ΜΙΧΑΗΛ
Β.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
(Πάτρα 1912 – Αθήνα 2014)
(Ομιλία του εκ
των Εισηγητών Χρήστου Αθαν. Μούλια Δικηγόρου-Συγγραφέως-ιστορικού ερευνητή,
στην εκδήλωση Μνήμης Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου στα Πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών
της Εταιρείας Λογοτεχνών στη Δημοτική Βιβλιοθήκη τη Δευτέρα 9η
Φεβρουαρίου 2015)
Ο
Μιχαήλ Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1912. Παππούς του ήταν ο
δημοσιογράφος Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου, με καταγωγή από την Κάλυμνο, ο οποίος ήλθε
στην Πάτρα το 1880 και θεωρείτο από τους διαπρεπέστερους δημοσιογράφους της
εποχής του. Μάλιστα ο ιδρυτής του «Νεολόγου» Ιωάννης Παπανδρόπουλος, τον
τοποθετούσε στο ίδιο επίπεδο με το Γαβριηλίδη της «Ακρόπολης» και το Βυζάντιο
της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης. Διέθετε μεγάλη μόρφωση και απέραντη μνήμη,
αλλά πολλές φορές υπερέβαλε και η ειρωνεία του ήταν ανελέητη, όταν βρισκόταν σε
προσωπική διένεξη. Επί οκτώμιση χρόνια σχολίαζε και ανέλυε, από τις στήλες του
«Νεολόγου», τα σημαντικότερα εξωτερικά, εσωτερικά, τοπικά και θρησκευτικά
ζητήματα, με ασυγκράτητη πολλές φορές επιθετικότητα. Τον Ιούλιο 1904 αποχώρησε
από το «Νεολόγο» και το 1910 εξέδωσε δική του εφημερίδα, με τον τίτλο «ΚΡΑΥΓΗ
του εκπνέοντος Ελληνισμού», από τις στήλες της οποίας πολεμούσε το Σλαβισμό.
Όταν η «ΚΡΑΥΓΗ» διέκοψε την κυκλοφορία της, ο Σακελλαρίου έγινε αρθρογράφος της
«Πελοποννήσου» και εξελίχτηκε στο μαχητικότερο πολέμιο της πολιτικής του
Ελευθερίου Βενιζέλου. Για την πολεμική του κατά της «Αντάντ», οι γαλλικές Αρχές
κατοχής, τον εξόρισαν, στις 7 Ιουνίου 1917 στην Κορσική, μαζί με το Δημ. Γούναρη,
τον Ιωαν. Μεταξά και άλλους αντιβενιζελικούς. Από την Κορσική επέστρεψε το 1919
και στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους πέθανε στην Πάτρα, σε ηλικία 74 ετών.
Ήταν πολυγραφότατος και οι σύγχρονοί του δημοσιογράφοι υπολόγιζαν, ότι στη
διάρκεια της δημοσιογραφικής ζωής του, έγραψε 20.000 άρθρα.
Ο
τιμώμενος εγγονός του ακολούθησε μία εξ ίσου λαμπρή διαδρομή, στο πεδίο της
Ιστορικής επιστήμης και ξεπέρασε τα όρια της γενέτειράς του. Μετά το πέρας των
γυμνασιακών του σπουδών, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(1928-1933) και το 1940 αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Εργάσθηκε ως λειτουργός της Μέσης Εκπαίδευσης και παράλληλα ασχολήθηκε με
ιστορικές έρευνες, τις οποίες συνέχισε στην Αγγλία (1945-1946) και στη Γαλλία
(1951-1954).
Όταν
επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Μικρασιατικών
Σπουδών και το 1959 εξελέγη καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης. Το 1968 το δικτατορικό καθεστώς τον απομάκρυνε από τη θέση του
και συνέχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Πανεπιστήμιο της Λυόν, ως
καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας. Με τη μεταπολίτευση επανήλθε στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1979.
