ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑ H ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

H   ΠΡΩΤΗ  ΝΥΧΤΑ

 

Της Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

 

Ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος πες. Είχε περιπλανηθεί μέσα στον απέραντο κήπο σε μια περιδιάβαση δίχως τελειωμό. Είχε σταματήσει  ,μπρος τα πελώρια δένδρα, θαύμασε τα λουλούδια, τις νεροσυρμές…Αναμείχθηκε με τα δίποδα και τα τετράποδα που συνάντησε στα βήματα του και που τον έβλεπαν περίεργα όπως σαστισμένος τα κοίταζε κι αυτός.

Άδραξε απ’ τα δένδρα καρπούς ζουμερούς μυρουδάτους που του έδιναν ο καθένας διαφορετική γεύση στον καταπιώνα του. Ήθελε να προσδιορίσει τη διαφορετικότητά  τους, μα δεν δίνονταν. Δεν ήξερε τις λέξεις έπρεπε να τις εφεύρει μα ούτε  κι αυτό το μπορούσε.

Σκυμμένα πάνω στο ρυάκι, αγέλες τ’ αγρίμια, έχωναν τις μουσούδες τους στο νερό. Πλησίασε κι αυτός, τα αναμέριασε, εκείνα  του έκαναν  τόπο δίπλα τους, έσκυψε, έχωσε κι ο ίδιος το πρόσωπό του στο νερό . Μιά δροσιά τον διαπότισε ολάκερον. Άνοιξε το στόμα -σαν τ’ άλλα πλάσματα- κι άφησε αυτή τη δροσιά να εισρεύσει στα σωθικά του . Α, ναι, ήταν καλό. Λίαν.

 Όλα ήταν για πρώτη φορά. Όλα πρωτόγνωρα, πρωτοείδωτα, απαρατήρητα από άλλο ανθρώπινο μάτι, ανέγγιχτα κι απάτητα..

Κάθισε κατάκοπος στη γη, πάνω στο ψηλό χορτάρι. Έβλεπε ολόγυρα- και το σάστισμα του πλήθαινε-τα πάντα και λίγο λίγο   ν’ αλλάζουν.

Τα πλάσματα πλάι του-ήταν παλιότερά του- γνώριζαν την αλλαγή που στιγμή τη στιγμή ερχόταν. Με ενστικτώδη γνώση και υποταγή ετοιμάστηκαν γι αυτήν. Τα  πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά των δένδρων, βολεύτηκαν. Οι ανθοί, άλλοι έσκυψαν να δροσερέψουν  τις καρδιές τους, άλλοι ανέδωσαν τ’ άρωμά τους  υμνώντας τη ζωή. Τα φίδια κουλουριάστηκαν τυφλά. Τ’ άλλα ζώα, αφήνοντας ένα ένα το ρυάκι, γύρισαν στις μεριές τους, ξάπλωσαν ομάδι.

Κάπου, πολύ μακριά, μια λαμπαδιασμενη λάβα, κατέβαινε απ’ τα’ αψήλου δισταχτικά. Μιά γαλήνη, ντυμένη χρυσαφιά, ομόρφαινε πιότερο τον κήπο.’ Ένα αγέρι τρέμισε για λίγο στις κορφές των δένδρων…κάποιοι ήχοι ανταποκρίθηκαν…Ύστερα, ηρέμησαν όλα. Τα χρώματα έσβησαν. Το υπόλοιπο φως χάθηκε. Σταμάτησαν οι ψίθυροι…

Βαθύς ίσκιος ξεκίνησε ν’ αναβρύζει απ’ τη γή, ν’ απλώνεται, να περεχά τα πάντα.

Δεν έβλεπε πια τίποτα. Καμιά εικόνα μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια του. Κανένα είδωλο, ούτε καν του ίδιου του εαυτού του. Άγγιξε το κορμί του. Το έψαυε, το ένοιωθε, ναι ,μα δεν το έβλεπε. Κι αυτό τον συντάραζε.

Κάποιο τρέμουλο δυνάστεψε τα σωθικά του. Κάτι άρχισε να πάλλει μέσα του, να εδώ στο στέρνο του και να χτυπά γρήγορα και πιο  γρήγορα και δυνατά και δυνατότερα. Κρύωνε. Ριγούσε. Τα σαγόνια και τα χέρια του έτρεμαν. Ήταν ο συγκλονισμός απ’ την εμφάνιση του φόβου. Ο συνεπαρμός απ’ τη γνωριμιά με τη μοναδικότητά του κι η μοναξιά του ενός..

Μέσα στη νύχτα που τον σκέπαζε ανελέητη με το σκοτάδι και τη σιωπή της, ήταν μονάχος. Κανένας άλλος σαν κι αυτόν, ν’ ακουμπήσει στο πλευρό του, να παρηγορήσει την ερημιά του. Βαθειά στην ύπαρξή του εγκαταστάθηκε το μέγα δέος.

 Ένα  κάψιμο αναδύθηκε απ’ τα μάτια του κι έγινε δάκρυ να κυλά στο πρόσωπό του. Δάκρυ αδυναμίας μπροστά στο άγνωστο.

Ανήμπορος ν’  αμυνθεί, δίπλωσε τα πόδια, αγκάλιασε σφιχτά το κορμί του -ό,τι δικό του είχε- έγειρε στο χώμα και παραδόθηκε σ’ αυτό που τον κυριάρχησε: στη μέγιστη, ανέλπιδη απορία. Και στην παραίτηση.

Πάνωθέ του, ο μέγας Ουρανός του έστειλε τον Μορφέα να του αναπάψει τα μέλη και τον Όνειρο να διεγείρει τη συνείδηση του.

…………………………………………………………….

Όταν άνοιξε τα μάτια, όλα ήταν σαν χθές. Φωτερά, χρυσαφιά, δακρυσμένα απ’ τ’ αγιάζι…μυρωμένα. Όλος ο κήπος λαμπίριζε, τώρα που ο μέγας δίσκος αναδύθηκε ξανά απ’ το χάος. Οι γνώριμοι του-τ’ αγρίμια- έπαιζαν με τους συντρόφους τους, έπιναν νερό ομάδι,  τον προσέγγιζαν φιλικά.

Ανατάνυσε το κορμί του. Δεν έτρεμε. Δεν φοβόταν. Ήταν γερός. Πατούσε στέρεα στη γη. Όλα του ήταν γνώριμα. Και το κελάηδημα των πουλιών και το κελάρυσμα των ρυακιών, το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα…Τα βάφτισε. Τα ονομάτισε ένα ένα και χάρηκε γι αυτή τη μπόρεσή σου

‘Εσκυψε,έχωσε το πρόσωπό του στο  ρυάκι, να πιει δίπλα στα  αγρίμια. Ύστερα μετανοιωμένος, άπλωσε τις χούφτες, τις γέμισε με τη δροσιά του νερού τις  πλησίασε στο στόμα του και ιπιε, μόνος  αυτός όρθιος, ανάμεσα στο σκυφτό πληθυσμό της γης.

Μια σιγουριά, μαζί με την  συνειδητοποίηση αυτού που του δόθηκε να είναι, τον ενδυνάμωνε. Το διαισθανόταν μα και το διαπίστωνε:  Ήταν το «ον το δίπουν, το άπτερον, το λογικόν».

Ο φόβος του είχε παρέλθει οριστικά  μαζί και η πρώτη¨-μεγάλη-  νύχτα του ανθρώπου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου