ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ ‘’ Απλός, λιτός, στοχαστικός ‘’ 'ΓΝΩΜΗ" ΚΥΡΙΑΚΗ 21η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021 Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ

‘’ Απλός, λιτός, στοχαστικός ‘’

http://www.poiein.gr/wp-content/uploads/2018/09/205258_0.jpg

 

Διαβάζουμε από την Σελίδα του  ‘’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ. Όνομα πού δανείσθηκα ἀπ’ τό χωριό μου Φώσταινα όπου γεννήθηκα το 1949. Το πραγματικό μου όνομα είναι Αλέξανδρος Μπεθυμούτης. Σπούδασα πολιτικός μηχανικός καί εργάσθηκα στην Τ.Υ.Δ.Κ. του νομού Ἀχαΐας. Έχω εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Δεσμοί χώματος (Διάττων 2000), Ναυάγιο φῶς (Διάττων 2004), Ὑπέρθυρο τοῦ ἀνέμου (Διάττων 2008) και Ἡ προσευχή τῶν λόφων (Πλανόδιον 2012).

Πέρα ἀπό τά ἔργα τῆς ἀνάγκης στά βουνά καί τούς λίγους κάμπους τῆς πατρίδας, «τά ποιήματα εἶναι τό παραπανιστό, τά δῶρα τοῦ θεοῦ», ὅπως ἔλεγε ο Γ.Σ., ἀλλιῶς τά φιλέματα τῆς γλώσσας. Ὃταν ὁ δρόμος - τύχῃ ἀγαθῇ - σᾶς φέρει ὡς τήν πόρτα μου.’’ Ας δούμε την γραφή του

 

ΟΡΦΑΝΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Πάει καιρὸς
ποὺ ποίηση καὶ τραγούδι
χόρευαν χέρι χέρι.

Ζευγάρωσαν στερνὴ φορὰ
σὲ λημέρια κλέφτικα
γέννησαν καὶ νανούρισαν
τὸ τεθλασμένο πρόσωπό μας.

Τώρα ὁ στίχος ὀρφανὸς
ἀλυχτάει τὶς νύχτες
στὸ νυσταγμένο φῶς μιᾶς λάμπας.

Πιστεύω πως ο Αλέξανδρος Φωσταίνης, ανήκει στην κατηγορία   των ποιητών,  που με γενάρχη τον Μάρκο Μέσκο, διαμόρφωσαν και επεξεργάστηκαν με σοβαρότητα και τέχνη, αυτή την τάση στην σύγχρονη ποίησή μας, δηλαδή την ποίηση της ενδοχώρας

Θα μας πει ο ποιητής Στέλιος Μαφρεδας από την παρουσίαση που έγινε προς τιμή του Αλέξανδρου Φωσταινη ‘’ Στις δύο πρώτες του συλλογές, ο Φωσταίνης  περιέγραψε τα στοιχεία της μνήμης του, δηλαδή την προέλευση, την λειτουργία και την χρησιμότητά της, και οριοθέτησε τις δυνατότητες και τις απαιτήσεις του από αυτή. Αλλά καθόρισε με τρόπο σαφή και τις διαστάσεις της : στην μεν πρώτη συλλογή  η μνήμη εκτείνει την εμβέλειά της στον πολύ συγκεκριμένο χώρο της γενέθλιας γης, με το υποκειμενικό στοιχείο να είναι έντονα τονισμένο· στην δεύτερη συλλογή η μνήμη αναφέρεται στην συλλογική  δράση και στην διαχρονική παρουσία και ενέργεια του συνόλου. Είναι  χαρακτηριστικές αλλά και ενδεικτικές των προθέσεων και των στόχων του δημιουργού, οι επικεφαλίδες των σχετικών ποιημάτων : Μνήμη πικρής ελιάς, και Των Ελλήνων, αντιστοίχως.
Μέσω της μνήμης, ο Φωσταίνης προσεγγίζει με ευλάβεια και συστολή το παρελθόν, απεικονίζει με αυθεντικότητα τις ενθυμήσεις του και τις εκθέτει με τρόπο ανεπιτήδευτο και ειλικρινή. Οι ερεθισμοί του είναι πολλαπλοί, στρέφεται στον φυσικό κόσμο πολύ συχνά,  και σ’ αυτόν βρίσκει πολλούς δρόμους διαφυγής από τον κίνδυνο του παρόντος. Το λυρικό στοιχείο  βρίσκεται σε συχνότατη χρήση, ως ειδοποιός διαφορά με την ξηρότητα που επικρατεί στον πυκνοκατοικημένο αστικό χώρο και ως συστατικό ενός αλλιώτικου νοήματος και  τρόπου διαβίωσης.’’

ΔΕΣΜΟΙ ΧΩΜΑΤΟΣ

Ἡ ἀδύναμη ζωὴ εἶναι δυνατὴ
πιὸ δυνατὴ κι ἀπὸ τὸ σίδερο
μέσʼ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς γῆς βγαλμένη
κι ἀπροστάτευτη.

KARIN BOYE

Τὰ χωράφια μας φτωχὰ
δὲ μᾶς ἄφησαν χωρὶς
ψωμὶ κρασὶ καὶ λάδι.
Χρυσὸ καὶ κάρβουνο
δὲν ὑποσχέθηκαν
λίγη μόνο λάσπη ἀπὸ ἄργιλλο
νὰ καῖμε μὲ λιόκλαρα
τοὺς φούρνους μας.

Τὰ βουνά μας
στὰ ὅρια τοῦ χιονιοῦ
πλαγιὲς τοῦ ἥλιου ποὺ φώλιασαν
πουλιὰ καὶ βελάσματα.
Στὸ σβήσιμό τους ποταμίσια νερὰ
μιλᾶνε στὸ δρόμο τους
ταξίδια τῆς θάλασσας.

Τὰ βράδια γύρω στὴ φωτιὰ
συλλογιζόμαστε
τὴν ἀργόσυρτη διαδρομή μας
ἀπʼ τὰ ψηλὰ στὰ χαμηλὰ
ὅταν λιῶσαν οἱ φόβοι.

Δεσμοὶ χώματος καὶ ριπὲς ἀνέμου
τὰ χνάρια τῆς γενιᾶς μου. Τ’ ἀκολούθησα.
Ταπεινὴ ζωὴ παραποτάμια
ἀπ’ τὸ πολὺ μᾶς προφύλαξε.
Εὔκαιρους μᾶς βρῆκε τ’ ὄνειρο
καὶ μᾶς υἱοθέτησε.

O Αλέξανδρος Φωσταινης είναι ένας ποιητής αναγνωρίσιμος από τον τρόπο της γραφής του. Απλός, λιτός και στοχαστικός με μια όμορφη θα μπορούσαμε να πούμε   διάθεση. Καταγράφει αλήθειες της ζωής με έναν τρόπο που δεν χαρακτηρίζεται καθόλου σαν μοντέρνος ή μεταμοντέρνος. Όμως αγγίζει τον σύγχρονο αναγνώστη.

Κοινωνικά στιγμιότυπα, μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια λεπτομέρεια, γίνονται τα ερεθίσματα για την δημιουργία. Ο άνθρωπος που δεν είναι αριβίστας ή που χαρακτηρίζεται από ευγενικά αισθήματα, συχνά πέφτει θύμα μιας αστοχίας, μιας κακοτυχίας ή της ίδιας του της μιζέριας. Οι άνθρωποι που κατέληξαν να γίνουν σκιές, μια καταστροφική κουβέντα που πληγώνει, λέξεις που οδηγούν στον θάνατο, η πόλη  που όλο κοιμάται και δεν λέει να ξυπνήσει, ο άνθρωπος ο μόνιμα διωγμένος κι από το ίδιο του το σπίτι ακόμα, η αναμονή ενός μάταιου ονείρου, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που περιλαμβάνονται στα ποιήματα του Φωσταινη. Κάπου μακριά αχνοφέγγει μια ελπίδα, αλλά δύσκολα ο άνθρωπος έχει αισιοδοξία. Κρύβει συνήθως τρικυμία στην καρδιά του και ποτέ δεν ησυχάζει.

Η ΣΤΡΟΦΗ

Ἡ ἅμαξα σταματημένη
τὴν ὥρα τῆς δίψας·
ὕστερα ἡ πηγὴ μόνη.
Ἕνας δρόμος
ποὺ παίρνει νόημα
ἀπʼ τὸ ταξίδι σου
μετὰ στροφὴ καὶ χάνεσαι.
Σχήματα κινήσεις ἐπιθυμίες
ὁρατὲς καί ἀόρατες
σβήνουν στὸ χῶρο.
Μένει μόνο ἡ δίψα
ἐκεῖ στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου.

ΜΕ ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

Παιδιὰ
ποὺ λέγαμε τὰ κάλαντα
εἴχαμε φόβο μὴ μᾶς ποῦν
τὰ εἶπαν ἄλλοι.

Μεγάλος πιὰ
σᾶς στέλνω τὰ τραγούδια μου
μὲ τὸ ταχυδρομεῖο·
δὲν τʼ ἀντέχω νὰ μοῦ κλείσετε
κατάμουτρα τὴν πόρτα.
Ἀλλιῶς θὰ τὰ συνόδευα.

Από τη συλλογή «ΔΕΣΜΟΙ ΧΩΜΑΤΟΣ» Διάττων 2000

Όλο κάτι θα λείπει ή θα απουσιάζει. Όλο και κάποιο ζητούμενο θα βασανίζει τον αφηγητή. Η ατελείωτη αναμονή, η περιπλανώμενη θλίψη, η μοναξιά του υποκειμένου, η τραγικότητα ενός ανθρώπου  ξεχασμένου από όλους και από όλα υπάρχουν μέσα στο έργο του. Και συνυπάρχουν με μια επαναστατική διάθεση στα σημεία. Εξομολογείται και μας λέει

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Κύριε
ὁμολογῶ τὶς ἁμαρτίες μου:
Ὅ,τι φθαρτὸ ἀξιώθηκα
ἔργο τῶν χειρῶν μου.
Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς
κατάκλεψα τοὺς συνανθρώπους μου.

Καὶ ἄγνοια τῶν ἐντολῶν σου
δὲν προφασίζομαι.

ΘΑΝΑΤΟ ΓΛΕΝΤΙ

Τὸ βράδυ
πρὶν ἀπʼ τὴν ἐκτέλεση
μαζεύτηκαν γύρω στὶς σκηνὲς
ἔφαγαν ἤπιαν ἀγκαλιάστηκαν
κι ἄρχισαν γλέντι οἱ κρατούμενοι.

Οἱ φύλακες θορυβήθηκαν·
«τοῦτοι δῶ δὲν λογαριάζουνε ζωὴ
καὶ δὲν φοβοῦνται χάρο».
Ἀργότερα πιάστηκαν μαζί τους
στὸ χορὸ καὶ στὸ τραγούδι.

Τὴν αὐγὴ
μεθυσμένοι ἀκόμη
μὲ χέρι σταθερὸ στὴ σκανδάλη
ἀποχαιρέτησαν συντρόφους
μιᾶς νύχτας ἀλησμόνητης.

Καὶ γύρισαν πίσω στὴ σκοπιά τους.

 

Η εξομολόγηση, το προσωπικό χάος δίνουν  στίγμα στη θεματολογία, αλλά και το ύφος του ποιητή. 

Δεν προσπαθεί με  κόλπα να επιβληθεί, αλλά με μια ειλικρινή διάθεση καταδεικνύει την ουσία των πραγμάτων. Σχεδόν στο τέλος κάθε ποιήματος υπάρχει μια πικρή διατύπωση και μια διαπίστωση που σε αφοπλίζει. Γράφει σε ελεύθερο στίχο, όμως με μια καθαρότητα και διαύγεια τέτοια που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό, με τις ίδιες του τις πληγές.

ΣΕ ΠΗΡΕ Η ΣΙΩΠΗ

Ὅταν γελᾶς τὰ πρωινὰ
μʼ ἀνθόμελο ἀλείφεις τὸ ψωμί μου.

Ὅταν μιλοῦν τὰ μάτια σου γαλάζια
βυθίζομαι αἰχμάλωτος
νεράιδας μοίρας.

Ὅταν χορεύεις στὴ βροχή, ζηλεύω,
ἀπʼ τὸ κακό μου σύννεφο
γίνομαι μαῦρο.

Ὅταν τραγουδᾶς ἡλιοβασίλεμα
πλάθω μὲ χρῶμα καὶ νερὸ
διάτρητη εὐτυχία.

Ὅταν τὴ θάλασσα πετροβολᾶς
γέφυρα στήνεις μυστικὴ
γιὰ τὴν πέρα ὄχθη.

Ὅταν σὲ παίρνει ἡ σιωπὴ
μυρωδιὰ βρεγμένου χώματος
χαϊδεύει τὴν αὐλή μας.

Ὅταν κλαῖς πίσω ἀπʼ τὸ τζάμι
ἀπὸ τὰ μάτια σου περνῶ
δὲ μὲ κοιτᾶς καὶ χάνομαι στοὺς δρόμους.

Από τη συλλογή «ΝΑΥΑΓΙΟ ΦΩΣ», Διάττων 2004

Αισθάνομαι ήδη από τον τίτλο ότι ο ποιητής σκύβει επάνω στο καθημερινό για να το ενώσει με το αιώνιο , στο ατομικό για να το κάνει οικουμενικό και σ αυτό που ο ίδιος εμφανίζει στα ποιήματά του. Πόσες φορές στο κλάμα μας μέσα δεν νιώσαμε ότι «μόνο εγώ κλαίω» «μόνο εγώ πονάω» και ότι ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που δεν τον χωρά η γη. Το ‘’Υπέρθυρο του Ανέμου’’ με ανακουφίζει. 

 

Τʼ ΑΓΡΙΜΙΑ

                             Στὸν Δημήτρη Κάββουρα

Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια
καὶ πιὸ πολλὲς μοῦ ρίχνεις εὐθύνες
γιὰ τὸ χαρτὶ τῆς νιότης μας
ποὺ κάψαμε.

Ὅτι μπορῶ κάνω κι ἐγὼ
πρὶν νὰ καοῦμε ὁλότελα.

Ὁλημερίς φυλάω καραούλι
πότε θὰ πᾶν τʼ ἀγρίμια γιὰ νερὸ
νὰ πιάσω ἕνα στίχο δροσερὸ
νὰ σὲ φιλέψω.

 

ΑΣΤΕΓΟΣ

Οὔτε παράθυρο στὸν κόσμο
οὔτε πόρτα νὰ βγάζει στὴν αὐλὴ.

Ἕνα κεραμίδι μόνο ὀνειρεύεται.
Καὶ βρέχει.

Φράσεις που δεν έχουν πόνο αλλά προσμονή σαν περιγραφές της περιπλάνησης .αλλά και πάλι ..δεν είναι περιπλάνηση είναι περιήγηση και προσεκτική παρατήρηση στο λαβύρινθο της ζωής.

Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ

 

Πάνω στην πλάτη μου ζεστός

Εσύ να ψήνεις τον καφέ

Αργά όπως εχθές όπως προχθές--άσε να βιάζονται τα χρόνια—

Και να σε περιμένω.

Να’ρχεται πρώτα τ’άρωμα.

Μένει εκεί – σταθερά – μαρτυρικά – υπομονετικά- στωικά- ήρεμα και παρατηρεί, γράφει και καταγράφει το ελάχιστο . Εμένα με βοηθά. Γιατί μου καταδεικνύει το σημείο βρασμού. Ενώ εγώ βολεύομαι στο να βλέπω την φασαρία των υδρατμών.

 

ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Δὲν εἶνʼ ἀλήθεια
δὲν εἶναι ψέμα.
Ὄνειρο εἶναι ξένο
ποὺ τό ʼζησα γιὰ δικό μου.

