γνώμες των ανθρώπων, αλλά σκέπτεται σωστά και με σωστή γνώμη
μελετά την θεϊκή αρετή· ευτυχισμένος αυτός που δεν επιδιώκει συνεχώς
άσκοπα και απερίσκεπτα (να αποκτήση) άπειρο πλήθος κτημάτων
αλλά τηρεί το μέτρο στις αρμονικές ανάγκες του σώματος.
ευτυχισμένος είναι αυτός που θέτει το σωστό μέτρο στις τέρψεις,
για να μην ελκυσθή η ψυχή ή το σώμα από κάποια κακία,
αλλά να συμφωνή με την θεϊκή αρετή.
Εικοστός έβδομος ύμνος, που ψάλλεται την εβδόμη ημέρα, έκτος από τους ημερησίους.
Ευτυχισμένος είναι αυτός που δεν κάνει κακό στους ανθρώπους
λόγω της δεινής ανοησίας και από πλεονεξία,
αλλά κάνει πάντοτε καλό (και είναι) όμοιος με τους μακάριους θεούς.
Ευτυχισμένος είναι αυτός που δεν αμελεί κανένα κοινό καλό
στο γένος του· αυτός που γνωρίζει περισσότερο ότι και οι θεοί
φροντίζουν για το κοινό (καλό) και (που) δεν το καταπροδίδει.
ευτυχισμένος είναι αυτός που αποδίδει ευγνωμοσύνη στους θεούς
και ξέρει ότι όλα όσα έχει (τα καλά και αγαθά προέρχονται)
κυρίως από τον Δία, που δίνει σε όλους πρώτος όλα τα καλά 

και τα αγαθά.
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΝΑ
«Οι πολύθεοι»
Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.
Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν.Δ.ΕΛΛΑΔΟΣ 35 ΧΡΟΝΙΑ (1979-201) ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ»



ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ
«ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν.Δ.ΕΛΛΑΔΟΣ
35 ΧΡΟΝΙΑ (1979-201) ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ»
Εκδόσεις: ΒιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ ΠΑΤΡΑΙ 2016.