Το
1982 εξελέγη Ακαδημαϊκός στον τομέα της Αρχαίας Ιστορίας, ενώ μέχρι τότε είχε
αναπτύξει πολλές δραστηριότητες, συμμετέχοντας σε συμβούλια, επιτροπές και
συνέδρια, που ασχολούνταν με την ελληνική Ιστορία και τα εθνικά θέματα. Είναι ο
ιδρυτής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών, το οποίο διηύθυνε μέχρι το θάνατό του.
Ως
πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1992, αντέδρασε σθεναρά στις ανιστόρητες και
αβάσιμες αιτιάσεις των Σκοπίων, περί «μακεδονικού κράτους», «μακεδονικής
εθνότητας» και «μακεδονικής γλώσσας». Παππούς και εγγονός ήσαν ιδιαίτερα
ευαίσθητοι σε ό,τι σχετίζεται με τη Μακεδονία, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση
στο έργο τους.
Το
συγγραφικό του έργο είναι πλουσιώτατο και πραγματεύεται κυρίως τους πρώτους
αιώνες της ελληνικής Ιστορίας και τις μετακινήσεις και τις εναλλαγές φύλων στην
περιοχή του Αιγαίου, με βάση ιστορικά, φιλολογικά, αρχαιολογικά και
γλωσσολογικά δεδομένα. Συνεργάστηκε σε συλλογικές εκδόσεις και ήταν ο κύριος
συντονιστής των συλλογικών έργων της Εκδοτικής Αθηνών, για το Φίλιππο και τη
Μακεδονία.
Πολύ
μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή μας παρουσιάζει το έργο του «Η Πελοπόννησος
κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715–1821)», που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1939,
στο γερμανόφωνο βυζαντινολογικό περιοδικό, που εξέδιδε ο ακαδημαϊκός και
διαπρεπής βυζαντινολόγος Νικ. Βέης.
Στον
Πρόλογο εξηγεί ότι επέλεξε να ασχοληθεί με τη μελέτη της Πελοποννήσου κατά τη
δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), διότι το γεωγραφικό αυτό διαμέρισμα
συγκεντρώνει πολλά ουσιαστικά, μεθοδολογικά, αντικειμενικά και υποκειμενικά
προσόντα και παρουσιάζει ιδεώδη οργανική αυτοτέλεια. Οι αναφορές στην Πάτρα και
την περιοχή της είναι πολλές και αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές των τελευταίων
χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Αναφέρει
ότι οι Τούρκοι, στην ολότητά τους γαιοκτήμονες και στρατιώτες, κατοικούσαν
κυρίως σε ωχυρωμένες πόλεις, όπως ήταν η Πάτρα, στην οποία συγκατοικούσαν με
τους Έλληνες και μάλιστα οι μεταξύ τους σχέσεις ήσαν καλές. Όπου κατοικούσαν
αποκλειστικά Τούρκοι, οι Έλληνες διέμεναν έξω από την πόλη, στα προάστια ή σε
γειτονικά κέντρα, με εξαίρεση την Τριπολιτσά και την Πάτρα. Οι δύο αυτές
πόλεις, μαζί με το Μυστρά, αριθμούσαν, τις πρώτες δεκαετίες της β΄
Τουρκοκρατίας, δηλαδή μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, άνω των 10.000
κατοίκων, ενώ τα υπόλοιπα επαρχιακά κέντρα ακολουθούσαν με μεγάλη διαφορά.