Κι αὐτὸ
σὰν τὸ νερὸ γλιστρᾶ
καὶ μένω μʼ ἄδεια χέρια.

΄Βλέπουμε πως η ποίηση που μας απασχολεί εδώ, η ποίηση του Αλέξανδρου Φωσταινη, έχει το βασικό χαρακτηριστικό της ειλικρίνειας, χωρίς την οποία η χρήση της γλώσσας γίνεται οντολογικά επικίνδυνη και θανατική για την πνευματική υπόσταση του ποιητή. Αυτή η ειλικρίνεια απομακρύνει την εκζήτηση –μόνιμο χαρακτηριστικό της τωρινής μας αταίριαστα φιλόδοξης ποίησης. Από κει και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός για την ποιητική πορεία και την οντολογική πνευματική καταξίωση. Ο Φωσταινης απλά, και σίγουρα αυθόρμητα αρνητικός προς τα αλλότρια ποιητικά ήθη, είναι άσχετος με ό,τι μη γνήσιο, και έξω από τεχνητούς κανόνες, ή και επικαιρικές ποιητικές σχολές

Ο ΠΡΩΤΟΛΑΤΗΣ

Τὸ κακὸ δὲν ἀργεῖ.
Καὶ νʼ ἀργοῦσε, στὸ τέλος, δὲν ξεχνοῦσε
ὅπου ὑπῆρχε πόρτα νὰ χτυπήσει.
Μαυροντυμένες τότε ψυχὲς
ἔσερναν ὁλονυχτίς τὸ μοιρολόι.

Ποτισμένο θλίψη τὸ λαρύγγι τους
ἀνέβαινε κόμπο-κόμπο
τὸ δρόμο τοῦ θρήνου.
Καὶ σὲ ταξίδευαν
ὡς τὶς παγωμένες ἄκρες τῆς ψυχῆς σου.

Ὅποιος ἄντεχε κοινωνοῦσε τὸ θαῦμα.

Τὸ ἄλλο πρωὶ
ἀνάλαφροι κινούσαμε γιὰ τὸ χωράφι
μὲ τὸ νεκρό μας πρωτολάτη.

…τὸ τραγούδι μας μελαγχολικό
φορὲς-φορὲς θυμίζει μοιρολόι.

Από τη συλλογή «ΥΠΕΡΘΥΡΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ», Διάττων 2008

Μια ευαίσθητη πνοή διαχέει στους μελετημένους, λυρικούς  στίχους εκφράζοντας συμπυκνωμένα, λακωνικά, υψηλά μηνύματα και απέραντα συναισθήματα και στοχασμούς. Με ύφος λεπτό, με παλμό και κίνηση εναλλασσόμενη περιρρέει τους μικρούς, αλλά με μουσικότητα ομοιοκατάληκτους στίχους δίνοντας χαρακτήρα ρυθμικό. Εικόνες με αποχρώσεις φωτός, ωρίμανση με σιωπή προδίδουν νουν σοφίας. Ποίηση εσώψυχη, αναδεικνύει έναν ποιητή ονειρολόγο που με ευαισθησία ψυχής αναπλάθει την συμπαντική ωραιότητα του Κόσμου και αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του.

 

ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ : ΣΤΕΛΙΟΣ Θ. ΜΑΦΡΕΔΑΣ # Λυρισμός με βαθιά φιλοσοφική προέκταση #

 

ΣΤΕΛΙΟΣ Θ. ΜΑΦΡΕΔΑΣ

# Λυρισμός με βαθιά φιλοσοφική προέκταση #

Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΦΡΕΔΑΣ

Σπούδασε οικονομικά. Εργάσθηκε στην Εμπορική Τράπεζα   και διετέλεσε Περιφερειακός Διευθυντής Δυτικής Ελλάδος της Τράπεζας Κύπρου  Γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1949. Έχει κάνει οικονομικές και τραπεζικές σπουδές και είναι μέλος της Διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα. 

Έχει επίσης εκδώσει την ανθολογία ποίησης "Η Πρέβεζα στη νεοελληνική ποίηση". Δημοσιεύει τακτικά μελέτες και κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό ‘’Πάροδος’’, ενώ έργα του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Ας δούμε την γραφή του

Περιφέρομαι ικέτης

Εδώ σ᾿ αὐτή την προκυμαία θα με συναντήσεις
κάθε βράδυ, ικέτης των θεών να περιφέρομαι
ανάμεσα σε σκάφη νεόπλουτων
με ονόματα φαιδρά.

Με τους άτυχους μελαψούς να συμφύρομαι
που καραδοκούν στο κύτος των πλοίων να χωρέσουν,
ενώ εγώ,
-ο κατά γενικήν ομολογίαν επιτυχημένος-
παρακαλώ στον κόρφο σου να με περιθάλψεις.

Εδώ σ᾿ αυτή την προκυμαία θα με βρεις
με σκυμμένο κεφάλι, να ψάχνω τα ίχνη σου.

 

Ο Στέλιος Μαφρέδας έχει διαγράψει μία μακρά και άκρως ενδιαφέρουσα πορεία μέσα στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Με τις, ποιητικές του συλλογές έχει κατορθώσει να διαμορφώσει και να αποκρυσταλλώσει κάποια βασικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν στα ποιήματά του έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και συγκροτούν την ποιητική του ιδιοπροσωπία, την δική του ξεχωριστή και διακριτή «φωνή». 

Λυρισμός με βαθιά φιλοσοφική προέκταση χαρακτηρίζουν τα ποιήματα  του Στέλιου Μαφρεδα     Η ελπίδα κυριαρχεί στην αέναη πορεία της ζωής η οποία γεννιέται μαζί με τη μουσική που υπάρχει πριν από εμάς, συνεχίζεται αενάως και πάλλεται αφομοιώμενη με το ρυθμικό μέλος του τραγουδιού. Γράφεται στην πέτρα της υπομονής που γεννά ανθούς την άνοιξη καταυγάζοντας ένα μυροβόλημα στην ψυχή του κόσμου. Ποίηση, ύμνος στον πόνο  με χαρακτηριστικό στίχο 

 

«Σε προδίδει μια ματιά στοργής

ένα βλεφάρισμα αμηχανίας». 

Ο τροφοδότης πόνος μεγαλείο στα κυπαρίσσια, στις πυγολαμπίδες που δεν νικάνε το σκότος, στο γυρισμό που είναι άπιαστη γιορτή και στο σπάραγμα που εκφράζεται με τον ανωτέρω στίχο 

 

«Όταν ανοίξεις το παράθυρο/ 

θα δεις τ' αστέρια/ ».

 

Θέλει να γίνει άνθρωπος χωρίς συμφέρον, αγορές που είναι σκλαβιά σωμάτων και ψυχών ανελεύθερων. Θέλει ενότητα, με προμετωπίδα τη δικαιοσύνη και αρωγούς αυτής τη γνώση, την τέχνη, τον πολιτισμό. Επιθυμεί να συντάσσονται τα πάντα και οι πάντες στο αλώνι της αδελφοσύνης. 

Μια ευαίσθητη πνοή διαχέει στους μελετημένους, στίχους εκφράζοντας συμπυκνωμένα, λακωνικά, υψηλά μηνύματα και απέραντα συναισθήματα και στοχασμούς. Με ύφος λεπτό, με παλμό και κίνηση εναλλασσόμενη περιρρέει τους μικρούς, αλλά με μουσικότητα  στίχους δίνοντας χαρακτήρα ρυθμικό. Εικόνες με αποχρώσεις φωτός, ωρίμανση με σιωπή προδίδουν νουν ρυτιδωμένης σοφίας Ποίηση εσώψυχη, ερωτική, επαναστατική, αναδεικνύει έναν ποιητή ονειρολόγο που με ευαισθησία ψυχής αναπλάθει την συμπαντική ωραιότητα του Κόσμου και αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του. Μας λέει ο ποιητής

Εξομολόγηση

Κύριε,

δεν ξέρω με ποια ανομήματα
μ’ έχεις χρεωμένο
κι ούτε την τιμωρία
που μου επιφυλάσσεις γι’ αυτά.

