H Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς, ένας συνδυασμός της αρχής της επικουρικότητας με την αρχή της αλληλεγγύης. Ένα μοντέλο για την Ελλάδα;
Περιεχόμενα:
1. Η Ελλάδα και οι Έλληνες της Ελλάδος υπό το πρίσμα ενός οικονομικού επιστήμονα αλλά και έλληνα του εξωτερικού.
1.1 Οικονομία της Ελλάδας μπορεί οι πολιτικοί της δεν θέλουν
1.2 Οι Έλληνες είναι περισσότερο υπήκοοι και λιγότερο πολίτες
1.3 Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης της Ελλάδας
1.4 Οι συνέπειες των πελατειακών σχέσεων και του νεποτισμού
2. Η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή, αλλά τι είδους αλλαγή;
3. Το μοντέλο της „Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς“ σαν λύση για την Ελλάδα;
1. Η Ελλάδα υπό το πρίσμα ενός οικονομικού επιστήμονα αλλά και Έλληνα του εξωτερικού.
1.1 Οικονομία της Ελλάδας μπορεί οι πολιτικοί της να μη θέλουν
Η Ελλάδα, Χώρα της Ευρωζώνης, με ένα ονομαστικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) στο τέλος του 2011 της τάξης των 215 δις €, το οποίο παρήγαγαν περίπου 4 εκατομμύρια απασχολούμενοι, και με ένα δημόσιο χρέος (2011) των 370 δις € (172% του ΑΕΠ), αξιολογείται από τις χρηματαγορές ως μία ήδη χρεοκοπημένη Χώρα.
Η Γερμανία επίσης Χώρα της Ευρωζώνης με ένα ονομαστικό ΑΕΠ της τάξης των 2,57 τρις €, το οποίο παρήγαγαν 41,6 εκατομμύρια απασχολούμενοι και με ένα δημόσιο χρέος της τάξης των 2,1 τρις € (82% του ΑΕΠ) αξιολογείται από τις χρηματαγορές ως η πιο ασφαλής Χώρα του κόσμου, για να αποταμιεύσει κανείς σε γερμανικά ομόλογα τα χρήματά του.
Αν συγκρίνεις τις δύο Οικονομίες (γερμανική και ελληνική) με βάση τα ΑΕΠ και τον αριθμό των απασχολούμενων τους θα διαπιστώσεις μία τεράστια έκπληξη, που φαίνεται να διαψεύδει παταγωδώς το μύθο περί χαμηλής παραγωγικότητας (μη ανταγωνιστικότητας) της ελληνικής Οικονομίας.
Με βάση τα στοιχεία ΑΕΠ/απασχολούμενοι ο μεν μέσος απασχολούμενος στην γερμανική Οικονομία αποδίδει (παράγει) ετησίως 61.779 € (2,57 τρις € / 41,6 εκατ.), ο δε μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία 53.750 € (215 δις € / 4,0 εκατ.).
Δηλαδή ο μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία παράγει σήμερα περισσότερο από 87% της μέσης ετήσιας παραγωγής κατά απασχολούμενου στην γερμανική Οικονομία. Με αυτά τα δεδομένα αυτό σημαίνει, ότι αν ο μέσος απασχολούμενος στη γερμανική Οικονομία έχει π.χ. ένα μηνιαίο μικτό εισόδημα γύρω στα 3.000 €, ο μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία θα έπρεπε να είχε 2.610 €, δηλαδή 87% του μέσου γερμανικού μισθού. Έτσι με βάση το εργατικό κόστος θα είχαν και οι δύο Οικονομίες την ίδια ανταγωνιστικότητα, διότι οι εργαζόμενοι θα αμείβονταν ανάλογα με την παραγωγικότητά τους ή ανάλογα με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (Lohnstückkosten). Στην πραγματικότητα όμως το μέσο εργατικό κόστος της Ελλάδος είναι 47% του μέσου εργατικού κόστους της Γερμανίας, δηλαδή με βάση το αναφερόμενο παράδειγμα 1.410 € αντί 2.610 € μηνιαίως που θα έπρεπε να είναι σήμερα με βάση το ελληνικό ΑΕΠ. Αυτό το αποτέλεσμα είναι και μία ένδειξη του μονοπωλιακού καθεστώτος, που πρέπει να ισχύει στην Ελλάδα στον εργασιακό τομέα. Το χαμηλό αυτό μέσο επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα θα έπρεπε μάλιστα να δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική Οικονομία να είναι ακόμη ανταγωνιστικότερη της Γερμανικής.