Πριν
από τα Ορλοφικά, οι Γάλλοι είχαν στην Πάτρα δύο εμπορικούς Οίκους, οι οποίοι,
μαζί με το δίκτυο των γαλλικών εμπορικών Οίκων στην Κορώνη, τη Μεθώνη, το
Ναυαρίνο και την Κόρινθο, κυριαρχούσαν στο εμπόριο του λαδιού. Μετά τη συνθήκη
του Πασσάροβιτς (1718), οι Βενετοί ίδρυσαν προξενείο, με καθαρώς εμπορικούς
σκοπούς, δηλαδή τη συγκέντρωση πελοποννησιακών προϊόντων και τη διάθεση των
δικών τους και επέτυχαν και δασμολογικά προνόμια. Αλλά αντιμετώπισαν μεγάλη
αντίδραση και ανταγωνισμό από τους ντόπιους και διάφορους αλλοεθνείς εμπόρους,
κυρίως Άγγλους, οι οποίοι ήλεγχαν το σταφιδεμπόριο και είχαν μεγάλη δύναμη στην
αγορά. Επίσης τους προέβαλαν εμπόδια οι Τούρκοι και όλα αυτά συνέτειναν να
απωλέσουν, μετά το 1738, την εμπορική ισχύ τους στην περιοχή.
Τα
τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, λειτουργούσαν στην Πάτρα, κατά το
Σακελλαρίου, πυριτιδουργείο, ανάλογο με εκείνα της Δημητσάνας και εργαστήριο
καθαρισμού ρυζιού, ενώ από το λιμάνι των Πατρών εξάγονταν στάρι, λάδι, μαλλιά
και σταφίδα.
Η
Πελοπόννησος αποσπάσθηκε το 1715 από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου,
της οποίας ήταν επαρχία και περιήλθε στους Τούρκους. Έκτοτε αποτέλεσε, μέχρι
την Επανάσταση, ενιαία διοικητική περιφέρεια, που της εξασφάλισε χωριστή
ιστορική εξέλιξη και αυτοτελή οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Όλοι
αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να υπάρχει αφθονία πηγών, για τη
συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και ο
αείμνηστος Σακελλαρίου ταξινόμησε και συνέθεσε, όσες από τις πηγές αυτές ήσαν προσιτές,
διότι αρκετές παραμένουν ακόμα απρόσιτες.
Αναφέρθηκα
στην αρχή στην εβδομαδιαία εφημερίδα «ΚΡΑΥΓΗ του εκπνέοντος Ελληνισμού», που
εξέδιδε την περίοδο 1910-1911, ο παππούς του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου. Με σεβασμό
και θαυμασμό για τον παππού του, ο εγγονός συνέθεσε έναν ογκώδη τόμο, με τον
τίτλο «Η Ελλάδα του Γεωργίου Α΄», στον οποίο περιέλαβε μια σειρά πενήντα τριών
άρθρων, που δημοσίευσε στην εφημερίδα του, από 1η Αυγούστου 1910
μέχρι 11 Σεπτεμβρίου 1911, με τον τίτλο «Διατί έπεσεν η Ελλάς;» και τον
επεξηγηματικό υπέρτιτλο «Ιστορία μιας πεντηκονταετίας», η οποία είναι η εποχή
του Γεωργίου Α΄. Ο Σακελλαρίου με τα άρθρα του, επιχειρεί μία κριτική αναδρομή
στο δημόσιο βίο και τα δημόσια ήθη της περιόδου, προσπαθώντας να εξηγήσει την
κακοδαιμονία της πολιτικής ζωής της χώρας και τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία
είχε περιέλθει η Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δοκίμιο αναλυτικής πολιτικής σκέψης,
που προσπαθεί να αποκαλύψει τη βαθύτερη λογική και τα μη προφανή κίνητρα των
πολιτικών πράξεων και μέσα από μία κανονιστική οπτική, διακηρύσσει, ότι για την
Ελλάδα, ο δρόμος είναι μόνο ένας, ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας, ο
εκδυτικισμός της πολιτικής, κατά τα αγγλικά φιλελεύθερα πρότυπα και η
ορθολογική στάθμιση των συναισθηματισμών και του εθνικού παρορμητισμού.
Η
προσωπικότητα του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου φωτίζεται άπλετα και φορτισμένα από τον
εγγονό του, στην Εισαγωγή, που εκτείνεται σε 35 σελίδες και δημοσιεύονται πολλά
στοιχεία για τη στενή σχέση του με το θείο του Μητροπολίτη Αθηνών Αλέξανδρο
Λυκούργο, μία εμβληματική προσωπικότητα της ελλαδικής εκκλησίας, που πρέπει να
επηρέασε τις ιδέες του.