Σου λέω όμως,
πως όταν βρεθώ ενώπιόν σου
θ’ αρνηθώ όλες τις κατηγορίες.
Ήμουνα πάντοτε άνθρωπος καλών προθέσεων.

Για έν’ αμάρτημα μόνο
θ’ αποδεχθώ την ενοχή μου
και είμαι έτοιμος ν’ αντέξω
το επιτίμιο που θα μου επιβάλεις,

ότι για χάριν της καλής μου
υπήρξα κλέφτης λουλουδιών,

υπεξαιρέτης στίχων και ποιημάτων.

Τα ποιήματα του   διακρίνονται, σε γενικές γραμμές, για την μικρή τους έκταση. Το στοιχείο αυτό προσδίδει στα ποιήματα μια ιδιαίτερη δυναμική ενισχύοντας και την ποιητικότητα, αλλά και την αμεσότητα που αναπόφευκτα δημιουργείται οδηγώντας σε ένα καίριο και καταλυτικό ποιητικό αποτέλεσμα. Η δόμηση των ποιημάτων, παρόλο που δεν ακολουθεί ένα σταθερό σχέδιο, εμφανίζει ορισμένους κοινούς τόπους με χαρακτηριστικότερο τον διαχωρισμό των τελευταίων στίχων οι οποίοι αποτελούν μία ξεχωριστή στροφή εν είδη συμπεράσματος, αποφθέγματος ή ακόμα και ευχής. Αυτό το κλείσιμο των ποιημάτων προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας στον αναγνώστη, από τη στιγμή που ο ποιητής επιλέγει συνειδητά να προσφέρει τη λύση στο «αίνιγμα» που αναπόφευκτα κάθε ποίημα αποτελεί. Έτσι, ο αναγνώστης δεν εγκλωβίζεται σε μια αέναη αναζήτηση του νοήματος ή του μηνύματος των στίχων και αφήνεται ελεύθερος να απολαύσει τη μορφή και το περιεχόμενο του ποιήματος στην ολότητά του.

Όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι
τον κρατούσα πάντοτε από το
μικρό δάχτυλο του χεριού του.

Ο πατέρας μου! ψιθύριζα
καθώς συγχρόνιζα το βήμα μου με το δικό του
και του χάιδευα τους ρόζους.

Καμάρωνα που ήταν τόσο σκληροί.

Σκληροί, σαν τη ζωή μας…

Η ανατρεπτική διάθεση του ποιητή, φαίνεται πως συνιστά, σε μεγάλο βαθμό, την γραφή του. Γιατί, στην πρώτη ποιητική ενότητα, που τιτλοφορείται «Δίκην μυθολογίας» ο ποιητής επιχειρεί κάτι παράδοξο, συνάμα όμως πρωτότυπο και ελκυστικό. Ενώ δηλαδή αντλεί από θέματα και μορφές της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας, δεν μένει στον χειρισμό τους ως μυθολογικών ή ιστορικών θεμάτων, μεταφερόμενος ο ίδιος στο εκεί και το τότε, αλλά αντίθετα προσαρμόζει τον μύθο ή τη μορφή στη δική του περίπτωση και μιλά με όρους μυθολογικούς ή ιστορικούς για ζητήματα προσωπικά, για εμπειρίες και στιγμές του δικού του βίου. 

Ορθώνω το ανάστημα

ο Κυρηναίος σου και πώς ν' αποστατήσω;

Οι ελπίδες μου σταυρός

κι είναι το βάρος τόσο ασήκωτο

χωρίς το άγγελμά σου

 

Ποίηση-κυρίως-του ελεύθερου στίχου που συγχρονίζεται με τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής. Ο ποιητής ενδεδυμένος, με ό,τι η Ζωή τον εμπεριέχει και τον εκπροσωπεί. Στον ευγενέστερο χρόνο της ποίησης, εναποθέτει τους αρμούς της καρδιάς του, κάνοντας το συναίσθημα, ένα ευρύτερο πεδίο ποιητικής ανταπόκρισης. Ειλικρινής-απλός-και περιεκτικός-κάνει την ποίησή του ένα πολλαπλό οδοιπορικό-βιωματικής πορείας, που στοιχειοθετεί την προσωπική του απολαβή στα γεγονότα και την προσωπική του προμήθεια στη σιωπή, στις αγωνίες και στην αναμονή της ελπίδας που φέρει το καινούργιο της ζωής. Πηγαίος και αυθόρμητος, με φανερή προσήλωση στη φύση και στο πολύ συνεκτικό στοιχείο, ενός δυνατού συναισθήματος που καθορίζει όλο το εύρος της ποιητικής του εξέλιξης, Ποιητής μιας εναλλασσόμενης πραγματικότητας, που δεν κρύβεται και δεν αποσιωπά την εξέλιξη και το στοιχείο της προσωπικής του οδοιπορίας. Μας λέει

 

Σε προδίδει μια ματιά στοργής

ένα βλεφάρισμα αμηχανίας.

Βγαίνεις από το κέλυφος

εύθραυστη και ανασφαλής 

ο Ζέφυρος εγώ

από παλιά φανατικός και στρατολογημένος. 

 

Η μέθοδος και η διαδικασία αυτή συνιστά μία αξιοσημείωτη στροφή στα μέχρι σήμερα ποιητικά δεδομένα. Βεβαίως η εκμετάλλευση του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος ήταν και εξακολουθεί να είναι κοινός τόπος μεταξύ των ποιητών, οι περισσότεροι όμως κινήθηκαν στις δημιουργίες τους με γνώμονα την παραμονή τους εντός του παρελθόντος ακόμα κι αν, μέσω αυτού, επιχειρούσαν να μιλήσουν για τη συγχρονία και το παρόν.

Στενά συνυφασμένη με τη μέθοδο αυτή του ποιητή είναι και η χρήση του πρώτου προσώπου, η οποία προσδίδει ένα είδος αυτοαναφορικότητας στα ποιήματα του Μαφρέδα. Πρόκειται δηλαδή για μία ποίηση σαφώς προσωπική, εξομολογητική, αυτοαναφορική, η διάσταση όμως αυτή μετριάζεται ή υπονομεύεται από την τακτική του ποιητή να μετουσιώνεται ο ίδιος, κάθε φορά, σε μία άλλη ύπαρξη, μία άλλη μορφή. 

Σε πολλά  ποιήματα οι δύο αυτοί πόλοι ταυτίζονται και συνυπάρχουν τόσο αρμονικά ώστε ο έρωτας να είναι μία ποιητική καθαρά δημιουργία και η ποίηση να προκύπτει και να υπηρετεί το ερωτικό αίσθημα. 

Παρακαλώ τα μάτια σου,

έστω

για έναν στίχο απόψε να σπιθοβολήσουν. 

Η ερωτική εμπειρία, μάλιστα, και το ερωτικό αίσθημα προσλαμβάνει στα ποιήματα του Μαφρέδα μία χροιά ρομαντική και μια τάση ενατένισης της φύσης και του κόσμου με τους όρους του ερωτισμού. 

Όταν ανοίξεις το παράθυρο

θα δεις τ' αστέρια 

που κουρνιάζουν απόψε

στα δέντρα της αυλής σου.

Στις φούχτες σου να τα μαζέψεις.

Ζηλεύει παράφορα η μέρα. 

Στα ποιήματα του πραγματοποιείται ουσιαστικά μία δέσμευση του ποιητή, ένορκη όπως ο ίδιος αρέσκεται να επαναλαμβάνει, απέναντι στον έρωτα και την ποίηση, απέναντι σε δύο δυνάμεις που τον κυριαρχούν και τον συντρέχουν. 

Με τον λόγο σου τιθασεύεις τον καιρό,

καμία παρομοίωση δεν σου ταιριάζει.