Και κάτι άλλο ακόμη πιο εκπληκτικό. Αν αφαιρέσουμε και από τις δύο Χώρες τους λιγότερο παραγωγικά απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα, στη μεν Γερμανία 4,6 εκατομμύρια στη δε Ελλάδα 1,0 εκατομμύριο, τότε διαπιστώνουμε μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη. Ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδος παράγει ετησίως 71.667 € (215 δις € / 3,0 εκατ.), δηλαδή περισσότερα από ότι παράγει ο μέσος απασχολούμενος στη γερμανική Οικονομία που είναι 69.460 € (2,57 δις € / 37,0 εκατ.).
Άρα βγαίνει το πρώτο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι η ελληνική ιδιωτική Οικονομία είναι παραγωγικότερη (ανταγωνιστικότερη) της αντίστοιχης γερμανικής ιδιωτικής Οικονομίας!!.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα παράγει 17.917 € περισσότερα από ότι ο μέσος απασχολούμενος στον δημόσιο τομέα (71.667- 53.750 = 17.917). Η διαφορά αυτή στη γερμανική Οικονομία είναι μόνον 7.681 € (69.460 – 61.779), γεγονός που σημαίνει ότι ο γερμανικός δημόσιος τομέας είναι 2,4 φορές παραγωγικότερος του ελληνικού δημόσιου τομέα. Βέβαια αυτό είναι και αποτέλεσμα του ότι το 25% των απασχολούμενων στην ελληνική Οικονομία εργάζονται στον δημόσιο τομέα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη γερμανική Οικονομία είναι μόνο 11%.
Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί και στο εξής τρίτο πολύ σημαντικό συμπέρασμα: αν και στο ελληνικό δημόσιο απασχολούντο μόνον 11%, δηλαδή μόνο 440 χιλιάδες (αντί 1 εκατομμύριο περίπου σήμερα) και οι υπόλοιπες 560 χιλιάδες στον ιδιωτικό τομέα, τότε το εθνικό ακαθάριστο προϊόν της Ελλάδος θα ανήρχετο από τα 215 στα 310 δις € (77.500 € κατά μέσο απασχολούμενο!!), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το σύνολο των απασχολουμένων στην ελληνική Οικονομία θα παρέμενε στα 4 εκατομμύρια.
Με άλλα λόγια - και αυτό σαν τέταρτο συμπέρασμα - η μεγάλη μέχρι σήμερα παρασιτική (κρατικοδίαιτη) απασχόληση στο δημόσιο τομέα κοστίζει στην ελληνική Οικονομία και στους έλληνες 95 δις € ετησίως.
Δυστυχώς οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν εδώ. Και αυτό διότι το ισχύον κρατικοδίαιτο ελληνικό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, το οποίο συνοδεύεται και από ένα μεγάλο ποσοστό διαφθοράς και διαπλοκής, έχει στραγγαλίσει τη δυναμική της ελληνικής Οικονομίας και την έχει περιορίσει στα σημερινά επίπεδα συρρίκνωσης. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά και από τη σύγκριση των ποσοστών των απασχολουμένων στη Γερμανίας και στην Ελλάδα σε σχέση με τους πληθυσμούς τους. Στη μεν Γερμανία απασχολούνται από τα 82 εκατομμύρια πληθυσμό τα 41,6 εκατομμύρια (50,73%), στη δε Ελλάδα από τα 11 εκατομμύρια μόνο τα 4 εκατομμύρια άτομα (36,36%). Αν απασχολούνταν και στην Ελλάδα το 50% του πληθυσμού της, δηλαδή περίπου 5,5 εκατομμύρια άτομα, κάτι που θα ήταν δυνατόν, αν η Οικονομία απελευθερωνόταν από τα δεσμά του διεφθαρμένου κράτους. Οι συνθήκες αυτές θα επέτρεπαν μία υγιή απασχόληση στο δημόσιο τομέα γύρω στις 600 χιλιάδες και 4,9 εκατομμύρια στον ιδιωτικό τομέα.
Αν αυτές οι σκέψεις και οι υπολογισμοί είναι σωστοί, γιατί τότε να υπάρχει αυτή η αντιφατικότητα της ελληνικής Οικονομίας; Γιατί η ελληνική Οικονομία δεν θεωρείται (δεν είναι) περισσότερο ανταγωνιστική και εξωστρεφής και γιατί ο ελληνικός δημόσιος τομέας βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας; Τι είναι αυτό που οδήγησε μία προφανώς παραγωγική και πλούσια ιδιωτική Οικονομία στην πραγματικότητα σε σχετικά χαμηλούς μισθούς, σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα και στη σημερινή τεράστια οικονομική κρίση;
1.2 Οι Έλληνες είναι περισσότερο υπήκοοι και λιγότερο πολίτες
Η Ελλάδα, η οποία ήταν στο πολύ παρελθόν η χώρα των μύθων και θρύλων, βρίσκεται σήμερα και πάλι παγκοσμίως σε όλα τα στόματα. Ειδικά τα τελευταία σχεδόν τρία χρόνια οι μύθοι και οι θρύλοι, οι αλήθειες, οι υπερβολές, οι φαντασιώσεις και οι ευσεβείς πόθοι κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα των διεθνή μέσων ενημέρωσης.
