ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Ο  ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ


               Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη
                                Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

Πέρασε στην αιωνιότητα  την  περασμένη εβδομάδα ο συμπολίτης,  Ηλείος στην καταγωγή, Κωνσταντίνος Δημητρίου Ηλιόπουλος, ένας από τους πλέον αξιόλογους νεοέλληνες  ποιητές. Υπήρξε ο τελευταίος της τριάδας λογοτεχνών  της προπολεμικής φιλικής συντροφιάς των  Ηλείων Λογοτεχνών (Νίκος Καχτίτσης, Γιώργης Παυλόπουλος, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος).
Ο αείμνηστος ποιητής,  ήταν σε μεγάλο βαθμό  επηρεασμένος από την ποίηση του μεγάλου νεοέλληνα ποιητή  Καβάφη. Είχε  παρουσιάσει, σημαντικό ποιητικό έργο με ιδιαίτερη  έφεση στην αρχαιολατρία  και τη φύση της πατρίδας του, χωρίς φυσικά να  αντιγράφει ή να παραφράσει τον Αλεξανδρινό ποιητή.
 Είχε  το  δικό του ύφος ποιητικής έκφρασης και  απόδοσης των μηνυμάτων του και των συναισθηματικών του εκφράσεων.
 Γεννήθηκε  στην Πάτρα με καταγωγή από την Αμαλιάδα  και μεγάλωσε σε αυτή την πόλη μέχρι τα 26 του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν Γυμνασιάρχης στο πρώτο Γυμνάσιο Θηλέων, αλλά εγώ έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ιατρική το 1943.
Μεσολάβησε ο Εμφύλιος πόλεμος, ενώ το 1945 έφυγε για ειδικότητα στην Αμερική και παρέμεινε εκεί. Σαν ιδιώτης  ψυχίατρος, πήρε την ειδικότητά του το 1960 και άσκησε ιδιωτικά το επάγγελμα από το 1961 μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν στο εξωτερικό και όπως ομολογούσε ο ίδιος, τα αγγλικά του ήταν  καλύτερα από τα ελληνικά. Ο καημός του ήταν μεγάλος να γυρίσει στην πατρίδα του και τα κατάφερε. Παρόλο, που η Αμερική είναι μια όμορφη χώρα,  δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο φυσικό της περιβάλλον.
Ηθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική προσαρμόσθηκε κοινωνικά. Στην Πάτρα,  ο αείμνηστος ποιητής ουσιαστικά κατοικούσε  από τον Οκτώβριο του 1991, αλλά από το 1955 ήταν  εγγεγραμμένος, ως  μέλος στον Ιατρικό Σύλλογο Πατρών και κάθε χρόνο πλήρωνε την συνδρομή του, οπότε όταν επέστρεψε από το εξωτερικό άνοιξε  Ιατρείο και εργάζονταν  κάποιες ώρες της εβδομάδος..
Ο Ηλιόπουλος, δεν περιορίσθηκε στα  αμιγώς   επιστημονικά και επαγγελματικά του καθήκοντα, αλλά  ασχολήθηκε με θέρμη  με την άλλη του αγάπη, την ποίηση. Καρπός αυτής της ερωτικής του   σχέσης,  ήταν επτά ποιητικές συλλογές, οι οποίες καλύπτουν μια εικοσιπενταετία συνεπούς λογοτεχνικής παρουσίας, κοντά  στους άλλους Ηλείους πνευματικούς δημιουργούς (Νίκο Καχτίτση και Γιώργη Παυλόπουλο), που βιάστηκαν να φύγουν πριν απ’ αυτόν για το μεγάλο αιώνιο ταξίδι στο επέκεινα.
Ιδιαίτερο γεγονός,  θεωρείται η ολοκλήρωση της τριλογίας, που την διέπει το ίδιο ύφος γραφής και αισθητικής, που ξεκίνησε το 2005 με τη συλλογή «Ούτε εκείνη», συνεχίσθηκε το 2006 με τη συλλογή «Πινάκια» και ολοκληρώθηκε το 2011 με τη συλλογή «Τα ολισθηρά Σημεία», κλείνοντας  ένα κύκλο υπαρξιακών και συναισθηματικών αναζητήσεων, φιλοσοφικής ενατένισης και στοχασμού. Επιστέγασμα όλων αυτών, αποτελεί η συλλογή «Επωδές», στην οποία περιέχονται 18 νέα ποιήματα, την οποία συμπληρώνει ένα απάνθισμα 12 ποιημάτων από προγενέστερες συλλογές, ανακεφαλαιώνοντας και παρουσιάζοντας με ενάργεια το συνολικό ποιητικό έργο του Κωνσταντίνου Δ. Ηλιοπούλου.
Στο  συνολικό ποιητικό έργο του Ηλιοπούλου, αναφέρθηκε διεξοδικά σε ομιλία της, η Θεατρολόγος,  Χριστίνα Κόκκοτα κατά την εκδήλωση, που είχε διοργανώσει η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος,  στα πλαίσια του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης το Μάρτη του περασμένου χρόνου.
Ο μεταστάς, υπήρξε ισόβιο μέλος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, μέλος του Ιατρικού Συλλόγου Πατρών και τακτικό  μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος. Είχε αποκτήσει τρία παιδιά, ενώ ασχολήθηκε με τη φωτογραφία της φύσης από το 1990. Είχε διοργανώσει  εκθέσεις φωτογραφίας  στις Η.Π.Α.  αλλά και στην Ελλάδα.
Εκτός από τις ποιητικές συλλογές, που είχε  κυκλοφορήσει ετοίμασε  να κυκλοφορήσει και ένα φωτογραφικό  λεύκωμα με τίτλο:«Αχαιών Γη».
 Τον απασχολούσαν η ελληνική γραμματεία, η γλώσσα, η ιστορία καθώς και η αρχαία ελληνική θρησκειολογία. Εξέφραζε πάντα τη λύπη του για την προοδευτική καταστροφή της Ελληνικής φύσης.
 Η απουσία του,   δημιουργεί τεράστιο κενό στα Αχαϊκά και Ηλειακά Γράμματα.
Η αναφορά μας αυτή, ας είναι ένα ευλαβικό μνημόσυνο και ένα κερί στη μνήμη του.

ΜΙΧΑΗΛ Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Χρήστου Αθαν. Μούλια

ΜΙΧΑΗΛ Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
 (Πάτρα 1912 – Αθήνα 2014)
 (Ομιλία του εκ των Εισηγητών Χρήστου Αθαν. Μούλια Δικηγόρου-Συγγραφέως-ιστορικού ερευνητή, στην εκδήλωση Μνήμης Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου στα Πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη τη Δευτέρα 9η Φεβρουαρίου 2015)
            Ο Μιχαήλ Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1912. Παππούς του ήταν ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου, με καταγωγή από την Κάλυμνο, ο οποίος ήλθε στην Πάτρα το 1880 και θεωρείτο από τους διαπρεπέστερους δημοσιογράφους της εποχής του. Μάλιστα ο ιδρυτής του «Νεολόγου» Ιωάννης Παπανδρόπουλος, τον τοποθετούσε στο ίδιο επίπεδο με το Γαβριηλίδη της «Ακρόπολης» και το Βυζάντιο της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης. Διέθετε μεγάλη μόρφωση και απέραντη μνήμη, αλλά πολλές φορές υπερέβαλε και η ειρωνεία του ήταν ανελέητη, όταν βρισκόταν σε προσωπική διένεξη. Επί οκτώμιση χρόνια σχολίαζε και ανέλυε, από τις στήλες του «Νεολόγου», τα σημαντικότερα εξωτερικά, εσωτερικά, τοπικά και θρησκευτικά ζητήματα, με ασυγκράτητη πολλές φορές επιθετικότητα. Τον Ιούλιο 1904 αποχώρησε από το «Νεολόγο» και το 1910 εξέδωσε δική του εφημερίδα, με τον τίτλο «ΚΡΑΥΓΗ του εκπνέοντος Ελληνισμού», από τις στήλες της οποίας πολεμούσε το Σλαβισμό. Όταν η «ΚΡΑΥΓΗ» διέκοψε την κυκλοφορία της, ο Σακελλαρίου έγινε αρθρογράφος της «Πελοποννήσου» και εξελίχτηκε στο μαχητικότερο πολέμιο της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Για την πολεμική του κατά της «Αντάντ», οι γαλλικές Αρχές κατοχής, τον εξόρισαν, στις 7 Ιουνίου 1917 στην Κορσική, μαζί με το Δημ. Γούναρη, τον Ιωαν. Μεταξά και άλλους αντιβενιζελικούς. Από την Κορσική επέστρεψε το 1919 και στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους πέθανε στην Πάτρα, σε ηλικία 74 ετών. Ήταν πολυγραφότατος και οι σύγχρονοί του δημοσιογράφοι υπολόγιζαν, ότι στη διάρκεια της δημοσιογραφικής ζωής του, έγραψε 20.000 άρθρα.
            Ο τιμώμενος εγγονός του ακολούθησε μία εξ ίσου λαμπρή διαδρομή, στο πεδίο της Ιστορικής επιστήμης και ξεπέρασε τα όρια της γενέτειράς του. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1928-1933) και το 1940 αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάσθηκε ως λειτουργός της Μέσης Εκπαίδευσης και παράλληλα ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες, τις οποίες συνέχισε στην Αγγλία (1945-1946) και στη Γαλλία (1951-1954).
            Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και το 1959 εξελέγη καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1968 το δικτατορικό καθεστώς τον απομάκρυνε από τη θέση του και συνέχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Πανεπιστήμιο της Λυόν, ως καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας. Με τη μεταπολίτευση επανήλθε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1979.
            Το 1982 εξελέγη Ακαδημαϊκός στον τομέα της Αρχαίας Ιστορίας, ενώ μέχρι τότε είχε αναπτύξει πολλές δραστηριότητες, συμμετέχοντας σε συμβούλια, επιτροπές και συνέδρια, που ασχολούνταν με την ελληνική Ιστορία και τα εθνικά θέματα. Είναι ο ιδρυτής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, το οποίο διηύθυνε μέχρι το θάνατό του.
            Ως πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1992, αντέδρασε σθεναρά στις ανιστόρητες και αβάσιμες αιτιάσεις των Σκοπίων, περί «μακεδονικού κράτους», «μακεδονικής εθνότητας» και «μακεδονικής γλώσσας». Παππούς και εγγονός ήσαν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε ό,τι σχετίζεται με τη Μακεδονία, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στο έργο τους.
            Το συγγραφικό του έργο είναι πλουσιώτατο και πραγματεύεται κυρίως τους πρώτους αιώνες της ελληνικής Ιστορίας και τις μετακινήσεις και τις εναλλαγές φύλων στην περιοχή του Αιγαίου, με βάση ιστορικά, φιλολογικά, αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα. Συνεργάστηκε σε συλλογικές εκδόσεις και ήταν ο κύριος συντονιστής των συλλογικών έργων της Εκδοτικής Αθηνών, για το Φίλιππο και τη Μακεδονία.
            Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή μας παρουσιάζει το έργο του «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715–1821)», που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1939, στο γερμανόφωνο βυζαντινολογικό περιοδικό, που εξέδιδε ο ακαδημαϊκός και διαπρεπής βυζαντινολόγος Νικ. Βέης.
            Στον Πρόλογο εξηγεί ότι επέλεξε να ασχοληθεί με τη μελέτη της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), διότι το γεωγραφικό αυτό διαμέρισμα συγκεντρώνει πολλά ουσιαστικά, μεθοδολογικά, αντικειμενικά και υποκειμενικά προσόντα και παρουσιάζει ιδεώδη οργανική αυτοτέλεια. Οι αναφορές στην Πάτρα και την περιοχή της είναι πολλές και αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας.
            Αναφέρει ότι οι Τούρκοι, στην ολότητά τους γαιοκτήμονες και στρατιώτες, κατοικούσαν κυρίως σε ωχυρωμένες πόλεις, όπως ήταν η Πάτρα, στην οποία συγκατοικούσαν με τους Έλληνες και μάλιστα οι μεταξύ τους σχέσεις ήσαν καλές. Όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Τούρκοι, οι Έλληνες διέμεναν έξω από την πόλη, στα προάστια ή σε γειτονικά κέντρα, με εξαίρεση την Τριπολιτσά και την Πάτρα. Οι δύο αυτές πόλεις, μαζί με το Μυστρά, αριθμούσαν, τις πρώτες δεκαετίες της β΄ Τουρκοκρατίας, δηλαδή μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, άνω των 10.000 κατοίκων, ενώ τα υπόλοιπα επαρχιακά κέντρα ακολουθούσαν με μεγάλη διαφορά.
            Πριν από τα Ορλοφικά, οι Γάλλοι είχαν στην Πάτρα δύο εμπορικούς Οίκους, οι οποίοι, μαζί με το δίκτυο των γαλλικών εμπορικών Οίκων στην Κορώνη, τη Μεθώνη, το Ναυαρίνο και την Κόρινθο, κυριαρχούσαν στο εμπόριο του λαδιού. Μετά τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), οι Βενετοί ίδρυσαν προξενείο, με καθαρώς εμπορικούς σκοπούς, δηλαδή τη συγκέντρωση πελοποννησιακών προϊόντων και τη διάθεση των δικών τους και επέτυχαν και δασμολογικά προνόμια. Αλλά αντιμετώπισαν μεγάλη αντίδραση και ανταγωνισμό από τους ντόπιους και διάφορους αλλοεθνείς εμπόρους, κυρίως Άγγλους, οι οποίοι ήλεγχαν το σταφιδεμπόριο και είχαν μεγάλη δύναμη στην αγορά. Επίσης τους προέβαλαν εμπόδια οι Τούρκοι και όλα αυτά συνέτειναν να απωλέσουν, μετά το 1738, την εμπορική ισχύ τους στην περιοχή.
            Τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, λειτουργούσαν στην Πάτρα, κατά το Σακελλαρίου, πυριτιδουργείο, ανάλογο με εκείνα της Δημητσάνας και εργαστήριο καθαρισμού ρυζιού, ενώ από το λιμάνι των Πατρών εξάγονταν στάρι, λάδι, μαλλιά και σταφίδα.
            Η Πελοπόννησος αποσπάσθηκε το 1715 από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, της οποίας ήταν επαρχία και περιήλθε στους Τούρκους. Έκτοτε αποτέλεσε, μέχρι την Επανάσταση, ενιαία διοικητική περιφέρεια, που της εξασφάλισε χωριστή ιστορική εξέλιξη και αυτοτελή οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να υπάρχει αφθονία πηγών, για τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και ο αείμνηστος Σακελλαρίου ταξινόμησε και συνέθεσε, όσες από τις πηγές αυτές ήσαν προσιτές, διότι αρκετές παραμένουν ακόμα απρόσιτες.
            Αναφέρθηκα στην αρχή στην εβδομαδιαία εφημερίδα «ΚΡΑΥΓΗ του εκπνέοντος Ελληνισμού», που εξέδιδε την περίοδο 1910-1911, ο παππούς του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου. Με σεβασμό και θαυμασμό για τον παππού του, ο εγγονός συνέθεσε έναν ογκώδη τόμο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα του Γεωργίου Α΄», στον οποίο περιέλαβε μια σειρά πενήντα τριών άρθρων, που δημοσίευσε στην εφημερίδα του, από 1η Αυγούστου 1910 μέχρι 11 Σεπτεμβρίου 1911, με τον τίτλο «Διατί έπεσεν η Ελλάς;» και τον επεξηγηματικό υπέρτιτλο «Ιστορία μιας πεντηκονταετίας», η οποία είναι η εποχή του Γεωργίου Α΄. Ο Σακελλαρίου με τα άρθρα του, επιχειρεί μία κριτική αναδρομή στο δημόσιο βίο και τα δημόσια ήθη της περιόδου, προσπαθώντας να εξηγήσει την κακοδαιμονία της πολιτικής ζωής της χώρας και τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δοκίμιο αναλυτικής πολιτικής σκέψης, που προσπαθεί να αποκαλύψει τη βαθύτερη λογική και τα μη προφανή κίνητρα των πολιτικών πράξεων και μέσα από μία κανονιστική οπτική, διακηρύσσει, ότι για την Ελλάδα, ο δρόμος είναι μόνο ένας, ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας, ο εκδυτικισμός της πολιτικής, κατά τα αγγλικά φιλελεύθερα πρότυπα και η ορθολογική στάθμιση των συναισθηματισμών και του εθνικού παρορμητισμού.
            Η προσωπικότητα του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου φωτίζεται άπλετα και φορτισμένα από τον εγγονό του, στην Εισαγωγή, που εκτείνεται σε 35 σελίδες και δημοσιεύονται πολλά στοιχεία για τη στενή σχέση του με το θείο του Μητροπολίτη Αθηνών Αλέξανδρο Λυκούργο, μία εμβληματική προσωπικότητα της ελλαδικής εκκλησίας, που πρέπει να επηρέασε τις ιδέες του.
            Ο γάμος του με τη Μαρία Μαργέλου ήταν η αιτία να μετοικήσει στην Πάτρα, από την Αθήνα, όπου ζούσε και να διακόψει τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία που είχε ξεκινήσει. Η Μαρία Μαργέλου ήταν απόγονος του αγωνιστή του 1821 Βασιλείου Μαργέλου, στο οποίο παραχωρήθηκε από το Κράτος το 1852, μία έκταση 300 στρεμμάτων, από τις λεγόμενες «εθνικές γαίες», που βρισκόταν περίπου τρία χιλιόμετρα από τις εκβολές του Πείρου, εκεί που είναι σήμερα ο Αλισσός. Έφυγαν από την Αθήνα, για να εξετάσουν επί τόπου, ποιά θα μπορούσε να είναι η καλύτερη αξιοποίηση του κτήματος και αφού διαπίστωσαν ότι δεν μπορεί να γίνει διαχείριση από μακρυά, εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα. Όσοι από τους παλαιούς αγωνιστές δεν είχαν αγροτική παράδοση, καλούσαν χωρικούς από άλλα μέρη, να καλλιεργήσουν τη γη τους, με τη συμφωνία να λάβουν, ως ιδιοκτήτες, το μισό της παραγωγής. Αυτό έκανε και η οικογένεια Μαργέλου. Η αγροτική ζωή του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου διήρκεσε μέχρι το 1895, οπότε επανήλθε στην ενεργό δημοσιογραφία.
            Η δημοσίευση των άρθρων του στον τόμο που επιμελήθηκε ο τιμώμενος εγγονός του, είναι μία σημαντική συμβολή στο πεδίο της νεοελληνικής πολιτικής σκέψης. Πρόκειται για δυσεύρετα κείμενα, που αναφέρονται σε μία εποχή έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, είναι γραμμένα με θάρρος και παρρησία και η αναζήτησή τους ήταν πολύ δύσκολη, μέχρι που εκδόθηκε ο Τόμος και κατέστησαν προσιτά.
            Την περίοδο που κυριαρχούσε στο δημοσιογραφικό στερέωμα των Πατρών ο Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου, υπήρχαν και άλλοι σημαντικοί δημοσιογράφοι. Όλοι ήσαν ερασιτέχνες, όπως και ο Σακελλαρίου, αλλά θεωρούνταν διακεκριμένα μέλη της κοινωνίας και η αρθογραφία τους δεν περνούσε απαρατήρητη και δεν έμενε ασχολίαστη από την κοινή γνώμη.
            Για τον Τύπο των Πατρών υπάρχει η εξαιρετικής πληρότητας μελέτη του Νίκου Ε. Πολίτη, που καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, αλλά ως έργο αναφοράς, δεν ήταν δυνατόν να επεκταθεί σε πολλές λεπτομέρειες, παρά τον πλούτο των πληροφοριών που περιέχει και τις εύστοχες αξιολογήσεις του. Το κενό αυτό μένει να καλυφθεί από μεμονωμένες μονογραφίες και ο Τόμος τον οποίο επιμελήθηκε ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όσον αφορά τον παππού του, με τη συναισθηματικά βιωμένη και τεκμηριωμένη εξιστόρηση, η οποία περιέχεται στην εκτενή Εισαγωγή που συνέθεσε.
            Στον ίδιο Τόμο δημοσίευσε δύο κείμενα αφιερωμένα στον παππού του, γραμμένα από το γάλλο συγγραφέα Albert Reggio, το ένα του 1911 και το άλλο του 1921 και ένα δριμύτατο άρθρο του, με τον τίτλο «Αντί ολίγων πλίνθων», που δημοσίευσε στην «Πελοπόννησο» στις 3 Ιουνίου 1917 και είχε ως συνέπεια την απαγόρευση της κυκλοφορίας της εφημερίδας και την εξορία του συντάκτη του στην Κορσική. Έκτοτε και για αρκετά χρόνια, η έκδοση της «Πελοποννήσου» συνεχίστηκε με τον τίτλο «Τηλέγραφος». Με ιδιαίτερα σκληρές εκφράσεις ο Σακελλαρίου καταφέρεται κατά των Συμμάχων και του Ύπατου Αρμοστή Ζονάρ, αναφερόμενος στο ένδοξο παρελθόν της Ελλάδος και στις θυσίες που υπέστη.
            «…Τι μας απειλείτε με το σκιάκτρον της Αντάντ; Δεν εδειλιάσαμεν όταν καταγωνιζώμεθα την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, της Αιγύπτου τας δυνάμεις, των Αλγερινών και Μαροκινών τας ορδάς. Δεν εδειλιάσαμεν, όταν η διπλωματία της Αγγλίας και της Γαλλίας και της Ρωσσίας μας κατεπολέμει. Δεν επτοήθημεν, όταν οι Ναύαρχοί σας και τα πολεμικά σας εβοήθουν τον Ιβραήμην και τον μετέφερον εις την Πελοπόννησον. Διατί θα πτοηθώμεν τώρα δεκασχιλίους Σενεγαλέζους όταν η Γερμανία κρατή τον βρόχον εις τον λαιμόν σας; Οι Έλληνες δεν είχομεν όπλα εις το ’21. Εφονεύομεν Τούρκους και εσκυλεύαμεν τον οπλισμόν των. Διατί δεν θα πράξωμεν το αυτό και σήμερον; κύριε Ζωνάρ. Οι όροι σου είναι απαράδεκτοι. Είνε η καταστροφή της Ελλάδος πολιτικώς. Είνε ατίμωσις ηθικώς. Πορεύου εις ειρήνην ή βομβαρδίσατε την πρωτεύουσαν. Δεν ήτο και την εκάμαμεν. Την εκάμαμεν, ας την χάσωμεν. Αλλά μη λησμόνει, ότι όλος ο Ελληνικός Λαός θα τρέξη εις την Μακεδονίαν. Και τότε!!!».
            Για να κατανοηθεί καλύτερα η σημασία του συγκεκριμένου άρθρου και γενικά των γραπτών του δημοσιογράφου Σακελλαρίου, πρέπει να αναχθεί ο αναγνώστης στην εποχή που δημοσιεύτηκαν. Το μέσον για την κατανόησή τους, μας το προσφέρει η Εισαγωγή, η οποία, όπως όλα τα γραπτά του τιμώμενου Ακαδημαϊκού, ξεχωρίζει για τη σαφήνεια των νοημάτων της και την καθαρότητα του ύφους της. Την ίδια καθαρότητα και σαφήνεια έχουν και τα πάμπολλα άρθρα του δημοσιογράφου Σακελλαρίου, που μπορεί σήμερα να μη συγκινούν το ευρύ κοινό, διότι στερούνται επικαιρότητας, όμως η εποχή που γράφτηκαν, έχει πολλές ομοιότητες με τη σημερινή, αφού και σήμερα «εκπνέει ο Ελληνισμός», αλλά θέλω να πιστεύω ότι δεν θα καταλήξει, όπως δεν κατέληξε επί τόσες δεκαετίες. Δυστυχώς όμως δεν «κραυγάζουν» οι Έλληνες, διότι η μαλθακότητα, η αδιαφορία και η ραστώνη, έχουν καταστεί ενδημικό νόσημα και έχουν επικαλύψει τα πάντα.

Χρήστος Αθαν. Μούλιας

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Χτες Σάββατο 7η Φεβρουαρίου 2015 και ώρα 9,30 μέχρι τη 14.00 συνήλθε στην Αθήνα και στην αίθουσα συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου που βρίσκεται επί της Πλατείας Ελευθερίας αριθ.22 η Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων των σωματείων πολυτέκνων της χώρας,
Στα θέματα ημερησίας διατάξεως ήταν η εκλογή προεδρείου Γενικής Συνελεύσεως και Εφορευτικής Επιτροπής. Η έγκριση του προϋπολογισμού έτους 2015,η ανάγνωση της έκθεσης της Εξελεγκτικής Επιτροπής, ο οικονομικός και διοικητικός απολογισμός του έτους 2014 και η διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας για την έγκριση τους ή μη.
Στη Συνέλευση από τα 101 Σωματεία Πολυτέκνων της χώρας απέστειλαν δικαιολογητικά για τη συμμετοχή τους στη Συνέλευση 84 σωματεία. Από τον έλεγχο που διενήργησε η τριμελής επιτροπή που είχε εκλεγεί από το Γενικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε πως πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις που τάσσονται από το καταστατικό 79 σωματεία πολυτέκνων-μέλη της ΑΣΠΕ.
Από τη συμμετοχή τους στη Γενική Συνέλευση αποκλείσθηκαν τα παρακάτω σωματεία τα οποία δεν είχαν εκπληρώσει τις προς την Α.Σ.Π.Ε. οικονομικές τους υποχρεώσεις:
1.Αιγιαλείας,Παραμυθιάς,Πατρών και Φιλιατών, Νεάπολης Θεσ/νίκης.
Τον διοικητικό απολογισμό έκανε ο πρόεδρος της ΑΣΠΕ Βασίλειος Θεοτοκάτος ενώ τον λόγο έλαβαν και τοποθετήθηκαν κριτικά και επαινετικά εκπρόσωποι των σωματείων Χανίων, Ηρακλείου, Αγρινίου, Δράμας, Νέας Ιωνίας, Σερρών, Φιλιππιάδας, Κεφαλληνίας ,Κοζάνης, Λάρισας,Καστοριάς,Κοζάνης,Καβάλας,Διδυμοτείχου,Χαλκίδας,Τριπόλεως και Έβρου.
Στις τοποθετήσεις των εκπροσώπων των σωματείων που έλαβαν το λόγο και τοποθετήθηκαν επί του διοικητικού και οικονομικού απολογισμού απάντησε και τοποθετήθηκε επί των προτάσεων των εκπροσώπων των σωματείων και έκλεισε τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης ο Αντιπρόεδρος της ΑΣΠΕ Λεωνίδας Μαργαρίτης.

ΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΥ ΜΙΧΑΗΛ.Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

ΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ  ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΥ
ΜΙΧΑΗΛ.Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
ΧΤΕΣ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
                          
Παρουσία    ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών και πολλών  φιλοτέχνων,  έγινε χτες  Δευτέρα  βράδυ,  στα πλαίσια των εκδηλώσεων που έχουν προγραμματισθεί  από την Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος των γνωστών και καθιερωμένων  Φιλολογικών Βραδινών,  στην αίθουσα  της Δημοτικής Βιβλιοθήκης  σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Πατρέων, η  εκδήλωση Μνήμης και Τιμής προς τον  αποβιώσαντα τον Αύγουστο  του περασμένου χρόνου γνωστού πατρινού Καθηγητή της Ιστορίας και Ακαδημαϊκού αείμνηστου  Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου.
Ο πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεωνίδας Μαργαρίτης κατά την παρουσίαση της εκδήλωσης και των ομιλητών, αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του τιμωμένου καθώς και στην εξελικτική πνευματική και συγγραφική του πορεία στην αποτυχία του να ανακηρυχθεί διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1939, αποκλειστικά και μόνο λόγω αντιζηλίας ορισμένων καθηγητών που ωστόσο έγινε παμψηφεί δεκτός από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αναφέρθηκε στην όλη επιστημονική και ακαδημαϊκή του δράση και πορεία ενώ έκανε εκτενή αναφορά στην πρωτότυπες μελέτες του και τα έργα του που έτυχαν κατ’ επανάληψη ανατυπώσεων   από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης αλλά και άλλων εγκύρων εκδοτικών οίκων. Τόνισε ιδιαιτέρως πως τόσο η πόλη των Πατρών όσο και   εκείνη της Γαστούνης  τίμησαν το σύνολο της  σημαντικής πνευματικής, ερευνητικής και συγγραφικής του προσφοράς και  τον ανακήρυξαν  επίτιμο Δημότη, κάτι που  και ο ίδιος θεωρούσε σημαντική  τιμή και  μνημόνευε με ικανοποίηση.
Για τη ζωή και το πρώτο έργο που τον ανάδειξε στη θέση του Διδάκτορα και καθηγητή: «Η Πελοπόννησος κατά τη δευτέραν Τουρκοκρατίαν» (1715-1821)   έκανε εκτενή λόγο ο τ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών Αθανάσιος Φωτόπουλος o οποίος έδωσε πολλές λεπτομέρειες για τις δυσχέρειες που συνάντησε ο αείμνηστος καθηγητής από το καθηγητικό κατεστημένο της εποχής του.
Στη  συνέχεια το λόγο έλαβε ο συμπολίτης δικηγόρος, συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής Χρήστος Μούλιας ο οποίος αναφέρθηκε σε γενικές γραμμές στο συνολικό ερευνητικό και συγγραφικό έργο του τιμωμένου αλλά και στην προσφορά του ομώνυμου πάππου του Μιχαήλ Σακελλαρίου Δημοσιογράφου αρχικώς της εφημερίδας «ΝΕΟΛΟΓΟΣ» και στη συνέχεια αρθρογράφου και αρχισυντάκτη  της εφημερίδας «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» , καθώς επίσης  εκδότης του περιοδικού «Κραυγή του εκπνέοντος  Ελληνισμού». Σημείωσε ακόμη ότι εξ αιτίας της δημοσίευσης άρθρου του στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» εξορίσθηκε στην Κορσική.
Ο τελευταίος ομιλητής ο  συμπολίτης δικηγόρος και συγγραφέας Παύλος Μαρινάκης.Ο κ.Μαρινάκης  στην ομιλία του περιορίσθηκε στο έργο του αείμνηστου Ακαδημαϊκού με τίτλο: «ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» το οποίο έκρινε πως είναι από τα σημαντικότερα έργα του τιμωμένου. Έκανε λεπτομερή αναφορά στα αξιόλογα κεφάλαια τα οποία έχουν όχι μόνο επαρκή τεκμηρίωση αλλά και λεπτομερή αναφορά στη γνωστή αλλά και άγνωστη βιβλιογραφία. Ο ομιλητής δήλωσε εντυπωσιασμένος από την παράθεση στο τέλος του έργου της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε για κάθε θεματική ενότητα. Στο τέλος της εκδήλωσης ο πρόεδρος της Εταιρείας ευχαρίστησε τους ομιλητές αλλά και το κοινό που παρακολούθησε με έντονο ενδιαφέρον της εκδήλωση τιμής στο αξέχαστο Ακαδημαϊκό Μιχαήλ Σακελλαρίου. Προσκάλεσε  ακόμη τους παρισταμένους στην εκδήλωση της προσεχούς δευτέρας που θα είναι αφιερωμένη στον ποιητή της φυλής Κωστή Παλαμά. Το τέλος της εκδήλωσης κάλυψαν τα χειροκροτήματα των παρισταμένων που απέδωσαν τιμή στον άξιο κατά πάντα συμπολίτη Ακαδημαϊκό που μας έφυγε πλήρης ημερών και κατάκτησε επάξια μια σημαντική θέση στα γράμματα και την επιστήμη. Μια βραδιά  αξέχαστη σ’ όσους  την  παρακολούθησαν.




«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

           
            Το θέμα της αποψινής ομιλίας αναφέρεται στην «Κοινωνική Πρόνοια στο Βυζάντιο», η οποία, πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου, ότι δεν είναι ενιαία και ταυτόσημα καθ’ όλη την διάρκεια της μακρόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό θα αναφερθώ σε λειτουργίες της σε διάφορες περιόδους.
            Η Βυζαντινή περίοδος άρχισε το 330 μ.χ., όταν ο Αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από την Ρώμη στο Βυζάντιο, αφού προηγουμένως, με το ιστορικό διάταγμα των Μεδιολάνων, παρεχωρείτο ανεξιθρησκία, που είχε σαν συνέπεια την διακοπή και απαγόρευση των διώξεων των Χριστιανών. Στη συνέχεια προέβη στην επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού. Καθοριστικά και τα δυο αυτά γεγονότα για την εδραίωση και την περαιτέρω πορεία του Χριστιανισμού.
            Η μεταφορά του κέντρου του γνωστού τότε κόσμου στο Βυζάντιο, είχε σαν αποτέλεσμα την θεμελίωση νέων ιδεών, νέων τάσεων, νέων στοιχείων και νέων θεσμών, που στο σύνολο τους χαρακτηρίζονται «Βυζαντινός Πολιτισμός», κράμα μιας διάδοχης Ρωμαϊκής και Ελληνικής κοινωνίας, κάτω βέβαια από ανατολίτικες επιδράσεις, αλλά κυρίως κάτω από το πνεύμα του Χριστιανισμού, που στην πρώτη του φάση εμφανιζόταν σαν η πιο αξιόλογη κοινωνικοπολιτική και θρησκευτική κοσμοθεωρία. Χωρίς αμφιβολία η νέα Θρησκεία κατέβαλε μεγάλες και αγωνιώδεις προσπάθειες στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, προκειμένου να επιβληθεί και να αποκόψει ή και να περιορίσει κάθε δεσμό της κοινωνίας και των ηθών με τον προηγούμενο κόσμο, που μαζί με τις ειδωλολατρικές του θρησκείες περνούσε στάδια ηθικής, οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής παρακμής.
            Έτσι ο Χριστιανισμός, βρήκε την οριστική του ολοκλήρωση και συμπορεύτηκε αρμονικά και αποτελεσματικά με την εκάστοτε κρατική πολιτική και ιδίως στους τομείς της Κοινωνικής Μέριμνας και της αντιμετώπισης γενικά των κοινωνικών προβλημάτων.
            Τότε η Εκκλησία, εκτός από την διάδοση της αληθινής Πίστεως που καταπολεμούσε τις ψεύτικες δοξασίες με ακαταμάχητη δραστηριότητα, εκτός από την πραγμάτωση της ιδέας της Χριστιανικής Δικαιοσύνης, εκτός από την διαχείριση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, είχε σαν κύριο καθήκον να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που έδινε για ένα καλύτερο τρόπο ζωής για όλους τους πιστούς σε τούτο τον κόσμο, αλλά και για μια επουράνια γαλήνη στον άλλο, μεταθανάτιο κόσμο. Αυτή η υπόσχεση ήταν που έδινε στην Εκκλησία το δικαίωμα και την υποχρέωση να αναμιγνύεται σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής.  Και σε όσο βαθμό πετύχαινε η Εκκλησία να καλυτερεύσει την μοίρα όλων εκείνων που είχαν ανάγκη, είτε επρόκειτο για φτωχούς, είτε για γέροντες βασανισμένους, είτε για γυναίκες παραστρατημένες, είτε για άλλους αναξιοπαθούντες, άλλο τόσο έκανε πιστευτή την διαβεβαίωση που έδινε στον κόσμο για μια ουράνια ευδαιμονία.
Λόγω της μεγάλης φτώχειας που υπήρχε και των αντίξοων συνθηκών ζωής, η άσκηση φιλανθρωπίας έγινε πολύ γρήγορα ένα από τα κύρια καθήκοντα της Εκκλησίας, που γινόταν σε συνεργασία ή παράλληλα με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από μέρους της Πολιτείας.
Από του Μ. Κωνσταντίνου και εξής ιδρύονται από την Εκκλησία, από τους Αυτοκράτορες ή και από πλούσιους ιδιώτες φιλανθρωπικά Ιδρύματα, όπως «πτωχεία», καθώς ελέγοντο τότε τα Ιδρύματα για την περίθαλψη των φτωχών, Ορφανοτροφεία, αλλά και τα λεγόμενα «Ξενοδοχεία», που καίτοι ονομάζοντο ξενοδοχεία, δεν είχαν την σημερινή τους μορφή, αλλά περιέθαλπαν ξένους, περαστικούς, αλλά και ασθενείς και επειδή σε αυτά προσφερόταν και νοσοκομειακή περίθαλψη, ήσαν κατά κάποιο τρόπο συνώνυμα των Νοσοκομείων, ενώ κάθε ημέρα τα Ιδρύματα αυτά διένειμαν στους φτωχούς μεγάλες ποσότητες τροφίμων.
Πολλοί ιδιώτες εθεώρουν Χριστιανικό καθήκον να υπηρετούν τα Φιλανθρωπικά αυτά Ιδρύματα. Οι φιλάνθρωποι εκληροδότουν ή εχάριζαν εν ζωή περιουσιακά τους στοιχεία, τρόφιμα ή χρήματα.
Σε κάθε πόλη υπήρχαν προϊστάμενοι αυτών των Ιδρυμάτων, οι λεγόμενοι «Ξενοδόχοι», των οποίων το αξίωμα αυτό, δηλαδή του Ξενοδόχου, όπως και το αντίστοιχο του «Ορφανοτρόφου», είχε μεγάλη σημασία και θέση στην Βυζαντινή Ιεραρχία, την δε θέση του Ορφανοτρόφου την κατελάμβαναν πρώην Μητροπολίτες ή υποψήφιοι Μητροπολίτες και άλλοι ανώτεροι Κλητικοί ή ανώτεροι Υπάλληλοι, που ήσαν υπεύθυνοι μόνον έναντι του  Αυτοκράτορα.
Ορφανοτρόφος προίστατο του ονομαστού στην Κωνσταντινούπολη Ορφανοτροφείου, που ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα από τον Όσιο «Ζωτικό τον Ορφανοτρόφο». Τούτο δε ενισχύθηκε έπειτα οικονομικώς υπό του Ιουστινιανού, ενώ ανακαινίσθηκε επανειλημμένως υπό διαφόρων Αυτοκρατόρων, μέχρι του 11ου αιώνος. Ριζική ανακαίνιση και επαύξησή του ανέλαβε ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, που το ανανέωσε κατά το πρότυπο της παλαιάς «Βασιλειάδος», του περιλάλητου Φιλανθρωπικού Ιδρύματος του Μεγάλου Βασιλείου στην Καισάρεια. Από τον ίδιο Αυτοκράτορα ιδρύεται το Νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορα, το μεγαλύτερο του Μεσαίωνος.
Ο Αλέξιος, μετά την εκστρατεία του κατά των Τούρκων και την απελευθέρωση απείρων αιχμαλώτων και μικρών παιδιών, έπρεπε να φροντίσει περί αυτών των παιδιών, γι’ αυτό τα εγκατέστησε στο εν λόγω Ορφανοτροφείο, όπου, εκτός από την στέγαση και την διατροφή, παρήχετο μόρωση και μάλιστα, εκτός από την εγκύκλιο Παιδεία και την επαγγελματική μόρφωση, ελάμβαναν και ανωτέρα μόρφωση, αφού εδιδάσκετο ακόμα και  η Ρητορική. Όπως γράφει η θυγατέρα του Αυτοκράτορα Αλεξίου, η Άννα η Κομνηνή, το Ορφανοτροφείο αυτό διευθύνετο από «ενδοξότατους» άνδρες, ο δε Αλέξιος  εξασφάλισε δια χρυσοβούλων τα αναγκαία στο Ίδρυμα οικονομικά μέσα, τα οποία διεχειρίζετο ιδιαίτερη λογιστική Υπηρεσία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το ονομαστό Ίδρυμα, την «Βασιλειάδα», που ίδρυσε ο Μ. Βασίλειος ως Επίσκοπος Καισαρείας. Ήταν παμμέγιστον Πτωχοκομείο και Νοσοκομείο, Ίδρυμα εξελιχθέν ολίγον μετ’ ολίγον σε πόλη 30.000 ανθρώπων, το «της ευσεβείας Ταμείον», κατά τον Ναζιανζηνόν και ακμάσαν καθ’ όλον τον 4ο και 5ο αιώνα. Εις το κέντρο υψούτο μεγαλοπρεπής Ναός, πλησίον του οποίου η απέριττος κατοικία του Ιεράρχου Βασιλείου, ο οποίος επεθύμει να βρίσκεται πλησίον των πτωχών και των ασθενών, περιποιούμενος ο ίδιος τις πληγές των λεπρών, ενώ στο χώρο του Ιδρύματος ήταν, εκτός από το Νοσοκομείο, το Πτωχοκομείο, το Λεπροκομείο, οι ξενώνες, τα οικήματα των προσκυνητών, των Ιατρών, των Νοσοκόμων, των αναρίθμητων υπηρετών καθώς και κήποι και τόποι περιπάτου για τους αναρρωνύοντες. Και όλο αυτό το τιτάνειο έργο δημιουργήθηκε από τον Μ. Βασίλειο μέχρι την ηλικία των 49 ετών, που απεβίωσε.
Μ. Βασίλειος: Μετά τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές. 21 ετών στην Αθήνα, όπου ανθούσαν τα γράμματα στην πασίγνωστη Φιλοσοφική Σχολή που αποτελούσε μαγνήτη όλου του κόσμου.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κλπ/ Συμμαθητές ήταν με τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον μετέπειτα Αυτοκράτορα Ιουλιανό.
Ύστερα από 4χρονες σπουδές γύρισε στην παρτίδα του, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του Δικηγόρου. Περιόδευσε την Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία για να γνωρίσει την ασκητική ζωή και τόσο γοητεύτηκε που πήγε στον Πόντο και έζησε ως Μοναχός 5 έτη. Κατόπιν εποίμανε ως Επίσκοπος Καισάρειας επί 9 έτη.
Κάποτε που ο Αυτοκράτορας Ουάλλης έστειλε τον Επίτροπο του, που υποστήριζε τον Άρειο και τον απείλησε με εξορία, δήμευση και μαρτυρικό θάνατο, του απάντησε «λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία έχω, την εξορία δεν την λογαριάζω γιατί σε αυτό τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβάμαι γιατί θα οδηγηθώ ποιο γρήγορα στον Θεό». Κι όταν αυτός του είπε «κανένας άλλος Επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι» αυτός του απάντησε «δεν θα μίλησες με πραγματικό Επίσκοπο».
Ο Μ, Βασίλειος για τα θέματα νοσηλείας είχε αφήσει το βιβλίο «περί του πώς δεί προσφέρεσθαι τους εν τω νοσοκομείω αρρώστοις».

ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΕΣ: Η Εκκλησία στο Βυζάντιο έκανε χρήση στο φιλανθρωπικό της έργο τις υπηρεσίες της τάξεως των  Διακονισσών που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στο θρησκευτικό και κοινωνικό της έργο. Εκτός από τις θρησκευτικές υπηρεσίες, όπως κατά την βάπτιση γυναικών  (πριν καθιερωθεί η νηπιοβάπτιση) φρόντιζαν τους αρρώστους και διακονούσαν στις ανάγκες των πτωχών και ορφανών. Ο 19ος Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σημειώνει πως οι Διακόνισσες συνιστούσαν είδος χειροτονημένου κλήρου. Επειδή το προνοιακό τους έργο ελεγχόταν από τις τοπικές Εκκλησίες, οι Διακόνισσες διορίζονταν για να υπηρετούν σε μεγάλους Ναούς, σαν την Αγία Σοφία, στην οποία, με νόμο του Ιουστινιανού, υπηρετούσαν 40 Διακόνισσες. Η εν Τρούλλω Σύνοδος επέβαλλε να έχουν συμπληρώσει οι Διακόνισσες το 40ο έτος της ηλικίας τους.
Εκτός από τους άλλους φορείς και τα μεμονωμένα άτομα, οι ανάγκες των απόρων υπηρετούνταν μέσω ενός οργανισμού που ονομαζόταν «Διακονία», που κύριο έργο της ήταν η διανομή ελεημοσυνών και άλλων υλικών αγαθών στους πτωχούς, ξένους, άνεργους που ζούσαν ή συγκεντρώνονταν κοντά στα λιμάνια, αγορές, πλατείες, ακόμα πνευματική καθοδήγηση όπως συμβουλές, ενθάρρυνση και πνευματική καθοδήγηση. Οι υπηρεσίες του Οργανισμού «ΔΙΑΚΟΝΙΑ» περιελάμβαναν και φροντίδα για την καθαριότητα αυτών των ανθρώπων. Έτσι οι πτωχοί οδηγούνταν με την σειρά στα δημόσια λουτρά για το λούσιμο τους.
Εκείνους τους χρόνους, εκτός από τις συνηθισμένες ασθένειες, δηλαδή καρδιακές παθήσεις, αρθρίτιδα, επιληψία, υδρωπικία, φυματίωση και άλλες, ήσαν πολύ συνηθισμένες και οι ενδημικές αρρώστιες πανούκλα, χολέρα, λέπρα και άλλες παρόμοιες.

Αέτιος: Αρχίατρος Ιουστινιανού, αναφέρεται σε συμπτώματα κίρρωσης ήπατος, στη ρευματοπάθεια (ρευματική αρθρίτιδα), την ουρική αρθρίτιδα, για την οποία αναφέρει «αρθρίτις εστί διάθεσις περί τα άρθρα, διαφέρει δε της ποδάγρας, ο μεν ποδαγρικός περί τους πόδας την διάθεσιν έχει (σημερινό ουρικό οξύ), ο δε αρθριτικός περί πάντα τα άρθρα».
Αξίζει να αναφερθεί ότι είχε γράψει περί του φύλου του κυοφορούμενου εμβρύου «βεβαιώτατον σημείο, επί αρρένων ο σφυγμός της δεξιάς χειρός της εγκύου σφοδρότερος και ταχύτερος, μείζον και σκληρότερος, ενώ επί θηλέων το της ευωνύμου είναι».
Στο Βυζάντιο εχρησιμοποιείτο η θεραπευτική του Γαληνού και η ομοιοπαθητική και στη φαρμακολογία η βοτανική θεραπευτική.
Συμπερασματικά προκύπτει ότι κατά την Βυζαντινή Ιατρική είχαν αναπτυχθεί πολλοί νέοι τρόποι διαγνωστικής, που συγκρινόμενοι με τις σύγχρονες μεθόδους δεν μοιάζουν, αλλά αποκαλύπτει το υψηλό σημείο καλλιέργειας της Ιατρικής Επιστήμης.
Για να θεραπεύσουν τις ασθένειες αυτές οι Βυζαντινοί είχαν οργανώσει Ιατρική Υπηρεσία αποτελεσματική και με πλούσια κλιμάκωση. Κάθε πόλη είχε, ανάλογα με τον πληθυσμό της, όσους Γιατρούς κρίνονταν αναγκαίοι. Είχαν επίσης Νοσοκομείο που διευθύνονταν από έμπειρο επαγγελματία Γιατρό, που ήταν υπεύθυνος απέναντι του Τοπικού Επάρχου.
Στις αρχές του 12ου αιώνος ο Ιωάννης Κομνηνός ο Β΄, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη ένα Ίδρυμα που υιοθέτησε τις πιο σύγχρονες για εκείνη την εποχή αντιλήψεις περί κρατικής περιθάλψεως και υγιεινής. Το αποτελούσαν δυο Νοσοκομεία, το ένα προοριζόταν για τους άνδρες και το άλλο για τις γυναίκες. Καθένα είχε 10 τμήματα και κάθε τμήμα 50 κρεβάτια,. δηλαδή 10 χ 50= 500 (όσο το δικό μας Νοσοκομείου «Αγ Ανδρέα» επί δύο φορές). Και στα δυο αυτά Νοσοκομεία ένα τμήμα προοριζόταν για χειρουργικές επεμβάσεις και ένα άλλο για τις χρόνιες παθήσεις. Το επιστημονικό προσωπικό περιελάμβανε 12 άνδρες Γιατρούς και 2 γυναίκες Γιατρούς, κάθε Γιατρός είχε 12 ειδικευμένους βοηθούς και 8 ανειδίκευτους. Οι γυναίκες Γιατροί είχαν αντίστοιχα 4 και 2 βοηθούς. Δυο Παθολόγοι επίσης ανήκαν στο Ιατρικό προσωπικό, τέλος δε ένα εξωτερικό Ιατρείο λειτουργούσε για τους άλλους ασθενείς. Ειδική Σχολή ήταν προσαρτημένη στο Νοσοκομείο για να εκπαιδεύονται στην Ιατρική τα παιδιά όλων των μελών του Ιατρικού προσωπικού. Το Ίδρυμα περιελάμβανε ακόμα ένα Γηροκομείο, ένα άσυλο για επιληπτικούς και ένα άσυλο για ορφανά και νόθα παιδιά. Δυο Εκκλησίες, κτισμένες στον περίβολο του Ιδρύματος, ανταποκρίνονταν στις θρησκευτικές ανάγκες του Ιατρικού προσωπικού και των ενοίκων.
Οι Αυτοκράτορες, οι οικογένειές τους, οι Αξιωματούχοι και ο λαός σαν σύνολο εκδήλωναν την αφοσίωσή τους προς την Εκκλησία και τα κοινωφελή της Ιδρύματα, προσφέροντας δωρεές σε χρήματα ή σε κτήματα.
Οι Βυζαντινοί εξάλλου γνώριζαν πολύ καλά την σημασία του ψυχολογικού παράγοντα, παράλληλα με την φυσιολογική θεραπεία, και  χρησιμοποιούσαν ανάλογη θεραπευτική μεταχείριση, η οποία για πολλούς αιώνες ήταν άγνωστη στην Δυτική Ευρώπη. Ανάμεσα στις πιο υπολογίσιμες ψυχικές ανέσεις αξίζει να μνημονευτεί το δικαίωμα που είχε αναγνωριστεί για κάθε οικοδεσπότη με ιδιόκτητη κατοικία, να έχει θέα προς την θάλασσα.
Κάθε χρόνο εκπαιδεύονταν αρκετοί Γιατροί, ώστε να είναι δυνατή η επάνδρωση και των Κρατικών Νοσοκομείων και εκείνων που ανήκαν σε Μοναστήρια, Κοινόβια ή Ορφανοτροφεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γιατροί ήσαν κατά κύριο λόγο αυτοδίδακτοι και οπωσδήποτε οι Βυζαντινού Γιατροί δεν μπόρεσαν στον τομέα τους να επιτύχουν προόδους τόσο σημαντικές, όσο εκείνες των συναδέλφων τους στην Δυτική Ευρώπη, ειδικότερα στις Ιατρικές Σχολές της Μπολώνιας και των Παρισίων. Οι Βυζαντινοί Γιατροί κατέφευγαν συχνά στην αφαίμαξη με τις βδέλλες, στο καθαρτικό και στον καυτηριασμό των ακρωτηριασμένων μελών. Οι Γιατροί στο Βυζάντιο διαβαθμίζονται ανάλογα με την πείρα τους σε «πρώταρχους», «μέσους», «τελευταίους» (δηλαδή τέλειους) και «βασιλικούς». Έχουν ακόμα εξειδικευτεί σε διάφορους τομείς (κλινικοί, οφθαλμικοί, χειρουργικοί κλπ) και φυσικά οι αμοιβές διαφέρουν ανάλογα. Ένα μέρος της αμοιβής ήταν για την αγορά των αναγκαίων υλικών για την παρασκευή του γιατρικού ( ...δότε μοι, ας αγοράσω είδη, τα προς ιατρείαν....), κάπου αναφέρεται. Η αμοιβή πάλι κυμαινόταν, άλλοι ζητούσαν «τριμίσιν», 3/4 του χρυσού νομίσματος, άλλοι «σιμίσιν», ½, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις αναφέρονται 8 ή 10 χρυσά νομίσματα. Φυσικά ο Γιατρός δεν είναι άκαμπτος και πολύ συχνά από τους απόρους δεν ζητά αμοιβή, αλλά μόνο όσα χρειάζονται για την παρασκευή του φαρμάκου, ενώ όταν η αρρώστια δεν επιδεχόταν θεραπεία δεν έπαιρναν αμοιβή, «ει τι θέλεις δούναι ημίν ού λαμβάνομεν, ουκέτι γαρ επιδέχεται το νόσημα τούτον θεραπείαν».
Εκτός από τον Ιδιώτη Γιατρό υπάρχει και ο θεσμός του διορισμένου Γιατρού, που μετά από πρόταση του Επάρχου, αμοίβετο από το Δημόσιο Ταμείο. Οι Γιατροί των Ιδρυμάτων  είχαν μικτό τρόπο αμοιβής, από «ρόγαν», δηλαδή χρήματα, «αννόναν» (πεσκέσι)  και «αγάπας» (φιλικά δώρα).
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού πολλοί Γιατροί εξετάζουν και θεραπεύουν δωρεάν. Οι Γιατροί Κοσμάς και Δαμιανός ονομάζονται για τον λόγο αυτό Ανάργυροι και ανακηρύσσονται Άγιοι.
Μια άλλη κατηγορία αναξιοπαθούντων ήσαν οι ζητιάνοι και οι σακάτηδες, που αποτελούσαν για το Βυζαντινό κράτος ξεχωριστή τάξη και προστατευόταν από την Εκκλησιαστική Αρχή, γιατί η Εκκλησία είχε αναγνωρίσει από παλιά στο Βυζάντιο, το επάγγελμα του ζητιάνου. Αυτή η ιδιότητα αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτή, απολαμβάνουσα της υλικής βοήθειας της Εκκλησίας. Μια μάλιστα κατηγορία από αυτούς τους λεγόμενους «βοηθούμενους», είχαν εξελιχθεί σε μια ομάδα μικροεισοδηματιών, που είχαν εξασφαλίσει το καθημερινό τους ψωμί και  ένα καταφύγιο για να κοιμούνται, σε αντάλλαγμα μερικών μικρουπηρεσιών που προσέφεραν στους Ιερούς Ναούς, ενώ η πλειοψηφία των ζητιάνων στην Κωνσταντινούπολη (η οποία, ειρήσθω, αριθμούσε στα χρόνια του Ιουστινιανού, πληθυσμό 900.000 κατοίκων), περνούσαν την ημέρα τους ζητιανεύοντας στις πλατείες, στις αγορές, στα προπύλαια των Ναών, επιδιδόμενοι σε ποικίλες επιδείξεις, στην προσπάθεια τους να εκμεταλλευτούν  κάθε σωματική τους αναπηρία, αληθινή ή (τις περισσότερες φορές) ψεύτικη.
Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Δ’ (1034-1041) δεν αρκέστηκε να ιδρύσει ένα άσυλο για τους ζητιάνους, αλλά έκτισε επίσης ένα μεγάλο οίκο, με θαυμαστή οργάνωση και επίπλωση, για τις κοινές γυναίκες και έκανε γνωστό πως όσες επιθυμούσαν να αφήσουν την πορνεία, αλλά φοβούνταν την φτώχεια και την κακοπέραση, μπορούσαν να ζήσουν με όλες τις ανέσεις στο Ίδρυμα αυτό, που είχε κτιστεί γι’ αυτές, εφ’ όσον όμως θα ντύνονταν μοναχές. Και ήταν εκπληκτικά μεγάλος ο αριθμός εκείνων που εκμεταλλεύτηκαν την προσφερόμενη ευκαιρία.
Ονομαστός για την φιλανθρωπία του ήταν ο Πατριάρχης Ιωάννης ο 5ος, που έμεινε γνωστός ως Ιωάννης ο Ελεήμων και έζησε κατά τον 7ο αιώνα. Αναφέρεται γι’ αυτόν, μεταξύ των άλλων, ότι μια ημέρα πείσθηκε από ένα πλούσιο γαιοκτήμονα να δεχτεί για δώρο ένα βαρύτιμο κλινοσκέπασμα, αλλά, όταν το ίδιο βράδυ σκεπάστηκε με αυτό, δεν μπόρεσε όλη την νύχτα να κοιμηθεί από τις τύψεις, σκεπτόμενος «πόσοι ήσαν, που εκείνη την στιγμή έτρεμαν τα δόντια τους από το κρύο», έσπευσε το άλλο πρωί και το πούλησε και με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε 144 κοινές κουβέρτες, που πριν να έλθει η επόμενη νύχτα, τις μοίρασε σε ισάριθμους φτωχούς.
Μια άλλη (αποκλειστική αυτή φροντίδα της Πολιτείας) ήταν η μέριμνα για επαρκή αποθέματα νερού, που είχε σχέση όχι μόνο με την συντήρηση του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού, αλλά και με την καθαριότητα της Βασιλεύουσας και των άλλων πόλεων και κατ’ ακολουθία με την υγεία των κατοίκων. Τα επαρκή αποθέματα νερού ήσαν αναγκαία για να μπορούν οι κάτοικοι να αντισταθούν αποτελεσματικά σε μια μακρόχρονη πολιορκία (από τις πολλές που υφίστατο η Κωνσταντινούπολη). Προκειμένου για την Κωνσταντινούπολη η ύδρευση είχε εξασφαλιστεί με μια σειρά υδραγωγείων. Ένα από αυτά, παρότι κτίστηκε το 364, σώζεται ακόμα και σήμερα στο κέντρο της πόλεως. Η παροχή νερού βασιζόταν σε ένα σύστημα σωληνώσεων, που άρχιζε από τις βόρειες παρυφές της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επειδή μια τέτοια παροχή μπορούσε εύκολα να αποκοπεί από έναν τολμηρό επιδρομέα, άρχισαν να κατασκευάζουν μεγάλες υπόγειες δεξαμενές, όπου μπορούσαν για μακρά χρονικά διαστήματα, να αποθηκεύσουν τεράστια αποθέματα. Δυο από αυτές ήσαν τόσο μεγάλες, που, όπως έλεγαν. μπορούσε κανείς να κάνει βαρκάδα μέσα, αφού είχαν επιφάνεια η κάθε μία 143 μέτρα μήκος χ 65 πλάτος (όσο 1 ½ φορά η πλατεία Γεωργίου).
Μια άλλη μορφή κοινωνικής προσφοράς στην Βυζαντινή κοινωνία, συναντάμε στην συμπαράσταση προς τους φυλακισμένους. Θα πρέπει εν αρχή όμως να αναφερθούμε στιες εφιαλτικές συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, αφού προσθέσουμε ότι στην Κωνσταντινούπολη και σ’ όλη την Αυτοκρατορία υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα, που την ευνοούσε και το απόλυτο σκοτάδι που βασίλευε τις νύχτες. Γι’ αυτό τις νύχτες κυκλοφορούσε στις διάφορες γειτονιές ο νυκτοφύλακας «πασβάντης», με ένα φανάρι και ένα χοντρό ραβδί με σιδερένια άκρη, που το κτυπούσε κάθε τόσο στη γη.
Χαρακτηριστικό των Βυζαντινών φυλακών, που συνήθως ήσαν υπόγειες, ήταν το βαθύ σκοτάδι που επικρατούσε εκεί όλη την ημέρα, αλλά και η μεγάλη υγρασία. «Αφεγγείς οίκους» - «Ζοφερούς λάκκους» - «σκοτεινά μνήματα» τις χαρακτήριζε ο ιερός Χρυσόστομος, στην προσπάθειά του να πείσει τους Αυτοκράτορες για ανθρωπινότερη μεταχείριση των φυλακισμένων. Τόσο ήταν το σκοτάδι, ώστε να μην μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον συγκρατούμενό του, ούτε να μπορεί να διακρίνει αν ήταν ημέρα ή νύχτα. Στα απερίγραπτα εκείνα κάτεργα επικρατούσε αφόρητη δυσοσμία, επειδή δεν υπήρχε αερισμός και γατί τις περισσότερες ώρες έμεναν μέσα στα κελιά τα δοχεία που χρησιμοποιούντο για τις σωματικές ανάγκες των κρατουμένων.
Στους στενότατους χώρους κλείνονταν τόσοι κατάδικοι και τόσος μεγάλος ήταν ο συνωστισμός, ώστε, όταν πέθαινε κανείς, οι άλλοι χαίρονταν γιατί θα τους άφηνε λίγο χώρο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «εν ταυτώ πολλών δεδεμένων και στενοχωρουμένων και μόλις αναπνεόντων». Οι κρατούμενοι κοιμούνταν στο έδαφος, υποφέροντας-ιδίως τον χειμώνα- από το δριμύ ψύχος και την υγρασία, ενώ άλλο μαρτύριο για τους δυστυχείς ήσαν οι ψείρες, οι ψύλλοι, οι κοριοί και άλλα παράσιτα.
Η τροφή ήταν τόση, ώστε μόλις να μπορούν να κρατηθούν στην ζωή, (κατά μαρτυρία του Λιβάνιου «χόρτα και λίγη φακή») και το νερό τέλος ήταν λιγοστό. Και κάτι χειρότερο, όπως γράφει ο Χρυσόστομος, πολλές φορές οι φρουροί τους υποχρέωναν να πίνουν δια της βίας ξύδι, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν, όσοι δε κατόρθωναν να επιζήσουν ήσαν τόσο αδύνατοι, ώστε «να έχουν τα οστά διαφαινόμενα δια του δέρματος». 
Απαραίτητο συμπλήρωμα στην φυλακή ήταν για τους περισσότερους καταδίκους τα δεσμά και οι σωματικές κακώσεις. Αφού προηγουμένως «εβουνευρίζοντο», δηλαδή τους έδερναν μέχρι αίματος, εν συνεχεία, τους έδεναν πισθάγκωνα. Για τους περισσότερο επικίνδυνους χρησιμοποιούσαν χειροπέδες και ποδοπέδες ή κλειούς γύρω από τον τράχηλο. Πολλούς ακόμα τους έδεναν με αλυσίδες από ένα χοντρό ξύλο, στερεωμένο στο έδαφος. Αλλά  και ο «κύφων» (σχετική λέξη η κύφωση) των αρχαίων δεν ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο. Το απαίσιο αυτό όργανο βασανισμού, που λεγόταν «ποδοκάκη», ήταν σκληρό ξύλο με 2 ή 4 οπές, στις οποίες τοποθετούσαν τα χέρια ή χέρια και πόδια αναλόγως, με αποτέλεσμα αυτοί που το υφίσταντο, εκτός από τον αβάσταχτο πόνο που ένοιωθαν, να παθαίνουν αγκύλωση προσωρινή ή πιθανόν και μόνιμη (ανάλογα με την διάρκεια αυτής της τιμωρίας).
Ο Μ. Κωνσταντίνος, θέλοντας να βελτιώσει την διαβίωση των κρατουμένων, διέταξε να μπορούν να βγαίνουν κατά διαστήματα στο φως της ημέρας. Και άλλοι Αυτοκράτορες και Βασίλισσες, (ο Ιουλιανός, ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η σύζυγος του Θεοδοσίου του Μεγάλου, η Ζωή, σύζυγος του Κωνσταντίνου του 9ου),προσπάθησαν με δωρεές και άλλα μέτρα να απαλύνουν τον πόνο των φυλακισμένων.
Τα κηρύγματα των Πατέρων, οι Αποστολικές ρήσεις και τα άλλα Αγιολογικά κείμενα, συνήθως έβρισκαν ανταπόκριση στις ψυχές των χριστιανών, που, συμμορφούμενοι με την Ευαγγελική ρήση «εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς εμέ», επισκέπτονταν συχνά τις φυλακές για να βοηθήσουν τους εγκλείστους με χρήματα, τρόφιμα, ρούχα ή άλλα είδη και να τους παρηγορήσουν. Κάπου αναφέρεται σαν πρόσταγμα και ικεσία «ένδυσε πένητα, γυμνόν, χόρτασε πεινασμένον, θλιμμένους παρηγόρησον, αρρώστους επέσκεπτον».
 Αναφέρονται περιπτώσεις που και πλούσιοι ακόμα έκαναν έρανο μεταξύ τους με σκοπό να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα για να βοηθήσουν αποτελεσματικότερα τους κρατουμένους. Άλλοι διέθεσαν ολόκληρη την περιουσία τους για τους φτωχούς και τους «εν φυλακαίς», όπως ο Άγιος Παντελεήμων, ο οποίος, μετά τον θάνατο του πλούσιου πατέρα του, πούλησε την περιουσία του και διέθεσε τα χρήματα για την απελευθέρωση καταδίκων. Πολλοί όριζαν με διαθήκη τους να διατεθεί μετά θάνατον η περιουσία τους για την σωτηρία φυλακισμένων. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι και στις Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως περιεφέρετο δίσκος υπέρ των «φυλακιτών», και ότι και οι συντεχνίες τους ενίσχυαν με εράνους μεταξύ των μελών τους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Ο Ιερός Χρυσόστομος, Ο Μ. Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και άλλοι προέτρεπαν δημοσίως τους πιστούς να επισκέπτονται και να βοηθούν τους κρατουμένους. «Περιττά» έλεγε ο Χρυσόστομος «είναι τα κοσμήματα, αφού ο χρυσός σκοπόν έχει, όχι να δεσμεύει τους ανθρώπους, αλλά να ελευθερώνει τους δεσμώτας» «ο χρυσός δεν ευρέθη, ίνα δεσμευώμεθα δια χρυσών αλύσεων ως κοσμημένων, αλλ’ ιδία δι’ αυτού λύομεν τους δεδεμένους».
Οι χριστιανοί και οι Εκκλησίες φρόντιζαν για την σωτηρία των αιχμαλώτων, πληρώνοντας λύτρα για την απελευθέρωση τους.
Οι Επίσκοποι, σαν εκπρόσωποι της Εκκλησίας, επισκέπτοντο συχνά τους φυλακισμένους, με σκοπό να πληροφορηθούν μήπως κρατούνται παρανόμως, οπότε έπρεπε να αναφέρουν το περιστατικό στον Αυτοκράτορα. Μεταξύ των Βυζαντινών αποτελούσε παράδοση να συμπεριλαμβάνουν στις διαθήκες τους πτωχά άτομα και πτωχές οικογένειες (πέραν τρων συγγενών).
Αναλύοντες τα εκτεθέντα, που κατ’ ανάγκην, ασφαλώς επελέγησαν αποσπασματικά και δειγματοληπτικά μέσα από την μακρόχρονη, χιλιετή και πλέον πορεία της Βυζαντινής περιόδου, διαπιστώνουμε ότι στο Βυζάντιο είχε καθιερωθεί συστηματική, ευρεία προστασία και ιδρυματική περίθαλψη για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναξιοπαθούντων και των πασχόντων και ότι, τηρουμένων των αναλογιών, η Κοινωνική Πρόνοια και η Κοινωνική Περίθαλψη, στην βάση τους τουλάχιστον, προσφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο και στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά ασφαλώς κάτω από ιδιαίτερα προηγμένες επιστημονικές και τεχνολογικές προδιαγραφές και κάτω βεβαίως από νεώτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και θεσμούς.
Φορείς των παροχών αυτών συνεχίζουν να είναι, κατά κύριο λόγο η Πολιτεία, με τα πάσης φύσεως Ιδρύματα, Ασφαλιστικά Ταμεία - Νοσοκομεία -Ορφανοτροφεία - Γηροκομεία κλπ, συνεπικουρούμενη, αναμφισβήτητα, πρόθυμα και αποτελεσματικά από την Εκκλησία, που, μέσω των κατά τόπους Μητροπόλεων, συντηρεί και εποπτεύει πληθώρα φιλανθρωπικών και κοινωφελών Ιδρυμάτων.
Στο σημείο αυτό, ας μη θεωρηθεί προσωπικός σωβινισμός η από μέρους μου προβολή της πληθωρικής παρουσίας στην γειτονική Μητρόπολη του Νομού Ηλείας (απ’ όπου κατάγομαι) πάρα πολλών κοινωφελών Ιδρυμάτων (Ασύλου ανιάτων - Γηροκομείων - Ορφανοτροφείων κλπ), η υποδειγματική λειτουργία των οποίων πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες Μητροπόλεις.

                                                                         22/12/2014

Παναγιώτης Γ. Κονταξής
Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών
           τ. Δ/ντης Ι.Κ.Α.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία του κ.Παναγιωτη Γ.Κονταξη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια των Φιλολογικων βραδινών της Εταιρειας Λογοτεχνών τη Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014 στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών

MNHMH MIXAΗΛ Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ



MNHMH MIXAΗΛ Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

           Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Επιτ. Δικηγόρου

   Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος

Ο θάνατος του εκ Πατρών Ακαδημαϊκού δασκάλου  Μιχαήλ Β.Σακελλαρίου  τον Αύγουστο του παρελθόντος έτους , και η αιωνόβιος και γεμάτη δράση ζωή του, με συγκίνησαν ιδιαίτερα.  Με την ευκαιρία αυτή επεδίωξα να ενημερωθώ όσο το δυνατό  πληρέστερα για τη ζωή και  το έργο του. Στην προσπάθειά μου αυτή εξασφάλισα και μελέτησα τα περισσότερα από τα έργα του. Ευτύχησα ακόμη να  τον γνωρίσω προσωπικά,    κατά την  ανακήρυξή του σε επίτιμο  Δημότη Πατρέων όσο και κατά την τιμητική εκδήλωση που έγινε  με την  ανακήρυξη του σε Δημότη Γαστούνης.

Με το  πρώτο έργο του «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν» (1715-1821)  είχα ασχοληθεί   πολλά χρόνια πρίν όταν  το συμβουλεύτηκα  σε  μια  ιστορική μονογραφία μου. Το έργο  αυτό     είχε υποβληθεί στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το έτος 1937 ως έναίσιμος  επί διδακτορία διατριβή η οποία ατυχώς απερρίφθη παρά την αντίθετη γνώμη των  αρμοδιότερων με το αντικείμενο εκ των καθηγητών. Δύο  χρόνια αργότερα   η διατριβή του  αυτή έγινε δεκτή από την Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Ο Μιχαήλ.Β.Σακελλαρίου, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1912. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, στη Σορβόνη και στο College de France. Aνακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1939), Docteur es Lettres (doctorat d'Etat, 1956). Δίδαξε σε ιδιωτικό σχολείο, εργάσθηκε ως ερευνητής στο  Ίδρυμα Eρευνών της Γαλλίας (C.N.R.S, 1951-1954) και ως διευθυντής ερευνών στο Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών (1954-1959). Tο 1959 εκλέχτηκε και το 1960 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της Aρχαίας Iστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1967 οπότε και  απομακρύνθηκε από τη Δικτατορία. Στη θέση του επανήλθε με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974.Aπό το 1970  μέχρι το 1975 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Lyon. Συνταξιοδοτήθηκε το 1979. Oι μελέτες του αφορούν την αρχαία ελληνική ιστορία και εν μέρει τη νεώτερη. Διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1965-1966), αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Eθνικού Θεάτρου Bορείου Eλλάδος (1964-1967), πρόεδρος της Association Lyonnaise d'Etudes Anciennes (1974), πρόεδρος της Eλληνικής Eπιτροπής Iστορικών Eπιστημών (1978-1985), μέλος της Διεθνούς Eπιτροπής Iστορικών Eπιστημών (1978-1985), ιδρυτής και διευθυντής του Kέντρου Eλληνικής και Pωμαϊκής Aρχαιότητος στο Eθνικό Ίδρυμα Eρευνών (1979-1992), μέλος του Δ.Σ. του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών (1992-1995), πρόεδρος του Iδρύματος Eλληνικού Πολιτισμού (1993-1995), και πρόεδρος του Kέντρου Mικρασιατικών Σπουδών.
Υπήρξε μέλος της Accademia dei Lincei και αντεπιστέλλον μέλος της Accademia Pontaniana και της Academie des Inscriptions et Belles Lettres και διετέλεσε Πρόεδρος της Aκαδημίας (1992). Είχε δημοσιεύσει άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και σε συλλογικά έργα, είχε παρουσιάσει ανακοινώσεις σε Aκαδημίες και είχε συνεργασθεί με πολλά εκτενή κεφάλαια στην "Iστορία του Eλληνικού Έθνους" της Eκδοτικής Aθηνών.
 Εκτός από το έργο  που προανέφερα  "H Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821)",νοιώθω τυχερός που απέκτησα  και μελέτησα   το επίσης αξιόλογο έργο του  «H Aθηναϊκή δημοκρατία» από τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπως επίσης από τις ίδιες εκδόσεις προμηθεύτηκα  και μελέτησα   την φετινή έκδοση με τίτλο: «Ένας συνταγματικός δημοκράτης ηγέτης κατά την Επανάσταση του ‘21. Ο Γ. Λογοθέτης Λυκούργος της Σάμου (1772-1850)» Πρόκειται για μια πολυεδρική σύνθεση της ιστορίας μίας ηγετικής φυσιογνωμίας του ’21 βασισμένη σε πολλές νέες πηγές.
Νοιώθω  μικρός για να ασκήσω  συστηματική κριτική στα έργα του αείμνηστου Ακαδημαϊκού. Ο θαυμασμός για το συνολικό έργο του με διακατέχει και νοιώθω υπόχρεος στο πνεύμα του δημιουργού. Στα 102 του χρόνια ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου μας προσφέρει άλλον έναν επιβλητικό τόμο, «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο»  καθώς και τη δίτομη συναγωγή (Θέματα νέας ελληνικής ιστορίας) Ο μελετητής του έργου του συνειδητοποιεί τι έχασε η ιστοριογραφία του νέου Ελληνισμού από τη στροφή του Σακελλαρίου προς την αρχαία ιστορία εξαιτίας της μισαλλόδοξης πολεμικής που δέχθηκε ως νέος ιστορικός για την πρωτοτυπία και την τόλμη της επιστημονικής προσέγγισής του.
Είναι θετικό για μας ότι αφοσιώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Ο ίδιος  υπήρξε εγγονός ενός σπουδαίου δημοσιογράφου συνώνυμου με τον ίδιο, του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου(Κάλυμνος 1864-Πάτρα 1919) που  κόσμησε τον πατραϊκό τύπο ως αρθρογράφος αρχικά  της εφημερίδας «ΝΕΟΛΟΓΟΣ»   και εν συνεχεία ως αρθρογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» αλλά και ως εκδότης του περιοδικού «Κραυγή του εκπνέοντος Ελληνισμού». Εξορίστηκε στην Κορσική το 1917 μετά την δημοσίευση άρθρου με τίτλο «Αντί ολίγων πλίνθων» στην εφημερίδα «Πελοπόννησος».
Ο χρόνος 2014 σημαδεύτηκε από το θάνατο του αιωνόβιου Ακαδημαϊκού και για μας με  το όφελος  της αποκτήσεως και της μελέτης του έργου του.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Tην προσεχή Δευτέρα 9η  Φεβρουαρίου και ώρα 7 μ.μ. η Εταιρεία Λογοτεχνών διοργανώνει εκδήλωση στη Μνήμη του αείμνηστου Ακαδημαϊκού  στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Στην εκδήλωση θα μιλήσουν οι Αθανάσιος Φωτόπουλος τ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών, Χρήστος Μούλιας Δικηγόρος, συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και Παύλος Μαρινάκης Δικηγόρος-συγγραφέας.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ


ΚΑΙ


Η

ΔΗΜΟΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ




Σας προσκαλούν  στο Φιλολογικό Βραδινό  της  Δευτέρας
 9η Φεβρουαρίου 2015   και ώρα 7.00 μ.μ.
στην αίθουσα της  Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών,
 στην εκδήλωση Μνήμης,

 ΜΙΧΑΗΛ Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

Για τη ζωή και το έργο του αείμνηστου Ακαδημαϊκού θα μιλήσουν οι:

Αθανάσιος Φωτόπουλος τ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Χρήστος Μούλιας Δικηγόρος- συγγραφέας-ιστορικός ερευνητής

Παύλος Μαρινάκης Δικηγόρος ,συγγραφέας.


Την εκδήλωση θα προλογίσει και θα   συντονίσει
ο πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών

Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης

Η παρουσία σας  θα μας τιμήσει ιδιαιτέρως.