                    Του Δημητρίου Ν. Παπαθανασόπουλου
                             Φιλολόγου-τ. Λυκειάρχη
            Μόλις προ ολίγου καιρού  εξεδόθη το νέον λεύκωμα-βιβλίον με τον ως άνω τίτλον.     
            Πρόκειται περί ενός καλαίσθητου και καλοτυπωμένου βιβλίου. Συγγραφείς του λευκώματος είναι οι Σταύρος Ιντζεγιάννης, Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου και Λεωνίδας Καρνάρος, γνωστός εξάλλων συγγραφών με πολύν απήχηση προς την πνευματική κοινωνία και τους διαφόρους λογοτεχνικούς τομείς. Οι δύο τυγχάνουν επιζώντες και δρώντες στην λογοτεχνική ζωή και δράση. Η ετέρα Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου έχει εκλείψει προ αρκετών ετών, ατυχώς.
            Εκ των περιεχομένων του πονήματος προκύπτει σαφώς η πλούσια και δαψιλής δράση μέσα στα 35 χρόνια της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος. Το όλον πόνημα ταξινομείται εις 4 μέρη, που καλύπτουν τα έτη 1979-2015.
            Της εκδόσεως προτάσσεται εισαγωγικό σημείωμα του νυν Προέδρου της Εταιρείας Λεωνίδα Μαργαρίτη(σ.7-9)που δίδει ως τίτλο «Θυμίαμα ψυχισμών και διακονία υποδειγματικής γραφής «Μανώλης Πράτσικας». Δια του σημειώματος εξαίρεται η συμβολή του αείμνηστου πεζογράφου Μ. Πράτσικα προς ίδρυση της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος.
            Ακολούθως το Α’ μέρος της εκδόσεως αναφέρεται στην Α΄ πρώτη δεκαετία(1979-1989)(σ.σ. 13-48.Το όλον τμήμα περιγράφει με συγκεκριμένα στοιχεία τη δημιουργική δράση του σωματείου. Αναγράφεται σχετικώς: “Για τα γράμματα και τους πνευματικούς εργάτες η δεκαετία 1978-89 χαρακτηρίζεται από δύο ουσιώδη γεγονότα: Πρώτον η ίδρυση της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος και δεύτερον η προσπάθεια να σταθεί, να στερεωθεί και να καταξιωθεί στη συνείδηση του πνευματικού κοινού της πόλης μας» Και  είναι γεγονός ότι από την πρώτη δεκαετία της δράσης και παρουσίας της Εταιρείας φαίνεται και αποδεικνύεται το κύρος της αλλά και η απήχηση στις συνειδήσεις των πνευματικών ανθρώπων. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το καταστατικό της Εταιρείας που περιέχει 22 άρθρα.
            Δημοσιεύονται οι φωτογραφίες των ιδρυτών Κώστα Τριανταφύλλου, Νώντα Σακελλαρόπουλου, Γιάννη Ανδρικόπουλου, Αγγελικής Παυλοπούλου, Λεωνίδα Μαργαρίτη, Μανώλη Πράτσικα,,Τίμωνα Στρουθιά, Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου, Σοφίας Καλογερά-Φραγκοπούλου, Χρήστου Παπαχρήσου, Δημητρίου Πουρνάρα, Δημητρίου Παναγιωτακοπούλου ,Νίκου Σκληρού, Κώστα Ριζόπουλου, Διονυσίου Μυτάκη, Τάσου Ξανάλατου, Γιώργου Τσακιράκη, Χρήστου Λάσκαρη, Κώστα Παπανικολάου ,Αλέκου Μαρασλή, Τάσου Φιλιππόπουλου, Χρήστου Σαμαρά και Νίκου Λαμπέτη.
            Και κατά την πρώτη περίοδο οι δραστηριότητες της Εταιρείας είναι πολλαπλές:Διακηρύξεις, Εκθέσεις Βιβλίου, Εκδόσεις Λογοτεχνικών Κειμένων κ.λ.π. Ομιλίες μελών της Εταιρείας και άλλων προσώπων.
            Το δεύτερο Β΄ μέρος περιλαμβάνει την δεύτερη δεκαετία  (1990 –1999) (σ.σ. 49-80.Στο ενεργητικό της Εταιρείας ανήκουν καθ’ όλην αυτήν την περίοδον:
            Η παρουσία εναργής και δυνατή στους πνευματικούς κύκλους της πόλεως, εκδόσεις λογοτεχνικών κειμένων, διενέργεια Πανελληνίου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, έκδοση Ψηφισμάτων της Εταιρείας προς υπεράσπιση δικαίων αυτοδιαχειρίσεων των λαών. Λεπτομερώς περιγράφονται οι δραστηριότητες της Εταιρείας που πλαισιώνονται από φωτογραφίες μελών-ομιλητών στα φιλολογικά βραδινά της περιόδου αυτής.
            Το Μέρος Γ΄ ήτοι Η τρίτη δεκαετία (2000-2009) (σ.σ. 83-130) περιλαμβάνει έκδοση του ετήσιου Ανθολόγιου με καταχωρήσεις μελετημάτων, ποιημάτων δοκιμίων ,μελών της Εταιρεία. Η περίοδος αυτή επίσης αναφέρεται στους εορτασμούς επετείων για το έτος Σολωμού και Παλαμά με σειρά ομιλιών και οργάνωση εκθέσεως βιβλίου μελών της Εταιρείας στην αίθουσα της Διακιδείου Σχολής Λαού.
            Το Δ΄ Μέρος ήτοι η εξαετία (2010-2015)(σ.σ. 131-188) έχει όντως να παρουσιάσει έξοχες δράσεις και δραστηριότητες, παρουσιάσεις βιβλίων, ομιλίες μελών της Εταιρείας με πολύ ενδιαφέροντα θέματα απονομές βραβείων και τιμητικών διακρίσεων των αποτελεσμάτων του ποιητικού διαγωνισμού που είχε προκηρύξει η Εταιρεία μεταξύ των μαθητών Γυμνασίων και Λυκείων της Ν.Δ. Ελλάδος στην εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτής συγκαταλέγονται τα αποτελέσματα Γ΄ Ποιητικού διαγωνισμού στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών κ.λπ.
            Το πόνημα εν συνεχεία κάμνει μνεία της εγκυκλίου από 12-5-2011 του προέδρου Λεωνίδα Μαργαρίτη προς τα μέλη της Εταιρείας και συνεργάτες του περιοδικού «ΑΧΑΪΚΑ» εξεδόθησαν 17 τόμοι πολυσέλιδοι(από 2004-2010. Οι τόμοι αυτοί συμπεριλαμβάνουν ενδιαφέροντα κείμενα μέσα στις 4.352 σελίδες των, ήτοι Ποίηση, Διήγημα, Νουβέλες, Δοκίμια ,Μελέτες ,Θεατρικά, Κριτικές Βιβλίων συνεντεύξεις κ.λπ
            Σημειώνεται χαρακτηριστικά στο Εισαγωγικό σημείωμα του 1ου τεύχους ο πρόεδρος Λ. Μαργαρίτης τα εξής  μεταξύ άλλων: «Ελπίζουμε στη νέα περίοδο έκδοσης του περιοδικού μας «ΑΧΑΪΚΑ» να εξασφαλίσουμε, όσα εξαρτάται από εμάς, μια σταθερή πορεία του μέσα στο χρόνο, είναι όργανο των συμφερόντων  όλων των απανταχού της Γης Αχαιών, για την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της Αχαΐας»(σελ.144)
            Η κατάργηση του θεσμού των Νομαρχιών ανέστειλε τη συνέχιση  της εκδόσεως  των «ΑΧΑΪΚΩΝ».
            Περιγράφονται ακόμη, πολλές δραστηριότητες της Εταιρεία εν συνεχεία εις διαφόρους τομείς για τα έτη 2012,2013.2014,2015.
            Στο τέλος του βιβλίου καταχωρίζεται αλφαβητικό ευρετήριο ονομάτων (σ..189-196) και περατώνεται η συγγραφή με τον πίνακα περιεχομένων(σ.197-200)
΄Έχει πολλά προτερήματα το βιβλίο αυτό:Αποδίδει ανάγλυφη την εικόνα 35 χρόνων δράσεως και δημιουργίας. Η ευσυνειδησία των συγγραφέων του βιβλίου είναι πρόδηλη. Οι εικονογραφήσεις που πλαισιώνουν τον τόμο  είναι εντυπωσιακές και επιτυχείς ως προς τα πρόσωπα(ομιλητές και μέλη της Εταιρείας)
            Είναι αξιανάγνωστο το όλον έργον και αξιοσπούδαστο. Δέον να σημειωθεί ότι η έκδοση του έργου έγινε με δαπάνες της Αμαλίας Κουσαδιανού στη μνήμη της μητέρας της Αναστασίας Γ. Κουσαδιανού.