Αδέξιος κηδεμόνας ο θεός

πώς να δεχτεί

την αίρεση και τη δική σου εξαγγελία;

Πάλι στην ομορφιά σου απόψε θα ορκιστώ. 

Ο ποιητής καταθέτει την πίστη του στην καταλυτική επενέργεια του έρωτα και της ποίησης στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη. Και πάλι εδώ, η κατάθεση είναι προσωπική, ο Μαφρέδας όμως δεν περιορίζεται σε μια απλοϊκή προσέγγιση της ποίησης και του έρωτα, στον τύπο της εξομολόγησης, αλλά συνθέτει κυριολεκτικά έναν ύμνο στις δύο αυτές δημιουργικές δυνάμεις που κεντρίζουν την δημιουργική του διάθεση. Στο μέτρο λοιπόν που τα ποιήματά του τίθενται στην υπηρεσία της εξύμνησης, ο ποιητής προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας που συνέθεσαν τα ποιήματά τους εκκινώντας από τις ίδιες αφετηρίες και την ίδια διάθεση.

Η πανσπερμία του Έρωτα, της ηθελημένης πορείας, της ψυχικής απεραντοσύνης, της καθαρότητας των επιλογών, το έναυσμα της ψυχικής ωραιότητας, τα δωρίσματα της ζωής, -που ημερώνουν τον άνθρωπο-, τα φιλέματα της εγκαρδιότητας των προσφιλών ατόμων, η φωνητική διάθλαση της ποίησης και το ωριμασμένο και αισθητικό τέλος του ποιήματος, είναι οι κρίκοι δημιουργίας-έμπνευσης και δοκιμασίας αυτής της ποίησης, που κεντρώνει την Ύπαρξη, με την αίσθηση της συνέχειας, της απλότητας, και της αμεσότητας του λόγου.

Θα κλείσω αυτή την μικρή παρουσίαση για ένα ποιητή που γνώρισα από το διαδίκτυο Βλέπω λοιπόν μπροστά μου ένα ποιητή συγκροτημένο στη γραφή του Έναν ενεργό πολίτη  της γνώσης, που επιθυμεί και προσδοκά η ποίηση να έχει πάντα καλοτάξιδες τις αντένες της επικοινωνίας  με τα ανθρώπινα, και το περίσσευμα της ανθρώπινης αίσθησης και της αγάπης, να πρωτοπορεί στη ζωή και στην αδελφοσύνη, μακριά από τις κραυγές της μοναξιάς και της ουτοπίας. 

Η ποίηση είναι ζωή, γεννά την επικοινωνία και ανοίγει πάντα διαύλους χαράς, δράσης και μεγαλοσύνης.




ΣΩΤΗΡΗ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ ‘’ Ένας υπέρμαχος της μοναξιάς και της απομόνωσης

 "H ΓΝΩΜΗ' ΠΑΤΡΩΝ  Κυριεκή 24η Ιανουαρίου 2021

Παρέα με την ποίηση

τότε και τώρα

από την Πάτρα 

                                                       Επιμέλεια  ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

                                                                         Μέλος του Κύκλου Ποιητών

                                                                        Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών 




ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ

‘’ Ένας υπέρμαχος της μοναξιάς και της απομόνωσης  ‘

 


 

Ο Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη 1926-Πάτρα 1970) υπήρξε ένας άξιος έλληνας λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. Δίκιο έχουν.

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη Ηλείας, δευτερότοκος και πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς—Αθηνών—Πελοποννήσου) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα και την Πάτρα.

Από τον Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι τον Ιούνιο του 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο, τόπο διαμονής της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι του 1940 οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα, διατηρώντας ωστόσο δεύτερη κατοικία στην Πάτρα στην οποία εγκαταστάθηκε ο Καχτίτσης. Τον Σεπτέμβριο 1940 γράφτηκε στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών. 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεταξύ Οκτωβρίου 1942 και Μαρτίου 1943, ορισμένοι συμμαθητές και φίλοι (Ν. Καχτίτσης, Ντ. Ηλιόπουλος, Λ. Μπαζός, Σπ. Στεφανόπουλος, Μαρία Στοφόρου - Μανωλάκου), όντας σε επικοινωνία με τον Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλείας (όπου εκδιδόταν το νεανικό και πατριωτικό περιοδικό «Οδυσσέας» από ομάδα νέων, μεταξύ των οποίων και ο Τάκης Σινόπουλος), αποφασίζουν την έκδοση, σε χειρόγραφη μορφή, ενός λογοτεχνικού πατριωτικού περιοδικού, της ‘’Μέλισσας’’ 

Στις 20 Δεκεμβρίου ετοιμάζεται ένα πρώτο σχεδίασμα. Ο Καχτίτσης καλλιγραφεί ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα, τα οποία κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. Η έκδοση αναστέλλεται ύστερα από ανώνυμες επιστολές «μὲ τὴν ἀπειλὴ πὼς ἂν τολμήσει νὰ ἐμφανισθεῖ τὸ ἀναρχικὸ ἔντυπο “θὰ καταγγελθεῖτε εἰς τὰς Ἀρχὰς Κατοχῆς ὡς ἀντιτιθέμενοι στὸ κρατοῦν καθεστώς”». Απογοητευμένα, τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής εντάσσονται στην ΕΠΟΝ. Ο Καχτίτσης διατηρεί στενές σχέσεις μαζί τους χωρίς ωστόσο να ενταχθεί ο ίδιος.

Λίγο πριν την απελευθέρωση της Πάτρας, στις 4 Οκτωβρίου 1944, συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον Λάκη Μπαζό, στενό του φίλο και μέλος της ΕΠΟΝ.

Θα μας πει ο ποιητής

 

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ

Μνήμες, μην έρχεστε!
Η μουσκεμένη
εχθρική γη μυρίζει
σαν το νιόσκαφτο μνήμα
του Κρίνου Κοριτσιού
της θύμησής μου.

Η σαλαμάνδρα
υφαίνει ντροπαλό
τραγούδι
κι εγώ μαζεύω
κόκκινα φύλλα,
έντομα κι άνθη του αγρού
για το λεύκωμά σου.

Ο Νίκος Καχτίτσης υπήρξε ένας άξιος  λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. 

«Αυτός ο Νίκος Καχτίτσης, σαν τον Νεκρό Ταξιδιώτη του Παπαδιαμάντη, πλέει προς την Ελλάδα. Και είναι πιο πρακτικό και πιο πατριωτικό το να τονίσω, με εμπάθεια, πως αυτός ο Νίκος Καχτίτσης είναι κάποιος σπουδαιότατος Νεοελλην πεζογράφος». (Ηλίας Πετρόπουλος, 1972)   

Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε ο ίδιος, λίγα-λίγα, σε κεφάλαια, μέσω ταχυδρομείου σε Έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1967 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη).  Ήταν ένα τεύχος, λοιπόν, του πατρινού περιοδικού «Παράθυρο», το υπ' αριθμόν 4 από τις αρχές του '85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης και ποιητής Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ' ένα δρόμο της πόλης.   

«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το 'θελε είτε δεν το 'θελε ενταφιάστηκε στο Α Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».   

Το ονοματεπώνυμο «Νίκος Καχτίτσης» να πούμε πως δόθηκε όντως, κάποια στιγμή, σ' ένα δρόμο της Πάτρας, σ' ένα χαμένο αδιέξοδο στενό, κάπου στα Συχαινά Ο Καχτίτσης, που ήταν παράξενος άνθρωπος και ζουσε στη μοναξιά επικοινωνούσε με τους λιγοστούς φίλους του στην Ελλάδα μέσω αλληλογραφίας, δίχως, μάλιστα, τους περισσότερους απ' αυτούς, να καταφέρει να τους γνωρίσει και δια ζώσης.   

Το 1972, ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος έκαναν μια προσπάθεια να φέρουν στο φως τα βιβλία και τις ιστορίες του ήδη πεθαμένου Καχτίτση μέσω του μικρού βιβλίου τους «Μνήμη Νίκου Καχτίτση» Το βιβλιαράκι ήταν καλαίσθητο, γιατί καλαίσθητα ήταν τα βιβλία και του τυπογράφου Καχτίτση,

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ο Κέδρος θα επιχειρούσε και την πρώτη κανονική επανέκδοση πεζών του Καχτίτση με τα «Ποιοι οι Φίλοι / Η Ομορφάσχημη / Το Ενύπνιο», που πέρασε όμως απαρατήρητη.  

Ας δούμε την γραφεί του

ΧΑΜΕΝΟΣ

Δεν μπορώ πια να περάσω
μες’ από τούτη την αλέα του Χρόνου
δίχως τα κίτρινα μου γάντια
και τη μάσκα της αυστηρότητας.
Γιατί χιλιάδες φιλύποπτα μάτια
πίσω από τους θάμνους
με κατασκοπεύουν.

Όχι, δεν είναι τούτη
η εποχή μου.
Ωστόσο περιμένω μ’ ελπίδα
την ημέρα
που τα ηλιοτρόπια
κι οι μανόλιες
θ’ ανθίσουν για πάντα.
Τότε θα χρειαστεί να τιμωρήσω
το φίδι που φτύνει
το φαρμάκι του στη σάρκα μου.
*Από τη συλλογή “Τρωτό σημείο” που γράφτηκε από τον ποιητή στα αγγλικά με τον τίτλο “Vulnerable point”. Η συλλογή αυτή γράφτηκε το 1949, αλλά είδε το φως της δημοσιότητας σε έκδοση του ίδιου του ποιητή στο Μόντρεαλ του Καναδά το 1968. Η ελληνική μετάφραση έγινε από τον ποιητή Γιώργο Δανιήλ.

Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1945 εκδίδει στην Πάτρα με τον Λ. Μπαζό, πλαισιωμένος από τον κύκλο της Μέλισσας, τον ‘’Νέο Ρυθμό’’, όπου δημοσιεύει κείμενά του με διάφορα ψευδώνυμα. Η έκδοση αναστέλλεται μετά από δύο τεύχη και ενώ το τρίτο τεύχος ήταν έτοιμο, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε ἡ δημοσίευση νεκρολογίας για τον Γληνό σε συντηρητικούς κύκλους της Πάτρας, δεδομένου του τεταμένου πολιτικού κλίματος της εποχής (Δεκεμβριανά, Συμφωνία Βάρκιζας).

Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στη Γραμματεία της «Αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» και κατόπιν δίδαξε στο Παράρτημα Πατρών της Βρετανικής Ακαδημίας. Μας λέει ο ποιητής

                                                                  Αδιέξοδο
                                                           Ο σωσίας μου
                                                           συλλέκτης μεσαιωνικών κλειδιών
                                                           ζει κάπου αλλού,
                                                           στη Λιθουανία υποθέτω
                                                           ή πιθανόν στη Σαμαρκάνδη.

                                                           Και δέ θ’ αυτοκτονήσει
                                                           πριν ανταμώσουμε και πάλι
                                                           στο Εδιμβούργο.

Στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως. Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό ύστερα από τριάμισι χρόνια θητείας στις 21 Ιουλίου 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού.

Στις 24 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε αεροπορικώς από την Αθήνα —μέσω Παρισιού, Μπορντώ και Τύνιδας— για την Ντουάλα του Γαλλικού Καμερούν, όπου είχε προσληφθεί ως λογιστής στη βρετανική εταιρεία Paterson, Zochonis & Co Ltd. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1955.

Τον Ιούνιο του 1956 έλαβε πρόσκληση από τη Θ. Τσαπουλάρη να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Μετά από σύντομη διαμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου αναχώρησε από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο Ascania για το Μόντρεαλ. Στις 27 Οκτωβρίου νυμφεύτηκε τη Θ. Τσαπουλάρη στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στο Μόντρεαλ με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο.

Στο Μόντρεαλ θα βιοποριστεί με ποικίλες εργασίες: κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που θα αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων του. Στις 11 Ιανουαρίου 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.

                                                    ‘ Ο άνθρωπος με το ψηλό καπέλο’
                                                        Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία
                                                        ότι μια νύχτα καταθλιπτική
                                                        που θα πλανιέμαι ολομόναχος
                                                        σ’ έναν καταχνιασμένο δρόμο,
                                                        θα ξεπροβάλει κάποιο χέρι
                                                        απ’ το παράθυρο ενός μαύρου ταξί
                                                        και θα με πιστολίσει από μοιραίο
                                                        αναπόφευκτο λάθος.
                                                       Μα τέτοιο λάθος
                                                        θα’ ταν το πιο τέλειο
                                                        στη ζωή μου,
                                                        η τελευταία
                                                        κι εκλεκτότερη μου
                                                        εμπειρία.

Τυπωμένο από τον ίδιο τον Καχτίτση στο χειροκίνητο πιεστήριο στο υπόγειο του σπιτιού του στο Μόντρεαλ, το καλοκαίρι του 1968.

 

Με την κήρυξη του στρατιωτικού καθεστώτος, την 21η Απριλίου 1967, ακολουθώντας την στάση πολλών Ελλήνων συγγραφέων, ο Καχτίτσης παύει να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση στον κανόνα η υπό την εκδοτική επωνυμία «Λωτοφάγος» έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του Ήρωα της Γάνδης, η εκτύπωση του οποίου είχε ξεκινήσει στις αρχές του έτους στον Πύργο και διακόπηκε στα τέλη Απριλίου. Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις’’ Πρόκες’’ του Γ. Δανιήλ και πάλι υπό την εκδοτική επωνυμία του «Λωτοφάγου». Αμφότεροι τόμοι στοιχειοθετήθηκαν στα πιεστήρια όπου εκτυπωνόταν η ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα Το Ελληνοκαναδικό Βήμα. 

Ας δούμε μια άλλη πλευρά της ποίησης του

                                                    Η συμφωνία της ομίχλης
                                                          Μ’ αρέσει η φιλία
                                                          της ομίχλης
                                                          μ’ όλο που νιώθω
                                                          ένα υγρό φορτίο
                                                          αηδίας
                                                          στο λαιμό μου
                                                          όταν της κουβεντιάζω
                                                         Μα σαν αποτραβιέμαι
                                                         με σιωπηλά φευγαλέα βήματα
                                                         μες στα ερείπια,
                                                         τότε υποφέρω αληθινά
                                                         και μ’ αγωνία την περιμένω
                                                         να’ ρθει πάλι
                                                         με νέα οράματα
                                                         καινούρια μουσική.

Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία «Anthelion Press» στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο Ελληνοκαναδικό Βήμα στα οποία παίρνει σαφή θέση κατά της Δικτατορίας.

Στις 6 Απριλίου 1970 διαγιγνώσκεται στον Καχτίτση οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου φτάνει στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα όπου διαμένει σε συγγενείς του. Δύο ημέρες πριν πεθάνει εισήχθη στο Νοσοκομείο της Πάτρας όπου και εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970. Ενταφιάστηκε στις 26 Μαΐου το απόγευμα στον οικογενειακό τάφο σε μια πλαγιά του Α΄ Νεκροταφείου Πατρών, αλλιώς νεκροταφείου των Αγγέλων.

Κάπου γράφει

                                                                   Αδράνεια
                                                          Ο μολυβένιος ουρανός
                                                          μου σφεντονίζει ένα τρελό φεγγάρι
                                                          καταπρόσωπο,
                                                          κι η Γη
                                                          θρηνεί τα τέκνα της
                                                          που χάθηκαν
                                                          στα πορφυρά πεδία των μαχών.
                                                          Απόψε ο νους μου πάει
                                                          σ’ αυτούς που κάνουν το ταξίδι
                                                          Κορνουάλη – Σφαξ
                                                          Κι Αμβούργο – Άγνωστο
.

 Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα για ένα άνθρωπο που γνώρισα μέσα από τον λόγο του μπορώ να πω ότι 

Τα πεζά, αλλά και τα λιγοστά ποιήματα του Καχτίτση διακατέχονται από μία διαρκή αγωνία και ένα άγχος που συνθλίβει τον άνθρωπο. Οι ήρωές του είναι παγιδευμένοι στις ενοχές που προκαλεί ένα μακρινό παρελθόν και αδυνατούν να απεμπλακούν από την κατάσταση αυτή. Ο αφηγηματικός κόσμος του Καχτίτση κυριαρχείται από την ενοχή. Στην αφηγηματική τεχνική συνδυάζει την παρωδία και την ανατροπή των κλασικών τεχνικών αφήγησης Το έργο του επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε,  συνδέεται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.). 

 

ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ‘’ Ενας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους ‘’



 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

‘’ Ενας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους ‘’

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Η δουλειά του ποιητή | Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος 

Γεννήθηκε το 1939 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από το 1962 ως τη συνταξιοδότησή του, το 1996, εργάστηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Κατά το διάστημα 1984-1996 είχε αναλάβει την έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού της Τράπεζας, "Εμείς", και την τελευταία δεκαπενταετία της υπηρεσίας του ήταν υπεύθυνος του Τομέα Εκδόσεων & Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας και διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων.  Βιβλιογράφος, επίτιμος διδάκτορας Φιλολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης 2006  και Πάτρας 2010, με αρκετές ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του και με θητεία λογοτεχνικού κριτικού, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος είδε τη ζωή του ν' αλλάζει χάρη στην ενασχόλησή του με το έργο του Γιώργου Σεφέρη – τον ίδιο τον Σεφέρη ουδέποτε τον συναναστράφηκε. Ερωτηθείς σε συνέντευξή του στο lifo.gr

-Η πρώτη σας απόπειρα να γράψετε μια μελέτη για τον Σεφέρη χρονολογείται από την εποχή της χούντας. Τι αναζητούσατε ακριβώς;-

“ Μια παρηγοριά ήθελα, μια προσωπική εκτόνωση απέναντι στις συνθήκες της δικτατορίας. Ξεκίνησα να γράψω κάτι για το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'», την πιο πολιτική συλλογή του Σεφέρη, καθώς περιέχει άμεσες αναφορές για το κλίμα που επικρατούσε στα παρασκήνια της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο. Ψάχνοντας τι γινόταν στη Μέση Ανατολή εκείνο το διάστημα, μεταξύ '41 και '44, διαπίστωσα μια εντελώς ασυνήθιστη υπερκινητικότητα εκ μέρους του. Έκανε εκδόσεις, έδινε διαλέξεις, έπαιρνε μέρος σε εκθέσεις... Υποθέτω πως ήταν μια εξωστρέφεια υπαγορευμένη από τις συνθήκες του πολέμου, ένας τρόπος να δηλώσει συμμετοχή σε μια κοινή προσπάθεια. “

 

Eίναι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες βιβλιογράφους, έχει ασχοληθεί με το έργο κορυφαίων δημιουργών πλην του Σεφέρη και των (Καβάφη, Ελύτη, Εγγονόπουλου, Αναγνωστάκη, Σικελιανού κ.ά.) και έχει επιμεληθεί εκδόσεις έργων πολλών από αυτούς.

Έχει εκδώσει ποίηση, δοκίμια και μελέτες για θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχει επιμεληθεί εκδόσεις έργων του Σεφέρη και έχει συντάξει βιβλιογραφίες για τον Σεφέρη, τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη, τον Σικελιανό, τον Ελύτη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τη Νόρα Αναγνωστάκη, τον Κ. Π. Καβάφη και πολλούς άλλους. Επίσης, υπήρξε μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού "Εντευκτήριο" , της εφημερίδας "Τα Νέα" ως βιβλιοκριτκός και επιφυλλιδογράφος, καθώς και τακτικός συνεργάτης της εγκυκλοπαίδειας "Πάπυρος-Λαρούς - Μπριτάνικα". Είναι μέλος του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α), της Εταιρείας Συγγραφέων, της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, της Εταιρείας Σπουδών Μωραΐτη. Χρημάτισε αναπληρωματικό μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και κατά το διάστημα 2000-2004 υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Έχει λάβει μέρος στην επιτροπή απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, καθώς και στην ανάλογη του περιοδικού "Διαβάζω". Το 1990 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην επιτροπή απονομής του ευρωπαϊκού αριστείου λογοτεχνίας (Δουβλίνο). Έχει προσκληθεί και συμμετάσχει σε πολυάριθμα συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες. Το 2015 βραβεύθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Μερικά αποσπάσματα,  από τη Συλλογή «Επιστροφές» που το θεωρώ κορυφαίο ποίημα , γιατί το διακρίνει μια αμεσότητα που ξαφνιάζει στον τρόπο που περιγράφει τις σκοτεινές και αδιέξοδες πλευρές της σύγχρονης ζωής. 

Τα πράγματα είναι όπως τα γνώρισες 

Λίγο χειρότερα ίσως, γιατί Ο άνθρωπος συνηθίζει τις συφορές 

Η συφορά είναι το σκληρό προσκεφάλι όπου πλαγιάζω 

Και δε λέει να με πάρει ο ύπνος ---

Κι όταν ανέβει ο ήλιος Πρέπει να στύψω δυνατά μιαν αχτίδα 

Για να κατεβάσει μια σταγόνα φως 

Ύστερα αρχίζω τα πάρε δώσε με τις λέξεις 

Σαν παραποιημένη είδηση ---

Κάποτε Με λιγοστές φράσεις μπορούσες 

Να ταξιδέψεις μιαν απόσταση πολλών χρόνων 

Τώρα βάζω τις λέξεις στη σειρά 

Φράζω την έξοδο με μιαν ολοστρόγγυλη τελεία

 Μα εκείνες δραπετεύουν 

Γλιστρώντας 

Πάνω στον άσπρο τοίχο της σελίδας 

Προτιμούν να γίνουν σύνθημα σε διαδήλωση 

Διαφημιστικό μήνυμα 

Ουρλιαχτό ζώου 

Την ώρα που σωριάζεται ο κατάδικος

 Πυροβολημένος 

Βρίσκομαι πάνω σ ένα κάρο 

Κατηφορίζοντας σε στενά καλντερίμια 

Τα άλογα αφήνιασαν και σπάσαν τα γκέμια 

Πώς να σου γράψω;

 Οι λέξεις που μου απόμειναν μυρίζουν σφαγείο 

Τις αποθέτω με τρυφεράδα στο χαρτί 

Μα κείνες αφορμίζουνε και στάζουν αίμα 

Όπως οι τρυπημένες παλάμες 

Του Εσταυρωμένου. 

 

Μέσα στις λίγες και λιτές γραμμές ενός ποιήματος ο Δασκαλόπουλος περιγράφει το αλλοπρόσαλλο και το παράλογο της σύγχρονης ζωής. Ο Ποιητής ομολογεί την παρακμή , την αποσύνθεση ενός κόσμου που έχει συνηθίσει στη συμφορά. Καταφεύγει τότε στα όνειρα και στις λέξεις για να σωθεί από τη φθορά. Όμως όχι!! οι λέξεις γίνονται ανυπάκουες, εγκαταλείπουν τον ποιητή μεσοστρατίς, προτιμούν να γίνουν διαφήμιση σύνθημα, κάτι τέλος πάντων που να ταιριάζει στον παράλογο «αφηνιασμένο» κόσμο που ζούμε. Στους 11 πέντε τελευταίους στίχους το παράλογο του κόσμου ολοκληρώνεται : οι λέξεις «μυρίζουν σφαγείο» , Ο ποιητής τις αποθέτει με τρυφερότητα όμως εκείνες στάζουν αίμα. Σε άλλο ποίημα του 

Κλειδούχος μοίρα (1993) 

Τα χρόνια που θα΄ρθουν 

Έχουν ένα πρόσωπο που δεν μας μοιάζει 

Λιγότερα δέντρα περισσότερες σκιές 

Αναποφάσιστα ποτάμια και βουρκωμένες Θάλασσες. 

Μόνο τα δάχτυλα κρατούν σφιγμένη 

Την δική τους αμετάφραστη γλώσσα 

Τα χρόνια που θα΄ρθουν 

Τα έχουμε κιόλας ζήσει σε βαθιά σιωπή  

Νυχτώνει πάνω στην πόλη. 

Ετοιμάσου 

Μεταναστεύουμε σε άλλα τοπία 

Ταξιδεύοντας μέσα στα νεύρα Ενός γέρου πλάτανου στο κελάρυσμα του νερού 

Στην παιδική αθωότητα Τα

α χρόνια Που θα ‘ρθουν

 Έφτασαν

Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, δώδεκα βιβλία με μελετήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανθολογίες, καθώς και βιβλιογραφίες. Έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τη ζωή και το έργο του Καβάφη και επιμελήθηκε εκδόσεις έργων του Σεφέρη. Πρόσφατα βιβλία του, η ποιητική συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο (Κίχλη, 2015), η Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, 2016) και η συναγωγή επιφυλλίδων Το δικαίωμα του αναγνώστη (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017).

Γράμματα στον Ερμόλαο 

Γιατί σου γράφω; 

Σε τι ωφελούν όλες αυτές οι κουβέντες;

 Κανείς δεν προσέχει κανείς δεν ακούει 

Πήγαινε στους δρόμους και κοίταξε 

Πώς σέρνονται οι άνθρωποι από έγνοιες 

Κι εσύ ο ίδιος δεν νιώθεις την ανάγκη 

Να καταλάβεις πως ξεκίνησαν τα πράγματα 

Να δεις πώς κατρακυλάει η ζωή 

Σαν βότσαλο που αποκόβεται απ το βράχο 

Και πέφτει στη θάλασσα 

Η βαριά σιωπή δεν λογαριάζει τέτοιες κινήσεις.

 

Μας λέει για την ποίηση  Οι ποιητές γράφουν, ενίοτε, για να θεραπεύσουν, να συμφιλιωθούν, να αγγίξουν το ανέγγιχτο, για την αμφότερη λύτρωση, ποιητή και αναγνώστη, για να αποδράσουν από την πραγματικότητα. Γράφουν για να περιγράψουν ψυχικές μετατοπίσεις, να προσδιορίσουν τον δύσκολο συγκερασμό του φαίνεσθαι, του γίγνεσθαι, μέχρι εξουδετέρωσης του εαυτού τους. Κυρίως γράφουν για να ελαφρύνουν ένα συναισθηματικό βάρος. Όμως όσο φιλόδοξη και να είναι η παραπάνω περιγραφή, αγγίζει μια ελάχιστη ερμηνεία, καθότι η ποίηση είναι τόσο προσωπική όσο και συλλογική, τόσο άμετρη όσο και τέλεια, τόσο συγκεκριμένη όσο και απροσδιόριστη. Η μούσα ψιθυρίζει κρυφά στους ποιητές για το αιώνιο τραύμα.


Γράφει: / 

Όπου και να γυρίσεις το μάτι σκοτάδι και σιωπή/

Σε λευκές φλέβες των διαδρόμων αντιχτυπούν οι ακονισμένες κόψεις της καθημερινότητας./

Τα αντικείμενα κινούνται εναντίον σου/

Τα παράθυρα θρέφουν αναρριχώμενα ερπετά/ 

 

Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει: 

Βουλιάζοντας στον κόσμο σου, προδομένος από τον κόσμο σου Α

προφύλαχτος, ανυπεράσπιστος, εκτεθειμένος 

Στο σκοτάδι και στη σιωπή 

Μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή

Για την ανησυχία και την αγωνία του για τη γλώσσα γράφει στο ποίημα «Επιστροφές» από τη δεύτερη πάλι συλλογή: 

/Και τώρα που κάθομαι σιωπηλός και αδέξιος 

Ανάμεσα σε τεράστιους λευκούς τοίχους /

αισθάνομαι την ανάσα αυτών που έφυγαν /…

.το κυμάτισμα των ψυχών που αγωνίστηκαν /

να ψελλίσουν άγνωστες λέξεις /

μιας γλώσσας ακατανόητης και οδυνηρής

 

Η ποιητική συλλογή  «Αλφαβητάρι» και όλα τα ποιήματα της συλλογής, είκοσι τέσσερα στο σύνολό τους , είναι όλα αφιερωμένα στους αγώνες των ανθρώπων για την ελευθερία, στους αγώνες ενάντια στις όποιες σκοτεινές δυνάμεις που υπονομεύουν την ελεύθερη και δημοκρατική ζωή. Το μότο της συλλογής μας προϊδεάζει για το δραματικό περιεχόμενο της συλλογής. Πρόκειται για ένα δίστιχο από ένα ποίημα του Σεφέρη , αγαπημένου ποιητή του Δασκαλόπουλου : 

Φυραίνει ο τόπος ολοένα /

Χωματένιο σταμνί 

Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής μέσα από συγκλονιστικές μεταφορές αποτυπώνουν και καταγράφουν τον θάνατο, τη θλιβερή απώλεια αγαπημένων αγωνιστών, ηρώων που θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στη συλλογή αυτή το ένα ποίημα είναι καλύτερο από το άλλο, ίσως γιατί ο Δασκαλόπουλος βιώνει ο ίδιος μέσω της τέχνης του όλο αυτό το  ανθρώπινο δράμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Και μαζί του ασφαλώς το βιώνουμε κι εμείς οι αναγνώστες διαβάζοντας αυτά τα εξαιρετικής τέχνης ποιήματα 

Αυγή μαρμαρωμένη 

Στον αιώνα σου 

Πάλι με χρόνους με καιρούς 

Παλεύει ο άγγελος με τον Δαίμονα 

Σκελετοί ψυχών- σκιές καταντημένοι 

Κι ο τριγμός της πέτρας 

Που πάει να γίνει άγαλμα 

Σαν δέντρο που το ξεριζώνει ο κεραυνός, 

Κι αλλού 

Σκοτείνιαζε όταν ξεκαθάρισαν τα μαντάτα

 Κλείσαμε τα παράθυρα κι ανοίξαμε όλα τα φώτα 

Να κρατηθεί η μέρα στο ύφος που ξέραμε 

Κι όμως ένας βαθύς κραδασμός μας συγκλόνιζε 

Σαν έφτασε η νύχτα δίχως τους ώριμους ήχους 

Νιώσαμε για τα καλά ότι η πολιτεία 

Σκάλωσε στον ύφαλο της μοίρας. 

Πόνος , θλίψη κι ένα σφίξιμο στην καρδιά. 

Εικόνες θανάτου παντού γύρω. 

 

Η συλλογή γραμμένη το 1976, τρία μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αποτίει φόρο τιμής στους σκοτωμένους, στους έφηβους νεκρούς. 

Έκλεισαν οι τέσσερις πόρτες 

Του Ορίζοντα. 

Αναποδογύρισε η μέρα 

Οι αχτίδες του ήλιου στέρεψαν 

Οι βρύσες της μνήμης 

Τα όνειρα των παιδιών 

Τα χέρια τα χείλη τα μάτια έκλεισαν

 

Ο ποιητής Δ. Δασκαλόπουλος είναι είναι  ο ποιητής που τολμά ν αντικρίσει κατά πρόσωπο μια κοινωνία που σιγά- σιγά φυλλοροεί που κινδυνεύει να χαθεί μέσα  στον ορυμαγδό μιας πολύβουης αλλά στερημένης νοήματος πραγματικότητας . Μιας πραγματικότητας όπου οι άνθρωποι διανύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην επιφάνεια των πραγμάτων αιχμάλωτοι εφήμερων φροντίδων