Γι αυτό, θα τολμούσα να πω, ότι η Ελλάδα, μια χώρα των περίπου 11 εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι σήμερα η πιο γνωστή χώρα στον κόσμο.
Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα και τους Έλληνες, σε αντίθεση με τους αξιοθαύμαστους και αξιοζήλευτους μύθους και θρύλους του πολύ παρελθόντος, η σημερινή „δημοτικότητα“ μας συνδέεται με έναν - για όλους τους Έλληνες - ανεπιθύμητο κατάλογο από αρνητικές έννοιες που σχετίζονται με το όνομα Ελλάδα και Έλληνες.
Έννοιες όπως αναξιοπιστία, ανικανότητα, έλλειψη διαφάνειας, ανεπάρκεια, διαφθορά, εξαπάτηση συνδέονται με την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Οι Έλληνες του εξωτερικού πληγώνονται και αγανακτούν, διότι χωρίς να είναι καθόλου υπαίτιοι για αυτή την αρνητική εξέλιξη και φημολογία, γίνονται μέρος αυτής της νεοελληνικής τραγωδίας. Το ερώτημα μας είναι λοιπόν, γιατί φτάσαμε εδώ;
Οι Έλληνες του εξωτερικού, από την εμπειρία και τις γνώσεις που απέκτησαν στο εξωτερικό, έρχονται εύκολα στο συμπέρασμα, ότι στις νέες πατρίδες τους έχουν γίνει συνειδητοί πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις, κάτι που δυστυχώς οι συμπατριώτες τους στην Ελλάδα, για λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω εν συντομία, φαίνεται να μην έχουν γίνει ακόμη.
Μετά την υποταγή της Αθήνας και των συμμάχων της στον Έλληνα Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο τον Β 'και στον γιο του Αλέξανδρο (μάχη της Χαιρώνειας 338 π.Χ.), τελείωσε για αιώνες το πείραμα της δημοκρατίας στην Αθήνα και γενικά σε όλη την Ελλάδα. Έτσι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι έγιναν από πολίτες υπήκοοι.
Με εξαίρεση ίσως τις Συμπολιτείες των Αιτωλών και των Αχαιών που μέχρι την τελική τους υποταγή στους Ρωμαίους (146 π. Χ.) ασκούσαν ένα είδος δημοκρατικής διακυβέρνησης, παρέμειναν οι Έλληνες και γενικά όλοι οι λαοί της Βαλκανικής χερσονήσου και στις μετέπειτα αυτοκρατορίες – Βυζαντινή και Οθωμανική - που ακολούθησαν, για πολλές εκατονταετίες υπήκοοι.
Και στην περίοδο μετά το Μεσαίωνα, όπου στη Βόρεια Ευρώπη έλαβε χώρα η Αναγέννηση και οι μέχρι τότε υπήκοοι κατόρθωσαν με πολλές αιματηρές θυσίες να γίνουν πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις, οι Έλληνες της Ελλάδος αποσυνδεδεμένοι από αυτές τις εξελίξεις - λόγω της συνεχιζόμενης οθωμανικής κυριαρχίας – διατήρησαν δυστυχώς τη θέση του υπηκόου.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς (γύρω στο 1830) το σύστημα των κυβερνώντων και υπηκόων παρέμεινε σταθερό. Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης προσπάθησαν με επιτυχία, ακόμη και με εμφύλιους πολέμους και δολοφονίες, να πάρουν οι ίδιοι τη θέση του κυρίαρχου, που προηγουμένως κατείχαν οι Τούρκοι.
Με τους εισαγόμενους βασιλιάδες, που μας επέβαλαν στη συνέχεια οι λεγόμενες προστάτιδες ευρωπαϊκές δυνάμεις, δημιουργήθηκαν - και σε αυτή τη μορφή εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη - οικογενειακές δυναστείες. Προσπάθειες να αλλάξει αυτό το καθεστώς παρέμειναν μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς.
1.2 Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης της Ελλάδας
Για να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις: Στην Ελλάδα σήμερα, υπάρχει πράγματι τυπική δημοκρατία. Υπάρχει ένα σύνταγμα που τυπικά εγγυάται το διαχωρισμό των εξουσιών, δη-λαδή η Ελλάδα έχει ένα εκλεγμένο Κοινοβούλιο το οποίο ψηφίζει και ελέγχει τυπικά την Εκ-τελεστική εξουσία, δηλαδή την Κυβέρνηση και τη Διοίκηση του Κράτους. Και υπάρχει επίσης τυπικά, μια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, της οποίας η ανεξαρτησία διασφαλίζεται τυπικά από το Ελληνικό Σύνταγμα.
Δυστυχώς αυτή η τυπική ύπαρξη των δημοκρατικών θεσμών σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, είναι μεν μια αναγκαία, αλλά όχι όμως και επαρκής προϋπόθεση για μία ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος στην πράξη.
Στην Ελλάδα, το τυπικό δημοκρατικό σύστημα χρησιμοποιείται δυστυχώς, σαν ένα καμουφλαρισμένο όχημα που μεταφέρει και εξασφαλίζει στους εκάστοτε πολιτικούς και οικονομικούς άρχοντες του τόπου ένα είδος δημοκρατικής νομιμότητας. Στην πραγματικότητα επικρατούν στην Ελλάδα σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, οργανωμένες και δομικά σαν μία πυραμίδα κατασκευασμένες, πελατειακές σχέσεις μεταξύ των ιθυνόντων και του λαού τους.
Με άλλα λόγια, το σύστημα αυτό είναι ένας ανεπίσημος θεσμός συναλλαγών μεταξύ ανθρώπων, με άνισα μοιρασμένη μεταξύ τους την εξουσία, οι οποίοι όμως έχουν αμοιβαία συμφέροντα και γι αυτό αλληλοβοηθούνται.
Στο ελληνικό κομματικό σύστημα δίνουν οι ψηφοφόροι (ο πελάτες των πολιτικών) στους πολιτικούς την ψήφο τους ή χρηματοδοτούν ακόμη και τον προεκλογικό τους αγώνα, και εκείνοι, σε περίπτωση εκλογής τους, τους υπόσχονται κάθε είδους ανταλλάγματα. Αυτά τα ανταλλάγματα αρχίζουν από την ματαίωση κυρώσεων σε τροχαίες παραβάσεις, χορήγηση ακόμη και μη νομίμων οικοδομικών αδειών μέχρι τον διορισμό σε θέσεις του δημοσίου.
Θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς υπερβολή ότι στην Ελλάδα, σχεδόν κανείς στο δημόσιο και σε ορισμένες περιπτώσεις και στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορεί να πετύχει κάτι χωρίς τη βοήθεια ενός τέτοιου πελατειακού συστήματος.
Ειρωνικά θα λέγαμε ότι αυτό το σύστημα είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής των τυπικών κανόνων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη σύγχρονη Ελλάδα.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος στο άρθρο 29 στην 1. παράγραφο αναφέρει ότι οι „ Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος“.
Αυτή η διατύπωση στο Σύνταγμα είναι τόσο γενική και μη δεσμευτική, ώστε τελικά κάθε μορφή οργάνωσης να είναι εφικτή. Έτσι αφήνεται στο γούστο του κάθε κομματικού αρχηγού, όπως γνωρίζουμε από την ελληνική κομματική πραγματικότητα, να διευθύνει το κόμμα του αυταρχικά, αν όχι δικτατορικά.
Αυτή η αυταρχική εξέλιξη είχε σαν συνέπεια την επινόηση τέτοιων εκλογικών νόμων που οδηγούσαν σε μονοκομματικές και έτσι αυταρχικές Κυβερνήσεις. Οι εκλογικοί νόμοι - με εξαίρεση ίσως τη σημερινή Κυβέρνηση – εμπόδιζαν συστηματικά το σχηματισμό Κυβερνήσεων από σιναπισμούς κομμάτων, αφού μετέτρεπαν τις μειοψηφίες σε ψήφους σε πλειοψηφίες στο Κοινοβούλιο.
Αυτές οι πρακτικές οδήγησαν στα τελευταία 37 χρόνια στη εγκαθίδρυση δύο αυταρχικών κομμάτων, τα οποία μοιράστηκαν στα χρόνια αυτά την κυβερνητική εξουσία και των οποίων οι αρχηγοί και εκάστοτε πρωθυπουργοί προέρχονταν σχεδόν πάντοτε από οικογενειακές δυναστείες, οι οποίες διαιώνισαν μέχρι σήμερα το σύστημα των πελατειακών σχέσεων, του νεποτισμού, της διαφθοράς και της διαπλοκής .
1.3 Οι συνέπειες των πελατειακών σχέσεων και του νεποτισμού
Μία κύρια λειτουργική συνέπεια του συστήματος διακυβέρνησης της Ελλάδας, που εν συν-τομία περιέγραψα, είναι η χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα, η οποία προέρχεται από το γεγονός ότι πολλά άτομα που διορίστηκαν σε δημόσιες θέσεις ήσαν ποιοτικά ακατάλληλα και ποσοτικά μη αναγκαία.
Αυτή η πρακτική είχε και έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική Οικονομία, διότι ενερ-γεί σαν τροχοπέδη και αποθαρρύνει έτσι επιχειρηματικές και καινοτομικές δραστηριότητες. Η συνολική παραγωγικότητα της Οικονομίας είναι τότε χαμηλή και κατά επέκταση ανάλογη θα είναι και η ανταγωνιστικότητα της.
Η διάγνωση αυτή σηματοδοτεί και τη λύση του προβλήματος. Γι’ αυτό πρωταρχικός στόχος μίας νέας διαρθρωτικής πολιτικής - με κόμματα και πολιτικούς όμως, όχι του παρελθόντος και του παρόντος - θα ήταν η άμεση καταπολέμηση και μείωση της επιρροής των πελατειακών σχέσεων, του νεποτισμού και της διαφθοράς. Δηλαδή στόχος πρέπει να είναι η αποδυνάμωση του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, που κοστίζει ετησίως στην ελληνική Οικονομία και τους Έλληνες τουλάχιστο 12 δις € .
Η ανικανότητα των κομμάτων εξουσίας έγινε ιδιαίτερα τα τελευταία 3 χρόνια πολύ αισθητή, αφού συζητούν και επισημαίνουν το πρόβλημα, δεν προβαίνουν όμως σε ενέργειες κατάργησης του, διότι προφανώς αντίκειται στα πελατειακά ενδιαφέροντα και συμφέροντα τους.
Υπάρχει όμως η αμυδρή ελπίδα ότι η σημερινή κρίση θα μπορούσε να γίνει ένας καταλύτης εναντίον των αρνητικών σχέσεων που κυριαρχούν στη δημόσια ζωή της Ελλάδας.
Και αυτό διότι η σημερινή κρίση δείχνει πολύ καθαρά πλέον στους Έλληνες πόσο υψηλό και ποικιλόμορφο είναι το κόστος του ισχύοντος πολιτειακού και πελατειακού συστήματος της Ελλάδας, το οποίο σήμερα χτυπά σκληρά και αλύπητα τον κάθε Έλληνα.
Η συνειδητή αγνόηση από τους μέχρι τώρα πολιτικά υπεύθυνους του κριτηρίου της επίδοσης και της απόδοσης για προσλήψεις στο δημόσιο, φανέρωσε, κατά τη γνώμη μου, την παραβίαση τουλάχιστον τριών θεμελιωδών κοινωνικών ιδιοτήτων που είναι απαραίτητες για να υπάρξει πολιτική, οικονομική, κοινωνική και ηθική σταθερότητα σε μία Κοινωνία.
Πρώτον, αναφέρω τη διαρκή παραβίαση του αισθήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα κοινωνικό σύστημα που προωθεί και αναπαράγει συνεχώς τον νεποτισμό και παραβιάζει έτσι συστηματικά το κριτήριο απόδοσης ως κοινωνική αναγνώριση, οδηγεί σε διάβρωση των τυπικών και άτυπων θεσμών και τελικά απαξιώνει τους κανόνες της νομιμότητας και της γνησιότητας μιας Κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, αν ο πληθυσμός βλέπει συνεχώς, ότι μονίμως ακατάλληλα πρόσωπα, λόγω των πελατειακών, κομματικών και συγγενικών σχέσεών τους (νεποτισμός), παίρνουν υπεύθυνες και υψηλά αμειβόμενες θέσεις, τότε υπονομεύεται η έμφυτη αίσθηση της δικαιοσύνης που λίγο ή πολύ έχουν όλοι οι άνθρωποι και τελικά την χάνουν εντελώς. Φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης της Κοινωνίας, όπως αυτή τη στιγμή τα βιώνουμε στην Ελλάδα, είναι το αποτέλεσμα.
Δεύτερον, απειλείται η κοινωνική συνοχή. Ο νεποτισμός δεν υπονομεύει μόνο, αλλά και καταστρέφει την κοινωνική συνοχή μιας κοινωνίας εντελώς. Σε μια κοινωνία στην οποία η κοινωνική συνοχή είναι πολύ αδύναμη ή ανύπαρκτη, είναι επίσης ανύπαρκτος και ο σχεδιασμός και η πραγματοποίηση ενός συλλογικού πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου κοινών κοινωνικών στόχων και προσδοκιών. Ριζοσπαστικές πολιτικές και αντικοινωνικές δραστηριότητες θα κυριαρχήσουν τότε όχι μόνο στη δημόσια αλλά και όλο και περισσότερο στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων.
Τρίτον, οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός έχουν σαν αποτέλεσμα πολύ χαμηλές οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν χρησιμοποιεί αξιοκρατικά το ανθρώπινο δυναμικό της Κοινωνίας. Αυτό όχι μόνο οδηγεί σε κακή ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά εμποδίζει και ακριβαίνει επίσης και τις δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα. Οι συνέπειες είναι χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλές απώλειες ευημερίας για το σύνολο του πληθυσμού.
Από όλα αυτά βγαίνει το πολύ καθαρό συμπέρασμα ότι η Ελλάδα χρειάζεται τεράστιες διαρθρωτικές αλλαγές και μάλιστα χωρίς καμία καθυστέρηση πλέον, αν επιθυμεί να παραμείνει ισότιμο μέλος στην Ευρωζώνη.
1. Η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή, αλλά τι είδους αλλαγή;
Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που οδηγούν ένα λαό σε πολιτική σταθερότητα και ευημερία, πηγάζουν από καινοτομικές ιδέες χαρισματικών προσωπικοτήτων και υλοποιούνται είτε από αυτές τις ίδιες ή από άλλες εξίσου δυναμικές και τολμηρές πολιτικές προσωπικότητες. Τα ερείσματα για τέτοιες διεξοδικές δυναμικές και καινοτομικές εξελίξεις τις δίνουν συνήθως πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές και κάθε άλλου είδους κρίσεις που διέρχονται πολλές φορές οι Κοινωνίες.
Ένα ιστορικό παράδειγμα μίας τέτοιας καταστροφικής κρίσης και τον τρόπο αντιμετώπιση της μας δίνει η μεταπολεμική Γερμανία.
Όπως όλοι γνωρίζουμε το Ναζιστικό Καθεστώς οδήγησε τη Γερμανία σε ένα παγκόσμιο πόλεμο που κατέληξε στην πλήρη καταστροφή της.
Με το νέο ξεκίνημα της το 1949 της είχε απομείνει το 52% του προπολεμικού εδάφους της, το 75% (60 εκατομμύρια) του πληθυσμού της, εκ των οποίων 12 εκατομμύρια ήσαν πρόσφυγες και εκτοπισμένοι, με όλες τις μεγάλες πόλεις και τις υλικές και κοινωνικές υποδομές σε συντρίμμια και με τελείως κατεστραμμένη τη βιομηχανία. Επίσης έπρεπε να εισάγει εκ του μηδενός ένα νέο πολιτικό καθώς και ένα νέο οικονομικό σύστημα.
Σε αυτή την κατάσταση, δηλαδή σχεδόν από το μηδέν, άρχισε η νεοσυσταθείσα Γερμανία το 1949. Με την εκπόνηση του Συντάγματός τους ή του θεμελιώδους Νόμου, όπως το ονομάζουν, έβαλαν τις υγιείς βάσεις για να δημιουργήσουν στη συνέχεια ένα δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς καθώς και ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, που απεδείχθησαν σαν τα καλύτερα που είχε ποτέ αποκτήσει η Γερμανία στην ιστορία της. Και μέσα σε δέκα χρόνια εξέπληξαν τον κόσμο με τη δημιουργία του λεγόμενου γερμανικού οικονομικού θαύματος.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ εν συντομία σε αυτό το οικονομικό μοντέλο που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία και ονομάστηκε „Κοινωνική Οικονομία της Ελεύθερης Αγοράς“ ή „Κοινωνικός Φιλελευθερισμός“ και το μιμήθηκαν οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί και άλλοι και ίσως να αποτελέσει και τη λύση για την Ελλάδα.
3. Το μοντέλο της «Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς» σαν λύση για την Ελλάδα.
Η ιδέα πραγματοποίησης ενός Οικονομικού και συγχρόνως Κοινωνικού Συστήματος μέσα στα πλαίσια μίας ελεύθερης Οικονομίας (Soziale Marktwirtschaft) είναι γερμανική και γεννήθηκε θεωρητικά από Γερμανούς Οικονομολόγους πριν τον πόλεμο και υλοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Γερμανία από πολιτικούς και γνώστες του μοντέλου μετά τον πόλεμο.
Στα πλαίσια του συστήματος επιδιώκεται ένας συνδυασμός συνταγματικά προσδιορισμένων στόχων: όπως η ελευθερία των οικονομικών δραστηριοτήτων, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια.
Οι κύριοι θεωρητικοί πατέρες της Ιδέας αυτής ήσαν οι οικονομολόγοι Walter Eucken, Wil-helm Röbke, Alfred Mueller-Armack καθώς και ο δημιουργός του μεταπολεμικού οικονομικού γερμανικού θαύματος Ludwig Erhard, ο οποίος χρημάτισε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην περίοδο 1950–1963 και Καγκελάριος στη Γερμανία (1963-1966) μετά τον πρώτον Καγκελάριο της μεταπολεμικής Γερμανίας Adenauer.
Την Ιδέα τους την θεώρησαν σαν ένα είδος τρίτου οικονομικοκοινωνικού δρόμου μεταξύ των συμπληγάδων πετρών του Καπιταλισμού (της Σκύλλας) και του Κομμουνισμού (της Χάρυβδης).
Η επιδίωξή τους ήταν από το ένα μέρος μία τελική νίκη κατά του αχαλίνωτου Καπιταλισμού του 19ου και 20ου αιώνα που γέννησε τον Χίτλερ και από το άλλο μία νίκη κατά της δικτατορικά οργανωμένης και απάνθρωπης κεντρικά διευθυνόμενης Οικονομίας του Στάλιν.
Με την ιδέα ενός φιλελεύθερου Οικονομικού Συστήματος με κοινωνικό πρόσωπο (χαρακτήρα), ήθελαν να συνθέσουν, επάνω στις βάσεις ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού Πολιτικού Καθεστώτος, το οποίο προϋποθέτει ένα ισχυρό Κράτος Δικαίου που θα εγγυάται την οικονομική ελευθερία και θα τη συνδέει όμως με τα ιδανικά μίας κοινωνικής δικαιοσύνης που θα εκφράζεται με την κοινωνική ασφάλεια και την κοινωνική πρόνοια. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν συνειδητά οι όροι «Οικονομικό» και «Κοινωνικό» Σύστημα.
Ο όρος Οικονομικό Σύστημα βασίζεται επάνω στην αρχή της Επικουρικότητας. Αυτή εγγυάται την ατομική οικονομική ελευθερία δράσης και απαιτεί ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς με συγκεκριμένους κανόνες ανταγωνισμού που προσδιορίζουν τις τιμές των αγαθών, τις αμοιβές των εργαζομένων, τα επιτόκια των αποταμιεύσεων και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Συγχρόνως απαιτεί από όλους τους υγιείς και ενήλικους πολίτες, που είναι σε θέση να εργαστούν είτε σαν επιχειρηματίες, είτε σαν υπάλληλοι, είτε σαν εργάτες, είτε ακόμη και σαν καταναλωτές, να διαθέτουν στο ακέραιο τις ικανότητές τους, τις γνώσεις τους, τα χρήματα τους, την εργασία τους - σύμφωνα βέβαια με τις προσωπικές τους επιλογές– με στόχο την προσωπική τους ωφέλεια. Τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους, θετικά ή αρνητικά, θα θίγουν άμεσα τους ίδιους.
Η ατομική οικονομική ελευθερία βρίσκει όμως τα όριά της εκεί που θίγονται η συνταγματική τάξη, οι πλειοψηφικά αποδεκτές ηθικές αξίες της κοινωνίας και τα συνταγματικά εγγυημένα δικαιώματα τρίτων.
Ο όρος Κοινωνικό Σύστημα βασίζεται επάνω στην αρχή της Αλληλεγγύης. Αυτή απαιτεί ότι όλα εκείνα τα άτομα μέσα σε μία Κοινωνία που δεν είναι σε θέση να προσφέρουν οικονομικά είτε λόγω ηλικίας (παιδιά, γέροντες, γερόντισσες), είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω ανεργίας (και όλοι αυτοί αποτελούν σχεδόν το 50% του πληθυσμού), θα πρέπει να συντηρηθούν και μάλιστα ανθρώπινα (το πολιτικό σύστημα αποφασίζει το μέγεθος της προσφοράς για αυτούς).
Το γερμανικό οικονομικό μοντέλο προϋποθέτει όμως για την ικανοποίηση των κοινωνικών απαιτήσεων την ύπαρξη και ικανοποιητική λειτουργία του Συστήματος της Ελεύθερης Οικονομίας. Και αυτό διότι λόγω της μεγάλης οικονομικής απόδοσης του δίνεται η οικονομική ευχέρεια στο Κράτος να προσφέρει τις κοινωνικές παροχές.
Ο ιδιαίτερος όμως χαρακτήρας του συστήματος, που εκφράζεται με την έννοια του «κοινωνικού συστήματος», αποσκοπεί να περιορίσει τις ελευθερίες της αγοράς εκεί που πληγώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εκεί που τα αποτελέσματα της, δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις κοινωνικές ανάγκες, όπως αυτές αξιολογούνται από τη δημοκρατικά οργανωμένη Κοινωνία και τα κόμματα που την εκφράζουν.
Έτσι δημιουργήθηκαν στα τελευταία 50 χρόνια, όχι μόνον στη Γερμανία αλλά και σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές Χώρες, που μιμήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τους Γερμανούς, πολλές αποχρώσεις αυτού του Οικονομικοκοινωνικού Συστήματος.
Με τη συμβολή του κατορθώθηκε επάνω στις βάσεις της ανταγωνιστικής Οικονομίας, η σύνθεση της ατομικής ελευθερίας και της οικονομικής δράσης με αυτή της κοινωνικής προόδου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η Βόρεια Ευρώπη απέκτησε με αυτό το Μοντέλο ένα δυναμικό, αποδοτικό και ποικίλως δημιουργικό οικονομικό και κοινωνικό Σύστημα, που παρέχει για πρώτη φορά στην μακρόχρονη ιστορία της, σχεδόν σε όλο τον πληθυσμό αποδοτική εργασία, ικανοποιητική οικονομική ευημερία, κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια.
Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 έπληξε τις Βόρειες Ευρωπαϊκές Χώρες που έχουν εφαρμόσει το μοντέλο του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού πολύ λιγότερο από ότι τις Χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που εν συντομία περιέγραψα συνέδεσε επιτυχώς τη δημοκρατία, την ελευθερία και την οικονομική ευημερία με την κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια για τους οικονομικά αδύνατους. Με άλλα λόγια συνέδεσε και συμφιλίωσε την ατομική και συλλογική οικονομική αποδοτικότητα με τη συλλογική κοινωνική ασφάλεια.
Και καταλήγω με το ερώτημα: είναι δυνατή η εφαρμογή ενός τέτοιου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος και στην Ελλάδα;
Η απάντησή μου είναι ναι, αν κατορθώσουμε και ξεφύγουμε από τις αντιλήψεις και πρακτικές του σημερινού πολιτικού κατεστημένου. Αντιλήψεις και πρακτικές που οδήγησαν την Ελλάδα στην χρεοκοπία, την Οικονομία της σε μία απάνθρωπη χρόνια ύφεση και την Κοινωνία στην ηθική παρακμή καθώς και όλους τους Έλληνες στην αγανάκτηση και στην οργή. Χρειαζόμαστε λοιπόν νέα κόμματα με στόχο τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική εξέλιξη, και που θα βασίζονται σε μία διεθνώς ανταγωνιστική εκπαίδευση και σε μια παραγωγική και εξωστρεφή Οικονομία. Νέα κόμματα με νέους ικανούς πολιτικούς ηγέτες τύπου Manager, που κριτήριο ανάδειξής τους δεν θα πρέπει να είναι τα λόγια τους στα κανάλια των τηλεοράσεων, αλλά η ικανότητα αξιοκρατικής διαχείρισης και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και των ιδεών που υπάρχουν εντός ή εκτός του κόμματος. Ηγέτες που θα χρησιμοποιούν το διάλογο όχι για το διάλογο, αλλά αντίθετα για να καταλήγουν σε απτές, δεσμευτικές προτάσεις για τον ίδιο, για το κόμμα του και κατά επέκταση και για την Κυβέρνηση.
Η εφαρμογή του μοντέλου αυτού ηγεσίας είναι αναμφισβήτητα όχι εύκολο και μάλιστα με τα μέχρι τώρα ελληνικά δεδομένα, φαίνεται να είναι ίσως και ακατόρθωτο.
Στο σημείο αυτό θέλω να κλείσω και πιστεύω θα ταίριαζε σε αντίθεση με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα ένα απόσπασμα της ομιλίας του Ιωάννη Καποδίστρια, όταν ανέλαβε το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας, με το οποίο θα κλείσω την εισήγηση μου.
«Είμαι ευτυχής διότι ηδυνήθην να προσφέρω… τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς μου εις το θυσιαστήριον της πατρίδας… διά την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν, δι’ αυτό το τόσον θεάρεστον έργον. Διά τον αυτόν τούτον λόγον θέλω αποφεύγει…να δεχθώ την προσδιοριζόμενην ποσότητα διά τα έξοδα του αρχηγού της Επικρατείας, απεχόμενος, εν όσω τα ιδιαίτερά μου χρηματικά μέσα μου επαρκούν από το να εγγίσω μέχρι οβολού τα δημόσια χρήματα προς την ιδίαν μου χρήσιν… Αποστρέφομαι το να προμηθεύω εις τον εαυτόν μου τας αναπαύσεις του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουν την ευπορίαν, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων περικυκλωμένοι από πλήθος ολόκληρον ανθρώπων βυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν… Ελπίζω ότι όσοι εξ’ υμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μετ’ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατό να λαμβάνουν μισθούς ανάλογους με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της».
Ευχαριστώ για την προσοχή σας
· Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λειψίας, Έδρα Μακροοικονομίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου της Θεωρητικής Οικονομικής.