Ο
γάμος του με τη Μαρία Μαργέλου ήταν η αιτία να μετοικήσει στην Πάτρα, από την
Αθήνα, όπου ζούσε και να διακόψει τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία που είχε
ξεκινήσει. Η Μαρία Μαργέλου ήταν απόγονος του αγωνιστή του 1821 Βασιλείου
Μαργέλου, στο οποίο παραχωρήθηκε από το Κράτος το 1852, μία έκταση 300
στρεμμάτων, από τις λεγόμενες «εθνικές γαίες», που βρισκόταν περίπου τρία
χιλιόμετρα από τις εκβολές του Πείρου, εκεί που είναι σήμερα ο Αλισσός. Έφυγαν
από την Αθήνα, για να εξετάσουν επί τόπου, ποιά θα μπορούσε να είναι η καλύτερη
αξιοποίηση του κτήματος και αφού διαπίστωσαν ότι δεν μπορεί να γίνει διαχείριση
από μακρυά, εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα. Όσοι από τους παλαιούς αγωνιστές δεν είχαν
αγροτική παράδοση, καλούσαν χωρικούς από άλλα μέρη, να καλλιεργήσουν τη γη
τους, με τη συμφωνία να λάβουν, ως ιδιοκτήτες, το μισό της παραγωγής. Αυτό
έκανε και η οικογένεια Μαργέλου. Η αγροτική ζωή του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου
διήρκεσε μέχρι το 1895, οπότε επανήλθε στην ενεργό δημοσιογραφία.
Η
δημοσίευση των άρθρων του στον τόμο που επιμελήθηκε ο τιμώμενος εγγονός του,
είναι μία σημαντική συμβολή στο πεδίο της νεοελληνικής πολιτικής σκέψης.
Πρόκειται για δυσεύρετα κείμενα, που αναφέρονται σε μία εποχή έντονων πολιτικών
αντιπαραθέσεων, είναι γραμμένα με θάρρος και παρρησία και η αναζήτησή τους ήταν
πολύ δύσκολη, μέχρι που εκδόθηκε ο Τόμος και κατέστησαν προσιτά.
Την
περίοδο που κυριαρχούσε στο δημοσιογραφικό στερέωμα των Πατρών ο Μιχαήλ Γ.
Σακελλαρίου, υπήρχαν και άλλοι σημαντικοί δημοσιογράφοι. Όλοι ήσαν ερασιτέχνες,
όπως και ο Σακελλαρίου, αλλά θεωρούνταν διακεκριμένα μέλη της κοινωνίας και η
αρθογραφία τους δεν περνούσε απαρατήρητη και δεν έμενε ασχολίαστη από την κοινή
γνώμη.
Για
τον Τύπο των Πατρών υπάρχει η εξαιρετικής πληρότητας μελέτη του Νίκου Ε.
Πολίτη, που καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, αλλά ως έργο αναφοράς, δεν ήταν
δυνατόν να επεκταθεί σε πολλές λεπτομέρειες, παρά τον πλούτο των πληροφοριών
που περιέχει και τις εύστοχες αξιολογήσεις του. Το κενό αυτό μένει να καλυφθεί
από μεμονωμένες μονογραφίες και ο Τόμος τον οποίο επιμελήθηκε ο αείμνηστος
Ακαδημαϊκός, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όσον αφορά τον παππού του, με
τη συναισθηματικά βιωμένη και τεκμηριωμένη εξιστόρηση, η οποία περιέχεται στην
εκτενή Εισαγωγή που συνέθεσε.
Στον
ίδιο Τόμο δημοσίευσε δύο κείμενα αφιερωμένα στον παππού του, γραμμένα από το
γάλλο συγγραφέα Albert Reggio, το ένα του 1911 και το άλλο του 1921 και ένα
δριμύτατο άρθρο του, με τον τίτλο «Αντί ολίγων πλίνθων», που δημοσίευσε στην
«Πελοπόννησο» στις 3 Ιουνίου 1917 και είχε ως συνέπεια την απαγόρευση της
κυκλοφορίας της εφημερίδας και την εξορία του συντάκτη του στην Κορσική. Έκτοτε
και για αρκετά χρόνια, η έκδοση της «Πελοποννήσου» συνεχίστηκε με τον τίτλο
«Τηλέγραφος». Με ιδιαίτερα σκληρές εκφράσεις ο Σακελλαρίου καταφέρεται κατά των
Συμμάχων και του Ύπατου Αρμοστή Ζονάρ, αναφερόμενος στο ένδοξο παρελθόν της
Ελλάδος και στις θυσίες που υπέστη.
«…Τι
μας απειλείτε με το σκιάκτρον της Αντάντ; Δεν εδειλιάσαμεν όταν καταγωνιζώμεθα
την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, της Αιγύπτου τας δυνάμεις, των Αλγερινών και
Μαροκινών τας ορδάς. Δεν εδειλιάσαμεν, όταν η διπλωματία της Αγγλίας και της
Γαλλίας και της Ρωσσίας μας κατεπολέμει. Δεν επτοήθημεν, όταν οι Ναύαρχοί σας
και τα πολεμικά σας εβοήθουν τον Ιβραήμην και τον μετέφερον εις την
Πελοπόννησον. Διατί θα πτοηθώμεν τώρα δεκασχιλίους Σενεγαλέζους όταν η Γερμανία
κρατή τον βρόχον εις τον λαιμόν σας; Οι Έλληνες δεν είχομεν όπλα εις το ’21.
Εφονεύομεν Τούρκους και εσκυλεύαμεν τον οπλισμόν των. Διατί δεν θα πράξωμεν το
αυτό και σήμερον; κύριε Ζωνάρ. Οι όροι σου είναι απαράδεκτοι. Είνε η καταστροφή
της Ελλάδος πολιτικώς. Είνε ατίμωσις ηθικώς. Πορεύου εις ειρήνην ή βομβαρδίσατε
την πρωτεύουσαν. Δεν ήτο και την εκάμαμεν. Την εκάμαμεν, ας την χάσωμεν. Αλλά
μη λησμόνει, ότι όλος ο Ελληνικός Λαός θα τρέξη εις την Μακεδονίαν. Και
τότε!!!».
Για
να κατανοηθεί καλύτερα η σημασία του συγκεκριμένου άρθρου και γενικά των
γραπτών του δημοσιογράφου Σακελλαρίου, πρέπει να αναχθεί ο αναγνώστης στην εποχή
που δημοσιεύτηκαν. Το μέσον για την κατανόησή τους, μας
το προσφέρει η Εισαγωγή, η οποία, όπως όλα τα γραπτά του τιμώμενου Ακαδημαϊκού,
ξεχωρίζει για τη σαφήνεια των νοημάτων της και την καθαρότητα του ύφους της.
Την ίδια καθαρότητα και σαφήνεια έχουν και τα πάμπολλα άρθρα του δημοσιογράφου
Σακελλαρίου, που μπορεί σήμερα να μη συγκινούν το ευρύ κοινό, διότι στερούνται
επικαιρότητας, όμως η εποχή που γράφτηκαν, έχει πολλές ομοιότητες με τη
σημερινή, αφού και σήμερα «εκπνέει ο Ελληνισμός», αλλά θέλω να πιστεύω ότι δεν
θα καταλήξει, όπως δεν κατέληξε επί τόσες δεκαετίες. Δυστυχώς όμως δεν
«κραυγάζουν» οι Έλληνες, διότι η μαλθακότητα, η αδιαφορία και η ραστώνη, έχουν
καταστεί ενδημικό νόσημα και έχουν επικαλύψει τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου